Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Το διαπλαστικό δικαίωμα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ασκείται ως μονομερής δικαιοπραξία με δήλωση της σχετικής βουλήσεως, που παράγει τη νομική της ενέργεια από τότε που θα περιέλθει σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Δεν απαιτείται το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στον μισθωτό με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σ’ αυτόν ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Ως προϋπηρεσία για τη χορήγηση χρονοεπιδόματος κ.λπ. νοείται η παρασχεθείσα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και όχι οποιαδήποτε άλλη απασχόληση. Απόδειξη όμως προϋπηρεσίας και γνωστοποίησή της στον εργοδότη αποτελούν και τα ασφαλιστικά βιβλιάρια του εργαζομένου. Έριδα ως προς τον χρόνο της απόλυσης. Απορρίπτει ισχυρισμούς εργοδότη. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως καταχρηστική, αφού ο λόγος αυτής ήταν ότι ο τελευταίος προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας αξιώνοντας την καταβολή νόμιμων αποδοχών του, συμπεριφορά που δεν ήταν αρεστή στους εκπροσώπους της εναγομένης. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, ήτοι απόλυση επειδή διεκδίκησε τις νόμιμες αποδοχές του, διαπληκτισμός προκειμένου να απομακρυνθεί από την εταιρεία, για τη λήξη του οποίου (διαπληκτισμού) χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας, έθιξαν την προσωπικότητα του ενάγοντος προκαλώντας του ηθική βλάβη. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 14.461,00 Ευρώ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως

2668/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ειρήνη Κατινιώτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τον Γραμματέα Θεόδωρο Βλαχάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του Ενάγοντος: …… …… του ……, κατοίκου Αθηνών οδός …… αρ. … ……, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βλαχόπουλο.

Της Εναγόμενης: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……» και το δ.τ «……», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …… αρ. … ……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, της οποίας παραστάθηκε η νόμιμη εκπρόσωπος …… …… και η οποία (εναγομένη ) εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αριστοτέλη Μερεκούλια.

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 11/3/2011 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθ. Δικ. ……/……/2011 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 27ης -5-2013, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το διαπλαστικό δικαίωμα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ασκείται ως μονομερής δικαιοπραξία με δήλωση της σχετικής βουλήσεως, που παράγει τη νομική της ενέργεια από τότε που θα περιέλθει σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται (άρθρο 167 ΑΚ, 1 ν. 2118/1920, 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955), υπό την έννοια ότι αυτός μπορούσε να λάβει γνώση και έπρεπε να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Εάν δε ο λήπτης, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, βράδυνε να λάβει γνώση της εν λόγω δηλώσεως δεν αίρονται τα αποτελέσματα που απορρέουν από αυτήν και συνεπώς η καταγγελία της αναφερόμενης σ’ αυτήν συμβάσεως θεωρείται ότι είναι έγκυρη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρη εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στο τηρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή επί ποινή ακυρότητας πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Δεν απαιτείται όμως όπως το έγγραφο της καταγγελίας επιδοθεί στο μισθωτό προς τον οποίο απευθύνεται με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σ’ αυτόν ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη δε της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ήτοι με έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ομολογία ή μάρτυρες, οι οποίοι βεβαιώνουν την παράδοση του εγγράφου στον υπό απόλυση μισθωτό (ΑΠ 1305/2008 ). Ωστόσο, εάν ο μισθωτός αρνείται ή δυστροπεί να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας, κρίνεται σκόπιμο η επίδοση να γίνει με δικαστικό επιμελητή, ώστε να αποφεύγονται διενέξεις και άσκοποι δικαστικοί αγώνες (Κων. Λαναρά Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική έκδοση 2011 σελ. 114), ενώ υποστηρίζεται και η άποψη ότι το έγγραφο της καταγγελίας απευθύνεται και επιδίδεται στον απολυόμενο, ενώ αν ο τελευταίος αρνηθεί να το παραλάβει πρέπει να κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, διαφορετικά δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. Λ. Ντάσιος Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο τόμος II 5η έκδοση σελ 713 ). Περαιτέρω ως προϋπηρεσία για τη χορήγηση χρονοεπιδόματος κ.λ.π. νοείται η παρασχεθείσα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και όχι οποιαδήποτε άλλη απασχόληση (βλ. ΑΠ 433/1996 ΔΕΝ 53 σελ. 869). Ο μισθωτός έχει υποχρέωση κατά το χρόνο της πρόσληψής του να υποβάλει στον εργοδότη τα πιστοποιητικά προϋπηρεσίας. Αν ο μισθωτός δεν υπέβαλε αυτά, ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση αναγνώρισης της προϋπηρεσίας, έστω και αν έγινε απλή ανακοίνωση ή γνωστοποίηση αυτής προς αυτόν ή ο τελευταίος γνωρίζει την προϋπηρεσία από άλλες πηγές (βλ. ΑΠ 306/1987 ΔΕΝ 44 σελ. 20, ΑΠ 976/1985 ΔΕΝ 42 σελ. 756, ΕφΔωδ 91/2007, ΕφΑθ 2466/2004 ΕλλΔνη 2004 σελ. 1698). Απόδειξη όμως προϋπηρεσίας και γνωστοποίησή της στον εργοδότη αποτελούν και τα ασφαλιστικά βιβλιάρια του εργαζομένου (ΑΠ 33/2004 ΕΕργΔ 2004 σελ. 662, ΑΠ 1053/1987 ΔΕΝ 45 σελ. 760, Εφ.Λαμ.22/2011 και ΕφΑθ 2466/2004).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι στις 1-9-2010 προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως πωλητής, σύμβαση η οποία διήρκεσε μέχρι την 4η-1-2011, οπότε και καταγγέλθηκε από την εναγομένη, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, επειδή προηγουμένως είχε διαμαρτυρηθεί στην επιθεώρηση εργασίας για την μη καταβολή των αποδοχών του για την υπερωριακή του απασχόληση και τη μη αναγνώριση της προϋπηρεσίας του. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά τον νόμιμο περιορισμό του αιτήματος που αφορά την χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και μετά τον νόμιμο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής ως προς τους μισθούς υπερημερίας, περιορισμοί που έγιναν με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, ο ενάγων ζητά: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 4-1-2011 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 14.576,28 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, διαφορές αποδοχών και υπερωριακή απασχόληση, γ) να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του επ’ απειλή χρηματικής ποινής ύψους 500 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί με την απόφαση που θα εκδοθεί και ε) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί στην δικαστική του δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ.2, 16 αρ.2, 25 παρ.2, 664 ΚΓΙολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ( άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων των άρθρων 345,648, επ. 656 ΑΚ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει από 20-3-2013 μετά την αντικ. με το άρθρο 61 Ν.4139/2013, άρθρο 1 παρ.1 ν. 1082/1980, άρθρο 1 παρ.2 της υπ’αριθμ.19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, άρθρο 1 παρ.1 και άρθρο 2 του α.ν. 539/1945, άρθρο 3 παρ.16 του ν.4504/1966 και άρθρο μόνο ν. 133/1975, 1,3,7 παρ.1, 8 Ν.2112/1920, 5 παρ.3 Ν.3198/1955, Ν. 3385/2005 και Ν. 3863/2010, 70, 176,191,218, 219 908 επ. και 946 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι λόγω του ύψους του εναπομείναντος καταψηφιστικού αιτήματος, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (το οποίο ωστόσο ο ενάγων προσκόμισε βλ. το υπ’αριθμ. …… σειρά Α αγωγόσημο μετά των επικολληθέντων επ’ αυτού κινητών ενσήμων υπέρ του ΕΤΑΑ – ΤΠΔΑ και ΤΝ ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε για άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπ’αριθμ. ……/2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, η οποία λήφθηκε νομότυπα κατόπιν προ 24 ωρών κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ. την υπ’αριθμ. ……/2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημήτριου Παπαδάκου ), καθώς και από τις ομολογίες τους που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών τους (βλ. ΑΠ 180/1998 ΕλΔ 39,851, ΕφΑθ 5810/2002, ΕφΑθ 1947/2002), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 1-9-2010 ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία- η οποία έχει ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότατος την εμπορία ειδών συσκευασίας και γραφικών τεχνών- με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου δίμηνης διάρκειας (δοκιμαστικής περιόδου ), ήτοι με χρόνο λήξης την 31η-10-2010, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του πωλητή, με πενθήμερο σύστημα εργασίας και επί 40 ώρες εβδομαδιαίως, αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους 903,67 ευρώ. Κατά την λήξη της, η ανωτέρω σύμβαση ανανεώθηκε και κατέστη έτσι αορίστου χρόνου, ενώ ο ενάγων εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη με τους ίδιους ως άνω εργασιακούς όρους. Στις 3-1-2011 ο ενάγων προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, καταγγέλλοντας ότι η εναγομένη δεν του καταβάλλει τις αποδοχές του για την υπερωριακή του εργασία, και ότι επιπροσθέτως δεν συνυπολογίζει στις αποδοχές του την προϋπηρεσία του. Την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 4-1-2011 ο ενάγων υπέγραψε την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, διατηρώντας όμως επιφύλαξη για κάθε νόμιμο δικαίωμά του. Τα διάδικα μέρη ερίζουν ως προς την ημερομηνία καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και πιο συγκεκριμένα ο τελευταίος υποστηρίζει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του έλαβε χώρα το πρώτον στις 4-1-2011 εξαιτίας της προηγούμενης προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε ο ίδιος την εργοδότριά του, ενώ αντιθέτως η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του έλαβε χώρα στις 31-12-2010, ημέρα κατά την οποία του παραδόθηκε προς υπογραφή και το έγγραφο της καταγγελίας, το οποίο όμως αρνήθηκε να υπογράψει προσφεύγοντας εν συνεχεία προσχηματικά στην Επιθεώρηση Εργασίας, επιχειρώντας έτσι να καταστήσει άκυρη ως καταχρηστική την απόλυσή του. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει η εναγομένη, ο ενάγων είχε ήδη ενημερωθεί από την 20η-12-2010 ότι η σύμβασή του θα καταγγελθεί στις 31-12-2010, λόγω της αδυναμίας του να ανταπεξέλθει επαρκώς στα καθήκοντά του, ανεπάρκεια που είχε ήδη διαγνωστεί από τη δοκιμαστική περίοδο της εργασίας του και δη, από την 27η -10-2010, όταν το πρώτον ζητήθηκε η απόλυσή του από την εναγομένη αλλά κατόπιν παρακλήσεων του ενάγοντος έγινε αποδεκτή η συνέχιση της συμβάσεως εργασίας του. Ωστόσο, οι ανωτέρω ισχυρισμοί της εναγομένης κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι, αφού εμπεριέχουν κενά και ασάφειες. Πιο συγκεκριμένα: α) η εναγομένη, παρότι όπως ισχυρίζεται είχε ήδη δρομολογήσει την απόλυση του ενάγοντος από την 20η -12-2010, τελικά παρουσιάζεται ανέτοιμη να κοινοποιήσει άμεσα και προσηκόντως την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, επαφιόμενη στην διακριτική ευχέρεια του τελευταίου περί την αυθημερόν υπογραφή ή μη της καταγγελίας. Ο ισχυρισμός δε, περί αδυναμίας της, λόγω των εορτών, να κοινοποιήσει με δικαστικό κλητήρα την καταγγελία στον εργαζόμενό της δεν κρίνεται πειστικός, αφού τελικά δεν καθίσταται σαφές τι ώρα του κοινοποιήθηκε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, ποιος ήταν ο λόγος που παρόλο που διαπίστωσε την άρνηση του ενάγοντος και την μη ομαλή εξέλιξη της λύσης της συμβάσεως εργασίας του τελευταίου, δεν φρόντισε εγκαίρως για την αυθημερόν επίδοσή της καταγγελίας με δικαστικό επιμελητή ή έστω για την κοινοποίηση αυτής στις 3-1-2011 ή ακόμα και στις 4-1-2011 πρωινές ώρες-, καθόσον, όπως ισχυρίζεται, ο ενάγων υπέγραψε την καταγγελία το απόγευμα της ίδιας ημέρας (4-1-2011) και αφού είχε προηγηθεί έντονο επεισόδιο μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και του ενάγοντος για το οποίο χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας-. Δηλαδή, δεν καθίσταται σαφής ο λόγος που ενώ η ίδια, διέγνωσε την ένταση, την άρνηση και την άσχημη τροπή που είχε πάρει το ζήτημα της απόλυσης του ενάγοντος, αυτή δεν εξάντλησε τις δυνατότητες που της παρείχε ο νόμος, εξασφαλίζοντας έτσι τα εργοδοτικά της δικαιώματα, αλλά επέδειξε αδιαφορία, θεωρώντας υπερβολικό να στείλει εξώδικο «απευθείας από την πρώτη ή την ίδια ημέρα » άρνησης υπογραφής της καταγγελίας από τον εργαζόμενό της (βλ. σελ. 5 προσθήκης- αντίκρουσης εναγομένης), χωρίς παράλληλα να διευκρινίζει ποιος ήταν, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, ο εύλογος χρόνος αποστολής εξωδίκου, β) σε αντίθεση με ότι ισχυρίζεται η εναγομένη και η μάρτυράς της που εξετάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, περί εκτυπώσεως και περί ετοιμασίας όλων των σχετικών εγγράφων της καταγγελίας (ήτοι της καταγγελίας, αλλά και των λοιπών εξοφλητικών αποδείξεων ) στις 31-12-2010, οι εξοφλητικές αποδείξεις που προσκομίζει η εναγομένη προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού και αφορούν το δώρο Χριστουγέννων, την αποζημίωση αδείας και το επίδομα αδείας 2010 φέρουν ως ημερομηνία πληρωμής (με υπογραφή του ενάγοντος ) την 4η-1-2011, σε αντίθεση με την απόδειξη πληρωμής αποδοχών του μηνός Δεκεμβρίου 2010 που φέρει ως ημερομηνία πληρωμής (και υπογραφή του ενάγοντος ) την 31-12-2010 και γ) το επικαλούμενο από την εναγομένη «σχέδιο» του ενάγοντος σχετικά με την ημερομηνία απόλυσής του, τίθεται υπό αμφισβήτηση από τα όσα η ίδια ισχυρίζεται, ότι δηλαδή την οριστική και αμετάκλητη απόφαση για την απόλυσή του, ο ενάγων την γνώριζε ήδη από την 20η-12-2010 και επομένως δεν καθίσταται σαφές ποιος ήταν ο λόγος που επέλεξε να μην μεταβεί νωρίτερα στην επιθεώρηση εργασίας καταγγέλλοντας την εναγομένη προσχηματικά και υποστηρίζοντας εν συνεχεία ότι απολύθηκε καταχρηστικά στις 31-12-2010, αλλά επέλεξε να μεταβεί στην Επιθεώρηση Εργασίας την 3η -1-2011, ούτως ώστε να ισχυριστεί εν συνεχεία ότι απολύθηκε καταχρηστικά στις 4-1-2011. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων όταν προσλήφθηκε από την εναγομένη είχε προϋπηρεσία τεσσεράμισι ετών στην αυτή ειδικότητα, όπως προκύπτει από την από 3-6-2010 προσκομιζόμενη βεβαίωση του ΙΚΑ, και το λογαριασμό ασφαλισμένου, γεγονός που είχε γνωστοποιήσει στην εναγομένη, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η τελευταία, δεδομένου ότι και στην από 1-9-2010 αναγγελία πρόσληψης του ενάγοντος στον ΟΑΕΔ είχε δηλωθεί, από την εναγομένη, ότι ο ενάγων δεν αναλαμβάνει για πρώτη φορά εργασία ως μισθωτός. Ακολούθως, οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντες καθορίζονταν από την από 30-7-2008 ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας » και ανέρχονταν, για την προϋπηρεσία του, στο ποσό των 966,40 ευρώ, έναντι των οποίων η εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, του κατέβαλλε το ποσό των 903,67 ευρώ, ήτοι χωρίς να αναγνωρίζει την προϋπηρεσία του, και επομένως του οφείλει ως διαφορά το συνολικό χρηματικό ποσό των 270,79 ευρώ {966,40 – 903,67 =62,73 ευρώ X 4 μήνες =250,92 ευρώ + 19,87 για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων }. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2010, λόγω της εορταστικής περιόδου, και του αυξημένου φόρτου εργασίας, ο ενάγων απασχολείτο επί τρεις ημέρες την εβδομάδα, ήτοι την Δευτέρα την Τρίτη και την Τετάρτη επί 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή επί 52 ώρες εβδομαδιαίως, εκ των οποίων οι 40 ώρες αποτελούσαν το συμβατικό του ωράριο, οι 5 επιπλέον ώρες αποτελούσαν υπερεργασία και οι 7 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία. Επομένως ο ενάγων τον μήνα αυτό πραγματοποίησε 20 ώρες υπερεργασίας και 28 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία. Συνεπώς, για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση που αξιώνει ο ενάγων του οφείλεται το συνολικό χρηματικό ποσό των 291,81 ευρώ {ήτοι 966,40 : 25 X 6 :40= 5,79 X 180% (δηλαδή καταβαλλόμενο ωρομίσθιο + 80% προσαύξηση κατ’εξαίρεση υπερωρίας) X 28 ώρες ). Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως καταχρηστική, αφού ο λόγος αυτής ήταν ότι ο τελευταίος προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας αξιώνοντας την καταβολή των ανωτέρω νόμιμων αποδοχών του, συμπεριφορά που δεν ήταν αρεστή στους εκπροσώπους της εναγομένης, ενώ η τελευταία που έκτοτε έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, έχει καταστεί υπερήμερη, οφείλοντάς του για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 5-1-2011 έως 4-5-2013 το συνολικό χρηματικό ποσό των 13.898,33 ευρώ (αφαιρουμένου το ποσού που έλαβε από έτερη εργασία για το χρονικό διάστημα από 12-11-2011 έως 4-5-2013 ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, ήτοι απόλυση επειδή διεκδίκησε τις νόμιμες αποδοχές του, διαπληκτισμός προκειμένου να απομακρυνθεί από την εταιρεία, για τη λήξη του οποίου (διαπληκτισμού ) χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας, έθιξαν την προσωπικότητα του ενάγοντος προκαλώντας του ηθική βλάβη για την ανόρθωση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί το εύλογο ποσό των 500 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ουσίαν βάσιμη, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, καταδικαζόμενη σε χρηματική ποινή ύψους 150 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεώς της  με την ανωτέρω υποχρέωσή της, να υποχρεωθεί να του καταβάλλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 14.461 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να του καταβάλλει το ποσό των 500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής. Περαιτέρω, δεκτό πρέπει να γίνει το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, για το ποσό των 6.000 ευρώ, διότι από την καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκληθεί σημαντική ζημία στον ενάγοντα, αλλά και λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της ( άρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος

Υποχρεώνει την εναγομένη να δέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος

Καταδικάζει την εναγομένη σε χρηματική ποινή ύψους εκατόν πενήντα (150 ) ευρώ, για κάθε ημέρα που δεν εκτελεί την ως άνω υποχρέωσή της.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ενός (14.461) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής

Κηρύσσει την απόφαση κατά την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000 ) ευρώ

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων (500 ) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 18 Αυγούστου 2014.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies