Η αμοιβή είναι η βασική ανησυχία όσων σκέφτονται να συμβουλευτούν δικηγόρο. Για εργατικά ζητήματα, οι περισσότεροι εργαζόμενοι αρκούνται σε μια έρευνα στο διαδίκτυο. Λίγοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και προσφεύγουν στο σωματείο τους ή στην Επιθεώρηση Εργασίας για συμβουλές. Σχεδόν όλοι καταφεύγουν σε δικηγόρο ως τελευταία λύση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή προβληματίζονται για την αμοιβή του.
Στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύουμε τακτικά άρθρα και δικαστικές αποφάσεις για θέματα εργατικού δικαίου που, σε πολλές περιπτώσεις, θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τα δικαιώματά σας. Ωστόσο, η πληροφόρηση από μόνη της δεν αρκεί πάντοτε για να επιλύσετε τα προβλήματα που αντιμετωπίζετε με τον εργοδότη σας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα χρειαστείτε εξειδικευμένη νομική συμβουλή και εκπροσώπηση.
ΑΜΟΙΒΗ ΜΕ ΠΟΣΟΣΤΟ
Οι περισσότεροι δικηγόροι που ασχολούνται με το εργατικό δίκαιο αναλαμβάνουν τις υποθέσεις με ποσοστό επί του ποσού που θα εισπραχθεί αν η υπόθεση κερδηθεί, χωρίς να πάρουν προκαταβολή. Τα πλεονεκτήματα για τον εργαζόμενο από αυτόν τον τρόπο αμοιβής είναι σημαντικά: i. Δεν χρειάζεται να εκταμιεύσει κανένα ποσό για δικηγορική αμοιβή, ii. ο δικηγόρος θα πάρει την αμοιβή του (ποσοστό) μόνο αν εισπράξει ο εργαζόμενος αυτά που του οφείλει ο εργοδότης του και μόνο όταν τα εισπράξει, iii. ο δικηγόρος έχει ισχυρό κίνητρο να παλέψει για την υπόθεση διότι, αν δεν πάει καλά, δεν θα λάβει αμοιβή.
Παραδείγματα υποθέσεων που αναλαμβάνονται συνήθως με ποσοστό είναι: παράνομη απόλυση, οφειλή δεδουλευμένων, υπερωρίες, εργατικό ατύχημα, επίσχεση εργασίας και, γενικά, κάθε υπόθεση με οικονομικό αντικείμενο.
Εάν χρειάζεστε απλώς νομική συμβουλή σχετικά με ζητήματα εργατικού δικαίου, επικοινωνήστε μαζί μας. Μπορείτε να μας ρωτήσετε σχετικά με τις χρεώσεις μας όταν καλείτε για να κλείσετε την ώρα. Στο γραφείο μας δεν θα χρεωθείτε για την αρχική εκτίμηση της υπόθεσής σας.
Μην ξεχνάτε ότι το ύψος της αμοιβής είναι ένα μόνο από τα κριτήρια επιλογής δικηγόρου. Τα υπόλοιπα είναι η πείρα, η εξειδίκευση, το στυλ επικοινωνίας με τον εντολέα του και, κυρίως, η ικανότητα να χειρίζεται αποτελεσματικά τις υποθέσεις που αναλαμβάνει.
Όταν προκύψει μια εργασιακή διαφορά, οι περισσότεροι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και μπαίνουν στη διαδικασία της αντιπαράθεσης με τον εργοδότη τους απρόθυμα. Πολύ λίγοι έχουν γνώση της εργατικής νομοθεσίας και του δικαστικού συστήματος. Και αυτό είναι κάτι που προκαλεί άγχος.
Η πρόσληψη δικηγόρου είναι μια απαιτητική υπόθεση. Ο εργαζόμενος πρέπει να αφιερώσει χρόνο για να κάνει τη σωστή επιλογή.
Καλό είναι στην πρώτη συνάντηση να εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία και να ρωτήσετε για όλους τους διαθέσιμους τρόπους επίλυσης του προβλήματος. Καλό είναι επίσης να έχετε ετοιμάσει μια λίστα ερωτήσεων. Μην ντρέπεστε να κάνετε ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεσή σας.
Πέντε πράγματα που πρέπει να λάβετε υπόψη κατά την επιλογή δικηγόρου.
Η ικανότητα και η πείρα στη δικηγορία αποκτώνται με την πάροδο του χρόνου. Εάν αντιμετωπίζετε εργασιακά προβλήματα, ρωτήστε τον δικηγόρο σας για τα χρόνια ενασχόλησής του με το εργατικό δίκαιο. Καλό είναι να έχει χειριστεί παρόμοιες υποθέσεις στο παρελθόν. Είναι λογικό ότι αν έχει χειριστεί αρκετές υποθέσεις, θα είναι σε θέση να καταστρώσει μια επιτυχημένη στρατηγική για εσάς.
Καλό είναι, επίσης, να ρωτήσετε τι πρέπει να περιμένετε στην πορεία. Ένας έμπειρος εργατολόγος θα πρέπει να γνωρίζει την απάντηση, όχι ως εικασία αλλά ως γνώμη που βασίζεται στις γνώσεις και στην πείρα του, δηλαδή στα αποτελέσματα άλλων παρόμοιων υποθέσεων.
Γενικά, όταν επιλέγετε έναν εργατολόγο, βεβαιωθείτε ότι η δική του πείρα είναι η κατάλληλη για τη δική σας υπόθεση.
Ένα από τα κριτήρια για την επιλογή ενός εργατολόγου είναι η ικανότητά του να διαχειριστεί την υπόθεσή σας όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά. Αυτό περιλαμβάνει την ικανότητά του να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά ώστε να πετύχει μια εξωδικαστική διευθέτηση (κλείσιμο) της υπόθεσης. Και, φυσικά, την ικανότητά του να φέρει εις πέρας μια δικαστική διαδικασία, εφόσον αυτό απαιτηθεί. Μπορείτε να μάθετε για την αποτελεσματικότητα ενός δικηγόρου από άλλους εντολείς του ή από τις δικαστικές αποφάσεις του, αν είναι προσβάσιμες.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας.
Το ύψος της αμοιβής είναι ένα από τα κριτήρια για την επιλογή του δικηγόρου αλλά όχι το μοναδικό. Κατά κανόνα συναρτάται με την πείρα του δικηγόρου, την ειδίκευσή του και την αποτελεσματικότητά του. Ένας εξειδικευμένος δικηγόρος με πολλά χρόνια πείρας θα χρεώσει κατά κανόνα περισσότερα από έναν νεότερο χωρίς εξειδίκευση. Και άλλες παράμετροι όμως παίζουν ρόλο στο ύψος της αμοιβής, όπως η δυνατότητα παράστασης στα δικαστήρια, που μπορεί να είναι μόνο στο Πρωτοδικείο (δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις), στο Εφετείο (δικηγόρος παρ’ Εφέταις) και στον Άρειο Πάγο (Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω).
Γενικά, ένας έμπειρος δικηγόρος θα έχει επαρκή εικόνα για τις πιθανότητες επιτυχίας και θα μπορεί να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για να σταθμίσετε το κόστος σε σχέση με το πιθανό αποτέλεσμα.
Οι τομείς δικαίου είναι πολλοί και ο καθένας έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ο όγκος των πληροφοριών είναι τόσο μεγάλος, που, πρακτικά, κάθε δικηγόρος πρέπει να ασχοληθεί μ’ έναν μόνο τομέα, αν θέλει να τον μελετήσει και να τον κατανοήσει σε βάθος. Υπάρχουν, βέβαια, δικηγόροι που ασχολούνται με περισσότερους κλάδους δικαίου, που ασκούν δηλαδή γενική δικηγορία.
Εάν προσεγγίσετε έναν δικηγόρο που παρέχει υπηρεσίες σε πολλούς τομείς, βεβαιωθείτε ότι κατανοεί το εργατικό δίκαιο. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τομέα δικαίου που απαιτεί συνεχή ενημέρωση και επιμόρφωση λόγω των συχνών αλλαγών στη νομοθεσία. Η υπόθεσή σας θα γίνει πιο δαπανηρή εάν προσλάβετε έναν δικηγόρο που πρέπει να μάθει τον νόμο στην πορεία.
Για παράδειγμα, οι υποθέσεις αλλαγής ΑΦΜ του εργοδότη απαιτούν υψηλό επίπεδο γνώσεων και ιδιαίτερη εξειδίκευση και είναι πιθανό ένας δικηγόρος που δεν τα διαθέτει να μην μπορεί να σας βοηθήσει στον βαθμό που μπορεί ένας εξειδικευμένος εργατολόγος.
Γενικά, όταν ο εργαζόμενος απευθύνεται σε εξειδικευμένο εργατολόγο για την αντιμετώπιση υποθέσεων εργατικού δικαίου, κατά κανόνα αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχούς έκβασης.
Οι δικηγόροι ξοδεύουν πολύ χρόνο για σπουδές και εξειδίκευση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι απόμακροι. Ένας δικηγόρος που πραγματικά ενδιαφέρεται να σας βοηθήσει σε μια δύσκολη κατάσταση με τον εργοδότη σας, δεν θα έχει πρόβλημα να συζητήσει μαζί σας και να σας ενημερώσει με κατανοητό τρόπο για τα δικαιώματά σας και τις απαιτούμενες νομικές διαδικασίες. Πρέπει να είναι ανοιχτός σε ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεσή σας, την πείρα του και, φυσικά, την αμοιβή του, ώστε να σας απαλλάξει από το άγχος που έχει κάθε εργαζόμενος σε τέτοιες καταστάσεις.
Όποιος αποφεύγει να απαντά στις ερωτήσεις σας, μπορεί να κρύβει την απειρία του. Κι αν δείχνει να δυσανασχετεί ή να ενοχλείται από τις ερωτήσεις σας σχετικά με την υπόθεσή σας, τότε ενδέχεται να μην είναι αυτό που ψάχνετε.
Οι δικαστικές διαδικασίες μπορεί πράγματι κάποιες φορές να διαρκέσουν πολύ. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η κατάσταση είναι σαφώς βελτιωμένη, ειδικά στα δικαστήρια που ασχολούνται με εργατικές διαφορές, για τις οποίες υπάρχουν ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν τη σύντομη εκδίκαση. Άλλωστε, πάντοτε ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ρυθμίζονται υποθέσεις επείγοντος χαρακτήρα σε πολύ σύντομο χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι το δικαστήριο ο μοναδικός δρόμος επίλυσης μιας εργατικής διαφοράς. Ο εργαζόμενος έχει στη διάθεσή του αρκετές επιλογές πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, που μπορούν να οδηγήσουν σε διευθέτηση της διαφοράς χωρίς δίκη.
Για τη διεκδίκηση απλήρωτων αποδοχών, για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαταγή πληρωμής οφειλόμενου μισθού, που είναι μια διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται εντός λίγων ημερών και χωρίς δίκη.
Δείτε περισσότερα για τη διαταγή πληρωμής οφειλόμενου μισθού
Άλλη δυνατότητα που έχει ο εργαζόμενος όταν αντιμετωπίζει εργασιακά προβλήματα είναι η προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας, μέσω της οποίας η υπόθεση μπορεί να διευθετηθεί εντός λίγων εβδομάδων, χωρίς να χρειαστεί τελικά προσφυγή στο Δικαστήριο.
Δείτε περισσότερα για την προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας
Σε αρκετές περιπτώσεις ενδείκνυται και η διαμεσολάβηση, η οποία επίσης μπορεί να οδηγήσει σύντομα σε επωφελή διευθέτηση της διαφοράς.
Δείτε περισσότερα για τη διαμεσολάβηση
Ένας δικηγόρος με πείρα στον χειρισμό υποθέσεων εργατικού δικαίου θα βοηθήσει τον εργαζόμενο να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο εργαλείο για την υπόθεσή του, ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες να επιλυθεί η διαφορά χωρίς να χρειαστεί δίκη.
Σε κάποιες περιπτώσεις πάντως, κυρίως όταν ο εργοδότης είναι αδιάλλακτος, η προσφυγή στο δικαστήριο είναι μονόδρομος. Αυτό δεν είναι όμως κάτι που πρέπει να προβληματίζει τους εργαζόμενους. Τα Δικαστήρια δεν είναι φιλεργοδοτικά και δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να αποθαρρύνονται από τέτοιες αντιλήψεις που, σε τελική ανάλυση, ωφελούν μόνο τους εργοδότες (οι οποίοι συνήθως τις συντηρούν). Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ούτε φιλεργατικά. Τα δικαστήρια κρίνουν πάντοτε με βάση τις αποδείξεις που προσκομίζουν οι διάδικοι (μαρτυρίες, έγγραφα κ.λπ.). Αν μία υπόθεση είναι βάσιμη και στηριχθεί με τα κατάλληλα αποδεικτικά μέσα, έχει κάθε λόγο να πάει καλά, ιδιαίτερα αν τη χειριστεί δικηγόρος με γνώση του αντικειμένου.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας.
Σημαντικό: Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν, εκτός από τα οφειλόμενα ποσά (κεφάλαιο), και τόκους επί του κεφαλαίου. Επομένως, όσο περισσότερο διαρκεί μια αντιδικία, τόσο περισσότεροι είναι οι τόκοι που θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο εργοδότης στο τέλος. Το επιτόκιο είναι πολύ υψηλό (σήμερα μπορεί να φθάσει πάνω από 10% ετησίως). Συνεπώς, ακόμη κι αν καθυστερήσει μια δικαστική δικαίωση, η είσπραξη υψηλών τόκων συχνά αντισταθμίζει την καθυστέρηση.
Συχνά οι εργαζόμενοι πιέζονται από τους εργοδότες να υπογράψουν έγγραφα, τα οποία δεν αποτυπώνουν τους πραγματικούς όρους εργασίας. Τυπική τέτοια περίπτωση είναι αυτή του εργαζόμενου που, ενώ έχει υπογράψει σύμβαση μερικής απασχόλησης, στην πραγματικότητα εργάζεται με πλήρες ωράριο. Έτσι, χάνει ένσημα, ενώ συχνά, σε περίπτωση απόλυσης, ο εργοδότης δεν του καταβάλλει αποζημίωση υπολογισμένη με βάση τον πράγματι καταβαλλόμενο μισθό, αλλά με βάση αυτόν που αναφέρεται στη σύμβαση, ο οποίος είναι χαμηλότερος.
Άλλη τέτοια περίπτωση είναι αυτή του εργαζόμενου που αναγκάζεται, προκειμένου να προσληφθεί, να υπογράψει σύμβαση έργου, ενώ στην πραγματικότητα παρέχει κανονική εξαρτημένη εργασία. Οι εργοδότες που εφαρμόζουν τη μεθόδευση αυτή έχουν σκοπό να στερήσουν από τους εργαζόμενους την προστασία που τους παρέχει το εργατικό δίκαιο.
Σε όλες τις περιπτώσεις που η πραγματικότητα απέχει από αυτό που αποτυπώνεται στα έγγραφα, σημασία έχει ποιες είναι οι πραγματικές συνθήκες παροχής της εργασίας και όχι τι έχει αποτυπωθεί στα έγγραφα, τα οποία σχεδόν πάντα συντάσσονται από τον εργοδότη χωρίς ο εργαζόμενος να μπορεί να ζητήσει να αλλάξει το περιεχόμενό τους, λόγω της αυτονόητης διαπραγματευτικής υπεροχής του εργοδότη.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν έχει αναγκαστεί ο εργαζόμενος να υπογράψει μια σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επειδή αλλιώς δεν θα προσλαμβανόταν ή δεν θα συνέχιζε να εργάζεται, η υπογραφή του αυτή δεν του στερεί δικαιώματα.
Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της ανακριβούς εξοφλητικής απόδειξης. Ακόμη και αν αναγκαστεί να υπογράψει ο εργαζόμενος έγγραφο που αναφέρει γενικά ότι εξοφλήθηκε πλήρως και ότι ο εργοδότης του δεν του οφείλει τίποτε, ενώ αυτό δεν ισχύει, και πάλι μπορεί να διεκδικήσει τις οφειλόμενες αποδοχές ή παροχές, αφού, σύμφωνα με τον νόμο, η εξοφλητική απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, δηλαδή να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά και την αιτία καταβολής καθενός απ’ αυτά, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη που δεν είναι αναλυτική θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο.
Συμπερασματικά, ακόμη και αν ο εργαζόμενος αναγκάστηκε να υπογράψει έγγραφα που δεν είναι ακριβή, και πάλι έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του είτε απευθυνόμενος στον ίδιο τον εργοδότη και ζητώντας του να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, είτε απευθυνόμενος στο σωματείο του, είτε στις Αρχές (Επιθεώρηση Εργασίας, ΕΦΚΑ), είτε στη Δικαιοσύνη.
Όπως και αν υλοποιηθεί η εργατική διεκδίκηση, σε κανέναν εργοδότη δεν είναι αρεστή, για τρεις βασικούς λόγους: 1. Επειδή η ικανοποίηση των διεκδικήσεων του εργαζόμενου σημαίνει αυξημένο κόστος για την επιχείρησή του. 2. Επειδή φοβάται ότι, αν διεκδικήσει ένας εργαζόμενος τα δικαιώματά του, πιθανώς θα κινητοποιηθούν κι άλλοι. 3. Επειδή, αν προσφύγει ο εργαζόμενος στις Αρχές ή στη Δικαιοσύνη για την προστασία των δικαιωμάτων του, αυτό θα προκαλέσει ζημιά στην εικόνα της επιχείρησής του.
Ορισμένοι εργοδότες, αντιδρώντας σε μια εργατική διεκδίκηση, οποιαδήποτε μορφή και αν έχει αυτή, εφαρμόζουν αντίποινα σε βάρος των εργαζόμενων. Τα αντίποινα αυτά ξεκινούν από την άσκηση πίεσης στον εργαζόμενο προκειμένου να σταματήσει τη διεκδίκηση και φθάνουν στη λήψη βλαπτικών μέτρων όπως η απομόνωση από συναδέλφους, η δυσμενής μετάθεση ή ο υποβιβασμός. Κάποιες φορές το εκδικητικό μένος των εργοδοτών είναι τέτοιο που τους οδηγεί ακόμη και στην απόλυση.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους εξαιτίας του φόβου ότι οι εργοδότες θα λάβουν μέτρα σε βάρος τους διότι υπάρχουν νομοθετικές διατάξεις που απαγορεύουν κάθε τύπου εκδικητική αντίδραση του εργοδότη σε εργατική διεκδίκηση.
Αν ο εργαζόμενος απολυθεί εκδικητικά επειδή διεκδίκησε τα δικαιώματά του, η απόλυση θεωρείται παράνομη και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναπασχόλησή του, τους μισθούς του για το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης δεν τον απασχολεί και επιπλέον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επειδή μια τέτοια απόλυση συνιστά και προσβολή της προσωπικότητάς του. Οι συνέπειες αυτές είναι τόσο σοβαρές που κάθε συνετός εργοδότης θα το σκεφτεί δυο φορές πριν πάρει την απόφαση για απόλυση, αφού, αν αυτή κριθεί παράνομη και, συνεπώς άκυρη, τότε θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να επαναπασχολήσει τον εργαζόμενο που απέλυσε εκδικητικά και να του καταβάλει όλους τους μισθούς που θα έπαιρνε από την απόλυση και μετά, σαν να εργαζόταν κανονικά.
Αντίστοιχες κυρώσεις υπάρχουν και για άλλα βλαπτικά μέτρα που τυχόν λάβει ο εργοδότης, πέραν της απόλυσης.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε διεκδίκηση του εργαζόμενου καλό είναι να αποτυπώνεται και εγγράφως, ακόμη και με απλά ηλεκτρονικά μέσα (email, sms κ.α.), ώστε να είναι ευκολότερο να αποδειχθεί, αν χρειαστεί, ότι προκάλεσε την εκδικητική αντίδραση του εργοδότη.
Όταν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του και απαιτηθεί προσφυγή στο δικαστήριο, τα βήματα για τη διεκδίκηση των εργατικών απαιτήσεων, είναι, σε γενικές γραμμές, δύο: i. Η έκδοση της δικαστικής απόφασης (ή διαταγής πληρωμής) και ii. η εκτέλεσή της.
Το δεύτερο βήμα μπορεί να περιλαμβάνει την κατάσχεση των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη (τραπεζικών λογαριασμών, μετοχών, ακινήτων, επιχειρήσεων, αυτοκινήτων ή άλλων πραγμάτων κ.λπ.) ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, προβλέπεται και προσωπική κράτηση.
Τα δύο αυτά βήματα είναι εξίσου σημαντικά και αλληλένδετα: Αφενός, αν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται με τη δικαστική απόφαση, τότε είναι απαραίτητη η εκτέλεσή της με αναγκαστικά μέσα και αφετέρου, για να μπορεί ο εργαζόμενος να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση, απαιτείται να έχει εξασφαλίσει δικαστική απόφαση (ή διαταγή πληρωμής).
Συνεπώς, η δουλειά του εργατολόγου δεν σταματά με την έκδοση της δικαστικής απόφασης (ή διαταγής πληρωμής). Μια ολοκληρωμένη στρατηγική διεκδίκησης εργατικών απαιτήσεων περιλαμβάνει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης με τη χρήση των, ενδεδειγμένων σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, μέσων. Ένας έμπειρος εργατολόγος θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει τις κατάλληλες επιλογές, ώστε να μην μείνει η απόφαση ανεκτέλεστη και ο εργαζόμενος απλήρωτος. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί ενδελεχή έρευνα (για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων), επιμονή και συνεργασία με τους κατάλληλους επαγγελματίες (δικαστικούς επιμελητές, εκτιμητές, ερευνητές κ.α.), για να φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας σχετικές με αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων
Και αν αλλάξει ΑΦΜ ο εργοδότης;
Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο δικαστικές αποφάσεις σε βάρος εργοδοτών μένουν ανεκτέλεστες (και οι εργαζόμενοι απλήρωτοι) είναι η πρακτική των εργοδοτών να αλλάζουν ΑΦΜ. Εργοδότες που έχουν συσσωρεύσει οφειλές συχνά επιχειρούν να βγουν από τη δύσκολη θέση και να αφήσουν απλήρωτα τα χρέη τους, μεταφέροντας την επιχείρηση σε άλλο όνομα (συγγενή ή φίλου ή άλλης εταιρίας, δικής τους ή όχι), αλλάζοντας δηλαδή ΑΦΜ, ενώ η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στη νομική έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης». Στην ίδια έννοια εντάσσεται και η περίπτωση της συνέχισης της δραστηριότητας μιας επιχείρησης από άλλον επιχειρηματία.
Έτσι, ο αρχικός εργοδότης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η δικαστική απόφαση, συνήθως μένει χωρίς περιουσιακά στοιχεία (αφού αυτά μεταβιβάζονται στον νέο) και βεβαρημένος με χρέη, με συνέπεια η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης να γίνεται δυσκολότερη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαιώματα των εργαζόμενων προστατεύονται αποτελεσματικά με βάση τις διατάξεις του π.δ. 178/2002: Έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τα οφειλόμενα και από τον νέο εργοδότη.
Δείτε περισσότερα για την αλλαγή ΑΦΜ του εργοδότη / μεταβίβαση επιχείρησης
Δείτε άρθρα σχετικά με τη μεταβίβαση επιχείρησης στο blog
Και αν ο εργοδότης πτωχεύσει πριν πληρωθεί ο εργαζόμενος;
Ούτε σ’ αυτήν την περίπτωση αυτή χάνει ο εργαζόμενος το δικαίωμα να ζητήσει τα οφειλόμενα. Η διεκδίκηση, όμως, γίνεται με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία είναι μια συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να διεκδικήσει απαιτήσεις οποιοδήποτε άλλος πιστωτής (τράπεζες, δημόσιο, προμηθευτές κ.α.). Για τον τρόπο με τον οποίο θα μοιραστεί το ποσό που θα προκύψει από τη διαδικασία της πτώχευσης, αν δεν επαρκεί για όλους (πράγμα που κατά κανόνα συμβαίνει), ισχύουν ορισμένα προνόμια και οι εργατικές απαιτήσεις είναι μεταξύ αυτών που ικανοποιούνται προνομιακά.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας σχετικές με πτώχευση εργοδότη
Υπάρχει τρόπος να εξασφαλιστούν τα δικαιώματά μου;
Σε κάθε περίπτωση, αν η απαίτηση του εργαζόμενου κινδυνεύει επειδή ο εργοδότης βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να επιδιώξει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του (συντηρητική κατάσχεση, δέσμευση λογαριασμών, εγγραφή προσημείωσης σε ακίνητο, προσωρινή επιδίκαση κ.α.), ώστε να εξασφαλιστεί η απαίτησή του μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Έτσι, αυξάνονται οι πιθανότητες να εισπράξει τελικά τα οφειλόμενα.
Συμπερασματικά: Καμία υπόθεση δεν είναι ίδια με την άλλη. Το ότι κάποιος γνωστός μας εργαζόμενος δεν κατάφερε να εισπράξει τα οφειλόμενα από τον εργοδότη του μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες (παραλείψεις ή εσφαλμένες επιλογές, που έγιναν λόγω επιπολαιότητας, μη επιμονής, απειρίας κ.λπ.) και δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Ένας καταρτισμένος και έμπειρος εργατολόγος, είναι κατά κανόνα σε θέση να εκτιμήσει τις παραμέτρους μιας υπόθεσης και να συμβουλεύσει τον εργαζόμενο, ώστε να αποφασίσει αν αξίζει τον κόπο να ξεκινήσει έναν δικαστικό αγώνα, με βάση ρεαλιστικά δεδομένα και προσδοκίες.
Η αμοιβή είναι η βασική ανησυχία όσων σκέφτονται να συμβουλευτούν δικηγόρο. Για εργατικά ζητήματα, οι περισσότεροι εργαζόμενοι αρκούνται σε μια έρευνα στο διαδίκτυο. Λίγοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και προσφεύγουν στο σωματείο τους ή στην Επιθεώρηση Εργασίας για συμβουλές. Σχεδόν όλοι καταφεύγουν σε δικηγόρο ως τελευταία λύση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή προβληματίζονται για την αμοιβή του.
Στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύουμε τακτικά άρθρα και δικαστικές αποφάσεις για θέματα εργατικού δικαίου που, σε πολλές περιπτώσεις, θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τα δικαιώματά σας. Ωστόσο, η πληροφόρηση από μόνη της δεν αρκεί πάντοτε για να επιλύσετε τα προβλήματα που αντιμετωπίζετε με τον εργοδότη σας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα χρειαστείτε εξειδικευμένη νομική συμβουλή και εκπροσώπηση.
ΑΜΟΙΒΗ ΜΕ ΠΟΣΟΣΤΟ
Οι περισσότεροι δικηγόροι που ασχολούνται με το εργατικό δίκαιο αναλαμβάνουν τις υποθέσεις με ποσοστό επί του ποσού που θα εισπραχθεί αν η υπόθεση κερδηθεί, χωρίς να πάρουν προκαταβολή. Τα πλεονεκτήματα για τον εργαζόμενο από αυτόν τον τρόπο αμοιβής είναι σημαντικά: i. Δεν χρειάζεται να εκταμιεύσει κανένα ποσό για δικηγορική αμοιβή, ii. ο δικηγόρος θα πάρει την αμοιβή του (ποσοστό) μόνο αν εισπράξει ο εργαζόμενος αυτά που του οφείλει ο εργοδότης του και μόνο όταν τα εισπράξει, iii. ο δικηγόρος έχει ισχυρό κίνητρο να παλέψει για την υπόθεση διότι, αν δεν πάει καλά, δεν θα λάβει αμοιβή.
Παραδείγματα υποθέσεων που αναλαμβάνονται συνήθως με ποσοστό είναι: παράνομη απόλυση, οφειλή δεδουλευμένων, υπερωρίες, εργατικό ατύχημα, επίσχεση εργασίας και, γενικά, κάθε υπόθεση με οικονομικό αντικείμενο.
Τα παραπάνω ισχύουν και για άλλες υποθέσεις με οικονομικό αντικείμενο, όπως αποζημιώσεις από ιατρικά σφάλματα ή τροχαία ατυχήματα.
Εάν χρειάζεστε απλώς νομική συμβουλή σχετικά με ζητήματα εργατικού δικαίου, επικοινωνήστε μαζί μας. Μπορείτε να μας ρωτήσετε σχετικά με τις χρεώσεις μας όταν καλείτε για να κλείσετε την ώρα. Στο γραφείο μας δεν θα χρεωθείτε για την αρχική εκτίμηση της υπόθεσής σας.
Μην ξεχνάτε ότι το ύψος της αμοιβής είναι ένα μόνο από τα κριτήρια επιλογής δικηγόρου. Τα υπόλοιπα είναι η πείρα, η εξειδίκευση, το στυλ επικοινωνίας με τον εντολέα του και, κυρίως, η ικανότητα να χειρίζεται αποτελεσματικά τις υποθέσεις που αναλαμβάνει.
Όταν προκύψει μια εργασιακή διαφορά, οι περισσότεροι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και μπαίνουν στη διαδικασία της αντιπαράθεσης με τον εργοδότη τους απρόθυμα. Πολύ λίγοι έχουν γνώση της εργατικής νομοθεσίας και του δικαστικού συστήματος. Και αυτό είναι κάτι που προκαλεί άγχος.
Η πρόσληψη δικηγόρου είναι μια απαιτητική υπόθεση. Ο εργαζόμενος πρέπει να αφιερώσει χρόνο για να κάνει τη σωστή επιλογή.
Καλό είναι στην πρώτη συνάντηση να εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία και να ρωτήσετε για όλους τους διαθέσιμους τρόπους επίλυσης του προβλήματος. Καλό είναι επίσης να έχετε ετοιμάσει μια λίστα ερωτήσεων. Μην ντρέπεστε να κάνετε ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεσή σας.
Πέντε πράγματα που πρέπει να λάβετε υπόψη κατά την επιλογή δικηγόρου.
Η ικανότητα και η πείρα στη δικηγορία αποκτώνται με την πάροδο του χρόνου. Εάν αντιμετωπίζετε εργασιακά προβλήματα, ρωτήστε τον δικηγόρο σας για τα χρόνια ενασχόλησής του με το εργατικό δίκαιο. Καλό είναι να έχει χειριστεί παρόμοιες υποθέσεις στο παρελθόν. Είναι λογικό ότι αν έχει χειριστεί αρκετές υποθέσεις, θα είναι σε θέση να καταστρώσει μια επιτυχημένη στρατηγική για εσάς.
Καλό είναι, επίσης, να ρωτήσετε τι πρέπει να περιμένετε στην πορεία. Ένας έμπειρος εργατολόγος θα πρέπει να γνωρίζει την απάντηση, όχι ως εικασία αλλά ως γνώμη που βασίζεται στις γνώσεις και στην πείρα του, δηλαδή στα αποτελέσματα άλλων παρόμοιων υποθέσεων.
Γενικά, όταν επιλέγετε έναν εργατολόγο, βεβαιωθείτε ότι η δική του πείρα είναι η κατάλληλη για τη δική σας υπόθεση.
Ένα από τα κριτήρια για την επιλογή ενός εργατολόγου είναι η ικανότητά του να διαχειριστεί την υπόθεσή σας όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά. Αυτό περιλαμβάνει την ικανότητά του να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά ώστε να πετύχει μια εξωδικαστική διευθέτηση (κλείσιμο) της υπόθεσης. Και, φυσικά, την ικανότητά του να φέρει εις πέρας μια δικαστική διαδικασία, εφόσον αυτό απαιτηθεί. Μπορείτε να μάθετε για την αποτελεσματικότητα ενός δικηγόρου από άλλους εντολείς του, αν τους γνωρίζετε ή από τις δικαστικές αποφάσεις του, αν είναι προσβάσιμες.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας.
Το ύψος της αμοιβής είναι ένα από τα κριτήρια για την επιλογή του δικηγόρου αλλά όχι το μοναδικό. Κατά κανόνα συναρτάται με την πείρα του δικηγόρου, την ειδίκευσή του και την αποτελεσματικότητά του. Ένας εξειδικευμένος δικηγόρος με πολλά χρόνια πείρας θα χρεώσει κατά κανόνα περισσότερα από έναν νεότερο χωρίς εξειδίκευση. Και άλλες παράμετροι όμως παίζουν ρόλο στο ύψος της αμοιβής, όπως η δυνατότητα παράστασης στα δικαστήρια, που μπορεί να είναι μόνο στο Πρωτοδικείο (δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις), στο Εφετείο (δικηγόρος παρ’ Εφέταις) και στον Άρειο Πάγο (Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω).
Γενικά, ένας έμπειρος δικηγόρος θα έχει επαρκή εικόνα για τις πιθανότητες επιτυχίας και θα μπορεί να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για να σταθμίσετε το κόστος σε σχέση με το πιθανό αποτέλεσμα.
Οι τομείς δικαίου είναι πολλοί και ο καθένας έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ο όγκος των πληροφοριών είναι τόσο μεγάλος, που, πρακτικά, κάθε δικηγόρος πρέπει να ασχοληθεί μ’ έναν μόνο τομέα, αν θέλει να τον μελετήσει και να τον κατανοήσει σε βάθος. Υπάρχουν, βέβαια, δικηγόροι που ασχολούνται με περισσότερους κλάδους δικαίου, που ασκούν δηλαδή γενική δικηγορία.
Εάν προσεγγίσετε έναν δικηγόρο που παρέχει υπηρεσίες σε πολλούς τομείς, βεβαιωθείτε ότι κατανοεί το εργατικό δίκαιο. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τομέα δικαίου που απαιτεί συνεχή ενημέρωση και επιμόρφωση λόγω των συχνών αλλαγών στη νομοθεσία. Η υπόθεσή σας θα γίνει πιο δαπανηρή εάν προσλάβετε έναν δικηγόρο που πρέπει να μάθει τον νόμο στην πορεία.
Για παράδειγμα, οι υποθέσεις αλλαγής ΑΦΜ του εργοδότη απαιτούν υψηλό επίπεδο γνώσεων και ιδιαίτερη εξειδίκευση και είναι πιθανό ένας δικηγόρος που δεν τα διαθέτει να μην μπορεί να σας βοηθήσει στον βαθμό που μπορεί ένας εξειδικευμένος εργατολόγος.
Γενικά, όταν ο εργαζόμενος απευθύνεται σε εξειδικευμένο εργατολόγο για την αντιμετώπιση υποθέσεων εργατικού δικαίου, κατά κανόνα αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχούς έκβασης.
Οι δικηγόροι ξοδεύουν πολύ χρόνο για σπουδές και εξειδίκευση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι απόμακροι. Ένας δικηγόρος που πραγματικά ενδιαφέρεται να σας βοηθήσει σε μια δύσκολη κατάσταση με τον εργοδότη σας, δεν θα έχει πρόβλημα να συζητήσει μαζί σας και να σας ενημερώσει με κατανοητό τρόπο για τα δικαιώματά σας και τις απαιτούμενες νομικές διαδικασίες. Πρέπει να είναι ανοιχτός σε ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεσή σας, την πείρα του και, φυσικά, την αμοιβή του, ώστε να σας απαλλάξει από το άγχος που έχει κάθε εργαζόμενος σε τέτοιες καταστάσεις.
Όποιος αποφεύγει να απαντά στις ερωτήσεις σας, μπορεί να κρύβει την απειρία του. Κι αν δείχνει να δυσανασχετεί ή να ενοχλείται από τις ερωτήσεις σας σχετικά με την υπόθεσή σας, τότε ενδέχεται να μην είναι αυτό που ψάχνετε.
Οι δικαστικές διαδικασίες μπορεί πράγματι κάποιες φορές να διαρκέσουν πολύ. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η κατάσταση είναι σαφώς βελτιωμένη, ειδικά στα δικαστήρια που ασχολούνται με εργατικές διαφορές, για τις οποίες υπάρχουν ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν τη σύντομη εκδίκαση. Άλλωστε, πάντοτε ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ρυθμίζονται υποθέσεις επείγοντος χαρακτήρα σε πολύ σύντομο χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι το δικαστήριο ο μοναδικός δρόμος επίλυσης μιας εργατικής διαφοράς. Ο εργαζόμενος έχει στη διάθεσή του αρκετές επιλογές πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, που μπορούν να οδηγήσουν σε διευθέτηση της διαφοράς χωρίς δίκη.
Για τη διεκδίκηση απλήρωτων αποδοχών, για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαταγή πληρωμής οφειλόμενου μισθού, που είναι μια διαδικασία η οποία ολοκληρώνεται εντός λίγων ημερών και χωρίς δίκη.
Δείτε περισσότερα για τη διαταγή πληρωμής οφειλόμενου μισθού
Άλλη δυνατότητα που έχει ο εργαζόμενος όταν αντιμετωπίζει εργασιακά προβλήματα είναι η προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας, μέσω της οποίας η υπόθεση μπορεί να διευθετηθεί εντός λίγων εβδομάδων, χωρίς να χρειαστεί τελικά προσφυγή στο Δικαστήριο.
Δείτε περισσότερα για την προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας
Σε αρκετές περιπτώσεις ενδείκνυται και η διαμεσολάβηση, η οποία επίσης μπορεί να οδηγήσει σύντομα σε επωφελή διευθέτηση της διαφοράς.
Δείτε περισσότερα για τη διαμεσολάβηση
Ένας δικηγόρος με πείρα στον χειρισμό υποθέσεων εργατικού δικαίου θα βοηθήσει τον εργαζόμενο να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο εργαλείο για την υπόθεσή του, ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες να επιλυθεί η διαφορά χωρίς να χρειαστεί δίκη.
Σε κάποιες περιπτώσεις πάντως, κυρίως όταν ο εργοδότης είναι αδιάλλακτος, η προσφυγή στο δικαστήριο είναι μονόδρομος. Αυτό δεν είναι όμως κάτι που πρέπει να προβληματίζει τους εργαζόμενους. Τα Δικαστήρια δεν είναι φιλεργοδοτικά και δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να αποθαρρύνονται από τέτοιες αντιλήψεις που, σε τελική ανάλυση, ωφελούν μόνο τους εργοδότες (οι οποίοι συνήθως τις συντηρούν). Από την άλλη πλευρά, τα δικαστήρια δεν είναι ούτε φιλεργατικά. Η αλήθεια είναι πως αν η υπόθεση είναι βάσιμη και υπό την προϋπόθεση ότι θα τη χειριστεί δικηγόρος με γνώση του αντικειμένου, έχει κάθε λόγο να πάει καλά, αφού τα δικαστήρια κρίνουν με βάση τις αποδείξεις που προσκομίζουν οι διάδικοι.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας.
Σημαντικό: Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν, εκτός από τα οφειλόμενα ποσά (κεφάλαιο), και τόκους επί του κεφαλαίου. Επομένως, όσο περισσότερο διαρκεί μια δίκη, τόσο περισσότεροι είναι οι τόκοι που θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο εργοδότης στο τέλος. Το επιτόκιο είναι πολύ υψηλό (σήμερα μπορεί να φθάσει πάνω από 10% ετησίως). Συνεπώς, ακόμη κι αν καθυστερήσει μια δικαστική δικαίωση, η είσπραξη υψηλών τόκων συχνά αντισταθμίζει την καθυστέρηση.
Συχνά οι εργαζόμενοι πιέζονται από τους εργοδότες να υπογράψουν έγγραφα, τα οποία δεν αποτυπώνουν τους πραγματικούς όρους εργασίας. Τυπική τέτοια περίπτωση είναι αυτή του εργαζόμενου που, ενώ έχει υπογράψει σύμβαση μερικής απασχόλησης, στην πραγματικότητα εργάζεται με πλήρες ωράριο. Έτσι, χάνει ένσημα, ενώ συχνά, σε περίπτωση απόλυσης, ο εργοδότης δεν του καταβάλλει αποζημίωση υπολογισμένη με βάση τον πράγματι καταβαλλόμενο μισθό, αλλά με βάση αυτόν που αναφέρεται στη σύμβαση, ο οποίος είναι χαμηλότερος.
Άλλη τέτοια περίπτωση είναι αυτή του εργαζόμενου που αναγκάζεται, προκειμένου να προσληφθεί, να υπογράψει σύμβαση έργου, ενώ στην πραγματικότητα παρέχει κανονική εξαρτημένη εργασία. Οι εργοδότες που εφαρμόζουν τη μεθόδευση αυτή έχουν σκοπό να στερήσουν από τους εργαζόμενους την προστασία που τους παρέχει το εργατικό δίκαιο.
Σε όλες τις περιπτώσεις που η πραγματικότητα απέχει από αυτό που αποτυπώνεται στα έγγραφα, σημασία έχει ποιες είναι οι πραγματικές συνθήκες παροχής της εργασίας και όχι τι έχει αποτυπωθεί στα έγγραφα, τα οποία σχεδόν πάντα συντάσσονται από τον εργοδότη χωρίς ο εργαζόμενος να μπορεί να ζητήσει να αλλάξει το περιεχόμενό τους, λόγω της αυτονόητης διαπραγματευτικής υπεροχής του εργοδότη.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν έχει αναγκαστεί ο εργαζόμενος να υπογράψει μια σύμβαση, οι όροι της οποίας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, επειδή αλλιώς δεν θα προσλαμβανόταν ή δεν θα συνέχιζε να εργάζεται, η υπογραφή του αυτή δεν του στερεί δικαιώματα.
Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της ανακριβούς εξοφλητικής απόδειξης. Ακόμη και αν αναγκαστεί να υπογράψει ο εργαζόμενος έγγραφο που αναφέρει γενικά ότι εξοφλήθηκε πλήρως και ότι ο εργοδότης του δεν του οφείλει τίποτε, ενώ αυτό δεν ισχύει, και πάλι μπορεί να διεκδικήσει τυχόν οφειλόμενες αποδοχές ή παροχές, αφού, σύμφωνα με τον νόμο, η εξοφλητική απόδειξη πρέπει να είναι αναλυτική, δηλαδή να αναφέρει τα επιμέρους χρηματικά ποσά και την αιτία καταβολής καθενός απ’ αυτά, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αντιστοιχεί η καταβολή και τον χρόνο καταβολής. Η εξοφλητική απόδειξη που δεν είναι αναλυτική θεωρείται αόριστη και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο.
Συμπερασματικά, ακόμη και αν ο εργαζόμενος αναγκάστηκε να υπογράψει έγγραφα που δεν είναι ακριβή, και πάλι έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του είτε απευθυνόμενος στον ίδιο τον εργοδότη και ζητώντας του να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, είτε απευθυνόμενος στις Αρχές (Επιθεώρηση Εργασίας, ΕΦΚΑ) ή στη Δικαιοσύνη.
Όπως και αν υλοποιηθεί η εργατική διεκδίκηση, σε κανέναν εργοδότη δεν είναι αρεστή, για τρεις βασικούς λόγους: 1. Επειδή η ικανοποίηση των διεκδικήσεων του εργαζόμενου σημαίνει αυξημένο κόστος για την επιχείρησή του. 2. Επειδή φοβάται ότι, αν διεκδικήσει ένας εργαζόμενος τα δικαιώματά του, πιθανώς θα κινητοποιηθούν κι άλλοι. 3. Επειδή, αν προσφύγει ο εργαζόμενος στις Αρχές ή στη Δικαιοσύνη για την προστασία των δικαιωμάτων του, αυτό θα προκαλέσει ζημιά στην εικόνα της επιχείρησής του.
Ορισμένοι εργοδότες, αντιδρώντας σε μια εργατική διεκδίκηση, οποιαδήποτε μορφή και αν έχει αυτή, εφαρμόζουν αντίποινα σε βάρος των εργαζόμενων. Τα αντίποινα αυτά ξεκινούν από την άσκηση πίεσης στον εργαζόμενο προκειμένου να σταματήσει τη διεκδίκηση και φθάνουν στη λήψη βλαπτικών μέτρων όπως η απομόνωση από συναδέλφους, η δυσμενής μετάθεση ή ο υποβιβασμός. Κάποιες φορές το εκδικητικό μένος των εργοδοτών είναι τέτοιο που τους οδηγεί ακόμη και στην απόλυση.
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους εξαιτίας του φόβου ότι οι εργοδότες θα λάβουν μέτρα σε βάρος τους διότι υπάρχουν νομοθετικές διατάξεις που απαγορεύουν κάθε τύπου εκδικητική αντίδραση του εργοδότη σε εργατική διεκδίκηση.
Αν ο εργαζόμενος απολυθεί εκδικητικά επειδή διεκδίκησε τα δικαιώματά του, η απόλυση θεωρείται παράνομη και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναπασχόλησή του, τους μισθούς του για το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης δεν τον απασχολεί και επιπλέον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επειδή μια τέτοια απόλυση συνιστά και προσβολή της προσωπικότητάς του. Οι συνέπειες αυτές είναι τόσο σοβαρές που κάθε συνετός εργοδότης θα το σκεφτεί δυο φορές πριν πάρει την απόφαση για απόλυση, αφού, αν αυτή κριθεί παράνομη και συνεπώς άκυρη, τότε θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να επαναπασχολήσει τον εργαζόμενο που απέλυσε εκδικητικά και να του καταβάλει όλους τους μισθούς που θα έπαιρνε από την απόλυση και μετά, σαν να εργαζόταν κανονικά.
Αντίστοιχες κυρώσεις υπάρχουν και για άλλα βλαπτικά μέτρα που τυχόν λάβει ο εργοδότης, πέραν της απόλυσης.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε διεκδίκηση του εργαζόμενου καλό είναι να αποτυπώνεται και εγγράφως, ακόμη και με απλά ηλεκτρονικά μέσα (email, sms κ.α.), ώστε να είναι ευκολότερο να αποδειχθεί, αν χρειαστεί, ότι προκάλεσε την εκδικητική αντίδραση του εργοδότη.
Όταν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του και απαιτηθεί προσφυγή στο δικαστήριο, τα βήματα για τη διεκδίκηση των εργατικών απαιτήσεων, είναι, σε γενικές γραμμές, δύο: i. Η έκδοση της δικαστικής απόφασης (ή διαταγής πληρωμής) και ii. η εκτέλεσή της.
Το δεύτερο βήμα μπορεί να περιλαμβάνει την κατάσχεση των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη (τραπεζικών λογαριασμών, μετοχών, ακινήτων, επιχειρήσεων, αυτοκινήτων ή άλλων πραγμάτων κ.λπ.) ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, προβλέπεται και προσωπική κράτηση.
Τα δύο αυτά βήματα είναι εξίσου σημαντικά και αλληλένδετα: Αφενός, αν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται με τη δικαστική απόφαση, τότε είναι απαραίτητη η εκτέλεσή της με αναγκαστικά μέσα και αφετέρου, για να μπορεί ο εργαζόμενος να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση, απαιτείται να έχει εξασφαλίσει δικαστική απόφαση (ή διαταγή πληρωμής).
Συνεπώς, η δουλειά του εργατολόγου δεν σταματά με την έκδοση της δικαστικής απόφασης (ή διαταγής πληρωμής). Μια ολοκληρωμένη στρατηγική διεκδίκησης εργατικών απαιτήσεων περιλαμβάνει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης με τη χρήση των, ενδεδειγμένων σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, μέσων. Ένας έμπειρος εργατολόγος θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει τις κατάλληλες επιλογές, ώστε να μην μείνει η απόφαση ανεκτέλεστη και ο εργαζόμενος απλήρωτος. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί ενδελεχή έρευνα (για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων), επιμονή και συνεργασία με τους κατάλληλους επαγγελματίες (δικαστικούς επιμελητές, εκτιμητές, ερευνητές κ.α.), για να φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας σχετικές με αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων
Και αν αλλάξει ΑΦΜ ο εργοδότης;
Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο δικαστικές αποφάσεις σε βάρος εργοδοτών μένουν ανεκτέλεστες (και οι εργαζόμενοι απλήρωτοι) είναι η πρακτική των εργοδοτών να αλλάζουν ΑΦΜ. Εργοδότες που έχουν συσσωρεύσει οφειλές συχνά επιχειρούν να βγουν από τη δύσκολη θέση και να αφήσουν απλήρωτα τα χρέη τους, μεταφέροντας την επιχείρηση σε άλλο όνομα (συγγενή ή φίλου ή άλλης εταιρίας, δικής τους ή όχι), αλλάζοντας δηλαδή ΑΦΜ, ενώ η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στη νομική έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης». Στην ίδια έννοια εντάσσεται και η περίπτωση της συνέχισης της δραστηριότητας μιας επιχείρησης από άλλον επιχειρηματία.
Έτσι, ο αρχικός εργοδότης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η δικαστική απόφαση, συνήθως μένει χωρίς περιουσιακά στοιχεία (αφού αυτά μεταβιβάζονται στον νέο) και βεβαρημένος με χρέη, με συνέπεια η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης να γίνεται δυσκολότερη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαιώματα των εργαζόμενων προστατεύονται αποτελεσματικά με βάση τις διατάξεις του π.δ. 178/2002: Έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τα οφειλόμενα και από τον νέο εργοδότη.
Δείτε περισσότερα για την αλλαγή ΑΦΜ του εργοδότη / μεταβίβαση επιχείρησης
Δείτε άρθρα σχετικά με τη μεταβίβαση επιχείρησης στο blog
Και αν ο εργοδότης πτωχεύσει πριν πληρωθεί ο εργαζόμενος;
Ούτε σ’ αυτήν την περίπτωση αυτή χάνει ο εργαζόμενος το δικαίωμα να ζητήσει τα οφειλόμενα. Η διεκδίκηση, όμως, γίνεται με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία είναι μια συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να διεκδικήσει απαιτήσεις οποιοδήποτε άλλος πιστωτής (τράπεζες, δημόσιο, προμηθευτές κ.α.). Για τον τρόπο με τον οποίο θα μοιραστεί το ποσό που θα προκύψει από τη διαδικασία της πτώχευσης, αν δεν επαρκεί για όλους (πράγμα που κατά κανόνα συμβαίνει), ισχύουν ορισμένα προνόμια και οι εργατικές απαιτήσεις είναι μεταξύ αυτών που ικανοποιούνται προνομιακά.
Δείτε δικαστικές αποφάσεις του γραφείου μας σχετικές με πτώχευση εργοδότη
Υπάρχει τρόπος να εξασφαλιστούν τα δικαιώματά μου;
Σε κάθε περίπτωση, αν η απαίτηση του εργαζόμενου κινδυνεύει επειδή ο εργοδότης βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να επιδιώξει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του (συντηρητική κατάσχεση, δέσμευση λογαριασμών, εγγραφή προσημείωσης σε ακίνητο, προσωρινή επιδίκαση κ.α.), ώστε να εξασφαλιστεί η απαίτησή του μέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Έτσι, αυξάνονται οι πιθανότητες να εισπράξει τελικά τα οφειλόμενα.
Συμπερασματικά: Καμία υπόθεση δεν είναι ίδια με την άλλη. Το ότι κάποιος γνωστός μας εργαζόμενος δεν κατάφερε να εισπράξει τα οφειλόμενα από τον εργοδότη του μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες (παραλείψεις ή εσφαλμένες επιλογές, που έγιναν λόγω επιπολαιότητας, μη επιμονής, απειρίας κ.λπ.) και δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Ένας καταρτισμένος και έμπειρος εργατολόγος είναι κατά κανόνα σε θέση να εκτιμήσει τις παραμέτρους μιας υπόθεσης και να συμβουλεύσει τον εργαζόμενο, ώστε να αποφασίσει αν αξίζει τον κόπο να ξεκινήσει έναν δικαστικό αγώνα, με βάση ρεαλιστικά δεδομένα και προσδοκίες.