Περίληψη: Στοιχεία ορισμένου αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή προσαυξήσεων για εργασία που παρασχέθηκε νομίμως τις Κυριακές και αργίες καθώς και για νυκτερινή απασχόληση. Επίσχεση εργασίας. Ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του εργαζόμενου όταν δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη ή ότι η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη. Νομίμως όμως ασκήθηκε εν προκειμένω το δικαίωμα αυτό, καθώς οι εργαζόμενοι διατηρούσαν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις που αδικαιολόγητα και υπαιτίως δεν τους κατέβαλε ο εργοδότης. Δεν αποδείχθηκε οικονομική δυσπραγία του εργοδότη αλλά αντίθετα κακή οικονομική διαχείριση. Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος απέχει από την εργασία του, ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση λύθηκε με οικειοθελή αποχώρηση του εργαζόμενου, ειδικά αν ο τελευταίος, με ρητή δήλωσή του, έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη ότι προτίθεται να παράσχει τις υπηρεσίες του κανονικά μετά την καταβολή των οφειλόμενων. Δήλωση λύσεων συμβάσεων εργασίας στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ» εκ μέρους του εργοδότη λόγω δήθεν οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου. Δεν εφαρμόζονται τα σχετικά με το εμπρόθεσμο στην περίπτωση της επίσχεσης εργασίας. Μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργαζόμενου ότι δεν υπήρξε οικειοθελής αποχώρηση αλλά αντίθετα εργοδοτική καταγγελία. Κατάρτιση ψευδεπίγραφων συμβάσεων μαθητείας στην αρχή της εργασιακής σχέσης. Μετέπειτα ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου. Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η σύναψη συμβάσεων έργου ανταποκρινόταν στη βούληση αμφότερων των μερών, ότι γινόταν για την κάλυψη έκτακτων αναγκών και αφορούσε άτομα που βρίσκονταν στο στάδιο των σπουδών τους και όχι πτυχιούχους. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι η πρακτική αυτή του εργοδότη απέβλεπε στην εξοικονόμηση δαπανών καθώς οι εργαζόμενοι για τον μήνα της απασχόλησής τους με σύμβαση μαθητείας δεν αμείβονταν, ενώ με την μετέπειτα σύμβαση έργου ο εργοδότης δεν επιβαρυνόταν με τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων. Απορρίπτεται ως ποσοτικά αόριστη. Επιδικάζει στους ενάγοντες συνολικά 89.817,77 Ευρώ για Κυριακές, αργίες, νύχτες, μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης εργασίας και άκυρης απόλυσης καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 520/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Κωνσταντία Αθ. Κιούση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από την Γραμματέα Καλλιρόη Καραγιάννη,
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου του έτους 2023 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ………… του …………, κατοίκου Αθηνών (οδός …………, αρ. ……) με ΑΦΜ …………, 2) ………… του …………, κατοίκου Αθηνών (οδός …………, αρ. ……), με ΑΦΜ …………, 3) ………… του …………, κατοίκου Πειραιά (οδός …………, αρ. ……), με ΑΦΜ …………, 4) ………… του …………, κατοίκου Αθηνών (οδός …………, αρ. ……), με ΑΦΜ …………, 5) ………… του …………, κατοίκου ………… Αττικής (οδός …………, αρ. ……) με ΑΦΜ ………… και 6) ………… του …………, κατοίκου ………… Αττικής (οδός …………, αρ. ……), με ΑΦΜ …………, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Βλαχόπουλου του Γεωργίου – Μιχαήλ (ΑΜ ΔΣΑ 29922), κατοίκου Αθηνών (οδός 28ης Οκτωβρίου αρ.95), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: σωματείου με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην ………… Αττικής (οδός ………… , αρ. …….), νομίμως εκπροσωπούμενου, το οποίο εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθηνά Χειμώνα του Αθανασίου (ΑΜ ΔΣΑ 31472), κάτοικο Αθήνας (οδός Σόλωνος αρ.100), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 10-04-2022 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/10-04-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/10-04-2022, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο στις 27-05-2022, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στο πλαίσιο της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση για όσο χρόνο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο χρόνο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν αυτός κανονικά. Όμως, το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 1153/2009). Όμως στην περίπτωση που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα από μόνη τη δήλωση αυτή να θεωρήσει ότι η σύμβαση έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του, πολλώ δε μάλλον εάν ο τελευταίος με ρητή δήλωσή του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη ότι προτίθεται να παράσχει τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης μετά την καταβολή των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών, για τις οποίες προέβη σε επίσχεση. Μάλιστα εάν ο εργοδότης αποκρούσει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης (έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης) καθίσταται πλέον υπερήμερος, έστω και εάν λόγω της τυχόν προηγουμένης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του μισθωτού, αυτός δεν είχε αρχικά περιέλθει σε υπερημερία (σχετ. ΑΠ 1502/2010). Εξ άλλου η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού παύει α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, γ) με την καθοιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας και δ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, έκτος εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη. Η σύναψη όμως κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη εκ μέρους του εργαζομένου σύμβασης εξαρτημένης εργασίας με άλλον εργοδότη δεν αίρει την υπερημερία του προηγουμένου, ο οποίος κατά το άρθρο 656 εδ. β’ του ΑΚ δικαιούται απλώς να εκπέσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας την ωφέλεια που ο εργαζόμενος αποκόμισε από την άλλη απασχόλησή του. Ωσαύτως η αναζήτηση και ανεύρεση άλλης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, που επιβάλλεται άλλωστε για λόγους βιοπορισμού αυτού, δεν καθιστά καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ τη συνέχιση της επίσχεσης εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών εκ μέρους του προηγούμενου εργοδότη και κατά συνέπεια δεν αίρει την υπερημερία του τελευταίου (ΑΠ 324/2017 ΝΟΜΟΣ).
II. Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, για τη νομική πληρότητα, του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή προσαυξήσεων για εργασία που παρασχέθηκε νομίμως τις Κυριακές και αργίες (Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946 και 25825/1951), καθώς και για νυκτερινή απασχόληση (Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας 18310/1946), αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές, ο αριθμός αυτών, καθώς και το χρονικό διάστημα, στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε μη εργάσιμες εορτές καθορίζονται από το νόμο, ενώ δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ’ ημέρα ή εβδομάδα της νυκτερινής εργασίας, αλλά αρκεί η αναφορά των ωρών αυτής (ΑΠ 1643/2017, ΑΠ 706/2013, ΕφΑθ 1149/2022 ΝΟΜΟΣ ακόμη και του μέσου όρου των ωρών αυτών ΑΠ 284/2022 ΝΟΜΟΣ).
III. Στη διάταξη του άρθ. 38 ν. 4488/2017 περί «Αναγγελίας λύσης της σύμβασης εργασίας», ορίζεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει, με ηλεκτρονική υποβολή των σχετικών εντύπων που προβλέπονται στην υπ’ αρ. 40331/13.9.2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 3520) στο Πληροφοριακό Σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ II» (Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου ή αυτοδίκαιης λύσης της δοκιμαστικής περιόδου ή συναινετικής λύσης της σύμβασης εργασίας, όπως εθελούσια έξοδος, ή καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του εργαζομένου ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου ή κάθε άλλης περίπτωσης λύσης ή λήξης της σύμβασης εργασίας (παρ. 1). Η αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου συνοδεύεται υποχρεωτικά από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο υπογεγραμμένο ιδιοχείρως από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο ή από έγγραφο που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή τους ή έγγραφο ψηφιακά βεβαιωμένο και από τους δύο μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr – ΕΨΠ), σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 4727/2020 (Α’ 184), περί της έκδοσης εγγράφων μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, (παρ. 2) 3. Η αδικαιολόγητη (αυθαίρετη) αποχή του εργαζομένου από την εργασία για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) συναπτών εργάσιμων ημερών μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του, εφόσον προηγουμένως έχει παρέλθει επιπλέον χρονικό διάστημα πέντε (5) συναπτών εργάσιμων ημερών από την υποχρεωτική όχλησή του από τον εργοδότη του, η οποία α) αναρτάται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II και β) αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο γραπτό τρόπο. Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης υποχρεούται, την επόμενη εργάσιμη ημέρα της λήξης του διαστήματος του πρώτου εδαφίου, να αναγγείλει την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II, χωρίς να απαιτείται η υπογραφή του εργαζομένου (παρ. 3). Αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη (παρ. 4). Τέλος, ορίζεται ότι οι παρ. 2, 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση επίσχεσης εργασίας (παρ. 5). Με την εν λόγω διάταξη εισάγεται ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου ώστε, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εφόσον ο εργοδότης δεν τήρησε τις προϋποθέσεις νόμιμης αναγγελίας που προβλέπει η πρώτη παράγραφος του άρθρου 38 Ν. 4488/2017, να τεκμαίρεται μαχητά ότι δεν υπήρξε οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου αλλά, αντιθέτως, εργοδοτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Προϋπόθεση, λοιπόν, για την ενεργοποίηση του τεκμηρίου είναι αποκλειστικά και μόνο η αποτυχία του εργοδότη να προβεί εμπροθέσμως στην τυπική αναγγελία της αποχώρησης του μισθωτού. Έτσι, το τεκμήριο ενεργοποιείται τόσο όταν ο εργοδότης παραλείπει την ηλεκτρονική αναγγελία της οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου, όσο και όταν προβαίνει μεν στην ανάρτηση του σχετικού εντύπου στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» αλλά εκπρόθεσμα η χωρίς την επισύναψη των απαραίτητων συνοδευτικών εγγράφων. Κατόπιν αυτού ο εργοδότης βαρύνεται πλέον να αποδείξει ότι η λύση της εργασιακής σχέσης οφείλεται πράγματι σε οικειοθελή αποχώρηση του μισθωτού και όχι σε απόλυσή του.
IV. Σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλον τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχει το στοιχείο της παροχής εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύμβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση και κατά την οποία ο εργαζόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, μόνο αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κλπ, που προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, η οποία δεν αποτελεί προέχον στοιχείο στη γνήσια σύμβαση μαθητείας. Επίσης, στη γνήσια σύμβαση μαθητείας μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης θα καταβάλλει στο μαθητευόμενο μισθό κατώτερο από το μισθό του καταρτισμένου μισθωτού για την ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαμβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την εκπαίδευσή του. Τέλος, οι συμβληθέντες με γνήσια σύμβαση μαθητείας δεν δικαιούνται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ούτε δώρα εορτών, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας που δικαιούνται εκ του νόμου οι συνδεόμενοι με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 1326/2020, ΑΠ 1213/2019, ΑΠ 1482/2019, ΑΠ 1395/2019, ΑΠ 1256/2018, ΑΠ 1472/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους, ιστορούν ότι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο σωματείο με άτυπες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 14 Μαρτίου 2020, 11 Απριλίου 2015, 1 Νοεμβρίου 2018, 19 Μαρτίου 2019, 2 Φεβρουαρίου 2018 και 23 Μαρτίου 2019 αντιστοίχως, προκειμένου να εργαστούν ως υπάλληλοι με την ειδικότητα του κοινωνιολόγου, στις εγκαταστάσεις του στην Αθήνα, επί της οδού ………… αρ…., επί οκταώρου ημερησίως και πενθημέρου εβδομαδιαίως έναντι μηνιαίου μισθού ύψους 600,00 ευρώ καθαρά και 698,65 ευρώ μικτά, με καθήκοντα τα ειδικότερα περιγραφόμενα στην αγωγή. Ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους συμμορφώνονταν στις εντολές και τις οδηγίες του εναγόμενου, το οποίο ασκούσε πλήρη εποπτεία και έλεγχο και καθόριζε τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας τους. Ότι για την παροχή των υπηρεσιών τους χρησιμοποιούσαν τις εγκαταστάσεις του εναγόμενου και τον εξοπλισμό του, όντας πλήρως ενταγμένοι στο μόνιμο προσωπικό του και εξυπηρετώντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες, υποχρεούμενοι να παρέχουν την εργασία τους αυτοπροσώπως. Ότι υπό την απειλή διακοπής της εργασίας τους, αναγκάστηκαν να υπογράψουν ψευδεπίγραφες συμβάσεις έργου διάρκειας από τις 15/4/2020 έως τις 31/12/2020 για τον πρώτο ενάγοντα, από τις 11/5/2015 έως τις 10/11/2015 για την δεύτερη ενάγουσα, από την 1/12/2018 έως τις 30/5/2019 για την τρίτη ενάγουσα, από τις 21/4/2019 έως τις 20/10/2019 για την τέταρτη ενάγουσα, από τις 2/3/2018 έως την 1/9/2018 για την πέμπτη ενάγουσα και από τις 24/4/2019 έως τις 23/10/2019 για την έκτη ενάγουσα, με σκοπό τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας τους. Ότι αν και απασχολούνταν αδιαλείπτως καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, το εναγόμενο ανήγγειλε την απασχόλησή τους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μόλις στις 8/7/2021, 4/2/2016, 12/6/2019, 6/3/2020, 19/9/2018 και 6/3/2020 αντίστοιχα, χωρίς να τους ασφαλίζει για τον χρόνο εργασίας τους, ούτε να τους καταβάλει τις αντίστοιχες αποδοχές τους για την εργασία τους τις Κυριακές, τις αργίες και τις νύχτες. Ότι στις 11-10-2021 άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας τους και αποχώρησαν από το εναγόμενο, μέχρι την εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Ότι ενώ συνεχιζόταν η κατάσταση υπερημερίας του, στις 11-01-2022 τους κοινοποίησε εξώδικη δήλωσή του με την οποία τους γνώριζε ότι εκλαμβάνει την από 11-10-2021 αποχώρησή τους λόγω επίσχεσης ως οικειοθελή αποχώρησή τους. Ότι η απουσία τους δεν ήταν αδικαιολόγητη και σε κάθε περίπτωση η δήλωσή του αυτή συνιστά άτακτη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, διότι δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρ. 38 παρ. 2 Ν. 4488/2017 (μη επίδοση της εξώδικης δήλωσης εντός τεσσάρων ημερών από την φερόμενη ως οικειοθελή αποχώρηση), η οποία είναι άκυρη επειδή δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και διότι έγινε για λόγους εκδίκησης εξαιτίας της προσφυγής τους στο ΣΕΠΕ. Ότι αν και εργάστηκαν τις ειδικότερα αναφερόμενες Κυριακές και αργίες και πραγματοποίησαν και νυχτερινή εργασία, το εναγόμενο δεν τους κατέβαλε τις νόμιμες προσαυξήσεις για την εργασία τους αυτή. Ότι εξαιτίας των άκυρων απολύσεων τους το εναγόμενο έχει περιέλθει σε υπερημερία δανειστή και τους οφείλει μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ τους οφείλει εισέτι δεδουλευμένους μισθούς προγενέστερου διαστήματος. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες όπως παραδεκτά περιόρισαν την αγωγή τους με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου καθώς και με τις έγγραφες προτάσεις του και παραιτήθηκαν από μέρος των αγωγικών κονδυλιών ζητούν: 1) να αναγνωριστεί ότι νομίμως άσκησαν το δικαίωμά τους για επίσχεση εργασίας στις 11-10-2021, 2) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των από 11-01-2022 καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους εκ μέρους του εναγομένου, 3) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 22.906,45 ευρώ, ήτοι: α) 858,00 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, β) 19,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, γ) 583,54 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, δ) 16.445,41 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και ε) 5.000,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό 14.875,62 ευρώ, ήτοι: α) 2.029,80 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, β) 185,40 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, γ) 1.675,80 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, δ) 5.984,62 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και ε) 5.000,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 11.085,11 ευρώ, ήτοι: α) 1.050,30 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, β) 97,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, γ) 1.055,33 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, δ) 3.881,98 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και ε) 5.000,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 23.155,88 ευρώ, ήτοι: α) 1.599,00 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, β) 136,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, γ) 952,09 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, δ) 15.468,29 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και ε) 5.000,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 15.196,74 ευρώ, ήτοι: α) 1.025,28 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, β) 178,32 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, γ) 1.272,92 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, δ) 7.720,22 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και ε) 5.000,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και στην έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 23.597,97 ευρώ, ήτοι: α) 1.209,00 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, β) 136,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, γ) 936,73 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, δ) 16.315,74 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας και ε) 5.000,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη απαιτητή άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής, 4) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους κατά τους όρους των συμβάσεων εργασίας τους από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, καταδικάζοντας παράλληλα αυτό σε χρηματική ποινή 50.000,00 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής του συμμορφωθεί στην υποχρέωση αυτήν, 5) επικουρικά – σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας τους έχουν λυθεί ή ήταν άκυρες για οιονδήποτε λόγο – να υποχρεωθεί το εναγόμενο: i) να καταβάλει επιπλέον, τα μνημονευόμενα για έκαστο εξ αυτών ποσά που αντιστοιχούν στη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης με τον νόμιμο τόκο από την ημεροχρονολογία που καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους άλλως από την επίδοση της αγωγής και ii) να τους χορηγήσει κατ’ άρθρο 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ πιστοποιητικά εργασίας, στα οποία να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας εκάστου εξ αυτών, καταδικάζοντας αυτόν σε χρηματική ποινή 10.000,00 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής του συμμορφωθεί στην υποχρέωση αυτήν, 6) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 7) να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δη των εργατικών διαφορών [άρθρα 591, 614 αρ. 3 στοιχ. α’, 621 ΚΠολΔ]. Έχει δε ασκηθεί παραδεκτά: α) εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955 όσον αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των ένδικων συμβάσεων εργασίας και στην επιδίκαση μισθών υπερημερίας και β) εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, όσον αφορά στο επικουρικό αίτημα καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, οι οποίες (αποσβεστικές προθεσμίες), λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (κατ’ άρθρο 280 ΑΚ), όπως τούτο αποδεικνύεται από την με αρ. …………/11-04-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη. Είναι δε αρκούντως ορισμένη αφού περιέχονται σε αυτή όλες οι απαιτούμενες από τις, ως άνω, μνημονευόμενες διατάξεις προϋποθέσεις. Ειδικότερα, εκτίθενται στην αγωγή η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το επάγγελμα και η ειδικότητα των εναγόντων εργαζομένων, η δραστηριότητα την οποία ασκούσε το εναγόμενο – εργοδότης και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, παρατίθενται δε λεπτομερώς οι ημέρες και οι ώρες παροχής της εργασίας των εναγόντων, χωρίς στα θεμελιωτικά γεγονότα της εν λόγω αγωγής να ανήκουν η εξειδίκευση του ωραρίου εργασίας, δηλαδή η ώρα έναρξης και λήξης της εργασίας σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, αναφορικά με την απασχόλησή τους κατά τις νυχτερινές ώρες, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174,180, 281, 340, 341, 345, 346, 648, 653, 655, 656 και 678 ΑΚ, άρθρο 66 Ν. 4808/2021, 4 και 7 εδ. α’ Ν. 2112/1920, άρθ. 38 Ν. 4488/2017, 57, 59, 330, 281, 299, 648, 672, 914 και 932 ΑΚ (για ηθική βλάβη), 1 §1 του Ν.1082/1980 και Α.Ν. 1777/1951 σε συνδυασμό με Υ.Α. 19040/1981 (επιδόματα εορτών), 3 §16 Ν. 4504/1966, 1 § 3 Ν. 4547/1966 (επίδομα αδείας), της ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας 18310/1946 (για την νυχτερινή εργασία), των 8.900/1946 και 18.310/1946 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκαν με την 25.825/1951 όμοια απόφαση, 2 του Ν. 435/1976, 10 παρ. 1 του β.δ. 748/1966 (για τις Κυριακές και τις αργίες) άρθρα 70, 176, 907, 908 § 1 περ. ε’, 910 αρ. 4 και 946 § 1 ΚΠολΔ. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι: α) για το παραδεκτό της συζήτησης οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν τα από 31-03-2022 έγγραφα, υπογεγραμμένα από τους ίδιους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, με τα οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους ενημέρωσε έκαστο εξ αυτών για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 και β) για το καταψηφιστικό αντικείμενό της κατά το μέρος που υπερβαίνει το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1 στοιχ. α’ ΚΠολΔ), έχουν καταβληθεί τα προσήκοντα δικαστικά ένσημα με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. προσκομ. υπ’ αριθμ. …………, ………… και ………… e-παράβολα με τις συνημμένες σ’ αυτά αποδείξεις συναλλαγής). Σημειωτέον ότι όσον αφορά τις δεύτερη, τρίτη και πέμπτη των εναγουσών, μετά τον ως άνω παραδεκτό περιορισμό των αγωγικών αιτημάτων τους, το καταψηφιστικό αντικείμενο της ένδικης αγωγής τους υπολείπεται του ορίου της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου και, συνεπώς, δεν υπόκειται σε καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. 1 στοιχ. α’ ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 656 ΑΚ, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει το δικαίωμα να εκπέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από την ματαίωση της εργασίας του ή από την παροχή της αλλού. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, εφόσον υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία δεν έχει λυθεί νομίμως και ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, που αυτός πραγματικά και προσηκόντως του προσφέρει, περιέρχεται σε υπερημερία και έχει την υποχρέωση να καταβάλει στο μισθωτό τις αποδοχές που εκείνος θα ελάμβανε σύμφωνα με την εργασιακή σύμβαση και το νόμο ή ΣΣΕ ή ΔΑ, εάν δεν μεσολαβούσε η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του. Από τις αποδοχές αυτές, όμως, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει την ωφέλεια που αποκόμισε ο μισθωτός από τη ματαίωση της εργασίας του, δηλ. από τη χρησιμοποίηση του χρόνου που έμεινε ελεύθερος λόγω της υπερημερίας του εργοδότη και από την αξιοποίησή του είτε με αυτοαπασχόληση είτε με παροχή εργασίας σε άλλον εργοδότη, από την οποία αποκόμισε ωφέλεια. Αντίθετα, δεν αφαιρείται η ωφέλεια που προϋπήρχε της υπερημερίας του εργοδότη προερχόμενη από την αξιοποίηση εκ μέρους του μισθωτού του εκτός του ωραρίου εργασίας χρόνου του. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας του μισθωτού (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 66/2021 ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, κατά το άρθρο 656 ΑΚ λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, για να εισπράττει από αυτόν, χωρίς να εργάζεται, τους μισθούς, υπερημερίας. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησής του μισθωτού, και δεν αρκεί ότι αυτός δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Για να είναι δε ορισμένη η περί τούτου ένσταση του εργοδότη, πρέπει αυτός να αναφέρει την εργασία την οποία ο μισθωτός μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται συγκεκριμένη επιχείρηση, τους λόγους για τους οποίους είναι κακόβουλη η μη απασχόλησή του αλλού, καθώς και την ωφέλεια που θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα λάμβανε από την εργασία του. Τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται και στην απόφαση του δικαστηρίου, για να είναι αυτή επαρκώς αιτιολογημένη (ΑΠ 1.093/2003, ΑΠ 142/2007, ΑΠ 2.194/2014, ΑΠ 223/2014, ΑΠ 363/2015, ΑΠ 394/2016, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 1.451/2019 ΝΟΜΟΣ). Μόνη η μακρά διάρκεια του διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης, καταχρηστική (ΑΠ 118/2017, ΑΠ 613/2018 ο.π.). Ούτε συνιστά κακόβουλη παράλειψη εκ μέρους του εργαζομένου η άρνηση αυτού να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη, εάν η εργασία που του προσφέρεται ή οι συνθήκες αυτής δεν είναι ανάλογες με τα προσόντα, τις γνώσεις ή την ειδικότητά του ή η τυχόν αποδοχή της δυσχεραίνει σημαντικά την επιστροφή του εργαζόμενου στην προηγούμενη θέση του σε περίπτωση που ο εργοδότης διακόψει την υπερημερία του, καλώντας τον εργαζόμενο να αναλάβει εργασία. Εξάλλου, από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρ. 262 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ένσταση, ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός, που περιέχει πραγματικά περιστατικά διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη της αγωγής, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντα. Διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη (ΑΠ 856/2017, ΑΠ 1.070/2017 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, το εναγόμενο με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε συνοπτικά στα πρακτικά και αναλύεται περισσότερο με τις νομότυπα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις, συνομολογεί ότι μεταξύ αυτού και των εναγόντων είχαν συναφθεί αρχικά συμβάσεις έργου και στη συνέχεια συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ωστόσο περαιτέρω, αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή υποστηρίζοντας ότι καταχρηστικώς οι ενάγοντες αρνούνται να εκτελέσουν την εργασία τους επικαλούμενοι το δικαίωμα επίσχεσης αυτής. Ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας εκ μέρους των εναγόντων ήταν μη νόμιμη για τους λόγους που ειδικώς εκτίθενται στις προτάσεις και ότι η ως άνω συνεχής και αδικαιολόγητη αποχή από τα εργασιακά τους καθήκοντα και η εν γένει αντισυμβατική συμπεριφορά τους, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στις προτάσεις, συνιστούν οικειοθελή αποχώρηση έκαστου των εναγόντων από τις θέσεις εργασίας τους που συντελέστηκε στις 13-01-2022. Ότι, τέλος, το ίδιο (εναγόμενο) εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις του σε σχέση με την αναγγελία των οικειοθελών αποχωρήσεων των εναγόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 38 Ν. 4488/2017, κατά τα ειδικώς στις προτάσεις αναφερόμενα. Περαιτέρω, το εναγόμενο πρόβαλε, επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθεί ότι ασκήθηκε νόμιμα το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας εκ μέρους των εναγόντων, ότι το πιο δικαίωμα ασκήθηκε από τους ενάγοντες προσχηματικά και κατ’ επέκταση καταχρηστικά για τους λόγους που αναλύονται στις προτάσεις τους, δηλαδή ότι οι ενάγοντες αντίθετα με την καλή πίστη αρνούνταν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, αν και η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους δεν ήταν αξιόλογη χρονικά. Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου συνιστά την εκ του άρθρ. 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά (άρθρ. 262, 591 ΚΠολΔ), είναι πλήρως ορισμένη (άρθρ. 262 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Περαιτέρω, πρόβαλε, επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθεί τόσο ότι είναι έγκυρη η άσκηση επισχέσεως εκ μέρους των εναγόντων όσο και ότι η ενέργεια του ίδιου να αναγγείλει τις οικειοθελείς αποχωρήσεις των εναγόντων εξομοιώνεται με άκυρη καταγγελία των συμβάσεών τους, τον ισχυρισμό ότι κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του οι ενάγοντες παρέλειψαν κακοβούλως να ανεύρουν άλλη εργασία. Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου συνιστά την εκ του άρθρ. 656 εδ. δ’ ΑΚ ένσταση αφαίρεσης ωφέλειας, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά (άρθρ. 262, 591 ΚΠολΔ), είναι πλήρως ορισμένη (άρθρ. 262 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρ. 656 εδ. δ’ ΑΚ, και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Τέλος, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικά τις ένδικες αξιώσεις διότι ανάγονται σε τρία έτη πριν την άσκηση της αγωγής, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχουν ποτέ διαμαρτυρηθεί γι’ αυτές ούτε καν στο από 04-10-2021 εξώδικό τους. Ότι, η συμπεριφορά των εναγόντων υπερβαίνει προφανώς τα όρια: της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και, επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι ένδικες αξιώσεις και η αγωγή ως καταχρηστική. Με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, όμως, η αμέσως πιο πάνω προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ, είναι ποσοτικά αόριστη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, ήτοι των ………… του ………… και ………… του …………, αντίστοιχα, οι οποίες περιέχονται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου αυτού, εκτιμώμενες χωριστά και σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας τους; από την με αριθμό ……/06-04-2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος των εναγόντων, ………… του …………, η οποία λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Κατσίγιαννη, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου (άρθρα 421, 422 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), δια της επίδοσης σε αυτό της από 03-04-2023 κλήσης για την εξέταση μαρτύρων (όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες με αρ. ………/03-04-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κωνσταντίνου Λεράκη), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ, ΑΠ 1584/2021 ΝΟΜΟΣ καθώς και οι δικαστικές αποφάσεις που προσκομίζονται), όπως τα διαδικαστικά έγγραφα άλλων δικών που προσκομίζονται προς απόδειξη κρίσιμου για την εκκρεμή δίκη πραγματικού περιστατικού ή γεγονότος που μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση δικαστικού τεκμηρίου, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, τις ομολογίες των διαδίκων που εμπεριέχονται στις προτάσεις τους ή συνάγονται από αυτές (άρθρο 261 εδ. β’ σε συνδ. με 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση (Ολ. ΑΠ 684/2017, Α.Π. 10/2005 ΝΟΜΟΣ), που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη [άρθρο 336 παρ. 4 σε συνδ. με 591 του ΚΠολΔ], σε συσχέτιση και αλληλουχία με τις ως άνω καταθέσεις και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το εναγόμενο είναι κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο που ιδρύθηκε το έτος 2006 και έχει ως σκοπό την εκπόνηση, ανάπτυξη, έρευνα, μελέτη, προώθηση, προβολή και εφαρμογή προγραμμάτων και συστημάτων προκειμένου να επιτυγχάνεται η παραμονή προσώπων, όπως ηλικιωμένων, μη αυτοεξυπηρετούμενων πολιτών, ατόμων με αναπηρίες, μοναχικών ατόμων, χρονίως πασχόντων και μετεγχειρητικών ασθενών στο οικείο φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, η διατήρηση της συνοχής της οικογένειάς τους, η αποφυγή χρήσης ιδρυματικής φροντίδας ή καταστάσεων κοινωνικού αποκλεισμού, η εξασφάλιση ασφαλούς, αξιοπρεπούς και υγιούς διαβίωσης και η βελτίωση της ποιότητας ζωής τους (άρθ. 2 του Καταστατικού). Προς ευόδωση του σκοπού αυτού προβαίνει στην υλοποίηση προγραμμάτων όπως η τηλεειδοποίηση (μέσω του οποίου οι ηλικιωμένοι επικοινωνούν με τηλεφωνικό κέντρο, με τη χρήση εύχρηστης ηλεκτρονικής συσκευής «…………») και η δημοσιοποίηση περιστατικών εξαφάνισης (…………). Οι πόροι του εναγόμενου σωματείου προέρχονται αποκλειστικά από τις κρατικές επιχορηγήσεις καθώς και από δωρεές ιδιωτών. Το ανωτέρω συνομολογεί το εναγόμενο με τις προτάσεις του και δεν κλονίστηκε η κρίση του Δικαστηρίου από την κατάθεση της μάρτυρος ανταποδείξεως, η οποία κατέθεσε ότι μόνο μία φορά είχαν «πάρει κρατική επιχορήγηση και συγκεκριμένα το έτος 2019», διότι πάντοτε είχαν δυσκολίες στο να ανταποκριθούν στις λειτουργικές τους υποχρεώσεις όπως αμοιβές προσωπικού, ΔΕΗ, ΙΚΑ και ενοίκια και δεν εξασφάλιζαν την αναγκαία πιστοποίηση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε αλλά αποτελεί και πασίδηλο γεγονός το ότι η λειτουργία του εναγομένου είναι επί 24ώρου βάσεως ημερησίως και παρέχει κοινωφελές έργο κυρίως με την υπηρεσία ………… για την εξεύρεση ενηλίκων και ανηλίκων που έχουν εξαφανιστεί. Όπως, ρητά το ίδιο το εναγόμενο συνομολογεί, η φύση του κοινωφελούς έργου του απαιτεί να απασχολείται μόνο μόνιμο προσωπικό και δεν αρκούνται στην εθελοντική εργασία. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του το εναγόμενο προέβαινε στην πρόσληψη εργαζομένων ειδικότητας κοινωνιολόγων με άτυπες προφορικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Ειδικότερα, οι υπάλληλοι προσλαμβάνονταν ατύπως και προφορικώς αρχικά, με το πρόσχημα της εκπαίδευσης, χωρίς όμως να αποδειχθεί ότι συνήπταν με το εναγόμενο γνήσιες συμβάσεις μαθητείας, καθώς η Διοίκηση του εναγομένου προεχόντως απέβλεπε στην εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασία και παρεπόμενος σκοπός ήταν η εκμάθηση, διότι εν προκειμένω η άσκηση των καθηκόντων των κοινωνιολόγων δεν απαιτούσε ιδιαίτερη επίδειξη πρακτικών ή τεχνικής, καθώς η επιστημονική κατάρτιση ενός κοινωνιολόγου παρείχε το υπόβαθρο. Αν και περίπου για χρονικό διάστημα ενός μηνός, οι εργαζόμενοι παρείχαν την εργασία τους, πλήρως συμμορφούμενοι στις εντολές και τις οδηγίες του εκπροσώπου του εναγόμενου, ο οποίος και ασκούσε πλήρη εποπτεία και έλεγχο στην παρεχόμενη από αυτούς εργασία, το εναγόμενο δεν τους κατέβαλε τις νόμιμες αντίστοιχες δεδουλευμένες αποδοχές, ως όφειλε. Αντιθέτως, στη συνεχεία προέβαινε το εναγόμενο στη σύναψη συμβάσεων έργου ορισμένης διάρκειας με τους εργαζόμενους – κοινωνιολόγους, οι οποίες ωστόσο ήταν εικονικές και συνάπτονταν για οικονομικούς λόγους και για την αποφυγή της εφαρμογής των ευνοϊκών διατάξεων για τους εργαζομένους υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Και τούτο διότι οι εργαζόμενοι εξακολουθούσαν να παρέχουν την εργασίας τους, υπό καθεστώς πλήρους εξάρτησης, οδηγιών και κατεύθυνσης εκ μέρους της διοίκησης του εναγομένου τόσο ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας τους όσο και ως προς τον τρόπο παροχής αυτής, χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα αυτόνομης ενέργειας. Εξάλλου, όπως και η μάρτυρας ανταποδείξεως κατέθεσε το προσωπικό αυτό ήταν πλήρως ενταγμένο στο μόνιμο προσωπικό, είχε τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα και κάλυπτε τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου. Δεν αποδεικνύεται δε βάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η σύναψη των συμβάσεων έργου ανταποκρινόταν στη βούληση αμφότερων των μερών, ότι γινόταν για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών και ότι αφορούσε άτομα που βρισκόταν στο στάδιο των σπουδών τους και όχι πτυχιούχους, διότι από την επισκόπηση των συμβάσεων έργου που είχαν συναφθεί με τους ενάγοντες αφενός μεν όλοι τους ήταν πτυχιούχοι κοινωνιολόγοι αφετέρου η παρεχόμενη εργασία τους δεν ήταν πρόσκαιρη και έκτακτη αλλά ανάλογη με εκείνη του μόνιμου προσωπικού, καλύπτοντας τις διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Τα ανωτέρω δε δεν αναιρέθηκαν ούτε από την κατάθεση της μάρτυρος ανταποδείξεως, η οποία επιβεβαίωσε ότι με την λήξη των ανωτέρω συμβάσεων έργου, κάθε εξαρχής εργαζόμενος συνήπτε με τις νόμιμες διατυπώσεις σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το εναγόμενο, συνεχίζοντας με την προσήκουσα νομική μορφή την παροχή της ίδιας εργασίας του σε αυτό, έναντι των ίδιων αποδοχών. Επομένως, το Δικαστήριο πείστηκε ότι το εναγόμενο προσλάμβανε αρχικά άτυπα τους εργαζόμενους, προκειμένου να απασχοληθούν ως κοινωνιολόγοι, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό τον μανδύα για περίπου έναν μήνα της δήθεν σύμβασης μαθητείας και ακολούθως της σύμβασης έργου ορισμένου χρόνου, απασχολώντας τους υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας και έναντι των ίδιων αποδοχών όπως στη συνέχεια τους απασχολούσε, όταν τύποις αποκατέστησε την εργασιακή τους κατάσταση, συνάπτοντας έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η δε πρακτική αυτή του εναγομένου, απέβλεπε στην εξοικονόμηση δαπανών, καθώς δεν αμείβονταν οι εργαζόμενοι για τον πρώτο μήνα απασχόλησής τους, ενώ με την μορφή της σύμβασης έργου δεν επιβαρύνονταν το εναγόμενο με τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Εξάλλου, ως προς το είδος της σύμβασης εργασίας όλων των εναγόντων, τους χρόνους σύναψης αυτών, τις ειδικότητές τους, τις μικτές μηνιαίες αποδοχές που αυτοί ελάμβαναν και τον υπολογισμό των αιτουμένων κονδυλίων οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών, συνάγεται έμμεση ομολογία του εναγόμενου από τη μη αμφισβήτηση τους από τον τελευταίο (άρθρα 352 παρ. 2 και 261 εδ. β’ ΚΠολΔ, βλ. και Μακρίδου, Δικονομία εργατικών διαφορών, εκδ. 2009, σ.σ. 174, 175). Επίσης, δεν πρέπει να παροράται και το γεγονός ότι το εναγόμενο δεν σχολιάζει καν πως μετά την λήξη της σύμβασης έργου έκαστου των εργαζομένων του και στο μεσοδιάστημα μέχρι τη σύναψη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας τους, εξακολουθούσε να τους απασχολεί καταβάλλοντάς τους τις συμφωνηθείσες αποδοχές αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές τους, υπό τους ίδιους όρους (ωράριο και τόπο παροχής). Σε ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο – σωματείο (ΜΚΟ – μη κυβερνητική οργάνωση) με προφορικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 14 Μαρτίου 2020, 11 Απριλίου 2015, 1 Νοεμβρίου 2018, 19 Μαρτίου 2019, 2 Φεβρουαρίου 2018 και 23 Μαρτίου 2019 αντίστοιχα, προκειμένου να εργαστούν ως υπάλληλοι με την ειδικότητα του κοινωνιολόγου, στις εγκαταστάσεις του στην Αθήνα επί της οδού …………….., αρ. ….. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι όλοι οι ενάγοντες κατά τους ανωτέρω χρόνους ήταν κάτοχοι πτυχίου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και συγκεκριμένα του Τμήματος Κοινωνιολογίας του ……. Πανεπιστημίου Κοινωνικών Επιστημών και Ψυχολογίας (πλην της δεύτερης που κατείχε πτυχίο Κοινωνικής Λειτουργού, του Πανεπιστημίου ………, Τμήμα Κοινωνιολογίας). Εξαρχής για όλους τους ενάγοντες είχε συμφωνηθεί και πράγματι παρείχαν την εργασία τους επί πενθημέρου εβδομαδιαίως και οκταώρου ημερησίως, ήτοι με πλήρες ωράριο, απασχολούμενοι με βάρδιες, έναντι καθαρών μηνιαίων αποδοχών ύψους 600,00 ευρώ, ήτοι 698,65 ευρώ μικτά. Όπως έμμεσα συνομολογεί το εναγόμενο τα καθήκοντα τους ήταν τα προσήκοντα για την εκπλήρωση των σκοπών του και καθορίζονταν αποκλειστικά από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες ήταν υπεύθυνοι για τη λειτουργία του προγράμματος τηλεειδοποίησης «…………», ήτοι απαντούσαν στις κλήσεις και ενεργούσαν αναλόγως με την περίπτωση και ό,τι προβλέπει αντίστοιχα το καταστατικό του εναγομένου, ήταν υπεύθυνοι για τη λειτουργία του προγράμματος ………… (ενημέρωναν τους οικείους των εξαφανισθέντων ατόμων για τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, λάμβαναν το ιστορικό εξαφάνισης, κατέγραφαν τις μαρτυρίες του κοινού μετά τη δημοσίευση της αναγγελίας εξαφάνισης και ακολούθως ό,τι προβλεπόταν από το καταστατικό, ήταν υπεύθυνοι για την αναζήτηση του οικογενειακού περιβάλλοντος σε περίπτωση εύρεσης ατόμων τελούντων σε κατάσταση σύγχυσης, μέσω φωτογραφιών ή διασταύρωσης υποθέσεων εξαφάνισης, ήταν υπεύθυνοι για την ευρωπαϊκή γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης ενηλίκων (απαντούσαν στις κλήσεις στον αριθμό ………… και παρέπεμπαν τα περιστατικά αρμοδίως), δέχονταν καταγγελίες για κακοποίηση ηλικιωμένων και τις προωθούσαν στη διοίκηση, επικοινωνούσαν με νοσοκομεία, Δήμους και άλλες δημόσιες υπηρεσίες για διάφορα ζητήματα, ασχολούνταν με ζητήματα σχετικά με την αιμοδοσία, διαχειριζόμασταν την αλληλογραφία και σχετικά συναφή καθήκοντα. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τηρούσαν το ωράριο που τους καθόριζε η Διοίκηση του εναγομένου και συμμορφώνονταν απαρέγκλιτα στις εντολές και τις οδηγίες των εκπροσώπων του εναγόμενου, που αφορούσαν τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας τους. Το εναγόμενο δια των εκπροσώπων του ασκούσε πλήρη εποπτεία και έλεγχο στην παρεχόμενη από αυτούς εργασία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι άπαντες οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους στις εγκαταστάσεις του εναγόμενου, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό που τους διέθετε και ήταν εξαρχής πλήρως ενταγμένοι στο μόνιμο προσωπικό του. Αποδείχθηκε με πλήρη δικανική πεποίθηση ότι όλοι οι ενάγοντες από την πρώτη ημερομηνία της άτυπης πρόσληψής τους, απασχολούνταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας στο εναγόμενο και κάλυπταν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, χωρίς να αποβλέπουν στην επίτευξη κάποιου αποτελέσματος / έργου. Ωστόσο, κατά τον πρώτο μήνα που έκαστος των εναγόντων απασχολούνταν δεν τους καταβλήθηκαν οι νόμιμες αποδοχές τους ούτε τους παρείχε το εναγόμενο την ασφαλιστική τους κάλυψη. Ακολούθως, και ενώ η απασχόληση των εναγόντων ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, το εναγόμενο τους επέβαλε την σύναψη κατ’ επίφαση συμβάσεων έργου, τις οποίες αναγκάστηκαν να υπογράψουν οι ενάγοντες προκειμένου να μην απωλέσουν την εργασία τους, διάρκειας για τον πρώτο ενάγοντα από τις 15/4/2020 έως τις 31/12/2020, για τη δεύτερη ενάγουσα από τις 11/5/2015 έως τις 10/11/2015, για την τρίτη ενάγουσα διάρκειας από την 1/12/2018 έως τις 30/5/2019, για την τέταρτη ενάγουσα από τις 21/4/2019 έως τις 20/10/2019, για την πέμπτη ενάγουσα από τις 2/3/2018 έως την 1/9/2018 και για την έκτη ενάγουσα από τις 24/4/2019 έως τις 23/10/2019), με σκοπό τη μείωση του μισθολογικού κόστους της εργασίας τους. Όπως επιβεβαίωσε και η μάρτυρας ανταποδείξεως και μετά την λήξη των προαναφερομένων κατ’ επίφαση συμβάσεων έργου, οι ενάγοντες εξακολούθησαν υπό το ίδιο καθεστώς της εξαρτημένης εργασίας να εργάζονται συνεχώς και αδιαλείπτως στο εναγόμενο μέχρι τις 8/7/2021, 4/2/2016, 12/6/2019, 6/3/2020, 19/9/2018 και 6/3/2020 αντίστοιχα, ότε και το εναγόμενο ανήγγειλε στις Αρχές ότι τους είχε προσλάβει ως υπάλληλους με την παραπάνω ειδικότητα για να απασχοληθούν για αόριστο χρόνο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Η παροχή της εργασίας τους συνεχίστηκε όπως και πριν χωρίς καμία μεταβολή των συνθηκών και όρων παροχής και αμοιβής της εργασίας τους. Όπως, προαναφέρθηκε, οι ενάγοντες εργάζονταν με βάρδιες, ήτοι κυλιόμενο ωράριο από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00 ή από τις 15:00 μέχρι τις 23:00 ή από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., διότι το εναγόμενο παρείχε τις υπηρεσίες του στο κοινό σε εικοσιτετράωρη βάση. Αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους όλες τις ημέρες της εβδομάδας και όχι μόνο τις εργάσιμες διότι το εναγόμενο παρείχε τις υπηρεσίες του στο κοινό επτά ημέρες την εβδομάδα, χωρίς ωστόσο να τους καταβληθούν οι αντίστοιχες προσαυξήσεις για την εργασία τους κατά τις Κυριακές, τις αργίες και τις νύχτες. Επίσης, το εναγόμενο κατά το διάστημα που τους απασχολούσε χωρίς αναγγελία των συμβάσεων εργασίας τους ή με τις συμβάσεις κατ’ επίφαση έργου, δεν τους κατέβαλε τα αναλογούντα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ και στη συνέχεια, μετά την υπογραφή των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, δεν τους κατέβαλλε τα επιδόματα εορτών και αδείας υπολογισμένα επί τη βάσει των συμβατικών αποδοχών τους, αλλά επί τη βάσει των αποδοχών που αναφέρονται στα έγγραφα των προσλήψεών τους οι οποίες υπολείπονταν των συμφωνημένων και καταβλητέων. Επομένως, το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει ως προσαύξηση για την απασχόληση των εναγόντων κατά τις ημέρες των Κυριακών, τα εξής: α) Στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 858,00 Ευρώ, όπως ζητεί, (= 44 Κυριακές x 26,00 Ευρώ x 75%) για τις 44 Κυριακές (29/3/2020, 19/4/2020, 3/5/2020, 24/5/2020, 31/5/2020, 7/6/2020, 14/6/2020, 28/6/2020, 19/7/2020, 26/7/2020, 2/8/2020, 9/8/2020, 16/8/2020, 27/9/2020, 18/10/2020, 25/10/2020, 1/11/2020, 15/11/2020, 6/12/2020, 20/12/2020, 10/1/2021, 17/1/2021, 24/1/2021, 31/1/2021, 28/2/2021, 7/3/2021, 14/3/2021, 21/3/2021, 28/3/2021, 11/4/2021, 25/4/2021, 2/5/2021, 9/5/2021, 23/5/2021, 30/5/2021, 13/6/2021, 20/6/2021, 4/7/2021, 25/7/2021, 15/8/2021, 22/8/2021, 29/8/2021, 5/9/2021, 19/9/2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, που εργάστηκε το χρονικό διάστημα από 14/3/2020 έως 11/10/2021, με νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), ύψους 26,00 ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25), β) Στην δεύτερη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου άνω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Y.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 23,44 Ευρώ (586,08 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 60 Κυριακές (1/1/2017, 29/1/2017, 12/2/2017, 19/3/2017, 2/4/2017, 14/5/2017, 28/5/2017, 11/6/2017, 25/6/2017, 2/7/2017, 16/7/2017, 6/8/2017, 27/8/2017, 3/9/2017, 10/9/2017, 1/10/2017, 8/10/2017, 22/10/2017, 5/11/2017, 19/11/2017, 26/11/2017, 3/12/2017, 10/12/2017, 17/12/2017, 24/12/2017, 7/1/2018, 14/1/2018, 28/1/2018, 11/2/2018, 18/2/2018, 25/2/2018, 4/3/2018, 18/3/2018, 25/3/2018, 15/4/2018, 22/4/2018, 29/4/2018, 6/5/2018, 13/5/2018, 27/5/2018, 3/6/2018, 17/6/2018, 24/6/2018, 8/7/2018, 22/7/2018, 29/7/2018, 19/8/2018, 26/8/2018, 2/9/2018, 23/9/2018, 30/9/2018, 7/10/2018, 28/10/2018, 11/11/2018, 18/11/2018, 2/12/2018, 9/12/2018, 23/12/2018, 6/1/2019, 27/1/2019), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 1.054,80 Ευρώ (60 Κυριακές x 23,44 Ευρώ x 75%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 50 Κυριακές (17/2/2019, 24/2/2019, 24/3/2019, 7/4/2019, 14/4/2019, 5/5/2019, 12/5/2019, 30/6/2019, 21/7/2019, 8/9/2019, 15/9/2019, 13/10/2019, 3/11/2019, 10/11/2019, 17/11/2019, 1/12/2019, 15/12/2019, 5/1/2020, 12/1/2020, 9/2/2020, 8/3/2020, 12/4/2020, 3/5/2020, 31/5/2020, 7/6/2020, 28/6/2020, 2/8/2020, 27/9/2020, 4/10/2020, 1/11/2020, 15/11/2020, 29/11/2020, 13/12/2020, 10/1/2021, 31/1/2021, 14/2/2021, 28/2/2021, 7/3/2021, 14/3/2021, 4/4/2021, 18/4/2021, 9/5/2021, 16/5/2021, 6/6/2021, 13/6/2021, 4/7/2021, 18/7/2021, 1/8/2021, 26/9/2021, 3/10/2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 975,00 Ευρώ (50 Κυριακές x 26,00 Ευρώ x 75%), γ) Στην τρίτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1/11/2018 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου κάτω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Y.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 20,44 Ευρώ (510,95 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 10 Κυριακές (4/11/2018, 11/11/2018, 25/11/2018, 9/12/2018, 16/12/2018, 23/12/2018, 30/12/2018, 13/1/2019, 20/1/2019, 27/1/2019), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 153,30 Ευρώ (10 Κυριακές x 20,44 Ευρώ x 75%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 46 Κυριακές (3/2/2019, 24/2/2019, 3/3/2019,14/4/2019, 21/4/2019, 19/5/2019, 2/6/2019, 7/7/2019, 14/7/2019, 4/8/2019, 29/9/2019, 27/10/2019, 17/11/2019, 1/12/2019, 8/12/2019, 22/12/2019, 19/1/2020, 16/2/2020, 23/2/2020, 8/3/2020, 10/5/2020, 14/6/2020, 21/6/2020, 5/7/2020, 26/7/2020, 23/8/2020, 13/9/2020, 11/10/2020, 25/10/2020, 8/11/2020, 15/11/2020, 22/11/2020, 29/11/2020, 13/12/2020, 3/1/2021, 7/2/2021, 14/2/2021, 21/2/2021, 28/2/2021, 13/6/2021, 25/7/2021, 22/8/2021, 12/9/2021, 19/9/2021, 3/10/2021, 10/10/2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 897,00 Ευρώ (46 Κυριακές x 26,00 Ευρώ x 75%), δ) Στην τέταρτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 19/3/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Y.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 82 Κυριακές (31/3/2019, 21/4/2019, 5/5/2019, 19/5/2019, 26/5/2019, 2/6/2019, 9/6/2019, 16/6/2019, 30/6/2019, 7/7/2019, 21/7/2019, 28/7/2019, 11/8/2019, 18/8/2019, 25/8/2019, 8/9/2019, 15/9/2019, 22/9/2019, 6/10/2019, 13/10/2019, 3/11/2019, 10/11/2019, 17/11/2019, 24/11/2019, 8/12/2019, 15/12/2019, 22/12/2019, 29/12/2019, 5/1/2020, 12/1/2020, 19/1/2020, 2/2/2020, 9/2/2020, 1/3/2020, 15/3/2020, 22/3/2020, 29/3/2020, 5/4/2020, 12/4/2020, 26/4/2020, 10/5/2020, 17/5/2020, 24/5/2020, 31/5/2020, 14/6/2020, 5/7/2020, 12/7/2020, 19/7/2020, 26/7/2020, 23/8/2020, 30/8/2020, 6/9/2020, 13/9/2020, 20/9/2020, 4/10/2020, 11/10/2020, 18/10/2020, 25/10/2020, 22/11/2020, 29/11/2020, 13/12/2020, 3/1/2021, 31/1/2021, 7/2/2021, 21/2/2021, 7/3/2021, 14/3/2021, 21/3/2021, 28/3/2021, 4/4/2021, 11/4/2021, 18/4/2021, 23/5/2021, 30/5/2021, 6/6/2021, 27/6/2021, 11/7/2021,1/8/2021, 5/9/2021,19/9/2021, 3/10/2021,10/10/2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 1.599,00 Ευρώ (82 Κυριακές x 26,00 Ευρώ x 75%), ε) Στην πέμπτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 2/2/2018 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου κάτω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Y.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28- 02-2012), 20,44 Ευρώ (510,95 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 16 Κυριακές (11/2/2018, 4/3/2018, 18/3/2018, 25/3/2018, 8/4/2018, 20/5/2018, 15/7/2018, 22/7/2018, 2/9/2018, 16/9/2018, 30/9/2018, 14/10/2018, 21/10/2018, 25/11/2018, 9/12/2018, 16/12/2018), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 245,28 Ευρώ (16 Κυριακές x 20,44 Ευρώ x 75%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021 που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 40 Κυριακές (16/2/2019, 3/3/2019, 10/3/2019, 31/3/2019, 12/5/2019, 26/5/2019, 16/6/2019, 28/7/2019, 4/8/2019, 13/10/2019, 20/10/2019, 12/1/2020, 9/2/2020, 8/3/2020, 5/4/2020, 21/6/2020, 28/6/2020, 12/7/2020, 2/8/2020, 16/8/2020, 23/8/2020, 6/9/2020, 27/9/2020, 11/10/2020, 18/10/2020, 1/11/2020, 27/12/2020, 10/1/2021, 24/1/2021, 4/4/2021, 25/4/2021, 23/5/2012, 30/5/2021, 20/6/2021, 27/6/2021, 11/7/2021, 18/7/2021, 8/8/2021, 29/8/2021, 26/9/2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 780,00 Ευρώ (40 Κυριακές x 26,00 Ευρώ x 75%) και στ) Στην έκτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 23/3/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 62 Κυριακές (24/3/2019, 7/4/2019, 28/4/2019, 12/5/2019, 26/5/2019, 9/6/2019, 23/6/2019, 14/7/2019, 11/8/2019, 18/8/2019, 15/9/2019, 22/9/2019, 29/9/2019, 6/10/2019, 20/10/2019, 27/10/2019, 3/11/2019, 29/12/2019, 2/2/2020, 16/2/2020, 23/2/2020, 1/3/2020, 15/3/2020, 22/3/2020, 29/3/2020, 12/4/2020, 19/4/2020, 26/4/2020, 3/5/2020, 17/5/2020, 24/5/2020, 21/6/2020, 5/7/2020, 12/7/2020, 9/8/2020, 30/8/2020, 6/9/2020, 20/9/2020, 4/10/2020, 8/11/2020, 22/11/2020, 6/12/2020, 20/12/2020, 27/12/2020, 3/1/2021, 17/1/2021, 24/1/2021, 7/2/2021, 21/2/2021, 21/3/2021, 28/3/2021, 18/4/2021, 2/5/2021, 6/6/2021, 27/6/2021, 4/7/2021, 11/7/2021, 18/7/2021, 8/8/2021, 5/9/2021, 12/9/2021, 26/9/2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, το συνολικό ποσό των 1.209,00 Ευρώ (62 Κυριακές x 26,00 Ευρώ x 75%). Αν και οι ενάγοντες απασχολούνταν κάποιες ημέρες Αργιών, το εναγόμενο δεν τους κατέβαλε την νόμιμη προσαύξηση στο ημερομίσθιο τους, με συνέπεια να δικαιούνται τα εξής: α) Ο πρώτος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 14/3/2020 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε 1 αργία (25η Μαρτίου 2020), επί 8 ώρες, και δικαιούται το ποσό των 19,50 Ευρώ (1 Αργία x 26,00 Ευρώ x 75%), β) Η δεύτερη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου άνω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 23,44 Ευρώ (586,08 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 5 αργίες (28η Οκτωβρίου 2017, 25η Δεκεμβρίου 2017, 25η Μαρτίου 2018, 28η Οκτωβρίου 2018, 25η Δεκεμβρίου 2018), επί 8 ώρες την κάθε μία, και δικαιούται το συνολικό ποσό των 87,90 Ευρώ (5 αργίες x 23,44 Ευρώ x 75%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 5 αργίες (1η Μαΐου 2018, 25η Μαρτίου 2019, 25η Δεκεμβρίου 2019, 15η Αυγούστου 2020, 25η Μαρτίου 2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το συνολικό ποσό των 97,50 Ευρώ (5 αργίες x 26,00 Ευρώ x 75%), γ) Η τρίτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 5 αργίες (25η Μαρτίου 2019,1η Μαΐου 2019,25η Δεκεμβρίου 2019,, 25η Μαρτίου 2021, Δευτέρα του Πάσχα 2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το συνολικό ποσό των 97,50 Ευρώ (5 αργίες χ 26,00 Ευρώ χ 75%), δ) Η τέταρτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 19/3/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25); και εργάστηκε επί 7 αργίες (25η Μαρτίου 2019, Δευτέρα του Πάσχα 2019,1η Μαΐου 2019, 25η Μαρτίου 2020,1η Μαΐου 2020, 25η Δεκεμβρίου 2020, 4η Μαΐου 2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το συνολικό ποσό των 136,50 Ευρώ (7 αργίες x 26,00 Ευρώ x 75%), ε) Η πέμπτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 2/2/2018 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου κάτω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 20,44 Ευρώ (510,95 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 4 αργίες (Δευτέρα του Πάσχα 2018, 1η Μαΐου 2018, 15η Αυγούστου 2018, 25η Δεκεμβρίου 2018), επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το συνολικό ποσό των 61,32 Ευρώ (4 αργίες x 20,44 Ευρώ x 75%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 6 αργίες (1η Μαΐου 2019, 28η Οκτωβρίου 2019, 15η Αυγούστου 2020, 28η Οκτωβρίου 2020, 25η Δεκεμβρίου 2020, Δευτέρα του Πάσχα 2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το συνολικό ποσό των 117,00 Ευρώ (6 αργίες x 26,00 Ευρώ x 75%) και στ) -Η έκτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 23/3/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25) και εργάστηκε επί 7 αργίες (25η Μαρτίου 2019, 15η Αυγούστου 2019, 28η Οκτωβρίου 2019, 25η Μαρτίου 2020, Δευτέρα του Πάσχα 2020, 25η Δεκεμβρίου 2020, 25η Μαρτίου 2021), επί 8 ώρες την κάθε μία, δικαιούται το συνολικό ποσό των 136,50 Ευρώ (7 αργίες x 26,00 Ευρώ x 75%). Περαιτέρω, όπως δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από το εναγόμενο και έμμεσα συνομολογείται, οι ενάγοντες από την έναρξη της εργασιακής τους σχέσης υποχρεώνονταν να απασχολούνται και σε βραδινές βάρδιες, από τις 23:00 μ.μ. μέχρι τις 7:00 π.μ., κατά μέσο όρο 4,50 φορές ανά μήνα, χωρίς να τους καταβάλλεται η προβλεπόμενη προσαύξηση. Επομένως, για την αιτία αυτή δικαιούνται: α) Ο πρώτος ενάγων για το χρονικό διάστημα από 14/3/2020 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 3,90 Ευρώ (650,00 / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 598,50 ώρες (19 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 583,54 Ευρώ (598,50 ώρες x 3,90 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%), β) Η δεύτερη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου άνω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 3,52 Ευρώ (586,08 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 787,50 ώρες (25 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 693,00 Ευρώ (787,50 ώρες x 3,52 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 3,90 Ευρώ (650,00 / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 1.008,00 ώρες (32 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 982,80 Ευρώ (1.008,00 ώρες x 3,90 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%), γ) Η τρίτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1/11/2018 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου κάτω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 3,07 Ευρώ (510,95 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 94,50 ώρες (3 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 72,53 Ευρώ (94,50 ώρες x 3,07 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 3,90 Ευρώ (650,00 ευρώ / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 1.008,00 ώρες (32 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 982,80 Ευρώ (1.008,00 ώρες x 3,90 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%), δ) Η τέταρτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 19/3/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 3,90 Ευρώ (650,00 ευρώ / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 976,50 ώρες (31 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 952,09 Ευρώ (976,50 ώρες x 3,90 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%), ε) Η πέμπτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 2/2/2018 έως 31/1/2019, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου κάτω των 25 ετών, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28-02-2012), 3,07 Ευρώ (510,95 Ευρώ μηνιαίος μισθός / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 378,00 ώρες (12 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 290,12 Ευρώ (378,00 ώρες x 3,07 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%) και για το χρονικό διάστημα από 1/2/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, διαμορφώθηκε, κατόπιν της Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), στο ποσό των 3,90 Ευρώ (650,00 ευρώ / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 1.008,00 ώρες (32 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 982,80 Ευρώ (1.008,00 ώρες x 3,90 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%) και στ) Η έκτη ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 23/3/2019 έως 11/10/2021, που το νόμιμο ωρομίσθιο υπαλλήλου, χωρίς τα προσωποπαγή επιδόματα, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 3,90 Ευρώ (650,00 ευρώ / 25 x 6 / 40) και απασχολήθηκε κατά τις νύχτες συνολικά επί 960,75 ώρες (30,50 μήνες x 4,50 νυχτερινές βάρδιες ανά μήνα κατά μέσο όρο x 7 ώρες), δικαιούται για την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 936,73 Ευρώ (960,75 ώρες x 3,90 Ευρώ ωρομίσθιο x 25%). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες αν και παρείχαν την εργασία τους προσηκόντως, το εναγόμενο δεν τους κατέβαλε τις συμφωνημένες δεδουλευμένες αποδοχές τους για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2021, ύψους 1.800,00 Ευρώ για έκαστο εξ αυτών (3 x 600,00 Ευρώ «καθαρά»), με αποτέλεσμα επειδή ο μισθός τους ήταν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους να περιέλθουν σε οικονομική αδυναμία. Εξαιτίας του λόγου αυτού, οι ενάγοντες επέδωσαν στο εναγόμενο στις 4 Οκτωβρίου 2021 την με ίδια ημεροχρονολογία εξώδικη δήλωσή τους με την οποία το καλούσαν να τους καταβάλει εντός εύλογης προθεσμίας επτά (7) ημερών, τους ληξιπρόθεσμους τότε δεδουλευμένους μισθούς τους, μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2021, ύψους 1.800,00 Ευρώ, δηλώνοντάς του ταυτόχρονα ότι αν παρερχόταν άπρακτη η προθεσμία (δηλαδή στις 11 Οκτωβρίου 2021) θα ασκούσαν επίσχεση της εργασίας τους. Ωστόσο, το εναγόμενο δεν τους κατέβαλε τα οφειλόμενα εντός της ταχθείσης προθεσμίας κι έτσι, μετά την παρέλευσή της και συγκεκριμένα στις 11 Οκτωβρίου 2021, αναγκαστήκαν να αποχωρήσουν, ασκώντας επίσχεση της εργασίας τους μέχρι την εξόφληση των προαναφερθεισών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών τους. Το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως άσκησαν οι ενάγοντες το δικαίωμά τους για επίσχεση της εργασίας τους, καθώς διατηρούσαν ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του εναγομένου και το τελευταίο αρνούνταν υπαιτίως και αδικαιολόγητα να την εξοφλήσει, περιερχόμενο σε υπερημερία δανειστή. Κρίνεται δε ότι η οικονομική δυσπραγία που επικαλείται το εναγόμενο οφειλόταν στην κακή οικονομική διαχείριση των κρατικών επιχορηγήσεων από την Διοίκηση αυτού και όχι σε όσα αβάσιμα το ίδιο ισχυρίζεται. Εξάλλου, δεν προσκομίστηκαν οικονομικά στοιχεία του εναγομένου, ώστε να καταδειχθεί η διαχείριση των εσόδων του σε συνδυασμό με την κάλυψη των παγίων λειτουργικών αναγκών του και εντέλει να αποδειχθεί εάν υπήρξε ή όχι οικονομική του αδυναμία και πού αυτή οφειλόταν. Το γεγονός, ότι όψιμα προέβη σε πράξεις εκποίησης της περιουσίας του ο Πρόεδρός του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, δεν αναιρεί την κρίση ότι η οικονομική δυστοκία που παρουσίασε το εναγόμενο ήδη από το έτος 2021, οφειλόταν στην μη προσήκουσα διαχείριση των εσόδων του. Με τους αβάσιμους και προσχηματικούς λόγους που επικαλούταν το εναγόμενο, απέβλεπε αποκλειστικά στο να απασχολεί και να καρπώνεται την εργασία νέων χαμηλόμισθων (για την παρεχόμενη εργασία τους) επιστημόνων, χωρίς να τους εξοφλεί εμπροθέσμως και προσηκόντως τις αποδοχές τους για την πραγματική τους απασχόληση. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος επίσχεσης των εναγόντων, που προέβαλε το εναγόμενο. Ακολούθως, οι ενάγοντες προσέφυγαν στις 23, 22, 22, 29, 23 και 23 Δεκεμβρίου 2021 αντίστοιχα, στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Δυτικού Τομέα Αθηνών), προκειμένου να διευθετηθεί η διαφορά τους. Εν τέλει στις 29 Δεκεμβρίου 2021, το εναγόμενο κατέβαλε τους οφειλόμενους μισθούς των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2021 σε έκαστο των εναγόντων, χωρίς όμως να καταβάλει ως όφειλε τους μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2021, αλλά ούτε και τις αποδοχές, τα επιδόματα εορτών και αδείας για τις περιόδους που τους απασχολούσε ανασφάλιστους ή με συμβάσεις κατ’ επίφαση έργου. Μετά την εξόφληση των αρχικώς ληξιπρόθεσμων και οφειλομένων ποσών (μισθούς μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2021) οι ενάγοντες άσκησαν εκ νέου επίσχεση της εργασίας τους, δυνάμει της από 29-12-2021 εξωδίκου δηλώσεώς τους διεκδικώντας την εξόφληση λοιπών μισθολογικών και ασφαλιστικών τους αξιώσεων, προσφέροντας ρητά την εργασία τους αλλά εμμένοντας στην αποχή από τα καθήκοντά τους μέχρι την εξόφλησή τους. Το Δικαστήριο κρίνει, ότι οι ενάγοντες μη νομίμως άσκησαν την δεύτερη φορά το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας τους, διότι δεν ήταν σαφής και ορισμένη η απαίτησή τους έναντι του εναγομένου. Εξάλλου, παρόμοια κρίση εκφράστηκε και από τον Επιθεωρητή Εργασίας που επιλήφθηκε της προκείμενης εργατικής διαφοράς, ο οποίος στο με αρ. πρωτ. ……, …… και ……/2021 Δελτίο εργατικής διαφοράς, επεσήμανε ότι η νέα επίσχεση εργασίας των εναγόντων μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή το εναγόμενο και είναι αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη. Αν και οι ενάγοντες εξακολουθούσαν να θέτουν ρητά τους εαυτούς τους στην διάθεση της Διοίκησης του εναγομένου (βλ. και την από 14-01-2022 εξώδικη δήλωσή τους), το τελευταίο όχι μόνο δεν δέχθηκε την παροχή της εργασίας τους, αλλά προέβη στις 11-01-2022 σε επίδοση εξώδικης δήλωσής του με την οποία τους γνώριζε ότι ήταν αναίτια η απουσία τους από τις 11-10-2021 και ότι θα προέβαινε σε αναγγελία της οικειοθελούς τους αποχώρησης. Ακολούθως δε στις 13-01-2022 ανήγγειλε στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «ΕΡΓΑΝΗ» τις δήθεν οικειοθελείς αποχωρήσεις των εναγόντων. Ωστόσο, με επικαλούμενο από το εναγόμενο ως χρόνο δήθεν οικειοθελούς αποχώρησης των εναγόντων την 11-10-2021, δεν τηρήθηκαν εμπρόθεσμα οι προβλεπόμενες στο άρθρο 38 του ν. 4488/2017, διατυπώσεις αναγγελίας των δήθεν οικειοθελών αποχωρήσεων καθώς τους κοινοποίησε την άνω εξώδικη δήλωσή του στις 11 Ιανουαρίου 2022, δηλαδή τρεις (3) μήνες μετά τις δήθεν οικειοθελείς αποχωρήσεις τους. Επομένως, αφού δεν συνέτρεχε επίσχεση της εργασίας των εναγόντων στην δεδομένη χρονική στιγμή (καθώς τότε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 38 παρ. 5 ν. 4488/2017, δεν θα εφαρμόζονταν οι συγκεκριμένες διατυπώσεις), εφόσον το εναγόμενο δεν τήρησε τις προϋποθέσεις νόμιμης αναγγελίας που προβλέπει η πρώτη παράγραφος του άρθρου 38 Ν. 4488/2017, τεκμαίρεται μαχητά ότι δεν υπήρξε οικειοθελής αποχώρηση των εναγόντων αλλά, αντιθέτως, εργοδοτική καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους. Επιπλέον, δε από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν εισφέρθηκε βούληση των εναγόντων για οικειοθελή τους αποχώρηση από την υπηρεσία του εναγομένου. Συνακόλουθα, οι άτακτες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους που έλαβαν χώρα χωρίς να έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, είναι άκυρες, ενώ παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού των εναγόντων ότι αντιβαίνουν και στη διάταξη του άρθ. 66 ν. 4808/2021. Επομένως, το εναγόμενο, το οποίο μετά την 13-01-2022 αρνείται να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων, περιήλθε σε υπερημερία, οι δε ενάγοντες δικαιούνται έκτοτε να απαιτήσουν την πραγματική τους απασχόληση καθώς και μισθούς υπερημερίας, όπως ζητούν με την αγωγή τους. Ειδικότερα, το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, μισθούς υπερημερίας λόγω επίσχεσης για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2021, δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών και αδείας για τις περιόδους που τους απασχολούσε ανασφάλιστους ή με συμβάσεις κατ’ επίφαση έργου, τα κάτωθι ποσά : α) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.445,41 ευρώ, ήτοι ποσό 335,35 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2020 [698,65 Ευρώ / 25 x 12 ημερομίσθια από 14 έως 31 Μαρτίου] + 363,30 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Απριλίου 2020 [698,65 Ευρώ / 25 x 13 ημερομίσθια από 1 έως 15 Απριλίου] + 174,69 Ευρώ για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020 + 727,76 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2020 + 349,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2020 + 363,88 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2021 + 565,88 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2021 (698,65 ευρώ – 132,77 ευρώ τα αλλαχού κερδηθέντα) + 206,98 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 (727,76 ευρώ – 504,60 Ευρώ που έλαβε – 16,18 ευρώ τα αλλαχού κερδηθέντα) + 40,22 Ευρώ για επίδομα αδείας 2021 (349,33 ευρώ – 299,52 ευρώ που έλαβε – 9,59 ευρώ τα αλλαχού κερδηθέντα) και για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, το συνολικό ποσό των 11.920,72 ευρώ μικτά [=(15 μήνες x 698,65 Ευρώ) + 363,88 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 + 727,76 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 + 349,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2022], β) στην δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.984,62 ευρώ, ήτοι ποσό 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2021 και για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, το συνολικό ποσό των 3.888,67 ευρώ μικτά [= 443,27 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 255,38 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 284,07 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 414,58 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 284,07 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2022 (698,65 Ευρώ – 414,58 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 284,07 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2022 (698,65 Ευρώ – 414,58 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 169,55 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 (363,88 Ευρώ – 194,33 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 252,82 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2022 (698,65 Ευρώ – 445,83 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα)+ 252,82 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2022 (698,65 Ευρώ – 445,83 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 424,02 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2022 (698,65 Ευρώ – 274,63 τα αλλαχού κερδηθέντα)+ 13,77 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 684,88 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 82,91 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 (727,76 Ευρώ – 644,85 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2023 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2023], γ) στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.881,98 ευρώ, ήτοι ποσό 698,65 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2018 + 186,91 Ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2018 [για το χρονικό διάστημα από 1/11/2018 έως 31/12/2018] + 111,80 Ευρώ για αναλογία επιδόματος αδείας 2018 + 363.88 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2019 + 149,04 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2019 (727,76 ευρώ – 578,72 ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2019 (349,33 ευρώ – 325,00 ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2020 (363,88 ευρώ – 338,54 ευρώ που έλαβε) + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2020 (727,76 ευρώ – 677,08 ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2020 (349,33 ευρώ – 325,00 ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2021 (363,88 ευρώ – 338,54 ευρώ που έλαβε) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 7,05 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2021 (698,65 ευρώ – 691,60 τα αλλαχού κερδηθέντα) + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 (727,76 ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2021 (349,33 ευρώ – 325,00 ευρώ που έλαβε) και για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, το συνολικό ποσό των 1.440,97 ευρώ μικτά [=363,88 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 + 727,76 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 + 349,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2022], δ) στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 15.468,29 ευρώ, ήτοι ποσό 307,41 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2019 [698,65 Ευρώ / 25 x 11 ημερομίσθια από 19 έως 31 Μαρτίου] + 391,24 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Απριλίου 2019 [698,65 Ευρώ / 25 x 14 ημερομίσθια από 1 έως 21 Απριλίου] + 156,64 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2019 + 727,76 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2019 + 349,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2019 + 205,89 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2020 (363,88 Ευρώ -157,99 Ευρώ που έλαβε) + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2020 (727,76 Ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2020 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2021 (363,88 Ευρώ – 338,54 Ευρώ που έλαβε) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2021 + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 (727,76 Ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2021 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) και για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, το συνολικό ποσό των 11.058,71 ευρώ μικτά [=698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2022 + 363,88 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2022 + 156,77 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 541,88 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 527,53 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 171,12 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2022 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2022 + 633,95 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 (727,76 Ευρώ – 93,81 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 294,13 Ευρώ για επίδομα αδείας 2022 (349,33 Ευρώ – 55,20 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2023 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2023 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2023], ε) στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 7.720,22 ευρώ, ήτοι ποσό 670,70 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Φεβρουαρίου 2018 (698,65 Ευρώ / 25 x 24 ημερομίσθια για το χρονικό διάστημα από 2 έως 28 Φεβρουαρίου] + 27,95 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2018 [698,65 Ευρώ / 25 x 1 ημερομίσθιο από 1 έως 2 Μαρτίου] + 320,26 Ευρώ για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2018 + 460,43 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2018 (727,76 Ευρώ – 267,33 Ευρώ που έλαβε) + 189,92 Ευρώ για επίδομα αδείας 2018 (349,33 Ευρώ – 159,41 Ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2019 (363,88 Ευρώ – 338,54 Ευρώ που έλαβε) + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2019 (727,76 Ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2019 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2020 (363,88 Ευρώ – 338,54 Ευρώ που έλαβε) + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2020 (727,76 Ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2020 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2021 (363,88 Ευρώ – 338,54 Ευρώ που έλαβε) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2021 + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 (727,76 Ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2021 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) και για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, το συνολικό ποσό των 3.653,96 ευρώ μικτά [=698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2022 + 501,08 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 197,57 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 35,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2022 (698,65 Ευρώ – 663,00 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 666,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2022 (698,65 Ευρώ – 31,82 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 254,53 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 (363,88 Ευρώ – 109,35 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 439,40 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2022 (698,65 Ευρώ – 259,25 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 16,90 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 681,75 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 191,14 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 507,51 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 6,82 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2022 (698,65 Ευρώ – 691,83 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 59,84 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 (727,76 Ευρώ – 667,92 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 84,47 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2023 (698,65 Ευρώ – 614,18 Ευρώ, τα αλλαχού κερδηθέντα) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2023] και στ) στην έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 16.315,74 ευρώ, ήτοι ποσό 139,73 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2019 [698,65 Ευρώ / 25 x 5 ημερομίσθια από 23 έως 31 Μαρτίου] + 558,92 Ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Απριλίου 2019 [698,65 Ευρώ / 25 x 20 ημερομίσθια από 1 έως 24 Απριλίου] + 142,08 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2019 + 727,76 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2019 + 349,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2019 + 205,89 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2020 (363,88 Ευρώ – 157,99 Ευρώ που έλαβε) + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2020 (727,76 Ευρώ -(677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2020 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) + 25,34 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2021 (363,88 Ευρώ – 338,54 Ευρώ που έλαβε) + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2021 + 698,65 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2021 + 50,68 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 (727,76 Ευρώ – 677,08 Ευρώ που έλαβε) + 24,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2021 (349,33 Ευρώ – 325,00 Ευρώ που έλαβε) και για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 01-01-2022 έως 31-03-2023, το συνολικό ποσό των 11.920,72 ευρώ μικτά [=(15 μήνες x 698,65 Ευρώ) + 363,88 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 + 727,76 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 + 349,33 Ευρώ για επίδομα αδείας 2022], απορριπτομένης κατά τα λοιπά ως κατ’ ουσία αβάσιμης της ένστασης του εναγομένου περί κακόβουλης παράλειψης ανεύρεσης εργασίας. Ομοίως, απορριπτέα κρίνεται η ένσταση συμψηφισμού των υπέρτερων καταβαλλομένων αποδοχών, με τις προκύπτουσες διαφορές, καθώς δεν αποδείχθηκε τέτοια συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Τέλος, οι υπό αυτές τις συνθήκες άκυρες απολύσεις των εναγόντων συνοδευόμενες από τον εμπαιγμό τους σχετικά με την ικανοποίηση των εργασιακών τους διεκδικήσεων, ήταν κατάφωρα προσβλητικές για την προσωπικότητα τους, και ιδίως για την επαγγελματική τους αξία και υπόληψη, και οδήγησαν στην ηθική και κοινωνική τους απαξίωση, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να υποστούν ηθική βλάβη από τη συνολική συμπεριφορά των εκπροσώπων του εναγομένου, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00Ευρώ) ευρώ, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο (ΑΚ 932), με βάση την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με τις συνθήκες της προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων, την εξακολουθητική προσβλητική συμπεριφορά του εναγομένου, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, γενομένου δεκτού ως εν μέρει κατ’ ουσία βάσιμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου.
Με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, ως προς την κύρια βάση της (ενώ παρέλκει η εξέταση της ως προς την επικουρική) και Α) να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες νομίμως άσκησαν το δικαίωμά τους για επίσχεση της εργασίας τους στις 11-10-2021, Β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των από 11-01-2022 καταγγελιών των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας των εναγόντων εκ μέρους του εναγομένου, Γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων από τις θέσεις που έκαστος εξ αυτών κατείχε, με τις ανάλογες αποδοχές και με τα καθήκοντα που αυτοί ασκούσαν πριν από την άκυρη καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας τους, από την επίδοση της παρούσας απόφασης και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του να καταδικαστεί στην καταβολή χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων (300,00Ευρώ) Ευρώ για έκαστο των εναγόντων και Δ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων έξι ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών του ευρώ μικτά (19.406,45 Ευρώ = 858,00 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές + 19,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες + 583,54 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες + 16.445,41 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας + 1.500,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), στην δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό έντεκα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και εξήντα δύο λεπτών του ευρώ μικτά (11.375,62 Ευρώ = 2.029,80 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές + 185,40 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες + 1.675,80 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες + 5.984,62 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας + 1.500,00Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και έντεκα λεπτών του ευρώ μικτά (7.585,11 Ευρώ = 1.050,30 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές + 97,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες + 1.055,33 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες + 3.881,98 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας + 1.500,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών του ευρώ μικτά (19.655,88 Ευρώ = 1.599,00 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές + 136,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες + 952,09 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες+ 15.468,29 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας + 1.500,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ μικτά (11.696,74 Ευρώ = 1.025,28 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές + 178,32 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες + 1.272,92 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες + 7.720,22 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας + 1.500,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) και στην έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ενενήντα επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του ευρώ μικτά (20.097,97 Ευρώ + 1.209,00 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις Κυριακές + 136,50 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες + 936,73 Ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες + 16.315,74 Ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας και αποδοχές υπερημερίας + 1.500,00 Ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία ήταν απαιτητό έκαστο επί μέρους κονδύλιο και συγκεκριμένα από την τελευταία ημέρα εκάστου μήνα που έπρεπε να καταβληθούν τα ανωτέρω κονδύλια κατ’ άρθρο 341 ΑΚ, και συγκεκριμένα για τις δεδουλευμένες αποδοχές και τους μισθούς υπερημερίας από το τέλος κάθε μήνα που αφορούν (κατ’ άρθ. 655 ΑΚ, αφού δεν αποδείχθηκε αντίθετη συμφωνία), το Δώρο Χριστουγέννων από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που αφορά, το επίδομα αδείας από το τέλος του έτους που αφορά, το Δώρο Πάσχα από την 30 Απριλίου του έτους που αφορά και η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης να προξενηθεί σημαντική ζημιά στους ενάγοντες, καθόσον αποδείχτηκε ότι είναι μισθοσυντήρητοι και εξαρτώμενοι αποκλειστικώς από τα εισοδήματα της παρεχόμενης εξαρτημένης εργασίας τους, γι’ αυτό, πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή ως προς όλες τις καταψηφιστικές της διατάξεις, κατά αποδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος των εναγόντων, ως και ουσιαστικά βάσιμου, λόγω και της φύσης των επιδικαζόμενων κονδυλίων, ως εργατικών απαιτήσεων [άρθρα 908 παρ. 1 εδ. α’ και περ. ε’, βλ Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΚΠολΔ II, εκδ.2000, άρθρο 908 // Εφ.Αθ.2323/1997 αδημ.]. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής [άρθρο 179 ΚΠολΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι ενάγοντες νομίμως άσκησαν το δικαίωμά τους για επίσχεση της εργασίας τους στις 11-10-2021.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα των από 11-01-2022 καταγγελιών των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας των εναγόντων εκ μέρους του εναγομένου.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων από τις θέσεις που έκαστος εξ αυτών κατείχε, με τις ανάλογες αποδοχές και με τα καθήκοντα που αυτοί ασκούσαν πριν από την άκυρη καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας τους, από την επίδοση της απόφασης και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του, τον καταδικάζει στην καταβολή χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων (300,00€) Ευρώ για έκαστο των εναγόντων.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων τετρακοσίων έξι ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών του ευρώ μικτά (19.406,45 €), στην δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό έντεκα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ και εξήντα δύο λεπτών του ευρώ μικτά (11.375,62 €), στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και έντεκα λεπτών του ευρώ μικτά (7.585,11 €), στην τέταρτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών του ευρώ μικτά (19.655,88 €), στην πέμπτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ μικτά (11.696,74 €) και στην έκτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των είκοσι χιλιάδων ενενήντα επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών του ευρώ μικτά (20.097,97 €), με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό της απόφασης αυτής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς όλες τις καταψηφιστικές της διατάξεις.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στην Αθήνα, στις 14 Ιουνίου του έτους 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.