άδειες εργαζόμενουοφειλή δεδουλευμένωνΜονομελές Εφετείο Αθηνών 6126/2019

Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Μετ’ αναίρεση επανασυζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες, που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση. Εργαζόμενη σε πρόγραμμα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) του ΟΑΕΔ. Οι συμβάσεις της καλούσας – ενάγουσας, έστω και αν είχαν χαρακτηριστεί ως συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας λειτούργησαν στην πραγματικότητα ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας πλην όμως άκυρες, με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού και συνεπώς η ενάγουσα να δικαιούται να λαμβάνει, κατά τις αρχές περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, την αμοιβή που θα λάμβανε άλλος αντί αυτής εργαζόμενος, ασχολούμενος με έγκυρη σχέση εργασίας. Επιδόματα εορτών. Επιδόματα και αποδοχές αδείας. Δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας. Δέχεται την έφεση της εργαζόμενης. Δέχεται εν μέρει την αγωγή και επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 10.992,42 Ευρώ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός αποφάσεως

6126/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 4°-εργατικών

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Δαούτη, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και τη Γραμματέα Φωτεινή Μπριτζίκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : ……… ……….. , κατοίκου ……….. επί της οδού ……….. αρ….. (ΑΦΜ …………), η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ , από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βλαχόπουλο.

ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Τριτοβάθμιας επαγγελματικής οργάνωσης του ν. 1712/1987 με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……… αριθμ…. , νομίμως εκπροσωπούμενης , η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η καλούσα -εκκαλούσα με την , ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της ήδη καθ’ης η κλήση -εφεσίβλητης, από 10.06.2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./……../11.06.2010) αγωγή της και για τους λόγους που περιέχονται σ’αυτήν ζήτησε τα αναφερόμενα στο αιτητικό της.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2467/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου , η οποία απέρριψε την αγωγή.

Κατά της αποφάσεως αυτής η καλούσα-εκκαλούσα-ενάγουσα άσκησε την από 05.09.2014 έφεση της (αριθμ.εκθ.καταθ. δικ.στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ……./09.09.2014) , απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο τούτο και για τους λόγους που περιέχονται σ’ αυτή ζήτησε τα αναφερόμενα στο αιτητικό της .

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η 1118/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δέχθηκε την έφεση τυπικά και ως κατ’ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση κατά το αναφερόμενο σ’αυτήν κεφάλαιο.

Κατά της αποφάσεως αυτής η καλούσα-εκκαλούσα-ενάγουσα άσκησε την από 18.07.2016 αίτηση αναιρέσεως , επί της οποίας εκδόθηκε η 1373/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου (Β1′ Πολιτικό Τμήμα), η οποία ανήρεσε εν μέρει την απόφαση αυτή και παρέπεμψε (κατά το αναιρεθέν μέρος) την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή .

Ήδη με την από 26.11.2018 (αριθμ.εκθ.καταθ. ……./………/27.11.2018) κλήση της καλούσας- εκκαλούσας-ενάγουσας επαναφέρεται για συζήτηση η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Επί της κλήσεως αυτής ορίσθηκε δικάσιμος η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά παρέδωσε στις 16.09.2019 στην αρμόδια γραμματέα την από 16.09.2019 μονομερή δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις έγγραφες προτάσεις, η καθ’ης η κλήση-εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε , ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Κατά το άρθρο 581 §1 του ΚΠολΔ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. Κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως αυτής, για την εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής, μετά την αναίρεση της αποφάσεως, απαιτείται κλήση, που πρέπει να επιδοθεί στον αντίδικο του επισπεύδοντος, χωρίς να είναι υποχρεωτική και η επίδοση της αποφάσεως (βλ. ΑΠ 141/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 579 του ίδιου Κώδικα προκύπτει, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην προηγουμένη της αναιρεθείσης απόφασης κατάσταση και η διαδικασία ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, με την έννοια ότι, εφόσον η απόφαση αναιρέθηκε εν όλω αποβάλλει κάθε ισχύ και θεωρείται ως εντελώς άκυρη και η συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε, καταργείται, με συνέπεια και οι προτάσεις που κατατέθηκαν σ’ αυτήν να μη λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο της παραπομπής (βλ. ΑΠ 25/1983, ΑΠ 675/1980 ΝοΒ 28.2012, ΑΠ 1143/1974 ΝοΒ 23.642). Κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες, που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία και η ερημοδικία των διαδίκων υπόκειται στη ρύθμιση των κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης στο δευτεροβάθμιο ή πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ανάλογα αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτεροβαθμίου ή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αν πρόκειται για πρώτη ή μεταγενέστερη συζήτηση (βλ. Παπαδοπούλου: Η αναιρετική Διαδικασία, παρ. 527 σελ. 777, Βαθρακοκοίλη: Ερμ. ΚΠολΔ υπό το άρθρο 581 αριθ. 6, Κεραμέως Κονδύλη – Νίκα: Ερμ. ΚΠολΔ υπό το άρθρο 581 αριθ. 2, ΑΠ 218/1973 ΝοΒ 1973.1048, Εφ Δωδ 171/2013 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Από την υπ.’αριθμ………/17.12.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα-εκκαλούσα , προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 26.11.2018 (αριθμ.εκθ.καταθ. ……../……../27.11.2018) κλήσης, συνοδευόμενης από πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με την οποία (κλήση) επαναφέρεται προς συζήτηση η από 5.9.2010 έφεσή της (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./09.09.2014) εναντίον της καθ’ης η κλήση -εφεσιβλήτου και κατά της υπ.’αριθμ. 2467/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών , μετά την αναίρεση με την υπ.’αριθμ.1373/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου της υπ.’αριθμ.1118/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή σ’αυτό της προκείμενης υπόθεσης κατ’άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ , επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ης η κλήση- εφεσίβλητη, η οποία όμως δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο , ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε προσηκόντως από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία όμως θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 του ΚΠολΔ).

II. Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, ειδικότερα, στην περίπτωση της εν μέρει αναίρεσης κατά τα αναιρεθέντα κεφάλαια και στην περίπτωση της εν όλω αναίρεσης – η οποία συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει κατά νομική ακολουθία το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της- κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν μέρος επί του οποίου με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις – εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση- από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 1614/2008). Εν προκειμένω, η ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από 10.06.2010 (αριθμ.εκθ.κατ. …../…../11.06.2010 ) αγωγή της , την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της ήδη καθ’ ης η κλήση -εφεσιβλήτου- εναγομένης , ισχυρίστηκε ότι με την με αριθμό …../14.09.2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) καταρτίστηκε «Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας (STAGE) στις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ» 18 μηνης διάρκειας .Ότι αρχικά στις 6 Απριλίου 2005 και στη συνέχεια κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους καταρτίστηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης ως φορέα υλοποίησης του ανωτέρω προγράμματος, συμφωνητικά συνεργασίας ορισμένου χρόνου στο πλαίσιο του προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας . Ότι τοποθετήθηκε στην εναγομένη με την ειδικότητα του Διοικητικού Υπαλλήλου, κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Δ.Ε.) , όπου και παρείχε την εργασία της επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και οκτώ ώρες ημερησίως , υπό την εποπτεία και έλεγχο των προϊσταμένων της , αντί ημερήσιας αποζημίωσης (εκπαιδευτικό επίδομα). Ότι η αρχική σύμβαση παρατάθηκε επανειλημμένα για τα χρονικά διαστήματα που αναφέρει στην αγωγή της μέχρι και τις 12.04.2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε προφορικά και αζημίως τη σύμβαση εργασίας της .Ότι η εργασία που προσέφερε στην εναγομένη ήταν όμοια με αυτή των μονίμων υπαλλήλων , κάλυπτε δηλαδή πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτής, εργαζόταν στον ίδιο χώρο και με το ίδιο ωράριο που εργάζονταν και το λοιπό προσωπικό. Ότι η εναγομένη της κατέβαλε για το ανωτέρω χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε αποδοχές κατώτερες από τις νόμιμες , δηλαδή τις προβλεπόμενες για τους εργαζόμενους γραμματείς στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, ενώ επίσης δεν της κατέβαλε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, ούτε της χορηγούσε ετήσια άδεια αναψυχής . Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε: α) να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση που τη συνέδεε με την εναγομένη , από 06.04.2005 , ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου , β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 12.04.2010 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της με απειλή χρηματικής ποινής , γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14.05.2010 έως 31.10.2010 το ποσό των 26.827,76 ευρώ , μετά από παραδεκτό περιορισμό του αρχικού αιτήματος της (των 33.098,05 ευρώ) , με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής , επικουρικά δε, εφόσον κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, το ποσό των 5.864,56 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης . Επίσης, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 20.330,68 ευρώ για διαφορές αποδοχών, το ποσό των 7.583,86 ευρώ για επιδόματα εορτών (Πάσχα, Χριστουγέννων για τα έτη 2005,2006,2007,2008,2009, και επίδομα Πάσχα έτους 2010) και το ποσό των 7.447,30 ευρώ για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας και επίδομα αδείας (για τα έτη 2005,2006,2007,2008 και 2009) με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής , επικαλούμενη για τα ως άνω ποσά ευθέως το νόμο, τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού , καθόσον ωφελήθηκε η εναγομένη, με το να αποφύγει να καταβάλει τα ποσά αυτά σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσε νόμιμα στη θέση της , ακόμα δε επικουρικότερα ζήτησε τα ποσά αυτά κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, καθόσον η εναγόμενη τη ζημίωσε κατά τα ποσά αυτά με τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το ως άνω δικαστήριο , κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. ΚΠολΔ , όπως ίσχυαν πριν την ισχύ του ν. 4335/2015), η 2467/2013 οριστική απόφασή του, η οποία, απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της καθώς και την επικουρική περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά της αποφάσεως αυτής , η ενάγουσα – εκκαλούσα άσκησε την από 05.09.2014 (αριθμ.εκθ.καταθ.δικ. ……../2014) έφεση, απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο τούτο , παραπονούμενη , με τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’αυτήν , για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου επιδιώκοντας την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η 1118/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου , η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της , έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν ως βάσιμη ως προς την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού , επιδίκασε σ’αυτήν εκ της ως άνω αιτίας λόγω διαφοράς αποδοχών το ποσό των 6.099,62 ευρώ , ενώ έκρινε ότι ως προς τα αιτούμενα με την ένδικη αγωγή επιδόματα εορτών , αδείας και αποδοχές αδείας η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκκαλούσα- ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 18.07.2016 αίτηση αναίρεσης , επί της οποίας εκδόθηκε η 1373/2018 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου , η οποία αφού έκρινε ότι ορθά το Δικαστήριο τούτο απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την αγωγή ως προς την κύρια βάση της , ακολούθως αναίρεσε αυτήν κατά ένα μέρος και δη κατά το μέρος εκείνο κατά το οποίο το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε ότι η απόφαση του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν εκκαλείται ως προς την απορριπτική της διάταξη , που αφορά επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας , αφού σύμφωνα με την αναιρετική απόφαση , «από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 05.09.2014 έφεσης της ενάγουσας προκύπτει ότι η ενάγουσα-εκκαλούσα ζήτησε με αυτήν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή ως νόμιμη η αγωγή και περαιτέρω ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη στο σύνολό της και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη-εναγομένη να της καταβάλει τα αιτούμενα ποσά » και έτσι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.9 ΚΠολΔ , δηλαδή το Δικαστήριο τούτο άφησε αδίκαστη αίτηση και παρέπεμψε την υπόθεση , κατά το παραπάνω μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Ήδη , με την από 26.11.2018 (αριθμ.εκθ.καταθ. ……/……../27.11.2018) κλήση της εκκαλούσας-ενάγουσας επαναφέρεται για συζήτηση η υπόθεση κατά το αναιρεθέν μέρος , σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα στη νομική σκέψη (δηλαδή επαναφέρεται η έφεση της ενάγουσας ως προς το λόγο της που αναφέρεται στην έρευνα των αξιώσεών της που αφορούν τα επιδόματα εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας κατά τα επίδικα έτη) , ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου , σύμφωνα με τα άρθρα 581 παρ.1 ΚΠολΔ , και η υπόθεση πρέπει να εξεταστεί ,αλλά μέσα στα όρια που διαγράφει η (προαναφερόμενη) αναιρετική απόφαση (άρθρο 581 παρ.2 του ΚΠολΔ).

III. Η ανωτέρω από 05.09.2014 έφεση (αριθμ. εκθ. καταθ. στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ……../09.09.2014) της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά της προαναφερομένης 2467/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ , όπως ίσχυαν πριν την εφαρμογή του ν.4335/2015 ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου [άρθρο 19 ΚΠολΔ] ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τα άρθρα 495 επ.,511 επ., 518 παρ.2 σε συνδυασμό με 591 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν.4335/2015, ενόψει του χρόνου άσκησης της έφεσης πριν την 01.01,2016-άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 του ν.4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία , το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της , αλλά εντός των ορίων που προδιαγράφει η προαναφερόμενη αναιρετική απόφαση (άρθρο 581 παρ.2 του ΚΠολΔ).

IV. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που η ενάγουσα νομίμως επικαλείται με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της και προσκομίζει, τις με αριθμ. …../14.02.2012 ,……../14.02.2012 ένορκες βεβαιώσεις των …………….. και …………. αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που ληφθήκαν με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγομένης ( βλ. την με αριθμ. ……./08.02.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας Κωνσταντίνου Λεράκη), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα : Δυνάμει της με αριθμό 1118/2016 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, κρίθηκε ότι τόσο η αρχική σύμβαση που καταρτίστηκε με το από 19.10.2004 «συμφωνητικό συνεργασίας στο πλαίσιο του προγράμματος για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στις υπηρεσίες του ΟΑΕΔ» μεταξύ αφενός του ΟΑΕΔ ως υπεύθυνου φορέα του προγράμματος της εναγομένης, αφετέρου της εφεσιβλήτου- εναγομένης ως φορέα υλοποίησης αυτού και εκ τρίτου της ενάγουσας, με την οποία η τελευταία προσελήφθη στο πλαίσιο του ως άνω εργασιακού προγράμματος (stage) και απασχολήθηκε στα γραφεία που διατηρούσε η εναγομένη στην …….. επί της οδού ……….. αρ……., προκειμένου κατά το εν λόγω συμφωνητικό να αποκτήσει η ενάγουσα εργασιακή εμπειρία στο γνωστικό της αντικείμενο (απόφοιτος Λυκείου γενικής εκπαίδευσης) και συγκεκριμένα ως διοικητική υπάλληλος -γραμματέας με ωράριο που δεν υπερέβαινε τις επτά ώρες ημερησίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή με μικτές ημερήσιες αποδοχές ποσού 25 ευρώ, η διάρκεια του οποίου (συμφωνητικού) ορίσθηκε δεκαοκτάμηνη , όσο και οι επόμενες συμβάσεις που καταρτίστηκαν μετά την πάροδο του δεκαοκταμήνου, μεταξύ των προαναφερομένων δυνάμει των από 29.09.2006, 28.09.2007 και 06.10.2008 όμοιων συμφωνητικών με διάρκεια από 06.10.2006 έως 05.10.2007, από 06.10.2007 έως 05.10.2008 και από 13.10.2008 έως 12.04.2010 , αντίστοιχα , έστω και αν είχαν χαρακτηριστεί ως συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας λειτούργησαν στην πραγματικότητα ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας πλην όμως άκυρες , με αποτέλεσμα να γίνει δεκτή η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού με αποτέλεσμα η ενάγουσα να δικαιούται να λαμβάνει , κατά τις αρχές περί αδικαιολόγητου πλουτισμού , την αμοιβή που θα λάμβανε άλλος αντί αυτής εργαζόμενος , ασχολούμενος από 06.04.2005 με έγκυρη σχέση εργασίας , και το σχετικό αγωγικό αίτημα κρίθηκε νόμιμο , σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1α του Συντάγματος,20 παρ. 15 του Ν.2639/1998 , 648 επ και 904 επ.ΑΚ . Με την ίδια ως άνω απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η κύρια βάση της αγωγής με την οποία η ενάγουσα ζητούσε τα ανωτέρω ποσά με βάση τις διατάξεις από τη σύμβαση εργασίας . Ακολούθως , το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε ότι η αμοιβή – μισθός που λάμβανε η ενάγουσα , τόσο κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης όσο και κατά τη διάρκεια των λοιπών , υπολειπόταν του βασικού μισθού που λάμβανε ο εργαζόμενος που ασκούσε αντίστοιχα με την ενάγουσα καθήκοντα γραμματέα – υπαλλήλου γραφείου σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και επιδίκασε στην ενάγουσα για διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 6.4.2005 έως 12.04.2010 το ποσό των 6.099,62 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια , η 1118/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατέστη αμετάκλητη ύστερα από την έκδοση της 1373/2018 απόφασης του Αρείου Πάγου (Β1Πολιτικό Τμήμα) επί της από 18.07.2016 αίτησης αναίρεσης που άσκησε η ενάγουσα κατά της ανωτέρω απόφασης .Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ουδέποτε καθ’όλο το ανωτέρω επίδικο χρονικό διάστημα κατέβαλε στην ενάγουσα δώρα εορτών και επιδόματα και αποδοχές αδείας , τα οποία και δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (άρθρα 1παρ.1 του ν. 1082/1980 , 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας , 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του ν.4504/1966) , διότι τις παροχές αυτές δικαιούνται όχι μόνον οι μισθωτοί , που απασχολούνται σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας , αλλά ακόμη και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με απλή σχέση εργασίας, όπως εν προκειμένω η ενάγουσα (ΑΠ 1805/2017, ΑΠ 260/2012). Οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας , χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις αυτής , ενόψει της απλής εργασιακής της σχέσης με την εναγομένη διαμορφώθηκαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ως εξής : Ο βασικός μισθός των γραμματέων – υπαλλήλων γραφείων σε επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμορφώθηκε ως εξής : α) με την ΔΑ 23/2005 (Π.Κ. Υπ. Απασχόλησης 14/9.6.2005), από 1.1.2005 σε 637,88 ευρώ και από 1.7.2005 σε 660,21 ευρώ , β) με την ΔΑ 39/2006 (ΠΚ Υπ. Απασχόλησης 23/8.8.2006) από 1.1.2006 σε 680,02 ευρώ και από 1.9.2006 σε 703,82 ευρώ , γ) με την ΣΣΕ της 12.4.2007 (Π.Κ. Υπ. Απασχόλησης 34/11.5.2007) από 1.1.2007 σε 724,93 ευρώ και από 1.9.2007 σε 746,68 ευρώ και δ) με την ΔΑ 11/2008 (Π.Κ,Υπ. Απασχόλησης 6/6.6.2008) από 1.1.2008 σε 772,81 ευρώ , από 1.9.2008 σε 797,54 ευρώ , από 1.1.2009 σε 817,48 ευρώ, από 1.1.2009 σε 817,48 ευρώ και από 1.9.2009 σε 850,18 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 της Υπουργικής Απόφασης 19040/1981 [ΦΕΚ Β 742/9.12.1981) “όλοι οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο δικαιούνται, από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους: α)Επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και β) Επίδομα εορτών Πάσχα ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. Προϋπόθεση για την καταβολή στο ακέραιο των άνω επιδομάτων είναι σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άνω άρθρου της ΥΑ να έχει διαρκέσει η σχέση εργασίας για το δώρο Πάσχα από 1 Ιανουαρίου ως 30 Απριλίου του έτους και για το δώρο Χριστουγέννων από 1 Μαΐου ως 31 Δεκεμβρίου του έτους, διαφορετικά καταβάλλεται αναλογία των δώρων, που αντιστοιχεί για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού ή δύο (2) ημερομίσθια ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσεώς τους (άρθρο 1§3α ΥΑ 19040/1981), για δε το επίδομα εορτών Πάσχα σε ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής , για κάθε οκτώ (8) ημερολογιακές ημέρες. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2§1α του Α.Ν.539/1945 (ΦΕΚ 229 όπως τροποποιήθηκε από την παρ.1 άρθρ. 13 Ν.3227/2004 και την παρ.1 άρθρο 1 Ν.3302/2004 ΦΕΚ 267/28-12-2004) κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια (20) εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγεί την αναλογία της κανονικής άδειας μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους στο οποίο προσελήφθη ο μισθωτός (άρθρο 2 §1 β ίδιου νόμου). Κατά το δεύτερο ημερολογιακά έτος η άδεια επαυξάνεται κατά μία ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης, ήτοι ο μισθωτός δικαιούται 21 εργάσιμες ημέρες άδεια [άρθρο 2§ 1 β ίδιου νόμου). Σύμφωνα δε με το άρθρο 5§5 του Α.Ν. 539/1945 (όπως τροποποιήθηκε από το άρ.1 παρ. 3 Ν. 1346/1983), σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (όπως απόλυση του) και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τη λεγόμενη αποζημίωση αδείας, ήτοι τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια, οι οποίες αντιστοιχούν σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (ή τα 2/25 του μηναίου μισθού για όσους αμείβονται με μισθό) (άρθρο 5 §4 ιδίου νόμου) ανεξάρτητα από τυχόν οφειλόμενη σε αυτόν αποζημίωση για άλλο λόγο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 παρ. 16 Ν.4504/1966 ο εργαζόμενος μαζί με την καταβολή της άδειάς του δικαιούται και το επίδομα αδείας το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15ημέρου [ του μηνιαίου μισθού) για τους με μηνιαίο μισθό αμειβόμενους και τα 13 ημερομίσθια για τους εργάτες και αν η σχέση εργασίας λήξει με καταγγελία άνευ πταίσματος του μισθωτού πριν αυτός συμπληρώσει δωδεκάμηνη συνεχή, απασχόληση στον ίδιο εργοδότη, τότε αυτός δικαιούται να λάβει μέρος του επιδόματος αδείας ανάλογα με το χρόνο της εργασιακής σχέσης από την πρόσληψη ή λήψη του προηγούμενου επιδόματος μέχρι τη λύση της σύμβασης. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα για τις προαναφερόμενες αιτίες (δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων , αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας ) τα εξής ποσά : Α) Για το έτος 2005 : 1) για αναλογία δώρου Πάσχα δικαιούται το ποσό των 66,43ευρώ καθότι εργάστηκε από 6.4 μέχρι και 30.4.2005 ήτοι επί 24 ημέρες ( ή 3 οκταήμερα) [(637,88 ευρώ ο νόμιμος μηνιαίος μισθός : 2 =318,94 X 1/15=21,26) Χ3 (οκταήμερα) =63,78 πλέον 0,04166 αναλογία υπέρ επιδόματος αδείας=2,65[2,65+63,78=66,43], 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούταν το ποσό των 687,71 ευρώ (660,21 ο νόμιμος μηνιαίος μισθός X 0,04166 αναλογία υπέρ επιδόματος αδείας =27,50+ 660,21=687,71), ωστόσο έναντι του ποσού αυτού έλαβε όπως η ίδια η ενάγουσα εκθέτει στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής το ποσό των 392,67 ευρώ, επομένως τελικά για δώρο Χριστουγέννων 2005 δικαιούται το ποσό των 295,04ευρώ (687,71-392,67), 3) επίσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα , η εναγομένη έπρεπε να χορηγήσει στην ενάγουσα μέχρι 31.12.2005 για το πρώτο ημερολογιακό έτος 2005 (6.4.2005 έως 31.12.2005) που προσλήφθηκε από αυτήν και εργάστηκε 9 μήνες (6.4.2005 έως 31.12.2005) 15 εργάσιμες ημέρες άδεια , ήτοι 20 εργάσιμες ημέρες άδεια αναψυχής που προβλέπει ο νόμος για το πρώτο ημερολογιακό έτος κατά το οποίο προσλήφθηκε (άρθρο 2 παρ.1α Ν.539/1945): 12 μήνες =1,666 ανά μήνα X 9 μήνες που εργάστηκε -15 ημέρες , τις οποίες δεν της χορήγησε , επομένως της οφείλει ως αποζημίωση αδείας , τις αποδοχές που θα της έδινε αν της είχε χορηγηθεί κανονικά η άδεια για το έτος 2005, που αντιστοιχεί στα 2/25 του μισθού των 660,21 ευρώ (ο νόμιμος μισθός) που έπρεπε να λαμβάνει 52,82ευρώ X 9 μήνες που εργάστηκε ήτοι στο ποσό των 475,38ευρώ. Ακόμη, για το έτος 2005 δεν της χορήγησε ούτε επίδομα αδείας που ισούται με το ήμισυ του μηνιαίου μισθού που δικαιούταν σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 3&16 Ν.4504/1966 και πρέπει να της καταβάλει για το έτος 2005 το ποσό των 330,10 ευρώ (660,21 :2). Επομένως για το έτος 2005 η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα για δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων , αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας το συνολικό ποσό των 1.166,95 ευρώ (66,43+295,04+475,38 +330,10) Β) Για το έτος 2006 : 1) Για δώρο Πάσχα δικαιούται το ποσό των 354,16ευρώ (680,02 ευρώ ο νόμιμος μισθός: 2 X 0,04166 αναλογία υπέρ επιδόματος αδείας = 340 + 14,16 =354,16), 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται το ποσό των 733,14 ευρώ ( 703,82 ευρώ ο νόμιμος μισθός X 0, 04166 αναλογία υπέρ επιδόματος αδείας =29,32 + 703,82 ευρώ), 3) για αποδοχές αδείας το ποσό των 703,82 ευρώ , 4) για επίδομα αδείας το ποσό των 366,57 ευρώ (703,82:2). Επομένως, για το έτος 2006 η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.157,69 ευρώ (354,16+733,14+703,82+366,57) Γ) Για το έτος 2007 : 1) για δώρο Πάσχα δικαιούται το ποσό των 377,56 ευρώ (724,93 ευρώ ο νόμιμος μισθός :2 Χ0,04166 = 362,46+15,10 =377,56), 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται το ποσό των 777,78 ευρώ (746,68 ο νόμιμος μισθός X 0,04166 =31,10+746,68 ευρώ=777,78), 3) για αποδοχές αδείας δικαιούται το ποσό των 746,68 ευρώ , 4) για επίδομα αδείας το ποσό των 373,34 ευρώ (746,68 : 2). Επομένως για το έτος 2007 η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 2.275,36 ευρώ (377,56 + 777,78 + 746,68 + 373,34), Δ) Για το έτος 2008 : 1) για δώρο Πάσχα δικαιούται το ποσό των 402,49 ευρώ (772,81 ευρώ ο νόμιμος μισθός : 2 X 0,04166= 386,40 +16,09), 2) για δώρο Χριστουγέννων δικαιούται το ποσό των 830,76 ευρώ (797,54 ευρώ ο νόμιμος μισθός Χ0,04166 =33,22+797,54=830,76 ευρώ) ,3) για αποδοχές αδείας το ποσό των 797,54 ευρώ ,4) για επίδομα αδείας το ποσό των 398,77 ευρώ (797,54 : 2). Επομένως, για το έτος 2008 η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 2.429,56 ευρώ (402,49+830,76+797,54+398,77) Ε) Για το έτος 2009 : 1) για δώρο Πάσχα δικαιούται το ποσό των 425,76 ευρώ (817,48 : 2 Χ0,04166 = 408,74+17,028 ), 2) για δώρο Χριστουγέννων το ποσό των 885,59 ευρώ ( 850,18 ευρώ ο νόμιμος μισθός X 0,04166 =35,41 +850,18= 885,59 ευρώ) ,3) για αποδοχές αδείας το ποσό των 850,18 ευρώ ,4) για επίδομα αδείας το ποσό των 425,09 ευρώ (850,18 ευρώ ο νόμιμος μισθός :2) . Επομένως, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.586,62 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες για το έτος 2009 , ΣΤ) Για το έτος 2010 δικαιούται για αναλογία δώρου Πάσχα το ποσό των 376,24 ευρώ καθότι εργάστηκε από 1.1 μέχρι και 12.4.2010 ήτοι επί 102 ημέρες (ή 12,75 οκταήμερα) [(850,18 ο νόμιμος μηνιαίος μισθός : 2 =425,09 Χ1/15=28,33)Χ 12,75 (οκταήμερα) =361,20 ευρώ X 0,04166=15,047+361,20=376,24ευρώ], Συνακόλουθα , η ενάγουσα δικαιούται συνολικά για δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας των ετών 2005,2006,2007 ,2008,2009 και για δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 10.992,42ευρώ (1.166,95 +2.157,69 +2.275,36+2.429,56 +2.586,62 +376,24). Η εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε διαφορετικά από τα παραπάνω και απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη κατά το σχετικό αίτημα της ενάγουσας εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο σχετικός λόγος της έφεσης , πρέπει να γίνει δεκτός και ως κατ’ουσίαν βάσιμος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αναιρεθέντα ανωτέρω αναφερόμενα κεφάλαια και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για κατ’ ουσίαν έρευνα, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη κατά το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης στην ενάγουσα των επιδομάτων εορτών (Πάσχα, Χριστουγέννων), αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας των προαναφερομένων ετών , τα οποία δικαιούται η ενάγουσα ευθέως εκ του νόμου (άρθρα 1 παρ.1 του ν. 1082/1980 , 1 παρ.2 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας , 1 παρ.1 και 2 του α.ν. 539/1945 και 3 παρ. 16 του ν.4504/1966), να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 10.992,42 ευρώ. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι το ανωτέρω ποσό θα επιδικασθεί νομιμοτόκως για μεν τα επιδικασθέντα επιδόματα δώρων Χριστουγέννων, από την επομένη της 31ης-12 εκάστου έτους που οφείλονται, για δε τα επιδικασθέντα επιδόματα δώρων Πάσχα, από την επόμενη της 30ης-04 εκάστου έτους που οφείλονται, αφού γι’ αυτά έχει ορισθεί (άρθρο 10 της Υ.Α. 19040/1981) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας ο εργοδότης να γίνεται υπερήμερος και να οφείλει τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τα άρθρα 341 και 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478, ΑΠ 236/2004 ΧριΔ 2004.645, ΑΠ 1682/2000 ΕΕργΔ 2001.456). Επίσης, πρέπει να επιδικασθούν νόμιμοι τόκοι υπερημερίας, για τις αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας, που επιδικάστηκαν από την 1η-1 του επομένου έτους, αφού γι’ αυτές τις εργατικές απαιτήσεις τάσσεται από το νόμο, επακριβώς, καθορισμένη ημέρα καταβολής (η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΟλΑΠ 40/2002, ΟλΑΠ 39/2002). Τέλος,πρέπει να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση που η ερήμην δικαζόμενη εφεσίβλητη ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501 και 505 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας της σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας , κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 183 ,178 ,191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης .

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικία στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 5.09.2014 (αριθμ.εκθ.καταθ……../09.09.2014 )έφεση .

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη 2467/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εργατικών διαφορών) κατά τα αναιρεθέντα στο σκεπτικό της παρούσας, αναφερόμενα κεφάλαια.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 10.06.2010 (αριθμ.εκθ.καταθ… ………./………./11.06.2010 αγωγή ως προς τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας αναιρεθέντα κεφάλαια.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τα αναφερόμενα στην ανωτέρω διάταξη κεφάλαια .

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (10.992,42) με το νόμιμο τόκο νόμιμο από τότε που το κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό της απόφασης αυτής διακρίσεις μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ

ΚΡΙΘΗΚΕ , αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 6 Νοεμβρίου 2019.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies