Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022
Περίληψη: Για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης που αφορά τη μερική απασχόληση. Αποτελέσματα της ακυρότητας. Διακρίσεις. Η καταρτισθείσα προφορικά σύμβαση εργασίας της ενάγουσας με μερική απασχόληση είναι άκυρη, εφόσον δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος κατά το νόμο έγγραφος τύπος και δεν έγινε γνωστοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, με συνέπεια, ενόψει του ότι δεν προϋπήρχε σύμβαση πλήρους απασχόλησης, η μεταξύ των διαδίκων σχέση να είναι εκείνη της απλής σχέσης εργασίας με μερική απασχόληση. Επιδίκαση αποδοχών και επιδόματος αδείας. Τις παροχές αυτές τις δικαιούνται και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας με απλή σχέση εργασίας. Δέχεται την έφεση της εργαζόμενης. Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 1.493,03 Ευρώ.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
6832/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 5ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή: Φεβρωνία Τσιμπουράκη, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Κοπτερίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Οκτωβρίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………., ιδ. υπαλλήλου, κατοίκου ……. (οδός ………, αριθμ. …., την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Βλαχόπουλος.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., φαρμακοποιού, κατοίκου ……. (οδός ………, αριθμ. ….), ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μόσχοβο.
Η ενάγουσα …………, με την από 25-2-2010 αγωγή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό ……../……/2010 ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 904/2012 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε όσα έταξε σ ’αυτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 31 Αυγούστου 2012 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό ……/2012.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσαςς, κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωσή του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 31-8-2012 (αρ. κατάθ. ……/2012 έφεση της ενάγουσας κατά της 904/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της (9-5-2012) μέχρι την άσκηση της έφεσης (11-9-2012) δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 επ., 511,513, παρ.1 εδ.β’, 516,517,518 παρ.2 και 520 ΚΠολΔ), αρμόδια δε και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρ. 19 ΚΠολΔ, όπως αντικατ. με άρθρ. 4 παρ.2 Ν.3994/2011, σε συνδ. με άρθρο 72 παρ. 13 ίδιου νόμου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1, 674 παρ.1 του ίδιου κώδικα).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 25-2-2010 (αρ. κατ. ..…../…../2010) αγωγή της ισχυρίστηκε ότι στις 25-9-2009 προσλήφθηκε, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο για να εργαστεί ως υπάλληλος στο φαρμακείο που διατηρεί ο τελευταίος επί 5 ημέρες και 40 συνολικά ώρες την εβδομάδα και ότι ο εναγόμενος τη 1-10-2009 προέβη σε μονομερή και χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων τροποποίηση της ως άνω σύμβασής της σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών της, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο, επιφέροντας με τον τρόπο αυτό και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής της σύμβασης, ακολούθως δε, στις 13-10-2010, την απέλυσε. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη επιπλέον ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους, ζήτησε: II) Να υποχρεωθεί εναγόμενος να της καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 948,64 ευρώ για διαφορές αποδοχών μεταξύ των συμφωνημένων κατά την πρόσληψή της και αυτών που λάμβανε μετά την άκυρη τροποποίηση της σύμβασής της από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β) το ποσό των 420,42 ευρώ για τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές της του Ιανουαρίου 2010, με το νόμιμο τόκο από 31-1-2010. II) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες της, με την απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα άρνησής του, και να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 15.165,21 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του αναφερόμενου χρονικού διαστήματος, επιδόματα εορτών και αδείας του έτους 2010, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, σε περίπτωση δε που δεν ήθελε απαγγελθεί ακυρότητα της εργασιακής της σύμβασης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 1.257,67 ευρώ, καθώς και τα ποσά των ευρώ 1.078 και 539 για αποζημίωση και επίδομα αδείας, αντίστοιχα, του έτους 2010, με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασής της, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά ζήτησε να της καταβληθούν τα παραπάνω χρηματικά ποσά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, επάλληλα δε και με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε δόση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφασή του, με την οποία η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και συγκεκριμένα κατά το ως άνω υπό στοιχείο ΙΙβ’ κονδύλι και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 420,42 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 31-1-2010. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της, ώστε να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή.
Κατά το άρθρο 38 παρ.1 του ν. 1892/1990, όπως ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 του ν. 2639/1998 και πριν από την επόμενη αντικατάστασή του με το άρθρου 2 του ν. 3846/2010, κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορεί με έγγραφη ατομική συμφωνία να συμφωνήσουν, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία εργασία, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης που αφορά τη μερική απασχόληση, ή ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη κατ’ άρθρο 159 ΑΚ και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Αναφορικά με τα αποτελέσματα τις ακυρότητας της παραπάνω ρήτρας πρέπει να γίνει διάκριση: α) Αν συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφόσον η ρήτρα της μερικής απασχόλησης είναι έγκυρη, δηλαδή έγινε εγγράφως, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατρέπεται έγκυρα σε μερικής απασχόλησης. Αν όμως η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, δεν παράγονται τα αποτελέσματα που επιδιώκει (άρθρο 180 ΑΚ) δηλαδή δεν μετατρέπει την πλήρη απασχόληση σε μερική. 2) Αν όμως συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική με ταυτόχρονη λύση της σύμβασης πλήρους απασχόλησης, η αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννάται αυτόματα έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας της σύμβασης μερικής απασχόλησης θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 1615/2011, 969/2011, 640/2008, 339/2008, 330/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1770/02 ΕλλΔνη 45. 139). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 §2, 5§3, 6§ 1, 8 και 9§ 1 του ν. 3198/1955 σαφώς συνάγεται ότι και σε σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης, προτιθέμενος να παύσει να δέχεται την στον ίδιο προσφερόμενη από τον εργαζόμενο εργασία, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 5§3 του νόμου αυτού και να καταβάλει την αποζημίωση που προβλέπει ο ν. 2112/1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης εργασίας (ΑΠ 331/99 ΕλλΔνη 1999.1336). Εάν δε ο εργοδότης παύσει από ορισμένο χρόνο να δέχεται τη με βάση τη σχέση αυτή προσφερόμενη σε αυτόν από τον εργαζόμενο εργασία χωρίς να καταγγείλει τη σχέση αυτή κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 5§3 του ως άνω ν. 3198/1955 (ή του β.δ. της 16/18.7.1920), υποχρεούται μεν στην καταβολή προς τον εργαζόμενο της από τους αναφερθέντες νόμους οριζόμενης αποζημίωσης, η σχέση όμως εργασίας λογίζεται ως λυθείσα από τον ως άνω χρόνο και συνεπώς δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας (ΑΠ 640/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1069/83 ΔΕΝ 1984, 580, βλ. και ΕφΛαρ 26/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 10358/91 ΕλλΔνη 1993,137). Εξάλλου, η ακυρότητα της καταγγελίας, που θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, αφορά την έγκυρη σύμβαση εργασίας. Στην άκυρη, σύμβαση, η παράλειψη τήρησης έγγραφου τύπου ή καταβολής της αποζημίωσης ή ασφαλιστικής κάλυψης του εργαζόμενου στο ΙΚΑ δεν συνεπάγονται ακυρότητα της καταγγελίας αλλά ο εργαζόμενος που απολύθηκε χωρίς αποζημίωση έχει απλώς αξίωση προς λήψη της αποζημίωσης που οφείλεται άμεσα από τον νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 1435/1991 ΕΕργΔ 1993.513, βλ. και Δ. Ζερδελή το Δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, 2η εκδ. 2002, σελ. 271 παρ. 454). Τέλος, ναι μεν όταν η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι, για οποιονδήποτε λόγο, άκυρη δημιουργείται απλή εργασιακή σχέση και ο μισθωτός δικαιούται να απαιτήσει από τον εργοδότη, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, την απόδοση της ωφέλειας, που αυτός αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, πλην όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΚΥΑ, Οικονομικών και εργασίας, του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου του ΑΝ 539/45 και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν 4504/66, συνάγεται ότι επιδόματα εορτών, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, δικαιούνται, και μάλιστα ευθέως από το νόμο και όχι με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας με απλή σχέση εργασίας. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι, αντιθέτως, στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/ 80, του άρθρου 1 παρ. 2 της ΥΑ 19040/81 και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/66 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση (ΑΠ 206/2009, 859/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 983/2000, ΕΕργΔ 2002.85, ΑΠ 977/1998, ΔΕΝ 1998.1497, βλκαι Εφ.Πειρ.831/2005 ΤΝΠ Νόμος).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από τις ……./29-9-2011 και ……./29-9-2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εκκαλούσας, που συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών μετά προηγούμενη εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (σχετ. η ……../22-9-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κων/νου Λεράκη), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσλήφθηκε με προφορική (άτυπη) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο στις 23-10-2009, προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος στο φαρμακείο που διατηρεί ο τελευταίος στην ……, επί της οδού ……… αρ. …. Ο χρόνος πρόσληψης της ενάγουσας προκύπτει ιδιαίτερα από την με ημερομηνία 30-10-2009 έγγραφη αναγγελία της πρόσληψής της στον Ο.Α.Ε.Δ., η οποία φέρει την υπογραφή της στη θέση του «εργαζομένου», καθώς και από τον πίνακα προσωπικού που κατέθεσε ο εναγόμενος, στις 10-11-2009, στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας. Η ως άνω σύμβαση ορίστηκε ως μερικής και μειωμένης απασχόλησης. Ειδικότερα συμφωνήθηκε να εργάζεται η ενάγουσα επί πέντε ημέρες την εβδομάδα (από Δευτέρα έως Παρασκευή) με ωράριο από τις 08.00’μέχρι τις 14.30′ κάθε Δευτέρα και Τετάρτη και από τις 08.00’μέχρι τις 14.00′ κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, αντί μηνιαίου μισθού από 808,50 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχτηκε τα ίδια ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη με τους συναφείς δύο πρώτους λόγους της έφεσής της είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου με την προαναφερόμενη ιδιότητά της μέχρι τις 13-1-2010, οπότε ο τελευταίος κατάγγειλε προφορικά την εργασιακή σχέση αυτής, χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης. Η κρίση αυτή, ως προς τον τρόπο λύσης της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας, ενισχύεται κυρίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων της τελευταίας ………. και …………., που περιλαμβάνονται στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, ενώ ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, που σημειωτέον αποτελεί άρνηση της αποτελούσης στοιχείο της βάσης της αγωγής άκυρης καταγγελίας (εφόσον με την αγωγή ζητείται και αυτοτελώς η αναγνώριση της ακυρότητας αυτής – βλ. ΑΠ 698/2010 ΤΝΠ Νόμος) και όχι ένσταση, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα με το σχετικό σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής της, δεν αποδείχθηκε από αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία, ούτε από την κατάθεση της πρωτοδίκως εξετασθείσας μάρτυρά του. Η ως άνω καταρτισθείσα προφορικά σύμβαση εργασίας της ανάγουσας με μερική απασχόληση είναι άκυρη, εφόσον δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος κατά το νόμο έγγραφος τύπος και δεν έγινε γνωστοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, με συνέπεια, ενόψει του ότι δεν προϋπήρχε σύμβαση πλήρους απασχόλησης, η μεταξύ των διαδίκων σχέση να είναι εκείνη της απλής σχέσης εργασίας με μερική απασχόληση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 13-1- 2010. Επομένως ο εναγόμενος που έπαυσε έκτοτε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας, έστω και χωρίς έγγραφη καταγγελία, δεν κατέστη υπερήμερος και δεν οφείλει σ’ αυτήν αποδοχές υπερημερίας, ούτε βέβαια, εφόσον δεν πρόκειται περί άκυρης καταγγελίας έγκυρης σύμβασης εργασίας, υποχρεούται αυτός να αποδέχεται τις υπηρεσίες της μετά τον άνω χρόνο.
Με βάση τα παραπάνω γενόμενα δεκτά, οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, που αφορούν την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας της εργασιακής της σχέσης, την επιδίκαση μισθών υπερημερίας και την υποχρέωση του εναγομένου να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, είναι απορριπτέες στο σύνολό τους ως ουσιαστικά αβάσιμες. Δικαιούται όμως η ενάγουσα να λάβει ευθέως από το νόμο, κατά τα άνω εκτιθέμενα, αποζημίωση απόλυσης (όπως επικουρικά ζητεί με την αγωγή της), η οποία, υπό το ν. 2112/1920, όπως ίσχυε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ενόψει του συνολικού χρόνου της επίδικης εργασιακής σχέσης ανέρχεται στο ποσό των 808,50 ευρώ (δηλαδή στο ποσό που ανερχόταν ο μηνιαίος μισθός της κατά τον τελευταίο πριν την απόλυσή της μήνα), πλέον ποσοστού 1/6 επί του παραπάνω ποσού για την αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας: 134,75 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 943,25 ευρώ. Επίσης η ενάγουσα δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας του έτους 2010, κατά το οποίο και πριν τη λήψη της αδείας της λύθηκε η εργασιακή της σχέση (άρθρο 5 παρ.5 α.ν. 539/1945, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ.3 του ν. 1346/1983), τα οποία, όπως προεκτέθηκε, δικαιούται και ο απασχοληθείς με άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή εργασιακή σχέση. Ειδικότερα, και εφόσον, κατά το ισχύον από 1-1-2004 σύστημα (ν. 3302/2004), άδεια δικαιούνται να λάβουν οι προσλαμβανόμενοι μισθωτοί αμέσως (κατ’ αναλογίαν του χρόνου απασχόλησης τους στον ίδιο εργοδότη), χωρίς δηλαδή να χρειάζεται η συμπλήρωση του βασικού χρόνου (12 μηνών ή 10 μηνών) απασχόλησης του μισθωτού, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει για το παραπάνω (δεύτερο ημερολογιακό έτος) αποδοχές αδείας ίσες με δύο ημερομίσθια, δηλαδή το ποσό των 64,68 ευρώ (32,34 ευρώ ημερομ. X 2), αφού απασχολήθηκε μόνο τον μήνα Ιανουάριο του έτους αυτού, καθώς επίσης άλλα δύο ημερομίσθια, και συνολικά 64,68 ευρώ, ως επίδομα αδείας του ίδιου έτους (βλ. και Δ. Ζερδελή Εργατικό Δίκαιο έκδ. 2011). Δηλαδή, δικαιούται αυτή να λάβει για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 1.072,61 ευρώ (943,25+ 64,68+ 64,68). Το πρωτοβάθμιο επομένως δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχτηκε ότι η ενάγουσα συνδεόταν με τον εναγόμενο με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης, και ότι αυτή αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, όπως βάσιμα εν μέρει υποστηρίζει η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης για έρευνα, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί στο σύνολό της και για την ενότητα της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 1985,642, Σ.Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ.2003, παρ.1143, σελ.430) και αναγκαίως και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της ως βάσιμη και ειδικότερα ως προς το επικουρικό αίτημα περί επιδίκασης στην ενάγουσα της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης και ως προς το αίτημα που αφορά την επιδίκαση αποδοχών και επιδόματος αδείας του έτους 2010 συνολικού ποσού, κατά τα ανωτέρω, 1.072,61 ευρώ. Στα ποσά αυτό συναριθμείται και το επιδικασθέν πρωτοδίκως στην ενάγουσα ποσό των 420,42 ευρώ για τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές της του Ιανουαρίου 2010, ως προς τον τρόπο υπολογισμού του οποίου δεν πλήττεται η εκκαλουμένη και κατά τούτο δεν μεταβιβάστηκε παραδεκτά η υπόθεση ενώπιον του Εφετείου. Επομένως, πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.493,03 (1.072,61 + 420,42) ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για τις δεδουλευμένες αποδοχές (420,42 ευρώ) από 31-1-2010 και για το υπόλοιπο χρηματικό ποσό (1.072,61 ευρώ) από την επομένη ημέρα της καταγγελίας, ήτοι από 14-1-2010. Σημειώνεται ότι απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το αίτημα της ενάγουσας για απειλή προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου, ως μέσον εκτέλεσης για την είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού, αφού οι δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις, όπως η παρούσα απόφαση, εκτελούνται με κατάσχεση και πλειστηριασμό, όχι δε με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης των άρθρων 946 παρ. 1 και 947 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ήτοι απαγγελία χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, που εφαρμόζονται μόνο στη -μη συντρέχουσα εν προκειμένω- περίπτωση που υποχρεώνεται ο εναγόμενος σε μη αντικαταστατή υλική πράξη ή σε παράλειψη ή ανοχή πράξης.
Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος στον εναγόμενο, μετά από κατανομή αυτών ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους (άρθρ. 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση της ενάγουσας κατά της 904/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της αγωγής.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και τριών λεπτών (1.493,03), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις.
Καταδικάζει τον εναγόμενο-εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν ογδόντα (180) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2014 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.