Τελευταία ενημέρωση: 14 Οκτωβρίου 2022

Περίληψη: Πιστοποιητικό υγείας. Απαιτείται για τους μισθωτούς που έρχονται σε άμεση επαφή με τρόφιμα και ποτά ή με τους καταναλωτές τους, όπως οι σερβιτόροι. Έλλειψή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, η οποία ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Οι αποδοχές αδείας, καθώς και τα επιδόματα αδείας και εορτών καταβάλλονται και στους απασχολούμενους με απλή σχέση εργασίας. Νόμιμη προσαύξηση για εργασία κατά τις νύχτες. Υπολογισμός αμοιβής. Στοιχεία για το ορισμένο της ένστασης εξόφλησης που προτείνει ο εναγόμενος εργοδότης. Απαιτείται να μνημονεύσει επακριβώς τον χρόνο, την αιτία και το ποσό κάθε επιμέρους καταβολής. Υποχρέωση χορήγησης έγγραφης εξοφλητικής απόδειξης των αποδοχών του μισθωτού. Δεν αρκεί να διαλαμβάνεται, κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνον απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επιμέρους ποσά, που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας, που απαγορεύει τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών. Ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού). Για το ορισμένο αυτής πρέπει να αναφέρεται η καταρτισθείσα, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία περί καταλογισμού, το ακριβές περιεχόμενό της, ο τρόπος καταβολής της κάθε αξίωσης, το χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορά, αλλά και οι αιτίες καταβολής του οφειλομένου χρηματικού ποσού. Επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών. Η εναγομένη οφείλει να χορηγήσει στους ενάγοντες πιστοποιητικό εργασίας, με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης. Δέχεται την έφεση των εργαζόμενων. Τους επιδικάζει το συνολικό ποσό των 9.176,40 Ευρώ.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 3568/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παναγιώτα Διακουμάκου, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 15 Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. ………… του ………….., με ΑΦΜ ………. και 2. …………….. του …………, με ΑΦΜ …………., κατοίκων αμφοτέρων Αθηνών, οδός ………. αρ. ……, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Βλαχόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. αρ. …. και …….. αρ…. (……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία  εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντίνα Φουντέα.

Οι ενάγοντες …………… και ………….., με την από 20-5-2016 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ……../20-5-2016 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου …../20-5-2016 εναντίον της εναγόμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτή.

Το Δικαστήριο εκείνο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1745/2017 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 16-11-2017 έφεσή τους, που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ………/17-11-2017 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης ………./17-11-2017, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 19-2-2019 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 16-11-2017 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ……../17-11-2017 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …………/17-11-2017 έφεση των πρωτοδίκως εναγόντων που ηττήθηκαν εν μέρει στη δίκη, κατά της υπ’ αριθ. ……/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρ. 614 επ. επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα, [άρθρα 591 παρ. 1 εδ. α’ , σε συνδ. με άρ. 495 παρ. 1, 2 όπως οι ως άνω διατάξεις ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015), ως εκ του χρόνου άσκησης της έφεσης (17-11-2017) σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του οποίου οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591- 645 εφαρμόζονται για τα κατατεθειμένα από την 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, 511, 513 παρ. 1 εδ. α’ στοιχ. β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’ και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ,] και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17-11-2017, ήτοι εντός της προβλεπομένης υπό του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ (ως ισχύει), καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών, από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 10-10-2017, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης.

Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά η έφεση προς συζήτηση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο. 72 του ίδιου νόμου), πρέπει (η έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (και ειδικότερα των εργατικών διαφορών, άρ. 614 επ. ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4055/2012, δεν χρειάζεται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που είχε προστεθεί με τον ανωτέρω νόμο, ήδη δε με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής.

II. Οι ενάγοντες …………. και ………….., με την από 20-5-2016 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ………./20-5-2016 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου ………/20-5-2016 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν ότι, προσελήφθηκαν από την εναγόμενη εταιρεία, ο πρώτος στις 8 Ιουλίου 2014 και ο δεύτερος στις 26 Δεκεμβρίου 2014, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως σερβιτόροι στο υπό της εναγομένης εκμεταλλευόμενο εστιατόριο ταϊλανδέζικης κουζίνας, ευρισκόμενο επί της οδού ……….., αριθμ. ……. και ….., αριθμ. …, στην Αθήνα, αρχικά επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (από Τρίτη έως Σάββατο) και κατά πλήρες ωράριο, έναντι ημερομισθίου, ίσου με το εκάστοτε τεκμαρτό ημερομίσθιο των σερβιτόρων, με βάση τη σχετική ασφαλιστική κλάση του Ι.Κ.Α., ήτοι, κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, 34,69 Ευρώ. Ότι τις ως άνω υπηρεσίες τους προσέφεραν στην εναγόμενη μέχρι και 9-10-2015 οπότε οι συμβάσεις εργασίας τους λύθηκαν λόγω της εκ μέρους τους καταγγελίας αυτών. Με την επίκληση της ανωτέρω σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, οι ενάγοντες ζήτησαν, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου και για τους διαλαμβανόμενους σε αυτό λόγους, [Α] να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρεία με απόφαση, η οποία να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, [1] να καταβάλει κυρίως μεν δυνάμει ενδοσυμβατικής ευθύνης, απορρέουσας από τις ειδικότερα εκτιθέμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, άλλως δε και όλως επικουρικά, σε περίπτωση ακυρότητας τούτων, δυνάμει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων των άρθρων 904 επ.ΑΚ, για οφειλόμενα επιδόματα εορτών-αδείας και μη καταβληθείσες αποδοχές αδείας, καθώς επίσης ως προσαύξηση λόγω απασχόλησης αμφοτέρων κατά την Κυριακή αλλά και τη νύχτα, ήτοι από ώρα 22.00 έως ώρα 02.00 πρωινή, το συνολικό ποσό των 5.979,55 ευρώ στο μεν πρώτο εξ αυτών και των 3.677,91 ευρώ στο δεύτερο εξ αυτών, όπως τα ανωτέρω ποσά αναλύονται λεπτομερώς στο οικείο δικόγραφο, τόσο στο ιστορικό όσο και στο αιτητικό αυτού, έκαστο δε των επιμέρους, εμπεριεχόμενων στα ως άνω συνολικά ποσά κονδυλίων με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη που καθένα εξ αυτών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς επίσης [2] να υποχρεωθεί η εναγομένη να χορηγήσει σε έκαστο των εναγόντων το κατ’ άρθρο 678 ΑΚ πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας καθενός εξ αυτών, απειλούμενης σε βάρος της εναγόμενης χρηματικής ποινής, ύψους 500,00 ευρώ, για εκάστη ημέρα μη συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της εκδοθησόμενης απόφασης, ενώ, τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση αφού έκρινε ότι η αγωγή, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισήχθη ενώπιον του ενόψει της κατ’ άρθρα 218 παρ.1, 591, 614 περ.3 και 621 επ. ΚΠολΔ αντικειμενικής σώρευσης στο οικείο δικόγραφο δύο βάσεων, εκ των οποίων η μία τυγχάνει μη αποτιμητή εις χρήμα, για να εκδικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (αρθ.614 περ.3 και 621 επ.ΚΠολΔ), και ότι ήταν αρκούντως ορισμένη τόσο κατά την κύρια βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, όσο και κατά την επικουρική αυτής βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού των άρθρων 904 επ.ΑΚ καθόσον, όπως έκρινε περιείχε όλα τα απαιτούμενα κατ’ άρθρα 216 παρ.1, 591, 614 περ.3 και 621επ.ΚΠολΔ θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, και ότι είναι νόμιμη (η αγωγή), πλην του αγωγικού κονδυλίου για επιδίκαση σε έκαστο των εναγόντων προσαύξησης λόγω της απασχόλησής τους κατά την Κυριακή, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο με την ειδικότερη αιτιολογία ότι δεν αξιώνεται κατά την κύρια τουλάχιστον αγωγική βάση δυνάμει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων των άρθρων 904 επ. ΑΚ, ερευνώντας περαιτέρω την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής και αφού απέρριψε την περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος ένσταση της εναγομένης προεχόντως ως μη νόμιμη, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει [Α] στον πρώτο ενάγοντα [1] δώρο Πάσχα έτους 2015, ποσού τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών(353,40), [2] αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015, – ποσού τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (389,46), [3] αποδοχές αδείας έτους 2015, ποσού τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (471,20) και [4] επίδομα αδείας έτους 2015, ποσού τριακοσίων έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (306,28), ενώ [Β] στο δεύτερο ενάγοντα [1] δώρο Πάσχα έτους 2015, ποσού τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (353,40) και [2] αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015, ποσού τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (389,46), έκαστο δε των ανωτέρω επιμέρους κονδυλίων με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη που καθένα εξ αυτών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, καθώς επίσης [Γ] στον πρώτο ενάγοντα για νυχτερινή εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 1-01-2015 έως 9-10-2015, το ποσό των οκτακόσιων πενήντα οκτώ (858,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη που έκαστο επιμέρους, εμπεριεχόμενο στο ως άνω συνολικό ποσό, κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Επίσης υποχρέωσε την εναγομένη να χορηγήσει σε έκαστο των εναγόντων πιστοποιητικό εργασίας στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας εκάστου των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι εκκαλούντες και με την υπό κρίση έφεσή τους ως προς τις βλαπτικές γι’ αυτούς διατάξεις, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση έτσι ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 20-5-2016 αγωγή.

III. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων οι οποίοι εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στο απομαγνητοφωνημένο κείμενο των τηρούμενων με φωνοληψία ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης αυτού και οι οποίες εκτιμώνται ανάλογα με το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας των εξετασθέντων, από όλα τα έγγραφα τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς ωστόσο να παραλειφθεί κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς αλλά και από τις κατ’ άρθρα 261, 591παρ.1 και 663επ.ΚΠολΔ εκατέρωθεν συναγόμενες ομολογίες των διαδίκων μερών, καθ’ ο μέρος ουδείς εξ αυτών δεν αμφισβητεί γενικώς ή ειδικώς την αλήθεια των επικαλούμενων από τον αντίδικό του ισχυρισμών, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη – εναγομένη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «……………» , η οποία διατηρεί στην Αθήνα και επί των οδών ……… αρ. ….. και ……….. αρ…. κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ήτοι εστιατόριο ταϊλανδέζικης κουζίνας, προσέλαβε τους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με ατομικές συμβάσεις εργασίας προκειμένου να απασχολήσει έκαστο εξ αυτών με εξαρτημένη εργασία στην επιχείρησή της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη με ημερομηνίες 8-7-2014 και 26-12-2014 ατομικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες αμφότερες φέρουν τις υπογραφές των εναγόντων, η εναγομένη προσέλαβε τον πρώτο ενάγοντα …………. στις 8-7-2014 με ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, με ημερομηνία έναρξης της σύμβασης στις 8-7-2014 για πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση επί τριάντα ώρες εβδομαδιαίως, με ωράριο ημερήσιας απασχόλησης από Τρίτη έως Σάββατο από ώρα 20:00 έως 02:00, με την ειδικότητα του βοηθού σερβιτόρου, έναντι καταβαλλομένου ημερομισθίου ποσού 23, 56 ευρώ και το δεύτερο ενάγοντα (αδελφό του πρώτου), ……….., στις 26-12-2014 με ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, με ημερομηνία έναρξης της σύμβασης στις 26-12-2014 για πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση επί δέκα οκτώ ώρες εβδομαδιαίως, με ωράριο ημερήσιας απασχόλησης από Παρασκευή έως και Κυριακή από ώρα 20:00 έως 02:00, με την ειδικότητα του βοηθού σερβιτόρου, έναντι καταβαλλομένου ημερομισθίου ποσού 23, 56 ευρώ. Οι ενάγοντες προσέφεραν τις ανωτέρω υπηρεσίες τους στην εναγομένη μέχρι και 9-10-2015, οπότε αμφότεροι προέβησαν σε οικειοθελή αποχώρηση εκ της εργασίας τους, με έγκυρες καθόλο το χρονικό διάστημα απασχόλησής τους συμβάσεις εργασίας, δεδομένου ότι αμφότεροι, ως απασχολούμενοι σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας υπηρεσίες προς το κοινό και ερχόμενοι σε άμεση επαφή με τον καταναλωτή τροφίμων ή ποτών, ήταν εφοδιασμένοι και κατείχαν ως όφειλαν με το προβλεπόμενο από την Υπουργική απόφαση Υ1γ/Γ.Π/οικ 35797/4-4-2012 (Φ.Ε.Κ. 1199/11-4-2012, τ. Β’), από 25-5-2012 και με διάρκεια ισχύος πέντε (5) ετών πιστοποιητικό υγείας (βλ. σχ. τα προσκομιζόμενα από 25-5-2012 πιστοποιητικά υγείας), απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας των εναγόντων, που προτάθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι αν και οι συμβάσεις εργασίας αμφοτέρων των εναγόντων, χαρακτηρίστηκαν από την εναγομένη και αναγγέλθηκαν αρμοδίως ως συμβάσεις μερικής απασχόλησης βοηθών σερβιτόρων, οι ενάγοντες καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα απασχόλησής τους απασχολήθηκαν από την εναγομένη με πλήρη πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση από Τρίτη-έως και Σάββατο πλην Δευτέρας, ημέρα κατά την οποία το κατάστημα της εναγομένης ήταν κλειστό αλλά και τις Κυριακές και επί οκτώ ώρες ημερησίως ήτοι από ώρα 18:00 μ.μ έως και ώρα 02:00 π.μ, όπως με σαφήνεια και μετά λόγου γνώσης κατέθεσε η εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγόντων και η κατάθεση της οποίας κρίνεται ειλικρινής μη αμφισβητούμενη βάσιμα από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον ο μάρτυρας αυτός δεν είχε άμεση αντίληψη περί των συνθηκών εργασίας των εναγόντων δεδομένου ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη ενώ είχαν αποχωρήσει από την εργασία τους οι ενάγοντες. Συνεπώς σύμφωνα με τον Ν.1082/1980 και την απόφαση 19040/1981 Υπ. Οικονομικών και Εργασίας ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ (ΔΩΡΑ) ΕΟΡΤΩΝ (ΦΕΚ 742 τ. Β/9-2-1981) οι ενάγοντες ως απασχολούμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου πλήρους απασχόλησης και αμειβόμενοι με ημερομίσθιο δικαιούνταν για το ανωτέρω χρονικό διάστημα απασχόλησης τους: α) Επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ίσο με 25 ημερομίσθια, β) Επίδομα εορτών Πάσχα, ίσο με 15 ημερομίσθια. Τα ανωτέρω επιδόματα, δικαιούνταν στο ακέραιο εφ’ όσον η σχέση εργασία τους ως μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1ης Μαίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, ενώ από τους ανωτέρω μισθούς, αν η σχέση εργασίας τους με τον υπόχρεο στην καταβολή του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εργοδότη, δεν διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούνταν: α) Σαν επίδομα εορτών Χριστουγέννων, ποσό ίσο με 2/25 του μηνιαίου μισθού ή δύο (2) ημερομίσθια, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεώς τους και β) Σαν επίδομα εορτών Πάσχα ποσό ίσο με 1/15 του μισθού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο, ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως τους, μέσα στις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Για χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου, αντίστοιχα δικαιούνταν ανάλογο κλάσμα. Βάση υπολογισμού των ανωτέρω αποδοχών αποτελούν οι καταβαλλόμενες αποδοχές που πραγματικά καταβάλλονταν από την εναγομένη στους ενάγοντες κατά την 10η Δεκεμβρίου (ως προς το δώρο Χριστουγέννων) και την 15ην ημέρα πριν από το Πάσχα (ως προς το επίδομα Πάσχα) και οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκαν ότι ανέρχονταν στο ποσό των 34, 69 ευρώ ημερησίως. Η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το ανωτέρω αποδειχθέν ποσό ημερομισθίου των εναγόντων ενισχύεται από την κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια των ίδιων των εναγόντων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αναφέρει σε ερώτηση του Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος των αποδοχών τους ότι έπαιρναν αυτό που τους είπαν από το ΙΚΑ………  το τεκμαρτό 30 ευρώ στο χέρι την ημέρα (ιδ. σελ. 6 των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη παρακτικών συνεδριάσεως) και δεν αναιρείται βάσιμα από το γεγονός ότι στις ατομικές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων η εναγομένη προσδιόρισε το ποσό του ημερομισθίου τους σε 23, 56 ευρώ, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά συντάχθηκαν με δική της επιμέλεια και προκειμένου να συμμορφωθεί στις νομικές υποχρεώσεις της έναντι της αρμόδιας επιθεώρησης εργασίας. Συνεπώς οι ενάγοντες δικαιούνταν για το ανωτέρω διάστημα απασχόλησής τους τα παρακάτω ποσά: Α) Ο ενάγων …….: Για το έτος 2014 ως μισθωτός που η σχέση του με τον εργοδότη δεν διήρκησε ολόκληρο το χρονικό διάστημα (από 1/5 έως και 31/12), τμήμα του δώρου ανάλογο με τη χρονική διάρκεια της εργασιακής του σχέσης και ειδικότερα για το έτος 2014 ο ενάγων ο οποίος προσλήφθηκε στις 8-7-2014 αμειβόμενος με ημερομίσθιο ποσού 34, 69 ευρώ δικαιούνταν για το έτος 2014: i) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2014 το ποσό των 669,46 ευρώ [2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι 176 ημερολογιακές ημέρες (από 8-7-2014 έως 31-12-2014) : 19 X 2 X 34,69 = 642, 68 ευρώ + προσαύξηση επιδόματος αδείας 26,78 ευρώ (642, 68 ευρώ X 0,04166 = 26,78 ευρώ) = 669, 46 ευρώ], ii) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015, οπότε και αποχώρησε από την εργασία του στις 9-10-2015 το ποσό των 612, 39 ευρώ [2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι 161 ημερολογιακές ημέρες (από 1-5-2015 έως 9-10-2015 ): 19 X 2 X 34,69 ευρώ = 587,90 ευρώ + προσαύξηση επιδόματος αδείας 24,49 ευρώ (587,90 ευρώ X 0,04166 = 24,49 ευρώ) = 612, 39 ευρώ]. Επίσης για το έτος 2015 και εφόσον η εργασιακή σχέση του διήρκεσε κατά το έτος αυτό όλη τη χρονική περίοδο που υπολογίζεται το δώρο Πάσχα ήτοι από την 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου 2015 (ημερομηνία καταγγελίας και λύση της σχέσης εργασίας 9-10-2015) δικαιούται να λάβει 15 ημερομίσθια ως αμειβόμενος με ημερομίσθιο, προσαυξημένα με την αναλογία του επιδόματος αδείας (0,04166) ήτοι το ποσό των 542,02 ευρώ [ 520,35 ευρώ (15 X 34,69 ευρώ = 520,35 ευρώ) + 21,67 (520,35 ευρώ X 0,04166 = 21,67 ευρώ) = 542, 02 ευρώ]. Β) Ο δεύτερος ενάγων ………: Για το έτος 2004 ως μισθωτός που η σχέση του με τον εργοδότη δεν διήρκησε ολόκληρο το χρονικό διάστημα (από 1/5 έως και 31/12), τμήμα του δώρου Χριστουγέννων 2014 ανάλογο με τη χρονική διάρκεια της εργασιακής του σχέσης και ειδικότερα για το έτος 2004 ο ενάγων ο οποίος προσλήφθηκε στις 26-12-2014, αμειβόμενος με ημερομίσθιο ποσού 34, 69 ευρώ δικαιούνταν, (έστω και εάν το έτος 2014 εργάστηκε χρονικό διάστημα μικρότερο των 19ημέρων, ανάλογο κλάσμα του δώρου): ί) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων για 5 ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης (από 24-12-2014 έως 31-12-2014) το ποσό των 19,02 ευρώ [ 18,26 πλέον προσαύξησης επιδόματος άδειας 0, 76 ευρώ (18,26 ευρώ X 0,04166 = 0,76 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 19, 02 ευρώ (18,26 ευρώ + 0,76 ευρώ = 19,02 ευρώ], ii) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015 το ποσό των 612,40 ευρώ [2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημερολογιακές ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, ήτοι 161 ημερολογιακές ημέρες (από 1-5-2015 έως 9-10-2015 ): 19 X 2 X 34,69 ευρώ = 587,90 ευρώ + προσαύξηση επιδόματος αδείας 24,50 ευρώ (587,90 ευρώ X 0,04166 = 24,49 ευρώ) = 612,40 ευρώ]. Για το έτος 2015 και εφόσον η εργασιακή σχέση του ενάγοντος διήρκεσε κατά το έτος αυτό όλη τη χρονική περίοδο που υπολογίζεται το δώρο Πάσχα ήτοι από την 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου 2015 (ημερομηνία καταγγελίας και λύση της σχέσης εργασίας 9-10-2015) δικαιούται να λάβει 15 ημερομίσθια ως αμειβόμενος με ημερομίσθιο, προσαυξημένα με την αναλογία του επιδόματος αδείας (0,04166) ήτοι το ποσό των 542,02 ευρώ [520,35 ευρώ (15 X 34,69 ευρώ = 520,35 ευρώ) + 21,67 (520,35 ευρώ X 0,04166 = 21,67 ευρώ) = 542, 02 ευρώ]. Εξάλλου, σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ.1, παρ.3 του Ν.1346/1983). Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων), β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων). Συνεπώς ο πρώτος ενάγων, ………, ο οποίος προσελήφθη στις 9-7-2014 και εφ’ όσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν είχε εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρ.1 του Ν.3302/2004, δικαιούνταν μέχρι την 31-12-2014, (πρώτο ημερολογιακό έτος πρόσληψης) ως άδεια για το έτος 2014 και για απασχόληση 5 μήνες και 24 ημέρες, 10 ημέρες αδείας [1,6667 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης ή 2 μέρες για κάθε μήνα απασχόλησης x 5/6 (ή 20/12 χ μήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινομένου)] συνολικά 9,70 (και στρογγ.) 10 ημέρες] και ως αποδοχές αδείας ως αμειβόμενος με ημερομίσθιο, όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας (για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο) το ποσό των 346,9 ευρώ (10 ημέρες X 34, 69 ευρώ ημερομίσθιο = 346,9 ευρώ), πλην όμως ο ενάγων όπως συνομολογεί έλαβε άδεια πέντε ημερών και συνεπώς δικαιούνταν το ποσό των 173, 45 ευρώ. Επίσης ο ενάγων δικαιούνταν το επίδομα αδείας αναλογικά βάσει του ανωτέρω χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων, ήτοι το ποσό των 450,97 ευρώ (34,69 X 13 = 450,97 ευρώ). Για το έτος 2015, οπότε λύθηκε η σύμβαση εργασίας των εναγόντων, αμφότεροι δικαιούνταν μέχρι την 9-10-2015 ως άδεια για το έτος 2015, για απασχόληση 1 έτος και 3 μήνες, 16 ημέρες αδείας. Οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν ότι έλαβαν έκαστος τούτων, κατά το έτος 2015, επτά (7) ημέρες άδειας και συνεπώς δικαιούνται ως αποδοχές αδείας ως αμειβόμενοι με ημερομίσθιο, όσες οι αποδοχές των υπολοίπων από τις συνολικά 16 δικαιούμενες ημέρες αδείας [ήτοι για 9 ημέρες αδείας (16-7= 9)] (για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο) ήτοι, έκαστος το ποσό των 312,21 ευρώ (9 ημέρες X 34, 69 ευρώ ημερομίσθιο = 312,21ευρώ) ως αποδοχές αδείας καθώς και το ποσό των 450, 97 ευρώ για επίδομα αδείας [με τον περιορισμό των 13 ημερομισθίων (13 ημερομίσθια X 34,69 έκαστο = 450, 97 ευρώ)]. Περαιτέρω, με βάση τις ρυθμίσεις του ΒΔ 748/1966 απαγορεύεται, εκτός εξαιρέσεων που ρητά καθορίζονται από τα άρθρα 2 και 7 του ΒΔ 748/11966, κατά τις Κυριακές, όπως και τις εξαιρέσιμες αργίες, κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία, καθώς και κάθε εν γένει επαγγελματική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, οι διατάξεις περί υποχρεωτικής αναπαύσεως κατά τις Κυριακές και τις αργίες, δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απασχολουμένων σε ξενοδοχεία, επισιτιστικά καταστήματα κ.λπ. (άρθρα 2 και 7 του ΒΔ 748/1966). Για τις επιχειρήσεις συνεπώς συνεχούς λειτουργίας [Ξενοδοχειακές, Επισιτιστικές επιχ/σεις κ.λπ. (άρθρα 2 & 7 του ΒΔ 748/1966)], δεν τίθεται θέμα ανάπαυσης και η απασχόληση την Κυριακή δεν συνιστά έκτακτη απασχόληση. Στους εργαζόμενους όμως κατά τις Κυριακές καταβάλλεται προσαύξηση του ημερομισθίου, η οποία υπολογίζεται επί του νόμιμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ημερήσιο ωράριο. Εάν υπολείπεται του νόμιμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα. Επίσης για την απασχόληση τους κατά τις νυκτερινές ώρες (22:00 – 06:00) οι σερβιτόροι και οι βοηθοί σερβιτόροι δικαιούνται προσαύξηση 25%, υπολογιζόμενη στο κατώτατο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη. Νοείται βέβαια ότι, εάν ο μισθωτός δεν απασχοληθεί σε όλο το διάστημα της νυχτερινής εργασίας, αλλά για μερικές μόνο ώρες, τότε το ποσό αυτό της προσαύξησης υπολογίζεται μόνο επί της αμοιβής που αντιστοιχεί στις ώρες της νυχτερινής εργασίας του. Στην προκειμένη περίπτωση κατά τη δέουσα εκτίμηση και συναξιολόγηση του αποδεικτού υλικού αποδείχθηκε, ότι οι ενάγοντες οι εργαζόνταν στην επιχείρηση της εναγομένης, σε όλη τη διάρκεια ισχύος της εργασιακής τους απασχόλησης επί 6 ημέρες την εβδομάδα εκ των οποίων η μια ημέρα ήταν Κυριακή και έπαιρναν μία ημέρα την εβδομάδα ρεπό. Συνεπώς αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στην επιχείρηση της εναγόμενης συνολικά 65 Κυριακές, ο πρώτος για το διάστημα από 8-7-2014 μέχρι και 9-10-2015 και 40 Κυριακές ο δεύτερος, για το διάστημα από 24-12- 2014 μέχρι και 9-10-2015 ειδικότερα, όπως οι ημέρες της Κυριακής προσδιορίζονται ημερολογιακά από το Δικαστήριο, εργάστηκαν κατά το έτος 2014 ο μεν ενάγων στις 13,20 και 27 Ιουλίου 2014, 3,10,17,24 και 31 Αυγούστου 2014, 7,14,21,28 Σεπτεμβρίου 2014, 5,12,19,26 Οκτωβρίου 2014, 2,9,16,23,30 Νοεμβρίου 2014, 7,14,21,28 Δεκεμβρίου 2014 και ο δεύτερος ενάγων εργάστηκε , στις 28 Δεκεμβρίου 2014 αμφότεροι δε οι ενάγοντες κατά το έτος 2015 εργάστηκαν στις 4,11,18,25 Ιανουαρίου 2015, 1,8,15,22 Φεβρουάριου 2015, 1,8,15,22,29 Μαρτίου 2015, 5,12,19,26 Απριλίου 2015, 3,10,17,24,31 Μαίου 2015, 7,14,21,28 Ιουνίου 2015, 5,12,19,26 Ιουλίου 2015, 2,9,16,23,30 Αυγούστου 2015, 6,13,20,27 Σεπτεμβρίου 2015 και 4 Οκτωβρίου 2015. Επίσης οι ενάγοντες όπως αποδείχθηκε απασχολήθηκαν καθημερινά όλες τις ημέρες της εβδομάδας πλην της Δευτέρας, στην επιχείρηση της εναγομένης με νυκτερινή απασχόληση από ώρα 18:00 μ.μ έως και ώρα 02:00 πρωϊνή, και συνεπώς δεδομένου ότι στα επισιτιστικά καταστήματα η ημέρα απασχόλησης Κυριακή είναι νόμιμη, αμφότεροι οι ενάγοντες ηλικίας άνω των 25 ετών (γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη), δικαιούνται ως εργαζόμενοι επί οκτώ ώρες ημερησίως αφενός προσαύξηση 75% για την εργασία τους κατά την Κυριακή και αφετέρου προσαύξηση 25% για τη νυκτερινή απασχόλησή για 4 ώρες νυκτερινής απασχόλησης, επί του νομίμου ημερομισθίου και ωρομισθίου τους, αντίστοιχα, όπως αυτά καθορίζονται σύμφωνα με το Ν.4046/2012 την Π.Υ.Σ. 6/28-2-2012 και την ερμηνευτική εγκύκλιο 4601/304/12-3-2012 για τα έτη 2014 και 2015 στο ποσό των 26,18 ευρώ (νόμιμο ημερομίσθιο) και στο ποσό των 3,93 ευρώ (νόμιμο ωρομίσθιο) [26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 6 ημέρες απασχόλησης (συμπεριλαμβανομένης και της Κυριακής) = 157,8 ευρώ εβδομαδιαίες αποδοχές δια 40, δηλαδή όσες είναι οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας = 3,927 = 3,93]. Συνεπώς οι ενάγοντες δικαιούνταν Α) για την απασχόλησή τους την Κυριακή για προσαύξηση αμοιβής τους ο μεν …………. για το χρονικό διάστημα από 8-7-2014 μέχρι και 9-10-2015 δικαιούται το ποσό των 1.276 ευρώ [19,63 ευρώ (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 75% προσαύξηση = 19,63 ευρώ) X 65 Κυριακές = 1.275,95 = 1.276 ευρώ], ο δε …………. δικαιούται το ποσό των 785,2 ευρώ [19,63 ευρώ (26,18 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 75% προσαύξηση = 19,63 ευρώ) X 40 Κυριακές = 785,2 ευρώ] και Β) για τη νυκτερινή τους απασχόληση ο μεν …………. ο οποίος όπως αποδείχθηκε απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 8-7-2014 μέχρι και 9-10-2015, (αφαιρουμένων των ρεπό που λάμβανε κατά την ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα και των 12 ημερών αδείας που έλαβε) συνολικά 381 ημέρες και συνολικότερα 1.524 ώρες με νυκτερινή απασχόληση (381 ημέρες X 4 ώρες νυκτερινής απασχόλησης ημερησίως = 1.524 ώρες), δικαιούται το ποσό των 1.497,33 ευρώ ως προσαύξηση νυκτερινής απασχόλησης [1.524 ώρες νυκτερινής απασχόλησης X 0,9825 ευρώ (3,93 απλό νόμιμο ωρομίσθιο X 25% προσαύξηση = 0,9825) = 1.497, 33 ευρώ], ο δε ……………. ο οποίος απασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 24-12-2014 μέχρι και 9-10-2015, (αφαιρουμένων των ρεπό που λάμβανε κατά την ημέρα της εβδομάδας Δευτέρα και των 12 ημερών αδείας που έλαβε) συνολικά 239 ημέρες και συνολικότερα 956 ώρες με νυκτερινή απασχόληση (239 ημέρες X 4 ώρες νυκτερινή απασχόληση = 956 ώρες) δικαιούται για την ίδια ως άνω αιτία το ποσό των 939,27 ευρώ [ 956 ώρες νυκτερινής απασχόλησης X 0,9825 ευρώ (3,93 απλό νόμιμο ωρομίσθιο X 25% προσαύξηση = 0,9825) =939,27 ευρώ.

IV. Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψη της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από την διάταξη του άρθ. 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι, το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3,174,679 ΑΚ, 8 ν.2112/1920, 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ. 18 παρ. 1 Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θ’ απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (ΑΠ 836/2019, ΑΠ 529/2016, ΑΠ 1069/2014, ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 178/2010, ΑΠ 1320/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός εξάλλου του οφειλέτη περί εξόφλησης ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς τον δανειστή με καταβολή, ενέχει εκ του πράγματος ομολογία του οφειλέτη περί της ύπαρξης της οφειλής αυτής, η οποία στη συνέχεια αποσβέσθηκε με την καταβολή (ΑΠ 836/2019 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της κατ’ αυτής ένδικης αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων προέβαλε παραδεκτά, με συνοπτική δήλωση στα πρακτικά τον από το άρθρο 421 ΑΚ ισχυρισμό ολικής εξόφλησης των αξιώσεων των εναγόντων. Τον ισχυρισμό αυτό ανέπτυξε στη συνέχεια στις από 10-4-2017 έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά λέξη ως ακολούθως: «ΣΤ ΕΝΣΤΑΣΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ Τα αγωγικά αιτήματα των ανωτέρω σχετικά με τα επιδόματα των εορτών και το επίδομα αδείας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα καθώς ως προαναφέρθηκε οι ενάγοντες έχουν πληρωθεί κανονικά όλα τα δεδουλευμένα τους συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω επιδομάτων, αφού η πληρωμή τους τόσο για το μισθό τους γινόταν κάθε βδομάδα τοις μετρητοίς αλλά και όσον αφορά τα επιδόματα τους γινόταν κανονικά τοις μετρητοίς, χωρίς να υπογράφουν αποδείξεις μισθοδοσίας, εφόσον δεν ήταν και υποχρεωτικό. Επίσης η αποχώρηση τους χωρίς να αιτηθούν άμεσα όλα τα ανωτέρω δήθεν οφειλόμενα και χωρίς να επιφυλαχθούν στην αποχώρηση τους, μόνο σε σκέψεις περί προσπάθειας οικονομικής εξόντωσής τους μπορεί να με βάλουν, καθώς πλέον παρέχουν την εργασία τους τέως στον συνεργάτη μου και νυν ανταγωνιστή μου, ο οποίος διαχειριζόταν το Ταμείο της επιχείρησης μου όλα τα χρόνια που εργάστηκαν οι ανωτέρω. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1385/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, οι αποδείξεις πληρωμών της μισθοδοσίας δεν είναι υποχρεωτικό να υπογράφονται από τους εργαζόμενους και η παραβίαση από τον εργοδότη συνεπάγεται μόνο διοικητικές κυρώσεις. ( άρ.24 του Ν.3996/2011). Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και κατά κάποιον τρόπο συνομολογείται από τους ίδιους τους ενάγοντες, οι οποίοι έχουν αναγνωρίσει την πληρωμή τους μετρητοίς και χωρίς προσκόμιση απόδειξης, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της παροχής εργασίας τους στην επιχείρηση μου.». Η ένσταση αυτή της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και με ταυτόσημο κατά λέξη περιεχόμενο με το ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενο, διατυπώθηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Πλην όμως με το περιεχόμενο αυτό, η ανωτέρω ένσταση, με την οποία η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι έχει εξοφλήσει τις αγωγικές αξιώσεις σχετικά με τα επιδόματα εορτών, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας αφού κατέβαλε στους ενάγοντες τοις μετρητοίς τα επιδόματα αυτά χωρίς να υπογράφουν αποδείξεις μισθοδοσίας, χωρίς όμως να παραθέτει ως όφειλε τους χρόνους καταβολής και τα επιμέρους εκ μέρους της καταβληθέντα ποσά αλλά ούτε και περαιτέρω ανάλυση και εξειδίκευση των τυχόν καταβληθέντων ποσών, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη του κεφαλαίου αυτού της απόφασης, όπως διατυπώθηκε στον πρώτο βαθμό αλλά και όπως επαναφέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ήταν και είναι αόριστη, αφού δεν αναφέρονταν και δεν αναφέρονται τα μερικότερα καταβληθέντα ποσά και ο χρόνος καταβολής αυτών για κάθε μία επίδικη αξίωση, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί παραδεκτά από τις αποδείξεις, αφού για τη θεμελίωσή της δεν αναφέρθηκαν τα ποσά, που καταβλήθηκαν, για τις πιο πάνω αιτίες, ούτε ο χρόνος καταβολής εκάστου εξ αυτών.

V. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί αλλ’ απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννάται στον τελευταίο (υπόχρεο) η καλόπιστη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΑΠ 207/2014). Ειδικότερα επί αξιώσεων εργαζομένου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνη η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται ν’ ασκήσει τις αξιώσεις αυτές (ΑΠ 1103/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της, από άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα για την αιτία αυτή (Ολ. ΑΠ 472/1983, ΑΠ 691/2018, ΑΠ 2024/2009, ΑΠ 497/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η κατά τα άρθρα 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται την απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ ως απαράδεκτης, σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή στο Εφετείο το πρώτο (ΟλΑΠ 472/1983). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της κατ’ αυτής ένδικης αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων προέβαλε παραδεκτά, με συνοπτική δήλωση στα πρακτικά και ανάπτυξη στις προτάσεις της, τον από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμό καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων των εναγόντων, τον οποίο επανέφερε ενώπιον του εφετείου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τις προτάσεις της, ισχυριζόμενη ειδικότερα κατά λέξη τα ακόλουθα: «Ε. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Η εκ μέρους των αντιδίκων προβολή των επίδικων αξιώσεών τους, αν υποτεθεί ότι είναι αληθείς και υφίστανται, είναι άκρως και όλως καταχρηστικοί, αφού υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος (αρθρ. 281 ΑΚ). Έχω ήδη αποδείξει σε κάθε επιμέρους κεφάλαιο της αγωγής ότι οι αξιώσεις των εναγόντων είναι εξωπραγματικές αλλά πρωτίστως καταχρηστικές και ενάντιες στην καλή πίστη, αφού οι ίδιοι ποτέ τους διατύπωσαν το παραμικρό παράπονο, ούτε αξίωσαν οτιδήποτε. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω δύο ενάγοντες μαζί με την πρώην μαγείρισσα μου, με τους οποίους όλο αυτόν τον καιρό είχα άριστες σχέσεις, δεν εξέφρασαν ποτέ κανένα παράπονο, ενώ απεχώρησαν οικειοθελώς και χωρίς να υπογράψουν 5την αποχώρηση τους καμία επιφύλαξη. Ουδέποτε υπήρξα ασυνεπής προς τους ενάγοντες, αντιθέτως το τελευταίο διάστημα εκείνοι πληρώνονταν από το ταμείο της επιχείρησης μου μέσω του κυρίου …….., πρώην αφανούς εταίρου και συνεργάτη μου, με τον οποίο λίγο καιρό μετά την αποχώρησή τους και τη βίαιη διακοπή της συνεργασίας μου με τον ανωτέρω, συνεργάστηκαν στο νέο κατάστημά που λειτούργησε εκείνος στο Χαλάνδρι. Οι περί του αντιθέτου αγωγικοί ισχυρισμοί τους όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αλλά καταρρίπτονται από την ίδια την προηγηθείσα συμπεριφορά των εναγόντων. Οι αντίδικοι , όλως καταχρηστικώς και με γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι βρέθηκα ως επιχείρηση σε μία δύσκολη οικονομική στιγμή, αξιώνει δήθεν, δεδουλευμένα, επιδόματα κλπ, ενώ δεν τους οφείλονται!!». Πλην όμως, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη του κεφαλαίου αυτού της απόφασης τα ανωτέρω εκτιθέμενα για τη στοιχειοθέτηση της ανωτέρω ένστασης πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να στηρίξουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός, είναι πρωτίστως μη νόμιμος και απορριπτέος αλλά και απαράδεκτος δεδομένου ότι η εναγομένη δεν διατύπωσε σε αυτόν αίτημα απόρριψης της αγωγής ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγόμενης. Εξ άλλου, θα πρέπει να λεχθεί ότι κατά γενική αρχή, για δικαιώματα που πηγάζουν από διατάξεις δημοσίας τάξεως όπως του εργατικού δικαίου, δεν αναγνωρίζεται ρητά η σιωπηρή παραίτηση των εργαζομένων από αξιώσεις που πηγάζουν από τέτοιες διατάξεις είτε με τη μορφή αφέσεως χρέους είτε με την μορφή συμβιβασμού. Μόνο για αξιώσεις συμβατικές η παραίτηση είναι έγκυρη κατά το μέρος που ξεπερνάει τα κατώτατα όρια προστασίας που παρέχει ο νόμος (Λ. Ντάσιος, όπου παραπάνω, 355). Επομένως ο προβληθείς πρωτοδίκως ισχυρισμός της εναγομένης όπου αόριστα αναφερόταν ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν αποδείξεις και βεβαιώσεις του ν.δ. 105/1969 στις οποίες βεβαίωναν ότι πήραν όλες τις νόμιμες αποδοχές τους και αναγνώριζαν ότι δεν τους οφείλεται τίποτα και μάλιστα παραιτήθηκαν και από ορισμένες απαιτήσεις των ήταν αόριστος όσον αφορά την εξόφληση, μη νόμιμος δε όσον αφορά την άφεση χρέους και ορθώς απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση και επομένως πρέπει να απορριφθεί και ο σχετικός ισχυρισμός.

VI. Κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 του ίδιου Κώδικα, δηλαδή: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το εφετείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό παρά μόνο αν προτάθηκε παραδεκτώς στον πρώτο βαθμό και επαναφέρεται νομίμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ ή αν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ (ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 571/2011, ΑΠ 443/2011, ΕφΠειρ 52/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση (στοιχ.γ’) και τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά της συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα (στοιχ.δ’). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σε αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ.. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) συνάγεται σαφώς ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα οι εργατικές διαφορές, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) των αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σύμβαση εργασίας προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση”, σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠολΔ) συνάγεται ότι η, κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 442/2014, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013, ΑΠ 93/2013, ΕφΠειρ 31/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί συνυπολογισμού των ενδίκων προσαυξήσεων για απασχόληση των εναγόντων κατά την ημέρα της εβδομάδας Κυριακή αλλά και κατά τη διάρκεια της νύκτας στις κατά τους ισχυρισμούς της υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές, απαραδέκτως προτάθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν προηγήθηκε προφορική ανάπτυξή της στο ακροατήριο και συνοπτική έστω καταχώρισή της στα πρακτικά. Αλλά ακόμη και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι το πρώτον εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως προτεινόμενη από την εφεσίβλητη προς υπεράσπιση της κατά της έφεσης, και σε αυτή την περίπτωση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας διότι δεν αναφέρεται ρητώς η καταρτισθείσα, μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί καταλογισμού, το ακριβές περιεχόμενό της, ο τρόπος καταβολής της αξιώσεως, το χρονικό διάστημα που αφορά και οι αιτίες καταβολής του οφειλομένου χρηματικού ποσού δεδομένου ότι κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως προαναφέρθηκε η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Η έλλειψη δε των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων.

Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω οι ενάγοντες αποδείχθηκε ότι δικαιούνται τα εξής ποσά τα οποία η εναγομένη οφείλει να τους καταβάλει: Α) Ο ενάγων ………….: α) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2014 το ποσό των 669,46 ευρώ, β) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015, το ποσό των 612, 39 ευρώ, γ) ως δώρο Πάσχα 2015 το ποσό των 542,02 ευρώ, δ) ως αποδοχές αδείας 2014 το ποσό των 173, 45 ευρώ, ε) ως επίδομα αδείας έτους 2014 το ποσό των 450,97 ευρώ, στ) ως αποδοχές άδειας 2015 το ποσό των 312,21 ευρώ , ζ) ως επίδομα αδείας 2015 το ποσό των 450,97 ευρώ, η) για απασχόλησή του τις Κυριακές το ποσό των 1.276 ευρώ, από το οποίο ζητεί το ποσό των 1.142, 70 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί (άρ. 106 ΚΠολΔ), θ) για νυκτερινή απασχόληση το ποσό των 1.497,33 ευρώ, από το οποίο ζητεί το ποσό των 1.341, 12 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί (άρ. 106 ΚΠολΔ). Συνολικά ο ενάγων ………… για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται το ποσό των 5.695,30 ευρώ (669,46 + 612,40 + 542,02 + 173,45 + 450,97 + 312.21 + 450, 97 + 1.142,70 + 1.341,12 = 5.695,30 ευρώ). Β) Ο ενάγων ………….. α) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2014 το ποσό των 19, 02 ευρώ, β) ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2015 το ποσό των 612,40 ευρώ, γ) ως δώρο Πάσχα 2015 το ποσό των 542,02 ευρώ δ) ως αποδοχές αδείας 2015 το ποσό των 312,21 ευρώ ε) ως επίδομα αδείας 2015 το ποσό των 450, 97 ευρώ, στ) για απασχόλησή του τις Κυριακές το ποσό των 785,2 ευρώ, από το οποίο ζητεί το ποσό των 703,20 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί (άρ. 106 ΚΠολΔ), ζ) για νυκτερινή απασχόληση το ποσό των 939,27 ευρώ, από το οποίο ζητεί το ποσό των 841,28 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικαστεί (άρ. 106 ΚΠολΔ). Συνολικά ο ενάγων ………….. για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται το ποσό των 3.481,10 ευρώ (19,02 + 669,46 + 542,02 + 312.21 + 450,97 + 703,20 + 841,28 = 3.481,10 ευρώ).

VII. Κατά το άρθρο 655 του Α.Κ., επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν.3248/1955,είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Εξάλλου ασχέτως του άρθρου 655 του Α.Κ., για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρ.10 της ΥΑ 19040 /1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.1082/ 1980,4 παρ.1 του Α.Ν.539/ 1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ.3 του Ν Δ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, σε περίπτωση δε λύσεως της σχέσεως εργασίας με οποιοδήποτε τρόπο, πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται ο μισθωτός αυτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας κατά το χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία και οφείλεται τόκος υπερημερίας (άρθρο 341 και 345 ΑΚ) (ΟλΑΠ 39/2002). Συνεπώς οι ενάγοντες δικαιούνται έντοκα τα ανωτέρω ποσά που επιδικάζονται από τη δήλη ημέρα καταβολής τους και ειδικότερα, για τις αξιώσεις επιδομάτων εορτών, για μεν αυτό των Χριστουγέννων από την 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους, για εκείνο δε του Πάσχα από την 30η Απριλίου κάθε έτους, για δε τις αξιώσεις ως προς τη διαφορά των αποδοχών και του επιδόματος άδειας των ετών 2014 και 2015 η 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, που αφορά, η κάθε επιμέρους αξίωση για δε τις προσαυξήσεις επί του νόμιμου μισθού για την νυκτερινή εργασία, την εργασία κατά την Κυριακή, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση αναζητούνται και επιζητούνται ευθέως εκ του νόμου (και όχι σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις) με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα που το κάθε επί μέρους κονδύλιο αναφέρεται στην αντίστοιχη παροχή υπηρεσιών των εναγόντων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει [Α] στον πρώτο ενάγοντα [1] δώρο Πάσχα έτους 2015, ποσού τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (353,40), [2] αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015, ποσού τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (389,46), [3] αποδοχές αδείας έτους 2015, ποσού τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (471,20) και [4] επίδομα αδείας έτους 2015, ποσού τριακοσίων έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (306,28), ενώ [Β] στο δεύτερο ενάγοντα [1] δώρο Πάσχα έτους 2015, ποσού τριακοσίων πενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (353,40) και [2] αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2015, ποσού τριακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (389,46), έκαστο δε των ανωτέρω επιμέρους κονδυλίων με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη που καθένα εξ αυτών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, καθώς επίσης [Γ] στον πρώτο ενάγοντα για νυχτερινή εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 1-01-2015 έως 9-10-2015, το ποσό των οκτακόσιων πενήντα οκτώ (858,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη που έκαστο επιμέρους, εμπεριεχόμενο στο ως άνω συνολικό ποσό, κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει δεκτής γενομένης της εφέσεως και των λόγων αυτής να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), και δη και κατά τη διάταξη της εκκαλουμένης με την οποία η εφεσίβλητη – εναγομένη υποχρεώθηκε να χορηγήσει σε έκαστο των εναγόντων πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα εργασίας καθενός εξ αυτών με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς τη διάταξη αυτή, οι οποίες δεν προσβλήθηκαν, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που αφορά την ως άνω αγωγή, το οποίο θα καθορισθεί εξ αρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 20-5-2016 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ………/20-5-2016 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου ……../20-5-2016 αγωγή, να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες τα ανωτέρω ποσά που επιδικάστηκαν σε έκαστο εξ’ αυτών με το νόμιμο τόκο κατά τις ανωτέρω διακρίσεις ενώ το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα δεύτερο βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εφεσίβλητη – εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων – εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, καθώς το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή, είναι ελάχιστο (άρθρα 106, 183, 178 παρ.2, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20-5-2016 με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης ………./20-5-2016 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου …../20-5-2016 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ……….. το ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και τριάντα λεπτών (5.695,30) και στον ενάγοντα …………….. το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και δέκα λεπτών (3.481,10) νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να χορηγήσει σε έκαστο των εναγόντων πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα εργασίας καθενός εξ αυτών.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης χρηματική ποινή ύψους πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της προς την αμέσως ανωτέρω διάταξη.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη (εναγομένη) στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων (εναγόντων) αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 25/5/2020 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies