Περίληψη: Στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, τόσο τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα. Προστασία συνδικαλιστικών στελεχών από την απόλυση. Σε περίπτωση που η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσεως, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1982, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, ή με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, μπορεί να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική. Την έλλειψη κλίματος συνεργασίας και την αναταραχή στον εργασιακό χώρο μπορεί να επικαλεστεί ο εργοδότης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υπαίτιος της δημιουργίας τους. Κρίση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του Ν. 1264/1982 και του άρθρου 281 Α.Κ., διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, αναφορικά με το ζήτημα, εάν, τα περιστατικά που δέχθηκε, σε σχέση με την μειωμένη εργασιακή απόδοση του αναιρεσείοντος, συνιστούν και για ποιο λόγο συμπεριφορά κακόβουλη και εκφεύγουσα των ορίων της θεμιτής συνδικαλιστικής δράσης, η οποία είχε καταστήσει αδύνατη ή είχε θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του, ώστε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, να μπορεί να αποκρουστεί ως καταχρηστική. Δέχεται την αίτηση του εργαζόμενου. Αναιρεί την εφετειακή απόφαση.

Δημοσιευμένη σε:  Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 2024. 423, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

Αριθμός 658/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αριστείδη Βαγγελάτο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 72/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυόμενης της Αντιπροέδρου Δήμητρας Ζώη), Μαλαματένια Κουράκου, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη και Βάϊα Ζαρχανή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 2 Απριλίου 2024, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ………… του …………, κατοίκου …………, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βλαχόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσίβλητης: Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………… Ε.Π.Ε.», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου Θεοδόση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-05-2020 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1503/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων, η 5776/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25-10-2023 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Βάϊα Ζαρχανή.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη από 25-10-2023 και με αριθμ. καταθ. …………/…………/2023 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 5776/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί των από 28-12-2020 και 8-2-2021 αντιθέτων εφέσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης αντίστοιχα κατά της υπ’ αριθμ. 1503/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 28-12-2020 έφεση του αναιρεσείοντος και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η από 8-2-2021 έφεση της αναιρεσίβλητης, ακολούθως δε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, απορρίφθηκε η αγωγή. Η εν λόγω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 591 τταρ.1, 524 παρ. 1, 614 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016 και έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, εφόσον, τόσο η αγωγή, όσο και η έφεση, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ασκήθηκαν μετά την κατά την 1-1-2016 έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, προκύπτει ότι και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, τόσο τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα. Δηλαδή όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, λαμβάνονται παραδεκτά υπόψη, αδιακρίτως πλέον και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, αχαρτοσήμαντα, άκυρα για οποιοδήποτε λόγο και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα και φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων δε βεβαιώνεται η ακρίβειά τους από το αρμόδιο για το σκοπό αυτό πρόσωπο, χωρίς να ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 11 εδαφ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, επειδή είναι ανυπόστατα έγγραφα (ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 714/2022, 1349/2018, 1658/2017). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθμ. 11 α’ ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση για την εργασιακή απόδοσή του, έλαβε υπόψη του την «έκθεση αξιολόγησης προσφερόμενων υπηρεσιών» που προσκόμισε η αναιρεσίβλητη και που είχε εκδοθεί από την ίδια, έγγραφο το οποίο δεν έχει αποδεικτική αξία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ, το συγκεκριμένο έγγραφο, που είναι υποστατό, λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο εκδότης του και συνεπώς νομίμως, ως επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο και εκτιμήθηκε ελεύθερα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του ν.1264/1982 όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και πριν τη διαμόρφωσή του με το άρθρο 88 του ν.4808/2021 είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας των μελών της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως, μεταξύ των οποίων, αν δεν προβλέπεται από το καταστατικό της, προστατεύονται κατά σειρά ο Πρόεδρος, Αναπλ. Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος, Γενικός Γραμματέας, κλπ., κατά τη διάρκεια της θητείας τους και ένα (1) χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν υπάρχει ένας από τους λόγους, που αναφέρονται στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου και διαπιστωθεί η ύπαρξή του κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 15 του ίδιου νόμου. Η απαρίθμηση των λόγων είναι περιοριστική και έτσι κατ’ αρχήν δεν επιτρέπεται η καταγγελία για λόγους άλλους από εκείνους που προβλέπει η παρ. 10 του άρθρου 14 ούτε με διεύρυνσή τους με την μέθοδο της αναλογίας. Εφόσον δεν τηρήθηκε η προαναφερόμενη διαδικασία η γενόμενη καταγγελία είναι άκυρη και ο εργοδότης, εκτός της υποχρεώσεώς του προς καταβολή των αποδοχών του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους κατά το χρόνο της υπερημερίας του, είναι υποχρεωμένος σε επαναπρόσληψη αυτού, απειλουμένων μάλιστα των ποινών των προβλεπομένων από το άρθρο 23. Είναι αληθές, όπως προεκτέθηκε, ότι διεύρυνση των λόγων απολύσεως για τους οποίους είναι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982, επιτρεπτή η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, κατ’ αρχήν δεν επιτρέπεται, γιατί η πιο πάνω διάταξη αποτελεί εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα και η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι περιοριστική. Σε περίπτωση όμως που η συμπεριφορά του συνδικαλιστικού στελέχους μισθωτού εξέρχεται από τα όρια της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσεως, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.δ. 1264/1982, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεων του προστατευόμενου συνδικαλιστή, ή με πράξεις ή παραλείψεις του εκ κακοβουλίας του έχει καταστήσει αδύνατη ή έχει θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο εργάζεται, τότε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, μπορεί να αποκρουστεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι πιο πάνω προστατευτικές διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση της σχέσεώς του με αυτόν. Όταν όμως επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στη εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Είναι αυτονόητο ότι την έλλειψη κλίματος συνεργασίας και την προαναφερόμενη αναταραχή στον εργασιακό χώρο μπορεί να επικαλεστεί ο εργοδότης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υπαίτιος της δημιουργίας τους. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, για καταβολή αποδοχών υπερημερίας και για επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνδικαλιστικού στελέχους (ΑΠ 498/2022, 390/2021, 1481/2019, 424/2016, 860/2015, 364/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 109/2020, 1238/2019). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, 50/2020, 598/2019, 130/2016, 1420/2013).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν, δεκτά, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: «Ο ενάγων προσελήφθη στις 20/3/2013 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας από την εναγόμενη εταιρεία ο ιδρυτής της οποίας (…………. ………..), διατηρεί φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος, με καθήκοντα που θα αναλυθούν κατωτέρω και μηνιαίο μισθό 1.050 ευρώ, πλέον επιδομάτων. Η εναγόμενη εταιρεία η οποία διατηρεί γραφείο και στο …………, έχει ως δραστηριότητα την έκδοση, δημοσίευση και θέση σε κυκλοφορία επιστημονικών περιοδικών που αφορούν την Βιοϊατρική επιστημονική έρευνα σε όλες τις μορφές της και κυρίως σε όλες τις μορφές του καρκίνου και των συναφών νοσημάτων, καθώς και την διοργάνωση, διεξαγωγή και υποστήριξη συνεδρίων, συμποσίων, συνεντεύξεων και άλλων δημοσίων συναντήσεων στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό που αποσκοπούν στη προαγωγή της Βιοϊατρικής έρευνας, εκδίδει δε, προς τον σκοπό τούτο 10 επιστημονικά περιοδικά που κυκλοφορούν μηνιαίως στην Αγγλική γλώσσα και διατίθενται σε 120 περίπου χώρες και έχει συνδρομητές, μεταξύ άλλων, μεγάλες βιβλιοθήκες εγκρίτων Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και Ινστιτούτων, ανά τον κόσμον. Ο ενάγων, ο οποίος είναι πτυχιούχος του ………… Πανεπιστημίου με γνώσεις, χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή και ξένων γλωσσών (Αγγλικών, Γαλλικών και Ισπανικών), είχε τα εξής καθήκοντα ως εργαζόμενος στην εναγομένη εταιρεία: είχε ενταχθεί στο πρώτο στάδιο/ομάδα εργασίας για τον έλεγχο πληρότητας των υποβαλλομένων εργασιών, δηλαδή προέβαινε σε έλεγχο της υποβαλλομένης εργασίας, διαπιστώνοντας, αν συμπεριλαμβάνονται στην εργασία γενικές πληροφορίες όπως τα ονόματα και οι διευθύνσεις των συγγραφέων, του φορμάτ του κειμένου, των βιβλιογραφικών αναφορών μέσα στο κείμενο και στη λίστα στο τέλος, των εικόνων/πινάκων και των σχετικών αναφορών σ’ αυτά μέσα στο κείμενο. Ο έλεγχος αυτός γινόταν ηλεκτρονικά και στη συνέχεια, εφόσον η εργασία ήταν πλήρης την εκτύπωνε και την παρέδιδε στους συντάκτες για έλεγχο ή έστελνε την εργασία με αυτοματοποιημένο μέιλ, στον συγγραφέα προκειμένου, ο τελευταίος να προβεί στην ζητούμενη διόρθωση. Ο ενάγων από τις 12 Απριλίου 2019 εξελέγη μέλος και συγκεκριμένα Αντιπρόεδρος του επταμελούς Δ.Σ. του πρωτοβαθμίου κλαδικού σωματείου των εργαζομένων στις επιχειρήσεις βιβλίου, χάρτου και ψηφιακών μέσων Αττικής (Σ.Υ.Β.Χ.Ψ.Α), αποκτώντας έτσι συνδικαλιστική ιδιότητα. Στη συνέχεια, η εναγόμενη, στις 21/2/2020, χωρίς να τηρήσει προθεσμία κατήγγειλε νομοτύπως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και του κατέβαλε την οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως εκ 5.110,01 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα λόγω της πολύ χαμηλής αποδόσεώς του στα ανωτέρω καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις της εναγόμενης και της εντεύθεν ρητής και αδικαιολογήτου αρνήσεώς του να βελτιωθεί και να συμμορφωθεί στις υποδείξεις και τις συστάσεις της εναγομένης με αποτέλεσμα να θέτει σε κίνδυνο την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεως της τελευταίας και συγκεκριμένα του ως άνω τμήματος στο οποίο εργαζόταν. Ειδικότερα, η έλλειψη ενδιαφέροντος του ενάγοντος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του και των καθηκόντων που του είχε αναθέσει η εναγόμενη και η εντεύθεν απόδοσή του, παρουσιάζουν συνεχώς πτωτική πορεία, όπως τούτο συνάγεται και από τις προσκομιζόμενες εβδομαδιαίες εκθέσεις και αναφορές προόδου του ενάγοντος και τριών ακόμη εργαζομένων (…………,………… και …………) στο ίδιο τμήμα …………, καθώς και από την έκθεση αξιολόγησης των προσφερομένων υπηρεσιών για το χρονικό διάστημα από 2/1/2020 έως και 14/2/20 για τους ίδιους ως άνω εργαζόμενους καθώς και από τα συνημμένα σε αυτή, Γράφημα 1 ………… και γράφημα 2 ………… . Σύμφωνα με το Γράφημα 1 ο ………… ήλεγξε 147 εργασίες, η ………… 141 εργασίες, η …………  103 εργασίες και ο ενάγων 75 εργασίες, εβδομαδιαίως. Από τα ως άνω έγγραφα, καθώς και από τα προσαγόμενα αντίγραφα εκ του βιβλίου αδειών 2020 για τους ως άνω υπάλληλους ………… συνάγεται ότι οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι απέδιδαν διπλάσια ποσότητα εργασίας από εκείνη που απέδιδε ο ενάγων. Περαιτέρω, απεδείχθη, ότι, για τους ανωτέρω λόγους, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είχε ήδη αποφασισθεί, από την εναγόμενη από τον Δεκέμβριο του 2019, αφού από τις 23/1/2020 είχε αποσταλεί από τον λογιστή της τελευταίας ηλεκτρονικό μήνυμα με τα απαιτούμενα έγγραφα που έπρεπε να υπογράψει ο ενάγων και είχε υπολογισθεί το ποσό της αποζημιώσεως απολύσεως που έπρεπε να του καταβληθεί ………… και επομένως η εν λόγω απόφαση της απολύσεώς του αφίστατο αρκετά πριν την απεργία της ΓΣΕΕ στις 18/2/2020 ………… που ισχυρίζεται ο ενάγων αβασίμως, ότι η συμμετοχή του σ’ αυτήν απετέλεσε τον λόγο της απολύσεώς του. Εξάλλου, ο ενάγων, είχε απεργήσει κατά το παρελθόν 1 ημέρα το 2017, 1 ημέρα το 2018, 2 ημέρες το 2019 και 1 ημέρα το 2020 και η εναγόμενη δεν είχε αντιδράσει αρνητικά, ούτε είχε καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του για τις συμμετοχές του αυτές στις απεργίες του ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ. Περαιτέρω, όσον αφορά την χαμηλή απόδοση του ενάγοντος κατά την εργασία του στον επιχείρηση της εναγομένης, όπως προκύπτει και από την ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ των διαδίκων η εναγόμενη είχε κατ’ επανάληψη κάνει στον ενάγοντα συστάσεις, τόσο για την βελτίωση της αποδόσεώς του, όσο και για την μη τήρηση των εργασιακών – συμβατικών του υποχρεώσεων χωρίς αποτέλεσμα, καθόσον από το προσαγόμενο από 12-12-2019 ηλεκτρονικό μήνυμα της διαχειρίστριας της εναγομένης προς τον ενάγοντα, διαπιστώνεται η εξαιρετικά χαμηλή απόδοσή του και η προτροπή να εντείνει τις προσπάθειές του, για να μην επηρεάζει αρνητικά την λειτουργία της επιχειρήσεως αλλά και τους συναδέλφους του και ο ενάγων απήντησε την επομένη με ηλεκτρονικό μήνυμα, επί λέξει τα εξής: «Η απόδοσή μου διαχρονικά δεν επιδέχεται βελτίωσης. Επίσης δεν καταλαβαίνω πως γίνεται η όποια απόδοσή μου να επηρεάζει αρνητικά τους συναδέλφους μου», επιδεικνύοντας αδιαφορία καθώς και αδικαιολόγητη και επίμονη άρνηση να βελτιωθεί και να συμμορφωθεί στις συστάσεις της εναγόμενης, εν γνώσει του ότι η απόδοσή του υστερούσε σημαντικά της αποδόσεώς των συναδέλφων του που ήσαν στο ίδιο τμήμα με αυτόν, όπως εκτέθηκε ως άνω, γεγονός που συντελούσε στην καθυστέρηση της διεκπεραιώσεως της εργασίας όχι μόνον στο τμήμα του, αλλά και στην καθυστέρηση συνολικής λειτουργίας της επιχειρήσεως της εναγομένης. Επισημαίνεται δε, ότι ο ενάγων κατά την ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, παραδέχθηκε ότι του είχαν γίνει συστάσεις για μειωμένη απόδοση από την εναγομένη και δήλωσε για την διπλάσια εβδομαδιαία απόδοση που είχαν οι ανωτέρω συνάδελφοί του στο ίδιο τμήμα ότι θεωρώντας πως οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να κάνουν «πρωταθλητισμό», εμμένοντας έτσι στην άποψη ότι η αδικαιολόγητα πολύ χαμηλή του απόδοση δεν συνιστούσε αρνητική ή επιλήψιμη, των συμβατικών του υποχρεώσεων, περίσταση. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παραλείποντας συστηματικά με κακοβουλία και παρά τις συστάσεις της εναγομένης, να έχει την δέουσα απόδοση στην εργασία του, όπως και οι άλλοι συνάδελφοί του με τα αυτά καθήκοντα στο ίδιο τμήμα, έθεσε σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία του τμήματος, αλλά και της επιχειρήσεως της εναγομένης. Επομένως…. οι ισχυρισμοί του ενάγοντα περί ακυρότητος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, ως συνδικαλιστού, περί απολήψεως αποδοχών υπερημερίας, περί επαναπροσλήψεως κλπ είναι αβάσιμοι αφού αποκρούσθηκαν επιτυχώς από τη σχετική βάσιμη ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (Α.Κ. 281) που προέβαλε νομοτύπως η εναγομένη. Κατά συνέπεια, γενομένης δεκτής ως βασίμου της κρινομένης εφέσεως, πρέπει, αφού έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και διακρατουμένης της υποθέσεως από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν…»

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του Ν. 1264/1982 και του άρθρου 281 Α.Κ., διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες, αναφορικά με το ζήτημα, εάν, τα περιστατικά που δέχθηκε, σε σχέση με την μειωμένη εργασιακή απόδοση του αναιρεσείοντος, συνιστούν και για ποιο λόγο συμπεριφορά κακόβουλη και εκφεύγουσα των ορίων της θεμιτής συνδικαλιστικής δράσης, η οποία είχε καταστήσει αδύνατη ή είχε θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία της επιχειρήσεως ή του τμήματος στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του, ώστε η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη αποδοχών υπερημερίας και επαναπρόσληψή του, να μπορεί να αποκρουστεί ως καταχρηστική. Περαιτέρω, ενώ δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στην εναγομένη ήδη από τις αρχές του έτους 2013, εξαντλείται στην αναφορά της εργασιακής του απόδοσης κατά τις τελευταίες έξι προ της απολύσεώς του εβδομάδες, χωρίς σύγκριση με τον προγενέστερο χρόνο. Ωσαύτως, προβαίνει σε σύγκριση της απόδοσης του ενάγοντος με τρεις συναδέλφους του που εργάζονταν στο ίδιο τμήμα, χωρίς αναφορά: α) εάν ασκούσαν, τόσο οι συγκρινόμενοι, όσο και ο αναιρεσείων, αποκλειστικά τα συγκεκριμένα καθήκοντα ή ενδεχομένως κάποιοι εξ αυτών και πρόσθετα καθήκοντα, ώστε να δύναται να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα για την συνολική ποσοτική απόδοση εκάστου, β) εάν στο συγκεκριμένο τμήμα εργάζονταν και άλλοι συνάδελφοι του αναιρεσείοντος με τα ίδια καθήκοντα και σε καταφατική περίπτωση ποια ήταν η εργασιακή απόδοση των τελευταίων κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ώστε να δύναται να εξαχθεί συμπέρασμα για τον μέσο όρο της ποσοτικής απόδοσης του συγκεκριμένου τμήματος και εάν η απόδοση του ενάγοντος υπολείπετο αυτής. Τέλος, η εφετειακή απόφαση έχει αντιφατικές αιτιολογίες, καθ’ όσον, ενώ, προκειμένου να στηρίξει την κρίση της για τη μειωμένη εργασιακή απόδοση του αναιρεσείοντος έλαβε υπόψη της την έκθεση αξιολόγησης των προσφερόμενων υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης για το χρονικό διάστημα από 2-1-2020 έως και 14-2-2020, την οποία και εξαίρει ως αποδεικτικό μέσο, ακολούθως διαλαμβάνει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είχε ήδη αποφασισθεί από το Δεκέμβριο του 2019, κατά προγενέστερο δηλαδή χρόνο, χωρίς την παράθεση στοιχείων που να αφορούν το διάστημα εκείνο, ει μη μόνον της αναφοράς σε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που απεστάλη από την αναιρεσίβλητη στις 12-12-2019 και στο οποίο επισημαίνεται η εξαιρετικά χαμηλή απόδοσή του, στοιχείο που ωστόσο δεν αρκεί για την στήριξη του αποδεικτικού της πορίσματος. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το σκέλος αυτού, με το οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 14 και 15 του Ν.1264/1982 και του άρθρου 281 Α.Κ., η αναιρετική εμβέλεια του οποίου κατά το μέρος που αναφέρεται στην εκ πλαγίου παράβαση (εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ) των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του ιδίου αναιρετικού λόγου, με το οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των ανωτέρω ουσιαστικών κανόνων δικαίου (πρβλ. ΑΠ 1474/2022, 301/2018). Ακολούθως, παρέλκει η εξέταση των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου λόγων της αίτησης αναίρεσης οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ανωτέρω πρώτου λόγου αναίρεσης.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης, που κρίθηκε βάσιμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάξεις (άρθρ.176, 183, 191 παρ.1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την 5776/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Απριλίου 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Μαΐου 2024.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies