Περίληψη: Μάγειρες σε εστιατόρια. Στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής μισθωτού που έχει αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή εργασία καθώς και εργασία τις Κυριακές και τις αργίες. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως προς τους διεκδικούμενους μισθούς υπερημερίας, με το επιχείρημα ότι ο εργαζόμενος παρέλειψε να ανεύρει αλλού εργασία, καίτοι μπορούσε. Ψευδεπίγραφη σύμβαση μερικής απασχόλησης που υποκρύπτει σύμβαση πλήρους απασχόλησης. Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Για την εγκυρότητά της απαιτείται να γίνει καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης. Κρίση ότι πραγματοποιήθηκε υπερεργασία, εργασία κατά τις Κυριακές και τις νύχτες. Κρίση ότι ο εργαζόμενος δικαιούται διαφορές μεταξύ καταβληθέντων και καταβλητέων επιδομάτων εορτών και αδείας. Αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης λόγω καταβολής αποζημίωσης υπολειπόμενης της νόμιμης. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 19.932,68 Ευρώ. Υποχρεώνει την εργοδότρια να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες του εργαζόμενου, κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης και την καταδικάζει, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της, στην καταβολή χρηματικής ποινής 30.000,00 Ευρώ.
Αριθμός 2311/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
5ο Τμήμα
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από την Δικαστή Αικατερίνη Παπαγιάννη, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από την Γραμματέα Θεώνη Αναγνωστοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 23/4/2024, παρουσία και της ανωτέρω Γραμματέα για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ – ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ : ………… του …………, κατοίκου ………… Αττικής ( οδός ………… αριθ. .. ) με ΑΦΜ …………, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ ( ΑΜ 29922 ).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ – ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Της Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «………… ΟΕ» που εδρεύει στην ………… (οδός ………… αριθ. …..), με ΑΦΜ ………… Δ.Ο.Υ. …………, νόμιμα εκπροσωπουμένης, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη ΒΑΟΝΑΚΗ ( ΑΜ 34360 ).
Στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 19/4/2022 (ΓΑΚ ……/2022 – ΑΚΔ ……/2022) αγωγή του εκκαλούντος – εφεσίβλητου …………. Επί αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 102/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εργατικών Διαφορών) η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: 1. Ο εκκαλών – ενάγων με την από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) έφεση δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 23/4/2024, 2. Η εναγομένη ΟΕ με την επωνυμία «………… ΟΕ» με την από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) έφεση δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 23/4/2024.
Η αιτούσα κατέθεσε την από 19/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΕΑΚ ……/2024) αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 23/4/2024 εκφωνήθηκαν οι υποθέσεις από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, αφού παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως παραπάνω αναφέρεται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση : Α) από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) και Β) από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) αντίθετες εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 102/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα αμφότερες την 1/3/2024, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (αρθ. 495 παρ. 1, 498, 511, 513, 516, 517 ΚΠολΔ), που εκδόθηκε την 31/1/2024. Πρέπει επομένως, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και προς οικονομία χρόνου και εξόδων (αρθ. 524 παρ. 1, 246 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (αρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί από την εναγομένη/εκκαλούσα (ο ενάγων/εκκαλών δεν κατέθεσε παράβολο) το από τη διάταξη του άρθ. 495 παρ. 3 παράβολο, παρόλο που η υποχρέωση για κατάθεση παραβόλου δεν ισχύει στην περίπτωση διαφοράς του άρθρου 614 αριθ. 3 ΚΠολΔ, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να της αποδοθεί, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω έφεσης (ΑΠ 319/2017 – ΑΠ 791/2017 – ΕφΠειρ 285/2021).
Επιπλέον, η από 19/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΕΑΚ ……/2024) αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως το Δικαστήριο της κυρίας δίκης, και πρέπει να συνεκδικαστεί με τα ανωτέρω δικόγραφα.
Με την από 19/4/2022 (ΓΑΚ ……/2022 – ΑΚΔ ……/2022) αγωγή για την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών/εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως μάγειρας στην επιχείρηση της εναγομένης (εστιατόριο στην …………), διαθέτοντας το, εκ του νόμου, προβλεπόμενο πιστοποιητικό υγείας εργαζομένου, σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπου και εργάστηκε επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (Τρίτη έως Σάββατο) και κατά πλήρες ωράριο, έναντι μηνιαίου μισθού ποσού 1.164,42 ευρώ μικτά [1.000 ευρώ καθαρά] ενώ είχε δηλωθεί απασχολούμενος επί 4ωρο καθημερινώς και 16ωρο εβδομαδιαίως. Ότι στην πραγματικότητα εργάζονταν καθημερινά επί 10ωρο, εκτός από την περίοδο που το εστιατόριο ήταν κλειστό λόγω covid (14/3/2020 – 24/5/2020 και από 7/11/2020 – 2/5/2021), και τις περιόδους που λάμβανε την άδεια του αναψυχής. Ότι η εναγομένη δεν του κατέβαλε τα οφειλόμενα ποσά για αποδοχές και επίδομα αδείας και για δώρα Χριστουγέννων – Πάσχα πλήρους απασχόλησης, καταβάλλοντας μόνο τις αποδοχές της ως άνω εικονικής μερικής του απασχόλησης, ποσά που η εναγομένη δεν του τα κατέβαλε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, ούτε και μετά τη προσφυγή του στην οικεία επιθεώρηση εργασίας. Ότι τελικά η εναγόμενη κατήγγειλε την 2/2/2022 τη σύμβαση εργασίας του, καταβάλλοντας μειωμένη αποζημίωση ποσού 939,15 ευρώ αντί της νόμιμης ποσού (3 μισθοί X 1.164,42 ευρώ=) 4.075,47 ευρώ. Ότι η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του πάσχει ακυρότητας, για το λόγο ότι δεν του καταβλήθηκε ολόκληρη η νόμιμη αποζημίωση. Ότι η εναγόμενη εξαιτίας της ακυρότητας της καταγγελίας περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας, ενώ με τη συμπεριφορά του νομίμου εκπροσώπου τον παρενοχλούσε εργασιακά δια της υποτιμητικής και εξευτελιστικής συμπεριφοράς του νομίμου εκπροσώπου αυτής και ότι θα πρέπει να του επιδικαστεί για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ως άνω συνολικά παράνομη συμπεριφορά το εύλογο ποσό των 5.000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά από νόμιμο περιορισμό του το αγωγικού αιτήματος για δεδουλευμένα επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας, ύψους 38.018,48 ευρώ (υπό στοιχείο ε’ στο αιτητικό της αγωγής), κατά το ποσό των 11.110,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αιτηθείσες αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα μετά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, ήτοι από 1ης/5/2023 και μετά (συνεπώς το αίτημα αυτό της αγωγής διαμορφώνεται κατόπιν του περιορισμού, στο ποσό των 26.907,98 ευρώ) με δήλωση του ενάγοντος στις προτάσεις του και με σχετική προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτησε, α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 2/2/2022 καταγγελίας της σύμβασής εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες του, κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης που τον συνδέει με την εναγόμενη, και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του να καταδικαστεί, κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ, στην καταβολή χρηματικής ποινής ύφους 50.000 €, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό 76.535,93 ήτοι: α) 20.746,32 Ευρώ για αμοιβή και αποζημίωση για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση/παράνομη υπερωριακή απασχόληση, β) 19.827,02 ευρώ για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, γ) 430,08 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, δ) 3.624,53 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, ε) 26.907,98 ευρώ για δεδουλευμένα επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και στ) 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επί μέρους αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση, επικουρικώς δε, και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η σύμβασή του εργασίας με την εναγόμενη έχει λυθεί ή ότι είναι, για οποιονδήποτε λόγο, άκυρη, να υποχρεωθεί αυτή: 1. να του καταβάλει, πέραν των αιτούμενων πάσης φύσεως δεδουλευμένων αποδοχών και προσαυξήσεων, τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (διαφορά) εκ 3.136,32 ευρώ, νομίμως εντόκως από την ημεροχρονολογία της καταγγελίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση και 2. να του χορηγήσει, κατ’ άρθρ. 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ, πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας του, καθώς και η διαγωγή του και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με την ως άνω υποχρέωσή της, να καταδικαστεί, κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ, στην καταβολή χρηματικής ποινής ύφους 10.000 ευρώ. Τέλος, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί καταδίκης της εναγομένης στην αιτούμενη χρηματική ποινή κατ’ άρθ. 946 ΚΠολΔ, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της προς την υποχρέωση της επαναπρόσληψης του ενάγοντος, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αφού αναγνώρισε την ακυρότητα της από 2/2/2022 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, υποχρέωσε την εναγομένη: α) να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες του ενάγοντος κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης που τον συνέδεε με την εναγομένη και β) να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 22.519,46 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Επιπλέον, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 11.000 ευρώ και καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ύφους 1.100 ευρώ. Κατά της εν λόγω απόφασης, παραπονούνται οι διάδικοι με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις τους, για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Η εναγομένη με λόγο έφεσης (ν. 1) ισχυρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη α) ως προς τα κονδύλια της υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, διότι δεν αναφέρεται το ωράριο της ημερήσιας απασχόλησης (από Τρίτη έως Σάββατο) του ενάγοντος, ούτε όμως και το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας του και β) ως προς τα κονδύλια για εργασίας τις Κυριακές και τις αργίες, διότι δεν εκτίθενται ποιες Κυριακές και αργίες εργάστηκε, ούτε (αναφέρεται) το ποσό που αυτή θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε τρίτο απασχολούσε αντί αυτού (ενάγοντος), τις ημέρες αυτές. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, διότι ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του ότι εργάζονταν, από Τρίτη έως Σάββατο, κατά μέσο όρο, επί 10 ώρες ημερησίως και 50 ώρες εβδομαδιαίως, καθώς και ότι το σύνηθες πέρας της εργασίας του ήταν η 1.30 πρωινή. Περαιτέρω, ως προς την εργασία του τις Κυριακές, εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής, η παροχή της εργασίας του κατά τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες. Ενώ η προσαύξηση 75 % για την εργασία αυτή, στηρίζεται ευθέως στον νόμο, οπότε δεν απαιτείται ειδικά για την αξίωση αυτή η επίκληση των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 288/2018). Τέλος, αναφορικά με την εργασία του τις αργίες, ο ενάγων εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του τις συγκεκριμένες αργίες τις οποίες εργάστηκε σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα (αν και δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες – ΑΠ 510/2015), το χρονικό διάστημα της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές (8ωρο), καθώς και το ποσό του νόμιμου ημερομισθίου κατόπιν της ανάλογης Υ.Α. κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της εκκαλουμένης, από τις με αριθ. ……/3.5.2023 και ……/11.5.2023 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης προ τουλάχιστον δυο εργάσιμων ημερών (βλ. τις με αριθ. ……/27.4.2023 και ……/8.5.2023 εκθέσεις επίδοσης αντίστοιχα του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), από τις με αριθ. ΔΣΑ _ ΕΒ _ ………… _ 2023 και ΔΣΑ _ ΕΒ _ ………… _ 2023 και ΔΣΑ _ ΕΒ _ ………… _ 2023 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων της εναγομένης (που δόθηκαν αμφότερες την 3.5.2023) ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών Παρασκευής Σταφυλά, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος προ τουλάχιστον δυο εργάσιμων ημερών (βλ. την με αριθ. ……/27.4.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Γ. ΤΡΑΠΕΖΑΝΛΙΔΗ), από την με αριθ. ΔΣΑ _ ΕΒ _ ………… _ 2023 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα της εναγομένης (που δόθηκε την 10/5/2023) ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών Παρασκευής Σταφυλά, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος προ τουλάχιστον δυο εργάσιμων ημερών (βλ. την με αριθ. ……/5.5.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Γ. ΤΡΑΠΕΖΑΝΛΙΔΗ), από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα αμφοτέρων των διαδίκων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων προσλήφθηκε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης την 28/4/2017 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως μάγειρας, στο εστιατόριο της εναγομένης στην ……… Αττικής με την επωνυμία «………», δηλωθείς αρχικά ως απασχολούμενος επί δυο (2) ημέρες την εβδομάδα και σύνολο οκτώ (8) ώρες εβδομαδιαίως [με ωράριο εργασίας από την 21.30 – 1.30 την Παρασκευή και το Σάββατο ημερομίσθιο 27 ευρώ και ωρομίσθιο 4,05 ευρώ] και από την 1/3/2018 ως απασχολούμενος τέσσερεις (4) ημέρες την εβδομάδα και σύνολο 16 ώρες [Τρίτη, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο από 18.00 – 22.00 με ημερομίσθιο 27 ευρώ και ωρομίσθιο 4,05 ευρώ] μέχρι την 2/2/2022 οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας. Η εν λόγω σύμβαση μερικής απασχόλησης που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και έγινε προκειμένου να επιβαρύνεται η εναγομένη με χαμηλότερες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ ο ενάγων δέχτηκε να την υπογράφει από τον κίνδυνο της μη πρόσληψής του. Η πραγματική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν να απασχολείται ο ενάγων ως μάγειρας επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (από Τρίτη έως Σάββατο) επί οκτάωρο από 5.00 το απόγευμα έως τις 1.00 το πρωί, έναντι μηνιαίου μισθού 1.000 ευρώ (καθαρά) και επομένως με μικτές αποδοχές 1.1.64,42 ευρώ [1.000 ευρώ εκκαθαρισμένες αποδοχές + 164,42 ευρώ εισφορές ασφαλισμένου (14,12 % – μικτά ένσημα ΙΚΑ-ΤΕΑΜ) = 1.164,42 ευρώ. Όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων απασχολήθηκε επί 8.30 ώρες ημερησίως και δη από 4.30 απόγευμα έως τις 1.00 πρωί, από Τρίτη έως και το Σάββατο και οκτάωρο την Κυριακή (από 5.00 – 1.00) και τις αργίες. Ο ενάγων απασχολούμενος τις Κυριακές, δεν έλαβε την προβλεπόμενη προσαύξηση, ενώ δεν έλαβε επίσης τις νόμιμες προσαυξήσεις για τις πραγματικές ώρες απασχόλησης του τις νυχτερινές ώρες, ενώ του καταβλήθηκαν μειωμένα επιδόματα εορτών και αδείας. Επίσης επισημαίνεται ότι το ανωτέρω εστιατόριο ήταν εκ του νόμου κλειστό λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας από την 14/3/2020 έως τις 24/5/2020 και από τις 7/11/2020 έως τις 2/5/2021 και τα χρονικά αυτά διαστήματα, ο ενάγων δεν εργάστηκε σ’ αυτό.
Επομένως, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για υπερεργασία κατά το χρονικό διάστημα από 28/4/2017 – 2/2/2022, πλην των χρονικών διαστημάτων τριών εβδομάδων (3) τον Αύγουστο του 2017 και τεσσάρων εβδομάδων (4) τον Αύγουστο των ετών 2018, 2019, 2020 και 2021 (κατά τις οποίες ο ενάγων έλαβε την άδεια του), καθώς και τριάντα έξι (36) εβδομάδων κατά τα χρονικά διαστήματα από 14/3/2020 και 24/5/2020 και από 7/11/2020 – 2/5/2021 (διότι η σύμβαση εργασίας του ήταν σε αναστολή λόγω του κορωνοϊού και ο ενάγων δεν εργάζονταν), ήτοι για απασχόληση 249 εβδομάδες μείον 19 εβδομάδες [3 εβδομάδες + 4 εβδομάδες χ 4 έτη] μείον 36 εβδομάδες (για το ανωτέρω διάστημα αναστολής) = 194 εβδομάδες πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως εντός του πενθημέρου [διότι κατά τα ανωτέρω ο ενάγων εργάζονταν από Τρίτη έως Σάββατο 8.30 ώρες την ημέρα (από 4.30 – 1.00 πρωί)] 194 εβδομάδες χ 2 ώρες την εβδομάδα = 388 ώρες, το ποσό των [194 εβδομάδες χ ωρομίσθιο {1.164,42 ευρώ μηνιαίος μισθός χ 25 ημέρες χ 6/40 =} 6.99 ευρώ + 20% προσαύξηση (6,99 χ 20 %) 1,40 =] 1.627,66 ευρώ για υπερεργασία με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρόδου του χρονικού διαστήματος τον οποίο αφορούν.
Περαιτέρω, ως προς την εργασία την Κυριακή που αποζημιώνεται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού με 1/25 του νόμιμου μισθού, πλέον της προσαύξησης 75% (ΑΠ 2115/2017): 1. Για το χρονικό διάστημα από 28/4/2017 – 31/1/2019, το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου άνω των 25 ετών, όπως ο ενάγων, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα και με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28.2.2012, ήταν (586,08 ευρώ μηνιαίος μισθός/25 ημέρες =) 23,44 ευρώ και το αντίστοιχο ωρομίσθιο (586,08 ευρώ μηνιαίος μισθός/25 X 6/40 =) 3,52 ευρώ. 2. Για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 31/12/2021, το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, δυνάμει της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30.1.2019), στο ποσό των (650 ευρώ μηνιαίος μισθός/25 ημέρες=) 26 ευρώ και το αντίστοιχο ωρομίσθιο στο ποσό των (650 ευρώ μηνιαίος μισθός / 25 χ 6 /40 =) 3,90 ευρώ. Και 3. για το χρονικό διάστημα από 1/1/2022 έως 2/2/2022, το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, δυνάμει της ΥΑ 107675/2021 (ΦΕΚ Β’ 6263/27.12.2021), στο ποσό των (663 ευρώ μηνιαίος μισθός/25=) 26,52 ευρώ και το αντίστοιχο ωρομίσθιο στο ποσό των (663 ευρώ μηνιαίος μισθός/25 X 6/40 =) 3,98 ευρώ. Ενόψει αυτών, η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 28/4/2017 έως 31/1/2019, οπότε εργάστηκε επί (92 Κυριακές συνολικά μείον 3 μείον 4 =) 85 Κυριακές (δεδομένου ότι 3 Κυριακές, τον μήνα Αύγουστο του έτους 2017 και 4 Κυριακές τον μήνα Αύγουστο του έτους 2018 ο ενάγων δεν εργάστηκε επειδή το κατάστημα ήταν κλειστό) επί 8 ώρες την ημέρα. Επομένως, για την εργασία του το 8ωρο, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, δικαιούται το ποσό των : 85 ημερομίσθια χ 23,44 ευρώ χ 75 % = 1.494,3 – 232,66 ευρώ (που έλαβε ο ενάγων για την αιτία αυτή και τα οποία αφαιρεί από την αγωγή του) 1.261,64 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 18/6/2021, που ο ενάγων εργάστηκε επί (: 114 Κυριακές συνολικά – 8 – 37 =) 69 Κυριακές, δεδομένου ότι 4 Κυριακές, τον μήνα Αύγουστο του έτους 2019 και 4 Κυριακές τον μήνα Αύγουστο του έτους 2020, δεν εργάστηκε, επειδή το κατάστημα ήταν κλειστό, καθώς και 37 Κυριακές κατά τα χρονικά διαστήματα από 14/3/2020 έως 24/5/2020 και από 7/11/2020 έως 2/5/2021, κατά τις οποίες η σύμβασή εργασίας του ενάγοντος είχε τεθεί σε αναστολή, βάσει των μέτρων αντιμετώπισης της μετάδοσης του κορωνοϊού, επί 8ωρο κάθε ημέρα. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την απασχόλησή του επί 8ωρο για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το ποσό των: 69 ημερομίσθια χ 26 ευρώ χ 75 % = 1.345,5 ευρώ – 78,41 ευρώ που αφαιρεί με την αγωγή του = 1.267,09 ευρώ. Ακόμη, για το χρονικό διάστημα από 19/6/2021 έως 31/12/2021, που ο ενάγων εργάστηκε επί (28 – 4 =) 24 Κυριακές καθώς 4 Κυριακές τον μήνα Αύγουστο 2021 ο ενάγων δεν εργάστηκε, επί 8ωρο την κάθε Κυριακή, ήτοι ο ενάγων δικαιούται για απασχόλησή του τις Κυριακές για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το ποσό των 468 ευρώ (24 ημερομίσθια χ 26 ευρώ χ 75 %). Τέλος, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2022 έως 2/2/2022, που ο ενάγων εργάστηκε επί 5 Κυριακές, επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το ποσό των 99,45 ευρώ (5 ημερομίσθια χ 26,52 ευρώ χ 75 %). Συνολικά επομένως ο ενάγων δικαιούται για την εργασία του τις Κυριακές το ποσό των 3.096,18 ευρώ (1261,64 ευρώ + 1267,09 ευρώ + 468 + 99,45 ευρώ) νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Επιπλέον, για το χρονικό διάστημα από 28/4/201 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ωρομίσθιο του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ήδη, ήταν 3,52 ευρώ και ο ενάγων απασχολήθηκε, αφαιρουμένων των προειρημένων διαστημάτων που έλαβε την άδεια του (92 – 7 =) 85 εβδομάδες, ο ενάγων εργάστηκε κατά τις νύχτες, απασχοληθείς κάθε νύχτα (από τις 10.00 – 1.00 πρωί), 1530 ώρες (85 εβδομάδες χ 6 ημέρες/εβδομάδα χ 3 ώρες). Δικαιούται επομένως ο ενάγων για την αιτία αυτή, αφαιρουμένου του ποσού των 180,15 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του 1530 ώρες χ 3,52 ευρώ ωρομίσθιο χ 25 % = 1.346,4-180,15 ευρώ = 1.166,25 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 – 31/12/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο του ενάγοντος ανέρχονταν στο, ποσό των 3,90 ευρώ, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο ενάγων, αφαιρουμένου του χρόνου αδείας του κατά τα έτη αυτά και του χρόνου αναστολής της εργασίας λόγω covid του ενάγοντος που προεκτέθηκαν, απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά (104 εβδομάδες X 6 ημέρες/εβδομάδα X 3 ώρες) 1.872 ώρες. Επομένως, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των (1.872 ώρες X 3,90 ευρώ ωρομίσθιο X 25% =) 1.825,20 ευρώ. Τέλος, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2022 έως 2/2/2022, που το νόμιμο ωρομίσθιο του ενάγοντος ανέρχονταν, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, στο ποσό των 3,98 ευρώ και ο ενάγων απασχολήθηκε κατά τις νύχτες κατά τις ίδιες ώρες καθ’ εκάστη συνολικά επί (5 εβδομάδες X 6 ημέρες/εβδομάδα X 3 ώρες=) 90 ώρες. Άρα, δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των (90 ώρες X 3,98 ευρώ ωρομίσθιο X 25%=) 89,55 ευρώ. Συνεπώς, για την αιτία αυτή η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.166,25 + 1.825,20 + 89,55 = 3.081 ευρώ με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Ακόμη, η εναγόμενη υπήρξε ασυνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της αναφορικά με τις αποδοχές του ενάγοντα για επιδόματα αδείας και εορτών, καθόσον κατέβαλε σ’ αυτόν μόνο τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην μειωμένη απασχόληση του. Επομένως, του οφείλει για επίδομα Χριστουγέννων 2017 [ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας 1.164,42 ευρώ X 1,04166 = 1.212,93 μείον 189,97 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 1.022,96 ευρώ, για επίδομα αδείας 2017 [ήμισυς μηνιαίος μισθός: 1.164,42/2 = 582,21 μείον 120,13 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 462,08 ευρώ, για επίδομα Πάσχα 2018 [το ήμισυ του μηνιαίου μισθού προσαυξημένο κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας X 1,04166= 1.164,42/2 = 606,46 μείον 141,77 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του] 464,69 ευρώ, για επίδομα Χριστουγέννων 2018 [ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας 1.164,42 ευρώ X 1,04166 = 1.212,93 μείον 295,69 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 917,24 ευρώ, για επίδομα αδείας 2018 [1.164,42/2 = 582,21 μείον 169,81 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 412,40 ευρώ, για επίδομα Πάσχα 2019 [1.164,42/2 = 582,21 χ 1,04166= 606,46 μείον 189,14 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του] 417,32 ευρώ, για επίδομα Χριστουγέννων 2019 [1.164,42 X 1,04166 = 1.212,93 μείον 327,83 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 885,10 ευρώ + για επίδομα αδείας 2019 [ήμισυς μηνιαίος μισθός: 1.164,42/2 = 582,21 μείον 225,68 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 356,53 ευρώ, για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020 και δη ένα ημερομίσθιο για κάθε οκταήμερο εργασίας από 1/1/2020 έως 13/3/2020, καθώς την υπόλοιπη περίοδο ο ενάγων τελούσε σε αναστολή και το γινόμενο προσαυξημένο κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι [(46,58 X 9,13 οκταήμερα X 1,04166 =) 442,99 μείον 117,28 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 325,71 ευρώ, για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2020 και δη δύο ημερομίσθια για κάθε δέκα εννέα ημέρες εργασίας από 25/5/2020 έως 6/11/2020, καθώς ο ενάγων την υπόλοιπη περίοδο τελούσε σε αναστολή, και το γινόμενο προσαυξημένο κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας, ήτοι [(2 χ 46,58 χ 8,74 δεκαεννιαήμερα χ 1,04166 =) 848,14 ευρώ μείον 208,72 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 639,42 ευρώ + για επίδομα αδείας 2020 [1.164,42 / 2 = 582,21 ευρώ μείον 226,51 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 355,70 ευρώ, για επίδομα Χριστουγέννων 2021 [1.164,42 X 1,04166 = 1.212,93 μείον 315,35 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 897,58 ευρώ, για επίδομα αδείας 2021 [1.164,42/2 = 582,21 μείον 226,51 ευρώ που ο ενάγων έλαβε και αφαιρεί με την αγωγή του =] 355,70 ευρώ. Συνολικά επομένως ο ενάγων για διαφορές αποδοχών που αφορούν δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, δικαιούται το συνολικό ποσό των 7.512,43 ευρώ [1.022,96 + 462,08 + 464,69 + 917,24 + 412,40 + 417,32 + 885,10 + 356,53 + 325,71 + 639,42 + 355,70 + 897,58 + 355,70] και όχι το συνολικό ποσό των 6.627,33 ευρώ που δέχτηκε η εκκαλουμένη, δεκτού γενομένου του 4ου λόγου έφεσης του ενάγοντος, καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την πρόσθεση των ανωτέρω ποσών παρέλειψε εκ παραδρομής να προσθέσει το ανωτέρω ποσό των 885,10 ευρώ (επίδομα Χριστουγέννων 2019), παρόλο που περιέλαβε αυτό στο σκεπτικό της ανωτέρω παραγράφου που αναφέρεται στα επιδόματα αδείας και εορτών. Το ανωτέρω ποσό (7.512,43 ευρώ) με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την επομένης της 31ης Δεκεμβρίου του έτους που οφείλονται, για τα επιδόματα εορτών Πάσχα από την επομένη της 30ης/4 του έτους που οφείλονται και για τα επιδικασθέντα επιδόματα αδείας από την 1/1 του επόμενου έτους που έκαστο αφορά, μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Λόγω των ανωτέρω οφειλών της εναγομένης, οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν και η εναγομένη κατήγγειλε απροειδοποίητα την σύμβαση εργασίας του ενάγοντα με έγγραφο, χωρίς όμως να του καταβάλει ολόκληρο το ποσό της νόμιμης αποζημίωσης, καθόσον, αντί να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.075,47 ευρώ [3 μισθοί βάσει του χρόνου υπηρεσίας του (4-6 έτη ) χ 1.164,42 ευρώ πλέον 1/6 για αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας], του κατέβαλε το ποσό των 939,15 ευρώ που αντιστοιχεί στην καταγγελία της μερικής (κατά την εναγομένη) απασχόλησης του ενάγοντος, με αποτέλεσμα η καταγγελία αυτή να πάσχει ακυρότητας (άρθ. 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 ) και η εναγομένη να υποχρεώνεται σε αποδοχή των συμφωνημένων υπηρεσιών του ενάγοντος, κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης που τον συνδέει με αυτήν. Ο ενάγων, κατόπιν της μη νόμιμης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, με την από 7/2/2022 αίτησή του προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Καλλιθέας (βλ. σχετ: 54032/7.2.2022 – αριθ. Δελτίου Διαφοράς: 30) διεκδικώντας την επαναπρόσληψη του. Αυτός δικαιούται μισθούς υπερημερίας τεσσάρων (4) μηνών, απορριπτομένου του 4ου λόγου έφεσης της εναγομένης, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την ένστασή της (ΑΚ 281) από την 1/6/2022 και εφεξής, αντί να την δεχτεί στο σύνολό της [η εναγομένη άσκησε στον 1ο βαθμό την ένσταση του 281 ΑΚ εκθέτοντας, ότι κακόβουλα ο ενάγων δεν έχει ήδη βρει εργασία στον επισιτιστικό ή ευρύτερο τουριστικό τομέα εργασία, ενόψει της προϋπηρεσίας του και της τεράστιας ζήτησης στον κλάδο αυτό, δυνάμει της οποίας, θα μπορούσε να βρει εργασία τουλάχιστον σε ένα εύλογο χρονικό σε διάστημα τεσσάρων μηνών] και απορριπτομένου επικουρικά και του ισχυρισμού της εναγομένης ότι το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών τυγχάνει υπέρμετρο, εξαιτίας των όσων η ίδια η εναγομένη εξέθεσε στην ανωτέρω ένστασή της (281 ΑΚ) περί τετραμήνου για ανεύρεση εργασίας στον επισιτιστικό κλάδο. Ενώ απορριπτέος τυγχάνει και ο 5ος λόγος έφεσης του ενάγοντος για το ίδιο ζήτημα των μισθών υπερημερίας (ήτοι ότι εσφαλμένα του πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καίτοι δέχτηκε ότι δικαιούται αποδοχές υπερημερίας λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, εντούτοις εσφαλμένα περιόρισε αυτές χρονικά σε διάστημα τεσσάρων μηνών, ενώ έπρεπε να επιδικάσει μισθούς υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας έως τις 30/4/2023), καθόσον η παράλειψη ανεύρεσης εργασίας του ενάγοντος πέραν του τετραμήνου – ενόψει της αυξημένης ζήτησης στον ανωτέρω κλάδο, της νεαρής του ηλικίας και του μεγάλου αριθμού των εστιατορίων στον τόπο κατοικίας του (Αθήνα) – καθίσταται αδικαιολόγητη και το αίτημά του για λήψη μισθών υπερημερίας, δέκα πέντε (15) περίπου μηνών, ασκείται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καταχρηστικά. Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε μισθούς υπερημερίας τεσσάρων μηνών ποσού 4.185,33 ευρώ [Φεβρουάριος 2022 : 85,61 ευρώ, Μάρτιος 2022 : 1.164,42 ευρώ, Απρίλιος 2022 : 1.164,42 ευρώ, πλέον του ποσού των 606,46 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022, Μάιος 2022 : 1.164,42 ευρώ] με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη του μηνός τον οποίο αφορούν και από την 1.5.2022 ως προς το επίδομα Πάσχα 2022.
Ο ενάγων ισχυρίζεται (6ος λόγος έφεσης), ότι όσο εργάζονταν στην εναγομένη, ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, …………, του συμπεριφέρονταν με τρόπο προσβλητικό, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσης, ο οποίος συνιστά εργασιακή παρενόχληση κατά τις διατάξεις του ν. 4808/2021, προσβάλλοντας την προσωπικότητα του και ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα απέρριψε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό του περί εργασιακής παρενόχλησης, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 4808/2021, «Απαγορεύεται κάθε μορφής βία και παρενόχληση, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας είτε συνδέεται με αυτήν είτε προκύπτει από αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης». Σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθ. 4 του ιδίου νόμου «2. Για τους σκοπούς του παρόντος: α) ως «βία και παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών, που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη, β) ως «παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν μορφή διάκρισης, και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης». Οι παράγρ. 3, 4 και 5 του άρθρου 12 του ως άνω ιδίου νόμου ορίζουν τα εξής: «3. Κάθε πρόσωπο του άρθρου 3 που υφίσταται περιστατικό βίας και παρενόχλησης σε βάρος του, έχει δικαίωμα να αποχωρήσει από τον εργασιακό χώρο για εύλογο χρόνο, χωρίς στέρηση μισθού ή άλλη δυσμενή συνέπεια, εφόσον κατά την εύλογη πεποίθησή του υφίσταται επικείμενος σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του, ιδίως, όταν ο εργοδότης είναι ο δράστης τέτοιας συμπεριφοράς ή όταν δεν λαμβάνει τα απαραίτητα πρόσφορα μέτρα κατά την παρ. 2, ώστε να αποκαταστήσει την εργασιακή ειρήνη, ή όταν τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά για να σταματήσουν τη συμπεριφορά βίας και παρενόχλησης. Στην περίπτωση αυτήν, ο αποχωρών υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εργοδότη εγγράφως, αναφέροντας το περιστατικό βίας και παρενόχλησης και τα περιστατικά που αιτιολογούν την πεποίθησή του, ότι επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή, την υγεία ή την ασφάλειά του. Εφόσον δεν υφίσταται ή έχει παύσει να υφίσταται ο κίνδυνος και το πρόσωπο της παρ. 3 αρνείται να επιστρέφει στον εργασιακό χώρο, ο εργοδότης μπορεί να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας με αίτημα την επίλυση της διαφοράς. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζεται το άρθρο 18. 4. Όταν εργοδότης ή πρόσωπο που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα ή εκπροσωπεί τον εργοδότη παραβιάζει την απαγόρευση βίας και παρενόχλησης του άρθρου 4 κατά τη σύναψη ή άρνηση σύναψης της έννομης σχέσης με πρόσωπο του άρθρου 3 ή κατά την εξέλιξη, διάρκεια ή λύση αυτής, παραβιάζει την εργατική νομοθεσία και επιβάλλονται σε βάρος του οι διοικητικές κυρώσεις της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 19. 5. Σε κάθε περίπτωση, η παραβίαση της κατά το άρθρο 4 απαγόρευσης γεννά εκτός των άλλων αξίωση για πλήρη αποζημίωση του θιγόμενου προσώπου, η οποία καλύπτει τη θετική και αποθετική του ζημία, καθώς και την ηθική βλάβη». Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, κατά την διάρκεια της απασχόλησής του στην εναγομένη, δεν ενημέρωσε εγγράφως (άρθ. 12 παρ. 3 εδ. β του ν. 4808/2021) τον εργοδότη για τα – κατά τους ισχυρισμούς του – περιστατικά βίας και παρενόχλησης εναντίον του από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης, ούτε άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης (αρθ. 12 παρ.3 του ν. 4808/2021), ως μέσο αυτοπροστασίας, αρνούμενος να παράσχει την εργασία του, με αποτέλεσμα, να μην δύναται να θεωρήσει την μη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της παρενόχλησης ως μονομερή βλαπτική μεταβολή που προσβάλλει την προσωπικότητά του, ώστε να δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.
Περαιτέρω η εναγομένη, με τον 3° λόγο έφεσής της, ισχυρίζεται, ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκανε δεκτό το αίτημα της αγωγής του ενάγοντος (: του άκυρα απολυθέντος εργαζομένου) για επαναπρόσληψή του, το οποίο έπρεπε να απορρίψει ως αόριστο, διότι στην αγωγή δεν αναφέρεται η σύμβαση εργασίας, η άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερθείσα εργασία, ότι η μη απασχόλησή του ενάγοντος προσβάλλει την προσωπικότητά του με την αναφορά συγκεκριμένων λόγων και περιστάσεων που στοιχειοθετούν την προσβολή. Εφόσον (κατά τα προαναφερόμενα) η καταγγελία είναι άκυρη, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας εξακολουθούν να υφίστανται. Επομένως, ο εργοδότης, ο οποίος λόγω της καταγγελίας έχει πάψει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, υποχρεούται να τον επαναπασχολήσει. Ο εργοδότης έχει από τη σύμβαση εργασίας, εκτός των άλλων, και την παρεπόμενη υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο. Την υποχρέωση αυτή ρητά προβλέπει το άρθρο 656 εδ α’ του ΑΚ. Για την γένεση της υποχρέωσης αυτής αρκεί η δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της απόλυσης και δεν απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων περιστατικών που να καθιστούν παράνομη την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ενάγοντος (που συνιστά τον 7ο λόγο έφεσης) ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα του, κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ, περί καταβολής χρηματικής ποινής ύψους 50.000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εναγομένης με την υποχρέωση ν’ αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος, πρέπει ν’ αναφερθούν τα εξής: προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι οποίες τάσσονται αθροιστικώς και τις οποίες οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο δανειστής, είναι αφενός μεν η υποχρέωση του οφειλέτη προς πράξη, η οποία δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο, αφετέρου δε η εξάρτηση της επιχείρησης της πράξης αποκλειστικά από την βούληση του οφειλέτη (Π. Βαφειάδου, σε I. Χαμηλσθώρη/Χ. Κλουκίνα/Ο. Κλουκίνα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Τ 2ος, – Αναγκαστική Εκτέλεση για την ικανοποίηση μη χρηματικών απαιτήσεων, εκδ. 2005, σελ. 60 – βλ. και ΕφΠατρ 131/2018 ΝΟΜΟΣ). Ενδεικτικά, μπορούν να αναφερθούν οι εξής πράξεις που εμπίπτουν στην εφαρμογή της διατάξεως του άρθ. 946 ΚΠολΔ : Η παροχή πιστοποιητικού ή βεβαίωσης που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο, η υποχρέωση του εργοδότη επαναπρόσληψης του ακύρως απολυθέντος μισθωτού, η καταδίκη του εργοδότη σε πραγματική αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού. Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθ. 946 ΚΠολΔ, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωση του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει, τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως 50.000 ευρώ και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Συνεπώς το Δικαστήριο, δυνάμει των ανωτέρω, δεκτού γενομένου του 7ου λόγου έφεσης του ενάγοντος, υποχρεώνει την εναγομένη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της, με την υποχρέωση της ν’ αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος, στην καταβολή χρηματικής ποινής 30.000 ευρώ. Επομένως, για όλες τις προαναφερόμενες αιτίες, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 19.502,6 ευρώ (1.627,66 + 3.096,18 + 3.081 + 7.512,43 + 4.185,33), επιπλέον δε και το κονδύλιο των 430,08 ευρώ που του επιδικάστηκε πρωτόδικα για απασχόληση τις αργίες και το οποίο δεν πλήττεται με λόγο έφεσης.
Κατόπιν της ως άνω κρίσεως, η εξέταση της από 19/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΕΑΚ ……/2024) αίτησης ανάκλησης της συντηρητικής κατάσχεσης [διότι ο ενάγων για την εξασφάλιση της απαίτησης που απορρέει από την ανωτέρω με αριθ. 102/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εργατικών Διαφορών) επέβαλε συντηρητική κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών της εναγομένης εις χείρας των αναφερομένων στην αίτηση Τραπεζικών Ιδρυμάτων] είναι άνευ αντικειμένου.
Κατόπιν τούτων, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης: 1. Να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή των 4ου και 7ου λόγων έφεσης, η από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) έφεση του ενάγοντος, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια αυτά για τα οποία έγιναν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι έφεσης αλλά και στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 103/2001 – ΕφΠειρ 168/2014), να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί εκ νέου η αγωγή και αφού κριθεί αυτή ορισμένη και νόμιμη, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 19.932,68 ευρώ και δη: α) το ποσό των 1.627,66 ευρώ για υπερεργασία, β) το ποσό των 3.096,18 ευρώ για εργασία τις Κυριακές, γ) το ποσό των 3.081 ευρώ για εργασία τη νύχτα, δ) το ποσό των 4.185,33 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και δώρο Πάσχα και το ποσό των 430,08 ευρώ για απασχόληση τις αργίες με τον νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη απαιτητό κάθε επί μέρους κονδύλιο, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας (αρθ. 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εφεσίβλητης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. 2. Ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) έφεση της εκκαλούσας ΟΕ με την επωνυμία ………… ΟΕ, και να επιβληθούν στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθ. 176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. 3. Ν’ απορριφθεί η από 19/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΕΑΚ ……/2024) αίτηση ανάκλησης της συντηρητικής κατάσχεσης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024), από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) εφέσεις και την από 19/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΕΑΚ ……/2024) αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα/εναγομένη του παραβόλου που κατέθεσε για το παραδεκτό της ένδικης έφεσης της, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) έφεση του ενάγοντος.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανωτέρω έφεση του ενάγοντος κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθ. 102/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εργατικών Διαφορών).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19/4/2022 (ΓΑΚ ……/2022 – ΑΚΔ ……/2022) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με την υποχρέωση της ν’ αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος, στην καταβολή χρηματικής ποινής, ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δυο (19.932,68) ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών, νομιμοτόκως, αφότου κάθε επιμέρους κονδύλιο που απαρτίζει το ποσό αυτό κατέστη απαιτητό, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας, μέχρι την εξόφληση,
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης/εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος/ενάγοντος και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 1/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΑΚΕΜ ……/2024) έφεση της εναγομένης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19/3/2024 (ΓΑΚ ……/2024 – ΕΑΚ ……/2024) αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στην Αθήνα, στις 31-5-2024.