Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019: «Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 1 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα».
Σύμφωνα με την κρατούσα έως σήμερα νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων, το ενημερωτικό έντυπο δύναται μεν να προσκομιστεί το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης αυτής, θα πρέπει, όμως, να προκύπτει από αυτό ότι η έγγραφη ενημέρωση περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς έλαβε χώρα πριν από την κατάθεση της αγωγής και όχι σε μεταγενέστερο αυτής χρονικό σημείο. Η ερμηνεία αυτή συνάδει, άλλωστε, πλήρως όχι μόνο με το γράμμα της εν λόγω διάταξης, αλλά και με το πνεύμα της, αφού σκοπός της είναι η ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς πριν ο εν δυνάμει διάδικος καταθέσει την αγωγή του, ώστε να αποτραπεί η προσφυγή του στο Δικαστήριο (έτσι έκρινε, μεταξύ άλλων, η ΠολΠρΘεσ 1045/2021, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η ημερομηνία την οποία θα φέρει το ενημερωτικό έντυπο του πληρεξούσιου δικηγόρου προς τον εντολέα του πρέπει να φέρει ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης της αγωγής.
Στον αντίποδα της άνω νομολογίας, έχει κριθεί ότι τυχόν μη έγκαιρη ενημέρωση του διαδίκου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ήτοι ενημέρωσή του σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάθεσης της αγωγής, δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες, επειδή ο νομοθέτης περιόρισε την εμβέλεια του απαραδέκτου αποκλειστικά στην περίπτωση της μη προσκομιδής του ενημερωτικού εντύπου το αργότερο με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης (έτσι η ΜονΠρΚαβ 70/2021, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή, κατά την άποψή μας, δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο γράμμα και στο πνεύμα της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 ν. 4640/2019.
Εξάλλου, έχει κριθεί ότι η καθιέρωση υποχρεωτικής έγγραφης προδικασίας, που εισήχθη με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος και τη θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης για τη μη προσκομιδή του ενημερωτικού εντύπου δεν είναι αναλογική, αλλά, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια προώθησης της εθελούσιας χρήσης του θεσμού της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφοράς και ότι, συνεπώς, η ως άνω διάταξη, ως αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Επίσης, ότι η σχετική πλημμέλεια του εντολοδόχου δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, που αναπτύσσει την ενέργειά της αποκλειστικά στην εσωτερική τους σχέση της αμειβόμενης δικηγορικής εντολής, απολήγει να μεταθέσει τις συνέπειες του πταίσματος στο πρόσωπο του διαδίκου (έτσι σε ΕιρΑθ 976/2020 και ΕιρΑθ 1034/2020, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κρίση αυτή, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει καταστεί – μέχρι και σήμερα – κρατούσα στη νομολογία.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να προβεί σε ουσιαστική ενημέρωση του εντολέα του για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ήτοι πριν από την κατάθεση της αγωγής. Οφείλει, δε, ο ενάγων (όχι ο εναγόμενος) να προσκομίσει στο Δικαστήριο το ενημερωτικό αυτό έντυπο, υπογεγραμμένο από τον ίδιο και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, το αργότερο με τις προτάσεις της συζήτησης, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής.
Η κατάθεση του ενημερωτικού αυτού εντύπου αφορά όλες τις υποθέσεις που είναι δεκτικές διαμεσολάβησης (άρα εξαιρούνται ποινικής και διοικητικής φύσης υποθέσεις), εκδικάζονται τόσο κατά την τακτική διαδικασία όσο και κατά τις ειδικές διαδικασίες και γι’ αυτές υφίσταται εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς.
Υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προείσπραξης υπάρχει για τη συμμετοχή δικηγόρου στη διαμεσολάβηση (άρθ. 5 παρ. 1 ν. 4640/2019) αλλά όχι για τη συμμετοχή του στην ΥΑΣ.
Η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται καταρχήν ελεύθερα, με έγγραφη συμφωνία του διαμεσολαβητή και των μερών (ά. 18 παρ. 1 ν. 4640/2019). Του νόμου μη διακρίνοντος, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τόσο την εκούσια διαμεσολάβηση όσο και την ΥΑΣ.
Αν, ωστόσο, δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής του διαμεσολαβητή, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 ν. 4640/2019, ήτοι: α) στην περίπτωση διεξαγωγής ΥΑΣ, η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των 50,00 Ευρώ (το οποίο προκαταβάλλεται από το επισπεύδον μέρος και βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία) και β) στην περίπτωση της εκούσιας διαμεσολάβησης, η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των 80,00 Ευρώ ανά ώρα εργασίας (ποσό το οποίο βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία).
Η αμοιβή του νομικού παραστάτη του μέρους για τη συμμετοχή του τόσο στη διαμεσολάβηση, όσο και στην ΥΑΣ, συμφωνείται ελεύθερα (άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζεται η διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων περί ελάχιστης ωριαίας αμοιβής ύψους 80,00 Ευρώ.
Όχι, η ΥΑΣ πρέπει να διεξαχθεί με ταυτόχρονη παρουσία των μερών, αφού, σύμφωνα με το πνεύμα του ν. 4640/2019, σκοπός της υποχρεωτικής αυτής διαδικασίας είναι να ενημερωθούν από κοινού τα μέρη σχετικά με τον θεσμό της διαμεσολάβησης. Πάντως, ο νόμος, καίτοι προτιμά τη φυσική και εκ του σύνεγγυς παρουσία των μερών, εντούτοις δεν αποκλείει τη διεξαγωγή της ΥΑΣ μέσω τηλεδιάσκεψης, ιδίως σε περιπτώσεις αδυναμίας μετακίνησης ή σε ιδιαίτερα φορτισμένες υποθέσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 4640/2019, οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται σε ΥΑΣ, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς:
▪ Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από εκείνες των άρθρων 592 παρ. 1 περ. α’, β’, γ’ και 592 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η σχετική υποχρέωση αφορά δικόγραφα με ημεροχρονολογία κατάθεσης από 15ης Ιανουαρίου 2020 και εξής (άρθρο 44 ν. 4640/2019).
▪ Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 30.000,00 Ευρώ και εκείνες που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Η σχετική υποχρέωση αφορά δικόγραφα με ημεροχρονολογία κατάθεσης από 1ης Ιουλίου 2020 και εξής (άρθρο 44 ν. 4640/2019, σε συνδ. με άρθρο 74 παρ. 14 ν. 4690/2020).
▪ Οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Η σχετική υποχρέωση αφορά δικόγραφα με ημεροχρονολογία κατάθεσης από 30ής Νοεμβρίου 2019 και εξής (άρθρο 44 ν. 4640/2019).
Ως ΥΑΣ νοείται η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, η οποία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις του άρθρου 6 ν. 4640/2019, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια της ΥΑΣ ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους (άρθρο 2 παρ. 5 ν. 4640/2019).
Με βάση τα ανωτέρω, η ΥΑΣ έχει αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα. Η ενημέρωση που λαμβάνει χώρα δεν είναι μόνο γενική, δεν αφορά δηλαδή μόνον στον θεσμό της διαμεσολάβησης, τη διαδικασία και τα πλεονεκτήματά της, αλλά ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για το πώς μπορεί η διαμεσολάβηση να συμβάλει η διαδικασία στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, με βάση τις ιδιαιτερότητες και τα κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά της. Επιπλέον, στην ΥΑΣ, τα μέρη συναντώνται – συνήθως για πρώτη φορά μετά από καιρό – στο ίδιο τραπέζι, γεγονός το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί από τον διαμεσολαβητή προκειμένου να καλλιεργηθεί μεταξύ τους ένα κλίμα συνεργασίας και συναίνεσης.
Καταρχάς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 2 ν. 4640/2019, το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ. εξαιρούνται από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης.
Ο νόμος δεν ορίζει ρητά τι συμβαίνει στην περίπτωση που οι εναγόμενοι είναι περισσότεροι του ενός και, μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. Κατά την κρατούσα άποψη, την οποία θεωρούμε ορθότερη, στις διαφορές της παρ. 1 του άρθρου 6 ν. 4640/2019, στις οποίες ενάγεται, μεταξύ άλλων, και το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., δεν υφίσταται υποχρέωση διεξαγωγής ΥΑΣ, γεγονός που συνάγεται ευθέως τόσο από το γράμμα, όσο και από το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 4640/2019.
Σε κάθε περίπτωση, το ποια λύση θα επιλεγεί επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του επισπεύδοντος μέρους (και, συνακόλουθα, του πληρεξούσιου δικηγόρου του), που μπορεί να επιλέξει, εκ λόγων περισσής πρόνοιας και προς δικονομική εξασφάλισή του, να προσκαλέσει σε ΥΑΣ τα φυσικά πρόσωπα που (συν)ενάγονται με το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.
Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής επιλογής τους και η συμφωνία ως προς το πρόσωπό του πρέπει να αποτυπώνεται εγγράφως. Ειδικότερα, το επισπεύδον μέρος μπορεί να επικοινωνήσει απευθείας με το άλλο μέρος, για τον διορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής ή να απευθυνθεί στον διαμεσολαβητή της επιλογής του και να αναλάβει εκείνος την επικοινωνία με το άλλο μέρος, προκειμένου να διαπιστώσει αν επιτυγχάνεται συμφωνία ως προς το πρόσωπό του (άρθρα 7 παρ. 1 και 5 παρ. 2 ν. 4640/2019).
Στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία ή δεν επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ των μερών, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την ΚΕΔ, κατόπιν σχετικής αίτησης του επισπεύδοντος μέρους στην πλατφόρμα http://www.diamesolavisi.gov.gr/user/citizen/login, κατά τα αναλυτικώς οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 ν. 4640/2019.
Η ΥΑΣ λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την επομένη της αποστολής στον διαμεσολαβητή του αιτήματος προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης από το επισπεύδον μέρος. Αν κάποιο από τα μέρη διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία παρεκτείνεται έως την τριακοστή (30ή) ημέρα από την επομένη της αποστολής του αιτήματος στον διαμεσολαβητή (άρθρο 7 παρ. 3 ν. 4640/2019).
Επισημαίνεται ότι το επισπεύδον μέρος υποχρεούται να αποστείλει εγγράφως στον διαμεσολαβητή αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της ΥΑΣ και να λάβει απόδειξη παραλαβής, τόσο στην περίπτωση που ο διαμεσολαβητής έχει οριστεί κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των μερών, όσο και στην περίπτωση που έχει διοριστεί από την ΚΕΔ. Κρίνεται σκόπιμο όλα τα έγγραφα (αίτημα προσφυγής, αποδείξεις παραλαβής κ.λπ.) να φέρουν βεβαία χρονολογία, ούτως ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί με ασφάλεια η τήρηση των δικονομικών προθεσμιών.
Για να λάβει χώρα εγκύρως η γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ΥΑΣ, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η γνωστοποίηση να είναι έγγραφη, β) να γίνει προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, γ) να λάβει χώρα πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημεροχρονολογία διεξαγωγής της ΥΑΣ και δ) να υπάρχει απόδειξη παραλαβής της γνωστοποίησης ή, έστω, απόδειξη έγκαιρης και έγκυρης γνωστοποίησης, ανεξαρτήτως του τρόπου που έλαβε χώρα αυτή (με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται και άλλοι τρόποι γνωστοποίησης της πρόσκλησης λ.χ. επίδοση με δικαστικό επιμελητή) (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4640/2019).
Ο σκοπός της ΥΑΣ εξαντλείται στην ενημέρωση των μερών από τον διαμεσολαβητή σχετικά με τον θεσμό, τη διαδικασία και τα οφέλη της διαμεσολάβησης, καθώς και το πώς αυτή μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς τους. Για να ολοκληρωθεί η ΥΑΣ, δεν απαιτείται τα μέρη να συμφωνήσουν να υπαγάγουν τη διαφορά τους σε εκούσια διαμεσολάβηση ούτε, φυσικά, χρειάζεται να αιτιολογήσουν την οποιαδήποτε επιλογή τους. Μετά το πέρας της ΥΑΣ συντάσσεται πρακτικό από τον διαμεσολαβητή, που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες (άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019). Στο πρακτικό αυτό αναφέρεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της ΥΑΣ στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν (άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019), ώστε να μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο στο οποίο τυχόν οδηγηθεί η διαφορά αφενός αν η γνωστοποίηση της ΥΑΣ προς τα μέρη έγινε συννόμως, αφετέρου αν συντρέχει λόγος επιβολής χρηματικής ποινής στο μέρος που δεν εμφανίστηκε, παρότι κλήθηκε νομίμως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 6 ν. 4640/2019.
Το φύλλο βασικών στοιχείων συμπληρώνεται πάντα από το επισπεύδον τη διαδικασία μέρος, το μέρος, δηλαδή, που υποβάλει προς τον διαμεσολαβητή το αίτημα προσφυγής στη διαμεσολάβηση (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4640/2019). Ασφαλώς, σε περίπτωση που τα δηλωθέντα από τον προσφεύγοντα στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του, προς συμπλήρωσή τους.
Ο διαμεσολαβητής που θα οριστεί είτε με κοινή έγγραφη συμφωνία των μερών είτε από την ΚΕΔ, με τη διαδικασία του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. δ’ ν. 4640/2019, επικοινωνεί με κάθε πρόσφορο μέσο με τα μέρη, για τον ορισμό της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της ΥΑΣ, ενώ, σε περίπτωση μη συμφωνίας, ορίζει ο ίδιος τα στοιχεία αυτά (άρθρο 7 παρ. 2 εδ. β ν. 4640/2019).
Και στις δύο περιπτώσεις, ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στα μέρη την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ΥΑΣ τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από την ΥΑΣ, με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής της πρόσκλησης.
Όχι, δεν νοείται πρακτικό αποτυχίας ΥΑΣ, δοθέντος του γεγονότος ότι η διαδικασία της ΥΑΣ έχει αμιγώς ενημερωτικό για τα μέρη χαρακτήρα. Το πρακτικό που συντάσσεται μετά την ολοκλήρωση της ΥΑΣ είναι το πρακτικό περάτωσης της διαδικασίας, το οποίο υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή και όλους τους συμμετέχοντες και σ’ αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της ΥΑΣ στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σ’ αυτήν (άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019). Αν τα μέρη αποφασίσουν να συνεχίσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είτε με τον ίδιο είτε με διαφορετικό διαμεσολαβητή, συντάσσεται ξεχωριστό πρακτικό υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση (άρθρο 7 παρ. 7 ν. 4640/2019), ενώ αν τα μέρη αποφασίσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους στα δικαστήρια, δεν απαιτείται να συνταχθεί άλλο έγγραφο.
Κατ’ αρχάς τα μέρη παρίστανται στην ΥΑΣ μαζί με τους νομικούς παραστάτες τους. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, ο νόμιμος εκπρόσωπος δύναται να διορίζει αντιπρόσωπο με εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής (άρθρο 7 παρ. 5 εδ. α’ και β’ ν. 4640/2019).
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στην ΥΑΣ δυνάμει εξουσιοδότησης μόνη η συμμετοχή του νομικού παραστάτη του μέρους, του οποίου αποδεδειγμένα δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία, ιδίως στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζει δυσκολία μετακίνησης λόγω σοβαρής ασθένειας ή αν δεν υπάρχει δυνατότητα τηλεδιάσκεψης ή αν είναι κάτοικος εξωτερικού (άρθρο 7 παρ. 5 εδ. γ’ ν. 4640/2019).
Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο νόμος δίνει εμφανώς προτεραιότητα στη φυσική παρουσία των μερών στην ΥΑΣ (όπως και στη διαμεσολάβηση), η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να εξαντλείται (από πλευράς διαμεσολαβητή) κάθε περιθώριο συμμετοχής του μέρους στη διαδικασία, είτε δια ζώσης είτε μέσω τηλεδιάσκεψης.
Τόσο στην ΥΑΣ, όσο και στη διαμεσολάβηση, τα μέρη παρίστανται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης με τους νομικούς παραστάτες τους (άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση των μερών μόνο στις καταναλωτικές διαφορές και τις μικροδιαφορές (άρθρο 5 παρ. 1 ν. 4640/2019).
Ο ρόλος του νομικού παραστάτη στη διαμεσολάβηση είναι ουσιαστικός, ενεργός και καθοριστικός για την έκβασή της. Μεταξύ άλλων, ο νομικός παραστάτης είναι το πρόσωπο που εγγυάται την τήρηση του νόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, παρέχει στον διαμεσολαβητή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας, προετοιμάζει και καθοδηγεί τον εντολέα του, διαπραγματεύεται για εκείνον, διασφαλίζει τα συμφέροντά του, διαχειρίζεται τις προσδοκίες του και συμμετέχει ενεργά στο στάδιο κατάρτισης της τελικής συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς.
Ο ν. 4640/2019 ενθαρρύνει τη φυσική παρουσία των μερών κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας της διαμεσολάβησης (τόσο της εκούσιας διαμεσολάβησης όσο και της ΥΑΣ). Ο λόγος είναι προφανής: Δια της φυσικής παρουσίας τους στον ίδιο χώρο, τα μέρη θα βρεθούν – ίσως μετά από καιρό – στο ίδιο τραπέζι, θα συζητήσουν, θα ανταλλάξουν απόψεις και θα διαπραγματευτούν, πάντα με τη συνδρομή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή. Παρ’ όλα αυτά, όπως απέδειξε η πρόσφατη εμπειρία με αφορμή την πανδημία covid-19, η φυσική παρουσία των μερών στη διαμεσολάβηση δεν είναι πάντα δυνατή. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο κάθε διαμεσολαβητής/διαμεσολαβήτρια να έχει εξοικείωση με την τεχνολογία και να γνωρίζει πώς να διεξάγει τη διαδικασία της διαμεσολάβησης με τη χρήση τεχνολογικών μέσων. Ειδικότερα, ως διαμεσολαβητής:
Πριν από την έναρξη της διαδικασίας (προπαρασκευαστικό στάδιο):
▪ Ελέγχω την ταχύτητα του διαδικτύου και ζητώ να πράξουν το ίδιο τα μέρη που δεν βρίσκονται στον ίδιο με εμένα χώρο
▪ Επιλέγω την εφαρμογή που θα χρησιμοποιήσω για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης (π.χ. zoom, skype, viber κ.λπ.), φροντίζω να παρέχει τη δυνατότητα να συνδεθούν περισσότερα άτομα ταυτόχρονα και εξοικειώνομαι με τις εν γένει λειτουργίες της (λ.χ. χρήση «διαδικτυακών δωματίων», όπου θα διεξαχθούν οι ιδιωτικές συνεδρίες με το κάθε μέρος ξεχωριστά)
▪ Βεβαιώνομαι ότι έχω γνωστοποιήσει σε όλα τα μέρη το meeting ID της συνεδρίας
▪ Κάνω μία δοκιμή με κάθε μέρος, ώστε να βεβαιωθώ ότι τα μέρη γνωρίζουν πώς να συνδεθούν και πώς να χειριστούν τις ιδιαίτερες λειτουργίες της εφαρμογής
▪ Ελέγχω ότι δεν υπάρχει καθυστέρηση στον ήχο
▪ Βεβαιώνομαι ότι διαθέτω ψηφιακή υπογραφή και ζητώ να έχουν τόσο τα μέρη, όσο και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Ζητώ, επίσης, να είναι εξοικειωμένοι με τη διαδικασία έκδοσης εξουσιοδοτήσεων και υπευθύνων δηλώσεων μέσω της ιστοσελίδας gov.gr.
▪ Αποστέλλω εγκαίρως στα μέρη και στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους τη συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση και φροντίζω να έχει υπογραφεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας
▪ Φροντίζω ώστε όλα τα έγγραφα που αφορούν στη συγκεκριμένη διαφορά να είναι άμεσα και εύκολα προσβάσιμα σε έναν φάκελο στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου
▪ Φροντίζω η επιφάνεια εργασίας μου να είναι ευπρεπής, επαγγελματική και, σε περίπτωση που χρειαστεί να κάνω κοινή χρήση της οθόνης μου με οποιοδήποτε από τα μέρη, να μην διαρρεύσουν πληροφορίες από το ένα μέρος στο άλλο
Κατά την έναρξη της διαδικασίας:
▪ Ζητώ από όλους τους συμμετέχοντες να θέσουν σε σίγαση όλες τις άλλες ηλεκτρονικές συσκευές τους
▪ Επισημαίνω ότι απαγορεύεται αυστηρά η ηχογράφηση ή βιντεοσκόπηση της διαδικασίας, όρος ο οποίος περιλαμβάνεται στο ήδη υπογραφέν συμφωνητικό υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση
▪ Επισημαίνω ότι απαγορεύεται αυστηρά να παραβρίσκεται στον χώρο και να παρακολουθεί τη διαδικασία οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, πέραν όσων έχει έχουν ήδη συμφωνήσει τα μέρη ότι θα συμμετάσχουν (ως συμμετέχοντες ή ως παρατηρητές) στη διαδικασία, με ειδικότερο όρο του συμφωνητικού υπαγωγής
Συνοψίζοντας, στην ΥΑΣ και την εκούσια διαμεσολάβηση που διεξάγεται με τηλεδιάσκεψη, ισχύουν όλα όσα ισχύουν στην ΥΑΣ και την εκούσια διαμεσολάβηση που πραγματοποιείται με φυσική παρουσία των συμμετεχόντων. Λόγω της εξ αποστάσεως διεξαγωγής της διαδικασίας, όμως, θα πρέπει να λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται το απόρρητο και οι εν γένει αρχές διεξαγωγής της διαδικασίας, όπως ορίζονται στον ν. 4640/2019 και στον Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών.
Εν αντιθέσει με τη διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, στη διαμεσολάβηση τα μέρη δεν υποχρεούνται να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους ούτε να προσκομίζουν έγγραφα. Συνεπώς, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του μέρους που δεν εμφανίστηκε στην ΥΑΣ δεν υποχρεούται εκ του νόμου να προσκομίσει στον διαμεσολαβητή έγγραφα, που να δικαιολογούν τη μη εμφάνιση.
Σε κάθε περίπτωση, καίτοι εκ του νόμου δεν απορρέει σχετική υποχρέωση, εντούτοις κρίνεται σκόπιμο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του μέρους που δεν προσήλθε στην ΥΑΣ να προσκομίσει τα έγγραφα που δικαιολογούν τη μη εμφάνιση, τα οποία ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να αξιολογήσει ή αμφισβητήσει, αφού η κρίση περί του αν είναι δικαιολογημένη ή μη η απουσία του μέρους ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστή, ο οποίος δύναται να επιβάλει στο μέρος που δεν προσήλθε στην ΥΑΣ, παρότι κλήθηκε νομίμως, χρηματική ποινή (άρθρο 7 παρ. 6 ν. 4640/2019). Στην πράξη τα έγγραφα αυτά τα προσαρτά ο διαμεσολαβητής στο πρακτικό της ΥΑΣ, ώστε να μπορέσει να κρίνει ο δικάζων δικαστής περί του αιτιολογημένου ή μη της απουσίας του μέρους, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Εξάλλου, αν ο πληρεξούσιος δικηγόρος του απολειπόμενου μέρους δεν προσκομίσει κανένα έγγραφο, είναι σκόπιμο ο διαμεσολαβητής να αναφέρει στο πρακτικό της ΥΑΣ τον – κατά δήλωση του μέρους ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του – λόγο της μη εμφάνισης.
Ο νόμος δεν ορίζει ρητά ποιος υπογράφει το πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ στην περίπτωση που το μέρος εκπροσωπείται στη διαδικασία από πληρεξούσιο δικηγόρο ή, επί νομικού προσώπου, από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο (κατ’ άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Θεωρούμε ότι αρκεί η υπογραφή του εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου δικηγόρου / αντιπροσώπου του νομικού προσώπου, εφόσον, όμως, στην εξουσιοδότηση περιλαμβάνεται ειδική εντολή προς τούτο.
Το ζήτημα του πώς υπογράφεται εγκύρως το πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ, σε περίπτωση διεξαγωγής της διαδικασίας μέσω τηλεδιάσκεψης, που απασχόλησε ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό διάστημα διαμεσολαβητές και νομικούς, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών που διαμόρφωσε η πανδημία του covid-19, δεν ρυθμίζεται ρητά στον νόμο ούτε υπάρχει σχετική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Επί του ζητήματος έχουν υποστηριχθεί οι εξής απόψεις:
Κατά μία άποψη, αν τα μέρη διαθέτουν ψηφιακή υπογραφή, τότε οι υπογραφές στο πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ μπορούν να τεθούν ψηφιακά. Έτσι, αφού το πρακτικό περάτωσης αποσταλεί ηλεκτρονικά και υπογραφεί ψηφιακά από κάθε ένα μέρος και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους, στη συνέχεια αποστέλλεται ηλεκτρονικά πίσω στον διαμεσολαβητή, ο οποίος το υπογράφει – πάντοτε τελευταίος – ψηφιακά. Εν συνεχεία, ο διαμεσολαβητής εκτυπώνει το πρακτικό περάτωσης, που φέρει τις ηλεκτρονικές υπογραφές όλων των συμμετεχόντων, και παραδίδει από έναν αντίτυπο σε όλους όσους έχουν υπογράψει.
Αντίστοιχα, υποστηρίζεται ότι οι υπογραφές στο πρακτικό περάτωσης μπορούν να τεθούν και με τη χρήση σκάνερ, οπότε ακολουθείται η παραπάνω διαδικασία. Στην πράξη, για λόγους ασφαλείας, είναι σύνηθες να τίθενται και φυσικές υπογραφές μεταγενέστερα, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λύση αυτή είναι μεν ανέξοδη και αξιοποιεί τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, πλην όμως εγκυμονεί τον κίνδυνο το αρμόδιο δικαστήριο να μην δεχθεί ως έγκυρο ένα – απαραίτητο για το παραδεκτό της αγωγής – έγγραφο, το οποίο πρέπει να κατατεθεί πρωτότυπο στο δικαστήριο.
Κατ’ άλλη άποψη, η οποία θεωρείται ασφαλέστερη, προκρίνεται η μέθοδος της υπογραφής του πρακτικού «δια περιφοράς» του εγγράφου. Στην πράξη, ο διαμεσολαβητής αποστέλλει το πρακτικό περάτωσης της ΥΑΣ σε έγχαρτη μορφή με ταχυμεταφορέα στον νομικό παραστάτη του ενός μέρους, ο οποίος το υπογράφει και φροντίζει να το υπογράψει και ο εντολέας του. Εν συνεχεία, το μέρος (ή ο νομικός παραστάτης του) αποστέλλει υπογεγραμμένο το πρακτικό πίσω στον διαμεσολαβητή, ο οποίος το προωθεί προς υπογραφή (πάλι με τη χρήση υπηρεσίας ταχυμεταφορών) στον νομικό παραστάτη του έτερου μέρους, που με τη σειρά του το υπογράφει και φροντίζει να το υπογράψει και ο εντολέας του. Το έτερο μέρος (ή ο νομικός παραστάτης του) αποστέλλει υπογεγραμμένο το πρακτικό πίσω στον διαμεσολαβητή, ο οποίος υπογράφει το πρακτικό πάντοτε τελευταίος και, στη συνέχεια, δίνει στα μέρη από ένα ισότυπο. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, είναι χρήσιμο να έχει συμφωνηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας η σειρά με την οποία θα υπογράψουν τα μέρη και ο τρόπος με τον οποίο θα αποσταλεί το έγγραφο, και τα στοιχεία αυτά να μνημονεύονται στο πρακτικό περάτωσης.
Σε κάθε περίπτωση, τον τελικό λόγο τον έχουν πάντοτε τα μέρη. Επιβεβλημένη κρίνεται, ωστόσο, η νομοθετική παρέμβαση προς ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος, προκειμένου να μην υπάρχει ανασφάλεια σε ένα ζήτημα που άπτεται του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής.
Τα μέρη παρίστανται μαζί με τον νομικό παραστάτη τους τόσο στην εκούσια διαμεσολάβηση, όσο και στην ΥΑΣ (άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Όπως καθίσταται πρόδηλο, σκοπός των άνω διατάξεων, που καθιστούν υποχρεωτική την παρουσία των πληρεξούσιων δικηγόρων των μερών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είναι η διαφύλαξη των συμφερόντων των μερών, ρόλο τον οποίο μπορούν να διαδραματίσουν μόνον οι νομικοί παραστάτες τους και σε καμία περίπτωση ο διαμεσολαβητής, ο οποίος δεν κατευθύνει τα μέρη ούτε τους παρέχει νομικές συμβουλές, αλλά είναι υποχρεωμένος να παραμένει αμερόληπτος, ανεξάρτητος και ουδέτερος απέναντί τους. Επιπλέον, οι νομικοί παραστάτες εγγυώνται την τήρηση του νόμου, όντας αποκλειστικώς εκείνοι υπεύθυνοι για τυχόν νομικά ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν κατά τη διαδικασία, ενώ είναι αρμόδιοι για την ορθή νομικά καταγραφή των όρων τυχόν συμφωνίας μεταξύ των μερών.
Ενόψει των ανωτέρω, και με τελολογική ερμηνεία των οικείων διατάξεων του ν. 4640/2019, ότι ο δικηγόρος, που έχει την ιδιότητα του μέρους, μπορεί να παρασταθεί αυτοπροσώπως τόσο στην εκούσια διαμεσολάβηση, όσο και στην ΥΑΣ, χωρίς να απαιτείται να παρασταθεί μαζί με άλλον δικηγόρο, αφού ο ίδιος μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τα συμφέροντά του και να συμβάλει στην επίλυση τυχόν νομικών ζητημάτων. Άλλωστε, θα ήταν τουλάχιστον αντιφατικό να μπορεί ο δικηγόρος να παρασταθεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστηρίου (άρθρα 61 παρ. 3 και 81 ν. 4194/2013), αλλά να στερείται το δικαίωμα αυτό στη διαμεσολάβηση. Ασφαλώς, αν ο ίδιος το επιθυμεί, μπορεί να παρασταθεί μαζί με άλλον δικηγόρο της επιλογής του τόσο στην ΥΑΣ όσο και στην εκούσια διαμεσολάβηση.
Στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4640/2019 απαριθμούνται περιοριστικά οι εξαιρέσεις από την ΥΑΣ (όταν διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.). Ούτε στη διάταξη αυτή ούτε σε άλλη υπάρχει εξαίρεση για τις διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι αγνώστου διαμονής. Επομένως, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, υφίσταται υποχρέωση διεξαγωγής ΥΑΣ και στις διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι αγνώστου διαμονής.
Και πώς ενημερώνεται διάδικος που είναι πρόσωπο αγνώστου διαμονής για τη διεξαγωγή της ΥΑΣ;
Ο νόμος δεν ορίζει ρητά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενημερώνεται για την ΥΑΣ διάδικο μέρος, το οποίο είναι αγνώστου διαμονής, ούτε υπάρχει – μέχρι σήμερα – σχετική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4640/2019 ορίζεται ότι: «…ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με κάθε πρόσφορο μέσο με τα μέρη, για τον ορισμό της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης…», χωρίς την παραμικρή μνεία σχετικά με το τι συμβαίνει αν είναι αδύνατη η επικοινωνία με το ένα μέρος, επειδή αυτό είναι αγνώστου διαμονής.
Στην περίπτωση που το επισπεύδον μέρος έχει στη διάθεσή του κάποιο στοιχείο επικοινωνίας (λ.χ. αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) του μέρους που είναι πρόσωπο αγνώστου διαμονής, είτε το ίδιο το επισπεύδον μέρος επικοινωνεί με το πρόσωπο αγνώστου διαμονής, για τον διορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής, είτε απευθύνεται στον διαμεσολαβητή της επιλογής του, ο οποίος, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία επικοινωνίας, επιχειρεί με κάθε πρόσφορο μέσο να επικοινωνήσει με το πρόσωπο αγνώστου διαμονής, προκειμένου να διακριβώσει αν υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς το πρόσωπό του, ώστε να προχωρήσει τη διαδικασία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 ν. 4640/2019. Άρα δεν υπάρχει πρόβλημα.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία επικοινωνίας του μέρους που είναι πρόσωπο αγνώστου διαμονής, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτη η επικοινωνία μαζί του, τίθεται σε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. γ’ ν. 4640/2019, σύμφωνα με την οποία: «…Αν δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης με επιμέλεια του επισπεύδοντος μέρους…». Το επισπεύδον μέρος ζητά τον διορισμό διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών της ΚΕΔ.
Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου επικοινωνίας, πώς θα καταφέρει ο διορισθείς από την ΚΕΔ διαμεσολαβητής να επικοινωνήσει με το πρόσωπο αγνώστου διαμονής ώστε, τελικά, να μπορέσει να του γνωστοποιήσει νομίμως τον τόπο και την ημερομηνία διεξαγωγής της ΥΑΣ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7, παρ. 2, εδ. 4 ν. 4640/2019. Αναφορικά με το συγκεκριμένο πρόβλημα, έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις:
Κατά μία άποψη, στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 135 ΚΠολΔ, σχετικά με την επίδοση σε πρόσωπο αγνώστου διαμονής (επίδοση με δικαστικό επιμελητή, δημοσίευση σε δύο εφημερίδες και στον εισαγγελέα). Αναμφισβήτητα η λύση αυτή παρέχει ασφάλεια στο επισπεύδον μέρος, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι, αν δεν τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία προσφυγής στην ΥΑΣ, τότε η συζήτηση της αγωγής κηρύσσεται από το Δικαστήριο απαράδεκτη. Πλην όμως, η προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 135 ΚΠολΔ επιβαρύνει το επισπεύδον μέρος με υπέρμετρα έξοδα, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τη δικαστική άσκηση των αξιώσεών του έναντι του προσώπου αγνώστου διαμονής. Έτσι, η παραπάνω λύση δεν φαίνεται να εναρμονίζεται ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα του ν. 4640/2019, ενώ συγκρούεται τόσο με τη νομολογία του ΔΕΕ, το οποίο έχει κρίνει παγίως ότι η υποχρεωτικότητα στη διαμεσολάβηση είναι συμβατή με την αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη εφόσον πληρούται – μεταξύ άλλων – το κριτήριο της ανυπαρξίας ή του ελάχιστου ύψους των εξόδων της διαδικασίας, όσο και με την, υπ’ αριθμ. 34/2018, γνωμοδότηση της διοικητικής Ολομέλειας του ΑΠ.
Κατά μία δεύτερη άποψη, την οποία θεωρούμε ορθότερη, ο ν. 4640/2019 δεν απαιτεί η γνωστοποίηση από τον διαμεσολαβητή προς τα μέρη, σχετικά με τον τόπο και την ημερομηνία διεξαγωγής της ΥΑΣ, να γίνει με δικαστικό επιμελητή, αφού στο άρθρο 7 παρ. 2, εδ. 4 ν. 4640/2019, ορίζεται επί λέξει ότι: «…γνωστοποιεί τα παραπάνω στοιχεία στα μέρη […] με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής της γνωστοποίησης…». Έτσι, ο διαμεσολαβητής, ο οποίος δεν μπορεί να προβεί στη σχετική γνωστοποίηση προς το πρόσωπο αγνώστου διαμονής με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά, εκδίδει πρακτικό ΥΑΣ με ειδική μνεία ότι, με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία με το μέρος αυτό. Η λύση αυτή συνάδει τόσο με το πνεύμα του ν. 4640/2019, αφού φαίνεται ότι ο νομοθέτης συνειδητά επέλεξε πιο πρακτικά μέσα επικοινωνίας έναντι των κοστοβόρων διαδικασιών που προβλέπει ο ΚΠολΔ, προδήλως προκειμένου η υποχρεωτικότητα της ΥΑΣ να μην αποτελέσει εμπόδιο πρόσβασης του μέρους στον φυσικό δικαστή, όσο και με την προεκτεθείσα νομολογία του ΔΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του επισπεύδοντος μέρους να κρίνει πώς θα πράξει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επιβεβλημένη είναι, ωστόσο, η νομοθετική παρέμβαση, προκειμένου να μην υπάρχει ανασφάλεια σε ένα ζήτημα που άπτεται του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής.
Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι οι διαμεσολαβητές θα είναι περισσότεροι (άρθρο 5 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019).
Πότε ενδείκνυται συνδιαμεσολάβηση;
Συνδιαμεσολάβηση ενδείκνυται, ιδίως, σε πολυμερείς διαφορές, σε σύνθετες διαφορές, σε διασυνοριακές διαφορές και σε περιπτώσεις που τα μέρη της διαφοράς έχουν διαφορετική εθνικότητα ή γλώσσα επικοινωνίας.
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της συνδιαμεσολάβησης;
Στη συνδιαμεσολάβηση οι δύο (ή περισσότεροι) συνδιαμεσολαβητές συνεργάζονται, επιμερίζουν τα καθήκοντά τους, με συνέπεια να επισπεύδεται η διαδικασία, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον και διαχειρίζονται πιο εύκολα σύνθετες καταστάσεις και συναισθήματα.
Πλην όμως, για να λειτουργήσει η συνδιαμεσολάβηση, η οποία επάγεται μεγαλύτερο κόστος για τα μέρη, θα πρέπει οι συνδιαμεσολαβητές να έχουν οργανώσει άριστα τη διαδικασία, να υπάρχει «χημεία» και καλός κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους και να μην ακολουθούν αντικρουόμενες στρατηγικές.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει καταρχήν εμπιστευτικό χαρακτήρα και πρέπει να διεξάγεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην παραβιάζεται το απόρρητο αυτής, ενώ, αν η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου ή σε διαιτησία, ο διαμεσολαβητής και όλοι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες και εμποδίζονται να προσκομίσουν στοιχεία που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση ή σχετίζονται με αυτήν (άρθρο 5 παρ. 5 και 6 ν. 4640/2019). Επιπλέον, ο διαμεσολαβητής έχει του νόμου υποχρέωση να τηρεί απόρρητες τις πληροφορίες που έχουν προκύψει από τη διαμεσολάβηση ή σε σχέση με αυτήν (άρθρο 16 ν. 4640/2019 και άρθρο 4 Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών). Εξαίρεση στην παραπάνω υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας μπορεί να προκύψει στην περίπτωση είτε κοινής συμφωνίας των μερών είτε για λόγους δημόσιας τάξης είτε όταν αυτό επιβάλλεται από ρητή διάταξη νόμου. Περαιτέρω, πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις επαφές του με το ένα μέρος, δεν γνωστοποιούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του μέρους που τις έδωσε (άρθρο 5 παρ. 4 ν. 4640/2019). Εξάλλου, και η διαδικασία της ΥΑΣ έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και σ’ αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 4, 6 και 7 του άρθρου 5 ν. 4640/2019 (άρθρο 7 παρ. 3 εδ. γ ν. 4640/2019).
Το απόρρητο που δεσμεύει τον διαμεσολαβητή, αλλά και όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, καλύπτει κάθε έγγραφο και κάθε πληροφορία, εμπιστευτική ή μη, στην οποία δεν θα είχαν πρόσβαση τα μέρη αν δεν είχε λάβει χώρα η διαμεσολάβηση.
Ενόψει των ανωτέρω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι όλα τα έγγραφα που ανταλλάσσονται ανάμεσα στον διαμεσολαβητή και τα μέρη (νομιμοποιητικά έγγραφα, ενημερωτικά σημειώματα κ.λπ.) στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, αλλά και της ΥΑΣ, καλύπτονται από το απόρρητο της διαδικασίας, δοθέντος του γεγονότος ότι σ’ αυτά περιλαμβάνονται πληροφορίες που δεν είναι ευρέως διαθέσιμες, έχουν δε ανταλλαγεί αποκλειστικά μεταξύ του μέρους και του διαμεσολαβητή στο πλαίσιο της διενεργούμενης διαμεσολάβησης.
Ο ν. 4640/2019 ορίζει ρητά ότι τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά μαζί με τους νομικούς παραστάτες τους τόσο στην ΥΑΣ, όσο και στην εκούσια διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των υποθέσεων των μικροδιαφορών και των καταναλωτικών διαφορών, όπου επιτρέπεται να παρασταθούν αυτοπροσώπως (άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων: «1. Ο ασκούμενος δικηγόρος έχει τη δυνατότητα να παρίσταται στα Πταισματοδικεία, στις προανακριτικές αρχές, στα Ειρηνοδικεία κατά τη συζήτηση υποθέσεων μικροδιαφορών, στη λήψη ένορκων βεβαιώσεων, καθώς και ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής. 2. Ο ασκούμενος δικηγόρος μπορεί να συμπαρίσταται και να συνυπογράφει τις προτάσεις, σημειώματα και υπομνήματα με τον δικηγόρο, στον οποίο ασκείται, σε όλα τα δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού».
Από το πνεύμα του ν. 4640/2019 προκύπτει ευθέως ότι η υποχρεωτικότητα της παρουσίας των πληρεξούσιων δικηγόρων των μερών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη των συμφερόντων των μερών, στην παροχή νομικών συμβουλών, στην επίλυση νομικών ζητημάτων που τυχόν ανακύψουν και στην εν γένει τήρηση του νόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Κατά την άποψή μας, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με την παρουσία μόνου του ασκούμενου δικηγόρου, αλλά απαιτείται σε κάθε περίπτωση παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του μέρους.
Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να μην αναλαμβάνει τη διενέργεια διαμεσολάβησης και, εάν έχει ήδη αναλάβει να μην τη συνεχίσει, προτού γνωστοποιήσει στα μέρη τυχόν στοιχεία ή γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την αμεροληψία και την ανεξαρτησία του. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολάβησης ή να εξακολουθεί να τα ασκεί μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας (άρθρα 13 παρ. 1 και 14 παρ. 1 ν. 4640/2019). Σύγκρουση συμφερόντων συντρέχει ιδίως στις περιπτώσεις του άρθρου 14 παρ. 1 περ. α’, β’, γ’, δ’ και ε’ ν. 4640/2019. Κατά δε την περ. α’ του άρθρου 14 παρ. 1, σύγκρουση συμφερόντων συντρέχει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση «… προσωπικής ή επαγγελματικής σχέσης του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη ή τους νόμιμους παραστάτες τους ή λήψης αμοιβής στο παρελθόν για παροχή υπηρεσιών σε οποιοδήποτε από τα μέρη…». Επιπλέον, του νόμου μη διακρίνοντος, άπαντα τα ανωτέρω εφαρμόζονται τόσο στην περίπτωση της εκούσιας διαμεσολάβησης, όσο και στην περίπτωση της ΥΑΣ.
Αν ο διαμεσολαβητής είχε λειτουργήσει στο παρελθόν ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενός μέρους και είχε λάβει αμοιβή για παροχή υπηρεσιών, συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων και δεν μπορεί να αναλάβει καθήκοντα. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να αναλάβει τη διενέργεια της διαμεσολάβησης ή της ΥΑΣ εφόσον: (α) έχει γνωστοποιήσει τη σύγκρουση συμφερόντων στα μέρη, (β) υπάρχει ρητή συγκατάθεση των μερών να αναλάβει καθήκοντα και (γ) είναι απολύτως βέβαιος ότι μπορεί να διεξαγάγει τη διαδικασία με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.
Ναι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4640/2019, υπάρχει αυτή η δυνατότητα στη διαμεσολάβηση. Οφείλουν, όμως, οι τρίτοι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, να δεσμευτούν εγγράφως για το απόρρητο της διαδικασίας, όπως και οι λοιποί συμμετέχοντες. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με συνυπογραφή του πρακτικού υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση, στο οποίο θα αναφέρονται οι τρίτοι και οι ιδιότητές τους είτε με υπογραφή ενός ξεχωριστού εγγράφου. Προσοχή: Με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 4640/2019, τα πλήρη στοιχεία τρίτων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης πρέπει να περιέχονται στο πρακτικό διαμεσολάβησης, δεν απαιτείται όμως και υπογραφή τους σ’ αυτό, όπως προκύπτει από την αμέσως επόμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου.
Για την ΥΑΣ δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό από τα παραπάνω, επομένως αναλογικά επιτρέπεται η συμμετοχή τρίτων.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019: «Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 1 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα».
Σύμφωνα με την κρατούσα έως σήμερα νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων, το ενημερωτικό έντυπο δύναται μεν να προσκομιστεί το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης αυτής, θα πρέπει, όμως, να προκύπτει από αυτό ότι η έγγραφη ενημέρωση περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς έλαβε χώρα πριν από την κατάθεση της αγωγής και όχι σε μεταγενέστερο αυτής χρονικό σημείο. Η ερμηνεία αυτή συνάδει, άλλωστε, πλήρως όχι μόνο με το γράμμα της εν λόγω διάταξης, αλλά και με το πνεύμα της, αφού σκοπός της είναι η ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς πριν ο εν δυνάμει διάδικος καταθέσει την αγωγή του, ώστε να αποτραπεί η προσφυγή του στο Δικαστήριο (έτσι έκρινε, μεταξύ άλλων, η ΠολΠρΘεσ 1045/2021, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η ημερομηνία την οποία θα φέρει το ενημερωτικό έντυπο του πληρεξούσιου δικηγόρου προς τον εντολέα του πρέπει να φέρει ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης της αγωγής.
Στον αντίποδα της άνω νομολογίας, έχει κριθεί ότι τυχόν μη έγκαιρη ενημέρωση του διαδίκου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ήτοι ενημέρωσή του σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάθεσης της αγωγής, δεν συνεπάγεται δικονομικές συνέπειες, επειδή ο νομοθέτης περιόρισε την εμβέλεια του απαραδέκτου αποκλειστικά στην περίπτωση της μη προσκομιδής του ενημερωτικού εντύπου το αργότερο με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης (έτσι η ΜονΠρΚαβ 70/2021, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή, κατά την άποψή μας, δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο γράμμα και στο πνεύμα της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 ν. 4640/2019.
Εξάλλου, έχει κριθεί ότι η καθιέρωση υποχρεωτικής έγγραφης προδικασίας, που εισήχθη με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος και τη θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης για τη μη προσκομιδή του ενημερωτικού εντύπου δεν είναι αναλογική, αλλά, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια προώθησης της εθελούσιας χρήσης του θεσμού της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφοράς και ότι, συνεπώς, η ως άνω διάταξη, ως αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Επίσης, ότι η σχετική πλημμέλεια του εντολοδόχου δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, που αναπτύσσει την ενέργειά της αποκλειστικά στην εσωτερική τους σχέση της αμειβόμενης δικηγορικής εντολής, απολήγει να μεταθέσει τις συνέπειες του πταίσματος στο πρόσωπο του διαδίκου (έτσι σε ΕιρΑθ 976/2020 και ΕιρΑθ 1034/2020, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η κρίση αυτή, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει καταστεί - μέχρι και σήμερα - κρατούσα στη νομολογία.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να προβεί σε ουσιαστική ενημέρωση του εντολέα του για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ήτοι πριν από την κατάθεση της αγωγής. Οφείλει, δε, ο ενάγων (όχι ο εναγόμενος) να προσκομίσει στο Δικαστήριο το ενημερωτικό αυτό έντυπο, υπογεγραμμένο από τον ίδιο και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, το αργότερο με τις προτάσεις της συζήτησης, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής.
Η κατάθεση του ενημερωτικού αυτού εντύπου αφορά όλες τις υποθέσεις που είναι δεκτικές διαμεσολάβησης (άρα εξαιρούνται ποινικής και διοικητικής φύσης υποθέσεις), εκδικάζονται τόσο κατά την τακτική διαδικασία όσο και κατά τις ειδικές διαδικασίες και γι’ αυτές υφίσταται εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς.
Υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προείσπραξης υπάρχει για τη συμμετοχή δικηγόρου στη διαμεσολάβηση (άρθ. 5 παρ. 1 ν. 4640/2019) αλλά όχι για τη συμμετοχή του στην ΥΑΣ.
Η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται καταρχήν ελεύθερα, με έγγραφη συμφωνία του διαμεσολαβητή και των μερών (ά. 18 παρ. 1 ν. 4640/2019). Του νόμου μη διακρίνοντος, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τόσο την εκούσια διαμεσολάβηση όσο και την ΥΑΣ.
Αν, ωστόσο, δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το ύψος της αμοιβής του διαμεσολαβητή, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 ν. 4640/2019, ήτοι: α) στην περίπτωση διεξαγωγής ΥΑΣ, η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των 50,00 Ευρώ (το οποίο προκαταβάλλεται από το επισπεύδον μέρος και βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία) και β) στην περίπτωση της εκούσιας διαμεσολάβησης, η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των 80,00 Ευρώ ανά ώρα εργασίας (ποσό το οποίο βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία).
Η αμοιβή του νομικού παραστάτη του μέρους για τη συμμετοχή του τόσο στη διαμεσολάβηση, όσο και στην ΥΑΣ, συμφωνείται ελεύθερα (άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζεται η διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων περί ελάχιστης ωριαίας αμοιβής ύψους 80,00 Ευρώ.
Όχι, η ΥΑΣ πρέπει να διεξαχθεί με ταυτόχρονη παρουσία των μερών, αφού, σύμφωνα με το πνεύμα του ν. 4640/2019, σκοπός της υποχρεωτικής αυτής διαδικασίας είναι να ενημερωθούν από κοινού τα μέρη σχετικά με τον θεσμό της διαμεσολάβησης. Πάντως, ο νόμος, καίτοι προτιμά τη φυσική και εκ του σύνεγγυς παρουσία των μερών, εντούτοις δεν αποκλείει τη διεξαγωγή της ΥΑΣ μέσω τηλεδιάσκεψης, ιδίως σε περιπτώσεις αδυναμίας μετακίνησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 4640/2019, οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται σε ΥΑΣ, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς:
▪ Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από εκείνες των άρθρων 592 παρ. 1 περ. α’, β’, γ’ και 592 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η σχετική υποχρέωση αφορά δικόγραφα με ημεροχρονολογία κατάθεσης από 15ης Ιανουαρίου 2020 και εξής (άρθρο 44 ν. 4640/2019).
▪ Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εφόσον η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 30.000,00 Ευρώ και εκείνες που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Η σχετική υποχρέωση αφορά δικόγραφα με ημεροχρονολογία κατάθεσης από 1ης Ιουλίου 2020 και εξής (άρθρο 44 ν. 4640/2019, σε συνδ. με άρθρο 74 παρ. 14 ν. 4690/2020).
▪ Οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Η σχετική υποχρέωση αφορά δικόγραφα με ημεροχρονολογία κατάθεσης από 30ής Νοεμβρίου 2019 και εξής (άρθρο 44 ν. 4640/2019).
Ως ΥΑΣ νοείται η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, η οποία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις του άρθρου 6 ν. 4640/2019, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια της ΥΑΣ ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους (άρθρο 2 παρ. 5 ν. 4640/2019).
Με βάση τα ανωτέρω, η ΥΑΣ έχει αμιγώς ενημερωτικό χαρακτήρα. Η ενημέρωση που λαμβάνει χώρα δεν είναι μόνο γενική, δεν αφορά δηλαδή μόνον στον θεσμό της διαμεσολάβησης, τη διαδικασία και τα πλεονεκτήματά της, αλλά ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για το πώς μπορεί η διαμεσολάβηση να συμβάλει η διαδικασία στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, με βάση τις ιδιαιτερότητες και τα κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά της. Επιπλέον, στην ΥΑΣ, τα μέρη συναντώνται - συνήθως για πρώτη φορά μετά από καιρό - στο ίδιο τραπέζι, γεγονός το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί από τον διαμεσολαβητή προκειμένου να καλλιεργηθεί μεταξύ τους ένα κλίμα συνεργασίας και συναίνεσης.
Καταρχάς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 2 ν. 4640/2019, το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ. εξαιρούνται από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης.
Ο νόμος δεν ορίζει ρητά τι συμβαίνει στην περίπτωση που οι εναγόμενοι είναι περισσότεροι του ενός και, μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. Κατά την κρατούσα άποψη, την οποία θεωρούμε ορθότερη, στις διαφορές της παρ. 1 του άρθρου 6 ν. 4640/2019, στις οποίες ενάγεται, μεταξύ άλλων, και το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., δεν υφίσταται υποχρέωση διεξαγωγής ΥΑΣ, γεγονός που συνάγεται ευθέως τόσο από το γράμμα, όσο και από το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 4640/2019.
Σε κάθε περίπτωση, το ποια λύση θα επιλεγεί επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του επισπεύδοντος μέρους (και, συνακόλουθα, του πληρεξούσιου δικηγόρου του), που μπορεί να επιλέξει, εκ λόγων περισσής πρόνοιας και προς δικονομική εξασφάλισή του, να προσκαλέσει σε ΥΑΣ τα φυσικά πρόσωπα που (συν)ενάγονται με το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.
Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής επιλογής τους και η συμφωνία ως προς το πρόσωπό του πρέπει να αποτυπώνεται εγγράφως. Ειδικότερα, το επισπεύδον μέρος μπορεί να επικοινωνήσει απευθείας με το άλλο μέρος, για τον διορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής ή να απευθυνθεί στον διαμεσολαβητή της επιλογής του και να αναλάβει εκείνος την επικοινωνία με το άλλο μέρος, προκειμένου να διαπιστώσει αν επιτυγχάνεται συμφωνία ως προς το πρόσωπό του (άρθρα 7 παρ. 1 και 5 παρ. 2 ν. 4640/2019).
Στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία ή δεν επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ των μερών, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την ΚΕΔ, κατόπιν σχετικής αίτησης του επισπεύδοντος μέρους στην πλατφόρμα http://www.diamesolavisi.gov.gr/user/citizen/login, κατά τα αναλυτικώς οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 ν. 4640/2019.
Η ΥΑΣ λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την επομένη της αποστολής στον διαμεσολαβητή του αιτήματος προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης από το επισπεύδον μέρος. Αν κάποιο από τα μέρη διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία παρεκτείνεται έως την τριακοστή (30ή) ημέρα από την επομένη της αποστολής του αιτήματος στον διαμεσολαβητή (άρθρο 7 παρ. 3 ν. 4640/2019).
Επισημαίνεται ότι το επισπεύδον μέρος υποχρεούται να αποστείλει εγγράφως στον διαμεσολαβητή αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της ΥΑΣ και να λάβει απόδειξη παραλαβής, τόσο στην περίπτωση που ο διαμεσολαβητής έχει οριστεί κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των μερών, όσο και στην περίπτωση που έχει διοριστεί από την ΚΕΔ. Κρίνεται σκόπιμο όλα τα έγγραφα (αίτημα προσφυγής, αποδείξεις παραλαβής κ.λπ.) να φέρουν βεβαία χρονολογία, ούτως ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί με ασφάλεια η τήρηση των δικονομικών προθεσμιών.
Για να λάβει χώρα εγκύρως η γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ΥΑΣ, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η γνωστοποίηση να είναι έγγραφη, β) να γίνει προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, γ) να λάβει χώρα πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημεροχρονολογία διεξαγωγής της ΥΑΣ και δ) να υπάρχει απόδειξη παραλαβής της γνωστοποίησης ή, έστω, απόδειξη έγκαιρης και έγκυρης γνωστοποίησης, ανεξαρτήτως του τρόπου που έλαβε χώρα αυτή (με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά, χωρίς να αποκλείονται και άλλοι τρόποι γνωστοποίησης της πρόσκλησης λ.χ. επίδοση με δικαστικό επιμελητή) (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4640/2019).
Ο σκοπός της ΥΑΣ εξαντλείται στην ενημέρωση των μερών από τον διαμεσολαβητή σχετικά με τον θεσμό, τη διαδικασία και τα οφέλη της διαμεσολάβησης, καθώς και το πώς αυτή μπορεί να συμβάλει στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς τους. Για να ολοκληρωθεί η ΥΑΣ, δεν απαιτείται τα μέρη να συμφωνήσουν να υπαγάγουν τη διαφορά τους σε εκούσια διαμεσολάβηση ούτε, φυσικά, χρειάζεται να αιτιολογήσουν την οποιαδήποτε επιλογή τους. Μετά το πέρας της ΥΑΣ συντάσσεται πρακτικό από τον διαμεσολαβητή, που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες (άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019). Στο πρακτικό αυτό αναφέρεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της ΥΑΣ στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν (άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019), ώστε να μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο στο οποίο τυχόν οδηγηθεί η διαφορά αφενός αν η γνωστοποίηση της ΥΑΣ προς τα μέρη έγινε συννόμως, αφετέρου αν συντρέχει λόγος επιβολής χρηματικής ποινής στο μέρος που δεν εμφανίστηκε, παρότι κλήθηκε νομίμως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 6 ν. 4640/2019.
Το φύλλο βασικών στοιχείων συμπληρώνεται πάντα από το επισπεύδον τη διαδικασία μέρος, το μέρος, δηλαδή, που υποβάλει προς τον διαμεσολαβητή το αίτημα προσφυγής στη διαμεσολάβηση (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4640/2019). Ασφαλώς, σε περίπτωση που τα δηλωθέντα από τον προσφεύγοντα στοιχεία δεν είναι επαρκή, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του, προς συμπλήρωσή τους.
Ο διαμεσολαβητής που θα οριστεί είτε με κοινή έγγραφη συμφωνία των μερών είτε από την ΚΕΔ, με τη διαδικασία του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. δ’ ν. 4640/2019, επικοινωνεί με κάθε πρόσφορο μέσο με τα μέρη, για τον ορισμό της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της ΥΑΣ, ενώ, σε περίπτωση μη συμφωνίας, ορίζει ο ίδιος τα στοιχεία αυτά (άρθρο 7 παρ. 2 εδ. β ν. 4640/2019).
Και στις δύο περιπτώσεις, ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να γνωστοποιήσει εγγράφως στα μέρη την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της ΥΑΣ τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από την ΥΑΣ, με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής της πρόσκλησης.
Όχι, δεν νοείται πρακτικό αποτυχίας ΥΑΣ, δοθέντος του γεγονότος ότι η διαδικασία της ΥΑΣ έχει αμιγώς ενημερωτικό για τα μέρη χαρακτήρα. Το πρακτικό που συντάσσεται μετά την ολοκλήρωση της ΥΑΣ είναι το πρακτικό περάτωσης της διαδικασίας, το οποίο υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή και όλους τους συμμετέχοντες και σ’ αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της ΥΑΣ στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σ’ αυτήν (άρθρο 7 παρ. 4 ν. 4640/2019). Αν τα μέρη αποφασίσουν να συνεχίσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είτε με τον ίδιο είτε με διαφορετικό διαμεσολαβητή, συντάσσεται ξεχωριστό πρακτικό υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση (άρθρο 7 παρ. 7 ν. 4640/2019), ενώ αν τα μέρη αποφασίσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους στα δικαστήρια, δεν απαιτείται να συνταχθεί άλλο έγγραφο.
Κατ’ αρχάς τα μέρη παρίστανται στην ΥΑΣ μαζί με τους νομικούς παραστάτες τους. Στην περίπτωση των νομικών προσώπων, ο νόμιμος εκπρόσωπος δύναται να διορίζει αντιπρόσωπο με εξουσιοδότηση με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής (άρθρο 7 παρ. 5 εδ. α’ και β’ ν. 4640/2019).
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στην ΥΑΣ δυνάμει εξουσιοδότησης μόνη η συμμετοχή του νομικού παραστάτη του μέρους, του οποίου αποδεδειγμένα δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία, ιδίως στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζει δυσκολία μετακίνησης λόγω σοβαρής ασθένειας ή αν δεν υπάρχει δυνατότητα τηλεδιάσκεψης ή αν είναι κάτοικος εξωτερικού (άρθρο 7 παρ. 5 εδ. γ’ ν. 4640/2019).
Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο νόμος δίνει εμφανώς προτεραιότητα στη φυσική παρουσία των μερών στην ΥΑΣ (όπως και στη διαμεσολάβηση), η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να εξαντλείται (από πλευράς διαμεσολαβητή) κάθε περιθώριο συμμετοχής του μέρους στη διαδικασία, είτε δια ζώσης είτε μέσω τηλεδιάσκεψης.
Τόσο στην ΥΑΣ, όσο και στη διαμεσολάβηση, τα μέρη παρίστανται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης με τους νομικούς παραστάτες τους (άρθρο 5 παρ. 1 και άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση των μερών μόνο στις καταναλωτικές διαφορές και τις μικροδιαφορές (άρθρο 5 παρ. 1 ν. 4640/2019).
Ο ρόλος του νομικού παραστάτη στη διαμεσολάβηση είναι ουσιαστικός, ενεργός και καθοριστικός για την έκβασή της. Μεταξύ άλλων, ο νομικός παραστάτης είναι το πρόσωπο που εγγυάται την τήρηση του νόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, παρέχει στον διαμεσολαβητή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της διαδικασίας, προετοιμάζει και καθοδηγεί τον εντολέα του, διαπραγματεύεται για εκείνον, διασφαλίζει τα συμφέροντά του, διαχειρίζεται τις προσδοκίες του και συμμετέχει ενεργά στο στάδιο κατάρτισης της τελικής συμφωνίας επίλυσης της διαφοράς.
Ο ν. 4640/2019 ενθαρρύνει τη φυσική παρουσία των μερών κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας της διαμεσολάβησης (τόσο της εκούσιας διαμεσολάβησης όσο και της ΥΑΣ). Ο λόγος είναι προφανής: Δια της φυσικής παρουσίας τους στον ίδιο χώρο, τα μέρη θα βρεθούν - ίσως μετά από καιρό - στο ίδιο τραπέζι, θα συζητήσουν, θα ανταλλάξουν απόψεις και θα διαπραγματευτούν, πάντα με τη συνδρομή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή. Παρ’ όλα αυτά, όπως απέδειξε η πρόσφατη εμπειρία με αφορμή την πανδημία covid-19, η φυσική παρουσία των μερών στη διαμεσολάβηση δεν είναι πάντα δυνατή. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο κάθε διαμεσολαβητής/διαμεσολαβήτρια να έχει εξοικείωση με την τεχνολογία και να γνωρίζει πώς να διεξάγει τη διαδικασία της διαμεσολάβησης με τη χρήση τεχνολογικών μέσων. Ειδικότερα, ως διαμεσολαβητής:
Πριν από την έναρξη της διαδικασίας (προπαρασκευαστικό στάδιο):
▪ Ελέγχω την ταχύτητα του διαδικτύου και ζητώ να πράξουν το ίδιο τα μέρη που δεν βρίσκονται στον ίδιο με εμένα χώρο
▪ Επιλέγω την εφαρμογή που θα χρησιμοποιήσω για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης (π.χ. zoom, skype, viber κ.λπ.), φροντίζω να παρέχει τη δυνατότητα να συνδεθούν περισσότερα άτομα ταυτόχρονα και εξοικειώνομαι με τις εν γένει λειτουργίες της (λ.χ. χρήση «διαδικτυακών δωματίων», όπου θα διεξαχθούν οι ιδιωτικές συνεδρίες με το κάθε μέρος ξεχωριστά)
▪ Βεβαιώνομαι ότι έχω γνωστοποιήσει σε όλα τα μέρη το meeting ID της συνεδρίας
▪ Κάνω μία δοκιμή με κάθε μέρος, ώστε να βεβαιωθώ ότι τα μέρη γνωρίζουν πώς να συνδεθούν και πώς να χειριστούν τις ιδιαίτερες λειτουργίες της εφαρμογής
▪ Ελέγχω ότι δεν υπάρχει καθυστέρηση στον ήχο
▪ Βεβαιώνομαι ότι διαθέτω ψηφιακή υπογραφή και ζητώ να έχουν τόσο τα μέρη, όσο και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Ζητώ, επίσης, να είναι εξοικειωμένοι με τη διαδικασία έκδοσης εξουσιοδοτήσεων και υπευθύνων δηλώσεων μέσω της ιστοσελίδας gov.gr.
▪ Αποστέλλω εγκαίρως στα μέρη και στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους τη συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση και φροντίζω να έχει υπογραφεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας
▪ Φροντίζω ώστε όλα τα έγγραφα που αφορούν στη συγκεκριμένη διαφορά να είναι άμεσα και εύκολα προσβάσιμα σε έναν φάκελο στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου
▪ Φροντίζω η επιφάνεια εργασίας μου να είναι ευπρεπής, επαγγελματική και, σε περίπτωση που χρειαστεί να κάνω κοινή χρήση της οθόνης μου με οποιοδήποτε από τα μέρη, να μην διαρρεύσουν πληροφορίες από το ένα μέρος στο άλλο
Κατά την έναρξη της διαδικασίας:
▪ Ζητώ από όλους τους συμμετέχοντες να θέσουν σε σίγαση όλες τις άλλες ηλεκτρονικές συσκευές τους
▪ Επισημαίνω ότι απαγορεύεται αυστηρά η ηχογράφηση ή βιντεοσκόπηση της διαδικασίας, όρος ο οποίος περιλαμβάνεται στο ήδη υπογραφέν συμφωνητικό υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση
▪ Επισημαίνω ότι απαγορεύεται αυστηρά να παραβρίσκεται στον χώρο και να παρακολουθεί τη διαδικασία οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, πέραν όσων έχει έχουν ήδη συμφωνήσει τα μέρη ότι θα συμμετάσχουν (ως συμμετέχοντες ή ως παρατηρητές) στη διαδικασία, με ειδικότερο όρο του συμφωνητικού υπαγωγής
Συνοψίζοντας, στην ΥΑΣ και την εκούσια διαμεσολάβηση που διεξάγεται με τηλεδιάσκεψη, ισχύουν όλα όσα ισχύουν στην ΥΑΣ και την εκούσια διαμεσολάβηση που πραγματοποιείται με φυσική παρουσία των συμμετεχόντων. Λόγω της εξ αποστάσεως διεξαγωγής της διαδικασίας, όμως, θα πρέπει να λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται το απόρρητο και οι εν γένει αρχές διεξαγωγής της διαδικασίας, όπως ορίζονται στον ν. 4640/2019 και στον Κώδικα Δεοντολογίας Διαμεσολαβητών.
Εν αντιθέσει με τη διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, στη διαμεσολάβηση τα μέρη δεν υποχρεούνται να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους ούτε να προσκομίζουν έγγραφα. Συνεπώς, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του μέρους που δεν εμφανίστηκε στην ΥΑΣ δεν υποχρεούται εκ του νόμου να προσκομίσει στον διαμεσολαβητή έγγραφα, που να δικαιολογούν τη μη εμφάνιση.
Σε κάθε περίπτωση, καίτοι εκ του νόμου δεν απορρέει σχετική υποχρέωση, εντούτοις κρίνεται σκόπιμο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του μέρους που δεν προσήλθε στην ΥΑΣ να προσκομίσει τα έγγραφα που δικαιολογούν τη μη εμφάνιση, τα οποία ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να αξιολογήσει ή αμφισβητήσει, αφού η κρίση περί του αν είναι δικαιολογημένη ή μη η απουσία του μέρους ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστή, ο οποίος δύναται να επιβάλει στο μέρος που δεν προσήλθε στην ΥΑΣ, παρότι κλήθηκε νομίμως, χρηματική ποινή (άρθρο 7 παρ. 6 ν. 4640/2019).
Αν ο πληρεξούσιος δικηγόρος του απολειπόμενου μέρους δεν προσκομίσει κανένα έγγραφο, είναι σκόπιμο ο διαμεσολαβητής να αναφέρει στο πρακτικό της ΥΑΣ τον - κατά δήλωση του μέρους ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του - λόγο της μη εμφάνισης.
Ο νόμος δεν ορίζει ρητά ποιος υπογράφει το πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ στην περίπτωση που το μέρος εκπροσωπείται στη διαδικασία από πληρεξούσιο δικηγόρο ή, επί νομικού προσώπου, από εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο (κατ’ άρθρο 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Θεωρούμε ότι αρκεί η υπογραφή του εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου δικηγόρου / αντιπροσώπου του νομικού προσώπου, εφόσον, όμως, στην εξουσιοδότηση περιλαμβάνεται ειδική εντολή προς τούτο.
Το ζήτημα του πώς υπογράφεται εγκύρως το πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ, σε περίπτωση διεξαγωγής της διαδικασίας μέσω τηλεδιάσκεψης, που απασχόλησε ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό διάστημα διαμεσολαβητές και νομικούς, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών που διαμόρφωσε η πανδημία του covid-19, δεν ρυθμίζεται ρητά στον νόμο ούτε υπάρχει σχετική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Επί του ζητήματος έχουν υποστηριχθεί οι εξής απόψεις:
Κατά μία άποψη, αν τα μέρη διαθέτουν ψηφιακή υπογραφή, τότε οι υπογραφές στο πρακτικό περάτωσης ΥΑΣ μπορούν να τεθούν ψηφιακά. Έτσι, αφού το πρακτικό περάτωσης αποσταλεί ηλεκτρονικά και υπογραφεί ψηφιακά από κάθε ένα μέρος και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους, στη συνέχεια αποστέλλεται ηλεκτρονικά πίσω στον διαμεσολαβητή, ο οποίος το υπογράφει - πάντοτε τελευταίος - ψηφιακά.
Αντίστοιχα, υποστηρίζεται ότι οι υπογραφές στο πρακτικό περάτωσης μπορούν να τεθούν και με τη χρήση σκάνερ, οπότε ακολουθείται η παραπάνω διαδικασία. Στην πράξη, για λόγους ασφαλείας, είναι σύνηθες να τίθενται και φυσικές υπογραφές μεταγενέστερα, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λύση αυτή είναι μεν ανέξοδη και αξιοποιεί τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, πλην όμως εγκυμονεί τον κίνδυνο το αρμόδιο δικαστήριο να μην δεχθεί ως έγκυρο ένα - απαραίτητο για το παραδεκτό της αγωγής - έγγραφο, το οποίο πρέπει να κατατεθεί πρωτότυπο στο δικαστήριο.
Κατ’ άλλη άποψη, η οποία θεωρείται ασφαλέστερη, προκρίνεται η μέθοδος της υπογραφής του πρακτικού «δια περιφοράς» του εγγράφου. Στην πράξη, ο διαμεσολαβητής αποστέλλει το πρακτικό περάτωσης της ΥΑΣ σε έγχαρτη μορφή με ταχυμεταφορέα στον νομικό παραστάτη του ενός μέρους, ο οποίος το υπογράφει και φροντίζει να το υπογράψει και ο εντολέας του. Εν συνεχεία, το μέρος (ή ο νομικός παραστάτης του) αποστέλλει υπογεγραμμένο το πρακτικό πίσω στον διαμεσολαβητή, ο οποίος το προωθεί προς υπογραφή (πάλι με τη χρήση υπηρεσίας ταχυμεταφορών) στον νομικό παραστάτη του έτερου μέρους, που με τη σειρά του το υπογράφει και φροντίζει να το υπογράψει και ο εντολέας του. Το έτερο μέρος (ή ο νομικός παραστάτης του) αποστέλλει υπογεγραμμένο το πρακτικό πίσω στον διαμεσολαβητή, ο οποίος υπογράφει το πρακτικό πάντοτε τελευταίος και, στη συνέχεια, δίνει στα μέρη από ένα ισότυπο. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, είναι χρήσιμο να έχει συμφωνηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας η σειρά με την οποία θα υπογράψουν τα μέρη και ο τρόπος με τον οποίο θα αποσταλεί το έγγραφο, και τα στοιχεία αυτά να μνημονεύονται στο πρακτικό περάτωσης.
Σε κάθε περίπτωση, τον τελικό λόγο τον έχουν πάντοτε τα μέρη. Επιβεβλημένη κρίνεται, ωστόσο, η νομοθετική παρέμβαση προς ρύθμιση του συγκεκριμένου ζητήματος, προκειμένου να μην υπάρχει ανασφάλεια σε ένα ζήτημα που άπτεται του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής.
Τα μέρη παρίστανται μαζί με τον νομικό παραστάτη τους τόσο στην εκούσια διαμεσολάβηση, όσο και στην ΥΑΣ (άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Όπως καθίσταται πρόδηλο, σκοπός των άνω διατάξεων, που καθιστούν υποχρεωτική την παρουσία των πληρεξούσιων δικηγόρων των μερών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είναι η διαφύλαξη των συμφερόντων των μερών, ρόλο τον οποίο μπορούν να διαδραματίσουν μόνον οι νομικοί παραστάτες τους και σε καμία περίπτωση ο διαμεσολαβητής, ο οποίος δεν κατευθύνει τα μέρη ούτε τους παρέχει νομικές συμβουλές, αλλά είναι υποχρεωμένος να παραμένει αμερόληπτος, ανεξάρτητος και ουδέτερος απέναντί τους. Επιπλέον, οι νομικοί παραστάτες εγγυώνται την τήρηση του νόμου, όντας αποκλειστικώς εκείνοι υπεύθυνοι για τυχόν νομικά ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν κατά τη διαδικασία, ενώ είναι αρμόδιοι για την ορθή νομικά καταγραφή των όρων τυχόν συμφωνίας μεταξύ των μερών.
Ενόψει των ανωτέρω, και με τελολογική ερμηνεία των οικείων διατάξεων του ν. 4640/2019, ότι ο δικηγόρος, που έχει την ιδιότητα του μέρους, μπορεί να παρασταθεί αυτοπροσώπως τόσο στην εκούσια διαμεσολάβηση, όσο και στην ΥΑΣ, χωρίς να απαιτείται να παρασταθεί μαζί με άλλον δικηγόρο, αφού ο ίδιος μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τα συμφέροντά του και να συμβάλει στην επίλυση τυχόν νομικών ζητημάτων. Άλλωστε, θα ήταν τουλάχιστον αντιφατικό να μπορεί ο δικηγόρος να παρασταθεί αυτοπροσώπως ενώπιον δικαστηρίου (άρθρα 61 παρ. 3 και 81 ν. 4194/2013), αλλά να στερείται το δικαίωμα αυτό στη διαμεσολάβηση. Ασφαλώς, αν ο ίδιος το επιθυμεί, μπορεί να παρασταθεί μαζί με άλλον δικηγόρο της επιλογής του τόσο στην ΥΑΣ όσο και στην εκούσια διαμεσολάβηση.
Στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4640/2019 απαριθμούνται περιοριστικά οι εξαιρέσεις από την ΥΑΣ (όταν διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.). Ούτε στη διάταξη αυτή ούτε σε άλλη υπάρχει εξαίρεση για τις διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι αγνώστου διαμονής. Επομένως, αφού ο νόμος δεν διακρίνει, υφίσταται υποχρέωση διεξαγωγής ΥΑΣ και στις διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι αγνώστου διαμονής.
Και πώς ενημερώνεται διάδικος που είναι πρόσωπο αγνώστου διαμονής για τη διεξαγωγή της ΥΑΣ;
Ο νόμος δεν ορίζει ρητά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενημερώνεται για την ΥΑΣ διάδικο μέρος, το οποίο είναι αγνώστου διαμονής, ούτε υπάρχει - μέχρι σήμερα - σχετική νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4640/2019 ορίζεται ότι: «...ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με κάθε πρόσφορο μέσο με τα μέρη, για τον ορισμό της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης...», χωρίς την παραμικρή μνεία σχετικά με το τι συμβαίνει αν είναι αδύνατη η επικοινωνία με το ένα μέρος, επειδή αυτό είναι αγνώστου διαμονής.
Στην περίπτωση που το επισπεύδον μέρος έχει στη διάθεσή του κάποιο στοιχείο επικοινωνίας (λ.χ. αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) του μέρους που είναι πρόσωπο αγνώστου διαμονής, είτε το ίδιο το επισπεύδον μέρος επικοινωνεί με το πρόσωπο αγνώστου διαμονής, για τον διορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής, είτε απευθύνεται στον διαμεσολαβητή της επιλογής του, ο οποίος, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα στοιχεία επικοινωνίας, επιχειρεί με κάθε πρόσφορο μέσο να επικοινωνήσει με το πρόσωπο αγνώστου διαμονής, προκειμένου να διακριβώσει αν υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς το πρόσωπό του, ώστε να προχωρήσει τη διαδικασία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 ν. 4640/2019. Άρα δεν υπάρχει πρόβλημα.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία επικοινωνίας του μέρους που είναι πρόσωπο αγνώστου διαμονής, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτη η επικοινωνία μαζί του, τίθεται σε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. γ’ ν. 4640/2019, σύμφωνα με την οποία: «...Αν δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης με επιμέλεια του επισπεύδοντος μέρους...». Το επισπεύδον μέρος ζητά τον διορισμό διαμεσολαβητή από το Μητρώο Διαμεσολαβητών της ΚΕΔ.
Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι, ελλείψει οποιουδήποτε στοιχείου επικοινωνίας, πώς θα καταφέρει ο διορισθείς από την ΚΕΔ διαμεσολαβητής να επικοινωνήσει με το πρόσωπο αγνώστου διαμονής ώστε, τελικά, να μπορέσει να του γνωστοποιήσει νομίμως τον τόπο και την ημερομηνία διεξαγωγής της ΥΑΣ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7, παρ. 2, εδ. 4 ν. 4640/2019. Αναφορικά με το συγκεκριμένο πρόβλημα, έχουν υποστηριχθεί δύο απόψεις:
Κατά μία άποψη, στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 135 ΚΠολΔ, σχετικά με την επίδοση σε πρόσωπο αγνώστου διαμονής (επίδοση με δικαστικό επιμελητή, δημοσίευση σε δύο εφημερίδες και στον εισαγγελέα). Αναμφισβήτητα η λύση αυτή παρέχει ασφάλεια στο επισπεύδον μέρος, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι, αν δεν τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία προσφυγής στην ΥΑΣ, τότε η συζήτηση της αγωγής κηρύσσεται από το Δικαστήριο απαράδεκτη. Πλην όμως, η προσφυγή στη διαδικασία του άρθρου 135 ΚΠολΔ επιβαρύνει το επισπεύδον μέρος με υπέρμετρα έξοδα, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τη δικαστική άσκηση των αξιώσεών του έναντι του προσώπου αγνώστου διαμονής. Έτσι, η παραπάνω λύση δεν φαίνεται να εναρμονίζεται ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα του ν. 4640/2019, ενώ συγκρούεται τόσο με τη νομολογία του ΔΕΕ, το οποίο έχει κρίνει παγίως ότι η υποχρεωτικότητα στη διαμεσολάβηση είναι συμβατή με την αρχή της ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη εφόσον πληρούται - μεταξύ άλλων - το κριτήριο της ανυπαρξίας ή του ελάχιστου ύψους των εξόδων της διαδικασίας, όσο και με την, υπ’ αριθμ. 34/2018, γνωμοδότηση της διοικητικής Ολομέλειας του ΑΠ.
Κατά μία δεύτερη άποψη, την οποία θεωρούμε ορθότερη, ο ν. 4640/2019 δεν απαιτεί η γνωστοποίηση από τον διαμεσολαβητή προς τα μέρη, σχετικά με τον τόπο και την ημερομηνία διεξαγωγής της ΥΑΣ, να γίνει με δικαστικό επιμελητή, αφού στο άρθρο 7 παρ. 2, εδ. 4 ν. 4640/2019, ορίζεται επί λέξει ότι: «...γνωστοποιεί τα παραπάνω στοιχεία στα μέρη [...] με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής της γνωστοποίησης...». Έτσι, ο διαμεσολαβητής, ο οποίος δεν μπορεί να προβεί στη σχετική γνωστοποίηση προς το πρόσωπο αγνώστου διαμονής με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά, εκδίδει πρακτικό ΥΑΣ με ειδική μνεία ότι, με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία με το μέρος αυτό. Η λύση αυτή συνάδει τόσο με το πνεύμα του ν. 4640/2019, αφού φαίνεται ότι ο νομοθέτης συνειδητά επέλεξε πιο πρακτικά μέσα επικοινωνίας έναντι των κοστοβόρων διαδικασιών που προβλέπει ο ΚΠολΔ, προδήλως προκειμένου η υποχρεωτικότητα της ΥΑΣ να μην αποτελέσει εμπόδιο πρόσβασης του μέρους στον φυσικό δικαστή, όσο και με την προεκτεθείσα νομολογία του ΔΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του επισπεύδοντος μέρους να κρίνει πώς θα πράξει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επιβεβλημένη είναι, ωστόσο, η νομοθετική παρέμβαση, προκειμένου να μην υπάρχει ανασφάλεια σε ένα ζήτημα που άπτεται του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής.
Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι οι διαμεσολαβητές θα είναι περισσότεροι (άρθρο 5 παρ. 2 εδ. β’ ν. 4640/2019).
Πότε ενδείκνυται συνδιαμεσολάβηση;
Συνδιαμεσολάβηση ενδείκνυται, ιδίως, σε πολυμερείς διαφορές, σε σύνθετες διαφορές, σε διασυνοριακές διαφορές και σε περιπτώσεις που τα μέρη της διαφοράς έχουν διαφορετική εθνικότητα ή γλώσσα επικοινωνίας.
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της συνδιαμεσολάβησης;
Στη συνδιαμεσολάβηση οι δύο (ή περισσότεροι) συνδιαμεσολαβητές συνεργάζονται, επιμερίζουν τα καθήκοντά τους, με συνέπεια να επισπεύδεται η διαδικασία, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον και διαχειρίζονται πιο εύκολα σύνθετες καταστάσεις και συναισθήματα.
Πλην όμως, για να λειτουργήσει η συνδιαμεσολάβηση, η οποία επάγεται μεγαλύτερο κόστος για τα μέρη, θα πρέπει οι συνδιαμεσολαβητές να έχουν οργανώσει άριστα τη διαδικασία, να υπάρχει «χημεία» και καλός κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους και να μην ακολουθούν αντικρουόμενες στρατηγικές.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει καταρχήν εμπιστευτικό χαρακτήρα και πρέπει να διεξάγεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην παραβιάζεται το απόρρητο αυτής, ενώ, αν η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου ή σε διαιτησία, ο διαμεσολαβητής και όλοι οι συμμετέχοντες στη διαδικασία, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες και εμποδίζονται να προσκομίσουν στοιχεία που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση ή σχετίζονται με αυτήν (άρθρο 5 παρ. 5 και 6 ν. 4640/2019). Επιπλέον, ο διαμεσολαβητής έχει του νόμου υποχρέωση να τηρεί απόρρητες τις πληροφορίες που έχουν προκύψει από τη διαμεσολάβηση ή σε σχέση με αυτήν (άρθρο 16 ν. 4640/2019 και άρθρο 4 Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών). Εξαίρεση στην παραπάνω υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας μπορεί να προκύψει στην περίπτωση είτε κοινής συμφωνίας των μερών είτε για λόγους δημόσιας τάξης είτε όταν αυτό επιβάλλεται από ρητή διάταξη νόμου. Περαιτέρω, πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις επαφές του με το ένα μέρος, δεν γνωστοποιούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του μέρους που τις έδωσε (άρθρο 5 παρ. 4 ν. 4640/2019). Εξάλλου, και η διαδικασία της ΥΑΣ έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και σ’ αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 4, 6 και 7 του άρθρου 5 ν. 4640/2019 (άρθρο 7 παρ. 3 εδ. γ ν. 4640/2019).
Το απόρρητο που δεσμεύει τον διαμεσολαβητή, αλλά και όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, καλύπτει κάθε έγγραφο και κάθε πληροφορία, εμπιστευτική ή μη, στην οποία δεν θα είχαν πρόσβαση τα μέρη αν δεν είχε λάβει χώρα η διαμεσολάβηση.
Ενόψει των ανωτέρω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι όλα τα έγγραφα που ανταλλάσσονται ανάμεσα στον διαμεσολαβητή και τα μέρη (νομιμοποιητικά έγγραφα, ενημερωτικά σημειώματα κ.λπ.) στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, αλλά και της ΥΑΣ, καλύπτονται από το απόρρητο της διαδικασίας, δοθέντος του γεγονότος ότι σ’ αυτά περιλαμβάνονται πληροφορίες που δεν είναι ευρέως διαθέσιμες, έχουν δε ανταλλαγεί αποκλειστικά μεταξύ του μέρους και του διαμεσολαβητή στο πλαίσιο της διενεργούμενης διαμεσολάβησης.
Ο ν. 4640/2019 ορίζει ρητά ότι τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά μαζί με τους νομικούς παραστάτες τους τόσο στην ΥΑΣ, όσο και στην εκούσια διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των υποθέσεων των μικροδιαφορών και των καταναλωτικών διαφορών, όπου επιτρέπεται να παρασταθούν αυτοπροσώπως (άρθρα 5 παρ. 1 και 7 παρ. 5 ν. 4640/2019). Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Δικηγόρων: «1. Ο ασκούμενος δικηγόρος έχει τη δυνατότητα να παρίσταται στα Πταισματοδικεία, στις προανακριτικές αρχές, στα Ειρηνοδικεία κατά τη συζήτηση υποθέσεων μικροδιαφορών, στη λήψη ένορκων βεβαιώσεων, καθώς και ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής. 2. Ο ασκούμενος δικηγόρος μπορεί να συμπαρίσταται και να συνυπογράφει τις προτάσεις, σημειώματα και υπομνήματα με τον δικηγόρο, στον οποίο ασκείται, σε όλα τα δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού».
Από το πνεύμα του ν. 4640/2019 προκύπτει ευθέως ότι η υποχρεωτικότητα της παρουσίας των πληρεξούσιων δικηγόρων των μερών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διαφύλαξη των συμφερόντων των μερών, στην παροχή νομικών συμβουλών, στην επίλυση νομικών ζητημάτων που τυχόν ανακύψουν και στην εν γένει τήρηση του νόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Κατά την άποψή μας, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με την παρουσία μόνου του ασκούμενου δικηγόρου, αλλά απαιτείται σε κάθε περίπτωση παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του μέρους.
Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να μην αναλαμβάνει τη διενέργεια διαμεσολάβησης και, εάν έχει ήδη αναλάβει να μην τη συνεχίσει, προτού γνωστοποιήσει στα μέρη τυχόν στοιχεία ή γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την αμεροληψία και την ανεξαρτησία του. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολάβησης ή να εξακολουθεί να τα ασκεί μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας (άρθρα 13 παρ. 1 και 14 παρ. 1 ν. 4640/2019). Σύγκρουση συμφερόντων συντρέχει ιδίως στις περιπτώσεις του άρθρου 14 παρ. 1 περ. α’, β’, γ’, δ’ και ε’ ν. 4640/2019. Κατά δε την περ. α’ του άρθρου 14 παρ. 1, σύγκρουση συμφερόντων συντρέχει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση «... προσωπικής ή επαγγελματικής σχέσης του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη ή τους νόμιμους παραστάτες τους ή λήψης αμοιβής στο παρελθόν για παροχή υπηρεσιών σε οποιοδήποτε από τα μέρη...». Επιπλέον, του νόμου μη διακρίνοντος, άπαντα τα ανωτέρω εφαρμόζονται τόσο στην περίπτωση της εκούσιας διαμεσολάβησης, όσο και στην περίπτωση της ΥΑΣ.
Αν ο διαμεσολαβητής είχε λειτουργήσει στο παρελθόν ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ενός μέρους και είχε λάβει αμοιβή για παροχή υπηρεσιών, συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων και δεν μπορεί να αναλάβει καθήκοντα. Κατ’ εξαίρεση, μπορεί να αναλάβει τη διενέργεια της διαμεσολάβησης ή της ΥΑΣ εφόσον: (α) έχει γνωστοποιήσει τη σύγκρουση συμφερόντων στα μέρη, (β) υπάρχει ρητή συγκατάθεση των μερών να αναλάβει καθήκοντα και (γ) είναι απολύτως βέβαιος ότι μπορεί να διεξαγάγει τη διαδικασία με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.
Ναι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4640/2019, υπάρχει αυτή η δυνατότητα στη διαμεσολάβηση. Οφείλουν, όμως, οι τρίτοι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του ίδιου άρθρου, να δεσμευτούν εγγράφως για το απόρρητο της διαδικασίας, όπως και οι λοιποί συμμετέχοντες. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με συνυπογραφή του πρακτικού υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση, στο οποίο θα αναφέρονται οι τρίτοι και οι ιδιότητές τους είτε με υπογραφή ενός ξεχωριστού εγγράφου. Προσοχή: Με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 4640/2019, τα πλήρη στοιχεία τρίτων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης πρέπει να περιέχονται στο πρακτικό διαμεσολάβησης, δεν απαιτείται όμως και υπογραφή τους σ’ αυτό, όπως προκύπτει από την αμέσως επόμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου.
Για την ΥΑΣ δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό από τα παραπάνω, επομένως αναλογικά επιτρέπεται η συμμετοχή τρίτων.