απόλυσηοφειλή δεδουλευμένωνΜονομελές Εφετείο Αθηνών 5338/2017

Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος, εχθρότητα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, ή όταν υπό την επίκληση από τον εργοδότη λόγων που δικαιολογούν την καταγγελία, υποκρύπτονται επίμεμπτα κίνητρα αυτού, τα οποία και αποτέλεσαν την πραγματική αιτία της καταγγελίας. Τέτοιος λόγος υπάρχει και όταν ο μισθωτός διεκδίκησε δικαστικώς ή εξωδίκως δικαιώματά του, όπως τις νόμιμες ή συμβατικές αποδοχές του, ή την τήρηση των όρων της συμβάσεως εργασίας του, ή προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας ή στο δικαστήριο για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ. και δεν έχει ανάγκη αποδοχής από την πλευρά του παραλήπτη – εργαζομένου. Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάκληση αυτής από τον εργοδότη έστω και με τη συναίνεση του εργαζόμενου, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της δίμηνης δοκιμαστικής υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη είναι αυτός της έναρξης της σύμβασης εργασίας του μισθωτού. Η αντίθετη εκδοχή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων που διέπει το εργατικό δίκαιο και της προστασίας των δικαιωμάτων τους ως υπερκείμενης αρχής, που διέπει την ερμηνεία των κανόνων του εργατικού δικαίου, αλλά και με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Στοιχεία για το ορισμένο της ένστασης περί κακόβουλης παράλειψης ανεύρεσης εργασίας. Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική. Αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζόμενου ή υπό συνθήκες, που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Πώς  αποδεικνύεται η προϋπηρεσία του εργαζομένου σε προηγούμενους εργοδότες. Η ένδικη καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του ενάγοντος συντελέστηκε, όχι όταν κλήθηκε από την εναγόμενη να υπογράψει το έγγραφο αυτής και ο τελευταίος αρνήθηκε, αλλά όταν το σχετικό έγγραφο αυτής εγχειρίστηκε πράγματι στον ενάγοντα και ο τελευταίος έλαβε ακριβή γνώση του περιεχομένου του. Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος έγινε μεν εγγράφως, πλην όμως δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, η οποία έπρεπε να του καταβληθεί, καθόσον αυτός προσλήφθηκε την 01-09-2010 και πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, δηλαδή πριν τις 17-12-2010, είχε ήδη αυτός από την 01-11-2010 συμπληρώσει τη δίμηνη υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη. Απορρίπτει ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ο ενάγων επεδίωξε αμέσως μετά την απόλυσή του από την εναγομένη την ανεύρεση άλλης εργασίας, δεδομένου ότι ζει αποκλειστικά από το προϊόν της εργασίας του και δεν έχει άλλους οικονομικούς πόρους. Δέχεται την έφεση. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 14.460,93 Ευρώ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

5338/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή: Γεωργία Κατσιμαγκλή, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Όλγα Χανδρινού .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και δ.τ. «…………» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….., αριθμ. …… – ………..), νομίμως εκπροσωπουμένης, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αριστοτέλης Μερεκούλιας.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., κατοίκου Αθηνών (οδός ……….., αριθμ. …. – ………..), τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημήτριος Βλαχόπουλος.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ……….. με την από 11/3/2011 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ………../………../2011 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθμ. 2668/2014 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε όσα έταξε σ’ αυτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 21 Οκτωβρίου 2014 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 7028/2014.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωσή του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 21-10-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../23-10-2014 έφεση, κατά της με αριθμό 2668/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών, των άρθρων 664 έως 676 του ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νόμιμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από την εναγόμενη, που ηττήθηκε κατά ένα μέρος στην πρωτόδικη δίκη (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός τριετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 18-08-2014, ενώ η έφεση ασκήθηκε (κατατέθηκε ) στις 23-10-2014, δεδομένου άλλωστε ότι από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (άρθρο 518 πάρ. 2 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, η υπό κρίση έφεση αρμοδίως φερόμενη προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Με την από 11-03-2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../………../14-03-2011 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι την 01-09-2010 προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος με την ειδικότητα του πωλητή, με πλήρη απασχόληση σε πενθήμερη βάση εβδομαδιαίως. Ότι με την ειδικότητά του αυτή εργάστηκε μέχρι τις 04-01-2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και τον απέλυσε. Ότι η καταγγελία αυτή της συμβάσεως εργασίας του είναι άκυρη για το λόγο ότι η εναγόμενη δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως και] επικουρικά γιατί ασκήθηκε από την εναγόμενη καταχρηστικά από λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του, επειδή προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας για να διεκδικήσει τις νόμιμες αποδοχές του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτή (αγωγή)περιστατικά. Ότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του η εναγόμενη έχει περιέλθει σε υπερημερία και του οφείλει τους μισθούς υπερημερίας και επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί ότι δεν είναι άκυρη η σύμβαση εργασίας του, η εναγόμενη του οφείλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Ότι επίσης διατηρεί αξιώσεις κατά της εναγομένης για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών λόγω μη αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του και για αποζημίωση για κατ’ εξαίρεση υπερωριακη εργασία. Ότι η εναγόμενη, με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, να προβεί στην άκυρη και καταχρηστική καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, και υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες που αυτή συντελέστηκε, προσέβαλε την προσωπικότητά του και του προκάλεσε ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, μετά από : α) μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, όσον αφορά το κονδύλιο των μισθών υπερημερίας και β) μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του αναγνωριστικό, όσον αφορά το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που έγιναν παραδεκτά με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του ( άρθρα 223 εδ. β’, 294, 295 παρ. 1, 297 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ζήτησε : 1) να αναγνωριστεί ότι η από 04-01-2011 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρη, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει : α) για τους μισθούς υπερημερίας το ποσό των 13.898,33 ευρώ, β) άλλως και επικουρικά ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 1.127,47 ευρώ, γ) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 270,79 ευρώ και δ) για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία το ποσό των 407,16 ευρώ, 3) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 5.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από τότε που κάθε αιτούμενη επιμέρους αξίωση κατέστη απαιτητή, διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση και 4) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες του, ως πωλητή, σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης και να απειληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή ποσού 500 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της αυτή.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 2668/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και ειδικότερα αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 04- 01-2011 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, υποχρεώθηκε η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.898,33 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, το ποσό των 270,79 ευρώ διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, το ποσό των 291,81 ευρώ για κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 500 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση.

Κατά της πρωτόδικης αυτής οριστικής αποφάσεως παραπονείται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του ενάγοντος στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 του ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/ 1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 3198/1955, σαφώς συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα του καταγγέλλοντος εργοδότη ή εργαζομένου, η οποία ασκείται με δικαιοπραξία μονομερή, απευθυντέα και είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα και συνεπώς το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 277/2016, ΑΠ 179/2016, ΑΠ 247/2012, ΑΠ 84/2011, ΑΠ 1267/2011, ΑΠ 581/ 2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος, εχθρότητα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, ή όταν υπό την επίκληση από τον εργοδότη λόγων που δικαιολογούν την καταγγελία, υποκρύπτονται επίμεμπτα κίνητρα αυτού, τα οποία και αποτέλεσαν την πραγματική αιτία της καταγγελίας. Τέτοιος λόγος καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας από τον εργοδότη υπάρχει και όταν ο μισθωτός διεκδίκησε δικαστικώς ή εξωδίκως νόμιμα δικαιώματά του, όπως τις νόμιμες ή συμβατικές αποδοχές του, ή την τήρηση των όρων της συμβάσεως εργασίας του, ή προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας ή στο δικαστήριο για να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, έστω και αν η ασκηθείσα προσφυγή ή αγωγή ελέγχθηκε τελικώς αβάσιμη (βλ. ΑΠ 179/2016, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 987/2013, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 1267/2011, ΑΠ 924/2010 ΑΠ 1539/2001, ΑΠ 1318/2000, ΑΠ 1107/2000, ΑΠ 380/2000, ΕΑ 7187/2001, ΕΑ 8219/2000, ΕΘ 1341/2000 ΤΝΠ Νόμος, Δ. Ζερδελή “Το Δίκαιο της Καταγγελίας” εκδ. 1995, αρ. 513). Αντίθετα, το δικαίωμα του εργοδότη να προβεί στην καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του μισθωτού δεν ασκείται καταχρηστικά, όταν αυτή οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν, με γνώμονα το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, τη λήξη αυτής. Δεν είναι, επομένως, καταχρηστική η καταγγελία που οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε κλονισμό της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου που προήλθε από τη συμπεριφορά του απολυμένου, ή από τη προσήκουσα εκπλήρωση των εργασιακών υποχρεώσεων του τελευταίου, ή από την παράβαση από τον εργαζόμενο των οδηγιών του εργοδότη, που δόθηκαν στο πλαίσιο νόμιμης άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος (βλ. ΑΠ 50/2011, ΑΠ 309/2011, ΑΠ 1601/2011, ΑΠ 311/2010, ΑΠ 408/2008, ΑΠ 488/2006, ΑΠ 704/2006,ΑΠ367/2005, ΑΠ 1102/2001, ΑΠ 1107/2000, ΑΠ 688/1999, ΑΠ1453/1996, ΑΠ 284/1996, ΕΑ 6449/2002, ΕΑ 7187/2001, ΕΑ 3114/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει για αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε για αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς, ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ενάγων – εργαζόμενος, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλει το άρθρο 281 του ΑΚ ( βλ. ΑΠ 277/2016, ΑΠ 179/2016, ΑΠ 742/2015, ΑΠ 2093/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία, η οποία δε δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως, λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (βλ. ΑΠ 460/2013, ΑΠ 50/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 167,168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή επί ποινή ακυρότητας πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Δεν απαιτείται όμως όπως το έγγραφο της καταγγελίας επιδοθεί στο μισθωτό προς τον οποίο απευθύνεται με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σ’ αυτόν, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη δε της εγχειρίσεως μπορεί να γίνει οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ήτοι με έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ομολογία ή μάρτυρες, οι οποίοι βεβαιώνουν την παράδοση του εγγράφου στον υπό απόλυση μισθωτό (βλ. ΑΠ 1305/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ. και δεν έχει ανάγκη αποδοχής από την πλευρά του παραλήπτη – εργαζομένου. Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάκληση αυτής από τον εργοδότη έστω και με τη συναίνεση του εργαζόμενου, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία (άρθρο 168 Α.Κ.) (βλ. ΑΠ 359/2015, ΑΠ 360/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 2112/1920, όπως ίσχυε πριν απότην τροποποίησή του με τους νόμους 3863/2010 και 3899/2010 οριζόταν ότι : «Απόλυσις ιδιωτικού υπαλλήλου, όστις προσελήφθη επί χρόνω μη ωρισμένω εφ’ όσον ούτος διήρκεσεν υπέρ τους δύο μήνας, δεν δύναται να λάβη χώραν άνευ προηγουμένης εγγράφου καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως, ήτις δέον να γίνη κατά τους κάτωθι όρους: α)…β)…γ)…δ)…ε)…στ)…ζ)…». Ακολούθως, με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010, (ΦΕΚ Α1 115/15.7.2010) ορίζεται ότι: « 2. Σύμβαση , μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο; ν (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη, ως εξής: α)…β)…γ)…δ)…ε)…στ)… . Εργοδότης ο οποίος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α’) και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α’)». Στη συνέχεια, με το άρθρο 17 παρ. 5α του Ν. 3899/2010 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας» (ΦΕΚ Α’ 212/17.12.2010 ), προστέθηκε στην παράγραφο 2 του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010 εδάφιο, ως εδάφιο Α’, με το οποίο ορίζεται ότι: «2. Α. Η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός κι αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη». Με την τελευταία αυτή διάταξη η δίμηνη υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, η οποία προβλεπόταν μέχρι τότε ως προϋπόθεση, προκειμένου να εφαρμοστούν οι προστατευτικές ρυθμίσεις για τον εργαζόμενο που προβλέπονται στους νόμους 2112/1920 και 3198/1955, αντικαθίσταται με υπηρεσία δώδεκα (12) μηνών, η οποία λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, οπότε πλέον προκειμένου ο μισθωτός, ο οποίος απασχολείται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να λάβει την αποζημίωση απολύσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, θα πρέπει να έχει συμπληρώσει υπηρεσία δώδεκα (12) μηνών στον ίδιο εργοδότη, με την ίδια σύμβαση, εκτός αν συμφωνήσουν διαφορετικά τα μέρη, ότι δηλαδή θα οφείλεται αποζημίωση απολύσεως, έστω και αν η σύμβαση εργασίας διαρκέσει λιγότερο από δώδεκα μήνες. Η νέα αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τους μισθωτούς οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, δηλαδή από τις 17-12-2010 και μετά, και όχι αναδρομικά και αυτούς που είχαν προσληφθεί από τις 17-12-2009 και μετά, ως προς τους οποίους ισχύει η ρύθμιση των προηγουμένων ανωτέρω διατάξεων ( ήτοι του άρθρου 1 του Ν. 2112/1920 και από 15-07-2010 του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010, ΦΕΚ Α’ 115/15.7.2010, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 17 Ν. 3899/ 2010 ), υπό την ισχύ των οποίων είχαν προσληφθεί, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται ως προϋπόθεση η συμπλήρωση δίμηνης υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη προκειμένου ο μισθωτός, ο οποίος απασχολείται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να λάβει την αποζημίωση απολύσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Ειδικότερα, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της άνω δίμηνης υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη είναι αυτός της έναρξης της συμβάσεώς εργασίας του μισθωτού, οπότε εάν ο μισθωτός από την έναρξη της συμβάσεώς του συμπληρώσει δίμηνη υπηρεσία και θεμελιώσει έτσι το δικαίωμαεφαρμογής στη σύμβασή του των άνω διατάξεων της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας περί της λήψης αποζημίωσης απολύσεως μετά τη συμπλήρωση δίμηνης υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δεν μπορεί να ανατραπεί αναδρομικά το δικαίωμά του αυτό από τη μεταγενέστερη, και δη κατά το χρόνο λύσεως της συμβάσεώς του, ισχύ του Ν. 3899/2010. Η αντίθετη εκδοχή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων που διέπει το εργατικό δίκαιο και της προστασίας των δικαιωμάτων τους ως υπερκείμενης αρχής, που διέπει την ερμηνεία των κανόνων του εργατικού δικαίου, αλλά και με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την οποία είναι δικαιολογημένη και συνεπώς προστατευτέα η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στη μη αυθαίρετη επέμβαση της πολιτείας σε βάρος υφισταμένων για ικανό και εύλογο χρονικό διάστημα και έτσι παγιωμένων εννόμων σχέσεων και καταστάσεων, έτσι ώστε να έχει δικαιολογημένα εδραιωθεί η πεποίθηση στο δικαιούχο ότι το έννομο αυτό καθεστώς θα διατηρηθεί. Εξάλλου η αντίθετη εκδοχή δεν διαφαίνεται ότι ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη, ο οποίος εάν ήθελε την αναδρομική ισχύ, θα το είχε ρητά προβλέψει, όπως προκύπτει και από το άρθρο 19 παρ. 1 και 2 του Ν. 3899/2010, το οποίο ορίζει την έναρξη ισχύος του από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ( 17- 12-2010), εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις και τέτοιος διαφορετικός ορισμός για την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 17 δεν υπάρχει. Επιπλέον, ούτε από την εισηγητική έκθεση του Ν. 3899/2010 προκύπτει πρόθεση αναδρομικής ισχύος της ανωτέρω διάταξης. Εξάλλου, το άρθρο 2 του ΑΚ εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατόν βεβαιότητα των δικαιωμάτων και στην ασφάλεια των συναλλαγών, πλην όμως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται κατ’ αρχάς να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, είτε ρητά είτε σιωπηρά, όταν δηλαδή προκύπτει από την έννοια και το σκοπό του νόμου σαφής βούληση του νομοθέτη για αναδρομική ισχύ, σε περίπτωση όμως αμφιβολίας ο νόμος δεν έχει τέτοια ισχύ. Άλλωστε από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 78 παρ. 2 αυτού, συνάγεται ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβαίνει τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ. Έτσι στην προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διοικητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένεςκατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά ( βλ. Ολ. ΑΠ 3/2017, Ολ. ΑΠ 40/1998, Ολ. ΑΠ 31/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συναφώς το δικαίωμα των εργαζομένων στην αποζημίωση απολύσεως, ως δικαίωμα περιουσιακής φύσεως κατά την προαναφερομένη έννοια που απορρέει από την ύπαρξη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας στην οποία θεμελιώνεται ενοχικό δικαίωμα στη θέση εργασίας, αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα κατά την έννοια Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύμβασης και κατά τούτο προστατεύεται από την ΕΣΔΑ ( βλ. και απόφαση της 25/06/2009 του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Γ. Γιαννήλος κατά Ελλάδας) και κατά συνέπεια η απόδοση στο ανωτέρω άρθρο 17 του Ν. 3899/2010 αναδρομικής ισχύος που έχει ως επακόλουθο την κατάργηση του δικαιώματος για καταβολή αποζημιώσεως απολύσεως, όταν αυτό έχει ήδη θεμελιωθεί με βάση τον ισχύοντα κατά το χρόνο πρόσληψης του εργαζομένου νόμο και με τη συμπλήρωση δίμηνης υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, αντίκειται στο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. και Αρ. Καζάκο «Εφαρμογή του ν.3 899/2010 στις εκκρεμείς στον Ο.ΜΕ.Δ μεσολαβήσεις και διαιτησίες σε συλλογικές διαφορές συμφερόντων: Ζητήματα διαχρονικού δικαίου», ΕΕΡΓΔ 2011, 67 επ. , Δ. Τσολάκο «Προβληματισμοί και θέσεις αναφορικά με τη δωδεκάμηνη δοκιμαστική περίοδο του άρθρου 17 του ν.3899/2010.Ειδικότερα το ζήτημα της αποζημίωσης απόλυσης», ΕΕΡΓΔ 2011, 440 επ.).

Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση που η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη, είτε ως καταχρηστική, είτε γιατί έγινε χωρίς την τήρηση του έγγραφου τύπου ή την καταβολή της πλήρους αποζημιώσεως, θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174,180 του Α.Κ. ) και ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου, του οποίου δεν αποδέχεται την εργασία, υποχρεούμενος να του καταβάλει κατά τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, και 656 του Α. Κ. τις αποδοχές του για το διάστημα της υπερημερίας του (βλ. ΑΠ 118/2017, ΑΠ 359/2015, ΑΠ 360/2015, ΑΠ 922/2010, ΑΠ 101/2009, ΑΠ 1747/2008, ΑΠ 148/ 2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αποδοχές νοούνται ο μηνιαίος μισθός του, καθώς και οι πάσης φύσεως πρόσθετες αποδοχές, εφόσον οι εν λόγω πρόσθετες αποδοχές έχουν μισθολογικό χαρακτήρα, τις οποίες κατέβαλε στο μισθωτό ο εργοδότης σταθερά και μόνιμα, κατά μήνα κατά το χρόνο της πραγματικής εργασίας του και τις οποίες ο τελευταίος με πιθανότητα θα ελάμβανε αν ο εργοδότης αποδεχόταν τις υπηρεσίες του (βλ. ΑΠ 389/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο μισθωτός αντίστοιχα δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1020 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση, δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο αιτήματα εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλει επικουρικά (άρθρο 219 ΚΠολΔ), για την περίπτωση δηλαδή απορρίψεως του πρώτου (βλ. ΑΠ 359/2015, ΑΠ 360/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας κατά το άρθρο 656 ΑΚ υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και όταν, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, για να εισπράττει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχολήσεώς του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (ΑΠ 414/2016, 363/2015, 223/2014). Ειδικότερα απαιτείται, για την ευδοκίμηση της ως άνω ενστάσεως του εργοδότη, όπως ο τελευταίος επικαλεσθεί και αποδείξει, α) την εργασία την οποία ο εργαζόμενος μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης επιχείρησης, β) τους λόγους για τους οποίους είναι αδικαιολόγητη και κακόβουλη η μη απασχόληση του εργαζομένου αλλού, γ) την ωφέλεια την οποία θα αποκόμιζε από την άλλη εργασία, με αναφορά συγκεκριμένων αποδοχών που θα ελάμβανε από την εργασία αυτή και δ) την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπερημερίας του εργοδότη και της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργαζόμενος, δηλαδή από το γεγονός ότι δεν απασχολήθηκε στην υπηρεσία του εργοδότη και διέθεσε το χρόνο που αποδεσμεύτηκε σε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα (βλ. ΑΠ 118/2017, ΑΠ 414/2016 ΑΠ 223/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνη η μακρά διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούνται αποδοχές υπερημερίας, χωρίς παράλληλα να είναι δόλια και κακόβουλη η αποφυγή του εργαζομένου προς ανεύρεση εργασίας, δεν καθιστά την άσκηση της σχετικής αξίωσης καταχρηστική ( βλ. ΑΠ 118/2017 οπ. παρ.).

Ακολούθως, στο άρθρο 656 εδ. α’ του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από με το άρθρο 61 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α5 74/20-03-2013) και, σύμφωνα με το άρθρο 98 του αυτού νόμου (διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α5 92/2013), καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, σε αντίθεση προς τα μέχρι τότε κρατούντα (Ολ. ΑΠ 9/2011), επί υπερημερίας του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας, περίπτωση που συντρέχει μεταξύ άλλων και επί δικαστικής αναγνωρίσεως της ακυρότητας προηγηθείσας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ο εργαζόμενος αποκτά άμεσο δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική του απασχόληση, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει, εφ’ όσον ασκεί το εν λόγω δικαίωμα δικαστικώς, πρόσθετα περιστατικά, τα οποία σε συγκεκριμένη υπόθεση καθιστούν καταχρηστική ή προσβλητική την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του μετά την απαγγελία της ακυρότητας της καταγγελίας, και συνεπώς το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου αυτού, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωσή του (βλ. ΑΠ 796/2016, ΑΠ 770/2016, ΑΠ 772/2016, ΑΠ 2011/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Σημειώνεται ότι η παραπάνω διάταξη του άρθρου 656 του Α.Κ. εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση υπερημερίας, δηλαδή και στην περίπτωση που η υπερημερία οφείλεται σε άκυρη απόλυση ( βλ. ΑΠ 424/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932,, 914,281, 648, 672 του Α.Κ., 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζόμενου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζόμενου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα εντόνου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση), ή υπό συνθήκες, που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση. Ειδικότερα, η καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του εργαζόμενου, που γίνεται κατά παράβαση του άρθρου 281 του ΑΚ και είναι καταχρηστική, συνιστά παράνομη πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ΑΚ, οπότε εάν υπάρχει και το στοιχείο της προσβολής της προσωπικότητας του εργαζόμενου, καθώς και το απαιτούμενο επιπλέον στοιχείο της υπαιτιότητας του εργοδότη ( βλ. Ολ. ΑΠ 8/2008), το οποίο πρέπει ο ενάγων – εργαζόμενος να επικαλεστεί στην αγωγή και να αποδείξει, μπορεί το δικαστήριο κατ’εύλογη κρίση να επιδικάσει υπέρ του τελευταίου χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της βλάβης, που προκλήθηκε σε αυτόν από την προσβολή εκ μέρους του εργοδότη της προσωπικότητάς του ( βλ. ΑΠ 22/2014, ΑΠ 1289/2013, \ ΑΠ 254/2012 , ΑΠ 340/2011, Α.Π 282/2009, ΕΠ 311/2016, ΕΠ 25/2015, \ ΕΠ 146/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο όμως, το γεγονός της καταγγελίας της συμβάσεως, ή της μη εκπληρώσεως εκ μέρους του εργοδότου των ενοχικών του υποχρεώσεων, που τον βαρύνουν ως αντισυμβαλλόμενο, δεν αποτελεί καθ’ εαυτό αδίκημα, ούτε προσβολή προσωπικότητας ( βλ. και ΑΠ 292/2015, ΑΠ 1801/2001, ΑΠ 269/1993, ΕΠ 25/2015, ΕΑ 26/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ο χρόνος υπηρεσίας του μισθωτού συνάπτεται και με τη μισθολογική μεταχείριση αυτού, η οποία εκδηλώνεται, κατά κανόνα, με τη χορήγηση σ’ αυτόν επιδομάτων τριετιών-πολυετιών. Προς το σκοπό αυτό, προσμετράται και η τυχόν προϋπηρεσία αυτού σε άλλους εργοδότες. Δικαιολογητικός λόγος της προσμέτρησης αυτής είναι η επιβαλλόμενη ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των μισθωτών με προϋπηρεσία, λόγω της μεγαλύτερης απόδοσής του, οφειλόμενης στην εμπειρία, που έχουν αποκτήσει και της, από το λόγο αυτό, ωφέλειας των εργοδοτών. Για το λόγο τούτο, είναι αναγκαίο να συνάπτεται η προϋπηρεσία αυτή και να είναι ανάλογη με την εργασία, που παρέχει στον ίδιο εργοδότη, εκτός εάν διαφορετικά προβλέπεται από την οικεία ΣΣΕ, Δ.Α., ή τον εσωτερικό κανονισμό. Σχετική ρύθμιση προβλέπεται και από τον όρο 1Β της από 22-8-1991 ΣΣΕ “για τους όρους αμοιβής των εμπορικών επιχειρήσεων όλης της χώρας” κατά την οποία επί υπαλλήλων εμπορικών επιχειρήσεων, για να αναγνωρισθεί τυχόν υπάρχουσα προϋπηρεσία, θα πρέπει αυτή να έχει διανυθεί σε καθήκοντα ομότιμα και συναφή με αυτά, που ήδη ο εργαζόμενος παρέχει (βλ. ΑΠ1238/2014, ΑΠ 1289/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, προϋπόθεση για τη θεμελίωση της κατά του εργοδότου αξιώσεως προς καταβολή επιδόματος προϋπηρεσίας, την οποία παρέσχε ο μισθωτός σε άλλους εργοδότες σε καθήκοντα συναφή και ομότιμα, είναι η γνωστοποίηση σε αυτόν της εν λόγω προϋπηρεσίας και της χρονικής της διάρκειας. Η προϋπηρεσία του εργαζομένου προηγούμενους εργοδότες αποδεικνύεται με πιστοποιητικά των εργοδοτών αυτών, οι οποίοι υποχρεούνται στη χορήγησή τους, εφόσον τους ζητηθούν με αίτηση του εργαζομένου, καθώς και με κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο. Δεν αρκεί όμως η απλή προς το νέο εργοδότη ανακοίνωση ή γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας, αλλά απαιτείται και η κατάθεση των σχετικών αποδεικτικών εγγράφων, από της ημερομηνίας δε αυτής αρχίζει οπωσδήποτε η υποχρέωση του εργοδότη για την καταβολή των αυξημένων αποδοχών. Ο τρόπος αυτός απόδειξης της προϋπηρεσίας αποσκοπεί να καθιερώσει ασφαλή τρόπο γνώσεως αυτής από τον εργοδότη και δεν αποκλείει την απόδειξη της γνώσεως με άλλο ασφαλή τρόπο ( βλ. ΑΠ 213/2015,ΑΠ 1238/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τακαθοριζόμενα όρια με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ. προκύπτει ότι, μετά την παραδοχή κάποιου λόγου εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας την ουσία της, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει προς οριστική διάγνωση της διαφοράς, όλα τα ζητήματα υποβλήθηκαν πρωτοδίκως. Στην περίπτωση που κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται -κατ’ εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 ΚΠολΔ- και στις βάσεις εκείνες που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, καθ’ όσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή, η δε έρευνα των βάσεων που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως γίνεται από ίο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπάγγελτα, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκαταστάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβαθμίου.Επομένως, για την εξέταση αυτή δεν απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος ( βλ. Σ.Σαμουήλ « Η Έφεση» εκδ. 2009, παρ946, 947, σελ. 371 επ., ΑΠ 1372/2010, ΑΠ 1316/2008, ΑΠ 1173/2006, ΑΠ 833/2003ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως ……….. και ανταποδείξεως ……….., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, οι οποίες εκτιμώνται χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το μέτρο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, από τη με αριθμό ………../25-11-2013 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία δόθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο671 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠολΔ ( βλ. τη με αριθμό ………../22-11-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημητρίου Παπαδάκου) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα, με επίκληση προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά από τα οποία γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα απολύτως κατά την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα έχει ως αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία ειδών συσκευασίας και γραφικών τεχνών και ειδικότερα παράγει και εμπορεύεται είδη συσκευασίας, συμπεριλαμβανομένης και της βιομηχανικής συσκευασίας, υλικά διακόσμησης, υλικά περιτύλιξης και συναφή είδη, ενώ διατηρεί και δύο καταστήματα πώλησης στο ……….. Αττικής και στον ………… Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία την 01-09-2010 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, δίμηνης διάρκειας, που ορίστηκε ως δοκιμαστική περίοδος και ειδικότερα από 01-09-2010 έως 31-10-2010, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, με την ειδικότητα του εσωτερικού πωλητή. Με τη σύμβαση αυτή εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε να προσφέρει ο ενάγων την εργασία του στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης στο ……….. Αττικής, με πλήρη απασχόληση, με το πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή και επί σαράντα ώρες εβδομαδιαίως και δη από τις 08.00 έως τις 16.00, και σύμφωνα με τους όρους αμοιβής και εργασίας που προέβλεπε η ισχύουσα κάθε φορά οικεία ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας». Κατά τη λήξη της η ανωτέρω σύμβαση ανανεώθηκε με συμφωνία των διαδίκων και έτσι μετατράπηκε εξαρχής σε αορίστου χρόνου (βλ. ΕΑ 8105/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Ντάσιο «Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο» τομ. Α/Ι σελ. 629, I. Κουκιάδη «Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 766 επ., Στ. Βλαστό « Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας», τομ. II, σελ. 1157 επ., Γ. Λεβέντη, Σύμβαση Εργασίας αορίστου και ορισμένου χρόνου, Δ.Ε.Ν 2000 σελ. 850 ), οπότε ο ενάγων συνέχισε κανονικά να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη με τους ίδιους προαναφερόμενους όρους και συνθήκες εργασίας και έναντι μηνιαίου μισθού ποσού 903,67 ευρώ. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής εργασίας ο ενάγων πράγματι προσέφερε τις υπηρεσίες του με την ανωτέρω ειδικότητά του, στο προαναφερόμενο κατάστημα της εναγόμενης, μέχρι τις 04-01-2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή εργασίας του ενάγοντος και τον απέλυσε, όπως ειδικότερα θα αναφερθεί κατωτέρω. Ο ενάγων κατά το χρόνο προσλήψεώς του από την εναγομένη είχε προϋπηρεσία τεσσεράμισι ετών στην ίδια ειδικότητα και ειδικότερα ως πωλητής, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από 03-06-2010 βεβαίωση του ΙΚΑ και το σχετικό λογαριασμό ασφαλισμένου, την προϋπηρεσία του δε αυτή την είχε γνωστοποιήσει στην εναγομένη δεόντως με την προσκόμιση της σχετικής βεβαιώσεως του ΙΚΑ. Το γεγονός ότι η εναγομένη τελούσε σε γνώση της άνω προϋπηρεσίας του ενάγοντος προκύπτει και από την από 01-09-2010 αναγγελία πρόσληψης του ενάγοντος στον ΟΑΕΔ, όπου η εναγομένη δήλωσε ότι ο ενάγων δεν αναλαμβάνει για πρώτη φορά εργασία ως μισθωτός, ενώ τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο ενάγων στην από 31-08-2010 υπεύθυνη δήλωσή του προς την εναγομένη δεν ανέφερε την προϋπηρεσία του, καθόσον στην υπεύθυνη αυτή δήλωση ανέγραψε μόνο όσα στοιχεία η ίδια η εναγομένη του ζήτησε να δηλώσει υπεύθυνα και ειδικότερα την οικογενειακή του κατάσταση, τον Α.Φ.Μ, τον Α.Μ.Κ.Α., τον αριθμό μητρώου ΙΚΑ και τη ΔΟΥ στην οποία ανήκει, ενώ ως προς την προϋπηρεσία του αυτή δεν του ζητήθηκε να τη δηλώσει υπεύθυνα, αφού προέκυπτε από τη βεβαίωση του ΙΚΑ χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι η βεβαίωση αυτή είχε εκδοθεί για να χρησιμοποιηθεί από τον ενάγοντα στο ΑΣΕΠ και πάντως ήταν προγενέστερη της προσλήψεώς του) και γι’ αυτό άλλωστε η εναγόμενη με τη μεταγενέστερη της άνω υπεύθυνης δηλώσεως, από 01-09-2010 αναγγελία πρόσληψης προς τον ΟΑΕΔ ανέφερε ότι ο ενάγων δεν αναλαμβάνει για πρώτη φορά εργασία ως μισθωτός. Περαιτέρω, οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της εργασίας του στην εναγόμενη, σύμφωνα με την από 30-07-2008 ΣΣΕ “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας”, η οποία κηρύχθηκε γενικά υποχρεωτική από 05-08-2008 με την ΥΑ 69041/3230/06-10-2008 (ΦΕΚ Β’2137/15- 10-2008), λαμβανομένης υπόψη της οικογενειακής του κατάστασης (άγαμος) και της προαναφερόμενης προϋπηρεσίας του, ανέρχονταν στο ποσό των 966,40 ευρώ, ενώ η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 903,67 ευρώ μηνιαίως, καθόσον δεν προσμετρούσε την άνω προϋπηρεσία του και επομένως του οφείλει τη διαφορά που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 270,79 ευρώ (966,40 ευρώ – 903,67 ευρώ = 62,73 ευρώ X 4 μήνες = 250,92 ευρώ + 19,87 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο τρίτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα, κρίνεται κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010, υπήρχε αυξημένος φόρτος εργασίας λόγω της εορταστικής περιόδου και για το λόγο αυτό ο ενάγων εργαζόταν καθ’ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του. Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολείτο επί τρεις ημέρες εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη, επί 12 ώρες ημερησίως και επί 52 ώρες την εβδομάδα από τις οποίες οι σαράντα (40) ώρες αποτελούσαν το συμβατικό του ωράριο, οι πέντε (5) επιπλέον ώρες αποτελούσαν υπερεργασία και οι υπόλοιπες επτά (7) ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρία και συνολικά το μήνα αυτό, πραγματοποίησε είκοσι (20) ώρες υπερεργασίας και είκοσι οκτώ (28) ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίες. Κατά συνέπεια ο ενάγων για την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία, που αξιώνει με την αγωγή του, δικαιούται το ποσό των 291,81 ευρώ [ δηλ. 966,40 ευρώ δια 25 X 6 δια 40 = 5,79 ευρώ X 180% ( ήτοι ωρομίσθιο + 80 % προσαυξ. κατ’ εξαίρεση υπερωρίας X 28 ώρες) ]. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο έκτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα, κρίνεται, κατά το μέρος του αυτό, κατ’ ουσίαν αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι περί τις 20-12-2010 η εναγομένη δια της νομίμου εκπροσώπου της ……….. ανακοίνωσε στον ενάγοντα ότι επειδή η παροχή της εργασίας του δεν καλύπτει τις υπηρεσιακές της ανάγκες και δεν είναι ικανοποιητική η εργασιακή του απόδοση, θα προέβαινε σε λύση της συνεργασίας τους, με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του στο τέλος του έτους. Πράγματι στις 31-12-2010, ημέρα Παρασκευή, η εναγομένη, έχοντας λάβει την οριστική της απόφαση να προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ετοίμασε το σχετικό έγγραφο της καταγγελίας, με την ίδια ημερομηνία (31-12- 2010) και με αναφερόμενη τελευταία ημέρα εργασίας την 31-12-2010 και κάλεσε τον ενάγοντα να το υπογράψει και να το παραλάβει, πλην όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και δεν προσήλθε για την υπογραφή και παραλαβή αυτού και έτσι δεν ολοκληρώθηκε τυπικά η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του την ημέρα εκείνη, όπως έπρεπε κατά το νόμο, και δη ούτε με εγχείριση του εγγράφου της καταγγελίας στον ενάγοντα, ούτε με επίδοση αυτού με δικαστικό επιμελητή, πλην όμως ο ενάγων έτσι, ήτοι με την κλήση του από την εναγόμενη να υπογράψει και να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας, έλαβε γνώση από τότε προφορικά ότι η απόφαση της εναγομένης για την απόλυσή του ήταν ήδη ειλημμένη και πλέον οριστική, αφού ήταν ήδη έτοιμο και το σχετικό έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεώς του. Επακολούθησαν οι ημέρες της 01-01-2011 και της 02-01-2011, που ήταν Σάββατο και Κυριακή αντίστοιχα και ήταν ημέρες αργίας, ενώ και την 03-01-2011, ημέρα Δευτέρα, το κατάστημα της εναγομένης όπου παρείχε την εργασία του ο ενάγων δεν λειτούργησε, επειδή, όπως ίσχυε τότε, είχε παραμείνει ανοικτό την προτελευταία Κυριακή του προηγούμενου έτους. Την ημέρα αυτή δηλαδή στις 03-01-2011 ο ενάγων προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας Αθηνών (Τ.Κ.Ε. ………..) και υπέβαλε αίτηση για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς, για το λόγο ότι, όπως ανέφερε στην αίτησή του αυτή, αν και είχε καταθέσει πιστοποιητικά προϋπηρεσίας στην εναγόμενη, η τελευταία δεν έχει συνυπολογίσει τη σχετική προσαύξηση στο μισθό του. Την επομένη ημέρα, ήτοι στις 04-01-2011, ο ενάγων προσήλθε για να εργαστεί στον ως άνω τόπο εργασίας του, πλην όμως η εναγομένη δια της νομίμου εκπροσώπου της του δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την εργασία του, γιατί έχει αποφασιστεί ήδη η απόλυσή του και τον κάλεσε και πάλι να υπογράψει και παραλάβει το από 31-12-2010 έγγραφο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του και να εξοφληθεί για όλες τις οφειλόμενες αποδοχές του. Ο ενάγων, ενημέρωσε τότε την εναγομένη ότι την προηγουμένη ημέρα είχε προσφύγει στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας ( όπως συνομολογεί και στην αγωγή του, βλ. σελ. 3 αυτής) και περαιτέρω αρνήθηκε και πάλι να υπογράψει και να το παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας και δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την απόλυσή του, ότι δεν αποχωρεί από τον τόπο της εργασίας του και ότι θα παραμείνει σε αυτόν. Κατόπιν της ανωτέρω της ανωτέρω επιμονής του ενάγοντος να αρνείται να υπογράψει και να παραλάβει το έγγραφο της καταγγελίας και να αποχωρήσει από το χώρο εργασίας του, δημιουργήθηκε φραστικό επεισόδιο μεταξύ αυτού και του πατέρα της άνω νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης ……….., λόγω του οποίου ο ενάγων κάλεσε την αστυνομία και το σχετικό επεισόδιο έληξε (βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση με αριθμ πρωτ. ………../01-04-2011 απόσπασμα ημερησίου δελτίου οχήματος του Α.Τ. ………..). Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (04-01-2011) ο ενάγων προσήλθε στα γραφεία της εναγόμενης και υπέγραψε με επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος του το έγγραφο της άνω καταγγελίας της συμβάσεώς εργασίας του, σημειώνοντας επ’ αυτού ιδιοχείρως την ημερομηνία υπογραφής του από τον ίδιο, ήτοι την 04-01-2011, ενώ του καταβλήθηκαν τότε τα οφειλόμενα ποσά επίδομα Χριστουγέννων, επίδομα αδείας και αποζημίωση αδείας του έτους 2010, χωρίς όμως να του καταβληθεί κανένα ποσό για αποζημίωση απολύσεως. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του ενάγοντος συντελέστηκε, όχι στις 31-12-2010 όταν κλήθηκε μόνο από την εναγόμενη να υπογράψει το έγγραφο αυτής και ο τελευταίος αρνήθηκε, αλλά συντελέστηκε, ενόψει του ότι η καταγγελία αυτή είναι τυπική δικαιοπραξία, στις 04-01-2011, όταν το σχετικό έγγραφο αυτής εγχειρίστηκε πράγματι στον ενάγοντα και ο τελευταίος έλαβε ακριβή γνώση του περιεχομένου του. Ήδη ο ενάγων ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή του ότι η επίμαχη καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του είναι άκυρη ως καταχρηστική, γιατί έλαβε χώρα το πρώτον στις 04-01-2011 από λόγους εκδίκησης στο πρόσωπό του από πλευράς της εναγομένης – εργοδότριάς του, εξαιτίας της προσφυγής του την -προηγούμενη ημέρα της απολύσεώς του στην επιθεώρηση εργασίας για την προστασία των εργασιακών του δικαιωμάτων. Ο ισχυρισμός όμως αυτός του ενάγοντος δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω προσφυγή του ενάγοντος στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, στις 03-01-2011, δηλαδή την προηγουμένη ημέρα που συντελέστηκε η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του (04-01-2011), ουδεμία επιρροή άσκησε στην επίμαχη καταγγελία της συμβάσεώς του, ούτε αυτή ανάγεται σε εκδικητικότητα και εμπάθεια στο πρόσωπό του εκ μέρους της εναγομένης λόγω της προσφυγής του αυτής, όπως αβάσιμα ο ενάγων ισχυρίζεται, και τούτο διότι η πρόθεση της εναγομένης για την απόλυση του ενάγοντος είχε εκδηλωθεί πολύ νωρίτερα και είχε γνωστοποιηθεί στον ενάγοντα περί τις 20-12-2010 και η σχετική οριστική απόφαση για την απόλυσή του είχε ληφθεί επίσης νωρίτερα και δη πριν από τις 03-01-2011, που ο ενάγων προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας και πιο συγκεκριμένα είχε ληφθεί ήδη οριστικά από τις 31-12-2010, οπότε καταρτίστηκε και το με την ίδια ημερομηνία έγγραφο της καταγγελίας και οπότε κλήθηκε πράγματι ο ενάγων να το υπογράψει και να το παραλάβει, και ως εκ τούτου η μεταγενέστερη και δη στις 03-01-2011 προσφυγή του ενάγοντος στην επιθεώρηση εργασίας ουδεμία άσκησε επιρροή στην απόφαση της εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβασή του, η οποία (απόφαση) ήταν ήδη προειλημμένη και συνακόλουθα δεν συνδέεται αιτιωδώς η επίμαχη καταγγελία με την προσφυγή του ενάγοντος στην επιθεώρηση εργασίας, ούτε με λόγους εκδικητικότητας και εμπάθειας εναντίον του εξ αιτίας της προσφυγής του αυτής. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν είχε προλάβει να ενημερωθεί έως το χρόνο που κατά τα άνω συντελέστηκε τυπικά η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ήτοι στις 04-0-2011, για την άνω προσφυγή του στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, από την ίδια την υπηρεσία αυτή, αλλά το πληροφορήθηκε την εν λόγω ημέρα (04-01-2011) από τον ίδιο τον ενάγοντα , πλην όμως και πάλι η πληροφορία αυτή ουδεμία επιρροή άσκησε στην απόφασή της για καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η απόφαση αυτή είχε ήδη ληφθεί και καταστεί οριστική και αναμφισβήτητη, σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα στις 31-12-2010, οπότε κατά λογική και αντικειμενική κρίση δεν είναι δυνατόν η μεταγενέστερη αυτή προσφυγή του ενάγοντος να προκάλεσε την απόφαση για απόλυση του ενάγοντος,αφού αυτή ήταν ήδη χρονικά προηγουμένως ειλημμένη. Επομένως δεν είναι άκυρη ως καταχρηστική για την ανωτέρω αιτία η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, όπως ο τελευταίος αβάσιμα ισχυρίζεται στην αγωγή του. Επίσης οι λοιποί ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιέχονται στην αγωγή του, κατά τους οποίους η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του είναι άκυρη ως καταχρηστική για το λόγο ότι ήταν γνωστό στην εναγομένη ότι ζει αποκλειστικά από το προϊόν της εργασίας του και ότι η απομάκρυνση του από αυτή τον περιήγαγε σε κατάσταση έσχατης οικονομικής και κοινωνικής ένδειας, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, καθώς και ότι εκτελούσε τα καθήκοντά του με απόλυτη ευσυνειδησία, ακόμα και αν υποτεθούν αληθινοί, δεν επαρκούν από μόνοι τους να στοιχειοθετήσουν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβασή του. Περαιτέρω, εφόσον η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος δεν οφείλεται σε εκδικητική συμπεριφορά της εναγομένης, ούτε είναι καταχρηστική για το λόγο αυτό η άσκηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης, δεν συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της, όπως ο ενάγων αβάσιμα ισχυρίζεται στην αγωγή του, και ως εκ τούτου η τελευταία δεν του οφείλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι η καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως ασκηθείσα καταχρηστικά από την εναγομένη και ότι του οφείλεται για το λόγο αυτό, χρηματική ικανοποίηση λόγω. ηθικής βλάβης, έσφαλε και συνεπώς πρέπει να γίνουν δεκτοί, κατά το μέρος τους αυτό, οι σχετικοί πρώτος, δεύτερος και έκτος λόγοι της υπό κρίση εφέσεως της εναγομένης – εκκαλούσας. Γενομένων δεκτών των ανωτέρω λόγων εφέσεως, πρέπει και η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτελέσεως. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η ένδικη από 11-03-2011 αγωγή [ η οποία έχει ασκηθεί εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, δεδομένου ότι καταγγελία έλαβε χώρα στις 04- 01-2011 και η ένδικη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 22-03-2011, σύμφωνα με την ………../22-03-2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνου Β. Λεράκη ], πρέπει αυτή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την πρώτη βάση της, με την οποία ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η καταγγελία της συμβάσεώς εργασίας του λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως απολύσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, μετά την παραδοχή κάποιου λόγου εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρατώντας την υπόθεση και δικάζοντας την ουσία της, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει προς οριστική διάγνωση της διαφοράς, και τις βάσεις εκείνες που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως, καθ’ όσον δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή, η δε έρευνα των βάσεων που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπάγγελτα, εξαιτίας της επερχόμενης από το νόμο υποκαταστάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στη θέση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, χωρίς για την εξέταση αυτή να απαιτείται έφεση ή αντέφεση ή υποβολή ειδικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος και στην ένδικη περίπτωση πρέπει να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως η ανωτέρω πρώτη βάση της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως απολύσεως, η οποία (βάση) δεν ερευνήθηκε καθόλου από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακόμα και εάν δεν υφίσταται ειδικό προς τούτο παράπονο του ενάγοντος. Από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος έγινε μεν εγγράφως, πλην όμως δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, η οποία έπρεπε να του καταβληθεί, καθόσον αυτός προσλήφθηκε την 01-09-2010 και πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, δηλαδή πριν τις 17-12-2010, είχε ήδη αυτός από την 01-11-2010 συμπληρώσει τη δίμηνη υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, ήτοι στην εναγομένη, όπως απαιτούσε η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 ( ΦΕΚ Α’ 115/15.7.2010), υπό την ισχύ της οποίας είχε προσληφθεί και όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 17 Ν. 3899/2010, και συνεπώς ο ενάγων είχε θεμελιώσει δικαίωμα για τη λήψη της αποζημιώσεως αυτής, το οποίο δεν ανατρέπεται αναδρομικά από τη μεταγενέστερη ισχύ του Ν. 3899/2010, δεδομένου ότι η νέα αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, τους μισθωτούς οι οποίοι αναλαμβάνουν εργασία από την έναρξη ισχύος του Ν. 3899/2010, δηλαδή από τις 17-12-2010 και μετά, και όχι αναδρομικά και αυτούς που είχαν προσληφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και είχαν ήδη κατά τη δημοσίευσή του θεμελιώσει δικαίωμα για τη λήψη της αποζημιώσεως αυτής σε περίπτωση απολύσεώς τους. Επομένως, εφόσον η εναγομένη κατά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος δεν του κατέβαλε την οφειλόμενη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, ανερχόμενη στο ποσό των 1.127,47 ευρώ (ήτοι μην. μισθ. κατά τον τελευταίο μήνα πριν την απόλυση 966,40 ευρώ + 1/6 για αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας), η ένδικη καταγγελία είναι άκυρη για το λόγο αυτό, και συνεπώς η εναγομένη μη αποδεχόμενη από τότε τις υπηρεσίες του ενάγοντος κατέστη υπερήμερη. Ας σημειωθεί ότι η εναγομένη δεν έχει υποβάλει ένσταση συγγνωστής πλάνης ως προς τη μη καταβολή της αποζημιώσεως απολύσεως στον ενάγοντα, εξ αιτίας της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 17 Ν. 3899/2010 και συνεπώς τυχόν τέτοια πλάνη της δεν μπορεί να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, εφόσον η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, άκυρη και η εναγομένη, μη αποδεχόμενη από τότε τις υπηρεσίες του ενάγοντος, έχει καταστεί υπερήμερη, οφείλει στον ενάγοντα τους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 05-01-2011 έως 04-05- 2013 που ανέρχονται, στο ποσό των (966,40 ευρώ X 28 μήνες =) 27059,20 ευρώ και στο οποίο πρέπει να συμπεριληφθούν : α) τα επιδόματα Πάσχα των ετών 2011, 2012 και 2013, προσαυξημένα με την αναλογία του επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού (503,33 ευρώ X 3 “) 1.509,99 ευρώ, β) τα επιδόματα Χριστουγέννων των ετών 2011 και 2012, προσαυξημένα με την .β αναλογία του επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού ( 1006,66 ευρώ X \ 2=) 2.013,32 ευρώ και γ) τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού (483,20 ευρώ X 2=) 966,40 ευρώ.Δηλαδή για την αιτία αυτή η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 31.548,91 ευρώ, από το οποίο όμως πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 17.650,58 ευρώ, το οποίο ο ενάγων έλαβε από την παροχή εργασίας σε άλλον εργοδότη κατά το διάστημα από 12-11-2011 έως 04-05-2013 και συνεπώς το οφειλόμενο για την αιτία αυτή ποσό διαμορφώνεται σε 13.898.33 ευρώ. Συνεπώς για όλες τις προαναφερόμενες αιτίες η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ( 270,79 + 291,81 + 13.898.33=) 14.460,93 ευρώ. Εξάλλου μόνο το γεγονός της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και της ακυρότητας αυτής, η οποία οφείλεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στη μη καταβολή της αποζημιώσεως απολύσεως, η οποία συνιστά μη εκπλήρωση εκ μέρους της εναγομένης – εργοδότριας ενοχικής της υποχρέωσης, δεν αποτελούν καθ’ εαυτά αδικήματα, ούτε συνιστούν προσβολή προσωπικότητας και ως εκ τούτου δεν οφείλεται στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Περαιτέρω, η ένσταση της εναγομένης – εκκαλούσας, η οποία προβλήθηκε παραδεκτά πρωτοδίκως και επαναφέρεται επίσης παραδεκτά, με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της, περί καταχρηστικής ασκήσεως κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, από τον ενάγοντα των αγωγικών του αξιώσεων για καταβολή μισθών υπερημερίας, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθόσον τα περιστατικά που αυτή επικαλείται, ακόμα και αν υποτεθούν αληθινά, δεν επαρκούν νομικά, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, για τη θεμελίωση της ενστάσεως αυτής του άρθρου 281 του ΑΚ και για να καταστήσουν την ανωτέρω ένδικη αξίωση του ενάγοντος καταχρηστική, ως ασκούμενη κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά την έννοια της διατάξεως 281 του ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση όμως και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η ένσταση αυτή κρίνεται και κατ’ ουσίαν αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον ο ενάγων επεδίωξε αμέσως μετά την απόλυσή του από την εναγομένη την ανεύρεση άλλης εργασίας, δεδομένου ότι ζει αποκλειστικά από το προϊόν της εργασίας του και δεν έχει άλλους οικονομικούς πόρους, πλην όμως, ενόψει και των δυσμενών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά εργασίας λόγω της δεινής και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η ανεύρεση άλλης εργασίας κατέστη εφικτή στις 12-11-2011, οπότε και ανέλαβε εργασία σε άλλο εργοδότη και ως εκ τούτου περιόρισε ο ίδιος το αίτημά του για καταβολή μισθών υπερημερίας, αφαιρώντας τις αποδοχές που έλαβε από την εργασία του αυτή. Τέλος, ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη ισχυρίζεται ότι έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή με την εκκαλουμένη απόφασή του κήρυξε την καταψηφιστική της διάταξη κατά το ποσό των 6.000 ευρώ προσωρινά εκτελεστή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, επειδή η εκκαλούσα στερείται εννόμου συμφέροντος, δεδομένου ότι η απόφαση που θα εκδοθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι τελεσίδικη και ούτως ή άλλως εκτελεστή (Σ. Σαμουήλ «Η έφεση», έκδ. 2009, σελ. 232 αριθμ. 5, ΕΑ 8394/2005, ΕΑ 4457/1992, ΕΑ4566/1987, ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και : 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 04-01-2011 καταγγελίας της συμβάσεώς εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος και να τον απασχολεί με την ίδια προαναφερομένη ειδικότητά του ως πωλητή και σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης ( άρθρο 656 του Α.Κ., όπως αντικ. με άρθρο 61 Ν. 4139/2013) και, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς της αυτής, την καταδικάζει σε χρηματική ποινή ποσού 3.000 ευρώ, υπέρ του ενάγοντος, σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 του ΚΠολΔ [ δεδομένου ότι οι κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης δημιουργούμενες από αυτή (εργασιακή σχέση) υποχρεώσεις των μερών είναι δεκτικές εξαναγκασμού με τα μέσα της παρ. 1 του άρθρου 946 του ΚΠολΔ και όχι της διάταξης του άρθρου 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. Μπρίνια: ό.π. παρ. 225 III στ’ σελ. 625-626, Κουκιάδη: Εργ. Δίκ. (1984) σελ.643, Δη μ. Ζερδελή, Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (2002), αρ. 940, Βαθρακοκοίλη: Ερμ. ΚΠολΔ. άρθρο 946, Ντάσιο: Εργ. Δικον.Δίκ. Δ’ έκδ. παρ, 245 σελ.338, Βλαστό: ΕΕργΔ 56 σελ. 63-65, ΑΠ 966/2009, ΑΠ 1540/2006, ΑΠ 255/2005, ΑΠ 481/2003, ΑΠ 1167/1999, ΑΠ 1618/1998, ΕΑ 8860/2006, ΕΘ 1559/ 2006, ΕΘ 2896/2006, ΕΑ 8508/2004, ΕΘ 1700/2002, ΕΘ 2010/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και 3) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.460,93 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατόπιν όλων των ανωτέρω το αίτημα της εναγομένης – εκκαλούσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, αφού το επιδικαζόμενο με την παρούσα απόφαση ποσό, υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η πρωτόδικη απόφαση. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας κάθε διάδικης πλευράς (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

-Εξαφανίζει τη με αριθμό 2668/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

-Διακρατεί την υπόθεση.

-Δικάζει επί της από 11-03-2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../………../14-03-2011 αγωγής.

-Δέχεται κατά ένα μέρος αυτή.

-Αναγνωρίζει ότι είναι άκυρη η από 04-01-2011 καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, με την ειδικότητά του ως πωλητή και σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης, και σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς της αυτής, την καταδικάζει σε χρηματική ποινή ποσού τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, υπέρ του ενάγοντος.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (14.460,93 ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

-Απορρίπτει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

-Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2017 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies