Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετικά με την παροχή της εργασίας του δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή που συνιστούν αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση. Μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια, διότι η πρώτη εναγομένη, αν και μπορούσε, ουδέν έπραξε, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή του ενάγοντος. Απορρίπτει ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης επίσχεσης. Ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής δίκης και τη βασιμότητα της κατηγορίας σε βάρος του ενάγοντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πρώτη εναγομένη προέβη στη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αυτού, όχι λόγω της αξιόποινης πράξης που φέρεται ότι διέπραξε ο ενάγων, αλλά προκειμένου να διακόψει την υπερημερία της, ωθούμενη από αισθήματα εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπό του, επειδή αυτός είχε διεκδικήσει με τον πιο πάνω τρόπο, δηλαδή ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, την ικανοποίηση των εργασιακών του αξιώσεων, αλλά και γιατί είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος. Απορρίπτει ένσταση απαραδέκτου επειδή σε βάρος της πρώτης εναγομένης έχει εκδοθεί απόφαση απαγόρευσης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ενόψει αίτησης πτώχευσης. Η απαγόρευση αφορά μόνο πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι γενικά την αναστολή των ατομικών διώξεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγής. Η πρώτη εναγομένη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να απαλλαγεί η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση από οφειλές για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, μ’ αποτέλεσμα η απόλυση του ενάγοντος να είναι άκυρη για τον επιπλέον λόγο ότι αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 Π.Δ. 178/2002. Η υπερημερία της πρώτης εναγομένης από την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίστηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση της τελευταίας ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σ’ αυτήν. Απορρίπτει ένσταση εξόφλησης των εισφορών που αναλογούν στον ενάγοντα. Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα γραμμάτια είσπραξης δόσεων καθυστερούμενων οφειλών και παρακράτησης καθυστερούμενων οφειλών, σε συνδυασμό με τα ταμειακά παραστατικά του ΙΚΑ, προκύπτει η καταβολή μόνον ενός συνολικού ποσού εισφορών, χωρίς όμως να προκύπτει ότι τούτο αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ή έστω του συνόλου του προσωπικού της πρώτης εναγομένης, κατά τους αντίστοιχους μήνες συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος, ούτε προκύπτει το ειδικότερο ποσό που καταβλήθηκε στο ΙΚΑ και αναλογεί στις εισφορές του ενάγοντος. Απορρίπτει ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από πλευράς εργαζομένου. Δεν προσδιορίζονται και δεν εξειδικεύονται οι επικαλούμενες οικονομικές συνέπειες που θα επιφέρει τυχόν αποδοχή των αγωγικών ισχυρισμών. Η πρώτη εναγομένη με την άνω γενομένη από λόγους εμπάθειας και εκδικήσεως άκυρη καταγγελία, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, γιατί μειώθηκε ηθικά έναντι των συναδέλφων του και εθίγη η επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Απορρίπτει έφεση εργοδότη κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε επιδικάσει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 18.095,02 Ευρώ.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

906/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

4° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ιωάννα Γυφτοπούλου, Προεδρεύουσα Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Μαρία Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», με τον δ.τ. «………..», που εδρεύει στη ……….., οδός ………..αρ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ευάγγελος Μπέης.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., κατοίκου Αθηνών, οδός ……….., αρ. …, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Βλαχόπουλος.

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 28 Απριλίου 2014 αγωγή του, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που είχε κατατεθεί με αριθμό ………../………../2014, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτή.

Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2582/ 2015 οριστική απόφασή του, αντιμωλία των διαδίκων και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα – εναγόμενη, με την από 18 Δεκεμβρίου 2015 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο που έχει κατατεθεί με αριθμό ………../2015 και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 18-12-2015 και μ’ αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2015 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της μ’ αριθμό 2582/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ του Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, μετά από επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 28-4-2014 αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε στις 2-5-2011 από την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή ηλεκτροβιομηχανικών ειδών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εργάτης, με το ειδικότερο καθήκον τις συγκολλήσεις μετάλλων, έναντι του αναφερομένου ημερομισθίου. Ότι από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 η πρώτη εναγομένη άρχισε να καθυστερεί συστηματικά να του καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές του, με αποτέλεσμα τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2012 αυτή να του οφείλει από δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 5.817,70 ευρώ. Ότι εξαιτίας τούτου αυτός με την από 27-11-2012 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη στις 28-11-2012, κάλεσε την τελευταία να ικανοποιήσει εντός προθεσμίας 16 ημερών τις ως άνω ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του, διαφορετικά δε δήλωσε σ’ αυτή ότι σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας θα ασκούσε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, το οποίο και άσκησε τελικά με την από 10-12-2012 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν στην πρώτη εναγομένη, ενώ επίσης την ίδια ημέρα προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Ότι στις 14-5-2013 η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, επειδή προηγουμένως είχε υποβάλει εναντίον του έγκληση για συκοφαντική δυσφήμιση. Ότι την 1-10-2013 την πρώτη εναγομένη διαδέχτηκε, κατά την έννοια των διατάξεων του π.δ. 178/2002, η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, η οποία ανέλαβε και συνέχισε την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ’ αυτή (αγωγή). Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, λόγω μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης και ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του π.δ. 178/2002, αλλά και καταχρηστική, αφού έγινε από εκδίκηση και εμπάθεια προς το πρόσωπό του, επειδή άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του και προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας για την προστασία των δικαιωμάτων του, ενώ και το περιεχόμενο της έγκλησης είναι ψευδές και η υποβολή της έγινε προσχηματικά, με σκοπό να αποφύγει η πρώτη εναγομένη την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω ότι συνεπεία της καταχρηστικής καταγγελίας, υπέστη ηθική βλάβη, ζήτησε κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού: 1) να αναγνωρισθεί: α) ότι νομίμως άσκησε κατά της πρώτης εναγομένης το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του στις 10-12-2012, β) η ακυρότητα της από 14-5-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2) : α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον η κάθε μία, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του, επικουρικά δε, σε περίπτωση ακυρότητας αυτής, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 7.441,07 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2012 καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και β) να υποχρεωθεί η μεν δεύτερη εναγομένη να του καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 10-12-2012 μέχρι 31-12-2014 το συνολικό ποσό των 9.405,99 ευρώ, η δε πρώτη εναγομένη, εις ολόκληρον με τη δεύτερη, μέρος του ποσού αυτού ύψους 7.143,02 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 10-12-2012 μέχρι 30-9-2013, και όλα τα προαναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μία αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από 21-12-2012, ημερομηνία επίδοσης της προγενέστερης από 19-12-2012 όμοιας αγωγής του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, 3) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της απόφασης που θα εκδοθεί και 4) επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας του έχει λυθεί, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια, η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του, απειλουμένης σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους 5.900 ευρώ για την περίπτωση άρνησης συμμόρφωσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε τη νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του, την ακυρότητα της από 14-5-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αυτού από την πρώτη εναγομένη, ότι αυτός συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρέωσε την τελευταία να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος, καθώς και να καταβάλει σ αυτόν το ποσό των 18.095,02 ευρώ και την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη, και από το παραπάνω ποσό των 18.095,02 ευρώ, το ποσό των 15.680,11 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται σ’ αυτή, ενώ κήρυξε την απόφαση ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη και ως προς τη δεύτερη εναγομένη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή ως προς αυτήν.

Κατά το άρθρο 648 του Α.Κ. ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτής έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετικά με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα όμως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται  στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτής πρέπει να γίνεται εντός των ορίων  της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για το οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη ή όταν ο μισθωτός για να λάβει το μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με τη θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολογήτως και κακοβούλως να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σ’ άλλον εργοδότη (ΑΠ 114/2017, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 1153/2009, Εφ.Θεσ 393/2016, ΕφΠειρ. 274/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω από τα άρθρα 669 παρ 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και το κύρος της δεν εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου, η άσκηση, όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά την καταγγελία καταχρηστική και επομένως άκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία ειδικότερα της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, η οποία είναι άκυρη και εάν δεν γίνει εγγράφως και δεν καταβληθεί η προβλεπόμενη γι’ αυτήν νόμιμη αποζημίωση (άρθρ. 5 παρ 3 ν. 3198/1955), είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια αιτία αφού ως εκ του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ, πολύ δε περισσότερο δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την εκ μέρους του παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 2 του ν. 2112/1920, 6 παρ. 2 του β.δ. από 16/18-7-1929 και 7 ν. 3198/1955 συνάγεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού και της εξαιτίας αυτής διατάραξης της εργασιακής σχέσης δεν υπόκειται, όπως προαναφέρθηκε, στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, εκτός εάν στην πραγματικότητα η καταγγελία για τον ως άνω λόγο έγινε και για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, κατά τα προαναφερθέντα, όπως όταν έγινε ύστερα από ψευδή και προσχηματική έγκληση, που υποβλήθηκε από τον εργοδότη παρά το αβάσιμο της καταγγελίας, για λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας ή για καταστρατήγηση των από τον ως άνω ν. 2112/1920 ή από άλλο νόμο δικαιωμάτων του μισθωτού, και είναι ως εκ τούτου άκυρη και ως καταχρηστική, καθόσον στην περίπτωση αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που καθορίζονται στην ως άνω διάταξη (ΑΠ. 1272/2010, 673/2009, 196/2008). Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος (και που την καθιστούν καταχρηστική), αλλά για άλλους που την αιτιολογούν αποτελεί (όχι ένσταση αλλά) αιτιολογημένη άρνηση της αποτελούσης βάση της αγωγής καταχρηστικότητας της καταγγελίας (ΑΠ. 2234/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648 ΑΚ, 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζόμενου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση), ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 254/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στο ελληνικό δίκαιο δεν προσδιορίζεται από τον νόμο η έννοια της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, νοείται όμως ως επιχείρηση η κάθε περί το πρόσωπο του φορέα της οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας προς επιδίωξη κέρδους, ενώ εκμετάλλευση νοείται κάθε οργανωμένη οικονομική μονάδα που αποβλέπει στην επίτευξη τεχνικού, επιστημονικού ή παραγωγικού σκοπού. Όταν η επιχείρηση είναι οργανωμένη κατά συγκεντρωτικό τρόπο σε μία παραγωγική μονάδα, οι έννοιες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης συμπίπτουν, ενώ, εάν είναι οργανωμένη κατά μη συγκεντρωτικό τρόπο σε κλάδους παραγωγής, οι έννοιες μπορεί να διαχωρίζονται και η επιχείρηση μπορεί να αποτελείται από περισσότερες χωριστές εκμεταλλεύσεις, ανά μία εκάστη και με λειτουργική (διοικητική), οικονομική και νομική αυτοτέλεια [ΑΠ Ολ 36/2005 ΕΕργΔ 64,1489, ΑΠ 170/2009 ΕΕργΔ68(2009),1352, ΑΠ 175/2000 ΝοΒ 49 (2001),254, ΑΠ 443/1999 ΕΕργΔ 59 (2000),567, ΑΠ 174/1999 ΕΕργΔ 59 (2000), 367]. Από τον συνδυασμό δετων διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και του Ν 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/30.5.1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι με τους όρους της συμφωνίας τους αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής, και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής του προς αυτές [βλ. I. Κουκιάδη, Στοιχεία Εργατικού Δικαίου, έκδ. 1997, σχετικά με τη θεωρία της οικονομικής, νομικής και προσωπικής εξάρτησης, σελ. 87, Γεωργίου Λεβέντη, Διάκριση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας από συγγενείς σχέσεις, ΔΕΝ 58,515 επ., ΑΠ 1005/2008 ΕΕργΔ 68 (2009),432, ΑΠ 797/2008 ΕΕργΔ 67 (2008),935, ΑΠ 542/2008 ΕΕργΔ 68 (2009), 116, ΑΠ 2078/2007 ΕλλΔνη 49 (2008),462, ΑΠ 1099/2003 ΕλλΔνη 46 (2005), 120, ΑΠ 1596/2002 ΕλλΔνη 45 (2004),1042, ΑΠ 1273/2002 ΕλλΔνη 45 (2004),446, ΑΠ 704/2002 ΕλλΔνη 43 (2002), 1656].

Περαιτέρω, γενικός ορισμός της έννοιας του εργοδότη δεν έχει θεσπιστεί. Η υπό ευρεία έννοια όμως αυτού δίδεται από διάφορες διατάξεις, όπως του άρθρου 1 παρ. 3 Ν 3239/1955 (ήδη άρθρο 1 παρ. 1 Ν 1876/1990), άρθρο 8 ΑΝ 1846/1951 «περί IΚΑ», άρθρο 1 παρ. 4 ΑΝ 539/1945, άρθρο 1 ΒΔ της 24.7/21.8.1920, σύμφωνα με τις οποίες εργοδότης θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μετέχει στη σύμβαση εργασίας χωρίς να είναι μισθωτός (βλ. Γκούτου/ Λεβέντη, Εργατική Νομοθεσία, έκδ. 1988, παρ. 6 αριθμ. 1) ή, κατ’ άλλη διατύπωση, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία του οποίου διατελεί, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή έναντι μισθού [βλ. ΕφΚρήτ 514/2007 ΕλλΔνη 49(2008), 1512, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝομ 2000,41, Λ. Ντάσιο, ΕργΔικονΔικ Α/1, έκδ. 1986, σελ. 155].

Κατά τη διάταξη δε της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν 2112/1920 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογήν των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος νόμου». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται στο άρθρο 9 παρ. 1 του ΒΔ 16/18.7.1920, προκύπτει δε και από το άρθρο 8 του Ν 3514/1928, ενώ όμοιο κανόνα περιέχει το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΠΔ 572/1988 (με το οποίο η ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε προς τη οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ 77/187/14.2.1977). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, εφόσον διατηρείται η ταυτότητα της επιχείρησης και η οικονομική της δραστηριότητα, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβιβάσεως, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις. Το αποτέλεσμα δε αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (ΑΠ Ολ 5/1994).

Ήδη ισχύει το ΠΔ 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ ΕΚ του Συμβουλίου», κατά το άρθρο 4 του οποίου, διά της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στον διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (παρ. 1). Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (παρ. 2).

Συνεπώς, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρησιακής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον δηλαδή συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα, η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση και διατηρεί αυτή, υπό τον νέο φορέα, την ταυτότητά της με τον ίδιο ή διάφορο τίτλο ή μορφή [βλ. ΑΠ Ολ 5/1994 ΕλλΔνη 35,1252, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48,1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48,469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997,747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35,1311, ΑΠ 610/1991 ΕΕργΔ 1992,136, ΑΠ 18/1991 ΕΕργΔ 1992,125, ΑΠ 227/1990 ΕΕργΔ 1990,722, ΑΠ 889/1992 ΕΕργΔ 1993,456, ΑΠ 942/1992 ΕλλΔνη 35 (1994), 1038, ΑΠ 602/1980 ΕΕργΔ 1980,534, ΕφΑΘ 9346/1988 ΕΕργΔ 1989,403, ΕφΠατρ 61/1988 ΕΕργΔ 1988,971, ΕφΘεσ 420/1989 ΕΕργΔ 1989,518].

Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007,258, βλ. και Γνωμοδότηση Δημ. Ζερδελή σε ΔΕΝ 2009,1169, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία).

Υπό την ισχύ του ΠΔ 178/2002 (όπως και του προγενέστερου ΠΔ 572/1988, άρθρο 3 παρ. 1, εκδοθέντος σε συμμόρφωση προς την Οδηγία ΕΟΚ 77/187/14.2.1977 «Προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων περί μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων αυτών» (ΑΠ 259/2006 ό.π.), ο παλαιός εργοδότης συνεχίζει να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση για τις υποχρεώσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι τη μεταβίβαση, ενώ ο νέος εργοδότης ευθύνεται αποκλειστικά μεν αυτός για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μετά τη μεταβίβαση, παράλληλα δε, μαζί με τον παλαιό εργοδότη χωρίς περιορισμό, από το άρθρο 479 ΑΚ, και για τις αξιώσεις των εργαζομένων κατά του τελευταίου, που είχαν γεννηθεί πριν από τη μεταβίβαση (για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, του ΠΔ 572/1988, βλ. Δημ. Ζερδελή, Μεταβίβαση επιχειρήσεως και συνέπειες στις εργασιακές σχέσεις, ΔΕΕ 1996,238 επ., Αλ. Καρακατσάνη/Στ. Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1995, σελ. 180, ΕφΑΘ 3156/2002 ΔΕΕ 2003,88, ΕφΑΘ 5341/1999 ΕΕργΔ 59,271, ΕφΠειρ 833/2001 ΔΕΕ 2002,884).

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.3588/ 2007 (πτωχευτικού Κώδικα) «1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο Πρόεδρος του αρμοδίου κατά το άρθρο 4 Δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο Πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο… 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης». Όταν διατάσσεται δικαστικά, ως προληπτικό μέτρο, γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων, που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητώς στο άρθρο 25 παρ.1 ΠτΚ. Επομένως, αναστέλλονται για το ως άνω χρονικό διάστημα όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση η εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως, απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης και η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 ΠτΚ. Εάν δε πρόκειται για πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ακυρώνονται δικαστικά κατόπιν επιτυχούς άσκησης ανακοπής εναντίον τους κατά τα άρθρα 933 επ. και 159 περ. 1 ΚΠολΔ. Συνέπεια, δε, της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι, ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αγωγής κατά του πτωχεύσαντος εκ μέρους των πιστωτών, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, και η δίκη, που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να συνεχίσει μετά από αυτή, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον του εφετείου. Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και αφορούν στην δημόσια τάξη (ΑΠ 47/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 808/1990 ΕλλΔνη 1991.538, Εφ Θεσ. 2774/2004 Αρμ.2004.1705). Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στη διάρκεια της αναστολής αυτής των καταδιωκτικών μέτρων, υπό ή κατά του εναγομένου πτωχού, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (ΕΑ 3575/2010, Εφ. Θεσ. 2867/2009, Εφ. Θεσ. 2774/2004 ΤΝ.Π ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος και την χωρίς όρκο κατάθεση της νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας που εξετάσθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-10-2015 και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη μ’ αριθμό 2582/2015 πρακτικά συνεδρίασής του, τις μ’ αριθμούς ………../2-6-2014 και ………../2-6-2014 ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων μαρτύρων απόδειξης του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, μετά από νομότυπη κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης (βλ. τη μ’ αριθμό ………../2-5-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), τις μ’ αριθμούς ………../2-12-2013 και ………../2-12-2013 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που δόθηκαν μ’ αφορμή άλλη δίκη μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης και θα ληφθούν υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013), τις μ’ αριθμούς ……….., ……….., ………..και ………../9-3-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της δεύτερης εναγομένης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που δόθηκαν μ’ αφορμή άλλη δίκη μεταξύ του ενάγοντος και της εν λόγω εναγομένης και θα ληφθούν επίσης υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και τα προσκομιζόμενα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, τα οποία παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το άρθρο 529 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. προϋποθέσεις αποκλεισμού αυτών ως απαραδέκτων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία αποτελεί βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικών πινάκων διανομής μέσης και χαμηλής τάσης και ηλεκτρονικών αυτοματισμών, που αφορούν κυρίως τα ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη (Η/Ζ) και έχει την έδρα της επί της οδού ………..αριθμός …, στην περιοχή της ……….. Αττικής. Στα πλαίσια της ως άνω δραστηριότητάς της η ως άνω εναγομένη προσέλαβε στις 2-5-2011 τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του συγκολλητή μετάλλων, με καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, επί οκτάωρο ημερησίως, αντί συμφωνημένου ημερομισθίου ανερχομένου από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011 στο ποσό των 35 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 άρχισε να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της έναντι του ενάγοντος, καταβάλλοντας σ’ αυτόν εκπρόθεσμα και τμηματικά τις μηνιαίες αποδοχές του, μ’ αποτέλεσμα ο ενάγων στις 27-11-2012 να διατηρεί κατ’ αυτής ληξιπρόθεσμες αξιώσεις για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του των μηνών Δεκεμβρίου 2011, Μαρτίου 2012 μέχρι Αυγούστου 2012 και Οκτωβρίου 2012  συνολικού ποσού 5.817,70 ευρώ. Για το λόγο αυτό ο ενάγων με την από 27-11-2012 εξώδικη δήλωσή του, που κοινοποίησε στην πρώτη εναγομένη στις 28-11-2012 κάλεσε την τελευταία να του καταβάλει το ως άνω οφειλόμενο ποσό, τάσσοντας σ’ αυτήν προθεσμία 10 ημερών και δηλώνοντάς της συγχρόνως ότι σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εν λόγω προθεσμίας θα ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του. Στη συνέχεια και επειδή η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα το πιο πάνω οφειλόμενο ποσό, ούτε απάντησε στην προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή του, αυτός άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, μέχρις ότου εξοφληθούν οι παραπάνω ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του για τις δεδουλευμένες αποδοχές του, κοινοποιώντας σχετικά στην πρώτη εναγομένη στις 10-12-2012 τη με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση και απέχοντας από την εν λόγω ημεροχρονολογία από την εργασία του. Επίσης αυτός την ίδια ως άνω ημέρα, δηλαδή στις 10-12-2012, προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας  (Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ………..) και ζήτησε τη διενέργεια εργατικής διαφοράς. Εξάλλου, από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι η πρώτη εναγομένη διαθέτει ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από: α) μία διώροφη οικία με υπόγειο επί της λεωφόρου ……….., β) ένα βιομηχανικό κτίριο συγκείμενο από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο, συνολικής επιφάνειας 1871,61 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «……….., γ) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 308,62 τ.μ. επί της οδού ……….. στη ……….., δ) δύο αγροτεμάχια επιφάνειας 292,40 τ.μ. το καθένα, ευρισκόμενα το ένα επί της οδού ……….. και το άλλο επί της οδού ……….. στη ……….., ε) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 290 τ.μ. επί της οδού ……….. στη ……….. και στ) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 564,80 τ.μ. επί της οδού ……….. στη ………… Περαιτέρω σύμφωνα με τον ισολογισμό του έτους 2011 η πρώτη εναγομένη κατά το έτος αυτό είχε κύκλο εργασιών (πωλήσεις) ύψους 11.544.679,70 ευρώ και διαθέσιμα (ταμείο και καταθέσεις) ύψους 301817,84 ευρώ. Όπως δε προκύπτει από τις παρατηρήσεις επί του ισολογισμού αυτού του Ορκωτού ελεγκτή λογιστή ……….., η αξία κτήσεως των μηχανημάτων της ανωτέρω εναγομένης προσαυξήθηκε με υπόλοιπο λογαριασμών απαιτήσεων ποσού 2.610.850,10 ευρώ, με συνέπεια το κονδύλιο του ισολογισμού «μηχανήματα» να εμφανίζεται αυξημένο κατά 5.294.677,97 ευρώ, ενώ οι απαιτήσεις της εταιρείας μειωμένες κατά 2.610.850,10 ευρώ και τα αποτελέσματα χρήσης και ίδια κεφάλαια ισόποσα αυξημένα κατά 2.683.827,87 ευρώ. Οι ως άνω δε απαιτήσεις ύψους 2.610.850,10 ευρώ αφορούν απολήψεις μελών της διοίκησης και εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 23α του Ν. 2190/1920. Κατά την προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες από 29-4-2014 έκθεση ευρημάτων του ελεγκτή ……….. διενεργήθηκαν στον ισολογισμό οι κατάλληλες λογιστικές εγγραφές, με τις οποίες μειώθηκε κατά το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ο λογαριασμός «μηχανήματα» και προσαυξήθηκε ισόποσα ο λογαριασμός απαιτήσεων της εταιρείας από τα όργανα της Διοίκησης. Από το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ένα μέρος και ειδικότερα ποσό 1.404.641,84 ευρώ συμψηφίσθηκε, κατά την ως άνω έκθεση, με υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης εταιρείας προς τα όργανα της Διοίκησης από προηγούμενες χρήσεις, το δε υπόλοιπο ποσό, ύψους 1.206.208,26 ευρώ, επιβάρυνε τα αποτελέσματα χρήσης. Από το τέλος του έτους 2011 η πρώτη εναγομένη άρχισε να εμφανίζει προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του έτους 2012 να εκδοθεί σε βάρος της διαταγή πληρωμής ποσού 174.157,40 ευρώ από τη ……….., που είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό με καύσιμα των υβριδικών σταθμών που διατηρεί αυτή  (πρώτη εναγομένη) στη Βόρεια Ελλάδα. Τα οικονομικά της προβλήματα εντάθηκαν στη συνέχεια και από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2012 και μετά εκδόθηκαν σε βάρος της και άλλες διαταγές πληρωμής, επιβλήθηκαν δε σε βάρος της και κατασχέσεις διαφόρων ποσών στα χέρια τρίτων οφειλετών της. Τα οικονομικά της δεδομένα και τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπισε η πρώτη εναγομένη κατά το έτος 2012, κατά το οποίο αυτή συνέχισε να λειτουργεί κανονικά, προβαίνοντας σε καταβολές προς τράπεζες και προμηθευτές της, δεν ήταν γνωστά στον ενάγοντα, αφού αυτός ούτε σε θέση σχετιζόμενη με τα οικονομικά της επιχείρησης εργαζόταν, ούτε ενημέρωση έλαβε σχετικά από την πρώτη εναγομένη, ακόμη και μετά την αποστολή προς αυτήν της από 27-11-2012 εξώδικης δήλωσής του, στην οποία η τελευταία, όπως προαναφέρθηκε, δεν απάντησε. Εξάλλου, η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια, διότι η πρώτη εναγομένη, αν και μπορούσε, ουδέν έπραξε, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή του ενάγοντος. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη αφενός μεν διέθετε σημαντική ακίνητη περιουσία, όπως η ίδια συνομολογεί, από τη ρευστοποίηση μικρού μέρους της οποίας θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ενάγοντος, αφετέρου δε διατηρούσε απαιτήσεις κατά των οργάνων της διοίκησής της από απολήψεις χρηματικών ποσών, στις οποίες είχαν προβεί αυτά, ύψους τουλάχιστον 1.206.208,26 ευρώ, σύμφωνα με την ως άνω έκθεση ευρημάτων, από την είσπραξη των οποίων θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα προβλήματα ρευστότητας και οπωσδήποτε θα μπορούσε ευχερώς να καταβάλει στον ενάγοντα τα οφειλόμενα ποσά. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 18-1-2013, ημερομηνία κατά την οποία είχε ορισθεί να συζητηθεί η διαφορά στην Επιθεώρηση Εργασίας, η πρώτη εναγομένη, αν και αναγνώρισε δια του παραστάντος κατά τη συζήτηση αυτή εκπροσώπου της τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς τον ενάγοντα, εν τούτοις δεν υπέβαλε καμμία πρόταση για την εξόφλησή τους, γεγονός που επισημάνθηκε από την Επόπτρια Εργασίας και συνεστήθη στον παρασταθέντα εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης η άμεση υποβολή συγκεκριμένου τρόπου για τον διακανονισμό και την εξόφληση της οφειλής. Στη συνέχεια με την από 31-1-2013 εξώδικη δήλωση της πρώτης εναγομένης, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος στις 1-2-2013, αυτή πρότεινε στον τελευταίο, προκειμένου να διακόψει την επίσχεση εργασίας του, να αποδεχθεί την τμηματική καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών σε εννέα (9) μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 28-2-2013. Την πρόταση αυτή απέρριψε ο ενάγων με την από 4-2-2013 εξώδικη δήλωση, που απηύθυνε προς την πρώτη εναγομένη, θεωρώντας την ως προσχηματική, καθόσον δεν του προσφέρθηκε άμεσα κανένα ποσό έναντι των οφειλομένων, η αποπληρωμή των οποίων μετατίθετο σε βάθος εννεαμήνου και ουδεμία ασφάλεια του παρασχέθηκε.  Όμως, ο ενάγων, με το ίδιο έγγραφό του, αντιπρότεινε στην πρώτη εναγομένη, προκειμένου να διακόψει την επίσχεση της εργασίας του, να του καταβάλει άμεσα μόνο το ήμισυ των ληξιπρόθεσμων αποδοχών του και το υπόλοιπο δεχόταν να του καταβληθεί ατόκως σε πέντε (5) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, της πρώτης καταβλητέας στις 28-2-2013, με την αποδοχή εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ισαρίθμων και ισόποσων με τις δόσεις αυτές συναλλαγματικών ή με την παροχή άλλης ασφάλειας. Στην αντιπρόταση αυτή του ενάγοντος η πρώτη εναγομένη δεν απάντησε. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένων υπόψη της αξιόλογης χρονικής καθυστέρησης πληρωμής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος και του σημαντικού ύψους του οφειλομένου σ’ αυτόν ποσού από καθυστερούμενες αποδοχές, η επίσχεση εργασίας στην οποία αυτός προέβη ήταν νόμιμη, δικαιολογημένη και αναγκαία για την εξασφάλιση της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων δεδουλευμένων αποδοχών του, οι οποίες αποτελούσαν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού αυτού. Η οικονομική δε δυσχέρεια της πρώτης εναγομένης δεν αίρει την υπερημερία της, ενώ θα μπορούσε νόμιμα να καταγγείλει τη σύμβαση του ενάγοντος, ικανοποιώντας συγχρόνως και τις απαιτήσεις της. Συνεπώς, η ένδικη επίσχεση εργασίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική, διότι η άσκησή της δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού το μόνο που επεδίωκε ο ενάγων με την επίσχεση εργασίας ήταν η καταβολή των ληξιπρόθεσμων μισθών του από την πρώτη εναγομένη, που λόγω μη καταβολής αυτών κινδύνευε η διαβίωσή του, αποδεχόμενος μάλιστα στα πλαίσια διακανονισμού της οφειλής της πρώτης εναγομένης και την τμηματική ακόμη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, χορηγώντας προς τούτο στην τελευταία επιπλέον πίστωση χρόνου. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αναγνώρισε τη νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του, που έλαβε χώρα στις 10-12-2012, απορρίπτοντας τη σχετική ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης αυτού, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε και ως εκ τούτου όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη με το από 13-5-2013 έγγραφο, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 14-5-2013, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του τελευταίου, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, κατόπιν άσκησης έγκλησης σε βάρος του για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης ανώνυμης εταιρείας (άρθρο 364 Π.Κ.). Ειδικότερα με την από 9-5-2013 έγκλησή της η πρώτη εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι ο ενάγων μαζί με τους αναφερόμενους σ’ αυτή συναδέλφους του προβαίνει σε δυσφημιστική εκστρατεία κατά της επιχείρησης, με αναρτήσεις δυσφημιστικών σχολίων σε διαδικτυακούς χώρους, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο προσωπικά δεδομένα των εκπροσώπων της και επαγγελματικά απόρρητα της επιχείρησης. Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης ανώνυμης εταιρείας από κοινού και η υπόθεση εκκρεμεί για προσδιορισμό δικασίμου ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επίσης η πρώτη εναγομένη υπέβαλε αργότερα και κατά άλλης ομάδας εργαζομένων της την από 5-7-2013 έγκλησή της, η οποία έχει παρόμοιο με την ως άνω από 9-5-2013 έγκλησή της περιεχόμενο. Ειδικότερα με την εν λόγω από 5-7-2013 έγκλησή της η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι αναφερόμενοι σ’ αυτή εγκαλούμενοι, εργαζόμενοι στην επιχείρησή της, διαδίδουν ψευδώς ενώπιον των λοιπών εργαζομένων, αλλά και τρίτων ότι αυτή (πρώτη εναγομένη) έχει ουσιαστικά καταστραφεί, ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής δεν είναι ικανοί να αποπληρώσουν τα χρέη τους και ότι η εταιρεία δεν πρόκειται να ανακάμψει, ότι αυτή έχει «νεκρώσει» και ότι θα κλείσει άμεσα. Με την από 3-8-2014 και μ’ αριθμό Ε.Γ: 99-14/147/38 Δ/14 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών η έγκληση της πρώτης εναγομένης απορρίφθηκε ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, επειδή τα καταγγελλόμενα μ’ αυτήν τύγχαναν εντελώς αναπόδεικτα και δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης. Για τη στήριξη δε των καταγγελλομένων η πρώτη εναγομένη δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό μέσο και μάλιστα, μολονότι κλήθηκε προς τούτο δεν πρότεινε μάρτυρες για την απόδειξη των ισχυρισμών της, ενώ δεν άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, με αποτέλεσμα η δικογραφία να τεθεί στο αρχείο κατ’ άρθρο 47 Κ.Π.Δ., όπως προκύπτει από το μ’ αριθμό 162.406/4-5-2015 πιστοποιητικό της εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Με βάση τα προαναφερθέντα, ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής δίκης και τη βασιμότητα της κατηγορίας σε βάρος του ενάγοντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πρώτη εναγομένη προέβη στη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αυτού, όχι λόγω της αξιόποινης πράξης που φέρεται ότι διέπραξε ο ενάγων, αλλά προκειμένου να διακόψει την υπερημερία της, ωθούμενη από αισθήματα εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπό του, επειδή αυτός είχε διεκδικήσει με τον πιο πάνω τρόπο, δηλαδή ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, την ικανοποίηση των εργασιακών του αξιώσεων, αλλά και γιατί είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Επομένως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και ως εκ τούτου άκυρη ήδη από την άσκησή της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Ενόψει των προεκτεθέντων παρέλκει η εξέταση του λόγου της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, λόγω μη καταβολής αποζημιώσεως απολύσεως, κατόπιν της υποβληθείσας εκ μέρους της πρώτης εναγομένης από 9-5-2013 εγκλήσεως της σε βάρος του (ενάγοντος) για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης ανώνυμης εταιρείας. Το πρωτοβάθμιο, συνεπώς, Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, δεχόμενο ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη ως καταχρηστική, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται μ’ αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό τμήμα του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Εξάλλου ο ίδιος ως άνω λόγος της έφεσης, κατά το σχετικό τμήμα του, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά την ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η έκβαση της οποίας επηρεάζει τη διάγνωση της επίδικης διαφοράς, έκρινε ότι η πρώτη εναγομένη υπέβαλε προσχηματικά την από 9-5-2013 έγκλησή της σε βάρος του ενάγοντος, εν γνώσει της αθωότητας του τελευταίου, επικαλούμενη ψευδή περιστατικά, καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου, αφού συνδέεται με την επικαλούμενη εκ μέρους της ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως λόγω τη μη καταβολής της νόμιμης αποζημιώσεως απολύσεως, δηλαδή αφορά λόγο ακυρότητας που δεν ερευνήθηκε από το παρόν Δικαστήριο. Ακολούθως, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή εναντίον της πρώτης εναγομένης έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή υφίσταται σε ισχύ δικαστική απόφαση που αναστέλλει τις ατομικές διώξει εναντίον της. Από την επισκόπηση της δικογραφίας προκύπτει ότι εναντίον της πρώτης εναγομένης έχει ασκηθεί, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από τη δανείστριά της ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» η από 21-1-2015 και μ’ αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2015 αίτηση κήρυξης σε πτώχευση και στο πλαίσιο αυτό ασκήθηκε εναντίον της πρώτης εναγομένης από την ανωτέρω δανείστρια η από 23-1-2015 και μ’ αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../………../2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η μ’ αριθμό 3218/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Με την απόφαση αυτή διατάχθηκε προσωρινά, ως προληπτικό μέτρο, η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της πρώτης εναγομένης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων πιστωτών της, κάθε διάθεση περιουσιακού της στοιχείου, καθώς και κάθε επιβάρυνση της περιουσίας της με εμπράγματα βάρη, μέχρι να δημοσιευθεί απόφαση επί της μ’ αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2015 αίτησης πτώχευσης. Από το διατακτικό και το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης προκύπτει με σαφήνεια, ότι δεν έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της πρώτης εναγομένης, παρά μόνον η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της, στην έννοια της οποίας όμως δεν περιλαμβάνεται η μείζονα αυτής απαγόρευση της αναστολής των ατομικών διώξεων, αλλά περιορίζεται στην απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης στις οποίες δεν περιλαμβάνεται και η άσκηση αγωγής. Κατόπιν τούτων, απορριπτέος και αβάσιμος κρίνεται ο δεύτερος λόγος της έφεσης και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία συνιστούσε στην πραγματικότητα μία οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ιδρύθηκε από τον ……….., στη μετοχική σύνθεση και το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας μετείχε από τη σύστασή της (1997), πλην του ιδίου και η κόρη του ………… Στη συνέχεια στις 7-8-2013 η μέχρι τότε μέτοχος και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης ……….. ίδρυσε δυνάμει της μ’ αριθμό ………../7-8-2013 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Γκριόγλου τη δεύτερη εναγομένη μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία και ήδη εκκαλούσα με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «………..», της οποίας το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία συγκροτήθηκε από τη ……….. ως Πρόεδρο και Διευθύνουσα σύμβουλο, τη ………..και την ……….. ως μέλη. Η δεύτερη εναγομένη εταιρεία έχει τον ίδιο καταστατικό σκοπό με την πρώτη εναγομένη και ακριβώς το ίδιο αντικείμενο εργασιών, ασκεί την ίδια ακριβώς επιχειρηματική δραστηριότητα, εδρεύει και λειτουργεί στις ίδιες μ’ αυτήν κτιριακές εγκαταστάσεις και συγκεκριμένα σε χώρο έκτασης 6.000 τ.μ. επί της οδού ……….. αριθμός … στη ……….. Αττικής, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό και αριθμό τηλεομοιοτυπίας (φαξ). Βέβαια η δεύτερη των εναγομένων ισχυρίζεται ότι συστεγάζεται με την πρώτη από αυτές δυνάμει μισθωτικής σχέσεως, προσκομίζει δε προς τούτο το από 5-9-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης, δωδεκαετούς διάρκειας, ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι έχει ήδη προκαταβάλει τα μισθώματα της πρώτης πενταετίας στην πρώτη εναγομένη, όπως τούτο προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από αυτήν αποδείξεις τραπεζικής μεταφοράς χρημάτων. Όμως ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης περί προκαταβολής των μισθωμάτων για μία πενταετία δεν προκύπτει από τις ως άνω αποδείξεις τραπεζικής μεταφοράς χρημάτων, δεδομένο ότι από αυτές ουδόλως αποδεικνύεται ότι τα αναφερόμενα σ’ αυτές ποσά έχουν καταβληθεί για πληρωμή μισθωμάτων και όχι για οποιαδήποτε άλλη αιτία. Επίσης, στη δεύτερη εναγομένη μεταβιβάστηκε το σύνολο υλικοτεχνικού εξοπλισμού (μηχανήματα, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός εργασίας κλπ), όπως προκύπτει και από τη μ’ αριθμό ………../29-10-2013 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, όπου η ανάδοχος του αναφερομένου εκεί έργου δεύτερη εναγομένη αναλαμβάνει να εκτελέσει το έργο με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της δεύτερης εναγομένης, αυτή σχεδιάζει, παράγει και διανέμει ένα ευρύ φάσμα ενεργειακών / ηλεκτρονικών προϊόντων και λύσεων, στηριγμένη στην πολυετή τεχνογνωσία της πρώτης εναγομένης, στο πλούσιο πελατολόγιο που διαθέτει και στη μακρόχρονη πείρα αυτής. Στην ίδια ιστοσελίδα αναφέρεται ότι η δεύτερη των εναγομένων γεννήθηκε από τα σπλάχνα της πρώτης από αυτές και αυτοπροσδιορίζεται ως διάδοχός της. Αλλά και στη μ’ αριθμό ………../10-2-2014 απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου ……….. με την οποία ανατέθηκαν στη δεύτερη εναγομένη ηλεκτρολογικές εργασίες επισκευής και ελέγχου καλής λειτουργίας και διασύνδεσης με το σύστημα διαχείρισης ελέγχου του κτιρίου του Νοσοκομείου, που είχε εγκαταστήσει η πρώτη εναγομένη, η δεύτερη εναγομένη χαρακτηρίζεται ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης. Ακόμη, στη ίδια ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο η δεύτερη εναγομένη αναφέρει και τη σύμβαση που είχε καταρτίσει η πρώτη εναγομένη με την εταιρεία «………..» (project ……….. 2011-2014), μολονότι η ίδια δεν είχε συσταθεί μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2013, στην οποία αναφέρει ότι τα υβριδικά συστήματα της ……….., δηλαδή της δεύτερης εναγομένης, έχουν δοκιμασθεί στο πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης, ενώ συγχρόνως δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο καταγγελία της προαναφερόμενης σύμβασης από την «…………». Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σαφώς προκύπτει ότι η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης συνέχισε τη λειτουργία της και διατήρησε την ταυτότητά της υπό τον νέο της φορέα, δηλαδή τη δεύτερη εναγομένη, η οποία λειτουργεί κάνοντας χρήση των εγκαταστάσεων, των μηχανημάτων, του εξοπλισμού, του πελατολογίου και της τεχνογνωσίας της πρώτης εναγομένης, και ότι έτσι επήλθε μεταβίβαση επιχείρησης με την έννοια των διατάξεων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 και 2 του Π.Δ. 178/2002, καθώς και διαδοχή μεταξύ της προηγούμενης εργοδότριας του ενάγοντος (πρώτης εναγομένης) και της δεύτερης εναγομένης – νέας εργοδότριας αυτού. Με βάση τα παραπάνω η πρώτη εναγομένη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, όπως και άλλων εργαζομένων που είχαν επίσης ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες εξώδικες δηλώσεις – καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των ……….., ……….., ……….., ……….., ……….., ……….., ……….., ……….. και ………..), ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να απαλλαγεί η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση από οφειλές για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, μ’ αποτέλεσμα η απόλυση του ενάγοντος να είναι άκυρη για τον επιπλέον λόγο ότι αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 Π.Δ. 178/2002. Όμως, λόγω της ως άνω μεταβίβασης η διάδοχος δεύτερη εναγομένη εργοδότρια εταιρεία υποκατέστησε αυτοδικαίως την αρχική εργοδότρια πρώτη εναγομένη, με συνέπεια αφενός μεν ο ενάγων να συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πρώτη εναγομένη είναι, όπως προαναφέρθηκε, άκυρη (άρθρο 180 ΑΚ), αφετέρου δε οι αξιώσεις αυτού, που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας του με την αρχική εργοδότριά του και υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, να βαρύνουν εξαιτίας της εν λόγω μεταβίβασης, και τη διάδοχο δεύτερη εναγομένη, η οποία ευθύνεται αποκλειστικά για τις απαιτήσεις του ενάγοντος, που γεννήθηκαν μετά τη διαδοχή, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπερημερία της πρώτης εναγομένης από την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίστηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση της τελευταίας ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σ’ αυτήν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και αναγνώρισε ότι ο ενάγων συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρέωσε δε τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, λόγω της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, τη μεν δεύτερη για το χρονικό διάστημα από 1-12-2011 μέχρι 31-12-2014 το συνολικό ποσό των 16.095,02 ευρώ, τη δε πρώτη, εις ολόκληρον με τη δεύτερη, το ποσό των 13.680,11 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-12-2011 μέχρι 30-9-2013, οπότε έλαβε χώρα η μεταβίβαση της επιχείρησης στη δεύτερη εναγομένη, διάταξη που δεν προσβάλλεται με την έφεση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον Νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους έκτο, κατά το σχετικό τμήμα του, και έβδομο λόγους της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στο ΙΚΑ και στο Δημόσιο τις ασφαλιστικές εισφορές και τον Φ.Μ.Υ. που αναλογούν στον ενάγοντα και ειδικότερα το ποσό των 161,22 ευρώ για το Δεκέμβριο του έτους 2011, το ποσό των 169,07 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2011, το ποσό των 77,88 ευρώ για επίδομα αδείας Χριστουγέννων 2011, το ποσό των 189,82 ευρώ για τον Μάρτιο του 2012, το ποσό των 181,07 ευρώ για τον Απρίλιο 2012, το ποσό των 124,27 ευρώ για δώρο Πάσχα 2012, το ποσό των 189,71 ευρώ για το Μάιο 2012, το ποσό των 189,71 ευρώ για τον Ιούνιο 2012, το ποσό των 189,72 ευρώ για τον Ιούλιο 2012, το ποσό των 94,86 ευρώ για επίδομα αδείας 2012, το ποσό των 172,41 ευρώ για τον Αύγουστο 2012, το ποσό των 103,18 ευρώ για τον Οκτώβριο 2012, το ποσό των 103,18 ευρώ για τον Νοέμβριο 2012, το ποσό των 103,17 ευρώ για τον Δεκέμβριο 2012, το ποσό των 190,07 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2012, το ποσό των 280,94 ευρώ για τον Φεβρουάριο 2013 και το ποσό των 86,06 ευρώ για δώρο Πάσχα 2013 και ως εκ τούτου τα εν λόγω ποσά πρέπει να αφαιρεθούν από τα επιδικασθέντα στον ενάγοντα ποσά, γενομένης δεκτής της ένστασης μερικής καταβολής (άρθρο 416 ΑΚ). Όμως, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα γραμμάτια είσπραξης δόσεων καθυστερούμενων οφειλών και παρακράτησης καθυστερούμενων οφειλών, σε συνδυασμό με τα ταμειακά παραστατικά του ΙΚΑ, προκύπτει η καταβολή μόνον ενός συνολικού ποσού εισφορών, χωρίς όμως να προκύπτει ότι τούτο αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ή έστω του συνόλου του προσωπικού της πρώτης εναγομένης, κατά τους αντίστοιχους μήνες συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος, ούτε προκύπτει το ειδικότερο ποσό που καταβλήθηκε στο ΙΚΑ και αναλογεί στις εισφορές του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον ως άνω τέταρτο λόγο της έφεσής της είναι αβάσιμα.

Περαιτέρω, από τα άρθρα 591 παρ.1β, 666 παρ.1, 115 παρ.3 και 256 παρ. 1δ του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν. Από τη δεύτερη των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι η προφορική πρόταση των ισχυρισμών πρέπει να προκύπτει από τη σχετική σημείωση στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών, είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (Ολ.ΑΠ. 2/2005, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 450/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο ενάγων, ο οποίος είναι άτομο νεαρής ηλικίας, θα μπορούσε εύκολα να εξεύρει εργασία ανάλογη με τα προσόντα του (ως συγκολλητής μετάλλων), σε άλλον εργοδότη, αποκομίζοντας τις ίδιες αποδοχές που ελάμβανε, παρά ταύτα όμως απέφυγε από κακοβουλία να ανεύρει εργασία, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράττει μισθούς υπερημερίας, χωρίς να εργάζεται, με αποτέλεσμα η αξίωσή του αυτή να είναι καταχρηστική για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών. Ο ισχυρισμός αυτός, η θεμελίωση του οποίου επιχειρείται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και περιέχεται στο σχετικό τμήμα του έκτου λόγου της έφεσης, είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, καθόσον, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν προβλήθηκε παραδεκτά ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, με συνοπτική ανάπτυξη και καταχώρησή του στα πρακτικά. Ακολούθως η εκκαλούσα με τον έκτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό τμήμα του, επαναφέρει την προβληθείσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, επικαλούμενη ότι η τυχόν αποδοχή των αγωγικών ισχυρισμών, λαμβανομένου υπόψη ότι έχουν ασκηθεί σε βάρος της πολλές αγωγές, ομοίου περιεχομένου με την κρινόμενη, θα επιφέρει σ’ αυτή τεράστια οικονομική ζημία και ανεπανόρθωτη βλάβη, δεδομένου ότι θα μείνουν απλήρωτες όλες οι υπάρχουσες και άμεσα πληρωτέες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, λόγω της βεβαίας πλήρους ανυπαρξίας εσόδων. Υπό τα άνω περιστατικά όμως και δεδομένου ότι δεν προσδιορίζονται και δεν εξειδικεύονται οι επικαλούμενες οικονομικές συνέπειες δεν παρίσταται καταχρηστική η άσκηση της ένδικης αγωγής και η σχετική ένσταση είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε, έστω και σιωπηρά, την ως άνω ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, δεν έσφαλε και ως εκ τούτου όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον ως άνω έκτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό τμήμα του, είναι αβάσιμα. Περαιτέρω με τον όγδοο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το αίτημα του ενάγοντος περί επιδίκασης σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι μη νόμιμο, διότι η μη καταβολή ή η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του δεν αποτελεί αδικοπραξία και δεν δύναται αυτός να διεκδικήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το αίτημα του ενάγοντος περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχει ως νομική βάση την καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και την εξαιτίας αυτής προσβολή της προσωπικότητάς του και όχι τη μη καταβολή των αποδοχών του. Από τα ανωτέρω δε εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά αποδείχτηκε ότι η πρώτη εναγομένη με την άνω γενομένη από λόγους εμπάθειας και εκδικήσεως άκυρη (ως καταχρηστική) καταγγελία, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, γιατί μειώθηκε ηθικά έναντι των συναδέλφων του και εθίγη η επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχτηκε το εν λόγω αίτημα ως νόμιμο και βάσιμο κατ’ ουσίαν και αφού έλαβε υπόψη την έκταση της ηθικής βλάβης, το είδος της προσβολής, το βαθμό του πταίσματος των αρμοδίων οργάνων της πρώτης εναγομένης, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία και επήλθε η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, την οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του τελευταίου και της πρώτης εναγομένης και τις εν γένει  περιστάσεις, επιδίκασε στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το ποσό των 2.000 ευρώ, για την καταβολή του οποίου ενέχονται αμφότερες οι εναγόμενες, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στη δεύτερη, δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως εκ τούτου ως αβάσιμου του όγδοου λόγου της έφεσης. Τέλος με τον πέμπτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση κήρυξε την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή, καθώς στην πραγματικότητα ουδεμία ανάγκη κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστή υφίσταται, ενώ ως προς το αίτημα αυτό η αγωγή είναι αόριστη, αφού δεν γίνεται επίκληση ουδενός εξαιρετικού λόγου που να δικαιολογεί την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας, δεδομένου ότι η απόφαση που θα εκδοθεί από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είναι τελεσίδικη και ούτως ή άλλως εκτελεστή (Σ. Σαμουήλ Η έφεση Εκδ. Δ’ σελ. 59). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 18-12-2015 έφεση κατά της μ’ αριθμό 2582/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies