Τελευταία ενημέρωση: 14 Οκτωβρίου 2022
Περίληψη: Δεδικασμένο. Αγωγή μισθών υπερημερίας. Τα προδικαστικά ζητήματα του κύρους της σύμβασης εργασίας και της ακυρότητας της καταγγελίας της καλύπτονται από το δεδικασμένο προγενέστερης τελεσίδικης απόφασης. Δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο οι ενστάσεις αλλαχού κερδηθέντων και κατάχρησης δικαιώματος. Μη καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας. Εργασία κατά την Κυριακή και τη νύχτα. Αποδοχές αδείας. Μεταβίβαση επιχείρησης. Ως τέτοια νοείται η συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχείρησης. Αυτοδίκαιη υποκατάσταση νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις. Υπερημερία εργοδότη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, κατόπιν άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Δεν απαιτείται πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών εκ μέρους του μισθωτού. Απαιτείται όμως σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης, προκειμένου να καταστεί ο νέος ιδιοκτήτης υπερήμερος. Η μη καταβολή αποδοχών συνιστά ποινικό αδίκημα, όχι όμως και αδικοπραξία. Επιδικάζει στους εργαζόμενους το συνολικό ποσό των 141.334,50 Ευρώ.
Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1994/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Όλγα Β. Νίκου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Σοφία Κόντη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …… …… του ……, κατοίκου Αθηνών και 2) …… …… του ……, κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Δημητρίου Βλαχόπουλου.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “……” και με το διακριτικό τίτλο “……”, που εδρεύει στην …… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπό της ούτε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) …… …… του ……, κατοίκου ……, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Μιχαήλ Κυριαζή.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19-12-2017 και με αρ. κατάθ. ……/……/2017 αγωγή τους, η οποία προσδιορίστηκε να δικαστεί κατά τη δικάσιμο της 7ης-02-2018, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αρ. ……/20-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του δικογράφου της κρινόμενης αγωγής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομίμως στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία. Όμως, η τελευταία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο με το νόμιμο εκπρόσωπό της, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε προσηκόντως από τη σειρά του πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην, δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο της 7ης-02-2018, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης αυτής, η δε αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ίσχυε ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες [άρθρο 621 παρ.2 του ΚΠολΔ].
Από το άρθρο 324 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικαστικό συλλογισμό, βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των περιστατικών, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά, υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου). Αυτά ισχύουν και όταν η τελεσίδικα διαγνωσθείσα έννομη σχέση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης (μεταγενέστερης) επίδικης αξίωσης. Ειδικότερα, όταν ζητούνται μισθοί υπερημερίας εξαιτίας ακυρότητας της καταγγελίας, η τελεσίδικη μεταξύ των αυτών διαδίκων απόφαση επί αγωγής με το ίδιο αντικείμενο για τον ίδιο ή προγενέστερο χρόνο παράγει δεδικασμένο ως προς τα διαγνωσθέντα ζητήματα που ήταν αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της αρχικής απόφασης, όπως για την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και την υπερημερία του εργοδότη περί την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, καθώς και ως προς τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν απαράδεκτα σύμφωνα με το άρθρο 330 ΚΠολΔ και που είναι ανατρεπτικές της υπερημερίας, όπως η επαναπρόσληψη του μισθωτού ή η δήλωση του εργοδότη ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής σύμβασης. Δεν καλύπτεται, όμως, από το δεδικασμένο η από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αξίωσης για μισθούς υπερημερίας, όπως και η από το άρθρο 656 εδ. β ΑΚ περί εκπτώσεως των αλλαχού κερδηθέντων, αφού η συνδρομή των όρων του άρθρου 281 ΑΚ κρίνεται ως προς τις κάθε φορά επίδικες αξιώσεις και για τις συγκεκριμένες περιόδους, χωρίς το θέμα αυτό να είναι και προδικαστικό για τις τότε επίδικες και τις αξιώσεις μεταγενεστέρου χρόνου (βλ. ΑΠ 915/2001 ΕλλΔ/νση 2003.134, ΑΠ 1331/2001, ΕφΠατρ 269/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΜΠρΑθ 344/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, 2012, σελ. 412-413). II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 “η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος”. Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7- 1920. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας “τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας”. Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50, αντίστοιχη, προς προσαρμογή δε σ’ αυτή εκδόθηκε το 178/2002 Π.Δ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του Π.Δ/τος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως “μεταβιβάζων” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, ενώ ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Ο μεταβιβάζων, παράλληλα με το διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται, από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση ή από κανονισμούς εργασίας ή άλλη νόμιμη αιτία, όπως είναι η επιχειρησιακή συνήθεια, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 330/2015, ΑΠ 525/2013, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 1082/2010, ΑΠ 1468/2007). Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις, α) από τυχόν άκυρη απόλυση του μισθωτού από τον αρχικό εργοδότη και από την υπερημερία του τελευταίου που δεν έχει αρθεί με νόμιμο τρόπο, χωρίς να προσαπαιτείται συναίνεση οιουδήποτε ή προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού στο νέο εργοδότη ή κάποια άλλη ενέργεια (ΑΠ 1378/2002) και β) προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στον εργαζόμενο, του οποίου κατήγγειλε ακύρως την εργασιακή σύμβαση και αρνήθηκε να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες ο παλαιός εργοδότης, δηλαδή πριν από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταβίβαση της επιχείρησης, αφού το προσωπικό της, στο οποίο περιλαμβάνεται και ο απολυθείς ακύρως από τον παλαιόν εργοδότη εργαζόμενος, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε (ΑΠ 1697/1998). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 656, 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1, 2 και 5 του Ν. 3198/1955 και 1 και 3 του Ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει ακύρως την σύμβαση εργασίας περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και πρέπει να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπηρεσίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως (ΑΠ 339/2009). Αντίθετα όμως με όσα ισχύουν για τον εργοδότη που καταγγέλλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, που περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος, επί μεταβίβασης επιχείρησης απαιτείται η πραγματική και προσήκουσα προσφορά εργασίας στο νέο ιδιοκτήτη, προκειμένου να καταστεί και αυτός υπερήμερος ως προς την αποδοχή της, αφού μέχρι τότε εκείνος κατά κανένα τρόπο δεν έχει εκδηλώσει αντίθετη βούληση, ούτε δύναται να συναχθεί και γι’ αυτόν ανάλογο τεκμήριο με εκείνο που αντλήθηκε για τον πραγματικό εργοδότη από την άκυρη καταγγελία, αφού σε αυτήν δεν εμπεριέχεται δική του δήλωση βούλησης (AΠ 1147/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτώς διορθώθηκε και κατά την προσήκουσα εκτίμηση αυτής, ισχυρίζονται ότι δυνάμει εγκύρων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκαν στις 10-09-2012 από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία διατηρούσε επιχείρηση ψητοπωλείου-οβελιστηρίου στην …… Αττικής επί της οδού …… αρ. …, προκειμένου να εργασθεί η πρώτη εξ αυτών ως λαντζέρισσα και ο δεύτερος εξ αυτών ως μάγειρας Γ’-ψήστης, με πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και με οκτάωρο ημερήσιο ωράριο εργασίας, έναντι ημερομισθίου για τη μεν πρώτη εξ αυτών από 10-9-2012 έως 9-9-2013 ύψους 47,90 ευρώ και από 10-9-2013 έως 1-10-2015 ύψους 35,93 ευρώ, για δε τον δεύτερο εξ αυτών από 10-9-2012 έως 31-12-2014 ύψους 57,49 ευρώ και από 01-01-2015 έως 1-10-2015 ύψους 50,78 ευρώ . Ότι εργάζονταν πέραν του καθορισμένου ωραρίου υπό τις διακρίσεις που αναφέρονται στην αγωγή, χωρίς όμως να αμείβονται για όλες τις επιπλέον ώρες εργασίας και χωρίς να λαμβάνουν τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και τις αποδοχές αδείας. Ότι κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων τους στην πρώτη εναγομένη για την εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η τελευταία στη 1-10-2015 κατήγγειλε προφορικώς και χωρίς την καταβολή των νόμιμων αποζημιώσεων τις ως άνω συμβάσεις, εργασίας τους. Ότι προσέφυγαν στις 9-10-2015 στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων ………… του Σ.ΕΠ.Ε., δυνάμει δε της υπ’ αρ. 1228/2017 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας των ως άνω επίδικων συμβάσεων εργασίας, υποχρεώθηκε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 16.963,17 ευρώ, ενώ αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της (εναγομένης) να της καταβάλει το ποσό των 18.421,69 ευρώ νομιμοτόκως, καθώς και υποχρεώθηκε (η πρώτη εναγομένη) να καταβάλει στον δεύτερο εξ αυτών το ποσό των 21.395,99 ευρώ, ενώ αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της (εναγομένης) να του καταβάλει το ποσό των 47.329,58 ευρώ νομιμοτόκως. Ότι κατόπιν της κοινοποιήσεως στην πρώτη εναγομένη του από 3-10-2017 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτων και προκειμένου η τελευταία να αποφύγει να τους καταβάλει τα ως άνω επιδικασθέντα, μεταβίβασε στις 30-10-2017 το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι την εν λόγω επιχείρηση, στον δεύτερο των εναγομένων, ο οποίος συνέχισε τη λειτουργία της ως οικονομικής μονάδας, διατηρώντας την ταυτότητά της και χωρίς την παραμικρή διακοπή. Ότι λόγω της ανωτέρω μεταβίβασης στον δεύτερο εναγόμενο και κατά το χρόνο αυτής μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως σ’ αυτόν (δεύτερο εναγόμενο) και οι υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης εταιρείας από τις συμβάσεις εργασίας τους, ενώ παράλληλα η τελευταία (πρώτη εναγομένη) παραμένει συνυπεύθυνη εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις έναντί τους (εναγόντων) μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης, ήτοι έως τις 30-10-2017. Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά τον παραδεκτό, σύμφωνα με το άρθρο 223 εδ. β’ ΚΠολΔ, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, που έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιέχεται και στις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, εν μέρει περιορισμό των καταψηφιστικών αιτημάτων της αγωγής με τη μετατροπή τους σε έντοκα αναγνωριστικά – ζητούν: 1) να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με τον δεύτερο εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2) να υποχρεωθεί με την απειλή χρηματική ποινής ύψους 500 ευρώ ο δεύτερος των εναγομένων να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, σύμφωνα με τους όρους των συμβάσεων εργασίας τους, 3) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του δεύτερου εναγομένου να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 52.369,03 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας της για το χρονικό διάστημα από 2-10-2015 έως 1-10-2019, 4) να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα: α) το ποσό των 4.936,63 ευρώ για επιδόματα εορτών των ετών 2012-2015, β) το ποσό των 4.766,62 ευρώ για αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας των ετών 2012-2015 και γ) το ποσό των 6.920,95 ευρώ για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά την ημέρα της Κυριακής για το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 31-12-2014, 5) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του δεύτερου εναγομένου να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα: α) το ποσό των 74.013,37 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας του για το χρονικό διάστημα από 2-10-2015 έως 1-10-2019, β) το ποσό των 7.146,59 ευρώ για επιδόματα εορτών των ετών 2012-2015, γ) το ποσό των 7,097,03 ευρώ για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας των ετών 2012-2015, 6) να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα: α) το ποσό των 11.030,04 ευρώ για αμοιβή και αποζημίωση της υπερωριακής εργασίας του για το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 1-10-2015, β) το ποσό των 3.000,66 ευρώ για αποζημίωση απασχόλησης κατά την ημέρα του Σαββάτου για το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 1-10-2015, γ) το ποσό των 12.964,65 ευρώ για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά την ημέρα της Κυριακής για το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 31-12-2014 και δ) το ποσό των 972,07 ευρώ για την προσαύξηση λόγω απασχόλησης κατά τη διάρκεια της νύκτας, 7) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο, να καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 28-3-2017 έως 30-10-2017: α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 7.698,18 ευρώ και β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.879,86 ευρώ, όλα δε τα ως άνω ποσά νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Επίσης, ζητεί να καταδικασθεί ο δεύτερος εναγόμενος σε προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδά τους. Η κρινόμενη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας (εφόσον το καταψηφιστικό αίτημά της δεν υπερβαίνει το ελάχιστο όριο αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, βλ. άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις εκ μέρους του δεύτερου ενάγοντος (βλ. το υπ’ αρ. …… παραστατικού ηλεκτρονικού παραβόλου), αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ), κατά τη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στις νομικές σκέψεις της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 3, 341, 345, 346, 349, 350, 648, 649, 653, 655, 656, 659, 669, 5 του ν. 3198/1955, 69, 70, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’, 910 αρ. 4 και 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο το αίτημα των εναγόντων περί προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγόμενου λόγω της αδικοπρακτικής ευθύνης του τελευταίου, αφού από τα εκτεθέντα στην κρινόμενη αγωγή πραγματικά περιστατικά δε θεμελιώνεται η αδικοπρακτική ευθύνη αυτού, εξάλλου η παράβαση της υποχρέωσης του εργοδότη να καταβάλει τις πάσης φύσεως αποδοχές του εργαζομένου, συνιστά μεν ποινικό αδίκημα, όχι όμως και αδικοπραξία του αστικού δικαίου (ΑΠ 1436/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος», ΕφΑθ 4910/2009 ΕλλΔνη 2011, 551). Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή να εξεταστεί στη συνέχεια και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την προσήκουσα εκτίμηση και στάθμιση των ένορκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη εταιρεία, η οποία διατηρεί επιχείρηση (ψητοπωλείο-οβελιστήριο), δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας που κατήρτισε με τους ενάγοντες στην …… Αττικής την 10/9/2012, προσέλαβε τους τελευταίους, προκειμένου να εργαστούν η μεν πρώτη ενάγουσα με την ειδικότητα της λαντζέρισσας, ο δε δεύτερος ενάγων με την ειδικότητα του μάγειρα Γ- ψήστη, αντί μικτού ημερομισθίου ανερχομένου για την πρώτη ενάγουσα από την 10/9/2012 έως την 9/9/2013 στο ποσό των 47,90 ευρώ και από την 10/9/2013 έως την 1/10/2015, ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της στο ποσό των 35,93 ευρώ και για τον δεύτερο ενάγοντα από την 10/9/2012 έως την 31/12/2014 στο ποσό των 57,49 ευρώ και από την 1/1/2015 έως την 1/10/2015 στο ποσό των 50,78 ευρώ. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα εργαζόταν επτά (7) ημέρες την εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Κυριακή, πλην του έτους 2015, οπότε δεν εργαζόταν αυτή (α’ ενάγουσα) τις Κυριακές, επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, ήτοι από την 10:00 π.μ έως την 18:00 μ.μ. και ο δεύτερος ενάγων εργαζόταν επτά (7) ημέρες την εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Κυριακή, πλην του έτους 2015, οπότε δεν εργαζόταν αυτός (β’ ενάγων) τις Κυριακές, επί έντεκα (11) ώρες ημερησίως, ήτοι από την 10:00 π.μ. έως την 18:00 μ.μ. και από την 20:00 μ.μ. έως την 23:00 μ.μ. Παρόλο που αμφότεροι οι ενάγοντες προσέφεραν προσηκόντως τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η τελευταία καθυστερούσε να τους καταβάλει τις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές τους, ενώ στη 1/10/2015 κατήγγειλε ακύρως τις επίδικες συμβάσεις εργασίας τους (ήτοι προφορικά και χωρίς να τους καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης), περαιτέρω δε, έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων, με αποτέλεσμα να έχει έκτοτε καταστεί υπερήμερη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 349-350 ΑΚ. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε δεδουλευμένες αποδοχές των εναγόντων που αφορούν το χρονικό διάστημα από 10-09-2012 έως 1-10-2015 και πιο συγκεκριμένα δεν κατέβαλε: (α) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 16.624,20 ευρώ που αφορά την αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2012 ποσού 587,76 ευρώ, το Δώρο Πάσχα του 2013 ποσού 748,43 ευρώ, το Δώρο Χριστουγέννων του 2013 ποσού 935,67 ευρώ, το Δώρο Πάσχα του 2014 ποσού 561,40 ευρώ, το Δώρο Χριστουγέννων του 2014 ποσού 935,67 ευρώ, το Δώρο Πάσχα του 2015 ποσού 561,40 ευρώ, την αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2015 ποσού 606,30 ευρώ, τις αποδοχές αδείας του 2012 ποσού 335,30 ευρώ, του 2013 ποσού 862,32 ευρώ, του 2014 ποσού 898,25 ευρώ, του 2015 ποσού 934,18 ευρώ, τα επιδόματα αδείας του 2012 ποσού 355,30 ευρώ, του 2013 ποσού 467,09 ευρώ, του 2014 ποσού 467,09 ευρώ, του 2015 ποσού 467,09 ευρώ, την αμοιβή για την εργασία της κατά την ημέρα της Κυριακής και ειδικότερα για 49 ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 10-09-2012 έως 09-09-2013 ποσού 962,12 ευρώ, καθώς και την αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης ποσού 2.347,10 ευρώ και την αμοιβή για την εργασία της κατά την ημέρα της Κυριακής και ειδικότερα για 65 ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 10-09-2013 έως 31-12-2014 ποσού 1.276,28 ευρώ, καθώς και την αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης ποσού 2.335,45 ευρώ και (β) στον δεύτερο ενάγοντα: (βα) το ποσό των 7.146,59 ευρώ που αφορά τα επιδόματα εορτών, ήτοι την αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2012 ποσού 705,44 ευρώ, το Δώρο Πάσχα του 2013 ποσού 898,28 ευρώ, το Δώρο Χριστουγέννων του 2013 ποσού 1.497,13 ευρώ, το Δώρο Πάσχα του 2014 ποσού 898,28 ευρώ, το Δώρο Χριστουγέννων του 2014 ποσού 1.497,13 ευρώ, το Δώρο Πάσχα του 2015 ποσού 793,43 ευρώ, την αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2015 ποσού 856,90 ευρώ, (ββ) το ποσό των 7.097,03 που αφορά τις αποδοχές αδείας του 2012 ποσού 402,43 ευρώ, του 2013 ποσού 1.379,76 ευρώ, του 2014 ποσού 1.437,25 ευρώ, του 2015 ποσού 1.320,28 ευρώ, τα επιδόματα αδείας του 2012 ποσού 402,43 ευρώ, του 2013 ποσού 747,37 ευρώ, του 2014 ποσού 747,37 ευρώ, του 2015 ποσού 660,14 ευρώ, (βγ) το ποσό των 27.967,42 που αφορά την αμοιβή του για την εργασία του πέραν του συμφωνημένου και του νομίμου ωραρίου και τις πρόσθετες αμοιβές λόγω εργασίας κατά την ημέρα της Κυριακής και κατά τη διάρκεια της νύκτας, ήτοι την αμοιβή του για την υπερεργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 31-12-2014 ποσού 960,96 ευρώ και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 1-10-2015 ποσού 264,60 ευρώ, την αμοιβή του για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 31-12-2014 ποσού 7.687,68 ευρώ και κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 1-10-2015 ποσού 2.116,80 ευρώ, την αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά την ημέρα του Σαββάτου για το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 31-12-2014 ποσού 2.347,48 ευρώ και την αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2015 έως 1-10-2015 ποσού 653,18 ευρώ, την αμοιβή για την εργασία του κατά την ημέρα της Κυριακής και ειδικότερα για 104 ημέρες κατά το χρονικό διάστημα από 10-09-2012 έως 31-12-2014 ποσού 2.238,39 ευρώ, την αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης κατά το χρονικό διάστημα από 31-12-2012 έως 31-12-2014 ποσού 6.553,86 ευρώ, την αμοιβή του λόγω εργασίας πέραν του οκταώρου κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2012 έως 31-12-2014 ποσού 4.172,40 και την αμοιβή λόγω της απασχόλησής του κατά την διάρκεια της νύκτας και συγκεκριμένα για 997 ώρες ποσού 972,07 ευρώ. Τα ανωτέρω μάλιστα έγιναν δεκτά τελεσιδίκως και με την υπ’ αρ. 128/2017 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, η οποία εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως της από 29-12-2015 και με αρ. κατάθ. ……/……/2015 αγωγής των νυν εναγόντων κατά της νυν πρώτης εναγομένης εταιρείας. Η ως, άνω εναγομένη εταιρία όμως, όχι μόνο δεν τακτοποίησε τις οφειλές της προς τους ενάγοντες, αλλά μετά την κοινοποίηση (στις 11-10-2017) από τους ενάγοντες σ’ αυτήν του από 3-10-2017 κατασχετήριου εις χείρας τρίτων, προέβη στις 30-10-2017 στη μεταβίβαση της εν λόγω επιχείρησης που διατηρούσε στην …… Αττικής επί της οδού …… αρ. … στον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος έκτοτε δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο συγκεκριμένο χώρο, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις, την επωνυμία του καταστήματος και το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της προκατόχου του, εκμεταλλευόμενος τη φήμη και την πελατεία της. Πιο συγκεκριμένα, η πινακίδα με την επωνυμία του καταστήματος “……” παρέμεινε στο κατάστημα, όπου πλέον δραστηριοποιείται επιχειρηματικά ο δεύτερος εναγόμενος, κάνοντας χρήση της επωνυμίας αυτής και εκμεταλλευόμενος με τον τρόπο αυτό τη φήμη και την πελατεία που είχε αποκτήσει ήδη η εν λόγω επιχείρηση, ενώ συνέχισε (ο δεύτερος εναγόμενος) να χρησιμοποιεί τους ίδιους τηλεφωνικούς αριθμούς κλήσης (…… και ……) για την επικοινωνία με τους πελάτες της επιχείρησης και με τους τρίτους. Επιπλέον, προέκυψε ότι το σύνολο του υλικοτεχνικού εξοπλισμού μεταβιβάστηκε από τη πρώτη εναγομένη στο δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος κάνει χρήση αυτού, χωρίς ωστόσο η αγορά νέων αντικειμένων για την υποδομή του καταστήματος να αναιρεί το γεγονός της ως άνω μεταβίβασης. Εξάλλου, όπως προέκυψε η λειτουργία της εν λόγω επιχείρησης ήταν συνεχόμενη, χωρίς την παραμικρή διακοπή, γεγονός που καταδεικνύει τη συνέχεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης εναγομένης από τον δεύτερο εναγόμενο. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης, που αποτελείται συνολικά από δεκαεννέα άτομα, ήταν εργαζόμενοι της πρώτης εναγομένης εταιρείας (συνολικά δώδεκα άτομα, ήτοι οι …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……). Συνεπώς, συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων περί μεταβίβασης επιχείρησης και του άρθρου 479 ΑΚ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά, ως εκ τούτου δε και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη δεύτερη νομική σκέψη της παρούσας, ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται εις ολόκληρο με την προκάτοχό του-πρώτη εναγόμενη εταιρεία απέναντι στους ενάγοντες τόσο για τις προαναφερθείσες αξιώσεις των τελευταίων (δεδουλευμένες αποδοχές) όσο και για τις οφειλόμενες από την πρώτη εναγομένη αποδοχές τους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τις 2-10-2015 (επομένη της καταγγελίας των επίδικων συμβάσεων εργασίας) έως 30-10-2017 (ημερομηνία μεταβίβασης της εν λόγω επιχείρησης). Εξάλλου, δυνάμει της προαναφερθείσας υπ’ αρ. 128/2017 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού κρίθηκε τελεσιδίκως ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία οφείλει για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από τις 2-10-2015 έως τις 27-3-2017: (α) στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 19.481,13 ευρώ, ήτοι το ποσό των 15.881,06 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, το ποσό των 354,04 ευρώ για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2015, το ποσό των 561,40 ευρώ για Δώρο Πάσχα του 2016, το ποσό των 467,09 ευρώ για επίδομα αδείας του 2016, το ποσό των 935,67 ευρώ για Δώρο Χριστουγέννων του 2016, το ποσό των 561,40 ευρώ για Δώρο Πάσχα του 2017, το ποσό των 720,47 ευρώ για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2017 και (β) στο δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 26.514,53 ευρώ, ήτοι το ποσό των 22.444,76 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, το ποσό των 500,38 ευρώ για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων του 2015, το ποσό των 793,43 ευρώ για Δώρο Πάσχα του 2016, το ποσό των 660,14 ευρώ για επίδομα αδείας του 2016, το ποσό των 1.322,39 ευρώ για Δώρο Χριστουγέννων του 2016, το ποσό των 793,43 ευρώ για Δώρο Πάσχα του 2017. Όλα δε, τα ως άνω ποσά υπό τις παραπάνω διακρίσεις οφείλει στους ενάγοντες ο δεύτερος εναγόμενος, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη, ως προαναφέρθηκε, διότι λόγω της μεταβίβασης της επίδικης επιχείρησης ως νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στους ενάγοντες εργαζόμενους, των οποίων κατήγγειλε η πρώτη εναγομένη ως αρχική εργοδότρια ακύρως τις εργασιακές συμβάσεις και αρνήθηκε να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους πριν τη μεταβίβαση της επιχείρησης, αφού το προσωπικό της, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι απολυθέντες ακύρως από την πρώτη εναγομένη εργαζόμενοι ενάγοντες, εντάσσεται ως σύνολο στην ενότητα που σχηματίζει η επιχείρηση που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία, καίτοι με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 1-10-2015 καταγγελίας των επιδίκων συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, δεν ήρε την υπερημερία της με οιαδήποτε τρόπο (έγκυρη καταγγελία ή αποδοχή των υπηρεσιών των εναγόντων), με αποτέλεσμα να εξακολουθήσει να βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών των εναγόντων μέχρι τη μεταβίβαση της εν λόγω επιχείρησης (30-10-2017). Σημειωτέον ότι σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην πρώτη νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον καλύπτονται από δεδικασμένο το κύρος των συμβάσεων εργασίας, το είδος της εργασίας των εναγόντων, η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αυτών και η εντεύθεν υπερημερία της εναγομένης, καθώς και οι αποδοχές τους, τα αγωγικά αιτήματα περί καταβολής μισθών υπερημερίας των εναγόντων πρέπει να γίνουν δεκτά και ως ουσιαστικά βάσιμα για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από τις 28-3-2017 έως τις 30-10-2017. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας που αφορά το επίδικο χρονικό διάστημα από τις 28-3-2017 έως τις 30-10-2017: 1) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 7.562,99 ευρώ {143,72 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2017 [4 ημερομίσθια x 35,93 ευρώ έκαστο] + 6.539,26 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνών Απριλίου 2017 έως Οκτώβριο 2017 [7 μήνες x 35,93 ευρώ X 26 ημερομίσθια] + 159,06 ευρώ για την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2017 [ένα ημερομίσθιο ανά οκτώ ημέρες εργασίας, για το χρονικό διάστημα από 28/3/2017 έως 30/4/2017 (34 ημέρες/8 X 35,93 το ημερομίσθιο X προσαύξηση αναλογίας του επιδόματος αδείας 0,04166)] + 720,95 ευρώ για την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2017 [δύο ημερομίσθια ανά δεκαεννέα ημέρες εργασίας, για το χρονικό διάστημα από 1/5/2017 έως 30/10/2017 (183 ημέρες / 19 X 2 x 35,93 το ημερομίσθιο X προσαύξηση αναλογίας του επιδόματος άδειας 0,04166)]} και 2) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.688,81 ευρώ {203,12 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2017 [4 ημερομίσθια x 50,78 ευρώ έκαστο] + 9.241,96 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνών Απριλίου 2017 έως Οκτώβριο 2017 [7 μήνες x 50,78 ευρώ X 26 ημερομίσθια] + 224,80 ευρώ για την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2017 [ένα ημερομίσθιο ανά οκτώ ημέρες εργασίας, για το χρονικό διάστημα από 28/3/2017 έως 30/4/2017 (34 ημέρες/8 X 50,78 ευρώ το ημερομίσθιο X προσαύξηση αναλογίας του επιδόματος αδείας 0,04166)] + 1.018,93 ευρώ για την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2017 [δύο ημερομίσθια ανά δεκαεννέα ημέρες εργασίας, για το χρονικό διάστημα από 1/5/2017 έως 30/10/2017 (183 ημέρες / 19 X 2 x 50,78 το ημερομίσθιο X προσαύξηση αναλογίας του επιδόματος αδείας 0,04166)]}. Τα ως άνω ποσά υπό τις παραπάνω διακρίσεις οφείλει στους ενάγοντες ο δεύτερος εναγόμενος, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, για τον ίδιο λόγο που προεκτέθηκε (ήτοι λόγω της μεταβίβασης της επίδικης επιχείρησης ως νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις προς καταβολή των αποδοχών υπερημερίας στους ενάγοντες που οι εργασιακές συμβάσεις τους καταγγέλθηκαν ακύρως από την πρώτη εναγομένη). Όσον αφορά δε, το χρονικό διάστημα που έπεται της μεταβίβασης από την πρώτη εναγομένη της εν λόγω επιχείρησης στο δεύτερο εναγόμενο, ήτοι μετά τις 30-10-2017, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες επιχείρησαν πραγματικά την προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών τους και προς το δεύτερο εναγόμενο, αντιθέτως προέκυψε ότι τυπικά και μόνο ζήτησαν την απασχόλησή τους από αυτόν με την κρινόμενη αγωγή, ώστε να θεμελιώσουν αξίωση μισθών υπερημερίας, ενόψει της προαναφερόμενης άκυρης, λόγω μη καταβολής της σχετικής αποζημίωσης απολύσεως, καταγγελίας της εργασιακής τους σύμβασης. Αντίθετα, όμως, με όσα ισχύουν για τον εργοδότη που καταγγέλλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, που περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεως να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος, επί μεταβίβασης επιχείρησης απαιτείται η πραγματική και προσήκουσα προσφορά εργασίας στο νέο ιδιοκτήτη, προκειμένου να καταστεί και αυτός υπερήμερος ως προς την αποδοχή της, αφού μέχρι τότε εκείνος κατά κανένα τρόπο δεν έχει εκδηλώσει αντίθετη βούληση, ούτε δύναται να συναχθεί και γι’ αυτόν ανάλογο τεκμήριο με εκείνο που αντλήθηκε για τον πραγματικό εργοδότη από την άκυρη καταγγελία, αφού σε αυτήν δεν εμπεριέχεται δική του δήλωση βούλησης. Επομένως, τα αγωγικά αιτήματα περί αναγνώρισης ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το δεύτερο εναγόμενο με συμβάσεις αορίστου χρόνου και περί αποδοχής των προσφερόμενων υπηρεσιών τους από το δεύτερο εναγόμενο, καθώς και περί επιδικάσεως αποδοχών υπερημερίας για το μετά τις 30-10-2017 χρονικό διάστημα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Τέλος, αναφορικά με τον από το άρθρο 656 εδ. β του ΑΚ ισχυρισμό περί των αλλαχού κερδηθέντων, που παραδεκτώς και νομίμως προβάλει ο δεύτερος εναγόμενος, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός συνιστά ένσταση του εργοδότη δεύτερου εναγομένου για τις αποδοχές υπερημερίας, αποβλέπουσα στο αφαιρεθεί από τις οφειλόμενες από στους ενάγοντες εργαζόμενους, απολυθέντες με άκυρη καταγγελία, κάθε ποσό που ωφελήθηκαν οι τελευταίοι από την απασχόλησή τους σε άλλη εργασία, πλην όμως η εν λόγω ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, αφού ο εναγόμενος δεν κάνει μνεία της εργασίας στην οποία απασχολήθηκαν οι ενάγοντες μισθωτοί ούτε των ποσών που έλαβαν με αφορμή αυτή. Απορριπτέα, επίσης, τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμη η επικουρικώς προβληθείσα ένσταση του δεύτερου εναγόμενου περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων να αναζητήσουν μισθούς υπερημερίας (άρθρο 281 ΑΚ), εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι από οκνηρία και κακόβουλα δεν εξηύραν εργασία, προκειμένου να ματαιώσουν το δικαίωμα του εναγόμενου περί καταλογισμού της ωφέλεια. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο, να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 7.562,99 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 10.688,81 ευρώ, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 16.624,20 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει το ποσό των 19.481,13 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 7.562,99 ευρώ, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 27.967,42 ευρώ, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των (14.243,62+26.514,53=) 40.758,15 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να του καταβάλει, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, το ποσό των 10.688,81 ευρώ. Όσον αφορά την τοκοδοσία των παραπάνω επιδικασθέντων κονδυλίων παρατηρούνται τα ακόλουθα: Οι παραπάνω μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές τοκοφορούν από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (άρθρο 655 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 1244/2001, ΕλλΔνη 2002. 167, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001. 456, ΔΕΝ 2001. 1361, ΕλλΔνη 2001. 1308). Τα επιδόματα και οι αποδοχές αδείας από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που η καθεμία από αυτές τις απαιτήσεις όφειλε να καταβληθεί (βλ. ΟλΑΠ 39 και 40/2002, ΕΕργΔ 2002, 1482 και 1478, αντίστοιχα). Τα κονδύλια, που αφορούν στην προσαύξηση για εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα για την οποία οφειλόταν το κάθε επιμέρους ποσό αυτών, ήτοι από το τέλος του κάθε μήνα στον οποίο παρασχέθηκε η εν λόγω εργασία, διότι αυτά οφείλονται κατά νόμο ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας και αποτελούν γι’ αυτό μισθό υπό την έννοια των άρθρων 648 και 655 του ΑΚ, (βλ. Λ. Σαξώνη, Τοκοφορία εργατικών διαφορών, ΕΕργΔ 59, 97, X. Γκούτου, Σχόλιο υπό την ΑΠ 1790/1999, ΔΕΝ 56, 305, ΑΠ 1682/2000, ΔΕΝ 57, 892, ΕφΑθ 244/2003, ΕλλΔνη 2003, 1004, ΕφΑθ 7/2003, ΕλλΔνη 2003, 839). Το επίδομα του δώρου εορτών Πάσχα οφείλεται από την πρώτη του μηνός Μαΐου του έτους που αφορά, το επίδομα του δώρου εορτών Χριστουγέννων από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους (βλ. ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002, 168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001, 456, ΔΕΝ 2001, 1361, ΕλλΔνη 2001, 1308). Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις κατά το μέρος που διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας, διότι πρόκειται για εργατικές διαφορές και πιθανολογείται βλάβη των εναγόντων από τη μη εκτέλεση της απόφασης, καθώς οι μισθοί τους είναι το μόνο μέσο βιοπορισμού τους, ενώ αντίθετα δεν πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη των εναγομένων. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί, κατόπιν αιτήματός τους (ΑΠ 100/2002), κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, ήτοι σε βάρος των εναγομένων (άρθρα 178, 189 αρ. 1, 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ επειδή η πρώτη εναγομένη ερημοδίκησε πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 2, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) για την περίπτωση που θα ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει, ευθυνόμενη εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δύο ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (7.562,99) και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτού (10.688,81), νομιμοτόκως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση αυτή εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα και για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη να πληρώσει μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και είκοσι λεπτών (16.624,20) και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα επτά ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (27.967,42), νομιμοτόκως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση αυτή εν μέρει προσωρινά εκτελεστή κατά την ως άνω καταψηφιστική της διάταξη για το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα και για το πόσο των επτά χιλιάδων (7.000) όσον αφορά το δεύτερο ενάγοντα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και δεκατριών λεπτών (19.481,13) και ότι υποχρεούται να της καταβάλει, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα δύο ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (7.562,99), νομιμοτόκως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των σαράντα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (40.758,15) και ότι υποχρεούται να του καταβάλει, ευθυνόμενος εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτού (10.688,81), νομιμοτόκως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον δεύτερο εναγόμενο να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30-9-19, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.