Περίληψη:
Υπόθεση: Έφεση κατά απόφασης Πρωτοδικείου που απέρριψε αγωγή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και ηθική βλάβη λόγω πλασματικής ερημοδικίας (μη καταβολή δικαστικού ενσήμου). Η εκκαλούσα ζητούσε επιστροφή ποσού που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε αχρεωστήτως στον εφεσίβλητο, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από εργατική αγωγή που άσκησε εναντίον της.
Πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα ήταν μέτοχος εταιρίας που ίδρυσε ο πατέρας της και αργότερα ίδρυσε δική της εταιρεία. Απασχόλησε τον εφεσίβλητο βάσει σύμβασης δανεισμού από την πατρική εταιρεία. Κατέβαλε στον εφεσίβλητο συνολικά 30.876,50 ευρώ για παλαιές οφειλές, ενώ ισχυρίζεται ότι η πραγματική οφειλή ήταν μόνο 6.302,20 ευρώ. Ο εφεσίβλητος άσκησε εργατική αγωγή ζητώντας το ποσό των 6.302,20 ευρώ. Η εκκαλούσα άσκησε αγωγή για επιστροφή του υπερβάλλοντος ποσού και αποζημίωση, αλλά δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο.
Ζητήματα: 1) Εάν η έφεση είναι παραδεκτή παρά τη μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου κατά την άσκησή της, 2) Εάν η εκ των υστέρων καταβολή δικαστικού ενσήμου θεραπεύει το ελάττωμα της πλασματικής ερημοδικίας, 3) Εάν τα προσκομισθέντα έγγραφα αποδεικνύουν την καταβολή του ενσήμου κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης.
Κυριότερες διατάξεις που εφαρμόστηκαν: Άρθρα 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 περί δικαστικών ενσήμων, ν.δ. 1544/1942, άρθρο 495 ΚΠολΔ (άσκηση έφεσης), άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ (περιεχόμενο εφετηρίου), άρθρο 528 ΚΠολΔ (ανάλογη εφαρμογή), άρθρα 176, 183, 189, 191 §2 ΚΠολΔ (δικαστικά έξοδα), άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 4640/2019.
Η κρίση του δικαστηρίου: Το Εφετείο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη. Έκρινε ότι για την άρση της πλασματικής ερημοδικίας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, απαιτείται η καταβολή του ενσήμου κατά την άσκηση της έφεσης (κατά την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) και συγκεκριμένη επίκληση της καταβολής στο εφετήριο. Τα προσκομισθέντα από την εκκαλούσα έγγραφα (ηλεκτρονικά παράβολα με βεβαιώσεις άνευ ημερομηνίας) δεν απέδειξαν καταβολή του ενσήμου κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3155/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
16° ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Κορίτου, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διευθύνσεως του Εφετείου και από το Γραμματέα Νικόλαο Καλαντζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13.2.2025 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝ ΑΓΟΥΣΑΣ: …………………. του …………, κατοίκου …………… Αττικής, οδός ……………. αριθμ. ……… με ΑΦΜ …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Άγγελο Μπατουδάκη.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒλΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………….. του ………….., κατοίκου ……………… Αττικής οδός ………….. αριθμ. …… με ΑΦΜ …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Βλαχόπουλο.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 6.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./………../10.7.2017 αγωγή κατά του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού δίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. ………/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την ως άνω αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, διότι δεν είχε καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 17.2.2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ………./………./17.2.2020 και στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ………/………./19.2.2020, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 25ης.2.2021, οπότε ματαιώθηκε εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού covid-19 και με την υπ’ αριθμ. ……../2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με βάση τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 4790/2021, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως η δικάσιμος της 9ης.9.2021 για τη συζήτηση της έφεσης. Συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……./2022 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της εφέσεως. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 16.3.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../………./23.3-2022 κλήση της εκκαλούσας, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 16.11.2023, αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο με την προβλεπόμενη σειρά από το οικείο πινάκιο και τη συζήτηση αυτής οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν, και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 16.2.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../………../23.3.2022 κλήση νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 17.2.2020 έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ………./………./17.2.2020 και στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ……../………./19.2.2020 μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. ……./2022 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης κατά τη δικάσιμο της 9ης.9.2021.
Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓΠΟΗ/1912 “περί δικαστικών ενσήμων”, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς με το ν.δ.1544/1942, τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961 και ισχύει, ο ενάγων, εάν παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (κι όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 181/2023, ΑΠ 65/2022, ΑΠ 1461/2021, ΑΠ 1337/2011). Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας είναι η άρση της πιο πάνω παράλειψης με την εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους (ΑΠ 181/2023, ΑΠ 65/2022) κατά την άσκηση της έφεσης, κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ, δηλαδή κατά την κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση προσβάλλεται, πρέπει δε να γίνεται και συγκεκριμένη επίκληση της καταβολής με το εφετήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1461/2021), αφού, σε αντίθετη περίπτωση, δεν υφίσταται λυσιτελής λόγος έφεσης για να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν και να κριθεί βάσιμος (ΑΠ 1436/2023). Αν ο λόγος αυτός (περί γενομένης καταβολής του δικαστικού ενσήμου) κριθεί βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνισή της χωρεί, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 140/2023, ΑΠ 1436/2023, ΑΠ 65/2022, ΑΠ 951/2022, ΑΠ 1461/2021). Επομένως, η καταβολή του δικαστικού ενσήμου πρέπει να δηλώνεται στο δικόγραφο της έφεσης και δεν αρκεί η απλή μνεία στο εφετήριο της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το μη καταβληθέν ως άνω τέλος μέχρι ή κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου και η μεταγενέστερη, συνακόλουθα, επίκληση της καταβολής αυτού με τις προτάσεις του εκκαλούντος. Έτσι, η (κατά τα λοιπά) νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης μόνον όταν συνοδεύεται και με την καταβολή του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου, συνεπάγεται την εξαφάνιση, όπως αναφέρθηκε, της πρωτόδικης απόφασης και νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1436/2023, ΑΠ 964/2020) [Για όλα τα παραπάνω ΑΠ 409/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Με την από 6.7.2017 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι για κάποια έτη ήταν μέτοχος της εταιρείας «………… ΑΒΕΕ», την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της, ………………. καθώς και ότι από τα τέλη του 2011 η ως άνω εταιρεία άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, με συνέπεια να καθυστερεί στην καταβολή των μισθολογικών της υποχρεώσεων, όσον αφορά, δε, τον εναγόμενο είχε δημιουργηθεί χρέος ύψους 6.302,20 ευρώ, που αφορούσε μέρος από τους δεδουλευμένους μισθούς του χρονικού διαστήματος Δεκεμβρίου 2011 έως Οκτωβρίου 2012. Ότι το 2013 αποφάσισε να αυτονομηθεί και, την 7η·8.2013, ίδρυσε τη μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία «…………. ΜΑΕ», η οποία είχε παρόμοιο αντικείμενο εταιρικού σκοπού με την «………… ΑΒΕΕ». Ότι απασχόλησε τον εναγόμενο από τον Οκτώβριο του 2014 μέχρι και το Δεκέμβριο του 2015 στην «…………. ΜΑΕ», βάσει σύμβασης δανεισμού του από την «………… ΑΒΕΕ» στην «…………. ΜΑΕ». Ότι, όταν, περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2015, του ανακοίνωσε ότι με τη λήξη της σύμβασης δανεισμού θα σταματούσε να τον απασχολεί, εκείνος, από λόγους εκδικητικότητας, στράφηκε, ψευδώς και δολίως, δικαστικά τόσο εναντίον της προσωπικά όσο και κατά των δύο ανωτέρω εταιρειών, με την από 17.10.2016 αγωγή του, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία, μεταξύ άλλων, ζητούσε να υποχρεωθούν άπασες οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενες, να του καταβάλουν το ανωτέρω ποσό των 6.302,20 ευρώ, το οποίο, κατά τους αγωγικούς του ισχυρισμούς, εξακολουθούσαν να του οφείλουν. Ότι η ίδια, κατόπιν αιτήματος του πατέρα της, που απεβίωσε αιφνίδια το Δεκέμβριο του 2014, κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 30.876,50 ευρώ. Ότι ο πατέρας της της είχε ζητήσει να καταβάλει στον εναγόμενο το ανωτέρω ποσό (των 30.876,50 €) ευρισκόμενος σε πλάνη, πλην όμως η πραγματική οφειλή της «………. ΑΒΕΕ» προς τον εναγόμενο ανερχόταν μόλις στο προαναφερθέν ποσό των 6.302,20 ευρώ. Ότι, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα της, η ενάγουσα κατέβαλε στον εναγόμενο το ως άνω συνολικό ποσό των 30.876,50 ευρώ, με τις αναλυτικά παρατιθέμενες στην αγωγή καταβολές της, που έλαβαν χώρα από 10.3.2014 έως και 16.10.2015. Ότι οι καταβολές αυτές δεν αφορούσαν ούτε την τότε τρέχουσα μισθοδοσία του εναγόμενου ούτε τυχόν εξοδολόγιά του, αφού για τα ποσά αυτά γίνονταν αυτοτελείς καταθέσεις, αλλά, αντίθετα, κάλυπταν αποκλειστικά προγενέστερες, δεδουλευμένες μισθολογικές του αξιώσεις. Ότι, βάσει των ανωτέρω, η ενάγουσα κατέβαλε αχρεωστήτως στον εναγόμενο συνολικό ποσό (30.876,50€ – 6.302,20€=) 24.574,30 ευρώ, δεδομένου ότι η μόνη προς αυτόν οφειλή της «………… ΑΒΕΕ», την οποία, κατόπιν αιτήματος του πατέρα της, του κατέβαλε, ανερχόταν στο ποσό των 6.302,20 ευρώ, ενώ το υπερβάλλον ποσό των 24.574,30 ευρώ του το κατέβαλε άνευ νομίμου αιτίας. ‘Οτι, δολίως και κατά παράβαση των χρηστών ηθών, ο νυν εναγόμενος με την προαναφερθείσα εργατική αγωγή του ζητεί από την ενάγουσα να του καταβάλει τα αιτούμενα με αυτήν ποσά, ενώ, με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα, τούτος όχι μόνο είχε εξοφληθεί στο ακέραιο, αλλά, επιπλέον, της όφειλε -ως αχρεωστήτως καταβληθέν- το παραπάνω ποσό των 24.574,30 ευρώ. Ότι από τη συζήτηση της ως άνω εργατικής αγωγής του νυν εναγόμενου η ενάγουσα υπέστη αφόρητη στεναχώρια, γιατί δεκάδες δικηγόροι και διάδικοι άλλων υποθέσεων έλαβαν γνώση του περιεχομένου της εν λόγω αγωγής, το οποίο ήταν συκοφαντικό για την ενάγουσα, δεδομένου ότι την εμφάνιζε στους ανωτέρω, που έλαβαν γνώση αυτού, ως αφερέγγυα και ασυνεπή εργοδότη, που δήθεν όφειλε δεδουλευμένες αποδοχές στο νυν εναγόμενο, δηλ. ως κακόπιστη οφειλέτη, ενώ εκείνος γνώριζε ότι το περιεχόμενο αυτό της αγωγής και τα αιτήματά της δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι δεν του οφειλόταν ούτε ένα ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε να καταδικαστεί ο εναγόμενος να της καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 24.574,30 ευρώ εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 6.000 ευρώ ως αποζημίωση της ηθικής της βλάβης, καθώς και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 16239/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενη πλασματική ερημοδικία της ενάγουσας, λόγω μη καταβολής του προβλεπόμενου από το νόμο αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, κατ’ άρθρο 42 παρ.1 του ν. 4640/2019 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 ν. ΓΠΟΗ/1912, 7 παρ. 1 του ν.δ. 1544/1942, 237 παρ. 1 εδ. γ’ και 272 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ήδη με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της, επικαλούμενη με αυτόν θεραπεία του τυπικού ελαττώματος της μη καταβολής του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου, και ζητεί να εξαφανισθεί η πληττόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολο της η από 6.7.2017 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./………../10.7.2017 αγωγή της.
Η υπό κρίση από 17.2.2020 έφεση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ………../………./17.2.2020, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ………/………./19.2.2020 κατά της υπ’ αριθμ. 16239/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε ερήμην της ενάγουσας (πλασματική ερημοδικία λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου), κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του Ν. 3994/2011 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 72 §13 του ιδίου νόμου), έχει, δε, ασκηθεί νομοτύπως, με την κατάθεση της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρ. 495 §§1, 2 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως (άρθρα (άρθρα 144 §1, 495 §§1,2, 498, 499, 511, 513 §1β, 516 §1, 517, 518§1 ΚΠολΔ), διότι κατατέθηκε στις 17.2.2020 (βλ. την πράξη καταθέσεως ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας ενέργειας των τριάντα ημερών, η οποία εκκίνησε από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 20.1.2020 (βλ. την από 20.1.2020 δια σφραγίδας επισημείωση του επιδώσαντος δικαστικού επιμελητή Κωνσταντίνου Λεράκη επί της εκκαλουμένης, αντίγραφο της οποίας προσκομίζει η εκκαλούσα -σχετ Ι αυτής), ήτοι εκκίνησε στις 21.1.2020. Εξάλλου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο Δημόσιο Ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής, κατ’ άρθρο 495 §3 Α περ. β’ ΚΠολΔ (σχετ. το με κωδικό …………………. e-Παράβολο, η κατάθεση του οποίου βεβαιώνεται στην από 17.2.2020 έκθεση καταθέσεως της κρινόμενης έφεσης σε συνδ. με την από 17.2.2020 βεβαίωση πληρωμής της τράπεζας με την επωνυμία «……………… ΑΕ»). Η άσκηση όμως της ένδικης εφέσεως δεν συνοδεύεται με την εμπρόθεσμη καταβολή του αναλογούντος για το αντικείμενο της αγωγής δικαστικού ενσήμου, η οποία έπρεπε να είχε λάβει χώρα μέχρι την κατάθεση της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (17.2.2020). Ειδικότερα η εκκαλούσα με τις από 12.2.2025 προτάσεις της επικαλείται ότι προσκομίζει για την απόδειξη καταβολής του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, συνολικού ποσού 323,84 ευρώ τα με κωδικό ……………… και …………………….. e – παράβολα και τα σχετικά γραμμάτια εξόφλησης μέσω της, ………………… ΑΕ, πλην όμως από τη μελέτη της δικογραφίας δεν προέκυπτε η προσκόμιση των επικαλούμενων γραμματίων εξόφλησης. Ακολούθως κατόπιν ειδοποίησης του πληρεξούσιου δικηγόρου της εκκαλούσας, στις 19.5.2025, να προσκομίσει τα επικαλούμενα γραμμάτια είσπραξης, αντ’ αυτών ο τελευταίος προσκόμισε τις, άνευ ημερομηνίας, βεβαιώσεις της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης περί δέσμευσης των ως άνω εκδοθέντων ηλεκτρονικών παραβολών. Από την επισκόπηση των τελευταίων προκύπτει ότι αυτά έχουν καταληκτική ημερομηνία πληρωμής την 8η.11.2021, ενώ καθ’ ο μέρος αφορά τις προαναφερόμενες βεβαιώσεις περί δέσμευσης των ως άνω ηλεκτρονικών παραβολών, όπως προεκτέθηκε, αυτές δεν φέρουν ημερομηνία έκδοσης. Κατόπιν τούτων από τα προσκομισθέντα έγγραφα προς θεμελίωση του μοναδικού λόγου εφέσεως, δεν αποδείχθηκε ότι είχε καταβληθεί το προσήκον δικαστικό ένσημο κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση έφεσης, με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (17.2.2020), ώστε η (κατά τα λοιπά) νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση της υπό κρίση έφεσης να οδηγήσει στην εξαφάνιση, όπως αναφέρθηκε, της εκκαλουμένης απόφασης και στη νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 §3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τον τελευταίο σχετικό αίτημα με τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του με βάση την αρχή της ήττας κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 183, 189, 191 §2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 17.2.2020 έφεση, που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό εκθέσεως καταθέσεως και προσδιορισμού ………/………./19.2.2020 κατά της υπ’ αριθμ. ………/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει το ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων στις 16.6.2025.