απόλυσηοφειλή δεδουλευμένωνΜονομελές Εφετείο Αθηνών 1160/2019

Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Δεδουλευμένες αποδοχές. Ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου λόγω μη καταβολής αποζημίωσης. Μισθοί υπερημερίας. Πτώχευση. Δικαστική αναστολή ατομικών διώξεων. Κάθε αγωγή ή έφεση κατά του πτωχεύσαντος απορρίπτεται ακόμα και αυτεπαγγέλτως. Διάκριση από απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης. Εξόφληση. Περιεχόμενο ένστασης. Πρέπει να αναφέρεται το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Προϋποθέσεις παραδεκτής προβολής ισχυρισμών για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη. Απορρίπτει έφεση του εργοδότη κατά της πρωτοβάθμιας  απόφασης που επιδίκασε στις εργαζόμενες το συνολικό ποσό των 52.527,38 Ευρώ.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1160/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

3° ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χρήστο Ματσκίδη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Κ. Παπαζαφείρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13-11-2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………..» και το διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στην …………………, οδός ……………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε διά της πληρεξουσίου της δικηγόρου Καλλιόπη Μαμακάκη (AM ΔΣΑ 24333), που κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) ………….., κατοίκου ……………… και 2) ……………….., κατοίκου ……………., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Βλαχόπουλο (AM ΔΣΑ 29922), που κατέθεσε προτάσεις.

Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες άσκησαν την από 18/3/2016 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./……./2016. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 122/2018 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατ’ αυτής παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 7-2-2018 έφεσή της ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΓΑΚ ……../2018, ΕΑΚ ……/2018), η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος, Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ ………../2018 και ΕΑΚ ………../2018 και προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Η πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά παρέδωσε στην αρμόδια Γραμματέα της έδρας την από 12-11-2018 μονομερή δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις έγγραφες προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

KAI ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 7-2-2018 έφεση και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ ……../2018 και ΕΑΚ ……./2018 έφεση κατά της 122/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε την από 18/3/2016 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663-676 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και από τη δημοσίευσή της (18-1-2018) μέχρι την άσκηση της έφεσης (8-2-2018) δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 495 επ., 511, 513, παρ.1 εδ. β’, 516, 517, 518 παρ.2 και 520 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία εκδόθηκε και η πρωτοβάθμια απόφαση (άρθρ. 533 παρ. 1 του ίδιου κώδικα).

Με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2016 και αύξ. αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογρ. …../2016 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες ισχυριζόταν ότι είχαν προσληφθεί από την εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως πωλήτριες στο υποκατάστημα της εργοδότριάς τους στον …….., ότι η εναγομένη καθυστερούσε την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους και τελικά κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους στις 31-12-2015, χωρίς να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, μέρος της οποίας τους κατέβαλε μεταγενέστερα. Ότι, συνεπώς, η απόλυσή τους είναι άκυρη και η εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία περί την καταβολή των αποδοχών τους. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγουσες ζητούσαν α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, με τους ίδιους όρους όπως και κατά τον προ της απόλυσής τους χρόνο, με την απειλή χρηματικής ποινής εναντίον της, για την περίπτωση παράβασης της απόφασης, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, για αποδοχές υπερημερίας μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, στην πρώτη ενάγουσα, το ποσό των 23.342,32 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 22.453,01 ευρώ, με το νόμο τόκο από τότε που κάθε μηνιαία παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής τους, επικουρικά δε, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ήταν έγκυρες οι καταγγελίες, να υποχρεωθεί να καταβάλει ως υπόλοιπο αποζημίωσης απόλυσης στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.539,02 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 2.859,40 ευρώ, νομιμοτόκως από το χρόνο της καταγγελίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής, δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα 2.981,38 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.277,70 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές τους, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μηνιαία παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής τους. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσία βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών, υποχρέωσε δε την εναγόμενη να τους απασχολεί με τους ίδιους όρους όπως και πριν από την απόλυση τους, με την απειλή χρηματικής ποινής εναντίον της και επιπλέον την υποχρέωσε να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 23.830,51 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 22.437,79 ευρώ, καθώς επίσης αναγνώρισε ότι οφείλει να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 2.981,38 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 3.277,70 ευρώ με το νόμιμο τόκο, και συγκεκριμένα για κάθε επιμέρους μηνιαία παροχή από την πρώτη του επομένου μηνός εκείνου κατά τον οποίο κατέστη απαιτητή, για το δώρο Πάσχα από την 1-5-2016 και για το δώρο Χριστουγέννων, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας από την 1-1-2017. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη -ήδη εκκαλούσα- με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου της.

Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία τα ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσόν, που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δε μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δε γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία απαλείφθηκε με τον Ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Ενώ έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο όχι σε συνδυασμό με ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011 ΤΝΠ Νόμος).

Β. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3588/ 2007 (πτωχευτικού Κώδικα) « 1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο Πρόεδρος του αρμοδίου κατά το άρθρο 4 Δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο Πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε, διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο… 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης». Όταν διατάσσεται δικαστικά, ως προληπτικό μέτρο, γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων, που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 ΠτΚ. Επομένως, αναστέλλονται για το ως άνω χρονικό διάστημα όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση η εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως, απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση η εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης και η εκτέλεση του σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 25 παρ. 2 ΠτΚ. Εάν δε πρόκειται για πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ακυρώνονται δικαστικά κατόπιν επιτυχούς άσκησης ανακοπής εναντίον τους κατά τα άρθρα. 933 επ. και 159 περ.1 ΚΠολΔ. Συνέπεια, δε, της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι, ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αγωγής κατά του πτωχεύσαντος εκ μέρους των πιστωτών, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, και η δίκη, που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να συνεχισθεί μετά από αυτή, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον του εφετείου. Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και αφορούν στη δημόσια τάξη (ΑΠ 47/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 808/1990 ΕλλΔνη 1991.538, Εφ Θεσ. 2774/2004 Αρμ.2004.1705). Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στη διάρκεια της αναστολής αυτής των καταδιωκτικών μέτρων, υπό ή κατά του εναγομένου πτωχού, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (ΕΑ 3575/2010, Εφ. Θεσ. 2867/2009, Εφ. Θεσ. 2774/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, όταν διατάσσεται μόνο η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, στην έννοια της οποίας δεν περιλαμβάνεται η μείζονα απαγόρευση της αναστολής των ατομικών διώξεων, περιορίζεται στην απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγής (ΕΑ 906/2018, αδημοσίευτη, ΕΑ 551/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή εναντίον της έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή υφίσταται σε ισχύ δικαστική απόφαση που αναστέλλει τις ατομικές διώξεις εναντίον της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι με βάση την υπ’ αριθμ. 17/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, διατάχθηκε -όπως άλλωστε προκύπτει από την επισκόπησή της- το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης της και ανεστάλησαν, μέχρι τη λήξη της διαδικασίας αυτής, όπως αναφέρει επί λέξει: α) τα μέτρα, εκκρεμή η μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας της για την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών της, β) η λήψη οποιοσδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατ’ αυτής, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η ανατροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης (πέραν των προς πώληση εμπορευμάτων), τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της, που ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης και γ) η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης της πτώχευσης. Από το επικαλούμενο διατακτικό της παραπάνω απόφασης προκύπτει με σαφήνεια, ότι δεν έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της εναγομένης, παρά μόνον η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της, στην έννοια της οποίας, όμως, δεν περιλαμβάνεται η μείζονα αυτή απαγόρευση της αναστολής των ατομικών διώξεων, αλλά περιορίζεται στην απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγής, σύμφωνα και με την αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη. Κατόπιν τούτων, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος της έφεσης και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο.

Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες είχαν προσληφθεί από τον εκπρόσωπο της εναγόμενης, η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία αγροτικών προϊόντων, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης, η πρώτη ενάγουσα στις 17-3-2008 και η δεύτερη ενάγουσα στις 2-5-2007, και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως υπάλληλοι-πωλήτριες στο υποκατάστημα της εναγόμενης στην ……. επί της οδού …………… στον …………… Όμως, από το τέλος του έτους 2013 και εφεξής, η εναγομένη, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, καθυστερούσε την καταβολή των μηνιαίων αποδοχών των εναγουσών, με αποτέλεσμα οι ενάγουσες, αφενός να προσφύγουν στην επιθεώρηση εργασίας, αρχικά το Μάρτιο του 2015 και ακολούθως και μεταγενέστερα, αφετέρου να εκδώσουν διαταγή πληρωμής για οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές τους μέχρι 28-2-2015, τις οποίες εισέπραξαν με αναγκαστική εκτέλεση. Στις 31-12-2015, η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους, χωρίς ωστόσο να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, μεγάλο μέρος της οποίας, ήτοι ποσό 4.986,38 ευρώ για κάθε ενάγουσα, τους κατέβαλε στις 15-1-2016, εξακολουθώντας να οφείλει το υπόλοιπο, ποσού, για την πρώτη ενάγουσα [(1.398,30 ευρώ οι αποδοχές της του τελευταίου μήνα απασχόλησης X 4 +1/6=) 6.525,40 ευρώ μείον καταβληθέν ποσό 4.986,38 ευρώ=] 1.539,02 ευρώ και για τη δεύτερη ενάγουσα [(1.344,99 ευρώ οι αποδοχές της του τελευταίου μήνα απασχόλησης X 5 +1/6=) 7.845,78 ευρώ μείον καταβληθέν ποσό 4.986,38 ευρώ=] 2.859,40 ευρώ. Μετά τα παραπάνω, εφόσον δεν καταβλήθηκε, και μάλιστα μέσα σε απολύτως εύλογο χρόνο, η νόμιμη αποζημίωση, οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών, ως παράνομες είναι άκυρες, θεωρούνται ως μη γενόμενες (άρθρ. 174, 180 ΑΚ), η δε εναγομένη περιήλθε σε υπερημερία εργοδότριας και οφείλει να καταβάλει στις ενάγουσες τις αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από της καταγγελίας μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, όπως αυτές αιτούνται, οι οποίες ανέρχονται στα ακόλουθα ποσά: Α) Για την πρώτη ενάγουσα: με δεδομένο ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 1.398,30 ευρώ, η εναγομένη της οφείλει [(14,5 μήνες X 1.398,30 ευρώ=) 20.275,35 ευρώ για μισθούς + (1398,30 : 2 X 1,04166=) 728,28 ευρώ για δώρο Πάσχα 2016 + (1398,30 : 2=) 699,15 ευρώ για επίδομα αδείας 2016 + (1398,30 X 1,04166=) 1.456,55 ευρώ για δώρο Πάσχα 2016=] 23.159,33 ευρώ και Β) Για τη δεύτερη ενάγουσα: με δεδομένο ότι οι μηνιαίες αποδοχές της εν λόγο) ενάγουσες ανέρχονταν στο ποσό των 1.344,99 ευρώ, η εναγόμενη της οφείλει [ (14,5 μήνες X 1.344,99 ευρώ=) 19.502,36 ευρώ για μισθούς + (1.344,99: 2 X 1,04166=) 700,51 ευρώ για δώρο Πάσχα 2016 + (1.344,99: 2=) 672,50 ευρώ για επίδομα αδείας 2016 + (1.344.99 X 1,04166=) 1.401,02 ευρώ για δώρο Πάσχα 2016=] 22.276,39 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη εξακολουθεί να οφείλει στις ενάγουσες για δεδουλευμένες αποδοχές τους τα παρακάτω ποσά: Α) στην πρώτη ενάγουσα (634,78 ευρώ για υπόλοιπο αποδοχών Οκτωβρίου 2015 + 1.248,30 ευρώ για αποδοχές Νοεμβρίου 2015 + 1.098,30 ευρώ για αποδοχές Δεκεμβρίου 2015=) 2.981,38 ευρώ και Β) στη δεύτερη ενάγουσα (1.037,72 ευρώ για υπόλοιπο αποδοχών Οκτωβρίου 2015 + 1.194.99 ευρώ για αποδοχές Νοεμβρίου 2015 + 1.044,99 ευρώ για αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2015 =) 3.277,70 ευρώ. Η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, προέβαλε στον πρώτο βαθμό και επαναφέρει με αυτοτελή (2°) λόγο έφεσης, την εκ του άρθρου 416 του ΑΚ ένσταση, ισχυριζόμενη ότι έχει εξοφλήσει τα δεδουλευμένα των εναγουσών μέχρι την 19-4-2016, με εμβάσματα, όπως (ισχυρίστηκε ότι) προκύπτει από την με ημερομηνία 1-1-2016 καρτέλα πιστωτών της που προσάγει και επικαλείται, και ότι με τον τρόπο αυτό και με βάση τα περιεχόμενα στην καρτέλα αυτή ποσά καταβολών της εταιρείας προς τις ενάγουσες, αυτές έχουν πλήρως εξοφληθεί, αφού το πραγματικό σημερινό υπόλοιπο της καρτέλας είναι μηδενικό. Με το πιο πάνω, όμως, περιεχόμενο, ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι αόριστος και δεν συνιστά ένσταση εξόφλησης, αφού, όπως και στη νομική σκέψη αναλύεται, δεν αναφέρεται στις προτάσεις της εναγομένης το ποσό που κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία καταβλήθηκε σε κάθε ενάγουσα και η αιτία καταβολής του, μη αρκούσης της αναφοράς ότι με τις καταβολές έχει γίνει πλήρης εξόφληση των επίδικων ποσών. Σημειώνεται ότι τέτοια ανάλυση δεν επιχειρείται ούτε στην προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της εναγομένης, καθισταμένου έτσι αλυσιτελούς του ισχυρισμού της περί διαφοροποίησης του τρόπου καταλογισμού των καταβολών της προς τις αντιδίκους της. Εξάλλου, τα συμπληρωματικά στοιχεία που παραθέτει η εκκαλούσα με την έφεσή της (χωρίς, όμως, να αναφέρει και την αιτία των επιμέρους καταβολών) δεν λαμβάνονται υπόψην σύμφωνα και με την ανωτέρω υπό στοιχ. Α μείζονα σκέψη, αφού δεν προέκυψε ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή ότι προέκυψαν μεταγενέστερα, ή ότι αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας ως αόριστη την εν λόγω ένσταση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμα και αν η εν λόγω ένσταση είχε προβληθεί παραδεκτά ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτή είναι απορριπτέα και ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, αφού οι καρτέλες που προσκομίζει η εκκαλούσα αποτελούν έγγραφα εκδόσεως της ιδίας, χωρίς την υπογραφή των εναγουσών ή ημεροχρονολογία σύνταξης, έρχονται σε αντίθεση με την μαρτυρική κατάθεση και δεν αποδεικνύουν την ένστασή της. Σημειωτέον, δε, ότι ουδέν άλλο στοιχείο προσκομίζεται από αυτήν προς απόδειξη της εν λόγω ένστασής της. Τέλος, η εναγομένη, ήδη εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει μερικώς την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης και ότι ενόψει του γεγονότος ότι βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία καταβολής αποζημίωσης λόγω πτώχευσης οι εργαζόμενοι όφειλαν να διεκδικήσουν την αποζημίωση απόλυσης μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, η μερική εξόφληση δεν καθιστά έγκυρη την καταγγελία, ούτε από κανένα εκ των προσκομισθέντων στοιχείων δεν προέκυψε ότι κατά το χρόνο της κατά τα ανωτέρω άκυρης καταγγελίας η εναγομένη εκκαλούσα είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί και ο λόγος αυτός ως αβάσιμος και αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη εταιρία – εκκαλούσα δεν προβάλλει άλλο ειδικό παράπονο για τον τρόπο υπολογισμού των λοιπών οφειλόμενων που επιδικάστηκαν στις ενάγουσες.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης για έρευνα, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της 122/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα την 28-02-2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies