Τελευταία ενημέρωση: 14 Οκτωβρίου 2022
Περίληψη: Πιστοποιητικό υγείας. Απαιτείται για τους μισθωτούς που έρχονται σε άμεση επαφή με τρόφιμα και ποτά ή με τους καταναλωτές τους, όπως οι σερβιτόροι. Έλλειψή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Η ύπαρξή του δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου αγωγής αναζήτησης αποδοχών, αλλά η έλλειψή του περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη. Οι αποδοχές αδείας, καθώς και τα επιδόματα αδείας και εορτών καταβάλλονται και στους απασχολούμενους με απλή σχέση εργασίας. Εργασία το Σάββατο επί πενθήμερης εργασίας. Είναι παράνομη και οφείλεται αποζημίωση. Καταγγελία σύμβασης εργασίας. Για την εγκυρότητά της, απαιτείται να είναι έγγραφη και να συνοδεύεται από την καταβολή ολόκληρης της αποζημίωσης. Επί άκυρης καταγγελίας, ο μισθωτός δικαιούται να αναζητήσει αποδοχές υπερημερίας. Επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας για χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της αγωγής. Αγωγή αναζήτησης αποδοχών. Περιεχόμενο. Δεν απαιτείται αναφορά στις νόμιμες κρατήσεις. Αποδοχές αδείας. Καταβάλλονται προσαυξημένες, εφόσον η άδεια δεν χορηγήθηκε, έως τη λήξη της σύμβασης, με υπαιτιότητα του εργοδότη, παρότι είχε ζητηθεί από τον μισθωτό. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 53.674,94 Ευρώ.
Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Αριθμός απόφασης 2396/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Δικαστή Ελευθερία Αθανασίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αναστασία Καραγγελή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 21η Φεβρουάριου του έτους 2019 για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : ……………, κατοίκου …………… Αττικής, οδός ……………, αριθμός …, με ΑΦΜ ……………, η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριό του Δικαστηρίου με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βλαχόπουλο του Γεωργίου-Μιχαήλ, Δικηγόρο Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ 29922), που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ : ……………, κατοίκου Αθηνών, οδός ……………, αριθμός … (……………), ο οποίος κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά, του οικείου πινακίου δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21.06.2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 24η Ιουνίου του έτους 2016, έλαβε γενικό αριθμό κατάθεσης ……………/2016 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………/2016, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 5ης Απριλίου του έτους 2017 και γράφηκε στο πινάκιο. Κατά την δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 25ης Σεπτεμβρίου του έτους 2018 και γράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της αγωγής αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε με την σειρά του πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε προφορικός τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την νομίμως επικαλούμενη και, προσκομιζόμενη από την ενάγουσα με αριθμό ……………/27.06.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 21.06.2016 αγωγής, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 24η Ιουνίου του έτους 2016, έλαβε γενικό αριθμό κατάθεσης ……………/2016 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………/2016, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 5ης Απριλίου του έτους 2017 και γράφηκε στο πινάκιο, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο για να παραστεί στη συζήτηση αυτής (άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 124, 126 περ. α’, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του νόμου 4337/2015, 127, 129 παρ. 1, 136, 139, 140, 591 παρ. 1 περ. α’ και 621 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του νόμου 4337/2015 και εφαρμόζονται για τα κατατεθειμένα μετά την 01.01.2016 ένδικα μέσα και αγωγές). Ο εναγόμενος, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά που ήταν γραμμένη στο πινάκιο (βλ. τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου), το οποίο επέχει θέση κλήτευσής του κατ’ άρθρο 226 παρ. 4 εδ. β’ και γ’ του Κ.Πολ.Δ. Επομένως, ο εναγόμενος, ο οποίος απολείπεται, εφόσον δεν παραστάθηκε στην παρούσα δικάσιμο κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά που ήταν γραμμένη στο οικείο πινάκιο και δεν πήρε μέρος στη νόμιμη συζήτηση αυτής (της υπόθεσης) πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρα 271 παρ. I, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 του νόμου 4337/2015 και 591 παρ. 1 περ. α’ του Κ.Πολ.Δ.). Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 621 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ. όπως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του νόμου 4335/2015 [ΦΕΚ 87Α’/23.07.2015], η ισχύς του οποίου αρχίζει από την 01.01.2016 και εφαρμόζεται για τις κατατεθειμένες από την 01.01.2016 αγωγές [άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 του νόμου 4335/2015]).
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649 και 653 του Α.Κ. προκύπτει, ότι ως μισθός νοείται κάθε παροχή που δίδεται από τους εργοδότες στους εργαζόμενους ως αντάλλαγμα της εργασίας τους, δηλαδή κάθε αμοιβή σε χρήμα και σε είδος (τροφή, κατοικία), η οποία καταβάλλεται τακτικά και μόνιμα, είτε βάσει της εργασιακής σχέσης ή της συλλογικής σύμβασης ή του νόμου, είτε βάσει της κρατούσας συνήθειας όταν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία (ΑΠ 52/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 673/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 266/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Νόμιμος μισθός χαρακτηρίζεται αυτός που προβλέπεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, διαιτητική ή υπουργική απόφαση και αποτελεί τα κατώτατα όρια αποδοχών που υποχρεούται ό εργοδότης να καταβάλει στους εργαζόμενους, αποτελείται δε ο νόμιμος μισθός από το βασικό μισθό και τα διάφορα επιδόματα, τα οποία επίσης προβλέπονται από τη συλλογική σύμβαση εργασίας, τη διαιτητική απόφαση ή την υπουργική απόφαση. Ως συμβατικός μισθός χαρακτηρίζεται αυτός που έχει καθορισθεί από τη συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου στην ατομική σύμβαση εργασίας γραπτώς ή προφορικώς ο συμβατικός, δε, μισθός είναι πάντοτε μεγαλύτερος από το νόμιμο, δεδομένου ότι το αντίθετο απαγορεύεται από το νόμο (680 του Α.Κ. και 7 παρ. 2 του νόμου 1876/1990).
II. Με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α και 10 εδ. β’ της με αριθμό Α1β/8557/1983 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β’ 526) «Υγειονομικός έλεγχος, γενικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών και ειδικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών», η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Α.Ν. 2520/1940, όπως η διάταξη του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με την με αριθμό 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β’/11.11.1992), ορίσθηκε ότι : «όσοι ασκούν ή επιθυμούν ν’ ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία ή άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του» (παρ. 1 εδ.α’) και ότι : «οι νομείς καταστημάτων, εργαστηρίων και εργοστασίων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποι τούτων οφείλουν να μην προσλαμβάνουν ή απασχολούν στην επιχείρησή τους άτομα, τα οποία δεν κατέχουν βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν θεωρήσει αυτό σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος άρθρου» (παρ. 10 εδ.β’). Η ως άνω με αριθμό 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθμό Υ1γ/ΓΠ/οικ35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β’ 1199/11.4.2012) : «Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση επίσης του Α.Ν. 2520/1940, με το οποίο (άρθρο 1) ορίσθηκε στα εδάφια α’ και β’ αυτού ότι : «όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος ή/και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό υγείας θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του», ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι με βιβλιάρια υγείας (ήδη πιστοποιητικά υγείας) πρέπει να εφοδιάζονται όχι όλοι όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος, αλλά εκείνοι από αυτούς που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με το χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθούν στον τελευταίο τα νοσήματα από τα οποία πάσχουν ή τα μικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα των οποίων είναι φορείς (ΑΠ 167/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1113/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 709/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 434/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1098/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 735/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 465/2001 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 79/2000 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στο ρυθμιστικό πεδίο των ως άνω ρυθμίσεων δεν περιλαμβάνονται μισθωτοί οι οποίοι, λόγω της φύσης της εργασίας των, δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τρόφιμα ή/ και ποτά κατά την από αυτούς παροχή των υπηρεσιών σε τρίτους. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α’ και 10 εδ. β’ της με αριθμό Α1β/8557/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αυτή αντικαταστάθηκε κατά τα άνω αρχικά με την με αριθμό 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/04.04.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του Α.Κ., συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας (ήδη πιστοποιητικού υγείας) ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στη κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών. Η άνω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (ΑΠ 454/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 349/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 904/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 205/1999 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174,180, 904 και 908 του Α.Κ., 1 παρ. 1 του νόμου, 1 παρ. 1 και 2 και 3 παρ. 1 και 2 της ΚΥΑ 19040/1981, 1 παρ. 1, 2 και 3 του Α.Ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του νόμου 4504/1966 προκύπτουν τα εξής : 1) Επί παροχής εργασίας υπό άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός από τις παροχές που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου, όπως είναι τα επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ., εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν, αναγκαίως, στο πρόσωπο του δυναμένου ν’ απασχοληθεί εγκύρως μισθωτού, και η οποία (αποδοτέα από τον εργοδότη ωφέλεια) δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ (ΑΠ 950/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 5/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). 2) Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας καθώς και τα επιδόματα εορτών, καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς, που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 131/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 950/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1824/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), υπολογίζονται δε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (ΑΠ 950/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). 3) Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (όπως η απόλυση) προτού συμπληρωθεί δωδεκάμηνο στη σχέση εργασίας, και ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει την κανονική του άδεια, δικαιούται τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια (ΑΠ 1033/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1716/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,), οι οποίες αντιστοιχούν για κάθε μήνα απασχόλησης στα 2/25 του μηνιαίου μισθού για όσους αμείβονται με μισθό, ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση για άλλο λόγο, για απασχόληση δε μικρότερη από ένα μήνα καταβάλλεται ανάλογα κλάσμα. Μαζί με την καταβολή των αποδοχών της άδειάς του δικαιούται ο εργαζόμενος στην τελευταία περίπτωση να λάβει μέρος του επιδόματος αδείας ανάλογα με το χρόνο, της εργασιακής σχέσης από την πρόσληψη ή λήψη του προηγούμενου επιδόματος μέχρι τη λύση της σύμβασης το οποίο είναι ισόποσο των αποδοχών αδείας, υπό τον περιορισμό ότι το τελευταίο (επίδομα άδειας) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου ή των 13 εργασίμων ημερών, αναλόγως αν ο μισθωτός αμείβεται με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο (ΑΠ 1020/1995 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). 4) Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το νόμο 3248/1955 με αριθμό 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», προκύπτει ότι οι «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται προς τις «τακτικές αποδοχές» που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και ως τέτοιες, νοούνται ο καταβαλλόμενος συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχεται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού (ΟλΑΠ 5/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 του νόμου 3198/1955 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του νόμου 2112/1920 συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, όταν θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία που του προσφέρεται πρέπει να καταγγείλει εγγράφως τη σχέση και να πληρώσει την αποζημίωση που οφείλει κατά το νόμο 2112/1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΟλΑΠ 192/1962 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 131/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 667/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 892/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1435/1991 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), υπολογίζεται δε βάσει των, κατά την ανωτέρω έννοια, τακτικών αποδοχών του κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, δηλαδή του μισθού και κάθε άλλης παροχής, η οποία χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 1254/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 194/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1033/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), μεταξύ δε των παροχών αυτών είναι και η αμοιβή για τακτικώς προσφερόμενη υπερεργασία (ΑΠ 790/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1211/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1605/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1642/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 222/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 20014, σελ. 105). Περαιτέρω, η παράλειψη του ενάγοντος να αναφέρει στην αγωγή, με την οποία προβάλλει αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας, τα αναγκαία για το κύρος της συμβάσεως αυτής στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι έχει εφοδιαστεί με βιβλιάριο υγείας όπου αυτό απαιτείται κατά νόμο, δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, όμως το δικαστήριο έχει υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στη προστασία της δημόσιας υγείας (ΑΠ 904/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή που ερείδεται σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επιδιώκει την πληρωμή οφειλόμενων διαφορών από μισθολογικές αξιώσεις, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας στις περιπτώσεις που τούτο απαιτείται, διότι η αναφορά «σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας» στο δικόγραφο της αγωγής έχει την έννοια της έγκυρης σύμβασης, ενώ η έλλειψη του βιβλιαρίου υγείας αποτελεί ένσταση του εναγόμενου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης αυτής, η παραδοχή, της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης (ΑΠ 439/2010 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1098/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 771/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) και όχι ως αόριστης (ΑΠ 65/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2810/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
III. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι μονομερής δικαιοπραξία, γνωστοποιητέα σε εκείνον που απευθύνεται, γίνεται δε ρητώς ή σιωπηρώς και δεν χρήζει αποδοχής, πλην όμως αποκτά νομική ενέργεια μόνο αφότου εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται λάβει γνώση αυτής ή προσδοκάται από τον ίδιο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ότι θα λάβει γνώση αυτής. Σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση αυτής ο παραλήπτης-εργαζόμενος κατά το άρθρο 167 του Α.Κ. Η καταγγελία πρέπει να περιέχει σαφή και αναμφίβολη βούληση του καταγγέλλοντος να λύσει μονομερώς τη σύμβαση, έτσι ώστε να μη μένει στον αντισυμβαλλόμενο αμφιβολία ως προς τη λύση ή όχι της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι δεν επιδέχεται καταρχήν αίρεση, αφού η προσθήκη αίρεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τη λήξη ή όχι της σύμβασης, η οποία δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα της καταγγελίας ως διαπλαστικής δικαιοπραξίας (ΑΠ 524/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε (ΑΠ 123/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 251/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 674/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 13/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 460/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 247/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 497/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, κατά τον όρο που έχει επικρατήσει, γίνεται λόγος για «αναιτιώδη» δικαιοπραξία, ακριβώς με την έννοια που προαναφέρθηκε, ήτοι του ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της, και όχι με την έννοια της αναιτιώδους δικαιοπραξίας που αφορά στις διακρίσεις των δικαιοπραξιών κατά τη θεωρία των Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου (και αυτό διότι η καταγγελία σύμβασης είναι μονομερής περιουσιακή μη επιδοτική δικαιοπραξία, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αναιτιώδης», αφού η σχετική διάκριση σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις δικαιοπραξίες αφορά μόνο στις εκδοτικές τοιαύτες – βλ. σχ. Γεωργιάδης Απόστολος, «Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδοση Β’, σελ. 294, αρ. περ. 47 επ.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 168, 648 παρ. 1, 669 παρ. 2 του Α.Κ., 1 και 3 του νόμου 2112/1920 και 5 παρ. 1 και 3 του νόμου 3198/1955, όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του νόμου 2556/1997, προκύπτει ότι για την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πρέπει να τηρηθεί έγγραφος τύπος, να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου έχει υπερβεί τους δύο μήνες και να καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα μητρώα για το Ι.Κ.Α. ή να έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Η καταβολή της αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, ενώ η μη καταβολή ολόκληρης της αποζημιώσεως, άλλως η καταβολή ελλιπούς αποζημιώσεως συνεπάγεται το δικαίωμα του μισθωτού να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 121/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 339/2000 ΕΕργΔ 2001.658, ΑΠ 1165/1999 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2003, σελ. 102). Η ακυρότητα της καταγγελίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ανεξάρτητα από το λόγο στον οποίο οφείλεται, είναι σχετική, τάσσεται υπέρ του εργαζομένου και επομένως μόνον αυτός μπορεί να την επικαλεστεί. Συνακόλουθα ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να ζητήσει την επιδίκαση μισθών υπερημερίας είτε να την θεωρήσει έγκυρη, παραιτούμενος από το δικαίωμα προσβολής της και να ζητήσει την καταβολή της αποζημιώσεως (ΕφΠειρ 8/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 9/2007 Αρμ 2007.415, ΕφΑθ 2342/2003 ΕλλΔνη 45.1483). Η παραίτηση από το ανωτέρω δικαίωμα του εργαζομένου μπορεί να είναι, κατά το άρθρο 156 του Α.Κ., ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 934/1999 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η σιωπηρή παραίτηση πρέπει να προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σιωπηρή παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας σύμβασης εργασίας ως άκυρης είναι και η από μέρους του είσπραξη του ποσού της αποζημίωσης απολύσεως χωρίς καμία επιφύλαξη, εναντίωση ή διαμαρτυρία για την καταγγελία της συμβάσεως του (ΑΠ 606/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 934/1999 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/1990 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2343/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1654/2004 Αρμ 2004.1302, ΕφΑθ 6669/1998 ΕλλΔνη 41.504). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του νόμου 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε, με: το άρθρο 19 του νόμου 435/1976 : «πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ άκυρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξαρτημένης εργασίας». Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική, αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 429/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1387/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2234/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 404/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του νόμου 3198/1955 ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (ΟλΑΠ 1338/1985 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, δηλαδή έχει εφαρμογή όχι μόνο για τους μισθωτούς, που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παραβάσεως των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων ή και κανονισμών του εργοδότη, που έχουν ισχύ νόμου (ΑΠ 404/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του νόμου 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 του Α.Κ.), καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 359/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 705/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στον ίδιο δε χρονικό περιορισμό υπόκειται και η ένσταση ή αντένσταση περί ακυρότητας της καταγγελίας (ΟλΑΠ 1338/1985 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 429/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η μη κοινοποίηση, δηλαδή, της αγωγής στον εργοδότη ή η μη προβολή της ενστάσεως, μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, η οποία αρχίζει από την επομένη της ημέρας, που έλαβε χώρα η καταγγελία με την περιέλευσή της στο μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε κατά το άρθρο 243 του Α.Κ. (ΑΠ 404/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 429/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 359/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 705/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω αποσβεστική προθεσμία, διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, είτε είναι καταψηφιστική είτε αναγνωριστική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι στην αγωγή περιέχεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας (ΑΠ 121/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
IV. Στο άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 3 της με αριθμό 19040/1981 υπουργικής απόφασης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου 1082/1980, ορίζεται ότι όλοι οι μισθωτοί, που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο, δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους επίδομα εορτών Πάσχα και επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ίσα με μισό μηνιαίο μισθό και ένα μηνιαίο μισθό αντίστοιχα, για τους αμειβόμενους με μισθό, τα οποία καταβάλλονται στο ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκησε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου και στην περίπτωση εορτών Χριστουγέννων από την 1η Μαΐου έως την 31η Δεκεμβρίου. Επίσης, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του αναγκαστικού νόμου 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 νόμου 1346/1983 κάθε μισθωτός μετά από συνεχή απασχόληση τουλάχιστον δώδεκα μηνών (βασικός χρόνος) σε υπόχρεη επιχείρηση δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές καθώς και επίδομα άδειας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του νομοθετικού διατάγματος 4504/1966 και καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και τα 13 ημερομίσθια, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με ημερομίσθια (ΕφΔωδ 86/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), κατά, δε, το άρθρο 5 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του νομοθετικού διατάγματος 3755/1957, ο εργοδότης, αρνούμενος τη χορήγηση στο μισθωτό της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται κατά τη λήξη του έτους, κατά το οποίον ο μισθωτός δικαιούται της αδείας, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας αυξημένες κατά ποσοστό 100% (ΟλΑΠ 32/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 31/2003 ΔΕΕ 2004.594). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 648, 679, 653 του Α.Κ., της κυρωθείσας με το νόμο 3248/1955 με αριθμό 95/49 διεθνούς συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», 5 παρ. 2 του νόμου 133/1975, 1 παρ. 1 του νόμου 435/1976, 1 παρ. 2 του νόμου 1082/1980, προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας (εφόσον καταβλήθηκαν – βλ. σχετ. Λαναράς Κωνσταντίνος, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική» έκδοση 2014, σελ 668), νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 805/2006 ΕλλΔνη 2006.47, ΑΠ 45/2006 ΕλλΔνη 2006. 1395). Έτσι εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ των άλλων, η υπερεργασία (ΑΠ 702/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), η νόμιμη υπερωριακή εργασία, όχι όμως και η παράνομη υπερωριακή απασχόληση (ΑΠ 1339/2005), καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα και τις Κυριακές και αργίες (ΑΠ 741/2002, ΕφΑθ 720/2008 ΕλλΔνη 2008.555, ΕφΑθ 161/1983 ΔΕΝ 40.1129). Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του αναγκαστικού νόμου 539/1945, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του νομοθετικού διατάγματος 3755/1957, ο εργοδότης, αρνούμενος τη χορήγηση στο μισθωτό της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται κατά τη λήξη του έτους, κατά το οποίον ο μισθωτός δικαιούται της αδείας, να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας αυξημένες κατά ποσοστό 100% (ΟλΑΠ 32/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 31/2003 ΔΕΕ 2004.594). Για την καταβολή αστικής ποινής, ισόποσης των αποδοχών αδείας, διότι για την θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής), για την θεμελίωση, όμως, της αξίωσής του προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης που έχει το χαρακτήρα αστικής ποινής, ισχύει χωρίς εξαίρεση για όλους τους εργοδότες και κατοχυρώνει όλους τους μισθωτούς, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 506/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1420/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1130/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1240/2014 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 104/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την με αριθμό 18310/1946 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών : «στους πάσης φύσεως μισθωτούς των επιχειρήσεων και εργασιών γενικά, συνεχούς ή μη λειτουργίας, εάν απασχολούνται κατά τις νυχτερινές ώρες – ήτοι από την 10η βραδινή μέχρι την 6η πρωινή – καταβάλλονται οι εκάστοτε κανονικές αποδοχές, αυξημένες κατά 25%». Η προσαύξηση αυτή καταβάλλεται σε όλους τους εργαζόμενους κατά τις νυχτερινές ώρες, άσχετα αν η εργασία τους παρέχεται καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της νύχτας ή μόνο σε μέρος αυτού, υπολογίζεται δε επί του νομίμου μισθού, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα κάθε είδους επιδόματα (ΑΠ 520/2015 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο ως έκτη ή έβδομη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, εφόσον δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, δεν αποτελεί υπερεργασία, δηλαδή δεν συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των ωρών υπερωριακής εργασίας (ΑΠ 418/2004 ΕλλΔνη 47.146, ΑΠ 1253/2002 ΕλλΔνη 44.163, ΑΠ 1207/2002 ΕλλΔνη 44.162, ΑΠ 679/2001 ΔΕΝ 2002.1628, ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 2000.851, ΑΠ 882/1998 ΔΕΝ 2000.378, ΑΠ 119/1997 ΔΕΝ 1998.17, ΕφΠειρ 572/2009 ΠειρΝομ 2010.141 ΕφΑθ 7576/2005 ΕλλΔνη 47.1474, ΕφΑθ 810/2001 ΕλλΔνη 42.1381), ενώ, δοθέντος ότι η υπερωρία κρίνεται όχι μόνο επί εβδομαδιαίας, αλλά και επί ημερήσιας βάσης, είναι δυνατόν η εν λόγω εργασία, αυτοτελώς λαμβανόμενη για κάθε μια από τις υπόλοιπες δύο ημέρες της εβδομάδας (έκτη και έβδομη), να συνιστά υπερωρία, μόνο εάν υπερβαίνει για κάθε μια από αυτές το γενικό νόμιμο ωράριο εργασίας, ήτοι το οκτάωρο (ΑΠ 679/2001 ΕλλΔνη 42.1590, ΑΠ 119/1997 ΕλλΔνη 38,1554, ΕφΠειρ 572/2009 ΠειρΝομ 2010.141) , όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του νόμου 435/1976 και 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ, για την εργασία των υπαγόμενων στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας μισθωτών, που παρέχεται κατά την έκτη (6η) ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή (κατά κανόνα) το Σάββατο, και δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, το οποίο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 παρ. 1 του νομοθετικού διατάγματος 1037/1971 καθορίστηκε σε οκτώ (08) ώρες, οφείλεται ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επομ. του Α.Κ.), ενόψει του ότι η εργασία αυτή είναι, παράνομη, ως παρασχεθείσα σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, το ποσό το οποίο ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλον εργαζόμενο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις του τελευταίου, λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυνάμενου να προσληφθεί εγκύρως, αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης, χωρίς να δικαιούται ο εργαζόμενος και οποιαδήποτε άλλη – προσαύξηση ΑΠ 175/2013 ΔΕΕ 2013.832, ΑΠ 191/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1413/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1519/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2161/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2125/2007 ΔΕΝ 2008.182, ΑΠ 2018/2007 ΕΕργΔ 2008.1191, ΕφΑθ 3879/2012 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Το καθεστώς, όμως, αυτό διαφοροποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του νόμου 3846/2010, που ισχύει από 11.05.2010, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου (ΦΕΚ Α’ 66/11.05.2010), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 του ίδιου νόμου, και ορίζει ότι: «η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, προσαυξημένο κατά 30%» (ΑΠ 315/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1985/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2870/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η εργασία κατά την έκτη ημέρα επί πενθημέρου, και μετά την εν λόγω νομοθετική παρέμβαση, παραμένει παράνομη και, συνεπώς, άκυρη. Ο παράνομος χαρακτήρας της, άλλωστε, επιβεβαιώνεται από τη φράση του νομοθέτη «ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις», φράση που δεν θα είχε λόγο ύπαρξης, αν επρόκειτο περί νόμιμης απασχόλησης. Κατά συνέπεια, ορθότερο θα ήταν να γίνεται λόγος για «αποζημίωση» και όχι «αμοιβή» της συγκεκριμένης απασχόλησης (Λεβέντης-Παπαδημητρίουύ, «Ατομικό εργατικό Δίκαιο», σελ. 430). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 10 του βασιλικού διατάγματος 748/1966, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση, του άρθρου 4 παρ. 3 του νόμου 4504/1966 και 904 του Α.Κ., συνάγεται ότι ο μισθωτός, που απασχολήθηκε νόμιμα ή παράνομα κατά την ημέρα της Κυριακής ή άλλης κατά νόμο εξαιρέσιμης αργίας και με την προϋπόθεση ότι η απασχόλησή του αυτή υπερέβη τις πέντε (05) ώρες, δικαιούται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό) σε άλλη ημέρα της εβδομάδας και εντεύθεν έχει δικαίωμα, εκτός της προσαύξησης του 75% επί του νομίμου ημερομισθίου του, σύμφωνα με τις 8900/1946 και 25825/1951 αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, να αξιώσει και αποζημίωση για την προσφορά της εργασίας του κατά την ημέρα της Κυριακής, χωρίς να του δοθεί άλλη ημέρα ανάπαυσης, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή να αξιώσει την απόδοση της ωφέλειας που αδικαιολόγητα αποκόμισε, ο εργοδότης από την εργασία του κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, αποφεύγοντας έτσι ισόποση αμοιβή, που θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό, τον οποίο θα προσλάμβανε για να εργασθεί αντί εκείνου κατά την ημέρα αυτή (ΑΠ 930/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Για την εργασία του, όμως, αυτή την έκτη ημέρα της εβδομάδας (συνήθως τα Σάββατα) στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας, ο μισθωτός δεν δικαιούται αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), διότι η έκτη ημέρα της εβδομάδας δεν έχει το χαρακτήρα υποχρεωτικής αργίας, όπως η εβδόμη ημέρα της εβδομάδας και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν, ούτε και αναλόγως, τα όσα ισχύουν για απασχόληση κατά τη διάρκεια των Κυριακών (ΑΠ 1004/2017δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 925/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση αμοιβής για τη μη παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφό της, εκτός από την κατάρτιση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και τους όρους αυτής, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι αξιώσεις, η χρονική διάρκεια της εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντος με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ημερών αναπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς και το αξιούμενο για την αιτία αυτή ποσό (ΑΠ 517/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1004/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
V. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκή και ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ. παρέχει μεν στον ενάγοντα την ευχέρεια να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι, όμως, και να αναπληρώσει εκείνους οι οποίοι λείπουν και αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Με βάση την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του Κ.Πολ.Δ. ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις του να συμπληρώσει, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει την νομική αοριστία αυτής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση των περιστατικών που απαιτούνται κατά το νόμο για την γένεση του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 167/2002 ΕλλΔνη 43.1348, ΑΠ 1363/1998 ΕλλΔνη 39.325). Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ο εργαζόμενος αιτείται την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του πρέπει να γίνεται επίκληση των πραγματικών περιστατικών που την θεμελιώνουν (ΑΠ 1901/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο δικόγραφο της αγωγής, στην οποία ως λόγος ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης προβάλλεται η καταχρηστική εκ μέρους του εργοδότη, άσκηση του σχετικού δικαιώματος του, πρέπει να διαλαμβάνονται περιστατικά, από τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, να συνάγεται ότι η άσκηση, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, του δικαιώματος υπερβαίνει προφανώς τα αξιολογικά κριτήρια του άρθρου 281 του Α.Κ. (ΑΠ 958/2007 ΕΕργΔ 67.357, ΑΠ 1420/2006 ΕΕργΔ 66.556, ΑΠ 704/2006 ΔΕΕ 2007.1102, ΑΠ 351/2005 ΕΕργΔ 65.93, ΑΠ 900/2004 ΕλλΔνη 46.1656). Δε συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι, που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς, ή πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι, που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους – που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος – εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1500/2007 ΕλλΔνη 48.1409, ΑΠ 516/2007 ΕΕργΔ 67.219, ΑΠ 362/2007 ΕΕργΔ 66.1487, ΑΠ 1689/2006 ΕΕργΔ 66.1031, ΑΠ 1437/2006 ΔΕΕ 2007.1108, ΑΠ 448/2006 ΕΕργΔ 66.613, ΑΠ 1901/2005 ΕΕργΔ 65.674, ΑΠ 655/2005 ΕΕργΔ 66.77, ΕφΠειρ 390/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η εκ του άρθρου 656 του Α.Κ. αξίωση για μισθούς υπερημερίας, λόγω αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού μετά την καταγγελία της συμβάσεως, την οποία ο τελευταίος θεωρεί άκυρη, στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και, συνεπώς, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να εκτίθενται σε αυτή η κατάρτιση της σύμβασης, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός καθώς και τυχόν λοιπές πρόσθετες παροχών μισθολογικού χαρακτήρα (ΑΠ 389/2008 δημοσίευσή ΝΟΜΟΣ) καθώς και η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται. Στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης τη αγωγής. Αν όμως ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, για να απαλλαγεί, επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, έγκυρη καταγγελία της σύμβασης (και στη συνέχεια αποδείξει τούτο) και ανυπαρξία υπερημερίας του, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας αποτελεί αντένσταση, που πρέπει να προβληθεί κατά νόμιμο και παραδεκτό τρόπο. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής «καθ’ υποφοράν», οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στο δεύτερο, βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός, (ακυρότητας της καταγγελίας), που προβάλλεται (με ένσταση ή αντένσταση) προς απόκρουση του ισχυρισμού του εργοδότη, για είναι παραδεκτός, πρέπει, όπως και πιο πάνω αναφέρθηκε, να προβάλλεται μέσα στην ανατρεπτική προθεσμία των τριών μηνών από την περιέλευση στον μισθωτό της καταγγελίας (ΟλΑΠ 1338/1985 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 121/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 429/2016 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2008 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και νόμιμη, ή παράνομη υπερωριακή εργασία, είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 2016/2207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ66/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ.) με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΘεσ 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α. και το Τ.Ε.Α.Μ., (άρθρα 26 παρ. 5 του αναγκαστικού νόμου 1846/1951, 22 και 32 του νόμου 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους καθώς επίσης και τα καταβληθέντα έναντι των αγωγικών αξιώσεων χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 του Α.Κ.) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση, ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΠ 516/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2018/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 140/2000 ΕλλΔνη 41.966, ΕφΠειρ 994/2207 ΕΝαυτΔικ 2007.385, ΕφΠειρ 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΕφΠειρ 1239/1996 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
VI. Περαιτέρω, το άρθρο 904 του Α.Κ. ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία κατά το άρθρο 361 του Α.Κ. και εφόσον αυτή είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα δικαιώματα του από τη σύμβαση. Επομένως, στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ. τα περιστατικά που συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 του Κ.Πολ.Δ.), υπό τη ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης, δεν απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟΛΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΟλΑΠ 23/2003 ΝοΒ 2004.1179). Η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι αν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, γιατί αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να αξιώσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του πλουτισμού. (ΑΠ 2019/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121). Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί, αν η σύμβαση είναι άκυρη ή ανίσχυρη ή εάν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα για οποιαδήποτε λόγο. Τα πραγματικά όμως περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα, το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης, τα οποία συνιστούν τη βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο σύμφωνα με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, διαφορετικά η αγωγή είναι απαράδεκτη, ένεκα της αοριστίας της (ΑΠ 1056/2002 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002.1690, ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 1997.1045, ΕφΑθ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008.1523).
VII. Σε περίπτωση περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται δικονομικοί τόκοι κατά τη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ., δηλονότι εκ της επιδόσεως της καταψηφιστικής αγωγής, αφού η τελευταία θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί κατά το καταψηφιστικό της αίτημα (295 παρ. 1 ΚΠολΔ). Δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 Α.Κ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (ΟλΑΠ 24/2004 Δίκη 2005.81, ΟλΑΠ 23/2004 ΕΕργΔ 2005.17, ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 13/1994, ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 497/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 23/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/2003 ΧρΙΔ 2004.38, ΑΠ 888/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 63/2003 ΝοΒ 2003.1627, ΑΠ 241/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ο εναγόμενος διατηρεί επιχείρηση-καφετέρια στην Αθήνα και ότι την 14.06.2013 προσλήφθηκε από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να παρέχει την εργασία της ως σερβιτόρα-μπουφετζού, με τα ειδικότερα καθήκοντα που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι κατά την πρόσληψη της συμφωνήθηκε να εργάζεται πέντε ημέρες κάθε εβδομάδα, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με πλήρες ωράριο απασχόλησης, ότι κατά το χρόνο της πρόσληψής της κατείχε πιστοποιητικό υγείας και ότι οι μεικτές αποδοχές της συμφωνήθηκαν στο ποσό των 1.197,60 ευρώ και οι καθαρές αποδοχές της στο ποσό των 1.000 ευρώ. Ότι σε εκτέλεση των όρων της ανωτέρω σύμβασης παρείχε την εργασία της με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα και ότι ο εναγόμενος από την έναρξη της εργασιακής της σχέσης επέδειξε ασυνέπεια και αντισυμβατική συμπεριφορά, διότι παρέλειψε να την ασφαλίσει, δεν κατέβαλε σε αυτή σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης τα αναλογούντα επιδόματα εορτών και αδείας, ουδέποτε χορήγησε σε αυτή το σύνολο των ημερών ετήσιας άδειας παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, επικαλούμενος φόρτο εργασίας, ουδέποτε κατέβαλε τις αποδοχές για τις ημέρες μη χορήγησης της ετήσιας άδειας και ότι σε όλο το χρονικό διάστημα που παρείχε την εργασία της στην επιχείρησή του εργαζόταν, παρά τα συμφωνηθέντα τις ημέρες του Σαββάτου και στη διάρκεια της νύκτας, χωρίς να της καταβληθεί αποζημίωση για την παρεχόμενη εργασίας της και οι νόμιμες προσαυξήσεις για τη νυκτερινή εργασία καθώς επίσης και τις ημέρες της Κυριακής, χωρίς να λάβει τις νόμιμες προσαυξήσεις αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης, παρά τις διαρκείς διαμαρτυρίες της για καταβολή των οφειλομένων. Ότι η σύμβαση εργασίας της λύθηκε λόγω καταγγελίας από τον εναγόμενο, η οποία έλαβε χώρα την 28.03.2016 προφορικά και χωρίς να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και ότι ο εναγόμενος έχει καταστεί υπερήμερος και ενέχεται έναντι αυτής στην καταβολή, μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την 29.03.2016 έως την 28.03.2018, πιθανολογούμενη ημερχρονολογία συζήτησης της αγωγής, ποσού 28.742,40 ευρώ καθώς και τα αναλογούντα στην ανωτέρω χρονική περίοδο επιδόματα εορτών και αδείας και συνολικά το ποσό των 33.807,73 ευρώ, άλλως και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι έγκυρη της οφείλεται για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 2.794,40 ευρώ, για επίδομα αδείας του έτους 2016 το ποσό των 598,80 ευρώ και για αποζημίωση μη ληφθείσης άδειας εννέα (09) ημερών του έτους 2016 το ποσό των 509,52 ευρώ και συνολικά το ποσό των 3.902,72 ευρώ. Ότι πέραν των ανωτέρω ο εναγόμενος της οφείλει για επιδόματα εορτών των ετών 2013 έως και 2015 το ποσό των 5.347,26 ευρώ, για επιδόματα αδείας, αποδοχές μη ληφθείσης άδειας και νόμιμη προσαύξηση-αστική ποινή λόγω υπαιτιότητας του εναγομένου για τη μη χορήγηση του συνόλου των ημερών αδείας, παρά την όχληση του κατά τον τρόπο πιεστικό το μήνα Αύγουστο κάθε έτους, το ποσό των 4.421,70 ευρώ, για αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγω της παροχής εργασίας τις ημέρες του Σαββάτου το ποσό των 1.532,70 ευρώ, για τη νόμιμη προσαύξηση σε ποσοστό 75% λόγω παροχής εργασίας τις ημέρες της Κυριακής το ποσό των 4.965,58 ευρώ, για τη νόμιμη προσαύξηση σε ποσοστό 25% λόγω νυχτερινής εργασίας το ποσό των 4.141,90 ευρώ και συνολικά, για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 54.216,87 ευρώ, ως αναλυτικά υπολογίζονται στην υπό κρίση αγωγή. Με βάση αυτό το ιστορικό αιτείται μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 295 και 297 του Κ.Πολ.Δ. περιορισμό αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό εν μέρει με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου (βλ. 2η σελίδα των πρακτικών) και διαλαμβάνεται στις έγγραφες προτάσεις της (βλ. 2η σελίδα των προτάσεων της ενάγουσας) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 28.03.2016 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της κατά τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης από την επίδοση σε αυτόν της εκδοθησόμενης απόφασης, να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή τριακοσίων ευρώ (300 ευρώ) για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης του στην ανωτέρω υποχρέωσή του, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος να της καταβάλλει, ως ενεχόμενος έναντι αυτής από την μεταξύ τους συμβατική σχέση, άλλως και σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας της κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος κατά τα ανωτέρω χρηματικά ποσά που της οφείλει, τα οποία θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο που θα απασχολούσε υπό τις αυτές συνθήκες και ως εκ τούτου εξοικονόμησε ισόποση δαπάνη, για αποδοχές υπερημερίας της χρονικής περιόδου από την 29.03.2016 έως την 28.03.2018 και για τα αναλογούντα για την ανωτέρω χρονική περίοδο επιδόματα εορτών και αδείας το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων οκτακοσίων επτά ευρώ (33.807,73 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε παροχής, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως και σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του για αποζημίωση απόλυσης, επίδομα αδείας του έτους 2016 το και για αποζημίωση μη ληφθείσης άδειας εννέα (09) ημερών του έτους 2016 το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (3.902,72 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την 28.03.2016, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και να της χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας της καθώς και η διαγωγή της, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων ευρώ (300 ευρώ) για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης της στο διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για επιδόματα εορτών των ετών 2013 έως και 2015, για επιδόματα αδείας, αποδοχές μη ληφθείσης άδειας και νόμιμη προσαύξηση-αστική ποινή λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας, για αποζημίωση λόγω της παροχής εργασίας τις ημέρες του Σαββάτου, για νόμιμες προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας τις ημέρες της Κυριακής και για νόμιμες προσαυξήσεις λόγω νυχτερινής εργασίας και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των είκοσι χιλιάδων τετρακοσίων εννέα ευρώ και δέκα τεσσάρων λεπτών (20.409,14 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε παροχής, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, διότι τα αιτήματα της αφορούν σε χρηματικά ποσά από παροχή εξαρτημένης εργασίας και τυχόν καθυστέρηση της εκτέλεσης θα προκαλέσει σε αυτή σημαντική ζημία, να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (01) έτους ως μέσο εκτέλεσης της παρούσας απόφασης και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι υλικά και τοπικά αρμόδιο (άρθρα 1, 2, 7, 9 εδ. α’, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 22 και 614, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του νόμου 4335/2015 του Κ.Πολ.Δ.) για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. του Κ.Πολ.Δ.), που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα μετά την 01.01.2016 ένδικα μέσα και αγωγές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του νόμου 4335/2015. Η αγωγή ως προς τα αιτήματα περί αναγνώρισης του κύρους της καταγγελίας και επιδίκασης μισθών υπερημερίας λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, άλλως επιδίκασης της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης ασκήθηκε παραδεκτά εντός της τρίμηνης, άλλως εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του νόμου 3198/1955, το οποίο ερευνάται αυτεπαγγέλτως, δοθέντος ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έλαβε χώρα την 28η Μαρτίου του έτους 2016 και η κρινόμενη κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 24η Ιουνίου του έτους 2016 και επιδόθηκε στον εναγόμενο, οπότε και ολοκληρώθηκε η άσκηση της, κατ’ άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., την 27η Ιουνίου του έτους 2016 (βλ. σχετ. την με αριθμό την ενάγουσα ……………/27.06.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι διαλαμβάνει άπαντα τα υπό του νόμου αξιούμενα στοιχεία για τη δικαστική έρευνα και εκτίμηση της και συγκεκριμένα διαλαμβάνει αναφορά της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, του χρόνου της καταρτίσεως της σύμβασης, του είδους της παρασχεθείσης από την ενάγουσα εργασίας και τα εν γένει καθήκοντά της, των όρων παροχής της εργασίας της και της συμφωνίας περί των αποδοχών της (δεν απαιτείται μνεία και του νόμιμου μισθού – βλ.σχετ. ΑΠ 1004/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), τη διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης της ενάγουσας, την απασχόληση της τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής και στη διάρκεια της νύκτας και τη χρονική διάρκεια αυτής, των όρων παροχής της εργασίας της, της όχληση του εναγομένους για την χορήγηση του συνόλου των ημερών ετήσιας άδειας και της άρνηση του να πράξει τούτο, των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβαση εργασίας της ενάγουσας και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές της εναγόμενης, απάντα, δε, τα ανωτέρω επαρκώς προσδιορισμένα. Η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 241, 242, 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 656, 659, 669 παρ. 2, 678, 904 επ. του Α.Κ., 2, 5 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 2 και 9 του νόμου 3198/1955, 1, 2, 3 παρ. 1 και 2 του νόμου 2112/1920 (ως προς την αποζημίωση απόλυσης), 1 παρ. 1, 2 και 3 του νόμου 1082/80, 1 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6, 10 παρ. 1 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας (επιδόματα εορτών), 1, 2 παρ. 1 του νόμου 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του νόμου 1346/1983 και ακολούθως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρο 13 του νόμου 3227/2004 και αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ. 1. του άρθρου 1 του νόμου 3302/2004 (αποδοχές αδείας), 3 παρ, 16 του νόμου 4504/1966 (επίδομα αδείας), 5 παρ. 1 εδ. β’ τού Α.Ν. 539/1945, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957 (για την θεμελίωση της αξίωσής προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης που έχει το χαρακτήρα αστικής ποινής, ισχύει χωρίς εξαίρεση για όλους τους εργοδότες και κατοχυρώνει όλους τους μισθωτούς, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε), 8 του νόμου 3846/2010 (ως προς την εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου κατά την διάταξη του εδ. β’ του άρθρου 8 του ανωτέρω νόμου δεν προβλέπεται καταβολή προσαύξηση για τους εργαζόμενους στις επισιτιστικές επιχειρήσεις), 1, 2, 5 παρ. 1, 9 του βασιλικού διατάγματος της 16/18.07.1920, άρθρο μόνον της με αριθμό 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τις Κυριακές και εορτές», όπως ερμηνεύτηκε με τη με αριθμό 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, του άρθρου 2 του νομοθετικού διατάγματος 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 435/1976, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 παρ. 1, 9 και 10 του βασιλικού διατάγματος 748/1966 (προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και εορτές), με αριθμό 18310 11946 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών (ως προς την εργασία, κατά τη διάρκεια της νύχτας), 62, 63, 64, 68, 69 (σε ότι αφορά για το αίτημα μισθών υπερημερίας και για το μετά την συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα – βλ. σχετ. ΑΠ 524/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 752/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 597/2006 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ· 294/2001 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 249/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ ,5888/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2212/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6449/2002, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ σύμφωνα με τις οποίες δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν, αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικασθεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και συνεπώς μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή τους), 70, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’, 910 αρ. 4 και 946 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. και 84 παρ. 1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων – νόμος 4194/2013 (ΦΕΚ 208Α/27.09.2013), πλην του αιτήματος για την επιδίκαση τόκων από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους αιτούμενου κονδυλίου, το οποίο είναι νόμιμο μόνο για τα ποσά που αποτελούν μισθό, τόσο κυριολεκτικά όσο και υπό την ευρεία έννοια του νόμου, όπως και για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές και επίδομα αδείας, ενώ είναι μη νόμιμο για τα ποσά που μπορούν να ζητηθούν απευθείας με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς και για τα ποσά που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, αφού αυτά δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία και, συνεπώς, δεν ορίζεται από τον νόμο δήλη ημέρα καταβολής τους και ως εκ τούτου οι τόκοι για τις απαιτήσεις αυτές αρχίζουν από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Ομοίως απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο κρίνεται το αίτημα της ενάγουσας να διαταχθεί σε βάρος προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της παρούσας, διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 1047 του Κ.Πολ.Δ. προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται για απαιτήσεις από σύμβαση εργασίας, διότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών ή κάθε είδους αμοιβών για εργασία, που παρασχέθηκε, στοιχειοθετεί μεν ποινικό αδίκημα όχι όμως και αδικοπραξία με την έννοια του άρθρου 914 του Α.Κ., καθόσον με την παράλειψη αυτή ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αφού διατηρεί αντίστοιχη ενοχική αξίωση κατά του εργοδότη του και, κατά συνέπεια, δεν προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημιά, που να έχει ως αιτία το θεσπιζόμενο με τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 690/1945 αδίκημα (ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004.757, ΑΠ 1346/2002 ΕλλΔνη 2003. 455). Εν προκειμένω σημειώνεται ότι το αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή είναι νόμιμο όσον αφορά το καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα, διότι προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνο οι αποφάσεις που μετά την τελεσιδικία τους μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους. Συνεπώς, μετά τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος για επιδίκαση των ανωτέρω χρηματικών ποσών από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής αποφάσεως, η οποία δεν περιέχει, καταδίκη, αλλά αναγνώριση εννόμου σχέσεως και της οποίας ή ενέργεια, εξαντλείται στο δεδικασμένο (ΕφΘεσ 28365/2011 Αρμ 2012.914, ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004/1470, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝομ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986,706). Η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις είναι νόμιμη μόνο ως προς τις αξιώσεις που θεμελιώνονται, απευθείας, στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του Α.Κ., και όχι ως προς εκείνες που θεμελιώνονται, απευθείας, στον νόμο, όπως την αποζημίωση απόλυσης, τα επιδόματα (δώρα) εορτών, την άδεια, τις αποδοχές αδείας, το επίδομα αδείας (ΑΠ 1148/2004 ΔΕΝ 61. 444, ΑΠ 735/2003 ΕΕργΔ 2005.38, ΑΠ 1402/2002 ΕλλΔνη 44.164, ΕφΔωδ 193/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8537/2003 ΕλλΔνη 46.1543, ΕφΑθ 5422/2003 ΕλλΔνη 45.226, ΕφΘεσ 388/2003 ΕφΠειρ 273/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4606/2001 ΕλλΔνη 44. 532, ΕφΠατρ 277/2000 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), την προσαύξηση ποσοστού 75% για την εργασία του τις Κυριακές και αργίες (ΑΠ 141/1989 ΕλλΔνη 193.2004, ΕφΘεσ 388/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4606/2001 ΕλλΔνη 44.532, ΕφΠατρ 277/2000 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5180/1998 ΕλλΔνη 40.1144), την προσαύξηση 25% για την παροχή νυκτερινής εργασίας (ΕφΔωδ 193/2004 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 388/2003 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4606/2001 ΕλλΔνη 44.532), ούτε ως προς τις αξιώσεις που θεμελιώνονται στη σύμβαση εργασίας, διότι η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας. Συνακόλουθα, στην προκείμενη περίπτωση, που η ενάγουσα στηρίζει τις αξιώσεις της στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή βάσει της αντισυμβατικής ευθύνης της εναγόμενης, αυτή δεν δύναται λόγω, του επικουρικού χαρακτήρα της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να προσφύγει στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δοθέντος ότι για το παραδεκτό αυτής καταβλήθηκε για το αιτούμενο καταψηφιστικό ποσό που υπερβαίνει το όριο της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 παρ. περ. α’ του Κ.Πολ.Δ. και 71 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 6 παρ. 17 του νόμου 2479/1997, ήτοι για αγωγές που έχουν κατατεθεί από την 25.07.2011 και εφεξής το ποσό των 20.000 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του Κ.Πολ,Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του νόμου 3994/2011) τι ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. σχετ, το με κωδικό, αριθμό …………… παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας καν Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), ενώ για το αναγνωριστικό αίτημα δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ. 3 του νομοθετικού διατάγματος, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 21 του νόμου 4055/20-12 και την εκ νέου αντικατάσταση του με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 και 2 του νόμου 4446/2016-ΦΕΚ 240Α,/22.12.2016).
Από την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας ……………, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 408 παρ. 1-3 και 417 του Κ.Πολ.Δ.) και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 410 του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 14 παρ. 9 του νόμου 2915/2001), από όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά από αυτά, είτε για να χρησιμεύσουν (τα έγγραφα) προς πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 338, 339 του Κ.Πολ.Δ.) και από όλη εν γένει την διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος διατηρεί ατομική επιχείρηση-καφετέρια, η οποία εδρεύει στην πόλη της …………… και επί της οδού ……………, αριθμός …. Την 14η Ιουνίου του έτους 2013 η ενάγουσα προσλήφθηκε από τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης για να παρέχει την εργασία της σε αυτή ως σερβιτόρα-μπουφετζού. Ειδικότερα, κατά την πρόσληψη των διαδίκων συμφωνήθηκε να παρέχει την εργασίας της καθημερινά, πέντε ημέρες κάθε εβδομάδα, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, με πλήρες ωράριο απασχόλησης, δηλαδή σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως και οι μικτές, μηνιαίες αποδοχές της συμφωνήθηκαν στο ποσό των χιλίων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και εξήντα λεπτών (1.197,60 ευρώ) και οι καθαρές αποδοχές της στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 ευρώ). Η ενάγουσα κατά το χρόνο της πρόσληψης της είχε εφοδιασθεί και κατείχε, ως εργαζόμενη σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος και χειριζόμενη τρόφιμα, λόγω της ως άνω ειδικότητας της βιβλιάριο υγείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 της Α/β/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας-Πρόνοιας (ΦΕΚ Β’ 1983/256) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Α.Ν. 2520/1940 και όπως αντικαταστάθηκε με την με αριθμό Υ1γ/35797/2012 απόφαση του Υπουργείου Υγείας-Κοινωνικής Αλληλεγγύης βιβλιάριο υγείας, στο οποίο βεβαιώνονταν ότι πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόληση του και ως εκ τούτου η προαναφερθείσα σύμβαση εργασίας της ήταν έγκυρη, ως μη αντικείμενη σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, το οποίο ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας. Σε εκτέλεση των όρων της ανωτέρω σύμβασης η ενάγουσα παρείχε την εργασία της στην επιχείρηση του εναγομένου με συνέπεια, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, χωρίς να προκόψει ότι υπήρχαν παράπονα από τον εργοδότη σχετικά με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων της, που ήταν, η παρασκευή κρύων-ζεστών ελαφρών γευμάτων και διαφόρων ποτών καθώς και το σερβίρισμα τους. Η εργασιακή σχέση μεταξύ των διαδίκων διήρκεσε μέχρι την 28η Μαρτίου του έτους 2016, οπότε ο εργοδότης προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, η οποία έλαβε χώρα προφορικά, δηλαδή χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος που αποτελεί συστατικό στοιχείο αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2112/1920 και χωρίς να καταβληθεί ταυτόχρονα η νόμιμη αποζημίωση απόλυσής. Την 11η Απριλίου του έτους 2016 η ενάγουσα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και κατέθεσε αίτηση για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και για οφειλές αποδοχών αδείας, επιδομάτων αδείας και επιδομάτων εορτών των ετών 2013 έως και 2016, οφειλόμενες αμοιβές λόγω υπερωριακής απασχόλησης, τα έτη 2013-2014, οφειλόμενες προσαυξήσεις λόγω της παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της Κυριακής τα έτη 2013-2016 και οφειλές λόγω εργασίας κατά τις ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης περιστασιακά τα έτη 2013-2016 (βλ. αντίγραφο της από 11.04.2016 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……………αίτησης για διενέργεια εργατικής διαφοράς). Η εργατική διαφορά συζητήθηκε την 5η Ιουλίου του έτους 2016, πλην όμως δεν επιτεύχθηκε συμβιβαστική επίλυση αυτής, διότι ο εναγόμενος αρνήθηκε την ύπαρξη συμβατικής σχέσης με την ενάγουσα και συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι αυτή ουδέποτε εργάσθηκε στην επιχείρησή του και ότι απλά επισκέπτονταν το κατάστημα ως πελάτισσα με φιλικά της πρόσωπα, ότι κατά τα ανωτέρω έτη στην επιχείρηση εργαζόταν αποκλειστικά ο ίδιος και δεν είχε προσλάβει, ούτε απασχολούσε προσωπικό και ότι τα ανωτέρω έτη η ενάγουσα εργαζόταν σε άλλες επιχειρήσεις, τις χρονικές περιόδους που δεν εργαζόταν ελάμβανε επιδότηση από το ταμείο ανεργίας, ενώ το μήνα Μάρτιο του έτους 2016 απουσίαζε στην Ευρώπη σε ταξίδι αναψυχής, περιστατικά που η ενάγουσα αρνήθηκε (βλ. αντίγραφο του με αριθμό ……………/11.04.2016 δελτίου εργατικής διαφοράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας). Από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου ο εναγόμενος, που περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας αυτής, υποχρεούται να της καταβάλει το μισθό της – αποδοχές υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται πραγματική προσφορά των υπηρεσιών εκ μέρους της. Συνακόλουθα, ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει σε αυτή : α) μισθούς υπερημερίας της χρονικής περιόδου από την 29.03.2016 έως την 28.03.2018, κατά το αγωγικό αίτημα (άρθρα 106 και 111 του Κ.Πολ.Δ.) και εφόσον δεν προέκυψε άρση της υπερημερίας του το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ποσό των 7.032,96 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 24 μήνες = 28.742,40 ευρώ), β) για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2016 το ποσό των 171,74 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ : 15 = 39,92 X 4,13 [33 ημέρες από την 29.03.2016 έως την 30.04.2016 : 8 = 4,13] = 164,87 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 6,87 ευρώ = 171,74 ευρώ), γ) για επίδομα αδείας του έτους 2016 το ποσό των 598,80 ευρώ ήτοι αναλυτικά : 1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές Χ 1/2 – 598,80 ευρώ), δ) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2016 το ποσό των 1.247,49 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές + X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 49,89 ευρώ = 1.247,49 ευρώ), ε) για επίδομα Πάσχα του έτους 2017 το ποσό των 623,75 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 24,95 ευρώ = 623.75 ευρώ), στ) για επίδομα αδείας του έτους 2017 το ποσό των 598,80 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 – 598,80 ευρώ), ζ) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2016 το ποσό των 1.247,49 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές + X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 49,89 ευρώ = 1.247,49 ευρώ) και η) για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2018 το ποσό των 452,43 ευρώ ήτοι αναλυτικά (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ : 15 = 39,92 X 10,88 [87 ημέρες από την 29,03.2016 έως την 30.04.2016 : 8 – 10,88] = 434,33 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 18,10 ευρώ = 452,43 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (28.742,40 ευρώ + 171,74 ευρώ + 598,80 ευρώ + 1.247,49 ευρώ + 623.75 ευρώ + 598,80 ευρώ + 1:247,49 ευρώ + 452,43 ευρώ = 33.682,90 ευρώ), κατά παραδοχή της σχετικής αγωγικής αξίωσης εν μέρει ως βάσιμης και κατ’ ουσίαν, παρέλκει δε η έρευνα του επικουρικού αιτήματος της αγωγής. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος υπήρξε ασυνεπής στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, διότι στο χρονικό διάστημα που η ενάγουσα παρείχε την εργασία της στην επιχείρηση του δεν κατέβαλε σε αυτή τα αναλογούντα επιδόματα εορτών και αδείας και από υπαιτιότητα του δεν χορήγησε στην ενάγουσα το σύνολο των ημερών ετήσιας άδειας αναψυχής που αυτή δικαιούνταν, παρά τις διαρκείς οχλήσεις και διαμαρτυρίες της να λάβει το σύνολο της άδειας της. Η κρίση του Δικαστηρίου -περί της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εναγομένου ενισχύεται από την κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία έχει άμεση και ιδία αντίληψη, διότι εργάσθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου την ίδια περίοδο με την ενάγουσα, και η οποία ερωτηθείσα σχετικά κατέθεσε ότι η τελευταία προσλήφθηκε ως σερβιτόρα-μπουφετζού με τη συμφωνία να εργάζεται πενθήμερο, ότι ο εναγόμενος την απασχολούσε τον πρώτο ενάμιση χρόνο επτά ημέρες κάθε εβδομάδα και με νυχτερινό ωράριο και το υπόλοιπο χρονικό διάστημα εναλλάξ στην πρωινή και στην απογευματινή βάρδια, χωρίς να καταβάλει σε αυτή κανένα ποσό πέραν των αποδοχών της, που είχαν συμφωνηθεί στο ποσό των 1.000 ευρώ καθαρά, ότι ουδέποτε της κατέβαλε επιδόματα εορτών και αδείας, ότι η ενάγουσα διαμαρτύρονταν για την μη καταβολή των αποδοχών της και για την μη χορήγηση της άδειας ανάπαυσης που δικαιούνταν, πλην όμως χωρίς ανταπόκριση, διότι ο εναγόμενος ουδέποτε κατέβαλε χρήματα πέραν των συμφωνηθεισών καθαρών αποδοχών της και ότι όσον αφορά την ετήσια άδεια της χορηγούσε λίγες ημέρες ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Συνεπεία τούτου, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα τα κάτωθι ποσά : α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2013 το ποσό των ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές : 25 = 47,91 X 2 = 95,81 ευρώ X 10,58 [2014 ημέρες από 14.06.2013 έως την 31.12.2013 : 19 = 10,58] = 1.013,66 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 42,22 ευρώ = 1.055,88 ευρώ), β) για επίδομα Πάσχα του έτους 2014 το ποσό των 623,75 ευρώ ήτοι αναλυτικά (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 24,95 ευρώ = 623,75 ευρώ), γ) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014 το ποσό των 1.247,49 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές + X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 49,89 ευρώ = 1.247,49 ευρώ), δ) για επίδομα Πάσχα του έτους 2015 το ποσό των 623,75 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 24,95 ευρώ = 623,75 ευρώ), ε) για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015 το ποσό των 1.247,49 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές + X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 49,89 ευρώ = 1.247,49 ευρώ), στ) για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2016 το ποσό των 171,74 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ : 15 = 39,92 X 11 [88 ημέρες από την 01.01.2016 έως την 28.03.2016 : 8 = 11] = 439,12 ευρώ X 0,04166 [προσαύξηση επιδόματος αδείας] εκ 18,30 ευρώ = 457,42 ευρώ), ζ) για επίδομα αδείας του έτους 2013 το ποσό των 598,80 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ), η) για αποδοχές δώδεκα ημερών μη χορηγηθείσης άδειας του έτους 2014 το ποσό των 574,92 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές : 25 = 47,91, ευρώ ημερομίσθιο X 12 — 574,92 ευρώ), θ) για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας το έτος 2014 το ποσό των 574,92 ευρώ, ι) για επίδομα αδείας του έτους 2014 το ποσό των 598,80 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές Χ ½ = 598,80 ευρώ), ια) για αποδοχές δώδεκα ημερών μη χορηγηθείσης άδειας του έτους 2015 το ποσό των 574,92 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές : 25 = 47,91 ευρώ ημερομίσθιο X 12 = 574,92 ευρώ, ιβ) για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας το έτος 2015 το ποσό των 574,92 ευρώ και ιγ) για επίδομα αδείας του έτους 2015 το ποσό των 598,80 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές μηνιαίες αποδοχές X 1/2 = 598,80 ευρώ) και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (1.055,88 ευρώ + 623,75 ευρώ + 1.247,49 ευρώ + 623,75 ευρώ + 1.247,49 ευρώ + 457,42 ευρώ + 598,80 ευρώ + 574,92 ευρώ + 574,92 ευρώ + 598,80 ευρώ + 574,92 ευρώ + 574,92 ευρώ + 598,80 ευρώ = 9.351,86 ευρώ), γενομένων δεκτών των σχετικών αξιώσεων της αγωγής εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμων. Περαιτέρω, από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν προέκυψε ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου κατά το χρονικό διάστημα, από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 απασχολήθηκε τις ημέρες του Σαββάτου, χωρίς να καταβληθεί σε αυτή η προβλεπόμενη αποζημίωση, την οποία ωφελήθηκε ο εναγόμενος, αφού εξοικονόμησε την σχετική δαπάνη θα κατέβαλε σε άλλο εργαζόμενο, το οποίο θα απασχολούσε στην επιχείρηση του με τα ίδια καθήκοντα και υπό τις αυτές συνθήκες. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των χιλίων πεντακοσίων τριάντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτών ήτοι αναλυτικά : (1.197,60 ευρώ μικτές, μηνιαίες αποδοχές 25 = 47,91 ευρώ ημερομίσθιο X 6 = 287,46 : 40 = 7,19 ευρώ ωρομίσθιο [η αποζημίωση υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου κατά το άρθρο 8 του νόμου 3846/2010] X 5 ώρες κάθε Σάββατο = 35,95 ευρώ X 78 Σάββατα κατά το αγωγικό αίτημα = 2.804,10 ευρώ), πλην όμως θα επιδικασθεί το αιτούμενο ποσό των 1.532,70 ευρώ (άρθρα 106 και 111 του Κ.Πολ.Δ.), κατά παραδοχή της σχετικής αξίωσης ως ουσιαστικά βάσιμης. Επίσης, η ενάγουσα παρείχε την εργασία της στην επιχείρηση του εναγομένου σε όλο το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή της και μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της τις ημέρες της Κυριακής, χωρίς να της καταβληθεί η νόμιμη προσαύξηση για τις ώρες εργασίας της, ούτε αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της εβδομάδας για το χρονικό διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014. Επομένως, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία : α) για το χρονικό διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 το ποσό των 1.724,29 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο βάσει της Π.Υ.Σ. 6/2012-ΦΕΚ 38Α/28.02.2012 [η αποζημίωση υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου – βλ. σχετ. Κωνσταντίνος Λαναράς, «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική», έκδοση 2014, σελ. 563], X 6 = 157,08 : 40 = 3,93 νόμιμο ωρομίσθιο X 75% προσαύξηση = 2,95 X 7,5 ώρες = 22,11 ευρώ X 78 Κυριακές = 1.724,58 ευρώ), β) για το χρονικό διάστημα από την 01.01.2015 έως την 28.03.2016 το ποσό των 1.200,26 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (3,93 νόμιμο ωρομίσθιο X 75% προσαύξηση = 2,95 ευρώ X 6,67 ώρες = 19,68 ευρώ X 61 Κυριακές = 1.200,26 ευρώ), αλλά θα επιδικασθεί το αιτούμενο ποσό των 1.199,25 ευρώ και γ) για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης σε άλλη ημέρα της εβδομάδας; για το χρονικό διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 το ποσό των 2.042,04 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο- βλ. σχετ. ΑΠ 505/2018 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ X 78 = 2.042,04 ευρώ) και συνολικά το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (1.724,29 ευρώ + 1.199,25 ευρώ + 2.042,04 ευρώ = 4.965,58 ευρώ). Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου το χρονικό, διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 με ωράριο απασχόλησης 22:30 έως 06:00 και το χρονικό διάστημα από την 01.01.2015 έως την 28.03.2016 με ωράριο απασχόλησης από 09:00 έως 15:40 και από 16:00 έως 22:40 εναλλάξ κάθε εβδομάδα, χωρίς να της καταβληθεί η νόμιμη προσαύξηση για την παροχή εργασίας στη διάρκεια της νύκτας. Συνεπεία τούτου, ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα : α) για το χρονικό διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 το ποσό των 1.724,29 ευρώ ήτοι αναλυτικά : (3,93 νόμιμο ωρομίσθιο X 25% προσαύξηση = 0,99 X 7,5 ώρες = 7,37 ευρώ X 546 ημέρες = 4.023,34 ευρώ) και β) για το χρονικό διάστημα από την 01.01.2015 έως την 28.03.2016 το ποσό των ήτοι αναλυτικά : (3,93 νόμιμο ωρομίσθιο X 25% προσαύξηση = 0,99 X 120,67 ώρες [40 λεπτά ημερησίως X 388 ημέρες] = 118,56 ευρώ και συνολικά το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών (4.023,34 ευρώ + 118,56 ευρώ = 4.141;90 ευρώ). Το αίτημα της ενάγουσας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια, η ποιότητα της εργασίας της καθώς επίσης και η διαγωγή της, με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής για την περίπτωση άρνησης συμμόρφωσής του στο διατακτικό της παρούσας απόφασης πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 678 του Α.Κ, αφού η συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων δεν έχει λήξει λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και η τελευταία δεν επικαλείται για την θεμελίωση εννόμου συμφέροντος ότι είναι αναγκαία η χορήγησή του για την διευκόλυνση της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας (βλ. σχετ. ΕφΚρ 173/1980, Λαναράς Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 242 επ. με εκεί παραπομπές σε νομολογία). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 28.03.2016 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης της ενάγουσας από τον εναγόμενο να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας υπό το καθεστώς εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια θέση, με τους ίδιους όρους και με τις συμφωνηθείσες αποδοχές, να απειληθεί σε βάρος του εναγόμενου χρηματική ποινή ύψους εκατό ευρώ (100 ευρώ) για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης του στην ανωτέρω υποχρέωση του, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για αποδοχές υπερημερίας της χρονικής περιόδου από την 29.03.2016 έως την 28.03.2018 και για τα αναλογούντα στην ανωτέρω χρονική περίοδο επιδόματα εορτών (αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2016, επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016, επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017, επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 και αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2018) καθώς επίσης και για επιδόματα αδείας των ετών 2016 και 2017 το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (33.682,90 ευρώ), με το νόμιμο τόκο : α) για τις αξιώσεις που αφορούν σε αποδοχές υπερημερίας από την επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού κατέστη απαιτητό, δηλαδή από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση (άρθρο 655 Α.Κ. – βλ. σχετ. ΟλΑΠ 39 – 40/2002 ΕλλΔνη 2003.118, ΑΠ 945/2001 ΕΕργΔ 2002.168, ΕφΙωαν 14/2007 ΕΕργΔ 2007/473 ΑρχΝ 2007.298, ΕφΠειρ 555/2006 ΔΕΕ 2006.1179), β) για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που οφείλονται και για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Πάσχα από την επόμενη της 30ης Απριλίου του έτους που οφείλονται, αφού για αυτά έχει ορισθεί (άρθρο 10 της Υ.Α. 19040/1981) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας ο εργοδότης να γίνεται υπερήμερος και να οφείλει τόκους υπερημερίας σύμφωνα με τα άρθρα 341 και 345 του Α.Κ. (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478, ΑΠ 236/2004 ΧρΙΔ 2004.645, ΑΠ 1682/2000 ΕΕργΔ 2001.456) και γ) για τα επιδικασθέντα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους που έκαστο αφορά, αφού γι’ αυτές τις εργατικές απαιτήσεις τάσσεται από το νόμο επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478), μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα : i) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2013, για επίδομα Πάσχα του έτους 2014, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014, για επίδομα Πάσχα του έτους 2015, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015, για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2016, για επίδομα αδείας του έτους 2013, για αποδοχές δώδεκα ημερών μη χορηγηθείσης άδειας του έτους 2014, για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας το έτος 2014, για επίδομα αδείας του έτους 2014, για αποδοχές δώδεκα ημερών μη χορηγηθείσης άδειας του έτους 2015, για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας το έτος 2015 και για επίδομα αδείας του έτους 2015 το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (9.351,86 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που οφείλονται, για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Πάσχα από την επόμενη της 30ης Απριλίου του έτους που οφείλονται, για τα επιδικασθέντα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους που έκαστο αφορά και για τις προσαυξήσεις λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας τα έτη 2014 και 2015 από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 28η Ιουνίου του έτους 2016, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ii) για αποζημίωση λόγω της παροχής εργασίας τις ημέρες του Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 το ποσό των χιλίων πεντακοσίων τριάντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτών (1.532,70 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 28η Ιουνίου του έτους 2016, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, iii) για νόμιμες προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας τις ημέρες της Κυριακής και για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (4.965,58 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και iν) για νόμιμες προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών (4.141,90 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο και από ουσιαστική άποψη αφενός διότι πρόκειται για εργατικές απαιτήσεις (άρθρα 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ του Κ.Πολ.Δ.) και αφετέρου διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, καθόσον οι αποδοχές εκ της εργασίας της αποτελούν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού και κάλυψης των βιοτικών αναγκών της ιδίας και της οικογένειας της. Ο εναγόμενος, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος τους ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν (άρθρα 106, 178 παρ. 1,189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να καθορισθεί το παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον εναγόμενο (άρθρο 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 3 παρ. 16 του νόμου 2207/1994 – βλ. σχετ. ΟλΑΠ 15/2001 ΝοΒ 2002.678, ΑΠ 1058/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την περίπτωση ασκήσεως από τον εναγόμενο ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 28.03.2016 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης της ενάγουσας από τον εναγόμενο.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας υπό το καθεστώς της από 28.03.2016 εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια θέση, με τους ίδιους όρους και με τις συμφωνηθείσες αποδοχές.
ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ύψους εκατό ευρώ (100 ευρώ) για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης του στην ανωτέρω υποχρέωση της περί πραγματικής απασχόλησης της ενάγουσας.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για αποδοχές υπερημερίας της χρονικής περιόδου από την 29.03.2016 έως την 28.03.2018 και για τα αναλογούντα στην ανωτέρω χρονική περίοδο επιδόματα εορτών (αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2016, επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2016, επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2017, επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2017 και αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα του έτους 2018) και για επιδόματα αδείας των ετών 2016 και 2017 το ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (33.682,90 ευρώ), με το νόμιμο τόκο : α) για τις αξιώσεις που αφορούν σε αποδοχές υπερημερίας από την επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού κατέστη απαιτητό, δηλαδή από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση, β) για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που οφείλονται και για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Πάσχα από την επόμενη της 30ης Απριλίου του έτους που οφείλονται και γ) για τα επιδικασθέντα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους που έκαστο αφορά, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα :
i) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2013, για επίδομα Πάσχα του έτους 2014, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2014, για επίδομα Πάσχα του έτους 2015, για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2015, για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2016, για επίδομα αδείας του έτους 2013, για αποδοχές δώδεκα ημερών μη χορηγηθείσης άδειας του έτους 2014, για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας το έτος 2014, για επίδομα αδείας του έτους 2014, για αποδοχές δώδεκα ημερών μη χορηγηθείσης άδειας του έτους 2015, για προσαύξηση λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας το έτος 2015 και για επίδομα αδείας του έτους 2015 το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ενός ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (9.351,86 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που οφείλονται, για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Πάσχα από την επόμενη της 30ης Απριλίου του έτους που οφείλονται, για τα επιδικασθέντα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους που έκαστο αφορά και για τις προσαυξήσεις λόγω μη χορήγησης του συνόλου των ημερών αδείας τα έτη 2014 και 2015 από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 28η Ιουνίου του έτους 2016, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως,
ii) για αποζημίωση λόγω της παροχής εργασίας τις ημέρες του Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από την 14.06.2013 έως την 31.12.2014 το ποσό των χιλίων πεντακοσίων τριάντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτών (1.532,70 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από την 28η Ιουνίου του έτους 2016, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως,
iii) για νόμιμες προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας τις ημέρες της Κυριακής και για αποζημίωση, λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (4.965,58 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και
iν) για νόμιμες προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της νύκτας το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός ευρώ και ενενήντα λεπτών (4.141,90 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς αμέσως την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη και ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 ευρώ).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 ευρώ).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 06η Δεκεμβρίου του έτους 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας.