Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Υπερεργασία, υπερωρία, εργασία κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Πώς αμείβονται. Μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης. Μεταβίβαση επιχείρησης. Είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτο, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχείρησης, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα, η ίδια επιχείρηση και διατηρεί αυτή, υπό το νέο φορέα, την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή. Κριτήρια. Συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι εργασιακές συμβάσεις ή σχέσεις, που ήταν ενεργείς κατά το χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης, συνεχίζονται με το νέο εργοδότη με τους ίδιους όρους και συνθήκες, άσχετα από τη συναίνεση των εργαζόμενων. Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών εγγράφων. Συμψηφισμός. Ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνήσια ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από την στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απορρίπτει ένσταση εξόφλησης ως ουσιαστικά αβάσιμη. Οι «καταστάσεις ημερήσιας ταμειακής κίνησης» ως έγγραφα στερούνται των απαιτούμενων τυπικών στοιχείων του εγγράφου καθώς δεν φέρουν ούτε την υπογραφή του εκδότη τους ούτε ημεροχρονολογία σύνταξης. Απορρίπτει ένσταση συμψηφισμού ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα προτεινόμενα εκ μέρους των εναγόμενων προς συμψηφισμό (δηλαδή παρακράτηση ποσών εκ μέρους του ενάγοντος) δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι αναφέρονται σε αμοιβαία απαίτηση ή ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση, πέραν του γεγονότος της μη αποδεικνυόμενης παρακράτησης. Η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε ως οργανωμένο σύνολο προσώπων, τεχνικών μέσων και άυλων αγαθών την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, για την επιδίωξη, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, του ίδιου οικονομικού σκοπού διατηρώντας αμετάβλητη την ταυτότητά της υπό τον νέο φορέα – δεύτερη εναγόμενη, η οποία είχε τη βούληση να είναι διάδοχος του προηγούμενου εταιρικού σχήματος. Δέχεται την έφεση του εργαζόμενου. Του επιδικάζει το συνολικό ποσό των 5.588,14 Ευρώ.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

6469/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ: 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Γεωργίτση, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελένη Καρρά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Φεβρουαρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …….. …….., του ……., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Βλαχόπουλο.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………», τελούσας υπό εκκαθάριση, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, από τον εκκαθαριστή της ……….. και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Χαρίλαο Αθανασόπουλο.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 2 Νοεμβρίου 2016 αγωγή του προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ……./2016, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 425/2019 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από 15 Ιουλίου 2019 έφεσή του προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ……../2019.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 15-7-2019 έφεση του εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 425/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 614 αρ. 4 ΚΠολΔ), νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκήθηκε υπό του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ο οποίος ηττήθηκε εν μέρει πρωτοδίκως [άρθρα 496, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 του ΚΠολΔ], δεδομένου ότι, κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 15-7-2019 (αριθμ. καταθ. ………..-………../2019) και προσδιορίσθηκε στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 18-9-2019 (αριθμ. καταθ. ………..-………../2019), ενώ δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, δημοσιευθείσας την 18-2-2019 [άρθρο 518 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ]. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτή, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία με την οποία εξεδόθη και η προσβαλλομένη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 2-11-2016 (αριθμ. καταθ. ………..-………../2016) αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εκθέτει ότι, στις 13-10-2011 προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη και νυν εφεσίβλητη εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, η οποία διατηρεί επιχείρηση χονδρικής εμπορίας ανθέων και φυτών, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος με την ειδικότητα του πωλητή, κατά το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, από Δευτέρα έως Παρασκευή, κατά πλήρες ωράριο, αντί ημερομισθίου ύψους 34,81 ευρώ (μικτές αποδοχές). Ότι, από την αρχή της εργασίας του, η πρώτη εναγόμενη του επέβαλε να εργάζεται επί επτά ημέρες εβδομαδιαίως από την 7:00 έως την 17:00 ώρα, χωρίς να λαμβάνει τις προβλεπόμενες αμοιβές και αποζημιώσεις για την εργασία του εκτός συμβατικού και νόμιμου ωραρίου. Ότι, στις 31-3-2015 η ως άνω επιχείρηση μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγόμενη, πλην όμως η τελευταία δεν του κατέβαλε τις ληξιπρόθεσμες αποδοχές που του όφειλε η πρώτη, ενώ συνέχισε να τον απασχολεί με το ίδιο καθεστώς εργασίας, χωρίς και πάλι να του καταβάλλει τις ως άνω αμοιβές. Ότι, η δεύτερη των εναγόμενων εταιρεία, στις 31-10-2015, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, προς τούτο δε, και λόγω της δεινής οικονομικής θέσης στην οποία είχε περιέλθει, αναγκάστηκε να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας Δυτικού Τομέα Αθηνών, υποβάλλοντας έγγραφη αίτηση για τη διενέργεια έρευνας εργατικής διαφοράς, τόσο κατά της πρώτης όσο και κατά της δεύτερης των εναγόμενων. Ότι, αμφότερες οι εναγόμενες εταιρείας, απασχολούσαν αυτόν (ενάγοντα) επί 50 ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς όμως να τηρηθούν οι διατυπώσεις για τη νόμιμη υπερωρία και χωρίς να του καταβληθεί καμία αμοιβή ή αποζημίωση για την εκτός συμβατικού και νόμιμου ωραρίου εργασία του. Ότι, αν και απασχολείτο στην πρώτη εναγόμενη από τις 13-10-2011 έως τις 31-03-2015 και στη δεύτερη από την 1-4-2015 έως τις 31-10-2015 υπερεργασιακά και υπερωριακά, όπως ειδικότερα εκθέτει στην αγωγή του, οι εναγόμενες εταιρείες, δεν του κατέβαλαν τη νόμιμη αμοιβή, επιπλέον δε, παρείχε τις υπηρεσίες του για 177 Σάββατα στην πρώτη εναγόμενη και 217 Σάββατα στη δεύτερη εναγόμενη, καθώς και για 161 και 207 Κυριακές, αντίστοιχα, δίχως να λαμβάνει αμοιβή για την εργασία του αυτή και ότι, για την ως άνω εργασία του, κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, δεν αποζημιώθηκε με αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αιτείτο, κατά το κυρίως σκέλος της αγωγής του, ήτοι με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικώς με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, όσον αφορά τις αξιώσεις του για τα Σάββατα και τις Κυριακές : 1) Να αναγνωρισθεί ότι, στις 31-3-2015 έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης από την πρώτη εναγόμενη στη δεύτερη, 2) να υποχρεωθούν η πρώτη και η δεύτερη των εναγόμενων να του καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, μέρος του ως άνω ποσού και ειδικότερα το ποσό των 20.000 ευρώ, ήτοι α) για αμοιβή και αποζημίωση υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης κατά τις εργάσιμες ημέρες, β) για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τα Σάββατα και γ) για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές και την αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση, νομιμοτόκως από τότε που κάθε απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από της επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, 3) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων να του καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, μέρος του ως άνω ποσού και ειδικότερα το ποσό των 20.695,54 ευρώ, ήτοι α) για αμοιβή και αποζημίωση υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης κατά τις εργάσιμες ημέρες, β) για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τα Σάββατα και γ) για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές και την αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση, νομιμοτόκως από τότε που κάθε απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από της επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, 4) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 8.259,89 ευρώ, ήτοι α) για αμοιβή και αποζημίωση υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης κατά τις εργάσιμες ημέρες, β) για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τα Σάββατα και γ) για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, νομιμοτόκως από τότε που κάθε απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από της επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, 5) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ενόψει της αδικαιολόγητης άρνησης της να του χορηγήσει, κατ’ άρθρον 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ, πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας του, καθώς και η διαγωγή του και να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή ύψους 500 ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησης της να συμμορφωθεί με την ως άνω υποχρέωσή της και 6) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση και να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 425/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, και : α) υποχρέωσε αμφότερες τις εναγόμενες εταιρείες, να καταβάλουν στον ενάγοντα, καθεμία εις ολόκληρον, το ποσό των 4.394,86 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, β) υποχρέωσε τη δεύτερη των εναγομένων εταιρεία, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 632,88 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και γ) διέταξε την δεύτερη των εναγόμενων να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας κατ’ άρθρο 678 ΑΚ, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας του, καθώς και η διαγωγή του, διαφορετικά και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της, καταδίκασε την δεύτερη των εναγομένων σε χρηματική ποινή ποσού 20 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της να συμμορφωθεί με την ως άνω υποχρέωσή της, ενώ επέβαλε σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεση του και για τους λόγους που διαλαμβάνονται σε αυτή, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου αλλά και για εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ειδικότερα δε : 1) ότι, η εκκαλουμένη απόφαση, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη της, την υπ’ αριθμ. ………../24-5-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….., η οποία δόθηκε προς αντίκρουση ισχυρισμών των εναγομένων, και κατόπιν νομότυπης κλήτευσης αμφότερων των εναγομένων, με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, 2) ότι, εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση, έλαβε υπόψη της έγγραφα τα οποία προσκομίσθηκαν από τις εναγόμενες με την προσθήκη στις προτάσεις τους, χωρίς όμως να ισχυρίζονται ότι τα προσκομίζουν προς αντίκρουση οψίμως προταθέντος ισχυρισμού του ενάγοντος, 3) ότι, εκ πρόδηλης παραδρομής, η εκκαλουμένη απόφαση αναφέρει ότι έλαβε χώρα περιορισμός του αγωγικού αιτήματος, και 4) ότι, η εκκαλουμένη απόφαση παρέλειψε να αξιολογήσει δικαστικές ομολογίες των εφεσιβλήτων, ενώ υποβάλει αίτημα κατ’ άρθρο 450 επ. του ΚπολΔ, προκειμένου να προσκομίσουν οι εφεσίβλητες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τις σχετικές εγγραφές κινούμενων εικόνων με ήχο (βίντεο), από το εγκατεστειμένο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης που διατηρούν, χρονικής περιόδου από 13-10-2011 έως 31-10-2015, και ζητά να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του ενάγοντος, ως προς όλο της το περιεχόμενο και αιτητικό.

Αρχικά και ως προς το ανωτέρω αίτημα του εκκαλούντος, κατ’ άρθρο 450 επ. του ΚπολΔ, λεκτέα τα εξής : Τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο διάδικος προς απόδειξη των ισχυρισμών του, απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 339 ΚπολΔ : «Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια και οι ένορκες βεβαιώσεις» και αναλύονται στα άρθρα 352-465 ΚΠολΔ. Ως παράνομα αποδεικτικά μέσα εκλαμβάνονται εκείνα που εμπίπτουν στις διακρίσεις των αποδεικτικών μέσων του αρ. 339 ΚΠολΔ και ανταποκρίνονται στις δικονομικές προϋποθέσεις των αποδεικτικών κανόνων, των οποίων όμως η κτήση ή η χρησιμοποίηση ή και αμφότερες, προσκρούουν στο Σύνταγμα ή σε κάποιο κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επί παραδείγματι, προσωπικά δεδομένα που έχουν υποστεί επεξεργασία κατά παράβαση των αρχών του άρθρου 5 του Κανονισμού ή δεν τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 6 και 9 του Κανονισμού και προσκομίζονται ενώπιον δικαστηρίου προς απόδειξη, θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα. Σύμφωνα με την ερμηνεία του αρ. 339 αρ. 4 Κ.Πολ.Δ. (Κ. Κεραμέα, Κονδύλη – Νίκα), είναι αμφίβολο αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πολιτική δίκη αποδεικτικά μέσα αθεμίτως κτηθέντα. Η λύση πρέπει να εξαρτηθεί από τη βαρύτητα της παραβάσεως, από την εκτίμηση αν αυτή αφορά στη δημιουργία του αποδεικτικού μέσου ή μόνο στην περιέλευσή του στον διάδικο και τέλος από τη στάθμιση αφενός του προστατευόμενου με την παραβιασθείσα διάταξη αγαθού και αφετέρου του συμφέροντος για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι, πρέπει να θεωρούνται χωρίς άλλο απαράδεκτα στην πολιτική δίκη όσα μέσα δημιουργήθηκαν κατά παράβαση συνταγματικών διατάξεων, όχι όμως και εκείνα που καταρτίστηκαν νομίμως, για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, περιήλθαν όμως στον διάδικο παρανόμως. Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι απαράδεκτη η επίκληση και προσαγωγή των βίντεο ή των μαγνητοταινιών και των απομαγνητοφωνήσεών τους, γιατί δεν αποδεικνύεται ότι, η βιντεοσκόπηση ή μαγνητοφώνηση των συνομιλιών με τα πρόσωπα που εμφαίνονται ή αναφέρονται σ’ αυτά, έγινε με τη συναίνεση αυτών, ή ότι πρόκειται για πράξεις και δηλώσεις που έγιναν δημοσίως (άρθρ. 444 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. όπως προστέθηκε με το άρθρ. 31 παρ. 3 του ν. 1941/1991.). Συνεπώς, το ανωτέρω αίτημα του εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθότι, είναι βέβαιο ότι, από την τυχόν επισκόπηση του συγκεκριμένου βιντεοληπτικού υλικού, θα προβάλλονταν, πέραν του εκκαλούντος, και τρίτα άγνωστα άτομα τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την παρούσα υπόθεση (π.χ. πελάτες των εφεσίλβητων) ή ακόμα και του λοιπού προσωπικού αυτών, από τα οποία δεν είναι δυνατό να ληφθεί η συναίνεσή των για τη χρήση του υλικού (βίντεο), και επομένως, το ως άνω αίτημα του εκκαλούντος, προσκρούει στις Αρχές τις προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Ακολούθως, ο εκκαλών, με τον τρίτο λόγο εφέσεως του, παραπονείται κατά της εκκαλουμένης απόφασεως, διότι, προφανώς, εκ πρόδηλης παραδρομής, αναφέρει ότι έλαβε χώρα περιορισμός του αγωγικού του αιτήματος και πως, συνεπεία αυτού, εσφαλμένα απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής. Στην προκειμένη περίπτωση και όπως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πράγματι ο ενάγων και νυν εκκαλών, παριστάμενος μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ουδέποτε προέβην σε περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, ούτε έπραξε τούτο με τις προτάσεις του, καταβάλλοντας μάλιστα και το προσήκον δικαστικό ένσημο (βλ. προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο), καθόσον το αίτημα της αγωγής του υπερβαίνει το ποσό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ). Συνεπώς, δικαίως παραπονείται ο εκκαλών, κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τον συγκεκριμένο λόγο εφέσεώς του ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός.

Περαιτέρω, οι αναχθείσες με το Ν. 3994/2011 σε επώνυμο αποδεικτικό μέσο ένορκες βεβαιώσεις (άρθρ. 339 ΚΠολΔ) υπόκεινται για πρώτη φορά, με το Ν. 4335/2015, σε συνολική και αναλυτική ρύθμιση, η οποία περιλαμβάνεται στα άρθρα 421-424 ΚΠολΔ, που είχαν καταργηθεί με το Ν. 2915/2001 και άπτονταν του όρκου ως αποδεικτικού μέσου. Η εξεταζόμενη ρυθμιστική αναβάθμιση των ένορκων βεβαιώσεων λειτουργεί ως αντιστάθμισμα των περιορισμών της εμμάρτυρης απόδειξης, οι οποίοι έχουν θεσπισθεί μέσω του Ν. 4335/2015 και προβλέπονται κυρίως στο αναλυθέν άρθρο 237 ΚΠολΔ (βλ. συναφώς το άρθρ. 544 αρ. 6 του ίδιου κώδικα για τη θεμελίωση λόγου αναψηλάφησης επί ψευδούς ένορκης βεβαίωσης). Οι διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ για τις ένορκες βεβαιώσεις τυγχάνουν εφαρμογής τόσο στην τακτική διαδικασία όσο και, ελλείψει σχετικής ρύθμισης στα άρθρα 591 επ. του ίδιου κώδικα, επί των ειδικών (άρθρ. 591§1εδ.α ΚΠολΔ). Στις ένορκες βεβαιώσεις εφαρμόζονται κατ’ αρχήν, τόσο στην τακτική όσο και στις ειδικές διαδικασίες, mutatis mutandis οι ρυθμίσεις των άρθρων 393, 394, 398§2, 399, 400, 402, 405, 407, 408, 409§2, 411 και 413 ΚΠολΔ περί του εμμάρτυρου μέσου (άρθρ. 423§1 του ίδιου κώδικα). Τούτο δεν οφείλεται αποκλειστικά στη διεύρυνση της χρήσης των ένορκων βεβαιώσεων στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης και στην καθιέρωση αυτών ως ιδιόρρυθμου προσταδίου της μαρτυρικής κατάθεσης κατά την τακτική διαδικασία (βλ. το άρθρ. 237§6 ΚΠολΔ), αλλά συνάμα στη σημαντική ομοιότητα των υπό εξέταση αποδεικτικών μέσων. Η παραβίαση των προειρημένων διατάξεων δεν επιφέρει επομένως, δυνάμει συσταλτικής ερμηνείας της ρύθμισης του άρθρου 424 ΚΠολΔ υπό το φως των διατάξεων των άρθρων αφενός 4§1 και 20§1 Σ. και αφετέρου 25§1εδ.δ Σ. για την αρχή της αναλογικότητας, το απαράδεκτο της οικείας ένορκης βεβαίωσης. Έχει λοιπόν συνέπειες αντίστοιχες μ’ αυτές που επέρχονται αναφορικά με τη μαρτυρική κατάθεση επί μη τήρησης των ίδιων ρυθμίσεων. Τέτοια συνέπεια συνιστά κυρίως, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, η λήψη υπόψη του επίμαχου αποδεικτικού μέσου ως μη πληρούντος τους όρους του νόμου ή δικαστικού τεκμηρίου (αρθρ. 340§1 και 395 του αυτού κώδικα). Δοθέντος ότι οι ένορκες βεβαιώσεις συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στη δικαστική απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559αρ.11 λόγος αναίρεσης. Η κλήση, η οποία επιδίδεται (άρθρ. 122 επ. ΚΠολΔ) στον αντίδικο ή τον υπογράφοντα το ένδικο βοήθημα ή μέσο πληρεξούσιο δικηγόρο αυτού (άρθρ. 143 του ίδιου κώδικα), ώστε ο αντίδικος να παρασταθεί στη λήψη ένορκης βεβαίωσης, είναι επί ποινή απαραδέκτου, αναγκαίο να περιέχει την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η ένορκη βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα (άρθρ. 422§1 και 424 ΚΠολΔ). Στην εν θέματι κλήση πρέπει να παρατίθενται επιπροσθέτως τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 118 ΚΠολΔ στοιχεία, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί δικόγραφο. Μπορεί ως εκ τούτου να σωρεύεται σε δικόγραφο περιέχον έτερη διαδικαστική πράξη (λ.χ. αγωγή ή ένδικο μέσο) ή να γίνεται, όταν η ένορκη βεβαίωση πρόκειται να προσκομισθεί νομίμως με την προσθήκη, ακόμη και μέσω δήλωσης στο ακροατήριο, καταχωριζόμενης στα πρακτικά. Δεν αποκλείεται εξάλλου η προαναφερθείσα κύρωση του απαραδέκτου της ένορκης βεβαίωσης να τυγχάνει in concreto δυσανάλογη, εφόσον πληρούται ο σκοπός της επίδοσης κλήσης για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, ο οποίος συνίσταται στην πληροφόρηση του αντιδίκου ως προς αυτήν και το περιεχόμενό της, για να έχει τη δυνατότητα να το αντικρούσει. Τούτο συμβαίνει, όταν στην προμνημονευθείσα επιδιδόμενη κλήση δε διαλαμβάνεται ή δεν αναγράφεται ορθά ορισμένο από τα προειρημένα στοιχεία του άρθρου 422§1 ΚΠολΔ, αλλά προκύπτει από έτερα στοιχεία της κλήσης, έστω και σε συνδυασμό με άλλα έγγραφα, ο αντίδικος παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης (άρθρ. 422§2 του ίδιου κώδικα) ή δεν προβάλλει, επικαλούμενος μέσω ένστασης δικονομική του βλάβη, το ελάττωμα. Αυτό δε λαμβάνεται τότε αυτεπαγγέλτως υπόψη, όπως ισχύει αντιθέτως κατά κανόνα αναφορικά με τον έλεγχο των προϋποθέσεων νομότυπης σύνταξης της ένορκης βεβαίωσης, και, αν δε γίνει δεκτή σχετική ένσταση, καλύπτεται (βλ. επίσης τα ά. 116 και 262§1 ΚΠολΔ). Στις περί ων ο λόγος περιπτώσεις απαιτείται επομένως, ενόψει της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος απόδειξης (άρθρ. 20§1 Σ.) και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25§1εδ.δ Σ.), να λαμβάνονται παραδεκτώς υπόψη, μέσω συσταλτικής ερμηνείας της ρύθμισης του άρθρου 424 ΚΠολΔ, οι επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις ως τέτοιες ή τουλάχιστον ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ή δικαστικά τεκμήρια, ώστε να μη θίγεται στον πυρήνα αυτού το θεμελιώδες δικαίωμα απόδειξης επί απόρριψης ως απαράδεκτων κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων των διαδίκων (βλ. και το ά. 346 ΚΠολΔ περί της αρχής της κοινότητας των αποδεικτικών μέσων).

Περαιτέρω, ο εκκαλών, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς του, παραπονείται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, παρέλειψε να λάβει υπόψη της, νομίμως προσκομσθέν από αυτόν αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την υπ’ αριθμ. ………../24-5-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……….., η οποία δόθηκε προς αντίκρουση ισχυρισμών των εναγομένων, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και κατόπιν νομότυπης κλητεύσεως των εναγομένων, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως πράγματι προκύπτει από την ανάγνωση των πρακτικών συνεδριάσεως αυτού. Συνεπώς και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη της παρούσας, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν έλαβε υπόψη της, την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, λόγω μη κλήτευσης των εναγομένων κατ’ άρθρο 422 ΚπολΔ, έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί, γενομένου δεκτού του ως άνω πρώτου λόγου εφέσεως του εκκαλούντος, ως βάσιμου.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση της κατάθεσης των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το περιεχόμενο των οποίων περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, από την υπ’ αριθμ. ………../18-5-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος των εναγομένων, ……….., που λήφθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, (βλ. την υπ’ αριθμ. ………../15-5-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Δήμητρας Καράμπελα), ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ιεράπετρας Λασηθίου Μαρίας Χατζάκη Χαραλάμπους, καθλώς και της υπ’ αριθμ. ………../24-5-2017 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ……….., που δόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, προς αντίκρουση των ισχυρισμών των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των τελευταίων, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσια συνεδρίασης, του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων στις 13-10-2011 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου από την πρώτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………..», η οποία έχει ως αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ανθέων και φυτών, στην Αθήνα (οδός ………..αρ. ………..), προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος με την ειδικότητα του πωλητή. Τον Ιανουάριο του έτους 2013, η επιχείρηση μεταφέρθηκε σε νέες εγκαταστάσεις, επί της οδού ………..αρ. ……….. στην Αθήνα, όπου ο ενάγων συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του. Στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν η πώληση των εμπορευμάτων, η έκδοση των φορολογικών παραστατικών, η τηλεφωνική εξυπηρέτηση των πελατών και η παραλαβή των εμπορευμάτων από τους προμηθευτές. Αποδείχθηκε δε ότι, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων να απασχολείται με πλήρες ωράριο εργασίας, σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση, κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας (από Δευτέρα έως Παρασκευή), έναντι ημερομισθίου, ύψους 34,81 ευρώ (μικτές αποδοχές). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι, η πρώτη των εναγομένων εταιρεία, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του ενάγοντος για εργασία, του επέβαλε να εργάζεται πέραν του 40ωρου επί 45 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι από την 07:00 έως την 17:00 ώρα, χωρίς να του καταβάλει τις προβλεπόμενες αμοιβές από την υπερεργασιακή και υπερωριακή αυτή απασχόληση και συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ως άνω εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε τις σχετικές αγωγικές αξιώσεις, κρίνοντας αυτές, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες. Ακολούθως και σύμφωνα με τους από 22-10-2013 και από 1-4-2015 πίνακες προσωπικού της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, προέκυψε ότι, το ωράριο του ενάγοντος από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή (πενθήμερο) ήταν από ώρα 8:00′ έως ώρα 16:00′, ενώ αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων εργάσθηκε και ορισμένα Σάββατα και Κυριακές, καθ’ υπέρβαση του συμφωνημένου πενθημέρου, χωρίς όμως, να του χορηγείται αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση και χωρίς να λάβει οποιαδήποτε αποζημίωση. Αποδείχθηκε επίσης, ότι, η πρώτη των εναγομένων, ενεργώντας αντισυμβατικώς δεν χορήγησε στον ενάγοντα, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 18 ν. 1082/80, 20 παρ, 1 ν. 1469/84 και 5 ν. 3227/2004, εξοφλητικές αποδείξεις για τα ποσά που του είχε καταβάλει, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση. Στην παραπάνω επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων παρείχε συνεχώς τις υπηρεσίες του μέχρι και την 31-3-2015, οπότε αυτή μεταβιβάστηκε, κατά την έννοια των διατάξεων του π.δ. 178/2002, στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία «………..», η οποία ουσιαστικά, συνέχισε τη λειτουργία της επιχείρησης και στην οποία και ο ενάγων, εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του, υπό το ίδιο προηγούμενο καθεστώς. Κατόπιν αυτών, η πρώτη εναγόμενη, μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης, διέκοψε τη λειτουργία της και ακολούθως, η δεύτερη των εναγομένων εταιρεία, στις 31-3-2015 ανέλαβε ως οργανωμένο σύνολο προσώπων, τεχνικών μέσων και άυλων αγαθών την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης, για την επιδίωξη, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, του ίδιου οικονομικού σκοπού διατηρώντας αμετάβλητη την ταυτότητά της υπό τον νέο φορέα – δεύτερη εναγόμενη, η οποία είχε τη βούληση να είναι διάδοχος του προηγούμενου εταιρικού σχήματος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, εφαρμόζοντας τις διατάξεις περί μεταβίβασης επιχείρησης του π.δ. 178/2002 και του άρθρου 479 ΑΚ, που εφαρμόζεται συμπληρωματικά, και ως εκ τούτου, η πρώτη εναγόμενη ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τη δεύτερη εναγόμενη για τις ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του ενάγοντος μέχρι τις 31-3-2015. Εξάλλου, η πρώτη και η δεύτερη των εναγόμενων συνομολογούν τη μεταβίβαση της πρώτης στη δεύτερη και συνεπώς δεν κρίνεται αναγκαίο να αναγνωρισθεί με την απόφαση αυτή. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων μετά τις 31-3-2015 προσέφερε τις υπηρεσίες του στη δεύτερη εναγόμενη με το ίδιο αντικείμενο εργασίας μέχρι τις 31-10-2015, οπότε και απολύθηκε, πλην όμως, επειδή δεν λάμβανε τις νόμιμες αποδοχές του, προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία με το υπ’ αριθμ. ………../4-1-2016 «Δελτίο Εργατικής Διαφοράς» του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Δυτικού Τομέα Σ.ΕΠ.Ε. διαπίστωσε κατά τη συζήτηση της διαφοράς αυτής στις 2-2-2016 ότι, η δεύτερη εναγόμενη παρέλειψε αδικαιολογήτως να προσέλθει, κλήθηκε προς τούτο για παροχή εξηγήσεων, πάλι δεν συμμορφώθηκε, με επακόλουθο της επιβληθεί πρόστιμο, όπως προκύπτει από την υπ αριθμ. πρωτ. ………../31-1-2017 πράξη επιβολής προστίμου. Περαιτέρω, η ημέρα του Σαββάτου δεν θεωρείται ημέρα αργίας και συνεπώς οι εργαζόμενοι κατά την ημέρα αυτή, δεν δικαιούνται προσαύξηση, η οποία προβλέπεται από το νόμο μόνο για απασχόληση κατά τις Κυριακές και τις άλλες αργίες. Ωστόσο, η παροχή εργασίας κατά την ημέρα της υποχρεωτικής ανάπαυσης (Σάββατο), λόγω εξάντλησης της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπου ισχύει η τελευταία, απαγορεύεται από κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη, και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή τέτοιας εργασίας κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (αρθρ. 904 ΑΚ). Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές, τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλον μισθωτό που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις πιο πάνω ημέρες, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας με τον ακύρως κατ’ αυτές εργασθέντα μισθωτό (βλ.ΑΠ 1207/2002, ΕλλΔνη 2003.44, ΕφΠατρ 353/2009, ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976, 5 της από 14-2-1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, που έχει δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης με την υπ’ αριθμ. 11770/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και της από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975 και με την διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3846/2010 προκύπτει ότι, η εργασία του εργαζόμενου κατά το Σάββατο ως έκτη ημέρα με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας (όπως εν προκειμένω), δεν αποτελεί υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. Αν, όμως, απασχοληθεί ο εργαζόμενος και κατά την ημέρα αυτή, δικαιούται, εφόσον αμείβεται με μηνιαίο μισθό, να λάβει, πέραν από το μισθό του, που αντιστοιχεί σε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση και το 1/25 του μισθού του προσαυξημένο κατά 30% κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην προκείμενη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και τις σχετικές καταστάσεις προσωπικού, που λαμβάνει υπόψη του, το παρόν Δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων απασχολήθηκε από την πρώτη και τη δεύτερη των εναγόμενων 22 Σάββατα για τη χρονική περίοδο από 13-10-2011 έως και 3-1-2015 (με βάση την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία) και με ημερήσιο ωράριο εργασίας από ώρα 7:00′ έως και ώρα 15:00′. Συγκεκριμένα, για οκτάωρη εργασία τα ως άνω Σάββατα το ωρομίσθιο του υπήρξε 5,22 ευρώ ωρομίσθιο + 30% προσαύξηση αυτού = 6,78 ευρώ x 8 ώρες εργασίας, κάθε Σάββατο και 22 Σάββατα = 1.193,28 ευρώ. Συνεπώς, οι εναγόμενες και νυν εφεσίβλητες εταιρείες, οφείλουν στον ενάγοντα και νυν εκκαλούντα, για την αιτία αυτή, το συνολικό ποσό των 1.193,28 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που η κάθε επιμέρους απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ενώ η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε διαφορετικά, έσφαλε και πρέπει να εξαφανισθεί. Περαιτέρω, η Κυριακή δεν περιλαμβάνεται στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, γι’ αυτό, οι ώρες απασχόλησης της εν λόγω ημέρας, είτε η κατά την εν λόγω ημέρα απασχόληση επιτρέπεται, είτε όχι, δεν προσμετρώνται στις ώρες απασχόλησης των υπολοίπων 6 ή 5 αντιστοίχως εργάσιμων ημερών, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει υπέρβαση του ανωτάτου επιτρεπόμενου νόμιμου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας και να γεννηθεί έτσι τυχόν αξίωση αμοιβής του εργαζομένου για υπερεργασιακή ή υπερωριακή απασχόλησή του, ούτε θεωρούνται ως υπερωριακή εργασία. Η δε εργασία κατ’ αυτήν αμείβεται αυτοτελώς. Η ημέρα της Κυριακής είναι ημέρα υποχρεωτικής αργίας και, επομένως, η απασχόληση κατά την ημέρα αυτή απαγορευόταν (Β.Δ 748/1966 αρθρ. 1 παρ. 2 και 3). Αν οι εργαζόμενοι απασχοληθούν νόμιμα ή παράνομα κατά την ημέρα αυτή έχουν τις εξής επιμέρους αξιώσεις από την αντίστοιχη απασχόλησή τους: α) Αξίωση για το ημερομίσθιο της Κυριακής β) αξίωση προσαύξησης 75%, υπολογιζόμενη στο νόμιμο ωρομίσθιό, είτε πρόκειται για αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, είτε πρόκειται για αμειβόμενους με ημερομίσθιο, γ) οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό (όπως ο ενάγων) που απασχολήθηκαν κατά την ημέρα αυτή πέραν των 5 ωρών και δεν τους χορηγήθηκε από τον εργοδότη κατά την εβδομάδα που ακολούθησε 24ωρη συνεχή ανάπαυση, αξίωση για το 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού τους ή 1 ημερομίσθιο βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 ΑΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, προέκυψε ότι, ενάγων απασχολήθηκε από την πρώτη και τη δεύτερη των εναγομένων, για τη χρονική περίοδο από 13-10-2011 έως και 31-3-2015 και όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη από 1-1-2015 μέχρι 31-10-2015 (με βάση την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία) και με ημερήσιο ωράριο εργασίας από 07:00 έως και 15:00, για την εργασία του δε αυτή, δεν αμείφθηκε προσηκόντως και νομοτύπως, ήτοι χωρίς το ημερομίσθιο της Κυριακής και την προσαύξηση αυτού κατά 75%. Επομένως, η πρώτη και η δεύτερη των εναγόμενων οφείλουν στον ενάγοντα : 1) Για τη χρονική περίοδο από 13-11-2011 μέχρι 13-2-2012, ήτοι 9 Κυριακές για οκτάωρη εργασία, όπου το νόμιμο ημερομίσθιο, με βάση την ισχύουσα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., ανέρχεται στο ποσό των 30,06 ευρώ (751,39 ευρώ μηνιαίος μισθός / 25 = 30,06), το νόμιμο ωρομίσθιο στο ποσό των 4,51 ευρώ (751,39/25 x 6/40) και συνεπώς δικαιούται το ποσό των 202,90 ευρώ (9 νόμιμα ημερομίσθια x 30,06 νόμιμο ημερομίσθιο + 75% = 202,90 ευρώ), και συνολικά οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα το ποσό των 202,90 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που η κάθε επιμέρους απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. 2) Για τη χρονική περίοδο από 14-2-2012 μέχρι 31-3-2015, ήτοι 138 Κυριακές για οκτάωρη εργασία, όπου το νόμιμο ημερομίσθιο με βάση την Π.Υ.Σ. 6/2012 (ΦΕΚ Α’ 38/28.02.2012), 23,44 ευρώ (586,08 ευρώ μηνιαίος μισθός / 25 = 23,44), το νόμιμο ωρομίσθιο 3,52 ευρώ και δικαιούται το ποσό των 2.426,04 ευρώ (138 νόμιμα ημερομίσθια x 23,44 νόμιμο ημερομίσθιο + 75% = 2.426,04 ευρώ), και συνολικά, οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα το ποσό των 2.426,04 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που η κάθε επιμέρους απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Η δεύτερη εναγόμενη του οφείλει για τη χρονική περίοδο από 1-4-2015 μέχρι 31-10-2015, ήτοι 36 Κυριακές για οκτάωρη εργασία, όπου το νόμιμο ημερομίσθιο με βάση το ποσό των 23,44 ευρώ δικαιούται το ποσό των 632,88 ευρώ (36 νόμιμα ημερομίσθια και 23,44 νόμιμο ημερομίσθιο + 75% = 632,88 ευρώ) και συνολικά, οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα το ποσό των 632,88 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που η κάθε επιμέρους απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων εργάσθηκε 35 Κυριακές από 28-10-2012 μέχρι 4-1-2015 χωρίς, όμως, να του χορηγηθεί αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση 24 συνεχών ωρών σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας, με αποτέλεσμα να δικαιούται εκ της αιτίας αυτής το ποσό 843,84 ευρώ (36 καταβαλλόμενα ημερομίσθια x 23,44 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο = 843,84 ευρώ) και συνολικά, οι εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα το ποσό των 843,84 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που η κάθε επιμέρους απαίτησή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση.

Δυνάμει των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος και νυν εκκαλούντος, πρέπει να γίνει, εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, και ακολούθως, αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες και νυν εφεσίβλητες εταιρείες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η κάθε μία, να καταβάλουν στον ενάγοντα και νυν εκκαλούντα : α) το ποσό των 4.394,86 ευρώ (922,08 ευρώ + 202,90 ευρώ + 2.426,04 ευρώ + 843,84 ευρώ) με το νόμιμο τόκο, από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγομένων, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.193,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενες και νυν εφεσίβλητες εταιρείες, σε ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και νυν εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μετά από κατανομή αυτών ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους (άρθρ. 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 15-7-2019 (με αριθμό κατάθεσης ………..-………../2019) έφεση.

Εξαφανίζει την με αριθμό 425/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τις εφεσίβλητες – εναγόμενες εταιρείες, να καταβάλουν στον εκκαλούντα – ενάγοντα το συνολικό ποσό των 4.394,86 ευρώ (922,08 ευρώ + 202,90 ευρώ + 2.426,04 ευρώ + 843,84 ευρώ) με το νόμιμο τόκο, από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Υποχρεώνει τη δεύτερη των εναγομένων – εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των 1.193,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τις εφεσίβλητες – εναγόμενες εταιρείες, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 25/11/2020.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies