Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022
Περίληψη: Έφεση από διάδικο που δεν εμφανίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε άσκησε ανακοπή ερημοδικίας. Αν ο απολιπόμενος διάδικος αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί, ως προς όλες τις διατάξεις της, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας. Από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν, αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικασθεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και, συνεπώς, μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή τους. Η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας αλλά πρέπει ο εργαζόμενος, ως συνέπεια της μη πραγματικής απασχόλησής του ή της μη επαναπρόσληψής του, να υφίσταται προσβολή της προσωπικότητάς του. Αποζημίωση μη ληφθείσης αδείας. Για τη θεμελίωση της αξίωσης προς λήψη της κατά 100% προσαυξήσεως, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας (άρθρο 330 του Α.Κ.), η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε. Ο μισθωτός για εργασία κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο), δεν δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, αλλά γεννάται απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας, κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλον μισθωτό, τον οποίο θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, υπό τις ίδιες συνθήκες, κατά τον ως άνω χρόνο και υπό τις ίδιες συνθήκες με τον ακύρως κατ’ αυτή απασχοληθέντα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά τα οποία οφείλονται λόγω των προσωπικών περιστάσεων αυτού (επιδόματα προϋπηρεσίας, γάμου, κ.λπ.), αφού η παροχή εργασίας με έγκυρη σύμβαση μπορεί να γίνει και από εργαζόμενο χωρίς προϋπηρεσία ή οικογενειακά βάρη. Ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει το επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης, γιατί δεν γνωστοποίησε νομίμως στον εργοδότη τα στοιχεία αυτά της προσωπικής του κατάστασης. Απορρίπτει ένσταση μερικής εξόφλησης. Οι προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής, δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο διότι, εκτός του ότι δεν είναι αναλυτικές, δεν αναφέρουν δηλαδή τις μερικότερες καταβολές, δεν προσδιορίζεται η αιτία καταβολής εκάστου επιμέρους χρηματικού ποσού. Υπερβάσεις ωραρίου. Αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα λόγος ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας ως καταχρηστικής ότι δηλαδή η ανωτέρω απόλυσή του έγινε στην πραγματικότητα από ταπεινά ελατήρια, τα οποία δεν εξυπηρετούσαν τον σκοπό του δικαιώματος και ειδικότερα υπαγορεύθηκε από αίσθημα εκδίκησης του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης προς το πρόσωπό του, εξαιτίας της προηγηθείσας, μη αρεστής σ’ αυτόν συμπεριφοράς του, η οποία απέβλεπε αποκλειστικά και μόνο στην προστασία των δικαιωμάτων του και δη στο γεγονός ότι προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ένσταση έκπτωσης των αλλαχού κερδηθέντων. Απορρίπτει λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ένσταση αυτή και συγκεκριμένα ποιές προσόδους αποκόμισε ο ενάγων – εφεσίβλητος από την επαγγελματική του δραστηριότητα αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την απόλυσή του και εφεξής, ο ενάγων απασχολήθηκε σε τρίτο εργοδότη, από τον οποίο έλαβε αποδοχές τουλάχιστον ίσες με αυτές που ελάμβανε από την εναγομένη. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 23.447,28 Ευρώ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
176/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 4°
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Χροναίου , Εφέτη , που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από τον Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 05 Νοεμβρίου 2013 , για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση , μεταξύ :
Της εκκαλούσας – αντεφεσιβλήτου : Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία « ….. » , η οποία εδρεύει στη ….. Αττικής ( οδός ….. , αρ. … και …..) και νόμιμα εκπροσωπείται από τον διαχειριστή και ομόρρυθμο εταίρο αυτής ….. ….. του ….. , κατοίκου ….. Αττικής ( οδός ….. , αρ. … ) και την διαχειρίστρια και ομόρρυθμο εταίρο αυτής ….. ….. του ….. , κατοίκου ….. Αττικής ( οδός ….. , αρ. … ) , η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Όλγας Π. Φώτα.
Του εφεσιβλήτου — αντεκκαλούντος : ….. ….. του ….. , κατοίκου Αθηνών ( οδός ….. , αρ. …) , ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Γ. Βλαχόπουλου .
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , εισήχθη προς εκδίκαση η από 19-04-2012 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./19-04-2012 αγωγή του ενάγοντος ….. ….. ….. κατά της εναγομένης ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «…… » , με την οποία ο ενάγων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν . Το παραπάνω Δικαστήριο , με την υπ’ αριθμ. 1528/2012 οριστική απόφασή του , που εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης , δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή . Κατά της ανωτέρω αποφάσεως , παραπονείται η εναγομένη με την από 10-10-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …./22-10-2012 και του παρόντος Δικαστηρίου …./22-10-2012 έφεσή της , η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης ( 05-11-2013 ) και ο ενάγων με την , δια των από 05-11-2013 εγγράφων προτάσεών του , ασκηθείσα αντέφεση .
Κατά την παραπάνω δικάσιμο και την εκφώνηση και τη δημόσια συζήτηση της υποθέσεως , από τη σειρά του οικείου πινακίου , οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν , όπως αναφέρεται παραπάνω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους , που νομότυπα και εμπρόθεσμα κατέθεσαν .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ , όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις » ( ΦΕΚ Α’ 165/25-07-2011 ) : « Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην , η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους , ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε . Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως » . Κατά την έννοια της άνω διάταξης , με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως , κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η αγωγή , ως εάν ο απολιπόμενος διάδικος ήταν παρών , προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει ( με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του ) όλους τους ισχυρισμούς , που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως , χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 527 παρ. 2 του ΚΠολΔ . Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία , δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου , αλλά δικάστηκε, ως εάν ήταν παρών, όπως εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως , ακουστεί και προβάλει στο Εφετείο , όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως , επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του , ενδεχομένως , επέφερε . Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων , ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί , ως προς όλες τις διατάξεις της , ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας ( Α.Π. 1906/2008 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 1015/2005 ΕλλΔνη 46.1100 , Α.Π. 218/2000 ΕλλΔνη 41.1344 , Εφ.Λαρ. 102/2012 Δημοσ. ΤΝΠ « Δ.Σ.Α. » , Εφ.Αθ. 6387/2004 ΕλλΔνη 2005.868 Εφ.Αθ. 1600/2004 ΕλλΔνη 2004.1078 , Εφ.Αθ. 4249/2004 ΕλλΔνη 46.525 , Εφ.Αθ. 5224/2003 ΕλλΔνη 2004.555 , Σαμουήλ Σαμουήλ , Η έφεση , εκδ. Ε’, παρ. 228 Ε ) .
Στην προκειμένη περίπτωση , ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 19-04-2012 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./19-04-2012 αγωγή του , με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν . Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών ( άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ ) εξέδωσε, ερήμην της εναγομένης – εκκαλούσας , την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1528/2012 οριστική απόφασή του , με την οποία δέχθηκε εν μέρει ως ορισμένη και νόμιμη την ένδικη αγωγή και εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν αυτήν και αφού αναγνώρισε την ακυρότητα της από 17-02-2012 καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως του ενάγοντος εκ μέρους της εναγομένης , υποχρέωσε την τελευταία να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του , με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας ως και προ της καταγγελίας , με την απειλή χρηματικής ποινής εις βάρους της , ποσού εκατό ( 100,00 ) ευρώ , για κάθε εργάσιμη ημέρα άρνησης συμμορφώσεώς της προς την άνω υποχρέωσή της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα επτά λεπτών ( 28.548,67 ) , με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που ειδικότερα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της απόφασης αυτής , κήρυξε την απόφαση , εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή , κατά το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000,00 ) ευρώ , τέλος δε επέβαλε εις βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος , το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ( 1.400,00 ) ευρώ . Κατά της αποφάσεως αυτής , η πρωτοδίκως ηττηθείσα εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ετερόρρυθμη εταιρεία , που δικάστηκε σαν να ήταν παρούσα ( άρθρα 681 και 672 του ΚΠολΔ ) , άσκησε την από 10-10-2012 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου …/22-10-2012 και του παρόντος Δικαστηρίου …/22-10-2012 έφεσή της , με την οποία ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση , έτσι ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της , για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους , οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου , καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να καταδικασθεί ο αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη .
Η ως άνω έφεση είναι παραδεκτή , διότι ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις ( άρθρα 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 ΚΠολΔ ) και εμπροθέσμως εφόσον από τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι το πρωτότυπο του δικογράφου της ενδίκου εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22-10-2012 , εντός δηλαδή της προθεσμίας των τριάντα ( 30 ) ημερών του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ , από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 05-10-2012 , όπως τούτο προκύπτει από την επ’ αυτής σχετική επισημείωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Βασ. Λεράκη . Επομένως , εφόσον η εκκαλούσα με το εφετήριο δικόγραφο προβάλλει ισχυρισμούς επί της ουσίας της αγωγής , αρνητικές της βασιμότητάς της , η έφεση αυτή , λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει την εξαφάνιση της προσβαλλομένης αποφάσεως , ως προς όλες τις διατάξεις της , ανεξάρτητα από το παραδεκτό και την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της , δηλαδή δεν απαιτείται , σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος έφεσης , αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της . Επομένως , πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη , να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση , να κρατηθεί η υπόθεση , να γίνει αναδίκαση αυτής από το παρόν. Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή και οι κατ’ αυτής ισχυρισμοί της εναγομένης – εκκαλούσας, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους ( άρθρο 528 του ΚΠολΔ ) , κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία , στο πλαίσιο της εξαφάνισης της εκκαλουμένης αποφάσεως , μετά την , κατά τα παραπάνω , παραδοχή της ένδικης έφεσης .
Σύμφωνα με το άρθρο 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ , ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης , να ασκήσει αντέφεση , ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά . Περαιτέρω , από τις διατάξεις των άρθρων 523 παρ. 1 , 532 και 674 του ΚΠολΔ , προκύπτει ότι στις εργατικές διαφορές , η αντέφεση μπορεί να ασκηθεί και με τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί μέχρι τη συζήτηση της έφεσης, χωρίς να τηρηθεί καμία άλλη προδικασία ( άρθρο 674 παρ. 1 ΚΠολΔ ) και είναι παραδεκτή αν στρέφεται κατά των κεφαλαίων της εκκαλουμένης απόφασης , που έχουν προσβληθεί με την έφεση ή των κεφαλαίων , που συνέχονται κατ’ ανάγκη με αυτά , διαφορετικά απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 532 του ΚΠολΔ . Ως κεφάλαια της αποφάσεως , κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ , νοούνται οι οριστικές διατάξεις της απόφασης , με τις οποίες αποφάνθηκε το Δικαστήριο για κάθε μία από τις αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας και όχι τα διάφορα νομικά και πραγματικά ζητήματα , για τα οποία αυτό έκρινε ( Α.Π. 132/2004 ΝοΒ 2004.1547/ΑρχΝ 2005.89/ΝοΒ 52.1547 , Σαμουήλ Σαμουήλ, Η Έφεση , εκδ. Ε’, παρ. 617 ) .
Στην προκειμένη περίπτωση , παραδεκτή είναι επίσης και η αντέφεση την οποία ο ενάγων – εφεσίβλητος έχει ασκήσει με τις από 05-11-2013 έγγραφες προτάσεις της προκειμένης συζητήσεως , οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο , οι λόγοι της οποίας αφορούν τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά ( άρθρα 674 παρ. 1, 516 παρ. 1 , 591 παρ. 1 και 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ ) . Συνεπώς , πρέπει να εξετασθεί και αυτή , ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της , συνεκδικαζόμενη με την υπό κρίση έφεση , λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και προς οικονομία χρόνου και εξόδων ( άρθρα 31 παρ. 1, 246 , 523 παρ. 1, 524 παρ. 1 και 674 παρ. 1 του ΚΠολΔ ) .
Επειδή , από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. , 669 του Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920 , 1 , 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16-07- 1920 και 5 του Ν. 3198/1955 , συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου , έχει τον χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση . Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων ( έγγραφο και καταβολή πλήρους αποζημιώσεως ) , είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση , δηλαδή καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του Α.Κ. Συνεπώς , το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε και, για το λόγο αυτό , δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα . Αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού και ασκείται οποτεδήποτε , εκτός αν περιορίζεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου και θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση . Η άσκηση , όμως , του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη , αλλά υπόκειται όπως κάθε άλλο δικαίωμα , στους περιορισμούς που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. , δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος , διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε ( άρθρα 174 , 180 του Α.Κ.) . Θεωρείται δε καταχρηστική η καταγγελία και όταν , εκτός άλλων περιπτώσεων υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια , που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος , όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε κακότητα , εμπάθεια , μίσος ή έχθρα ή εκ λόγων εκδικήσεως και γενικά σε προσωπικό λόγο του εργοδότη , ή προκειμένου για νομικό πρόσωπο των μελών της διοίκησής του , που δεν συνδέεται με τα συμφέροντα της επιχείρησης ( Ολ. Α.Π. 707/1985 ΕΕΔ 45.219 , Α.Π. 303/1986 ΕλλΔνη 28.277 ) , εξαιτίας προηγούμενης νόμιμης , αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του μισθωτού , όπως είναι η διεκδίκηση από το μισθωτό των , εκ της εργασιακής του σχέσεως , νομίμων ή συμβατικών αποδοχών ή άλλων παροχών ή αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των νομίμων ή συμφωνημένων όρων εργασίας . Δεν θεωρείται , όμως , καταχρηστική η καταγγελία , όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο το καλώς εννοούμενο συμφέρον του εργοδότη , όπως , εκτός των άλλων , συμβαίνει όταν η καταγγελία έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων , καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του μισθωτού προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους του ή προς συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη του , εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης ή πλήττεται σοβαρά το όνομα, η φήμη και η αξιοπιστία της προς τους συναλλασσομένους με αυτήν και γενικότερα προς τον κόσμο των συναλλαγών ( Α.Π. 1115/2007 , A.Π. 293/2004 , Α.Π. 1102/2001 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » ) . Δεν συντρέχει , επίσης , περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας , όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι, που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας είναι αναληθείς , ή πολύ περισσότερο , όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία , αφού , ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας , για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική , δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης , ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε κάποια εμφανής αιτία , αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους , που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος , εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια , που επιβάλλει το άρθρο 281 του Α.Κ. Ειδικότερα , ο ενάγων μισθωτός που απολύθηκε , ισχυριζόμενος ότι η απόλυσή του είναι άκυρη ως καταχρηστική , οφείλει ζητώντας την αναγνώριση της ακυρότητας με την αγωγή ( ή προτείνοντας αυτήν κατ’ αντένσταση – βλ. Α.Π. 216/2002 ΕλλΔνη 44.120 , Εφ.Αθ. 5913/2002 ΔΕΕ 2004.324 ) , να επικαλεσθεί και να αποδείξει ( Α.Π. 1689/2006 ΕΕργΔ 2007.1031 , Α.Π. 704/2006 ΔΕΕ 2007.1102 , Α.Π. 1763/1999 ΔΕΝ 56.1445 ) , τα πραγματικά περιστατικά ( τους λόγους εκδίκησης , κ.λ.π. ) που τη θεμελιώνουν ( Α.Π. 1689/2006 Α.Π. 704/2006 ο.π. , Α.Π. 677/2004 ΔΕΝ 60.1597 ) , αλλιώς ο ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ’ ουσίαν , χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της απόλυσης , ως εκ του αναιτιώδους , κατά τα ανωτέρω , της καταγγελίας . Ο εναγόμενος εργοδότης , αρνούμενος αιτιολογημένα ( Εφ.Αθ. 5913/2002 ο.π. ) , τον ισχυρισμό του μισθωτού για την ακυρότητα της καταγγελίας , ως καταχρηστικής , μπορεί να επικαλεσθεί , ως αιτία της καταγγελίας συγκεκριμένους σοβαρούς λόγους , που τον οδήγησαν στη μονομερή λύση της σύμβασης , οι οποίοι ( λόγοι ) , αν αποδειχθούν αληθινοί , δικαιολογούν την καταγγελία και δεν την καθιστούν καταχρηστική και άκυρη ( Α.Π. 869/2009 , Α.Π. 341/2008 , Α.Π. 414/2008 , Α.Π. 616/2008 Α.Π. 1021/2008 , Α.Π. 1140/2006 Δημοσ. ΤΝΠ. « Νόμος » , Α.Π. 958/2007 ΕΕργΔ 2008.357 , Α.Π. 516/2007 ΕΕργΔ 2008.219 , Α.Π. 362/2007 ΕΕργΔ 2007.1487 , Α.Π. 573/2007 ΔΕΝ 2007.677 , Α.Π. 321/2007 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 1689/2006 ΕΕργΔ 2007.1031, Α.Π. 1437/2006 ΔΕΕ 2007.1108 , Α.Π. 1420/2006 ΕΕργΔ 2007.536 , Α.Π. 704/2006 ΔΕΕ 2007.1102 , Α.Π. 448/2006 ΕΕργΔ 2007.613 , Α.Π. 1619/2006 , Α.Π. 457/2005 , Α.Π. 729/2005 , Α.Π. 809/2001 , Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 1901/2005 ΕΕργΔ 2006.674 , Α.Π. 655/2005 ΕλλΔνη 2006.1037 , Α.Π. 1539/2001 ΕλλΔνη 44.1606/ΔΕΕ 2002.618 , Εφ.Αθ. 383/2006 ΕΕργΔ 2006.1350 , Εφ.Θεσ. 91/2007 Αρμ. 2007.415 ) .
Περαιτέρω , σε κάθε περίπτωση άκυρης απόλυσης , αν ο εργοδότης δεν δέχεται , όπως και πριν , την εργασία που του προσφέρει ο εργαζόμενος , του οποίου άκυρα έχει καταγγείλει την εργασιακή σύμβαση , περιέρχεται έναντι αυτού σε υπερημερία δανειστή και, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 349 , 350 και 656 του Α.Κ. , υποχρεούται να του καταβάλλει , όσο διαρκεί η υπερημερία του , τις αποδοχές του , δηλαδή τον μισθό του , το ποσό του οποίου καθίσταται τοκοφόρο από το τέλος εκάστου μηνός κατά τον οποίο ήταν απαιτητός , σύμφωνα με τα άρθρα 341 και 345 του Α.Κ. ( Ολ. Α.Π. 626/1980 ΝοΒ 28.1981 ) και ό,τι άλλο αυτός θα εισέπραττε ( επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα , καθώς και αποδοχές και επίδομα αδείας ) , ως εάν ο εργαζόμενος εξακολουθούσε να εργάζεται κανονικά , χωρίς υποχρέωση πραγματικής και προσήκουσας προσφοράς των υπηρεσιών του , με αυτοπρόσωπη προσέλευση , αφού ήδη με την καταγγελία ο εργοδότης έχει δηλώσει προκαταβολικά ότι δεν αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος.( Α.Π. 20/2004 , Α.Π. 236/2003 ΕλλΔνη 45.447 , Α.Π. 182/1999 ΕλλΔνη 41.1014 , Α.Π. 1169/1999 ΕλλΔνη 41.724 , Α.Π. 1311/1996 ΕλλΔνη 1997.1097 , Α.Π. 1143/1994 ΔΕΝ 51.492 , Α.Π. 97/1991 ΕΕργΔ 52.208 , Α.Π. 1191/1990 ΕΕργΔ 50.261 , Εφ.Αθ. 3268/2001 ΕΕργΔ 2001.1293 , Εφ.Πειρ. 109/2003 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος » ) . Εξάλλου , από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν , αλλά μη απαιτητό , δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικασθεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον και , συνεπώς , μπορούν να ζητηθούν αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας , αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας , την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή τους ( Α.Π. 752/2007 , Α.Π. 597/2006 , Α.Π. 294 /2001 Δημοσ. ΤΝΠ « Δ.Σ.Α. » , Εφ.Αθ. 720/2006 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Εφ.Αθ. 3268/2001 , ο.π., Εφ.Πειρ. 437/1996 ΔΕΕ 56.686 ) . Επίσης , ο μισθωτός επικαλούμενος ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης , δικαιούται , είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατ’ άρθρο 656 του Α.Κ. , τις αποδοχές του , είτε , ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι , επομένως , σχετική , να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να απαιτήσει απλώς την προβλεπόμενη από το ν. 2112/1920 ή από το β.δ. από 16-07-1920 αποζημίωση απολύσεως ή τη διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης που του κατέβαλε και εκείνης που έπρεπε να του καταβάλει ο εργοδότης , δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής προς συνεκδίκαση και τα δύο αιτήματα , εφόσον , το δεύτερο τούτων προβάλλει επικουρικώς ( άρθρο 219 παρ. 1 του ΚΠολΔ ) , για την περίπτωση δηλαδή απορρίψεως του πρώτου ( Α.Π. 548/2000 ΕλλΔνη 41.1615 , Α.Π. 1169/1999 ΕΕΔ 59.827 , Α.Π. 590/1994 ΕλλΔνη 36.162 , Εφ.Θεσ. 1053/2006 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Εφ.Αθ. 702/2005 ΔΕΕ 2006.69 ) . Σε κάθε περίπτωση , ο εργαζόμενος μπορεί ακόμη να ζητήσει και ό,τι άλλο του οφείλει ο εργοδότης , σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ. ή της εργατικής νομοθεσίας από τη λειτουργία της σύμβασης εργασίας που τους συνέδεε .
Περαιτέρω , από τις διατάξεις των άρθρων 57 , 59 , 299 , 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι , το δικαίωμα να ζητήσει κάποιος χρηματική ικανοποίηση για προσβολή της προσωπικότητάς του , υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις , που προσβάλλεται η προσωπικότητά του από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά άλλου προσώπου , που προξενεί ηθική βλάβη . Επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας , ο μισθωτός έχει το παραπάνω δικαίωμα από τον εργοδότη του , όταν πρόκειται είτε για παράνομη πράξη του τελευταίου , δηλαδή για πράξη , που βρίσκεται έξω από τα όρια του διευθυντικού του δικαιώματος ( άρθρο 652 του Α.Κ. ) και είναι αντίθετη προς το νόμο , είτε πρόκειται για καταχρηστική άσκηση του άνω δικαιώματος , κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ. και επιπρόσθετα η πράξη να προσβάλλει την προσωπικότητα του εργαζομένου , ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την επαγγελματική αξία και υπόληψή του ( Α.Π. 542/1999 ΕλλΔνη 41.1992 , Α.Π. 596/1999 ΕλλΔνη 41.93 , Εφ.Αθ. 6259/2003 ΕλλΔνη 45.870 ) . Η υποχρέωση του εργοδότη να σέβεται την προσωπικότητα του μισθωτού , απορρέει από τη γενική υποχρέωση πρόνοιας , που έχει αυτός για τον εργαζόμενο . Ειδικότερα , από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 , 280 , 281 , 288 , 652 656 , 668 , 677, 678 του Α.Κ. και των διατάξεων του Ν. 2112/1920 , προκύπτει , ότι ο μισθωτός δικαιούται να παρέχει την συμφωνημένη εργασία και ο εργοδότης υποχρεούται να την δέχεται, συμφώνως με τους όρους της μεταξύ τους εργασιακής συμβάσεως , μέσα όμως στα πλαίσια τα οποία οριοθετούν τόσο η καλή πίστη , όσο και τα συναλλακτικά ήθη . Ο εργοδότης δεν δικαιούται να προβαίνει σε ενέργειες από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζομένου – μισθωτού και γενικά να επιδεικνύει συμπεριφορά τέτοια που συνιστά αδικοπραξία , κατ’ άρθρο 914 του Α.Κ., όπως π.χ. όταν βιαιοπραγεί ή υβρίζει τον εργαζόμενο ( βλ. Εφ.Αθ. 942/1998 ΕλλΔνη 39.909 ) . Ενόψει του κατ’ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσης εργασίας , ο μισθωτός υφίσταται από την προσβλητική της προσωπικότητάς του συμπεριφορά του εργοδότη ή του προσώπου , που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχείρησης , ηθική βλάβη , έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν πηγάζει από δολία προαίρεση του εργοδότη για βλαπτική μεταβολή ή για εξαναγκασμό του σε αποχώρηση από τη υπηρεσία ( Α.Π. 1479/2002 ΕλλΔνη 45.759 ) . Εξάλλου , με τη διάταξη του άρθρου μόνου του Α.Ν. 690/1945 , ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρεώσεώς του για πληρωμή του μισθού , που απορρέει από τη σύμβασή εργασίας . Με την παράλειψη , όμως , της πληρωμής ( εν όλω ή εν μέρει) αυτού , ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, συνεπώς , δεν υπάρχει ζημία , που να έχει αιτία τη , σε σχέση με τον Α.Ν. 690/1945 , παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη . Επομένως , η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλόμενου μισθού , υποχρεώσεως του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού , τον οποίο ενοχικώς οφείλει, δεν συνιστά αδικοπραξία, κατά τα άρθρα 914, 927 ,298 του Α.Κ. ( Α.Π. 574/2007 Δημοσ. ΤΝΠ « Δ.Σ.Α. » , Α.Π. 1346/2002 ΕλλΔνη 44.455, Εφ,Αθ. 7982/2000 ΕλλΔνη 43.806 , Εφ.Αθ. 132/1995 ΔΕΝ 53.618 ) , παρά μόνο για τη ζημία που υπέστη από το ως άνω αδίκημα ( Α.Π. 1436/2002 ΕλλΔνη 45.757 ) . Επίσης , όπως αναφέρθηκε ανωτέρω , μόνη η καθυστέρηση καταβολής του μισθού , δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής συμβάσεως , εκτός αν γίνεται δολίως και συγκεκριμένα για να εξαναγκαστεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του ( Α.Π. 1203/1998 ΕλλΔνη 41.92 ) . Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι , μόνη η καθυστέρηση καταβολής , εκ μέρους του εργοδότη , των αποδοχών του εργαζομένου , χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών , που επιφέρουν ηθική μείωση αυτού , δεν συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου ( Α.Π. 983/2009 , Α.Π. 251/2008 , Α.Π. 913/2008 , Α.Π. 34/2007 , Α.Π. 2079/2007, Α.Π. 1900/2005 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος» , Εφ.Λαρ. 233/2009 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Εφ.Αθ. 1139/2007 ΕλλΔνη 2007.884 , Εφ.Αθ. 767/2005 ΔΕΕ 2005.1329 ) .
Τέλος , από τις διατάξεις των άρθρων 648 , 652 , 653 , 656 και 361 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας , με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα , την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεώς του , για την επίτευξη των σκοπών της , δεν έχει καταρχήν , εκτός από αντίθετη συμφωνία , υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού , δεν έχει , κατά τις εν λόγω διατάξεις , άλλες συνέπειες , εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του . Η καταρχήν, όμως , νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού , καθίσταται παράνομη , όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 του Α.Κ. και αποβαίνει έτσι καταχρηστική , όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του , κατά τα άρθρα 59 , 914 και 932 Α.Κ. , οπότε παρέχεται σ’ αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον , καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης , περιστατικά τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση . Περαιτέρω , η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982 « Για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων » , που επιβάλλει στον εργοδότη , με απειλή ποινικών κυρώσεων , την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού , αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση , που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση . Ωστόσο , και στη περίπτωση αυτή , η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου , δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας , αλλά πρέπει ο εργαζόμενος , ως συνέπεια της μη πραγματικής απασχόλησής του ή της μη επαναπρόσληψής του , να υφίσταται προσβολή της προσωπικότητάς του , λόγω μειώσεώς του στο επαγγελματικό και το κοινωνικό περιβάλλον του , τούτο δε είναι συνυφασμένο με το είδος της απασχόλησης και το ιδιαίτερα έντονο συμφέρον του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση , περιστατικά που πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ( Ολ. Α.Π. 9/2011 , Α.Π. 998/2012 , Α.Π. 1560/2011 , Α.Π. 1586/2010 , Α.Π. 967/2009 , Α.Π. 1106/2000 ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος — αντεκκαλών , στην από 19-04-2012 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./19-04-2012 αγωγή του , που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει , κατά τα ουσιώδη στοιχεία της , ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη την 05-07-2011 , με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου , προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση εστιατορίου , που αυτή λειτουργεί στην …. Αττικής και επί της οδού …. , αρ. … , με την ειδικότητα του μάγειρα Β’ , με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και επί οκτώ ( 8 ) ώρες ημερησίως , αντί των μηνιαίων αποδοχών , που προβλέπονται από την υπ’ αριθμ. 36/2010 Διαιτητική Απόφαση και τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας , με τους ειδικότερους όρους που παρατίθενται στο αγωγικό του δικόγραφο . Ότι, καίτοι αυτός , κατά το χρονικό διάστημα που λειτούργησε η μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα σύμβαση εργασίας , προσέφερε , υπό την ως άνω ιδιότητά του , ανελλιπώς και κατά τον προσήκοντα τρόπο τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης , η τελευταία δεν ανταποκρινόταν στις συμβατικές της υποχρεώσεις και συγκεκριμένα δεν του κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές του , επιδόματα εορτών , αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας , προσαυξημένη κατά 100% και επίδομα αδείας, όπως οι επιμέρους οφειλές προσδιορίζονται αναλυτικά κατ’ είδος επί μέρους χρονικά διαστήματα και αντιστοίχως οφειλόμενα χρηματικά ποσά στο αγωγικό του δικόγραφο . Επίσης , ο ενάγων υποστηρίζει ότι εργαζόταν επί έξι ( 6 ) ημέρες την εβδομάδα – πλην της Τετάρτης, που η εναγομένη του χορηγούσε αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης – απασχολούμενος καθ’ υπέρβαση του συμβατικού και νομίμου ως άνω ωραρίου του , ήτοι επί δέκα ( 10 ) ώρες ημερησίως καθώς επίσης παρείχε και νυκτερινή εργασία , χωρίς ωστόσο η εναγομένη να του καταβάλει αποζημίωση για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, προσαύξηση για τις ώρες της εργασίας του κατά τη νύκτα και χωρίς να αμείβεται για την υπερωριακή του απασχόληση . Ότι, σε εκτέλεση της ανωτέρω εργασιακής συμβάσεώς του , παρείχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης , υπό τις ανωτέρω συνθήκες , συνεχώς μέχρι την 17-02-2012 , οπότε η τελευταία κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του . Ότι η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως που τον συνέδεε με την εναγομένη είναι άκυρη , για τους λόγους που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή του και ειδικότερα λόγω του ότι δεν τον είχε ασφαλίσει προσηκόντως στο Ι.Κ.Α. , άλλως διότι υπαγορεύθηκε από αίσθημα εκδίκησης της εργοδότριας εταιρείας προς το πρόσωπό του , επειδή διεκδίκησε τα νόμιμα εργασιακά του δικαιώματα και ως εκ τούτου έλαβε χώρα κατά προφανή κατάχρηση δικαιώματος λόγω δε της ακυρότητας της γενομένης κατά τα ανωτέρω– καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του , η εναγομένη κατέστη υπερήμερη , ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του και του οφείλει μισθούς υπερημερίας , για το από 18-02-2012 έως 17-02-2013 χρονικό διάστημα , επιπλέον δε του οφείλει την αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2012, το επίδομα αδείας του έτους 2012 , επίδομα Χριστουγένων του έτους 2012 και την αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2013 . Τέλος , υποστηρίζει ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και συγκεκριμένα εξαιτίας των συνθηκών , υπό τις οποίες συντελέστηκε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του , προσεβλήθη η προσωπικότητά του και υπέστη ως εκ τούτου ηθική βλάβη , προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση .
Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί , περιλαμβάνοντας και αυτοτελές αίτημα αναγνωρίσεως της από 17-02-2012 καταγγελίας της συνδέουσας τον ίδιο και την εναγομένη σύμβασης εργασίας ως άκυρης , για τους διαλαμβανόμενους ως άνω λόγους , να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει , για τις προδιαληφθείσες αιτίες , κυρίως με βάση την συναφθείσα έγκυρη σύμβαση εργασίας και κατά τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, άλλως και επικουρικώς , για την περίπτωση που η σύμβαση εργασίας του κριθεί άκυρη για οποιοδήποτε λόγο , με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού , που συνίσταται στην ωφέλεια που αποκόμισε η εναγομένη εργοδότριά του , εις βάρος της περιουσίας του και η οποία είναι ίση με το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο , που θα απασχολούσε στη θέση του , των ιδίων με αυτόν προσόντων , για την παροχή της ίδιας εργασίας , το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα ευρώ και έξι λεπτών ( 34.370,06 ) , με το νόμιμο τόκο υπερημερίας , αφότου έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό , κατά τις διακρίσεις που ειδικότερα διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο , άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση . Ζητεί, επίσης , να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται στο μέλλον τις εκ μέρους του προσφερόμενες υπηρεσίες και να τον απασχολεί με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας , ως και προ της ως άνω καταγγελίας , με την απειλή χρηματικής ποινής εις βάρος της ποσού πεντακοσίων ( 500,00 ) ευρώ , για κάθε ημέρα άρνησης αποδοχής της εργασίας του και, επικουρικώς , για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας του έχει λυθεί , ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του χορηγήσει, κατ’ άρθρο 678 του Α.Κ. , πιστοποιητικό εργασίας , στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος , η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας του , καθώς και η διαγωγή του και να απειληθεί εις βάρος της χρηματική ποινή , ύψους πεντακοσίων ( 500,00 ) ευρώ , για κάθε ημέρα άρνησής της να συμμορφωθεί με την ως άνω υποχρέωσή της . Ζητεί , τέλος , να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη.
Η αγωγή αυτή , έχοντας το προεκτιθέμενο αναλυτικά στην αρχή της παρούσας ιστορικό , περιεχόμενο και αίτημα , είναι επαρκώς ορισμένη , περιέχουσα όλα τα αναγκαία , κατ’ άρθρα 111 παρ. 2 , 118 αρ. 4, 216 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ , για τη θεμελίωση του ασκουμένου δικαιώματος , στοιχεία και είναι νόμιμη , ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174 ,180 , 281, 341 , 345 , 346, 361, 349 επ., 648 επ., 57 , 59, 299 , 914 και 932 του Α.Κ., 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας « Περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και Εορτάς » , όπως ερμηνεύθηκε με την με αριθμό 25825/1951 όμοια , 2 του ν. 435/1976 , 1 ν. του 1082/1980 , 3 και 4 παρ. 1 και 5 του α.ν. 539/1945 , 1 του ν. 3302/2004 , 3 παρ. 16 του ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ν.δ. 4547/1966 , 42 παρ. 4 και 5 του ν. 1892/1990 , όπως ισχύει η τελευταία μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 23 του ν. 1957/1991 ,1,3 του ν. 2112/1920 ,2,5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 , 1 του ν. 3385/2005 ( ΦΕΚ Α’ 210/19-08-2005 , όπως οι παρ. 1 , 3 και 5 αντικαταστάθηκαν με την παρ. 10 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010 ( ΦΕΚ Α’ 115/15-07-2010 ) και 946 του ΚΠολΔ , πλην του αγωγικού αιτήματος περί επιδικάσεως στον ενάγοντα – αντεκκαλούντα των αποδοχών αδείας του έτους 2011 , προσαυξημένων κατά 100% , κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β’ του α.ν. 539/1945 , που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957 , το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο , κατά την όμοια και ορθή , ως προς το ζήτημα αυτό , κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου , απορριπτομένου του τρίτου, λόγου της αντεφέσεώς του . Ειδικότερα , από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 , 5 παρ. 5 και 8 παρ. 1 του άνω α.ν. 539/1945 ( όπως αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1346/1983 ( ήδη αντικαταστάθηκε και πάλι με την παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 και στη συνέχεια με την παρ. 1 του άρθρου 1 Ν. 3302/2004 ) , το άρθρο 17 του Ν. 2336/1995 και το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν.3227/2004 , προκύπτει ότι , για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού , δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως ( έγγραφης ή προφορικής ) .Όμως , για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του , προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαυξήσεως , που έχει το χαρακτήρα αστικής ποινής , απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας ( άρθρο 330 του Α.Κ. ) , η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε και τον εξανάγκασε να εργασθεί ( πρβλ. Α.Π. 809/2010 , Α.Π. 207/2009 , Α.Π. 1305/2008 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » ) , όχι όμως και όταν αυτός δεν την ζήτησε από τον εργοδότη ( Α.Π. 1568/1999 ΔΕΝ 56.498 , Α.Π. 581/1999 ΔΕΝ 56.776 ) Έτσι, για το ορισμένο της αγωγής ( άρθρο 216 του ΚΠολΔ ) , πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν ότι ο εργαζόμενος ζήτησε , γραπτώς ή προφορικώς , εγκαίρως την άδειά του αυτούσια και ότι ο εργοδότης αρνήθηκε από υπαιτιότητά του να του χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια , εξαναγκάζοντάς τον στην παροχή της εργασίας του , κατά τον χρόνο ακριβώς , κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια αυτή θα πρέπει δηλαδή να αναφέρονται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά , οδηγούν στην κατάφαση της ύπαρξης υπαιτιότητας του εργοδότη ( πρβλ. Εφ.Αθ. 39/1998 ΔΕΝ 1999.854 ) . Στην προκειμένη δε περίπτωση , δεν εκτίθεται στην αγωγή ο συγκεκριμένος χρόνος , κατά τον οποίο ο ενάγων αιτήθηκε την άδειά του αυτούσια , ήτοι σε ποιες συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες υπέβαλλε , έστω και προφορικά , την σχετική αίτησή του , καθώς και το χρονικό διάστημα που δήλωσε στην εναγομένη ότι επιθυμεί να λάβει την κανονική του άδεια και η τελευταία αρνήθηκε να τη χορηγήσει, κατά τις αιτηθείσες από αυτόν ημέρες . Επίσης , απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας ως άκυρης , λόγω μη προσήκουσας ασφάλισης του ενάγοντος , καθόσον δεν προβλέπεται σχετικός λόγος ακυρότητας , όπως όμοια έκρινε , ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα , το πρωτοβάθμιο δικαστήριο . Ειδικότερα δε , η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει στο Ι.Κ.Α. την γενόμενη καταγγελία , κατ’ άρθρο 9 του ν. 3198/1955 , δεν καθιστά αυτήν ανυπόστατη , ούτε δημιουργεί ακυρότητα αυτής ( βλ. σχετ. Λεωνίδα Δ. Ντάσιου – Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο , Τόμος Α’ εκδ. 1991 , σελ. 511 ) , όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων – αντεκκαλών και ως εκ τούτου απορριπτέος κρίνεται και ο τέταρτος λόγος της ερευνώμενης αντεφέσεώς του .
Επειδή , από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 3 του β.δ/τος 748/1966 « Περί κωδικοποιήσεως , καταργήσεως , τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας » , 6 της από 14-02-1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. , που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως , με την υπ’ αριθμ. 11779/20-03-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας ( ΦΕΚ 81Β’ ) περί της διάρκειας της εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών , 6 της από 26-02-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και 1 του Ν. 435/1976 , συνάγεται ότι, υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας των μισθωτών , η επί οκτάωρο εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου , που αποτελεί πρόσθετη ημέρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως , λόγω εξάντλησης του πενθημέρου , επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 659 Α.Κ. Σε περίπτωση τέτοιας απασχόλησης, αυτή είναι άκυρη , ως απαγορευμένη από τους άνω κανόνες δημόσιας τάξης , αφού πρόκειται για εργασία παρεχόμενη εκτός των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας , δηλαδή σε ημέρα ανάπαυσης . Για την εργασία του αυτή δεν δικαιούται ανάπαυση ( όπως για τις Κυριακές ) , σε άλλη ημέρα της εβδομάδας ( Α.Π. 413/2008 , Εφ.Δωδ. 140/2004 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Εφ.Θεσ. 1155/2002 Αρμ. 2003.978 ). Έτσι, ο μισθωτός για εργασία κατά την έκτη αυτή ημέρα της εβδομάδας ( Σάββατο ) , δεν δικαιούται πρόσθετη αμοιβή , αλλά γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας , κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού , κατ’ άρθρο 904 του Α.Κ. Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλον μισθωτό , τον οποίο θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας , υπό τις ίδιες συνθήκες , κατά τον ως άνω χρόνο και υπό τις ίδιες συνθήκες , με τον ακύρως κατ’ αυτή απασχοληθέντα , χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ποσά τα οποία οφείλονται λόγω των προσωπικών περιστάσεων αυτού ( επιδόματα προϋπηρεσίας , γάμου , κ.λ.π. ) , αφού η παροχή εργασίας με έγκυρη σύμβαση μπορεί να γίνει και από εργαζόμενο χωρίς προϋπηρεσία ή οικογενειακά βάρη ( Α.Π. 192/2011 , Α.Π. 413/2008 , Α.Π. 2162/2007 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 66/2007 ΕΕργΔ 2007.1234 , Α.Π. 678/2004 , Α.Π. 804/2003 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 1253/2002 ΕΕργΔ 2004.731 ) και είναι για κάθε οκτάωρο Σαββάτου ένα ημερομίσθιο ή το 1/25 του νομίμου μισθού (Εφ.Λαρ. 130/2012 Δημοσ. ΤΝΠ « Δ.Σ.Α. » , Εφ,Αθ. 3125/2007 ΔΕΕ 2008.622 , Εφ.Θεσ. 2847/2007 , Εφ.Θεσ. 584/2005 ΔΕΕ 2006.89 , Εφ.Θεσ. 2212/2000 Αρμ. 2004.1400 ) .
Στην προκειμένη περίπτωση και σε συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν περί εργασίας κατά τις ημέρες του Σαββάτου , ο ενάγων , επικαλούμενος έγκυρη σύμβαση εργασίας , ζήτησε , κατά τα παραπάνω αναφερόμενα , αμοιβή για χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του ημερήσιου νομίμου οκταώρου , αλλά και για την πέραν αυτού (οκταώρου) απασχόλησή του . Όμως , κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας , ο εργαζόμενος , ακύρως , τα Σάββατα δικαιούται την αμοιβή του ( ένα ημερομίσθιο ή 1/25 του μηνιαίου μισθού ) , κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού , όπως η αποζημίωσή του υπολογίζεται κατά τα παραπάνω . Ωστόσο , ο ενάγων στην αγωγή του δεν έχει τέτοιο αίτημα , αμοιβής δηλαδή για την απασχόλησή του τις ημέρες του Σαββάτου , προσδιορίζοντας την ωφέλεια της εναγομένης . Στηρίζει την ένδικη αξίωση του στην έγκυρη σύμβαση εργασίας του , με επίκληση ( επικουρικά ) και των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού ( Α.Κ. 904 επ. ) , ζητώντας την ωφέλεια που αποκόμισε η εναγομένη εργοδότριά του , εις βάρος της περιουσίας του και η οποία είναι ίση με το ποσό που θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο , που θα απασχολούσε στη θέση του , των ιδίων με αυτόν προσόντων και ικανοτήτων και υπό τις ίδιες περιστάσεις , για την παροχή της ίδιας εργασίας, χωρίς όμως καμία αναφορά, έστω και απλή , στην ακυρότητα της παρασχεθείσας παρανόμως εργασίας του , κατά τις ημέρες του Σαββάτου , όπως απαιτείται, κατά τα αναλυτικώς ανωτέρω εκτεθέντα , για την αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ( Ολ. Α.Π. 22- 23/2003) , από την οποία ( ακυρότητα) προέρχεται και ο πλουτισμός ( ωφέλεια ) του εργοδότη ( βλ. σχετ. και Εφ.Θεσ. 2847/2007 , Εφ.Θεσ. 2044/2003 Αρμ. 2005.548 , Εφ.Θεσ. 2212/2000 Αρμ. 2000.1400 ) υπολογίζοντας μάλιστα την αμοιβή του αυτή βάσει της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 3846/2010 ( ΦΕΚ Α’ 66/11-05-2010 ) , η οποία , όμως , εν προκειμένω , δεν εφαρμόζεται , καθόσον στο εδαφ. γ’ της άνω διάταξης , ρητά εξαιρούνται οι απασχολούμενοι σε ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις . Επομένως , το πρωτοβάθμιο δικαστήριο , το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση , απέρριψε ως απαράδεκτο , λόγω αοριστίας , το συναφές αγωγικό κονδύλιο , για την απασχόληση του ενάγοντος – αντεκκαλούντος , κατά τις ημέρες του Σαββάτου , για το χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του ημερήσιου νομίμου οκταώρου , αλλά και για την πέραν αυτού ( οκταώρου ) απασχόλησή του , συνολικού ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών ( 2.695,58 ) δεν έσφαλε , αλλά ορθώς τις διατάξεις των προαναφερομένων άρθρων ερμήνευσε και εφάρμοσε , εφόσον , σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας , η εργασία αυτή αμείβεται αυτοτελώς , με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού , του οποίου η μνεία των όρων στο δικόγραφο είναι απαραίτητη για το ορισμένο της αγωγής , όταν διεκδικείται αμοιβή για εργασία Σαββάτου , ισχύοντος του πενθημέρου και ως εκ τούτου , ο περί του αντιθέτου σχετικός πρώτος λόγος της αντεφέσεώς του , κατά το οικείο σκέλος του , κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.
Πρέπει , επομένως , κατά το μέρος που η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη , να ερευνηθεί περαιτέρω και από άποψη ουσιαστικής βασιμότητας , δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου , με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων , όπως τούτο βεβαιώνεται με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου .
Επειδή , από τη διάταξη του άρθρου 68 του ΚΠολΔ , σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 502 , 516 , 542 και 556 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι κύρια θετική προϋπόθεση , για την άσκηση τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου , είναι να υπάρχει σε εκείνον που το ασκεί έννομο συμφέρον το οποίο προκύπτει κυρίως από τη βλάβη , που υπέστη ο διάδικος , ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της προσβαλλομένης με το ένδικο μέσο απόφασης . Έτσι , υπάρχει βλάβη του διαδίκου με την προαναφερόμενη έννοια , όταν βλάπτεται ( ηττάται ) , δηλαδή , όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι προτάσεις του ή γίνονται ολικά ή μερικά δεκτές έναντι αυτού αιτήσεις του αντιδίκου του . Η βλάβη δηλαδή του εκκαλούντος ή αντεκκαλούντος , υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του , όταν η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του τελευταίου . Επομένως , το απαιτούμενο έννομο συμφέρον , που κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση και προκύπτει από το διατακτικό αυτής , πρέπει να θεμελιώνεται συγκεκριμένα στο σχετικό δικόγραφο , άλλως το ασκηθέν ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο ( πρβλ. Α.Π. 342/2009 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » ) .
Στην προκειμένη περίπτωση , η εναγόμενη – εκκαλούσα , με τον τέταρτο , κατά το σχετικό σκέλος του και τον έκτο λόγο της ενδίκου εφέσεώς της κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως , με την οποία απορρίφθηκαν στο σύνολό τους τα αγωγικά κονδύλια περί επιδικάσεως στον ενάγοντα αποδοχών αδείας , προσαυξημένων κατά 100% , καθώς και περί αμοιβής του για την εργασία του κατά τις ημέρες του Σαββάτου , όχι μόνο δεν αναφέρει συγκεκριμένο λόγο , για τον οποίο προσβάλει την ως άνω απόφαση , ως προς τις απορριπτικές διατάξεις αυτής , ούτε σε τι συνίσταται η βλάβη την οποία υπέστη από αυτές , αλλά , αντιθέτως , αναφέρει ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστα τα συναφή αγωγικά κονδύλια , με συνέπεια να μην θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της για την άσκηση των λόγων αυτών της εφέσεώς της, οι οποίοι , σύμφωνα με την προηγούμενη νομική σκέψη , πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος αποδείξεως …. …. του …., που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου , η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του , αντίγραφο των οποίων επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι ( η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα , δεν εξέτασε πρωτοδίκως μάρτυρα , λόγω της ερημοδικίας της ) και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ….. ….. …. και ….. …… ….. , που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου , σε συνδυασμό με όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα υπό του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος έγγραφα , δημόσια και ιδιωτικά , ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου , τα οποία με τον ίδιο τρόπο επαναπροσκομίζονται από αυτόν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου , καθώς και όλων των εγγράφων , τα οποία παραδεκτώς προσκομίζει και επικαλείται το πρώτον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη , ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ( άρθρα 528 και 529 του ΚΠολΔ ) και καθίστανται κοινά για την απόδειξη των ισχυρισμών όλων των διαδίκων ( άρθρο 346 του ίδιου κώδικα ) λαμβάνονται δε υπόψη , έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα ( Α.Π. 722/2004 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 152/2002 , Α.Π. 588/2001, Α.Π. 863/2001 ΕλλΔνη 43.1357 ,1365 και 711 ) , προκειμένου να χρησιμεύσουν , είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα , είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ( άρθρα 336 παρ. 3 , 339 και 395 του ΚΠολΔ – Α.Π. 60/2008 , Α.Π. 1201/2007 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » ) , για κάποια από τα οποία ( αποδεικτικά μέσα ) γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω , χωρίς όμως να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα , κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς , τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμ. …./22-05-2012 και …./22-05-2012 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος …. ….. …. και …. ….. ….. , ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών , οι οποίες παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη , αφού λήφθηκαν μετά την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων ( άρθρο 671 παρ. 1 εδ. τελ. του ΚΠολΔ , όπως ίσχυε κατά τον άνω χρόνο σύνταξης της βεβαίωσης ) , κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης ( βλ. την υπ’ αριθμ. …./20-04-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Β. Λεράκη , σε συνδυασμό με την από 19-04-2012 Αίτηση – Κλήση Γνωστοποίησης Μαρτύρων ) – σημειώνεται ότι η νομιμότητα όλων των άνω ενόρκων βεβαιώσεων , που μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται , εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο , διότι αναφέρεται στην νομιμότητα αποδεικτικού μέσου – τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων , στα σημεία που ειδικά αναφέρονται στη συνέχεια ( άρθρο 261 του ίδιου κώδικα ) , καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής , που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ( άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Την 05-07-2011 η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία « …. » , που διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση εστιατορίου – ψητοπωλείου στην …. Αττικής και στην συμβολή των οδών ….. αρ. … και ….. , αρ. …. , προσέλαβε τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο – αντεκκαλούντα , προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του , με την ειδικότητα του « μπουφετζή » , με προφορική (άτυπη) και έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου , δοθέντος ότι αυτός ήταν κάτοχος του προβλεπομένου από τις υγειονομικές διατάξεις και νομίμως θεωρημένου υπ’ αριθμ. …./13-06-2007 Ατομικού Βιβλιαρίου Υγείας , που εκδόθηκε από την Νομαρχία Πειραιώς και απαιτείται για την εγκυρότητα της συμβάσεως όσων εργάζονται σε καταστήματα εργαστήρια και εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος , σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της AΙB/8577/83 απόφασης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας , όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την Υ.Α. 8403/29-10/11-11-1992 . Με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία , ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργασθεί με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης , κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και επί οκτώ ( 8 ) ώρες ημερησίως , αντί των μηνιαίων αποδοχών , που προβλέπονται από τις οικείες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και Διαιτητικές Αποφάσεις . Ο ενάγων υποστηρίζει ότι από της προσλήψεώς του στην εναγομένη , παρείχε τις. υπηρεσίες του ως « μάγειρας Β’ » . Ωστόσο , ο ισχυρισμός του αυτός παρέμεινε αναπόδεικτος , διότι δεν στηρίζεται στο εισφερόμενο από αυτόν αποδεικτικό υλικό . Αντίθετα , αποδείχθηκε ότι , καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής συμβάσεώς του , τα καθήκοντά του συνίσταντο στην προετοιμασία του μπουφέ του εστιατορίου της εναγομένης και ειδικότερα στην παρασκευή σαλτσών , σαλατών , κρύων πιάτων , κ.λ.π. . Η τελευταία προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι ο ενάγων προσλήφθηκε με την ειδικότητα του « μπουφετζή » , προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το από 01-11-2011 έγγραφο της αναγγελίας πρόσληψής του προς τον Ο.Α.Ε.Δ., σύμφωνα με το Ν.Δ. 2656/1953 , σε συνδυασμό με το Ν.Δ. 763/1970 , όπου αναγράφεται ότι αυτός προσλήφθηκε ως «μπουφετζής» και το έγγραφο γνωστοποίησης των όρων της ατομικής συμβάσεως εργασίας του , έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του , η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε από αυτόν , ούτε και προσβλήθηκαν τα συγκεκριμένα έγγραφα ως πλαστά , ανεξάρτητα από την ανακρίβεια της αναγραφομένης ημερομηνίας πρόσληψής του (01-11-2011 ) . Επίσης , η ειδικότητα του ενάγοντος αποδεικνύεται και από την με ημεροχρονολογία 06-12-2011 αίτησή του , προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας ( Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ….. ) , με αίτημα τη διενέργεια εργατικής διαφοράς , στην οποία ο ίδιος αναγράφει, στο σημείο που καταχωρείται η ειδικότητα του εργαζομένου « μπουφετζής » και όχι , όπως αναφέρει στην ένδικη αγωγή του , «μάγειρας Β’» , αλλά και από το υπ’ αριθμ. …./17-02-2012 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς , όπου ως επάγγελμα – ειδικότητα αναγράφεται «μπουφετζής » , τέλος δε και από το περιεχόμενο της από 17-02-2012 Καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του , για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια , όπου , επίσης , αναγράφεται η άνω ειδικότητα του ενάγοντος και μάλιστα χωρίς καμία επιφύλαξη σχετικά με το ζήτημα αυτό , σε αντίθεση με την ημεροχρονολογία πρόσληψής του και τον λόγο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του . Στις κρίσεις αυτές για την απασχόληση του ενάγοντος με την ειδικότητα του « μπουφετζή » , οδηγείται το παρόν Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ανταποδείξεως ….. ….. ….. , ο οποίος , κατά το επίδικο χρονικό διάστημα , ασκούσε χρέη υπευθύνου του καταστήματος της εναγομένης και έχει άμεση και ιδία αντίληψη περί του τρόπου που λειτούργησε η επίδικη εργασιακή σχέση . Ειδικότερα , ο μάρτυρας αυτός για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει , καθόσον δεν προέκυψε ότι προσδοκά όφελος από την έκβαση της δίκης , εξεταζόμενος στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου βεβαιώνει, μετά λόγου γνώσεως , ότι ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του ως « μπουφετζής » . Η κατάθεσή του αυτή , ως προς το σημείο αυτό , κρίνεται πλέον αξιόπιστη και δεν ανατρέπεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως …. ….. …. στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου , ούτε και από την ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …. …. …. , οι οποίοι τυγχάνουν μειωμένης αντικειμενικότητας και αξιοπιστίας , λόγω της συγγένειάς τους με τον ενάγοντα και ως εκ τούτου επηρρεάζονται από την σχέση που τους συνδέει με αυτόν , ή από την , ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών ένορκη κατάθεση της μάρτυρος …. …. ….. , οι οποίοι , σε κάθε περίπτωση , δεν έχουν , ούτε άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν άμεση αντίληψη των συνθηκών εργασίας του ενάγοντος . Διαφορετική κρίση δεν μπορεί να εξαχθεί από την κατάθεση του μάρτυρος αποδείξεως …. …. , στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου , ο οποίος άλλωστε , επί λέξει , αναφέρει , μεταξύ άλλων , ότι « … τα καθήκοντά του ήταν στο μπουφέ , ετοίμαζε παραγγελίες , έφτιαχνε σάλτσες , γλυκά … » . Αναφορικά όμως με τον χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος στην επιχείρηση της εναγομένης, από την συνεκτίμηση και τη συγκριτική αξιολόγηση των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας και ειδικότερα από το περιεχόμενο των μνημονευομένων εγγράφων , σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα , κρίνεται ότι ο ενάγων προσελήφθη την 05-07-2011 , όπως όμοια δέχθηκε , ως προς το ζήτημα αυτό , η εκκαλουμένη απόφαση , απασχολούμενος αρχικά με την προετοιμασία του καταστήματος , ενόψει της επικείμενης λειτουργίας της επιχείρησης ( τακτοποίηση και ταξινόμηση των πρώτων υλών και σκευών στους αποθηκευτικούς χώρους και στα ψυγεία του καταστήματος καθαρισμός και τακτοποίηση της κουζίνας κ.λ.π. ) και όχι την 01-08-2011 , όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη – εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της ενδίκου εφέσεώς της , ο οποίος κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν , πλην όμως , όπως παραπάνω αναφέρθηκε , με την ειδικότητα του « μπουφετζή » , απορριπτομένων όσων , αντίθετα με τις παραπάνω παραδοχές , προβάλλονται από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο.
Εξάλλου , από τα ίδια αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην αντίστοιχη θέση της παρούσας αποδείχθηκε , ότι ο ενάγων κατά το χρόνο πρόσληψής του από την εναγομένη , ήταν πτυχιούχος του Οργανισμού Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης – Επαγγελματικής Σχολής ….. , αφού κατείχε το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 17-06-2009 Πτυχίο του Τμήματος Μαγειρικής Τέχνης της ως άνω Σχολής . Ωστόσο , τα στοιχεία αυτά της προσωπικής του κατάστασης , ήτοι τον τίτλο σπουδών του , ο ενάγων δεν γνωστοποίησε νομίμως στην εργοδότρια εταιρεία , όπως τούτο προκύπτει από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου του άνω μάρτυρος της εναγομένης …. ….. …. , ο οποίος ρητά και μετά λόγου γνώσεως βεβαιώνει ότι δεν είχε προσκομίσει, ούτε στον ίδιο , ούτε στην εργοδότρια εταιρεία κάποιο πτυχίο . Έτσι , με βάση τα παραπάνω ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει το επίδομα τουριστικής εκπαίδευσης , ποσοστού 10 % , δεκτού γενομένου , ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του δευτέρου λόγου της ερευνωμένης εφέσεως , κατά το σχετικό σκέλος του , με το οποίο η εναγομένη – εκκαλούσα πλήττει την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την παραδοχή της αυτή , δεδομένου ότι το πτυχίο ( αποδεικτικό ) τουριστικής εκπαίδευσης των εργαζομένων στα τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα , είναι προϋπόθεση για την καταβολή του επιδόματος τουριστικής εκπαίδευσης , που προβλέπεται από τις οικείες Σ.Σ.Ε. και Δ.Α., εφόσον αποδεδειγμένα το γνωστοποιεί ο εργαζόμενος στον εργοδότη , η γνωστοποίηση δε αυτή αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωση και σφραγίδα του εργοδότη , σε ακριβές αντίγραφο του γνωστοποιημένου πτυχίου ή με αποδεικτικό επίδοσης δικαστικού επιμελητή , προϋποθέσεις οι οποίες δεν συντρέχουν εν προκειμένω .
Περαιτέρω , αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της ανωτέρω συμβάσεως εργασίας του και υπό την εν λόγω ιδιότητά του , προσέφερε ανελλιπώς τις συμφωνημένες υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης και το ωράριο εργασίας του από της άνω προσλήψεώς του έως την 31-10-2011 ήταν από ώρα 08.00′ π.μ. έως 18.00′ μ.μ. και από την 01-11-2011 έως την 17-02-2012 από ώρα 17.00′ μ.μ. έως 3.00′ π.μ. της επομένης , καθημερινώς επί έξι ( 6 ) ημέρες εβδομαδιαίως , για δε την νόμιμη απασχόλησή του την Κυριακή ( άρθρα 1 παρ. 3 και 10 παρ. 1 του β.δ/τος 748/1966 ) έπαιρνε , ως αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως ( ρεπό) την Τετάρτη , κατά την οποία δεν εργαζόταν .
Εξάλλου , σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 36/2010 Διαιτητική Απόφαση «Για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως τουριστικών και επισιτιστικών καταστημάτων όλης της χώρας » ( Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 19/02-08-2010 ) , που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 11330/676/2011 ( ΦΕΚ Β’ 1448/17-06-2011 ) , οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ανέρχονταν στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών ( 959,34 ) – ( ήτοι 872,13 ευρώ βασικός μισθός συν 10% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 87,21 ευρώ ) . Για την εργασία του τον μήνα Ιούλιο του έτους 2011 , η εναγομένη δεν του κατέβαλε κανένα ποσό , με συνέπεια να του οφείλει το ποσό των οκτακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και πενήντα ενός λεπτών ( 882,51 ) – ( ήτοι 959,34 ευρώ : 25 ημέρες εργασίας ίσον 38,37 ευρώ ημερομίσθιο X 23 ημέρες εργασίας ) . Για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 01-08-2011 έως 23-10-2011, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των οκτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και δέκα τριών λεπτών ( 872,13 ) μηνιαίως , με συνέπεια να υπολείπεται κατά το ποσό των ογδόντα επτά ευρώ και είκοσι ενός λεπτών ( 87,21 ) μηνιαίως ( ήτοι 959,34 ευρώ μείον 872,13 ευρώ ) και συνολικά κατά το ποσό των διακοσίων εξήντα ενός ευρώ και εξήντα τριών λεπτών ( 261,63 ) – ( ήτοι 87,21 ευρώ μηναίως X 3 μήνες ) . Για τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 , η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των τετρακοσίων ( 400,00 ) ευρώ , όπως ο ίδιος συνομολογεί και ως εκ τούτου του οφείλει τη διαφορά , ποσού πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (559,34) – ( ήτοι 959,34 ευρώ μείον 400,00 ευρώ ) και , τέλος , για τους μήνες Δεκέμβριο του έτους 2011 , Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2012 , δεν του καταβλήθηκε κανένα ποσό και, κατά συνέπεια , του οφείλει το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι τριών λεπτών ( 2.494,23 ) – { ( ήτοι 959,34 ευρώ X 2 μήνες ίσον 1.918,68 ευρώ συν 575,55 ευρώ ( ήτοι 38,37 ευρώ ημερομίσθιο X 15 ημερομίσθια) } . Επομένως , η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα , ως δεδουλευμένες αποδοχές , το συνολικό χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (4.197,71 ) – ( ήτοι 882,51 ευρώ συν 261,63 ευρώ συν 559,34 ευρώ συν 2.494,23 ευρώ ) .
Σε σχέση με το αμέσως παραπάνω αγωγικό κονδύλιο και προς αντίκρουση της ένδικης αγωγής , η εναγομένη υπέβαλε με τον άνω δεύτερο λόγο της ενδίκου εφέσεώς της , όπως εκτιμάται , την ένσταση μερικής εξοφλήσεως ( άρθρα 416 , 417 παρ. 1 και 424 εδ. α’ Α.Κ. ) , ισχυριζόμενη , μεταξύ άλλων , ότι έναντι των οφειλομένων στον ενάγοντα μισθών , κατέβαλε τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων ογδόντα ( 980,00 ) ευρώ και τον μήνα Δεκέμβριο του ίδιου έτους το χρηματικό ποσό των επτακοσίων πενήντα (750,00) ευρώ . Ωστόσο , δεν προσκομίζει κανένα βάσιμο και ασφαλές παραστατικό στοιχείο , ώστε να αποδειχθεί η ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής ενστάσεώς της , οι δε προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής , δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο ( πρβλ. Α.Π. 24/2000 ΕλλΔνη 41.719 , Εφ.Πειρ. 572/2009 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Εφ.Ιωαν. 419/2005 ΝοΒ 54.1534 ) διότι, εκτός του ότι δεν είναι αναλυτικές , δεν αναφέρουν δηλαδή τις μερικότερες καταβολές – αν και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών ( άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ ) λαμβάνονται υπόψη οιαδήποτε αποδεικτικά μέσα και όταν ακόμη αυτά δεν πληρούν τους όρους του νόμου ( άρθρα 670 εδ. α’ , 671 παρ. 1 και 674 του ΚΠολΔ ) και δεν καθιερώνεται απαγόρευση λήψης υπόψη από τα Δικαστήρια εξοφλητικών αποδείξεων, οι οποίες δεν είναι αναλυτικές, σύμφανα με τις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 18 του ν. 1082/1980 και 20 παρ.2 του ν.1469/1984 ( πρβλ. Α.Π. 511/2010 Δήμος. ΤΝΠ «Νόμος» ) – στην προκειμένη περίπτωση , δεν προσδιορίζεται η αιτία καταβολής εκάστου επιμέρους χρηματικού ποσού , ενώ η απόδειξη πληρωμής δώρου Χριστουγέννων 2011 , ποσού διακοσίων δέκα τριών ευρώ και δέκα λεπτών ( 213,10 ) , είναι ανυπόγραφη , με συνέπεια να μην μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί σε ασφαλή δικανική πεποίθηση περί της καταβολής στον ενάγοντα των άνω χρηματικών ποσών .
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να αναφερθεί ότι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως η εναγομένη – εκκαλούσα , παρακατάθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, συσταθείσης παρακαταθήκης στο όνομα του ενάγοντος – εφεσιβλήτου , το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων ( 2.000,00 ) ευρώ , που αντιστοιχούσε σε δεδουλευμένες αποδοχές περιόδου Δεκεμβρίου 2011 , Ιανουαρίου 2012 και το ήμισυ μηνός Φεβρουαρίου 2012 , όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο με επίκληση υπ’ αριθμ. …./17-10-2012 Γραμμάτιο Συστάσεως Παρακαταθήκης , που επέχει θέση απόδειξης καταβολής από αυτήν , αντίγραφο του οποίου η τελευταία επέδοσε στον αντίδικό της την 19-10-2012 , όπως τούτο προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …./19-10-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Δημητρίου Γ. Μητραλέξη . Ωστόσο το ποσό αυτό δεν θα αφαιρεθεί από το άνω χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών ( 4.197,71 ) , αφού τούτο δεν ήταν το νόμιμα οφειλόμενο στον ενάγοντα , για τις προαναφερόμενες αιτίες , χρηματικό ποσό .
Επομένως , το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ότι , καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη με την ειδικότητα του «μάγειρα Β’ » και έτσι υπολόγισε τον βασικό μηνιαίο μισθό του , σύμφωνα με την ειδικότητα αυτή , προσαυξημένο με το επίδομα τουριστικής σχολής , γεγονός που επιδρά συνακόλουθα στις οφειλόμενες νόμιμες αποδοχές του , επιδικάζοντας σ’ αυτόν , για τις παραπάνω αιτίες το μεγαλύτερο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και σαράντα επτά λεπτών ( 4.896,47 ) , αντί του πράγματι οφειλομένου των τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών ( 4.1,97,71 ) , έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ( όπως οι ειδικότερες πλημμέλειες προσδιορίζονται ανωτέρω ) και πρέπει ως εκ τούτου , να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός δεύτερος λόγος της ενδίκου εφέσεως της εναγομένης – εκκαλούσας , ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος .
Εξάλλου , η εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα επιδόματα εορτών και αδείας και επιπλέον δεν του χορήγησε την κανονική άδεια που δικαιούτο , με συνέπεια να διατηρεί εις βάρος της τις ακόλουθες αξιώσεις: 1) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2011 το ποσό των επτακοσίων πενήντα τριών ευρώ και οκτώ λεπτών ( 753,08 ) – { ( ήτοι 959,34 ευρώ X 2 : 25 ίσον 76,74 ευρώ X 179 ημέρες : 19 ίσον 9,42 ευρώ) ίσον 722,97 ευρώ , προσαυξημένο με συντελεστή 0,04166 – αναλογία επιδόματος αδείας ίσον 30,11 ευρώ ) } , 2) Για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2012 το ποσό των εκατόν ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών ( 199,86 ) – { ( ήτοι από 01-01-2011 έως 17-12-2012 ίσον 48 ημέρες : 8 ίσον 6 ) X 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ( 959,34 ευρώ : 2 ίσον 479,67 ευρώ : 15 ίσον 31,98 ευρώ ) ίσον 191,86 ευρώ X 0,04166 ίσον 8 } , 3) Για επίδομα αδείας το ποσό των πεντακοσίων τριάντα επτά ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών ( 537,18 ) – ( ήτοι 7 μήνες εργασίας X 2 ίσον 14 X 38,37 ευρώ ημερομίσθιο ) , πλην όμως θα του επιδικασθεί το ποσό των πεντακοσίων πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών ( 505,08 ) , το οποίο αυτός ζητεί και 4) Για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης αδείας , το ποσό των πεντακοσίων τριάντα επτά ευρώ και δέκα οκτώ λεπτών ( 537,18 ) – (ήτοι 7 μήνες εργασίας X 2 ίσον 14 X 38,37 ευρώ ημερομίσθιο ) , πλην όμως θα του επιδικασθεί το ποσό των πεντακοσίων πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών ( 505,08 ) το οποίο αυτός ζητεί και συνολικά το ποσό των χιλίων εννιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και δέκα λεπτών ( 1.963,10 ) – ( ήτοι 753,08 ευρώ συν 199,86 ευρώ συν 505,08 ευρώ συν 505,08 ευρώ ) , κατά μερική παραδοχή των τρίτου και τετάρτου , κατά το σχετικό σκέλος τους λόγων της ερευνωμένης εφέσεως , τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αντεκκαλούντα , με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγους της αντεφέσεώς του , είναι απορριπτέα ως αβάσιμα .
Με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 « Ρυθμίσεις για την προώθηση της απασχόλησης , την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και άλλες διατάξεις» , το άρθρο 4 του ν. 2874/2000 , αντικαταστάθηκε ως εξής : «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα ( 40 ) ώρες την εβδομάδα , ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε ( 5 ) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη ( υπερεργασία ) . Οι ώρες αυτές υπερεργασίας ( 41η , 42η , 43η , 44η , 45η ώρα ) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα , σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις , όρια υπερωριακής απασχόλησης . Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι ( 6 ) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η , σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο , υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ ( 8 ) ώρες την εβδομάδα ( από 41η έως 48η ώρα ) . 2. Η πέραν των σαράντα πέντε ( 45 ) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση , ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης . Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι ( 6 ) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα , υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ ( 48 ) ωρών την εβδομάδα . Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας . 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι ( 120 ) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% . Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι ( 120 ) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο , προσαυξημένο κατά 75% . 4. Κάθε ώρα υπερωρίας , για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης , χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία . 5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100%. » . Το εν λόγω άρθρο με την νέα του μορφή εφαρμόζεται από 01-10-2005 . Ο τελευταίος ως άνω νόμος επανέφερε το θεσμό της υπερεργασίας , όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον ν. 2874/2000 και επιπλέον καθόρισε την αποζημίωση για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας , την οποία αποκαλεί « κατ’ εξαίρεση υπερωρία » ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% ( Α.Π. 1033/2011 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » ) . Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ή το Σάββατο , ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία, εάν στην τελευταία περίπτωση δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης , ενώ δεν συναριθμούνται οι ως άνω ώρες με τις ώρες των εργασίμων ημερών της ίδιας εβδομάδας , στις οποίες και μόνον αποβλέπει η ρύθμιση ( Α.Π. 311/2010 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » ) και αμείβονται διαφορετικά , γιατί αν προστεθούν οι ώρες των αργιών επέρχεται επιμήκυνση της εβδομαδιαίας εργασίας ( Α.Π. 193/2011 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 1253/2002 ΔΕΝ 2002.1634 , Α.Π. 1207/2002 ΔΕΝ 2002.1631 , Α.Π. 545/2000 ΕλλΔνη 2000.1614 , Α.Π. 24/2000 ΕλλΔνη 2000.719 , Α.Π. 119/1997 ΔΕΝ 1998.17/ΕΕργΔ 1998.519 , Α.Π. 804/2003 ΕλλΔνη 2003.140).
Εξάλλου , με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν, 3863/2010 ( ΦΕΚ Α’ 115/15-07-2010 ) , οι παρ. 1 , 3 και 5 του άνω ν. 3385/2005 , αντικαταστάθηκαν ως εξής : « 1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα ( 40 ) ώρες την εβδομάδα , ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε ( 5 ) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη ( υπερεργασία ) . Οι ώρες αυτές υπερεργασίας ( 41η , 42η , 43η , 44η , 45η ώρα ) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό ( 20% ) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα , σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις , όρια υπερωριακής απασχόλησης . Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι ( 6 ) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα , η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ ( 8 ) ώρες την εβδομάδα ( από 41η έως 48η ώρα )»…« 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι ( 120 ) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%) . Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι ( 120 ) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό ( 60% ) » ….« 5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%)» .
Περαιτέρω , από τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 8900/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας « Περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς » , όπως ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 25825/1951 ομοία απόφαση των ιδίων Υπουργών , του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ/τος 3755/1957 , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 435/1976 , σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του β.δ/τος 748/1966 , με την οποία ορίζεται, ότι μισθωτοί απασχολούμενοι κατά την Κυριακή δικαιούνται, ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας περί της απασχολήσεως αυτής και των άλλων ενδεχομένως συνεπειών αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως , κατ’ άλλη εργάσιμο ημέρα της αρξαμένης την Κυριακή εβδομάδος , προκύπτει ότι , ο μισθωτός που εργάζεται Κυριακή ή ημέρα αργίας , επιτρεπτώς ή μη και αμείβεται με μηνιαίο μισθό , δικαιούται να λάβει για καθεμία Κυριακή ή ημέρα αργίας την προσαύξηση 75% επί του 1/25 του νόμιμου μισθού του ( βλ. Α.Π. 1568/1999 ΕΕργΔ 2000.1129 , Α.Π. 1995/1984 ΔΕΝ 1985.1056 , Α.Π. 306/1984 ΔΕΝ 1985.220 , Εφ.Αθ. 1454/2000 ΔΕΕ 2000.1272 , Εφ,Αθ. 9602/1998 ΕλλΔνη 2000. 168 ) . Η προσαύξηση αυτή υπολογίζεται , κατά τα ανωτέρω , επί του νόμιμου μισθού , καταβάλλεται για την εργασία που θα συμπέσει μέσα στο 24ωρο της Κυριακής ή αργίας και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου , εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο . Εάν υπολείπεται του νομίμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα ( άρθρο 1 παρ. ΙΙ της Υ.Α. 25825/1951 ) και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα . Έτσι , ο υπολογισμός της αμοιβής του μισθωτού από την αιτία αυτή μπορεί να γίνει με βάση την ωριαία απασχόληση μέσα στα χρονικά όρια των ημερών αυτών , που είναι γνωστές από το ημερολόγιο . Σε περίπτωση δε που στερείται και την εβδομαδιαία ανάπαυση , ο εργαζόμενος αυτός δικαιούται και το 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού του , ως αποζημίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού , κατά το άρθρο 904 του Α.Κ. , δηλαδή καθετί που ο εργοδότης θα κατέβαλε, στον ίδιο εργαζόμενο , αν εργαζόταν σε ημέρα μη αναπαύσεως , χωρίς την προσαύξηση της υπερεργασίας άλλων ημερών και της αναλογίας επιδομάτων άδειας και εορτών ( Α.Π. 1732/2005 ΕλλΔνη 47.485 , Α.Π. 1520/2003 ΔΕΝ 60.489 , Α.Π. 1207/2002 ΕλλΔνη 44.161) .
Στην προκειμένη περίπτωση , από τα ίδια , όπως παραπάνω , αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην αντίστοιχη θέση της παρούσας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης προέκυψε ότι ο ενάγων καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης , παρείχε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης , απασχολούμενος πέραν του συμβατικού και νομίμου ωραρίου του . Ειδικότερα , υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας , όπως άλλωστε αναφέρεται στην αγωγή ότι συμφωνήθηκε και ισχύει για τους εργαζόμενους στην εν λόγω επιχείρηση η οποία , λόγω του αντικειμένου της , υπάγεται στα επισιτιστικά καταστήματα , στα οποία σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 102/1984 Απόφαση του Δ.Δ.Δ.Α. Αθηνών , που κηρύχθηκε εκτελεστή με την υπ’ αριθμ. 21768/26-11-1985 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και υποχρεωτική με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11452/04-02-1985 , από 01-01-1985 , καθιερώθηκε η πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία με σαράντα ( 40 ) ώρες εργασίας ( βλ. Α.Π. 353/1995 ΔΕΝ 95.1362 , βλ και ΔΕΝ 52 και 58 σελ. 53 και 1674 , αντίστοιχα ) , ο ενάγων απασχολείτο δύο ( 2 ) ώρες ημερησίως , ήτοι δέκα ( 10 ) ώρες εβδομαδιαίως , πέραν του συμβατικού και νόμιμου ωραρίου του , κατά τα παραπάνω αναφερόμενα , ήτοι πραγματοποιούσε πέντε ( 5 ) ώρες υπερεργασία και πέντε ( 5 ) ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία , δεδομένου ότι για την τελευταία αυτή απασχόλησή του , δεν είχε τηρηθεί η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία , αφού δεν αποδείχθηκε ότι η εργοδότριά του είχε εγγράφως αναγγείλει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας την επικείμενη υπερωριακή εργασία και είχε λάβει την σχετική άδεια , ούτε και τηρούσε ειδικό βιβλίο υπερωριών ώστε να είναι επιτρεπτός ο χαρακτηρισμός της ως άνω υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος , ως νόμιμης . Επομένως , για μεν τις ώρες υπερεργασίας που πραγματοποίησε , δικαιούται το ποσό των χιλίων εκατόν πέντε ευρώ και έξι λεπτών ( 1.105,6 .) – { ήτοι 5 ώρες υπερεργασίας X 32 εβδομάδες ίσον 160 ώρες X 6,91 ευρώ ( 5,76 ευρώ ωρομίσθιο ) ( 959,34 ευρώ X 0,006 ) προσαυξημένο κατά 20% ίσον 1,15 ευρώ ) } , για δε την κατ’ εξαίρεση υπερωρία , το ποσό των χιλίων εξακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών ( 1.658,8 ) { ήτοι 160 ώρες X 5,76 ευρώ ωρομίσθιο , προσαυξημένο κατά 80% , ήτοι 4,60 ευρώ ίσον 10,36 ευρώ ) } και συνολικά το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών ( 2.764,40 ) – ( ήτοι 1.105,6 ευρώ συν 1.658,8 ευρώ ) , πλην όμως ο ενάγων προσδιορίζει την εν λόγω απαίτησή του στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων πενήντα τριών ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών ( 1.453,82 ) , το οποίο και θα του επιδικασθεί , καθόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος , όπως όμοια έκρινε , ως προς το ζήτημα αυτό το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απορριπτομένων μετά ταύτα των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης ότι δηλαδή ο αντίδικός της ουδέποτε εργάστηκε καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του , λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι οι ανάγκες εξυπηρέτησης των πελατών του καταστήματος της ήταν αυξημένες και καθιστούσαν , συνεπώς , αναγκαία την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος και ως εκ τούτου ο συναφής πέμπτος λόγος της ενδίκου εφέσεώς κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Περαιτέρω , ο ενάγων καθόλο το χρονικό διάστημα που εργάστηκε στην επιχείρηση της εναγομένης, απασχολήθηκε και κατά τις Κυριακές, επί δέκα ( 10 ) ώρες , κατά το παραπάνω αναφερόμενο ωράριο . Επομένως , δικαιούται να λάβει, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 435/1976 , σε συνδ. με την Υ.Α. 8900/1946 , για εκάστη Κυριακή προσαύξηση 75% επί του 1/25 του μισθού του , εφόσον ελάμβανε αναπληρωματική άδεια αναπαύσεως ( ρεπό ) σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδος , ήτοι κάθε Τετάρτη , κατά την οποία δεν εργαζόταν . Κατά συνέπεια , για την αιτία αυτή δικαιούται ως προσαύξηση , για το χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του ημερήσιου νομίμου οκταώρου εργασίας του , το ποσό των χιλίων εκατόν τριών ευρώ και τριάντα έξι λεπτών ( 1.103,36 ) – { ήτοι 959,34 ευρώ (872,13 ευρώ βασικός μισθός συν 10% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 87,21 ευρώ ) X 0,006 ίσον 5,75 ευρώ ωρομίσθιο X 75% ίσον 4,31 ευρώ ) X ( 32 Κυριακές X 8 ώρες ) 256 ώρες ) } , πλην όμως , θα του επιδικασθεί το ποσό των εννιακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών ( 925,92 ) , κατά το σχετικό αίτημά του , ενώ για την εργασία του πέραν του οκταώρου , ο ενάγων δικαιούται το ποσό των επτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών ( 772,48 ) { ήτοι 5,75 ευρώ ωρομίσθιο συν 4,31 ευρώ ίσον 10,06 ευρώ , προσαυξημένο για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης ( υπερεργασίας ) κατά είκοσι τοις εκατό (20%) ήτοι 12,07 ευρώ X ( 32 Κυριακές X 2 ώρες ) 64 ώρες } και συνολικά το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και τεσσάρων λεπτών ( 1.698,4 ) – ( ήτοι 925,92 ευρώ συν 772,48 ) απορριπτομένου του εβδόμου λόγου της ερευνωμένης εφέσεως , κατά το σχετικό σκέλος του , αλλά και του πρώτου λόγου της αντεφέσεως , κατά το σχετικό σκέλος του , με το οποίο ο αντεκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου , αφού σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναλυτικά διατυπώθηκαν στη αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη , οι επιπλέον πέντε ( 5 ) ώρες εργασίας την εβδομάδα αποτελούν υπερεργασία , η οποία αμείβεται , με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό ( 20% ) .
Τέλος , ο ενάγων για την απασχόλησή του κατά τη διάρκεια της νύκτας ( ήτοι από 22.00′ μ.μ. έως της 03.00′ π.μ. της επομένης ημέρας ) κατά το προαναφερόμενο από 01-11-2011 έως- 17-02-2012 χρονικό διάστημα , δικαιούται προσαυξήσεως 25% επί του ωρομισθίου του , σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 18130/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και εργασίας , όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 25825/1951 απόφαση των ιδίων και την Φ.27019/1953 απόφαση του Υπουργού Εργασίας , έτσι ώστε του οφείλεται το ποσό των εξακοσίων σαράντα οκτώ ( 648 ) ευρώ – ( ήτοι 5,75 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο X 25% ίσον 1,44 ευρώ X 450 ώρες ) . Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η εκκαλουμένη απόφαση , η οποία δέχθηκε ότι ο ενάγων για την αιτία αυτή δικαιούται το άνω χρηματικό ποσό και ως εκ τούτου ο όγδοος λόγος της κρινομένης εφέσεως , πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω , αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης έως την 17-02-2012 , οπότε και λύθηκε η μεταξύ τους υφιστάμενη σύμβαση εργασίας . Ειδικότερα , καθόσον αφορά την αιτία της λύσεως της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεώς εργασίας , από τα ίδια , όπως παραπάνω , αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην αντίστοιχη θέση της παρούσας απόφασης , προέκυψε ότι η εναγομένη δεν ανταποκρινόταν στις συμβατικές της υποχρεώσεις ως εργοδότρια και συγκεκριμένα καθυστερούσε την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος , επικαλούμενη ότι αντιμετώπιζε προσωρινά οικονομικά προβλήματα . Για το λόγο αυτό , ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένως στον νόμιμο εκπρόσωπό της , χωρίς όμως αποτέλεσμα . Έτσι, αναγκάστηκε να προσφύγει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας στις 06-12-2011 ( Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ….. ) , διαμαρτυρόμενος για τη μη καταβολή των δεδουλευμένων και οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών του , όπως τα παραπάνω προκύπτουν από το υπ’ αριθμ. …/17-02-2012 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς , που επικαλούνται και προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι. Η συζήτηση της ανωτέρω προσφυγής , για τη διευθέτηση της μεταξύ τους ανακύψασας εργατικής διαφοράς , ορίστηκε για την 01-02-2012 ( βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./06-12-2011 Πρόσκληση και το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/22-01-2013 έγγραφο της Προισταμένης του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας ) και μετά από αναβολή για την 17-02-2012 , οπότε ο προσφεύγων επανέλαβε την ως άνω δήλωσή του για τις αξιώσεις που είχε κατά της εναγομένης , ενώ ο εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρείας δεν προσήλθε προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του , μολονότι είχε λάβει γνώση της αρχικής ημερομηνίας της συζητήσεως της προσφυγής . Την ίδια ημέρα ( 17-02-2012 ) η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την επίδικη σύμβαση εργασίας ( βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως Καταγγελία Σύμβασης Εργασίας ) .
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές , αποδείχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμος ο επικαλούμενος από τον ενάγοντα λόγος ακυρότητας της επίδικης καταγγελίας ως καταχρηστικής ότι δηλαδή η ανωτέρω απόλυσή του έγινε στην πραγματικότητα από ταπεινά ελατήρια , τα οποία δεν εξυπηρετούσαν τον σκοπό του δικαιώματος και ειδικότερα υπαγορεύθηκε από αίσθημα εκδίκησης του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης προς το πρόσωπό του , εξαιτίας της προηγηθείσας , μη αρεστής σ’ αυτόν συμπεριφοράς του , η οποία απέβλεπε αποκλειστικά και μόνο στην προστασία , με νόμιμο τρόπο , των δικαιωμάτων, του και δη στο γεγονός ότι , όπως παραπάνω αναφέρθηκε , προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας , εκφράζοντας την διαμαρτυρία του για την καθυστέρηση της καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του και στην διεκδίκηση εκ μέρους του , της προβλεπομένης από τους εργατικούς νόμους αμοιβής , που εδικαιούτο για την εργασία του , με συνέπεια η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης , να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του να είναι καταχρηστική , κατ’ άρθρα 281 , 174 και 180 του Α.Κ. και επομένως άκυρη , ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη , τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος Επομένως , απορριπτέοι κρίνονται ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν οι , αποτελούντες αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής , ισχυρισμοί , τους οποίους η εναγομένη – εκκαλούσα , παραδεκτώς , κατ’ άρθρο 528 του ΚΠολΔ , προτείνει με το δικόγραφο της ενδίκου εφέσεώς της . Συγκεκριμένα , με το πρώτο σκέλος του ενάτου λόγου της ερευνωμένης εφέσεώς της , αρνείται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ασκήθηκε καταχρηστικά , κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του Α.Κ., ισχυριζόμενη ότι δεν οφειλόταν στους επικαλούμενους από τον ενάγοντα λόγους εκδικήσεως , αλλά , αντίθετα , πρόκειται για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του μισθωτού , αφού ο ίδιος μεθόδευσε την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του , ώστε να εξαναγκασθεί η εργοδότρια εταιρεία να τον απολύσει , αποβλέπτοντας στη συνέχεια να διεκδικήσει μισθούς υπερημερίας και ειδικότερα υποστηρίζει ότι στις 17-02-2012 ο ενάγων προσήλθε στην κατοικία του νομίμου εκπροσώπου της ….. …… και του ζήτησε να υπογράψει το έγγραφο της καταγγελίας , ο τελευταίος δε , επιδεικνύοντας καλή πίστη , προσδοκώντας στην ρύθμιση της εκκρεμούς υποθέσεως της λύσεως της εργασιακής σχέσεως και αγνοώντας την διεξαχθείσα συζήτηση της εργατικής διαφοράς ενώπιον της Επιθεωρήσεως Εργασίας , υπέγραψε την άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας . Επίσης διατείνεται ότι στο έγγραφο της άνω καταγγελίας ο ενάγων προσέθεσε εκ των υστέρων την ακόλουθη επισήμανση ( διατηρείται η ανορθογραφία του κειμένου ) : « Με την επιφύλαξη κάθε εν γέννη δικαιόματός μου , ενόψη της ανακριβούς ημεροχρονολογίας πρόσληψης ( το ακριβές είναι 5 Ιουλίου 2011 ) και ενόψη του εκδικιτικού χαρακτήρα της καταγγελίας » , η οποία εάν πράγματι υπήρχε επί του εγγράφου , όπου ο νόμιμος εκπρόσωπός της κλήθηκε να υπογράψει, αυτός θα αρνείτο να πράξει τούτο , ενόψει της προφανούς κακοπιστίας του ενάγοντος , πολλώ δε μάλλον εάν γνώριζε ότι την ίδια ημέρα συζητήθηκε η ως άνω προσφυγή του ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας . Ωστόσο , οι άνω ισχυρισμοί της εναγομένης – εκκαλούσας, δεν κρίνεται πειστικοί και δεν επιβεβαιώνονται από κανένα βάσιμο και ασφαλές στοιχείο της δικογραφίας, ούτε και από την κατάθεση του μάρτυρος ανταποδείξεως , ο οποίος αναφερόμενος στον λόγο της λύσης της επίδικης συμβάσεως εργασίας , όλως αορίστως αναφέρει, επί λέξει, τα εξής « …. πρώτα απολύθηκε ο μάγειρας – σεφ …. δεν υπήρχε το κείμενο κάτω από την καταγγελία … Η εταιρεία δεν είχε σκοπό να απολύσει τον ….. . Δεν γνωρίζω ποιος είχε συμπληρώσει το χαρτί της απόλυσης … » .
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η εναγομένη κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος , διότι αυτός διεκδίκησε τα εργασιακά του δικαιώματα , κινούμενη από ταπεινά ελατήρια και από λόγους εκδίκησης διότι αυτός (ενάγων ) διαμαρτυρόταν για μισθολογικά ζητήματα και, ως εκ τούτου ήταν άκυρη , ως καταχρηστική , δεν έσφαλε , αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο , μη υποπίπτοντας σε καμία πλημμέλεια σχετικά με τις αποδείξεις και, κατά συνέπεια , όσα αντίθετα , σε σχέση με τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά , υποστηρίζει η εναγομένη – εκκαλούσα , πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα .
Ενόψει των παραπάνω παραδοχών , πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η από 17-02-2012 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου είναι άκυρη και επομένως δεν επέφερε το σκοπούμενο με αυτήν αποτέλεσμα , δηλαδή τη λύση της συμβάσεως εργασίας του , ένεκα δε της ακυρότητας αυτής , η εναγομένη – εκκαλούσα περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας , ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του και του οφείλει, ως υπερήμερη εργοδότρια , αποδοχές υπερημερίας ( άρθρα 349 , 350 και 656 του Α.Κ. ) για το επίδικο από 18-02-2012 έως 17-02-2013 χρονικό διάστημα , κατά την όμοια περί τούτου και ορθή κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως . Ειδικότερα , απορριπτέος τυγχάνει ο ένατος λόγος της ερευνωμένης εφέσεως , κατά το δεύτερο σκέλος του , περί απαραδέκτου της αγωγής , κατά το αίτημά της για επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από την 18-02-2012 μέχρι την 17-02-2013 , αλλά η αξίωση του αντιδίκου της θα έπρεπε να περιορισθεί μέχρι την συζήτηση της ενδίκου υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο . Και τούτο διότι , κατ’ εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 349 , 350 και 656 του ΑΚ και 69 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ , δεν πρόκειται για μέλλουσα έννομη σχέση αλλά για υφιστάμενη και σε εξέλιξη έννομη σχέση , η οποία διαρκεί μέχρι την άρση της υπερημερίας , η δε παροχή της εναγομένης – εκαλούσας για καταβολή των αποδοχών υπερημερίας, δεν εξαρτάται από την αντιπαροχή της εργασίας του ενάγοντος – εφεσιβλήτου , η οποία αποκρούστηκε με την ως άνω καταγγελία .
Με βάση τις ως άνω νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος , κατά τον χρόνο της απόλυσής του , δικαιούται ως μισθούς υπερημερίας το συνολικό χρηματικό ποσό των ένδεκα χιλιάδων πεντακοσίων δώδεκα ευρώ και οκτώ λεπτών ( 11.512,08 ) – ( ήτοι 959,34 ευρώ X 12 μήνες ) , για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2012 , το ποσό των διακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών ( 295,38 ) – ( ήτοι από 18-02 έως 30-04-2012 ίσον 71 ημέρες : 8 ίσον 8,87 ευρώ X 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού { ( ήτοι 959,34 ευρώ : 2 ίσον 479,67 ευρώ : 15 ίσον 31,97 ευρώ X 8,87 ευρώ ίσον 283,57 ευρώ X 0,04166 ίσον 11,81 ευρώ )} για δώρο Χριστουγέννων του έτους 2012 το ποσό των ενιακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και τριάντα ενός λεπτών ( 999,31 ) – ( ήτοι 959,34 ευρώ , προσαυξημένο με τον συντελεστή 0,04166 για αναλογία επιδόματος αδείας , ίσον 39,96 ευρώ ) , για επίδομα αδείας του έτους 2012 το ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών ( 479,67 ) και για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2013 , το ποσό των εκατόν ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (199,81 ) – { ήτοι από 01-01-2012 έως 17-02-2013 ίσον 48 ημέρες : 8 ίσον 6 X 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ( 959,34 ευρώ : 2 ίσον 479,67 ευρώ : 15 ίσον 31,97 ευρώ X 6 ίσον 191,82 ευρώ X 0,04166 ) ίσον 7,99 ευρώ ίσον 191,82 ευρώ συν 7,99 ευρώ ) , ήτοι συνολικά το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών ( 13.486,25 ) – (ήτοι 11.512,08 ευρώ συν 295,38 ευρώ συν 999,31 ευρώ συν 479,67 ευρώ συν 199,81 ευρώ ) .
Συνοψίζοντας όλα τα ανωτέρω , το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο , όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του , όμοια κρίνοντας , αναγνώρισε ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ακύρως καταγγέλθηκε , για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στο αιτιολογικό της παρούσας απόφασης και περαιτέρω δέχθηκε ότι, εξαιτίας αυτής της ακυρότητας , η εναγομένη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των εκ μέρους του προσήκοντος προσφερομένων υπηρεσιών του , δικαιούμενος μισθούς υπερημερίας , από την προαναφερόμενη απόλυσή του και εφεξής , έστω και με συνεπτυγμένες αιτιολογίες , οι οποίες συμπληρώνονται με τις αντίστοιχες αιτιολογίες της παρούσας αποφάσεως ( άρθρο 534 του ΚΠολΔ ) , δεν έσφαλε , αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και επιμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και , κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη – εκκαλούσα , με τον συναφή λόγο του δικογράφου της κρινομένης εφέσεώς της , πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Επειδή , κατά το άρθρο 656 εδ. β’ του Α.Κ. , αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό , χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο . Ο εργοδότης , όμως , έχει το δικαίωμα να εκπέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας του ή από την παροχή της αλλού . Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι , εφόσον υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας η οποία δεν έχει λυθεί νομίμως και ο εργοδότης αρνείται να αποδεχτεί τις υπηρεσίες του μισθωτού , που αυτός πραγματικώς και προσηκόντως του προσφέρει , περιέρχεται σε υπερημερία και έχει την υποχρέωση να καταβάλει στο μισθωτό τις αποδοχές που εκείνος θα ελάμβανε , σύμφωνα με την εργασιακή σύμβαση και το νόμο ( Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ) , αν δεν μεσολαβούσε η άρνηση του εργοδότη , να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του . Από τις αποδοχές αυτές όμως ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει την ωφέλεια που αποκόμισε ο μισθωτός από τη ματαίωση της εργασίας του , δηλαδή από τη χρησιμοποίηση του χρόνου που έμεινε ελεύθερος , λόγω της υπερημερίας του εργοδότη , είτε αυτοαπασχολούμενος , είτε απασχολούμενος σε άλλο εργοδότη . Δηλαδή πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια , μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας του μισθωτού ( Α.Π. 966/2009 , Α.Π. 1165/2007 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος ») .
Στην προκειμένη περίπτωση , η παραδεκτώς προβληθείσα , κατά την παρούσα στάση της δίκης , από την εναγομένη – εκκαλούσα , ένσταση περί εκπτώσεως από το ποσό που τυχόν θα επιδικασθεί για αποδοχές υπερημερίας και όσων παροχών ωφελήθηκε ο ενάγων – εφεσίβλητος , προσφέροντας αλλού την εργασία του ( άρθρο 656 εδ. β’ του Α.Κ. ) , που περιέχεται στον ένατο λόγο του δικογράφου της εφέσεώς της, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθόσον δεν εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ένσταση αυτή και συγκεκριμένα ποιές προσόδους αποκόμισε ο ενάγων – εφεσίβλητος από την επαγγελματική του δραστηριότητα , ώστε σε περίπτωση ευδοκίμησης της ενστάσεως αυτής , είτε να μη επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας , είτε να επιδικασθεί η , μεταξύ των αποδοχών των , υπό σύγκριση επαγγελματικών δραστηριοτήτων , προκύπτουσα διαφορά , αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμη , δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την απόλυσή του και εφεξής , ο ενάγων απασχολήθηκε σε τρίτο εργοδότη , από τον οποίο έλαβε αποδοχές τουλάχιστον ίσες με αυτές που ελάμβανε από την εναγομένη (βλ. και τον από 04-11-2013 « Λογαριασμό Ασφαλισμένου » , που εκδόθηκε από το Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. ….. ) , λαμβανομένου υπόψη και του ότι , κατά το ένδικο χρονικό διάστημα , επικρατούσαν συνθήκες ανεργίας στο συγκεκριμένο επάγγελμα και γενικά μεγάλη στενότητα στην αγορά εργασίας . Επίσης , από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου , δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων καθόλο το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα , απασχολήθηκε στην καντίνα του αδελφού του ….. …… , ενόψει και του ότι δεν προέκυψε ότι κατά το κρίσιμο στην υπόθεση χρονικό διάστημα ο τελευταίος είχε την δυνατότητα να απασχολήσει προσωπικό και ως εκ τούτου απορριπτέος κρίνεται ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης – εκκαλούσας.
Περαιτέρω , αναφορικά με τον δέκατο λόγο της εφέσεώς της εναγομένης – εκκαλούσας , από τα ίδια ως άνω στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι συνεπεία της ως άνω γενομένης καταγγελίας της επίδικης εργασιακής συμβάσεως , ο ενάγων προσεβλήθη στην προσωπικότητά του και υπέστη ηθική βλάβη , λόγω μειώσεώς του στο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του , δεδομένου ότι δεν προέκυψε ότι η καταγγελία αυτή συντελέστηκε υπό συνθήκες μειωτικές της προσωπικότητάς του και της επαγγελματικής του αξίας , ή ότι υπαιτίως προσεβλήθη το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή , ούτε αποδείχθηκε δολία προαίρεση της εναγομένης να προσβάλλει με την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας την προσωπικότητα του ενάγοντος ώστε να δικαιολογείται , σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα νομική σκέψη , η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως , προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ( άρθρα 57, 59 , 299 , 914 και 932 του Α.Κ. ) . Επομένως , το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως , λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του , εξαιτίας της άκυρης απόλυσής του , κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο , διότι από μόνη την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του , δεν προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητά του . Κατά συνέπεια , το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο με την προσβαλλομένη απόφασή του , αντίθετα από τα προαναφερόμενα , έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως , ύψους τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ , προς αποκατάσταση της , εκ των συνθηκών υπό τις οποίες συντελέστηκε η καταγγελία της συμβάσεώς του , προκληθείσας ηθικής βλάβης , έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων , κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο της κρινομένης εφέσεως , με τον οποίο η εναγομένη – εκκαλούσα πλήττει την απόφαση αυτή για την παραδοχή του συναφούς αγωγικού κονδυλίου , ενώ ο σχετικός πέμπτος λόγος της αντεφέσεως του ενάγοντος – αντεκκαλούντος , με τον οποίο αυτός παραπονείται ως προς το ύψος του επιδικασθέντος για την αιτία αυτή ποσού , ζητώντας την παραδοχή του κεφαλαίου αυτού στο σύνολό του , πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Επίσης , υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα , ο ενδέκατος και τελευταίος εκ των λόγων εφέσεως της εναγομένης – εκκαλούσας , ο οποίος πλήττει την πρωτόδικη απόφαση κατά την διάταξή της , κατά την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε το σχετικό αίτημα της ένδικης αγωγής και υποχρέωσε την εναγομένη εταιρεία να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος , με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας , ως και προ της επίμαχης καταγγελίας , επιβάλλοντας εις βάρος της χρηματική ποινή ύψους εκατό ( 100,00 ) ευρώ , για κάθε εργάσιμη ημέρα παραβάσεως της υποχρεώσεώς της αυτής, πρέπει να γίνει δεκτός, αφού δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν το οικείο αγωγικό αίτημα περί επαναπρόσληψης του ενάγοντος μετά την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και ειδικότερα ότι η άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του και να τον απασχολεί , γίνεται υπό περιστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 του Α.Κ. και αποβαίνει έτσι καταχρηστική , υπό την έννοια ότι η άρνησή της αυτή συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του , κατά τα άρθρα 59 , 914 και 932 Α.Κ. , ή ότι εκ προθέσεως ζημιώνεται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη , ή ότι υπαιτίως προσβάλλεται το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή , λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και του γεγονότος ότι ήδη με την υπ’ αριθμ. 846/Α.Π. 12226/27-02-2013 Απόφαση του Δημάρχου …… , έχει ανακληθεί η υπ’ αριθμ. πρωτ. …../04-11-2011 άδεια λειτουργίας του καταστήματος της εναγομένης ( βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως υπ’αριθμ. πρωτ. …../2013 έγγραφο του Αντιδημάρχου ….. ) . Με βάση τις παραπάνω παραδοχές , το πρωτοβάθμιο δικαστήριο , το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε το ανωτέρω αίτημα της αγωγής , ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος , έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις , όπως βάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη – εκκαλούσας με τον σχετικό λόγο της εφέσεώς της , ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός . Συναφώς πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα περί καταδίκης της εναγομένης σε χρηματική ποινή , ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης , που υποβλήθηκε για την περίπτωση της παραδοχής ως βάσιμης της προαναφερομένης αξίωσης του ενάγοντος , τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα από αυτόν με τον σχετικό έκτο και τελευταίο λόγο της αντεφέσεώς του , πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα , όπως και η αντέφεση στο σύνολό της , δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα . Επομένως , ο ενάγων δικαιούται να λάβει , για την ένδικη περίοδο και για τις προδιαληφθείσες αιτίες, το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών ( 23.447,28 ) – ( ήτοι 4.197,71 ευρώ συν 1.963,1 ευρώ συν 1.453,82 ευρώ συν 1.698,4 ευρώ συν 648 ευρώ συν 13.486,25 ευρώ ) , αντί του πρωτοδίκως επιδικασθέντος συνολικού χρηματικού ποσού των είκοσι οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (28.548,67 ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 655 Α.Κ. συνάγεται ότι επί συμβάσεως εργασίας , εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια , ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης , καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά , ενώ , σε κάθε περίπτωση , μόλις λήξει η σύμβαση εργασίας γίνεται απαιτητός ο μισθός , που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη . Μισθός δε κατά την έννοια της ως άνω διάταξης , σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της υπ’ αριθμ. 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας , που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955 , είναι κάθε παροχή , την οποία οφείλει ο εργοδότης , κατά το νόμο ή τη σύμβαση , στο μισθωτό , ως αντάλλαγμα για την από αυτόν παρεχόμενη εργασία ( Α.Π. 1241/2007 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος» ) Άρα , μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές , που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του ( ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας ) , νόμιμης και παράνομης υπερωριακής εργασίας , της συμφωνηθείσας νυκτερινής εργασίας και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του κατά τις Κυριακές και ημέρες αργίας , αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού . Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του Α.Κ. , κατά τα ανωτέρω , δήλη ημέρα καταβολής , σε τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής, να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας , κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ Α.Κ. . Για την αμοιβή δε της υπερεργασίας , της νόμιμης υπερωριακής εργασίας , της συμφωνηθείσας νυχτερινής εργασίας και της επιτρεπόμενης εργασίας κατά τις Κυριακές και ημέρες αργίας , δήλη ημέρα καταβολής των απαιτήσεων αυτών στο μισθωτό , ο οποίος αμείβεται με καταβολές κατά μήνα, είναι η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επί μέρους αυτές εργασίες . Ομοίως , αποτελούν μισθό , υπό την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων και τα προβλεπόμενα από το νόμο , τις διαιτητικές αποφάσεις ή τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ποικιλώνυμα επιδόματα , εφόσον αυτά συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα έγκυρα παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού . Τέλος , ανεξάρτητα από τη γενική διάταξη του άρθρου 655 Α.Κ. ειδικά για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας , καθώς συνακόλουθα και για τις προσαυξήσεις τούτων από τα λοιπά επιδόματα, που συνυπολογίζονται σ’ αυτά , τάσσεται από το νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 10 της υπ’ αριθμ. 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας το άρθρο 4 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945 , το άρθρο 3 παρ. 15 και 16 του Ν. 4504/1966 και το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν.Δ. 4547/1966 , επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής τους και συγκεκριμένα η 31η Δεκεμβρίου η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντίστοιχα , έτσι ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται και σε σχέση και αναφορικά και με τα επιδόματα αυτά , οι ανωτέρω συνέπειες ( Ολ.Α.Π. 39-40/2002 ΕΕργΔ 2002.1482 και ΕλλΔνη 44.118/ΕΕργΔ 61.1478 , Ολ.Α.Π. 1682/2000 ΔΕΝ 57.892 , Α.Π. 1830/2006 , Α.Π. 1537/2006 , Α.Π. 854/2005 , Α.Π. 1529/2006 , Α.Π. 51/2005 , Α.Π. 854/2005 , Α.Π. 235 -236/2004 Δημοσ. ΤΝΠ « Νόμος » , Α.Π. 945/2001 ΕΕργΔ 61.168 , Α.Π. 1682/2000 ΕλλΔνη 42.1308 , Εφ.Αθ. 7/2003 ΕλλΔνη 2003.839 ) . Συνεπώς, στην κρινόμενη υπόθεση , εφόσον οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εγκύρως παρεχόμενης εργασίας του μισθωτού , για τις οποίες , σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη , τάσσεται από το νόμο ( άρθρο 655 του Α.Κ. ) δήλη ημέρα καταβολής , σε τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής , να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος , κατά τα άρθρα 341 παρ. 1 και 350 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε , λόγω του χαρακτήρα του χρέους ως χρηματικού , τόκους υπερημερίας , κατ’ άρθρο 345 εδ. α του Α.Κ πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα , κατά παραδοχή του αντιστοίχου αιτήματος του ( άρθρο 106 ΚΠολΔ ) τα αναφερόμενα παραπάνω ποσά , με τον νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα , κατά την οποία έκαστο επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό , κατά τις ακόλουθες διακρίσεις : α) τα κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών από την πρώτη ημέρα του επόμενου μισθολογικού μηνός , κατά τον οποίο έκαστο επιμέρους κονδύλιο ήταν καταβλητέο μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση , β) τα ποσά που αφορούν αμοιβή υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας , εργασία κατά τις Κυριακές και νυκτερινή εργασία , κατά το σχετικό αίτημά του , από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση , γ) τα ποσά που αφορούν το επίδομα εορτών Χριστουγέννων , Πάσχα , αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας και επίδομα αδείας από την 31η Δεκεμβρίου , 30η Απριλίου και τέλους του οικείου ημερολογιακού έτους αντίστοιχα μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση και δ) τα κονδύλια μισθών υπερημερίας , από την επομένη της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ήτοι από την 18-02-2012 μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση .
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω , η υπό κρίση αγωγή , η οποία είναι νόμιμη , στηριζόμενη στις αναφερόμενες στις νομικές σκέψεις της παρούσας διατάξεις , πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν , κατά τα αντίστοιχα με τα ως άνω κεφάλαια αιτήματά της , να αναγνωρισθεί ως άκυρη η ένδικη από 17-02-2012 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών ( 23.447,28 ) , με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για έκαστο επιμέρους κονδύλιο από αυτά που απαρτίζουν το παραπάνω χρηματικό ποσό , κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται παραπάνω μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση . Τέλος , τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας , πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους , ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας εκάστου αυτών ( άρθρα 106 , 176 , 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας το μετά την κατανομή προκύπτον μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου , κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημά του κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης . Για την αντέφεση , η οποία ασκήθηκε με τις έγγραφες προτάσεις της παρούσας συζήτησης , δεν ορίζονται δικαστικά έξοδα εις βάρος του αντεκκαλούντος , λόγω της απόρριψης αυτής , εφόσον για την αντίκρουσή της η αντεφεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε πρόσθετες δαπάνες αφού υποστηρίζοντας την έφεσή της , συγχρόνως αντέκρουσε και την αντέφεση .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την από 10-10-2012 έφεση ( αριθμός εκθέσεως καταθέσεως στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστηρίου …./22-10-2012 και του παρόντος Δικαστηρίου …./22-10-2012 ) κατά της υπ’ αριθμ. 1528/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , που εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης , κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔ και την ασκηθείσα με τις από 05-11-2013 έγγραφες προτάσεις αντέφεση του αντεκκαλούντος – ενάγοντος – εφεσιβλήτου .
Δέχεται τυπικά την από 10-10-2012 έφεση και την δια των από 05-11-2013 εγγράφων προτάσεων ασκηθείσα αντέφεση .
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αντέφεση αυτή .
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση .
Εξαφανίζει την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση .
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν επί της από 19-04-2012 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./19-04-2012 αγωγής .
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης .
Δέχεται εν μέρει την αγωγή αυτή .
Αναγνωρίζει ότι η από 17-02-2012 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη .
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα , το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών ( 23.447,28 ) , με το νόμιμο τόκο υπερημερίας , για έκαστο επιμέρους κονδύλιο από αυτά που απαρτίζουν το παραπάνω χρηματικό ποσό , κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης , μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση .
Επιβάλλει εις βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας , το μετά την κατανομή προκύψαν μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας , το ύψος των οποίων προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ( 1.500,00 ) ευρώ
Κρίθηκε , αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε , σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του , στην Αθήνα την 21 Ιανουαρίου 2015 , χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους .