απόλυσηπροσβολή προσωπικότηταςΜονομελές Εφετείο Αθηνών 3036/2024

Περίληψη: Απόλυση με καταβολή αποζημίωσης υπολειπόμενης της νόμιμης. Ένσταση συγγνωστής πλάνης ως προς το ύψος της αποζημίωσης. Παραδεκτώς προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του εφετείου, κατ’ άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι ως υπεράσπιση κατά της έφεσης. Ισχυρισμός της εργοδότριας ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται στην πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων της. Κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Αναιρείται από την εικοσαετή συνεχή και πλήρη απασχόληση της εργαζόμενης στην επιχείρηση της εργοδότριας. Αρχή της ultima ratio. Σύμφωνα με τη διαπνέουσα το εργατικό δίκαιο αρχή της αναλογικότητας, όταν, προκειμένου να αποτραπεί η απόλυση, είναι δυνατή η συνέχιση της απασχόλησης του εργαζομένου στην ίδια θέση εργασίας, που κατέχει ή σε άλλη, με διαφορετικούς, όμως, (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης είναι εκείνος, που οφείλει να αναλάβει την πρωτοβουλία τροποποίησης των όρων εργασίας. Κρίθηκε ότι η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο επαχθέστερο δηλαδή για την εργαζόμενη μέτρο, παρά το ότι: α) ήταν δυνατή η απασχόλησή της με δυσμενέστερους όρους εργασίας, β) κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της διήγε το 60ο έτος της ηλικίας της, γ) δεν είχε άλλους πόρους – πλην της εργασίας της – για βιοπορισμό, δ) επέκειτο η συνταξιοδότησή της και ε) οι συνάδελφοί της, που απολύθηκαν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της εναγομένης ήταν νεότεροι σε ηλικία, καθιστούν άκυρη την καταγγελία, καθόσον παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Ένσταση έκπτωσης των αλλαχού κερδηθέντων. Από την άκυρη και καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εργαζόμενης και ιδίως του ανυπόστατου ισχυρισμού της εργοδότριας ότι η εργαζόμενη ασκούσε πλημμελώς τα καθήκοντά της, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη, καθώς η συμπεριφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθεί η προσωπικότητά της, διότι εθίγη η εργασιακή της επάρκεια, ενώπιον όλων των συναδέλφων της και επλήγη η τιμή και η υπόληψή της στο επαγγελματικό και κοινωνικό της περιβάλλον. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Απορρίπτεται επειδή μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, χωρίς την επίκληση και άλλων κρίσιμων περιστατικών, όπως η οικονομική δυσπραγία του εργοδότη, και αν ακόμη υποτεθεί αληθινή, δεν καθιστά την άσκηση των νομίμων αξιώσεων της εργαζόμενης αντίθετη στα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 18.462,64 Ευρώ. Υποχρεώνει την εργοδότρια να αποδέχεται τις υπηρεσίες της εργαζόμενης και της επιβάλλει χρηματική ποινή 100 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός απόφασης 3036/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Αλεξία – Ελένη Ντόρλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Αθηνών και από τον Γραμματέα Νικόλαο Καλαντζή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Φεβρουαρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………… του …………, κατοίκου Αθηνών, οδός …………  αρ. …, (ΑΦΜ …………), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βλαχόπουλο (AM ΔΣΑ 29922).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «………… Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………… αρ. …, (ΑΦΜ …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρανάσιο (AM ΔΣΑ 17693).

Η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 14-6-2021 (αρ. κατ. …/…/2021) αγωγή κατά της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης με την οποία ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τη με αριθμό 727/2023 οριστική απόφαση έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε η ενάγουσα εκκαλούσα με την από 26-11-2023 (αρ. κατ. …/…/2023) έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε με αρ. κατ. …/…/2023 για τη δικάσιμο, που αναφέρεται ανωτέρω. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου στην εν λόγω δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του δικαστηρίου τούτου εισάγεται προς συζήτηση η από 26-11-2023 (αρ. κατ. …/…/2023) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης – εκκαλούσας με την οποία προσβάλλεται η με αριθμό 727/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) επί της από 14-6-2021 (αρ. κατ. …/…/2021) αγωγής. Η έφεση, η οποία παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 στ. β’ 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.7 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, πριν από την άσκησή της προηγήθηκε επίδοση της εκκαλούμενης με επιμέλεια κάποιου από τους διαδίκους, ενώ από τη δημοσίευσή της εκκαλουμένης στις 17-7-2023 έως την άσκηση της έφεσης στις 26-11-2023 δεν έχει παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών. Επομένως, η ένδικη έφεση, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ως προελέχθη, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και εντός των ορίων των λόγων της (άρθ. 522 §1 και 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά, (άρθρ. 495 παρ. 3 τελ. εδ. ΚΠολΔ, όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), έχουν δε κατατεθεί από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθρο 61 παρ. 1 και 4 ν. 4139/2013).

Η ενάγουσα στην από 14-6-2021 (αρ. κατ. …/…/2021) αγωγή εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη, επιχείρηση εκδόσεων και οπτικοακουστικών μέσων την 1-10-2000, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα της καθαρίστριας, κατά τους όρους και αποδοχές, που αναλυτικώς αναφέρει στο δικόγραφο. Ότι απασχολήθηκε έως την 11-5-2021, οπότε η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, με αποτέλεσμα αυτή να είναι άκυρη. Ότι επιπροσθέτως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη ως καταχρηστική για τους ακόλουθους λόγους: α) διότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η ιδία διήγε το 60° έτος της ηλικίας της, χωρίς να διαθέτει άλλα εισοδήματα και β) λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της η εναγόμενη αρνούμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας και επομένως της οφείλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 12-5-2021 έως τον Δεκέμβριο του 2022 (πιθανή ημερομηνία συζήτηση της αγωγής), που ανέρχονται συνολικά στο ποσό των 27.968,52 ευρώ συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, αφαιρουμένου του ποσού, που της καταβλήθηκε ως αποζημίωση απόλυσης ύψους 5.698 ευρώ με συνέπεια να δικαιούται το ποσό των 22.270,52 ευρώ. Ότι επικουρικώς αν κριθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι έγκυρη, ζητά την καταβολή του υπολοίπου ποσού της αποζημίωσης απόλυσής της υπό την ανωτέρω ειδικότητά της, η οποία υπολογιζόμενη με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μηνός παροχής εργασίας και την προϋπηρεσία της ανέρχεται στο ποσό των 1.139,60 ευρώ. Τέλος, εκθέτει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόλυσή της την εξέθεσαν στο επαγγελματικό της χώρο με αποτέλεσμα να υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό μετά την παραδεκτή μερική μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό ζητά: α) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 11 Μαΐου 2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, 2) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης που τους συνδέει, από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με την ως άνω υποχρέωσή της να καταδικαστεί κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ, στην καταβολή χρηματικής ποινής ποσού 50.000 ευρώ, 3) Να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 22.270,52 ευρώ ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 12-5-2021 έως τον Δεκέμβριο του 2022 και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικώς στην περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας της έχει νόμιμα λυθεί ή ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της δεν είναι άκυρη: 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει την υπολειπόμενη αποζημίωση απόλυσης ποσού 1.139,60 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την ημεροχρονολογία της καταγγελίας, άλλως από την επίδοση της αγωγής και 2) να της χορηγήσει η εναγόμενη κατ’ άρθρο 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ πιστοποιητικό εργασίας και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με την ανωτέρω υποχρέωσή της να καταδικαστεί κατ’ άρθρο 946 παρ.1 ΚΠολΔ στην καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 10.000 ευρώ. Τέλος ζητούσε να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, (727/2023), αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος για την καταβολή χρηματικής ποινής εκ μέρους της εναγομένης σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με την υποχρέωση αποδοχής των υπηρεσιών της ενάγουσας, στη συνέχεια απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ως καταχρηστικής και λόγω μη καταβολής της πλήρους αποζημίωσης απόλυσης, και αφού έκρινε ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι έγκυρη, υποχρέωσε την εναγόμενη να χορηγήσει στην ενάγουσα κατ’ άρθρο 678 ΚΠολΔ πιστοποιητικό εργασίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεση για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η αγωγή της και να καταδικαστεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη στα δικαστικά της έξοδα.

Η ενάγουσα – εκκαλούσα με τον 5° λόγο έφεσης βάλλει κατά της εκκαλουμένης απόφασης, διότι, απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ποινής εκ μέρους της εναγομένης σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της με τη διάταξη της απόφασης, που θα εκδοθεί, να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, διότι για την εκτέλεση απόφασης, που υποχρεώνει τον εργοδότη να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο, όταν η απόλυση του τελευταίου είναι άκυρη τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη 946 ΚΠολΔ, η οποία προβλέπει καταδίκη του εργοδότη – εναγομένου για την περίπτωση άρνησης να απασχολήσει τον εργαζόμενο χρηματική ποινή έως 50.000 ευρώ υπέρ του τελευταίου, η δε χρηματική ποινή απαγγέλλεται και δεν απειλείται, όπως προβλέπει, αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ (ΑΠ 1167/1999, ΕφΑθ 315/2019 ΤΝΠ Νόμος).

Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες διαλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και εκτιμώνται αναλόγως του λόγου γνώσεως και του μέτρου αξιοπιστίας εκάστου αυτών, από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τα νέα έγγραφα, που παραδεκτώς προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατ’ άρθρ. 529 παρ. 1 ΚΠολΔ και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά το άρθρ. 529 παρ. 2 ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και να είναι αναγκαία η ειδική μνεία καθενός απ’ αυτά (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1684/2018, ΑΠ 472/2004 ΤΝΠ Νόμος) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγόμενη, που δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στο χώρο των εκδόσεων και οπτικοακουστικών μέσων, προήλθε από την μετατροπή της αρχικά ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………… Ο.Ε.» με τον διακριτικό τίτλο «…………» σε ανώνυμη, που έλαβε χώρα στις 8-7-2005. Η ενάγουσα προσελήφθη από την εναγόμενη (υπό τον προγενέστερο εταιρικό της τύπο) την 1η-10-2000 και όχι την 18η-10-2001 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα της καθαρίστριας με πλήρη απασχόληση επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και 8 ώρες ημερησίως, οι δε συμβατικές μηνιαίες αποδοχές της αρχικώς ανέρχονταν στο ποσό των 918, 68 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η πρόσληψη της ενάγουσας έγινε στις 18-10-2001 έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι σύμφωνα με υπ’. αρ. 0904319 «απόκομμα αναγγελίας ανακεφαλαιώσεως του ΙΚΑ», που προσκομίζει η εναγόμενη προκύπτει ότι η ενάγουσα – εργοδότρια υπό τον αρχικό εταιρικό τύπο της την ασφάλιζε στο ΙΚΑ από 1-10-2000. Επομένως ο 1ος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 1-11-2012 τροποποιήθηκε η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας και ακολούθησαν οι υπό χρονολογίες 9-10-2017 και 1-1-2018 τροποποιήσεις αυτής. Περί το έτος 2019 η οικονομική κατάσταση της εναγόμενης παρουσίασε ύφεση οφειλόμενη πρωτίστως στην εν γένει οικονομική κατάσταση της χώρας, η οποία επιδεινώθηκε με την πανδημία του Covid -19, που συνεχίστηκε μέχρι το έτος 2020. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τους ισολογισμούς εταιρικής χρήσης 2020 και 2021 και τις καταστάσεις αποτελεσμάτων των αντίστοιχων εταιρικών χρήσεων, που προσκομίζει η εναγόμενη από το έτος 2019 ο τζίρος της μειωνόταν σταθερά, όπως και η ακίνητη περιουσία της. Για τον λόγο αυτόν στις 7-5-2021 ο ………… ως μοναδικός μέτοχος και αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του συνόλου των ονομαστικών μετοχών της εταιρίας «…………» πώλησε και μεταβίβασε το σύνολο αυτών στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………». Μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικό πώλησης των μετοχών η έδρα της εναγομένης μεταφέρθηκε επί της οδού ………… αρ. …, επί ακινήτου αποτελούμενου από ημιυπόγειο, ισόγειο εμβαδού 200 τ.μ. περίπου και πατάρι εμβαδού 100 τ.μ. περίπου. Λόγω της προαναφερθείσας δυσχερούς οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η εναγόμενη οφειλόμενη όχι σε υπαιτιότητά της αλλά σε εξωγενείς παράγοντες (πανδημία covid 19) αποφάσισε στο πλαίσιο του διευθυντικού της δικαιώματος την αναδιάρθρωσή της και την περικοπή των δαπανών της με μείωση του μισθολογικού κόστους. Άλλωστε επί απόλυσης εργαζομένου, που επιβάλλεται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, που αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη όλα τα στοιχεία της επιχειρήσεώς του και της αγοράς (ΑΠ 397/2004, ΑΠ 351/2004 ΕΕργΔ 2004.1477, ΑΠ 279/1996 ΔΕΕ 1996.975, Εφθεσ 186/2003 Αρμ 2003.816). Στο πλαίσιο της ανωτέρω απόφασης η εναγόμενη προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, 17 εργαζομένων της, πλήρους απασχόλησης (ήτοι στις 11-5-2021 των …, … και …, στις 25-5-2021 των … και …, στις 6-9-2021 του …, στις 16-9-2021 του …, στις 2-10-2021 και 5-10-2021 των … και … αντίστοιχα, στις 22-12-2021 των …, … και …, στις 4-3-2022 των …, και …, στις 28-3-2022 των … και … και στις 13-4-2022 της ….) με αποτέλεσμα το προσωπικό της πλέον να αποτελείται από 19 άτομα έναντι 36 εργαζομένων, που το αριθμούσαν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης των μετοχών. Η εναγόμενη στο πλαίσιο της υλοποίησης του προγράμματος αναδιάρθρωσής της στις 11-5-2021 προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας καταβάλλοντάς της ως αποζημίωση το ποσό των 5.698 ευρώ. Το καταβληθέν ποσό υπολειπόταν του οφειλομένου ποσού αποζημίωσης κατά το ποσό των 1.239,60 ευρώ. Ειδικότερα λαμβάνοντας ως ημερομηνία πρόσληψης της ενάγουσας την 1-10-2000 και ημερομηνία απόλυσης την 11-5-2021, η αποζημίωση απόλυσης του εργατοτεχνίτη, υπολογίζεται στην κλίμακα 20 έως 25 έτη (χρόνος υπηρεσίας) δηλαδή καταβάλλεται αποζημίωση απόλυσης για 120 ημερομίσθια και όχι για 100, που είχαν αρχικά υπολογιστεί. Επομένως η αποζημίωση, που έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 6.837,60 ευρώ (120 ημερομίσθια X 48,84 μικτό ημερομίσθιο = 5.860,80 ευρώ X 1/6 για αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας = 6.837,60 ευρώ – 5.698,00 ευρώ καταβληθείσα αποζημίωση = 1.139,60 ευρώ). Η εναγόμενη – εφεσίβλητη παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι ως υπεράσπιση κατά της υπό κρίση έφεσης προβάλλει το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου τούτου τον ισχυρισμό περί συγγνωστής πλάνης του εργοδότη ως προς το ακριβές ποσό αποζημίωσης απόλυσης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της ενάγουσας ως αβάσιμου (ΑΠ 342/2009 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα η εναγόμενη ισχυρίζεται προς στοιχειοθέτηση της ανωτέρω ένστασης ότι από όλα τα εργασιακά έγγραφα της ενάγουσας είχε σχηματίσει την εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα προσλήφθηκε στην επιχείρησή της στις 18-10-2001 και ότι για πρώτη φορά της γνωστοποιήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι η ενάγουσα έχει στην κατοχή της έγγραφα, που αποδεικνύουν ότι η πρόσληψή της έλαβε χώρα την 1-10-2000. Η προταθείσα ένσταση περί συγγνωστής πλάνης πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και τούτο, διότι από πλήθος εγγράφων, ήτοι την από 18-10-2001 σύμβαση εργασίας της ενάγουσας και τις από 1-1-2012, 9-10-2017 και 9-10-2017 τροποποιήσεις αυτής, την από 18-10-2001 αναγγελία πρόσληψης της ενάγουσας στον Ο.Α.Ε.Δ., ακόμα και από το έντυπο της επίδικης καταγγελίας ως ημερομηνία πρόσληψης της ενάγουσας αναγραφόταν η 18η-10-2001. Μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης η ενάγουσα δεν διαμαρτυρήθηκε για την ακριβή ημερομηνία πρόσληψής της. Επομένως η εναγόμενη δικαιολογημένα είχε την εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα προσελήφθη από την εταιρία με την επωνυμία «………… Ο.Ε.» με τον διακριτικό τίτλο «…………» στις 18-10-2001 και για τον λόγο ακριβώς αυτό προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης. Εξάλλου, μόλις έλαβε γνώση του υπ’. αρ. …………  «αποκόμματος αναγγελίας ανακεφαλαιώσεως του ΙΚΑ», που είχε στην κατοχή της η ενάγουσα, από το οποίο αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη υπό τον αρχικό της εταιρικό τύπο ασφάλιζε την ανωτέρω εργαζόμενή της στο ΙΚΑ ήδη από 1-10-2000, κατέθεσε στις 14-10-2022 στον λογαριασμό, που τηρούσε η ενάγουσα στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» το υπόλοιπο ποσό της αποζημίωσης απόλυσης ήτοι το ποσό των 1.139,60 ευρώ. Επομένως η από 11-5-2021 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας δεν ήταν άκυρη λόγω της μη καταβολής πλήρους αποζημίωσης απόλυσης λόγω συγγνωστής πλάνης. Συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ομοίως έστω με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθρο 524 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων απορριπομένων ως αβάσιμων των αιτιάσεων της εκκαλούσας, που περιέχονται στον 2° (περ. 1.1, 1.2) λόγο έφεσης. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η από 11-5-2021 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας που έλαβε χώρα, όπως προειπώθηκε, για οικονομικοτεχνικούς λόγους, οφείλεται και στην πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων της ενάγουσας κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Η δε κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης αναφορικώς με το γεγονός αυτό, η οποία σύμφωνα με το με αρ. πρωτ. …………/19-10-2021 ετήσιο πίνακα προσωπικού της εναγομένης, προσελήφθη από την τελευταία μετά την 11-5-2021 δεν κρίνεται πειστική, διότι αντικρούεται από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία απασχολούταν στην εναγόμενη από το έτος 1999 έως το 2021 και έχει ιδίαν αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο παρείχε τις υπηρεσίες της η ενάγουσα, την εργασιακή της επάρκεια και την απόδοσή της, ενώ η μάρτυρας ανταπόδειξης φέρεται να προσλαμβάνεται και αναλαμβάνει καθήκοντα ως μέλος του Δ.Σ. της εναγομένης μετά την απόλυση της ενάγουσας. Ακολούθως ο ισχυρισμός ότι η ενάγουσα εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντα της δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα έγγραφο αποδεικτικό μέσο, αφού δεν προέκυψε ότι η διοίκηση ή όργανα της εναγομένης εξέφρασαν οποιοδήποτε παράπονο για την εργασιακή επάρκεια της ενάγουσας απευθύνοντας της οποιαδήποτε έγγραφη επίπληξη ή αναφορά. Εξάλλου ο ανωτέρω ισχυρισμός αναιρείται από την εικοσαετή συνεχή και πλήρη απασχόληση της ενάγουσας στην επιχείρηση της εναγομένης, καθ’ όσον σε περίπτωση, που τύγχανε βάσιμος η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας θα είχε γίνει προγενέστερα σε ανύποπτο χρόνο και δεν θα εντασσόταν στο πρόγραμμα μείωσης του μισθολογικού κόστους της εναγομένης. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας συνδέεται αιτιωδώς και με την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και τα σχετικά παράπονα της ενάγουσας – εκκαλούσας, που προβάλλονται με τον 2° (περ. 2.1, 2.2., 2.3 και 2.4) λόγο έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτά ως κατ’ ουσίαν βάσιμα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης. Επομένως από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο μόνος πραγματικός και όχι προσχηματικός, λόγος που συνδέεται αιτιωδώς με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι οικονομικής φύσεως, ήτοι η μείωση του μισθολογικού κόστους της εν λόγω επιχείρησης ενόψει της απρόβλεπτης συγκυρίας της πανδημίας του covid 19 και των δυσμενών συνεπειών, που αυτή επέφερε στη λειτουργία της. Επειδή, όμως, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης παραμένει το έσχατο μέσο (ultima ratio) αντιμετωπίσεως των προβλημάτων κάθε εργοδότη, προέχει ο έλεγχος της αντίθεσής της στα αντικειμενικά όρια, που καθιερώνει το άρθρο 281 Α.Κ. Ειδικότερα σύμφωνα με τη διαπνέουσα το εργατικό δίκαιο αρχή της αναλογικότητας, όταν, προκειμένου να αποτραπεί η απόλυση, είναι δυνατή η συνέχιση της απασχόλησης του εργαζομένου στην ίδια θέση εργασίας, που κατέχει ή σε άλλη, με διαφορετικούς, όμως, (δυσμενέστερους) όρους εργασίας, στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης είναι εκείνος, που οφείλει να αναλάβει την πρωτοβουλία τροποποίησης των όρων εργασίας. Αυτός φέρει το βάρος να προτείνει στον εργαζόμενο τη δυνατότητα εναλλακτικής απασχόλησης, που υπάρχει στην επιχείρηση, ώστε να αποτραπεί η καταγγελία της σύμβασης εργασίας με την επιλογή άλλων ηπιότερων και εξίσου αποτελεσματικών μέτρων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη – εργοδότρια έπρεπε ενεργώντας καλόπιστα πριν προβεί στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας να της προτείνει, εφόσον η τελευταία το αποδεχόταν, είτε τη μείωση του μισθού της, είτε την τροποποίηση των όρων της σύμβασής της, δηλαδή την μετατροπή της σύμβασης εργασίας της από πλήρους σε μερικής απασχόλησης. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι προτάθηκε στην ενάγουσα η τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας της, ώστε να μετατραπεί από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, αλλά η ενάγουσα δεν αποδέχθηκε την ανωτέρω πρόταση. Το ανωτέρω γεγονός το οποίο κατηγορηματικώς αρνείται η ενάγουσα, δεν αποδείχθηκε από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, όπως έγγραφη πρόταση τροποποίησης των όρων της σύμβασης εργασίας, δεδομένου ότι η σύμβαση μερικής απασχόλησης για να είναι έγκυρη πρέπει να περιβληθεί τον έγγραφο τύπο. Αλλά ούτε και η κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, που το επιβεβαιώνει κρίνεται πειστική, διότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής δεν θεωρείται εύλογο η ενάγουσα, που επί εικοσαετία και πλέον απασχολούταν στην ίδια εργοδότρια και ενώ της απέμειναν λίγα έτη υπηρεσίας πριν τη συνταξιοδότησή της (αφού είχε συμπληρώσει τον αναγκαίο αριθμό ενσήμων) και διήγε το 60° έτος της ηλικίας της, να προτίμησε τη λύση της απόλυσης και της αναζήτησης εκ νέου εργασίας από τη λύση της τροποποίησης των όρων της σύμβασης εργασίας της επί το δυσμενέστερο. Μάλιστα μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και αφού μεσολάβησε ένα μικρό χρονικό διάστημα η εναγόμενη προέβη στην πρόσληψη στη θέση της ενάγουσας άλλης εργαζόμενης με σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επομένως η απευθείας προσφυγή στην καταγγελία, στο επαχθέστερο δηλαδή για την ενάγουσα μέτρο, παρά το : α) ότι ήταν δυνατή η απασχόλησή της με δυσμενέστερους όρους εργασίας, β) κατά τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της διήγε το 60ο έτος της ηλικίας της, γ) δεν είχε άλλους πόρους – πλην της εργασίας της – για βιοπορισμό, δ) επέκειτο η συνταξιοδότησή της και ε) οι συνάδελφοί της, που απολύθηκαν στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της εναγομένης ήταν νεότεροι σε ηλικία, καθιστούν άκυρη την εν λόγω καταγγελία, ως μη γενόμενη, καθόσον παραβιάστηκε στην προκειμένη περίπτωση η αρχή της αναλογικότητας, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί αοριστίας, που πρόβαλε η εναγόμενη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε διαφορετικά, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως τα όσα ισχυρίζεται η ενάγουσα με τον 2° (περ. 3.1 και 3.2 και 5) λόγο έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτά ως ουσιαστικά βάσιμα, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης. Ακολούθως λόγω της ακυρότητας της από 11-5-2021 καταγγελίας για τους ανωτέρω λόγους δεν επήλθε η λύση της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας και συνακόλουθα η εργοδότριά της μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες της κατέστη υπερήμερη, χωρίς να απαιτείται η επίκληση και απόδειξη πρόσθετων περιστατικών, ήτοι η προσήκουσα και πραγματική εκ μέρους του εργαζομένου προσφορά των υπηρεσιών του, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Επομένως η εναγόμενη λόγω της υπερημερίας της υποχρεούται: α) να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας και β) να της καταβάλει τις αποδοχές (μισθούς) υπερημερίας κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 ΑΚ. Συνεπώς η ενάγουσα δικαιούται ως αποδοχές (μισθούς) υπερημερίας το συνολικό ποσό των 27.968,52 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11-5-2021 έως και τις 31-12-2022 (όπως αιτείται με το δικόγραφο της ένδικης αγωγής), ήτοι και για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα, αφού δεν αποδείχθηκε ότι έχει αρθεί η υπερημερία της εναγομένης με κάποιο νόμιμο τρόπο και οι αποδοχές υπερημερίας δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την ανωτέρω άκυρη καταγγελία (ΑΠ 524/2018, ΑΠ 597/2006 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δικαιούται αναλυτικά 830,28 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2021 {17ημερομίσθια από 12-5-2021 έως 31-5-2021 εκ ποσού 48,84 έκαστο (1.220,88 / 25)} + 8.546,16 ευρώ (1.220,88 ευρώ μηνιαίος μισθός X 7μήνες για αποδοχές υπερημερίας μηνών Ιουνίου έως και Δεκεμβρίου 2021) +1.271,74 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 (ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος με την αναλογία του επιδόματος αδείας: 1.220,88 X 1,04166) + 14.650,56 ευρώ (1.220,88 ευρώ X 12 μήνες για αποδοχές υπερημερίας μηνών Ιανουαρίου έως και Δεκεμβρίου 2022) + 763,12 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 (15 ημερομίσθια προσαυξημένα με την αναλογία του επιδόματος αδείας: 15 X 48,84 X 1,04166 = 763,12) + 1.271,74 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 ευρώ (ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος με την αναλογία του επιδόματος αδείας: 1.220,88 X 1,04166) + 634,92 ευρώ για επίδομα αδείας 2022 (13 ημερομίσθια X 48,84 = 634,92). Από το παραπάνω ποσό, όμως, των 27.968,52 ευρώ πρέπει να αφαιρεθεί, η κατ’ άρθ. 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης, ήτοι το ποσό των 5.698,00 ευρώ, που κατέβαλε η εναγόμενη στις 11 Μαΐου 2021 και το ποσό των 1.139,60 ευρώ, που, επίσης, κατέβαλε η εναγόμενη στις 14-10-2022 και συνολικώς το ποσό των 6.837,60 ευρώ, που αφαιρείται από τις αρχαιότερες οφειλές της εναγόμενης (άρθ. 422 Α.Κ.). Τούτο, διότι η ενάγουσα – εκκαλούσα καθ’ υποφοράν με την υπό κρίση αγωγή και τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου αφαιρεί από το σύνολο των οφειλομένων αποδοχών υπερημερίας το ανωτέρω χρηματικό ποσό και επομένως η ένταση συμψηφισμού, που παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 παρ.1 ΚΠολΔ πρότεινε η εναγόμενη αλυσιτελώς προβάλλεται. Επομένως, η εναγόμενη μετά την αφαίρεση του ανωτέρω ποσού οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα για αποδοχές υπερημερίας το ποσό των 21.130,92 ευρώ συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων Χριστουγέννων 2021 και 2022 και Πάσχα 2022 και του επιδόματος αδείας 2022 [αναλυτικά: 97,08 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2021 + 2.441,76 ευρώ (1.220,88 X 2 μήνες για ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2021) + 1.271,74 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 + 14.650,56 ευρώ (1.220,88 ευρώ X 12 μήνες για αποδοχές υπερημερίας μηνών Ιανουάριου έως και Δεκεμβρίου 2022) + 763,12 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 + 1.271,74 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 ευρώ + 634,92 ευρώ για επίδομα αδείας 2022]. Περαιτέρω η εναγόμενη – εφεσίβλητη παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 παρ.1 ΚΠολΔ με τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου επαναπροβάλλει την ένσταση έκπτωσης των αλλαχού κερδηθέντων ισχυριζόμενη ότι από το αιτηθέν με την ένδικη αγωγή ποσό των αποδοχών υπερημερίας πρέπει να εκπέσει κάθε τι, που η ενάγουσα ωφελήθηκε από την παροχή της εργασίας της σε άλλον εργοδότη υποβάλλοντας παράλληλα και αίτημα επίδειξης των εγγράφων, που έχει στην κατοχή της η ενάγουσα, ήτοι τις συμβάσεις απασχόλησής της με οποιανδήποτε νομική σχέση τις μηνιαίες εκκαθαρίσεις των αποδοχών της, έγγραφες γνωστοποιήσεις του π.δ. 156/1994 κ.λ.π., ώστε να εξεταστεί αν κατά το διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης η ενάγουσα παρείχε την εργασία της σε άλλον εργοδότη. Η ανωτέρω ένσταση η οποία είναι νόμιμη και θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 656 ΑΚ πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Τούτο, διότι σύμφωνα με την ομολογία της ενάγουσας, που περιέχεται στις κατατεθείσες ενώπιον του δικαστηρίου τούτου προτάσεις της αλλά και την με αρ. πρωτ. …………/7-6-2022 αναγγελία πρόσληψής της αλλά και τα από 17-10-2022 και 22-2-2024 αντίγραφα ατομικού λογαριασμού ασφαλισμένου του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι κατά το διάστημα από 7-7-2022 έως 31-12-2022 η ενάγουσα έλαβε από την παροχή της εργασίας της σε άλλον εργοδότη το συνολικό ποσό των 3.668,28 ευρώ το οποίο πρέπει να εκπέσει από τις αρχαιότερες οφειλές των αποδοχών υπερημερίας που οφείλει η εναγόμενη (άρθ. 422 Α.Κ.). Επομένως το συνολικό ποσό, που οφείλεται στην ενάγουσα μετά την αφαίρεση και το ανωτέρω ποσού ανέρχεται στο ποσό των 17.462,64 ευρώ [142,30 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 + 14.650,56 ευρώ (1.220,88 ευρώ X 12 μήνες για αποδοχές υπερημερίας μηνών Ιανουαρίου έως και Δεκεμβρίου 2022) + 763,12 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2022 + 1.271,74 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2022 ευρώ + 634,92 ευρώ για επίδομα αδείας 2022]. Το δε αίτημα της εναγομένης – εφεσίβλητης περί επίδειξης από την ενάγουσα των ανωτέρω εγγράφων αλυσιτελώς προβάλλεται καθόσον από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα του ατομικού λογαριασμού ασφαλισμένου του Ε.Φ.Κ.Α. προκύπτουν η χρονική περίοδος και οι ημέρες απασχόλησης της ενάγουσας κατά μήνα στην εναγόμενη , καθώς και οι ημέρες απασχόλησης της μετά τις 7-7-2022 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2022 σε άλλον εργοδότη. Επιπλέον, προέκυψε ότι από την άκυρη και καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, υπό τις προπεριγραφείσες περιστάσεις, και ιδίως του ανυπόστατου ισχυρισμού της εναγόμενης ότι η ενάγουσα ασκούσε πλημμελώς τα καθήκοντά της, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη, καθώς η συμπεριφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προσβληθεί η προσωπικότητά της, διότι εθίγη η εργασιακή της επάρκεια, ενώπιον όλων των συναδέλφων της και επλήγη η τιμή και η υπόληψή της στο επαγγελματικό και κοινωνικό της περιβάλλον, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας – εκκαλούσας ως αβάσιμων. Λαμβάνοντας δε υπόψη το είδος, την ένταση, και τις συνθήκες της ως άνω προσβολής, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε ένεκα αυτής η ενάγουσα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, το παρόν δικαστήριο, κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί σε αυτήν, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ, όπως αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ). Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε σιγή το ανωτέρω αγωγικό κονδύλιο – το οποίο ήταν ορισμένο και νόμιμο απορριπτομένων του ισχυρισμών της εναγόμενης περί του αντιθέτου – έσφαλλε και οι αιτιάσεις της ενάγουσας – εκκαλούσας που προβάλλονται με τον 3° λόγο έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες, όπως και ο σχετικός λόγος έφεσης. Επιπροσθέτως η εναγόμενη με τις προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας ισχυριζόμενη ότι η εργασιακή σχέση της ενάγουσας με την εναγόμενη έχει λυθεί νόμιμα αφ’ ενός μεν λόγω πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων της με αποτέλεσμα η αξίωση της ενάγουσας σε βάρος της για την καταβολή μισθών υπερημερίας να καθίσταται καταχρηστική, αφ’ ετέρου, διότι υπέγραψε το έντυπο της καταγγελίας χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την αληθινή ημερομηνία πρόσληψή της ούτε να επιφυλαχθεί να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της Ο ανωτέρω ισχυρισμός, όπως εκτιμάται από το δικαστήριο, κατά το πρώτο σκέλος του συνιστά άρνηση της εναντίον της εναγόμενης αγωγής, εφόσον με αυτόν βάλλει ουσιαστικά κατά των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν κατά νόμο την ιστορική της βάση αρνούμενη την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας την οποία θεωρεί έγκυρη και συνεπώς δεν αποτελεί ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, τα δε επικαλούμενα με το δεύτερο σκέλος αυτού ως άνω περιστατικά, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος της ενάγουσας, διότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, χωρίς την επίκληση και άλλων κρίσιμων περιστατικών, όπως η οικονομική δυσπραγία του εργοδότη, και αν ακόμη υποτεθεί αληθινή, δεν καθιστά την άσκηση των νομίμων αξιώσεων της ενάγουσας αντίθετη στα αξιολογικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ (Ολ. ΑΠ 7/2002 ΕλλΔ/νη 43.681, ΑΠ 1144/2000 ΕλλΔ/νη 42. 291). Επομένως ο 4ος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις και έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που πρόβαλλε η εναγόμενη πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά αβάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η από 11-5-2021 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες της ενάγουσας κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της να καταδικαστεί κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ σε χρηματική ποινή ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποδοχές (μισθούς) υπερημερίας το ποσό των 17.462,64 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, ήτοι οι μισθοί (υπερημερίας) που επιδικάζονται τοκοφορούν από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (άρθρο 655 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 124472001, ΕλλΔ/νη 2002. 167, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001. 456, ΔΕΝ 2001. 1361, ΕλλΔ/νη 2001. 1308), τα επιδόματα αδείας από την 31η Δεκεμβρίου του έτους, που το καθένα από αυτά όφειλε να καταβληθεί (βλ. ΟλΑΠ 39 και 40/2002, ΕΕργΔ 2002,1482 και 1478, αντίστοιχα), το επίδομα του δώρου εορτών Πάσχα οφείλεται από την πρώτη του μηνός Μαΐου του έτους, που αφορά και το επίδομα του δώρου εορτών Χριστουγέννων από την πρώτη Ιανουάριου του επόμενου έτους (ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002, 168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001, 456, ΔΕΝ 2001, 1361, ΕλλΔ/νη 2001, 1308) και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής έως ολοσχερούς εξόφλησης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν στην προκειμένη περίπτωση ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 26-11-2023 (αρ. κατ. …/…/2023) έφεση .

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθμό 727/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

ΚΡΑΤΕΙ την από 14-6-2021 (αρ. κατ. …/…/2021) αγωγή και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της υπόθεσης.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 11-5-2021 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες της ενάγουσας κατά τους όρους της εργασιακής της σύμβασης, διαφορετικά και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της προς την υποχρέωση αυτή καταδικάζει την εναγόμενη σε χρηματική ποινή ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (17.462,64 ευρώ) με τον νόμιμο τόκο από τότε, που κάθε επιμέρους κονδύλιο, με τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 10-7-2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies