Στη σχέση μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη δεν υπάρχει διαπραγματευτική ισορροπία. Ο εργοδότης, ως το ισχυρότερο μέρος, έχει τη δυνατότητα να επιβάλει στον εργαζόμενο τους όρους του παιχνιδιού.
Συνηθισμένη περίπτωση καταστρατήγησης του νόμου είναι η απασχόληση εργαζόμενων με «μπλοκάκι» χωρίς αυτό να δικαιολογείται από τις συνθήκες παροχής της εργασίας. Ο εργοδότης, δηλαδή, παρότι απασχολεί τον εργαζόμενο υπό συνθήκες εξάρτησης, εντούτοις του επιβάλλει να υπογράψει σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου και τον αμείβει με απόδειξη παροχής υπηρεσιών («μπλοκάκι») αντί να τον μισθοδοτεί. Ειδικότητες εργαζόμενων που συχνά αναγκάζονται να υπογράψουν ψευδεπίγραφες συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, ενώ στην πραγματικότητα απασχολούνται υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας, είναι οι δημοσιογράφοι, μηχανικοί, τεχνικοί πληροφοριακών συστημάτων, πωλητές, λογιστές κ.α.
Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχουν εφαρμογή πολλές διατάξεις προστατευτικού χαρακτήρα, σχετικές με τα χρονικά όρια εργασίας, το ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο, τις αργίες, τις άδειες, τα επιδόματα εορτών και άδειας, την απόλυση με καταβολή αποζημίωσης, τις ελάχιστες αποδοχές και άλλες. Όλες αυτές οι διατάξεις, που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των εργαζόμενων, δεν έχουν εφαρμογή στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ούτε στη σύμβαση έργου. Έτσι, ο εργοδότης που απασχολεί έναν κανονικό εργαζόμενο με «μπλοκάκι», αποφεύγει μια σειρά υποχρεώσεων και εξοικονομεί χρήματα, σε βάρος, φυσικά, του εργαζόμενου.
Ποια είναι όμως ή διαφορά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και τη σύμβαση έργου;
Στη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος δεσμεύεται από τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη σχετικά με τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας, ενώ στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών όχι.
Στη σύμβαση έργου, αυτός που παρέχει την υπηρεσία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα έργο, έχει, δηλαδή, ευθύνη για το αποτέλεσμα της εργασίας του, ενώ στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχουν εφαρμογή πολλές διατάξεις προστατευτικού χαρακτήρα, σχετικές με τα χρονικά όρια εργασίας, το ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο, τις αργίες, τις άδειες, τα επιδόματα εορτών και άδειας, την απόλυση με καταβολή αποζημίωσης, τις ελάχιστες αποδοχές και άλλες. Όλες αυτές οι διατάξεις, που έχουν θεσπιστεί για την προστασία των εργαζόμενων, δεν έχουν εφαρμογή στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ούτε στη σύμβαση έργου. Έτσι, ο εργοδότης που απασχολεί έναν κανονικό εργαζόμενο με «μπλοκάκι», αποφεύγει μια σειρά υποχρεώσεων και εξοικονομεί χρήματα, σε βάρος, φυσικά, του εργαζόμενου.
Ποια είναι όμως ή διαφορά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και τη σύμβαση έργου;
Στη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος δεσμεύεται από τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη σχετικά με τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής της εργασίας, ενώ στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών όχι.
Στη σύμβαση έργου, αυτός που παρέχει την υπηρεσία αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα έργο, έχει, δηλαδή, ευθύνη για το αποτέλεσμα της εργασίας του, ενώ στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δεν ισχύει κάτι τέτοιο.
Μπορεί να κάνει καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας και να ζητήσει όποιες παροχές δεν έχει πάρει εξαιτίας της παράνομης αυτής εργοδοτικής πρακτικής. Μπορεί, επίσης, να προσφύγει στο δικαστήριο, ώστε να υποχρεωθεί ο εργοδότης να του καταβάλει τα οφειλόμενα. Μάλιστα, ο νόμος προβλέπει και τεκμήριο, με βάση το οποίο, αν ο απασχολούμενος παρέχει την εργασία του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για 9 συνεχείς μήνες, τότε τεκμαίρεται ότι η συμφωνία περί σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.