Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022
Περίληψη: Όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη, σχετική με την παροχή εργασίας του (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού του) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό το νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε, από ατομική σύμβαση εργασίας, ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Κριτήρια. Επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάσθηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεσθεί το χρόνο αυτό, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα. Με τη νομότυπη άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης η πρώτη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία κατέστη υπερήμερη. Η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος για τόσο χρονικό διάστημα, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια, καθώς η πρώτη εναγομένη αν και μπορούσε ουδέν έπραξε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή του ενάγοντος- εργαζομένου της, ακόμη και μετά την μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας του. Λαμβανομένων υπόψη και της αξιόλογης χρονικής καθυστέρησης, σε συνάρτηση με τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του ενάγοντος, η επίσχεση εργασίας, στην οποία ο ενάγων προέβη στις 2-7-2014 ήταν σύννομη, δικαιολογημένη και αναγκαία για την εξασφάλιση της πληρωμής των δεδουλευμένων και ληξιπρόθεσμων αποδοχών του, οι οποίες αποτελούν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειας του και η άσκησή της ουδόλως έγινε καταχρηστικά, ως αβασίμως διατείνεται η δεύτερη εναγόμενη. Η δεύτερη εναγομένη συνιστά διάδοχο επιχείρηση της πρώτης, διότι πρόκειται περί μεταβίβασης επιχειρήσεως, υπό την έννοια του π.δ/τος 178/2002. Η διάδοχος δεύτερη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία υποκατέστησε αυτοδίκαια την αρχική εργοδότρια του ενάγοντος πρώτη εναγομένη, με συνέπεια αφενός ο ενάγων να συνδέεται με την δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφετέρου οι αξιώσεις του ενάγοντος, που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας του με την αρχική εργοδότριά του και υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, να βαρύνουν ένεκα της μεταβίβασης αυτής και την διάδοχο δεύτερη εναγομένη. Η τελευταία ευθύνεται αποκλειστικώς για τις απαιτήσεις του ενάγοντος που γεννήθηκαν μετά την διαδοχή, λαμβανομένου υπόψιν ότι η υπερημερία της πρώτης εναγομένης, από την νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίσθηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση εκ μέρους της ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σε αυτήν. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 7.519,39 Ευρώ.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως
1668/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Φιλιππίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Βασιλική Ξυνογάλου.
Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριό του στις 22 Φεβρουαρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του ενάγοντος: …… …… του ……, κατοίκου …… Αττικής, οδός …… …, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Δημήτριο Βλαχόπουλο, και κατέθεσε προτάσεις.
Των εναγόμενων: 1) της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……», και με το δ.τ. «……», που εδρεύει στη …… Αττικής, οδός …… …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2] της Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……», και το δ.τ. «……», που εδρεύει στη …… Αττικής, οδός …… …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, εκ των οποίων η μεν πρώτη δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο Δικηγόρο, η δε δεύτερη εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Ευάγγελο Μπέη, και κατέθεσε προτάσεις.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-9-2014 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως ……/……/2014,η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 23-3-2015 και μετά από διαδοχικές αναβολές για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παρόντων διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ.
Από τη με αριθμό ……/12-9-2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Κωνσταντίνου Λεράκη, την οποία προσκομίζει νόμιμα μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, αποδεικνύεται, ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 23-3-2015, οπότε και μετά από διαδοχικές αναβολές αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των εναγομένων. Η τελευταία, όμως, δεν παραστάθηκε κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί αυτή ερήμην ( άρθρα 226 παρ. 4 εδ. γ,δ και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 672 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται ως εκ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, ήτοι πριν από 1-1-2016, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015].
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει τον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται στις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329,353 και 656 του ιδίου ως άνω Κώδικα, όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη, σχετική με την παροχή εργασίας του ( κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού του ) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, δηλαδή όσο δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει τον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά[ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 790/2014, ΑΠ 25/2014, ΕΦ ΘΕΣ 483/2005 άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Βλαστός Ατομικό Εργατικό Δίκαιο 2012, σελ 297]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, με οποιονδήποτε τρόπο και αν επέλθει, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των ευνοϊκών για τους υπαλλήλους διατάξεων του νόμου αυτού, που ρυθμίζει την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Το ίδιο ορίζεται και με το άρθρο 9 παρ. 1 του β.δ/τος της 16/18.7.1920. Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187 Οδηγίας, « τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου( η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας ». Η προαναφερθείσα Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50 Οδηγία, προς προσαρμογή δε σε αυτή εκδόθηκε το ΠΔ 178/2002. Κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του εν λόγω Π.Δ/τος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ως άνω Π.Δ/τος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Για να υπάρχει δε μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό το νέο φορέα( εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση [ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35(1994). 1252, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 200/2009, δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35. 1311]. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα [ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35(1994). 1252, ΑΠ 200/2009, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 1551/2006,ΑΠ 389/2005 δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Συνεπώς, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε, από ατομική σύμβαση εργασίας, ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό[βλ ΑΠ 14/2012 ΝοΒ 2012.2005, Λεβέντης/Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ.786]. Η κρίση για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων της, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία : 1)Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων ( κτίρια, μηχανήματα κλπ), 2) η μεταβίβαση άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από το νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών [ ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΕΦ ΠΕΙΡ 689/2011 ΠειρΝομ 2012.260, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ 132-3, βλ και Γνωμοδότηση Δ. Ζερδελή σε ΔΕΝ 2009,1169, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία]. Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων των υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στο νέο εργοδότη [ ΑΠ 390/2006 ΔΕΝ 64.1517]. Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με το νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ΠΔ/τος 178/2002[ ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 318/2010 δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Ειδικότερα δε, επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάσθηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης[ βλ ΑΠ 909/2010, ΕΦ ΑΘ 711/2011 δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεσθεί το χρόνο αυτό, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα [ ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 39.1572, ΕΦ ΑΘ 711/2011, ΕΦ ΘΕΣ 1831/2008,ΕΦ ΘΕΣ 424/2008 δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής του, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την πρώτη των εναγόμενων εταιρία, – η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά με την παραγωγή ηλεκτροβιομηχανικών ειδών-, στις 11-12-2008, ως υπάλληλος και με την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με καθεστώς πενθήμερης εργασίας κατά πλήρες ωράριο και αντί των προσδιοριζόμενων συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών. Ότι από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2011, η πρώτη εναγόμενη άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, καταβάλλοντας εκπρόθεσμα και τμηματικά τις μηνιαίες αποδοχές του, με αποτέλεσμα η συνολική οφειλή της από δεδουλευμένους μισθούς να ανέρχεται τον Ιούλιο του έτους 2014 στο ποσόν των 7.152,49 ευρώ. Ότι στις 2-7-2014 κοινοποίησε, στην πρώτη εναγόμενη σχετική εξώδικη δήλωσή του, με την οποία ζητούσε την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών του, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι από την αυτή ημέρα ασκεί επίσχεση της εργασίας του, μέχρι την πλήρη εξόφληση των δεδουλευμένων ως άνω αποδοχών του. Ότι, ακολούθως η δεύτερη εναγόμενη συνέχισε από 1-10-2013, και ως ειδικότερα εκτίθεται στην ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής, τη λειτουργία της ίδιας επιχειρήσεως της πρώτης εναγόμενης, με το ίδιο αντικείμενο, εξοπλισμό και πελατεία, αλλά με διαφορετική επωνυμία, διατηρώντας αμετάβλητη την ταυτότητα της εν λόγω επιχειρήσεως και την οργανική της ενότητα και απασχολώντας και μέρος του εργατικού δυναμικού της πρώτης εναγομένης, ήτοι στην πραγματικότητα η επιχείρηση της πρώτης των εναγόμενων μεταβιβάστηκε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 του πδ/τος 178/2002, στη δεύτερη εναγόμενη, πλην όμως η τελευταία δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις οφειλόμενες έως τότε ( 1-10-2013)αποδοχές του. Με βάση αυτό το περιεχόμενο, ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές διατάξεις της: α) να αναγνωρισθεί ότι νομίμως ο ενάγων άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας από 2-7-2014, β) να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με την δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ένεκα της διαδοχής της ως εργοδότριας στην θέση της αρχικής εργοδότριάς του, ήτοι της πρώτης εναγομένης, γ) να υποχρεωθούν, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του, άλλως επικουρικώς σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η μεν δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 21.843.31 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας εργοδότη εκ της επισχέσεως, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2011 έως 31-12-2015, η δε πρώτη, εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγόμενη, εκ του ανωτέρω κονδυλίου το ποσό των 7.152,49 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2011 έως 30-9-2013, οπότε και υλοποιήθηκε η μεταβίβαση της επιχειρήσεως της πρώτης προς την δεύτερη εναγομένη, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως. Τέλος ζητεί να καταδικασθούν οι εναγόμενες στα εν γένει δικαστικά του έξοδα. Ήδη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ο ενάγων, παραδεκτά, ήτοι τόσο με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και με τις έγγραφες προτάσεις του, ( άρθρα 663-676,591 παρ. 1, 223, 295 εδάφιο β και 297 ΚΠολΔ), περιόρισε μόνο ως προς τη δεύτερη των εναγόμενων το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής κατά το ποσόν των 14.323,92 ευρώ ( το οποίο αντιστοιχεί στο ποσόν που έλαβε από την εργασία του σε άλλο εργοδότη κατά τη διάρκεια της υπερημερίας της εναγόμενης), και συνεπώς το αιτούμενο πλέον από τη δεύτερη εναγόμενη ποσόν ανέρχεται στο ποσόν των 7.519,39 ευρώ[ 21.843,31- 14.323,92 ].
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς ( άρθρα 7,9,14 παρ.2, 16 αριθμ.2 , 25 παρ. 2, 663 ΚΠολΔ ) εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών σύμφωνα με τα άρθρα 664 επ ΚΠολΔ [ ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, ήτοι πριν από 1-1-2016, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015]. Περαιτέρω δε είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 648, 655, 656, 669 παρ. 2, 281, 349, 350, 340, 341, 343, 345, 346 ΑΚ, ν. 2112/1920, ν. 3198/1955, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 Π. Δ. 178/2002, ν. 1082/1980 και της κοινής Υπουργικής Απόφασης 19040/1981, 4 παρ. 1 και 5 παρ. 7 του α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με τον ν. 1346/1983, 70 ,907 και 908 ΚΠολΔ ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) σωρευόμενη αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία σωρεύεται μεν παραδεκτώς υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας αγωγικής βάσεως, ήτοι από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 16/2008, ΑΠ 923/2007 ΝΟΜΟΣ), γεγονότα που ουδόλως επικαλείται ο ενάγων στην ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής του. Ειδικότερα, ο ενάγων για την θεμελίωσή της αξιώσεώς του με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικαλείται τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωσή της ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων, ενώ ουδόλως μνημονεύει ότι είναι άκυρη η ένδικη σύμβαση εργασίας του, ούτε επίσης και έτερα πραγματικά περιστατικά που να είναι διαφορετικά ή πρόσθετα από αυτά, στα οποία ερείδεται η αγωγή εκ της εγκύρου συμβάσεως εργασίας. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το αντικείμενο συζήτησής της και ως προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, δεν είναι αναγκαία η καταβολή δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου(20.000 ευρώ),-σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚ.Π.ολ.Δ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 3994/2011-.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν νομίμως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, ως αυτές εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και αξιοπιστίας εκάστου εξ αυτών, από το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, από τις με αριθμούς …… και ……/12-2-2015 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των μαρτύρων …… …… και …… ……, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, επιμελεία του ενάγοντος μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (βλ. σχετικά τις με αριθμό …… και ……/ 12-9-2014 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, που αφορούν αντιστοίχως στις επιδόσεις της υπό κρίση αγωγής σε εκάστη των εναγόμενων εταιριών, στην οποία( αγωγή) αναγράφεται και η γνωστοποίηση μαρτύρων για τις ένορκες βεβαιώσεις την 12-2-2015 στον άνω τόπο ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη στις 1-12-2008 από την πρώτη εναγομένη, η οποία διατηρεί στην …… Αττικής, επί της οδού …… …, επιχείρηση παραγωγής ηλεκτροβιομηχανικών ειδών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος με την ειδικότητα του βοηθού ηλεκτροτεχνίτη στο τμήμα παραγωγής πινάκων και δη στη συναρμολόγηση ηλεκτρικών πινάκων. Πράγματι, έκτοτε ο ενάγων παρείχε την ένδικη εργασία του στην πρώτη εναγομένη, στην άνω έδρα της, με το νόμιμο ωράριο εργασίας του, πλήρους απασχολήσεως, με μηνιαίες μικτές αποδοχές ανερχόμενες έως και 31-8-2012 στο ποσόν των 850 ευρώ και από 1-9-2012 στο ποσόν των 680 ευρώ. Πλην όμως, από τον Νοέμβριο έτους 2011 η πρώτη εναγομένη άρχισε να καθυστερεί την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος παρείχε προσήκοντος τις υπηρεσίες του, προβαίνοντας εκπροθέσμως και τμηματικώς σε καταβολή των μηνιαίων αποδοχών του, ενώ από 24-1-2014 επέβαλε μονομερώς στον ενάγοντα σύστημα εκ περιτροπής εργασίας του, προς τρεις(3) ημέρες την εβδομάδα, ήτοι κάθε Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη, με ανάλογη μείωση του μισθού του, για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη συνέχιζε να οφείλει και να μην καταβάλει στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του έτους 2011 μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2012, αφού δεν κατέβαλε στον ενάγοντα ακόμη και τις ανάλογες μειωμένες ήδη αποδοχές του, ούτε έναντι τούτων, παρά μόνον κάποια πολύ μικρά ποσά, επικαλούμενη την συνεχιζόμενη οικονομική της αδυναμία, με αποτέλεσμα οι οφειλόμενες αποδοχές μέχρι 31-12-2012 να ανέρχονται στο ποσόν των 7.152,49 ευρώ. Από την πλευρά του ο ενάγων με την από 2-7-2014 εξώδικη δήλωσή του προς την πρώτη εναγομένη, επιδοθείσα σε αυτήν ομοίως κατά την αυτή ημεροχρονολογία, διαμαρτυρήθηκε για την ως τότε συμπεριφορά της ως άνω εργοδότριάς του, δηλώνοντας συγχρόνως ότι του οφείλει έως τότε το ποσό των 7.152,49 ευρώ ως ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες αποδοχές του από το Δεκέμβριο του 2011 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2012, καθώς και ότι από την εν λόγω ημερομηνία ασκεί το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως των οφειλομένων αποδοχών του.[ βλ σχετικά τη με αριθμό ……/2-7-2014 έκθεση επιδόσεως της ως άνω εξώδικης δήλωσης στην πρώτη εναγόμενη, την οποία συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνος Λεράκης]. Σημειώνεται ότι η ως άνω δήλωση του ενάγοντος, συνιστά νομότυπη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του, διότι σε αυτήν περιέχεται σαφής βούλησή του να παύσει να παρέχει την εργασία του μέχρι η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει τις καθυστερούμενες μηνιαίες αποδοχές του, δοθέντος ότι αναπτύσσονται με σαφήνεια κατά ποσό, είδος και αιτία οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της, για τις οποίες ασκείται το δικαίωμα της επίσχεσης. Με την ως άνω νομότυπη άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης η πρώτη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία, η οποία παράλληλα δεν ήταν πρόθυμη να δεχθεί την παροχή που της προσφερόταν, ήτοι την εργασία του ενάγοντος, δεν προσέφερε την αντιπαροχή που της ζητείτο και δη τους δεδουλευμένους και ήδη οφειλόμενους επί μακρώ χρόνω μισθούς του ενάγοντος, με επακόλουθο η πρώτη εναγομένη να καταστεί υπερήμερη. Συνέπεια της υπερημερίας της πρώτης εναγόμενης ως προς την αποδοχή της εργασίας είναι ότι οφείλει μισθούς για το χρονικό διάστημα που ο ενάγων δεν παρείχε την εργασία του λόγω της επίσχεσης, ήτοι από 2-7-2014 και εντεύθεν ως κατωτέρω. Επίσης ο ενάγων προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, όπου και κατήγγειλε την ως άνω συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης, συντάχθηκε δε προς τούτο το με αριθμό ……/20-8-2014 δελτίο εργατικής διαφοράς, χωρίς όμως να καταστεί δυνατό να επιλυθεί εξωδικαστικώς η εν λόγω εργατική διαφορά. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη διαθέτει ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από: α) μία διώροφη οικία με υπόγειο επί της ……, β) ένα βιομηχανικό κτίριο, συγκείμενο από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο, συνολικής επιφάνειας 1.871,61 τ. μ., ευρισκόμενο στην θέση «……» ……, γ) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 308,62 τ. μ. επί της οδού …… στην ……, δ) δύο αγροτεμάχια επιφάνειας 292,40 τ. μ. έκαστο, ευρισκόμενα το ένα επί της οδού …… και το άλλο επί της οδού …… στη ……, ε) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 290,00 τ. μ. επί της οδού …… στη …… και στ) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 564,80 τ. μ. επί της οδού …… στη ……[ βλ την από 27-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/……/27-12-2013 δήλωση παύσης πληρωμών – αίτηση πτώχευσης της ίδιας εναγόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σκεπτικό της με αριθμό 6549/2014 προσκομιζόμενης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσας επί ανάλογης εργατικής διαφοράς]. Ακόμη, κατά τον ισολογισμό της έτους 2011, το έτος αυτό είχε κύκλο εργασιών (πωλήσεις) ύψους 11.544.679,70 ευρώ και διαθέσιμα (ταμείο και καταθέσεις) ύψους 301.817,84 ευρώ. Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις επί του ισολογισμού αυτού του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή …… ……, η αξία κτήσης των μηχανημάτων της πρώτης εναγομένης προσαυξήθηκε, πέραν του κόστους κατασκευής τους, και με δαπάνες που αφορούν στην επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων ποσού 2.610.850,10 ευρώ, αλλά και με υπόλοιπα λογαριασμών απαιτήσεων ποσού 2.610.850,10 ευρώ, με αποτέλεσμα το κονδύλιο του ισολογισμού «μηχανήματα» να εμφανίζεται αυξημένο κατά το ποσό των 5.294.677,97 ευρώ και οι απαιτήσεις της εταιρίας της μειωμένες κατά 2.610.850,10 ευρώ και τα αποτελέσματα χρήσης και ίδια κεφάλαια ισόποσα αυξημένα κατά 2.683.827,87 ευρώ. Οι ως άνω, δε, απαιτήσεις, ύψους 2.610.850,10 ευρώ, αφορούν σε απολήψεις μελών της διοίκησης και εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 23α του Ν. 2190/1920, με βάση τον ισολογισμό της πρώτης εναγομένης έτους 2011 και την συνημμένη σε αυτόν από 31-05-2012 έκθεση ελέγχου του ανεξάρτητου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή …… ……. Μάλιστα, με την από 29-04-2044 έκθεση ευρημάτων του Ελεγκτή …… …… διενεργήθηκαν στον ισολογισμό οι κατάλληλες λογιστικές εγγραφές, με τις οποίες μειώθηκε κατά το ποσόν των 2.610.850,10 ευρώ ο λογαριασμός «μηχανήματα» και προσαυξήθηκε ισόποσα ο λογαριασμός απαιτήσεων της εταιρίας από τα Όργανα της Διοίκησης. Από το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ένα μέρος και ειδικότερα το ποσό των 1.404.641,84 ευρώ συμψηφίστηκε με υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης προς τα όργανα της διοίκησης από προηγούμενες χρήσεις, αλλά το υπόλοιπο ποσό ύψους 1.206.208,26 ευρώ επιβάρυνε τα αποτελέσματα χρήσης. Ενώ, λοιπόν, η πρώτη εναγομένη – διατηρούσε ιδιαίτερα σημαντικές απαιτήσεις κατά των οργάνων της διοίκησής της, ύψους τουλάχιστον 1.206.208,26 ευρώ, σε ουδεμία ενέργεια προέβη προκειμένου να τις ικανοποιήσει και να καταβάλει στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του από το έτος 2011 και μετά. Σημειωτέον ότι από το τέλος του έτους 2011 η πρώτη εναγομένη άρχισε να εμφανίζει προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2012 να εκδοθεί εναντίον της διαταγή πληρωμής ποσού 174.157,40 ευρώ από την …… ……, που είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό με καύσιμα των υβριδικών σταθμών που διατηρεί η εναγομένη στην Βόρεια Ελλάδα. Τα οικονομικά της προβλήματα εντάθηκαν στην συνέχεια και από το Δεκέμβριο του 2012 και μετά εκδόθηκαν εναντίον της πρώτης εναγομένης και άλλες διαταγές πληρωμής, καθώς επιβλήθηκαν σε βάρος της και κατασχέσεις διαφόρων ποσών στα χέρια τρίτων οφειλετών της. Τούτα τα οικονομικά της δεδομένα και τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπισε η πρώτη εναγομένη δεν ήταν γνωστά στον ενάγοντα, διότι ο τελευταίος δεν εργαζόταν σε θέση σχετιζόμενη με τα οικονομικά της επιχείρησης, ούτε έλαβε σχετική ενημέρωση από την πρώτη εναγομένη, είτε εξ αρχής, από την θέση του σε εκ περιτροπής εργασία, είτε και εν συνεχεία μετά την κοινοποίηση της ανωτέρω εξώδικης δηλώσεώς του. Συνεπώς, η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος για τόσο χρονικό διάστημα, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια, καθώς η πρώτη εναγομένη αν και μπορούσε ουδέν έπραξε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή του ενάγοντος- εργαζομένου της, ακόμη και μετά την μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας του. Συγκεκριμένα, η πρώτη εναγομένη αφενός μεν διέθετε ακίνητη περιουσία, όπως προαναφέρθηκε, από την ρευστοποίηση μικρού μέρους της οποίας θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του ενάγοντος, αφετέρου, δε, διατηρούσε απαιτήσεις κατά των οργάνων της διοίκησής της από απολήψεις χρηματικών ποσών, στις οποίες είχαν προβεί αυτά, ύψους, τουλάχιστον, 1.206.208,26 ευρώ, από την είσπραξη των οποίων θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα προβλήματα ρευστότητας και οπωσδήποτε θα μπορούσε ευχερώς και εγκαίρως να καταβάλει στον ενάγοντα τα ήδη οφειλόμενα ποσά. Εξάλλου, από την όλη δε αποδεικτική διαδικασία προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη δεν συμμορφώθηκε στις επιταγές του νόμου ούτε ήρε τις συνέπειες της υπερημερίας της ως εργοδότριας, ώστε η προεκτιθέμενη συμπεριφορά της να την καθιστά υπερήμερη εργοδότρια απέναντι στον ενάγοντα. Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη και της αξιόλογης χρονικής καθυστέρησης, σε συνάρτηση με τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του ενάγοντος, η επίσχεση εργασίας, στην οποία ο ενάγων προέβη στις 2-7-2014 ήταν σύννομη, δικαιολογημένη και αναγκαία για την εξασφάλιση της πληρωμής των δεδουλευμένων και ληξιπρόθεσμων αποδοχών του, οι οποίες αποτελούν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειας του και η άσκησή της ουδόλως έγινε καταχρηστικά, ως αβασίμως διατείνεται η δεύτερη εναγόμενη. Επιπροσθέτως, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία συνιστούσε στην πραγματικότητα μια οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ιδρύθηκε από τον …… ……, στην μετοχική σύνθεσή και το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας μετείχε από την σύστασή της, πλην του ιδίου, και η θυγατέρα του, …… ……. Δυνάμει δε τής από 30-06-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης και του από 30-06-2012 πρακτικού Δ. Σ., το Διοικητικό Συμβούλιο Διευθύνοντα Σύμβουλο, την …… …… ως Αντιπρόεδρο και την …… …… ως μέλος. Κατόπιν, στις 7-8-2013 η μέτοχος και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης, …… ……, συνέστησε, δυνάμει της με αριθμό ……/07-8-2013 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Γκριόγλου, την δεύτερη εναγόμενη μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……». Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιό της με πενταετή θητεία συγκροτήθηκε από την …… …… του ……, ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, την …… …… του ……, ως μέλος και την …… …… ως μέλος. Η δεύτερη εναγόμενη εταιρία έχει ακριβώς τον ίδιο καταστατικό σκοπό με την πρώτη εναγομένη (βλ. Φ.Ε.Κ. Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. ……/8-8-2013 και ……/5-12-7) και ακριβώς το ίδιο αντικείμενο, εργασιών, ασκεί ακριβώς την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα και λειτουργεί στις ίδιες με αυτήν κτιριακές εγκαταστάσεις στην …… Αττικής, επί της οδού …… με αριθμό …, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό και αριθμό τηλεομοιοτυπίας (φαξ). Ομοίως, στην δεύτερη εναγομένη μεταβιβάστηκε το σύνολο του υλικοτεχνικού εξοπλισμού, όπως μηχανήματα, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός εργασίας και συναφή, – κατά την με αριθμό ……/…/…/…./29-10-2013 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, από την οποία προκύπτει ότι η ορισθείσα ανάδοχος του αναφερόμενου έργου δεύτερη εναγομένη αναλαμβάνει να εκτελέσει το έργο με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό της πρώτης-, ενώ απέκτησε η δεύτερη το σύνολο της πελατείας και την τεχνογνωσία της πρώτης εναγομένης, κάνοντας χρήση των παγίων του χώρου, των μηχανημάτων και του εξοπλισμού της επιχειρήσεως πρώτης εναγομένης, με τα οποία αυτή λειτουργούσε στο εγγύς παρελθόν. Από την πλευρά της η δεύτερη εναγομένη εμφανίζεται στις συναλλαγές της ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης, συνεχίζοντας την εκτέλεση των εκκρεμών συμβάσεων και την εν γένει οικονομική δραστηριότητα της τελευταίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στην με αριθμό ……/10-2-2014 απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου …… η δεύτερη εναγόμενη, στην οποία με την ίδια απόφαση ανατέθηκαν ηλεκτρολογικές εργασίες επισκευής και ελέγχου καλής λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης ελέγχου του κτιρίου του νοσοκομείου, που είχε εγκαταστήσει η πρώτη εναγομένη, χαρακτηρίζεται ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης. Η δε δεύτερη επικαλείται στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο και την σύμβαση που είχε συνάψει η πρώτη εναγομένη με την εταιρία «……», μολονότι η ίδια η δεύτερη εναγομένη δεν είχε καν συσταθεί έως τον Αύγουστο του 2013, αφού αναφέρει πως τα υβριδικά της συστήματα έχουν δοκιμαστεί στο πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, ενώ ταυτόχρονα δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο η καταγγελία της προαναφερόμενης σύμβασης από την ανωτέρω εταιρία. Εξάλλου, στην ιστοσελίδα της η δεύτερη εναγομένη αναφέρει ότι στηρίζεται στην πολυετή τεχνογνωσία, στο πλούσιο πελατολόγιο και στην μακρόχρονη πείρα της πρώτης εναγομένης, αυτοπροσδιορίζεται ευθέως ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης, ότι δηλαδή «Η …… γεννήθηκε από τα σπλάχνα της ……», ενώ ακόμη και ο διακριτικός τίτλος της δεύτερης εναγομένης («……») είναι παραπλήσιος αυτού της πρώτης («……»). Επίσης, ο ισχυρισμός της δεύτερης εναγόμενης ότι σε αυτήν εργάζονται μόνον δύο εργαζόμενοι από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, δεν μπορεί να γίνει δεκτός κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεδομένου ότι το αντικείμενο εργασιών της εταιρίας δεν δικαιολογεί την ύπαρξη τόσο ολιγάριθμου προσωπικού. Παράλληλα η ίδια η δεύτερη εναγόμενη απέκτησε, εκτός από τις πάγιες εγκαταστάσεις της πρώτης, και το σύνολο των άυλων αγαθών της τελευταίας και δη την φήμη, την πελατεία της και την τεχνογνωσία της και με την ίδια άσκηση της εμπορίας της, στα οποία απέβλεπε η δεύτερη εναγομένη για την επιτυχή λειτουργία της νέας επιχειρήσεώς της, λαμβανομένου υπόψη ότι η πρώτη εναγόμενη ευρισκόταν εκεί και λειτουργούσε με επιτυχία την άνω επιχείρησή της από πολλά έτη, με μεγάλη και σταθερή πελατεία ένεκα της φήμης της. Εκ των ιδίων αποδεικτικών στοιχείων συνάγεται ότι η δεύτερη εναγομένη συνιστά διάδοχο επιχείρηση της πρώτης, διότι πρόκειται περί μεταβίβασης επιχειρήσεως, υπό την έννοια του π.δ/τος 178/2002, εφόσον η δεύτερη εναγόμενη ως «διάδοχος» ανέλαβε πράγματι μία οργάνωση εργασίας, που είχε δημιουργήσει η πρώτη εναγομένη, ούσα αρχική εργοδότρια του ενάγοντος, για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού, την οποία και διατήρησε, αξιοποιώντας την για την επίτευξη του ιδίου βασικός και αποκλειστικός σκοπού, ήτοι την ίδια επιχείρηση παραγωγής ηλεκτροβιομηχανικών ειδών, εγένετο δε σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη συνολική μεταβίβαση του οργανισμού της αρχικής εργοδότριας του ενάγοντος, η οποία «επέζησε» της αλλαγής του φορέα του και δεν πρόκειται για απλή μεταβίβαση ενός αθροίσματος ή μεμονωμένων οικονομικών αγαθών, χωρίς τον μεταξύ τους αναγκαίο για την επίτευξη του συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού λειτουργικό σύνδεσμο και οργάνωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η δεύτερη εναγομένη [βλ. Δημ. Ζερδελή, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 1999, σελ. 595, ΑΠ 1553/2002 ΔΕΝ 2003.710, ΕφΑΘ 9606/2005 ΕλΔ 47(2006).872]. Έτσι, ο νέος φορέας της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης είχε την βούληση να καταστεί διάδοχος της πρώτης, προς τούτο ανέλαβε την οργάνωση εργασίας που είχε δημιουργήσει εκείνη και συνέχισε την λειτουργία της ως οικονομικής μονάδας, διατηρώντας αμετάβλητη την ταυτότητά της, για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό του ίδιου οικονομικού σκοπού, αναλαμβάνοντας την επιχείρηση ως οργανωμένο σύνολο υλικών και αυλών στοιχείων, τα οποία διατήρησαν την οργανική τους ενότητα και ήταν ικανά να πραγματοποιήσουν τον σκοπό αυτόν, καθώς τυγχάνει προεχόντως σημαντικός ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά την μεταβίβαση, σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στην νομική σκέψη, όπως συμβαίνει πράγματι με τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις των εναγόμενων, αφού το κύριο αντικείμενο παροχής υπηρεσιών των επιχειρήσεών τους ήταν η επιχείρηση παραγωγής ηλεκτροβιομηχανικών ειδών και συναφών υπηρεσιών στους πελάτες τους, οποιαδήποτε δε πρόσθετη παρεχόμενη υπηρεσία από την επιχείρηση, συναφής ή μη με την κύρια, δεν μπορεί να θεωρηθεί κρίσιμο στοιχείο για την κατάφαση των νομικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων της υπάρξεως «μεταβίβασης επιχείρησης», αλλά εντάσσεται μόνο στην γενικότερη επιχειρηματική πολιτική της δεύτερης εναγομένης. Βάσει των προπαρατεθέντων, η ως άνω επιχείρηση της πρώτης εναγομένης μεταβιβάστηκε στην δεύτερη εναγομένη, ώστε η τελευταία να ευθύνεται με την πρώτη έναντι του ενάγοντος, ο οποίος αγνοούσε μέχρι τα τέλη του έτους 2013 ότι είχε λάβει χώρα τέτοια μεταβίβαση επιχείρησης της πρώτης προς την δεύτερη των εναγόμενων. Ένεκα της ως άνω προεκτιθέμενης μεταβιβάσεως, η διάδοχος δεύτερη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία υποκατέστησε αυτοδίκαια την αρχική εργοδότρια του ενάγοντος πρώτη εναγομένη, με συνέπεια αφενός ο ενάγων να συνδέεται με την δεύτερη εναγομένη μέ σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφετέρου οι αξιώσεις του ενάγοντος, που πηγάζουν από την σύμβαση εργασίας του με την αρχική εργοδότριά του και υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, να βαρύνουν ένεκα της μεταβίβασης αυτής και την διάδοχο δεύτερη εναγομένη. Η τελευταία ευθύνεται αποκλειστικώς για τις απαιτήσεις του ενάγοντος που γεννήθηκαν μετά την διαδοχή, λαμβανομένου υπόψιν ότι η υπερημερία της πρώτης εναγομένης, από την νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίσθηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση εκ μέρους της ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σε αυτήν (ΑΠ 1697/1998 ΔΕΝ 2001.228, ΕΦ ΑΘ 106/1984 ΕΕργΔ 1984.222, ΕΦ ΑΘ 9825/1991 ΑρχΝ 1992.356 – Ζερδελή Δ., Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σελ. 823, παρ. 1430). Όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων άσκησε στις 2-7-2014 το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μέχρι να καταβληθούν οι ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες αποδοχές του, εκ της ασκήσεως δε του δικαιώματος επίσχεσης κατέστησε την έως τότε εργοδότριά του, πρώτη εναγομένη εταιρία, υπερήμερο δανειστή (άρθ. 353 ΑΚ), ενώ η κατάσταση αυτή της υπερημερίας δεν ήρθη με κάποιον νόμιμο τρόπο. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι από την επίμαχη σύμβαση εργασίας η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα ως αρχική εργοδότριά του και εν συνεχεία και η δεύτερη εναγομένη, ως διάδοχος της πρώτης, όπως προεκτίθεται, για το επίδικο χρονικό διάστημα τα κάτωθι ποσά, γεγενημένα και απαιτητά, τα οποία δεν έχουν, εισέτι καταβάλει σε αυτόν, αφού δεν προσκομίζονται εκ μέρους τους εξοφλητικές αποδείξεις καταβολής για τις αντίστοιχες αιτίες και δη ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά ως δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας κατ’ άρθρο 656 ΑΚ, ήτοι: 1] η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, για το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015, το ποσό των 21.843,31 ευρώ [ 850 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2011 + 850 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2012 + 512,49 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Απριλίου 2012{ 850 ευρώ- 337,51 ευρώ που έλαβε ο ενάγων} + 850 ευρώ για δεδουλευμένες για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαΐου 2012 + 850 για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2012 + 850 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουλίου 2012 + 350 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2012 { 850 ευρώ – 500 ευρώ που έλαβε ο ενάγων } + 680 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Οκτωβρίου 2012 + 680 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2012+ 680 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2012 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2014 + 340 ευρώ για επίδομα αδείας 2014{ 6800/2}+ 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2014 + 708,33 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2014 { ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας {1.041,66) + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2015+ 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2015 + 354,16 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2014 { ήμισυς μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας {1.041,66}+ 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2015 + 340 ευρώ για επίδομα αδείας 2015 { 680/2}+ 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2015 + 708,33 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2015 { ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας {1.041,66}] και 2] εκ του ανωτέρω τούτου ποσού η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον με την δεύτερη, για το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 2011 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2013, οπότε υλοποιήθηκε η μεταβίβαση της επιχείρησής της, το ποσό των 7.152,49 ευρώ, βάσει των ως άνω ίδιων υπολογισμών, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά οφείλονται στον ενάγοντα νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός, στον οποίο αντιστοιχούν οι δεδουλευμένες μηνιαίες αποδοχές, από 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους το αντίστοιχο δώρο Χριστουγέννων και αδείας και από την 30η Απριλίου εκάστου έτους το αντίστοιχο δώρο Πάσχα [δήλη ημέρα, άρθρα 341, 345 ΑΚ, βλ. ΟλΑΠ 39+10/2002 ΕΕργΔ 61(2002). 1478 ΝοΒ 2003.859]. Ωστόσο, ως προαναφέρθηκε ο ενάγων περιόρισε παραδεκτά την ένδικη αξίωσή του κατά της δεύτερης εναγόμενης στο ποσόν των 7.519,39 ευρώ, παραιτούμενος του λοιπού αιτούμενου κονδυλίου των 14.323,92 ευρώ [21.843,31-14.323,92 ], καθώς αυτό αντιστοιχεί στο ποσόν που έλαβε από την εργασία του σε άλλο εργοδότη κατά τη διάρκεια της υπερημερίας της δεύτερης εναγόμενης, κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2014 έως και Δεκέμβριο 2015 { το οποίο ειδικότερα αναλύεται στις έγγραφες προτάσεις του ως εξής : 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2014 + 340 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 +627,63 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2015+ 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2015 + 354,16 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2014 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός: Ιουλίου 2015 + 340 ευρώ για επίδομα αδείας 2015+ 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2015 + 680 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2015 + 393,80 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2015 + 708,33 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2015}. Ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης ένσταση του άρθρου 656 ΑΚ, καθίσταται άνευ αντικειμένου, ενώ ουδόλως μπορεί να εκληφθεί, ως αβασίμως διατείνεται η τελευταία, ότι ο ενάγων καταχρηστικώς δεν αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του και προέβη σε δήλωση επίσχεσης της εργασίας του, αφού είχε ήδη κατά το χρόνο αυτό εξεύρει άλλη εργασία, καθώς ο τελευταίος προέβη σε άσκηση νομίμου δικαιώματος του για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του. Συνεπώς, οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα για τις προδιαλαμβανόμενες αιτίες τα εξής ποσά, ήτοι το ποσό των 7.519,39 ευρώ η δεύτερη εναγομένη, από το οποίο η πρώτη εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα, εις ολόκληρον με την δεύτερη, το ποσό των 7.152,49 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη εκ του νόμου απαιτητό ως δήλη ημέρα καταβολής του, κατά τις ως ανωτέρω διακρίσεις.
Συνακολούθως των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει δεκτή, ως περιορίστηκε, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και α] να αναγνωρισθεί ότι νομίμως ο ενάγων άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας από 2-7-2014, β] να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται ο ενάγων με τη δεύτερη εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αρίστου χρόνου, δ] να υποχρεωθούν αφενός μεν η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.519,39 ευρώ, αφετέρου δε η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγόμενη, εκ του ανωτέρω ποσού το ποσό των 7.152,49 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη εκ του νόμου απαιτητό ως δήλη ημέρα καταβολής του, ως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Εξάλλου, το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, πρέπει να γίνει δεκτό, καθώς η καθυστέρηση στην εκτέλεση της αποφάσεως δύναται να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα ένεκα και της φύσης του επιδικαζόμενου κονδυλίου, ως εργατικής απαίτησης (άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, πρέπει να επιδικασθούν κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας των τελευταίων (άρθρα 176, και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ επειδή η πρώτη εναγόμενη ερημοδικεί, πρέπει να καθορισθεί παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση που ήθελε αυτή ασκήσει κατά της παρούσας απόφασης το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, ως ορίζεται στο διατακτικό ( άρθρα 501 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση που η πρώτη ερημοδικαζόμενη εναγόμενη ασκήσει κατά της παρούσας απόφασης το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσόν των διακοσίων δέκα (210 ) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την κυρία βάση της, ως περιορίστηκε.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ: α )τη νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του στις 2-7-2014, καθώς και ότι β) ο ενάγων συνδέεται με την δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αρίστου χρόνου.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των επτά χιλιάδων πεντακοσίων δέκα εννέα χιλιάδων και τριάντα εννέα λεπτών ( 7.519,39 ) από το οποίο η πρώτη εναγομένη οφείλει και υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγομένη, το ποσό των επτά χιλιάδων εκατό πενήντα δύο και σαράντα εννέα λεπτών (7.152,49 ), νομιμοτόκως από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη εκ του νόμου απαιτητό ως δήλη ημέρα καταβολής του και μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως και ειδικότερα ως προς τους δεδουλευμένους μισθούς και τους μισθούς υπερημερίας από το τέλος εκάστου μηνός, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός έκαστος μηνιαίος μισθός, για τα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31η Δεκεμβρίου και την 30η Απριλίου αντίστοιχα κάθε έτους που έπρεπε να καταβληθούν και για τα επιδόματα αδείας από την τελευταία ημέρα του οικείου έτους αντίστοιχα.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος εις βάρος των εναγομένων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ( 300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στις 26-09-2017, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.