Περίληψη: Ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Για την εγκυρότητά της απαιτείται να είναι έγγραφη και να γίνει καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης. Απορρίπτει ισχυρισμό της εργοδότριας ότι οι εργαζόμενες αποχώρησαν οικειοθελώς από την εργασία τους. Εργασία κατά τα Σάββατα. Μισθοί υπερημερίας. Επιδικάζει στις εργαζόμενες το συνολικό ποσό των 28.997,60 Ευρώ. Υποχρεώνει την εργοδότρια να επαναπασχολήσει τις εργαζόμενες και απαγγέλλει, για την περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσής της με την υποχρέωση αυτή, χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση.
Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
1015/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παναγιώτα Σπανού, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Προϊστάμενη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Μαρία Λελεδάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 4-3-2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) ……, κατοίκου …., με Α.Φ.Μ. … και 2) ……, κατοίκου ……, με Α.Φ.Μ. …, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Βλαχόπουλου του Γεωργίου- Μιχαήλ, κατοίκου Αθηνών, οδός 28ης Οκτωβρίου αρ. 95.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ……, κατοίκου ………… Αττικής (……), με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Πετρόπουλου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ιπποκράτους αρ.66.
Οι ενάγουσες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 2-3-2021 με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …/2021 αγωγή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 12-4-2021 όταν και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση, η οποία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, είναι αναιτιώδης και συνεπώς το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Η άσκηση, όμως, του σχετικού δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ (ΑΠ 247/2012, ΑΠ 1267/2011, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Υπέρβαση των ορίων αυτών ενέχει, εκτός των άλλων, η καταγγελία που έγινε από τον εργοδότη από κακότητα, εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή διάθεση εκδίκησης προς το πρόσωπο του μισθωτού συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη ή, όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στο νόμιμο εκπρόσωπο ή στα μέλη της διοίκησής του ενέργειας (ΑΠ 247/2012, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέτοιος λόγος υπάρχει, και όταν η καταγγελία έγινε για εκδίκηση σε βάρος του μισθωτού λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, αλλά απαρέσκει στον εργοδότη, γιατί εμφανίζεται αντίθετη με τα συμφέροντά του, όπως είναι και η ανάπτυξη από τον εργαζόμενο νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης, ή, όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στο νόμιμο εκπρόσωπο ή στα μέλη της διοίκησής του και, γενικά, από λόγο που ανάγεται στο πρόσωπο του εργοδότη και δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησής του, όπως όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, τα οποία δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος του, αλλά ικανοποιούν τις εγωιστικές του διαθέσεις απέναντι στους εργαζομένους (ΑΠ 581/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1539/2001 ΔΕΕ 2002.618, ΑΠ 1318/2000 ΕλλΔνη 2002.413, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 380/2000 ΔΕΝ 2001.15, ΕφΑθ 7187/2001 ΕλλΔνη 2002.488, ΕφΑθ 8219/2000 ΕΕργΔ 2001.902, ΕφΘεσ 1341/2000 Αρμ 2000.1246). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι, που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς, ή πολύ περισσότερο, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους – που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος- εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΑΠ 31/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 958/2007 ΔΕΝ 2008.221, ΑΠ 516/2007 ΕΕργΔ 2008.219, ΑΠ 362/2007 ΕΕργΔ 2007.1487, ΑΠ 1689/2006 ΕΕργΔ 2007.1031, ΑΠ 1437/2006 ΔΕΕ 2007.1108, ΑΠ 1420/2006 ΕΕργΔ 2007.556, ΑΠ 704/2006 ΔΕΕ 2007.1102, ΑΠ 448/2006 ΕΕργΔ 2007.613, ΑΠ 1901/2005 ΕΕργΔ 2006.674, ΑΠ 655/2005 ΕΕργΔ 2007.77, ΑΠ 677/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 383/2006 ΕΕργΔ 2006.1350). Επίσης, κατάχρηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη δεν συντρέχει, όταν η καταγγελία έγινε για λόγους, που ανάγονται στο πρόσωπο του μισθωτού, όπως όταν οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην παράβαση εκ μέρους του εργαζομένου κύριων ή παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεων, στην πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του, σε ανεπαρκή απόδοση αυτού, σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, στην παράβαση οδηγιών του εργοδότη που δόθηκαν στο πλαίσιο νόμιμης άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος, στον κλονισμό εμπιστοσύνης κλπ., που δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης (ΑΠ 1437/2006 ΔΕΕ 2007.1108, ΑΠ 448/2006 ΕΕργΔ 2007.613, ΑΠ 1102/2001 ΕΕργΔ 2003.801, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 688/1999 ΕλλΔνη 2000.727, ΕφΑθ 7187/2001 ΕλλΔνη 2002.488, ΕφΑθ 3114/2000 ΕλλΔνη 2002.489), ή όταν ο εργαζόμενος αδυνατεί να ανταποκριθεί στα εργασιακά του καθήκοντα, οπότε η μη τοποθέτησή του σε άλλη εργασιακή θέση και η καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη του δεν είναι καταχρηστική (ΑΠ 704/2006 ΔΕΕ 2007.1102). Στην περίπτωση δε της άκυρης καταγγελίας, ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται, όπως και πριν, τις υπηρεσίες του μισθωτού και, διαφορετικά, αν αρνηθεί, καθίσταται υπερήμερος (άρθρ. 349 και 350 ΑΚ) και οφείλει τους μισθούς του, σύμφωνα με τα άρθρα 648 επομ. και 656 ΑΚ (ΑΠ 13/2014, ΑΠ 197/2009, ΑΠ 1747/2008, ΑΠ 653/2000 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 και 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ, για την εργασία των υπαγόμενων στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας μισθωτών, που παρέχεται κατά την έκτη (6) ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή (κατά κανόνα) το Σάββατο, και δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, το οποίο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 παρ. 1 του ν. δ/τος 1037/1971 καθορίστηκε σε οκτώ (8) ώρες, οφείλεται ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επομ. ΑΚ), ενόψει του ότι η εργασία αυτή είναι παράνομη, ως παρασχεθείσα σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, το ποσό το οποίο ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλον εργαζόμενο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις του τελευταίου, λόγω γάμου, τέκνων, πολυετούς υπηρεσίας και προϋπηρεσίας, εφόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυνάμενου να προσληφθεί εγκύρως, αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης, χωρίς να δικαιούται ο εργαζόμενος και οποιαδήποτε άλλη προσαύξηση (βλ. ΑΠ 67/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 175/2013 ΔΕΕ 2013.832, ΑΠ 342/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 191/2011, ΑΠ 1413/2009, ΑΠ 1519/2008, ΑΠ 2161/2007 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 2125/2007 ΔΕΝ 2008.182, ΑΠ 2018/2007 ΕΕργΔ 2008.1191, ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος). Όμως πρόσφατα, με τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 3846/2010, ορίσθηκε ότι η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30% (ΑΠ 1985/2017 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες με την υπό κρίση αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 224ΚΠολΔ, διορθώθηκε με τις προτάσεις και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, καταχωρισθείσα στα πρακτικά, εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη, η οποία διατηρεί ατομική επιχείρηση, που δραστηριοποιείται στον κλάδο σχεδιασμού, κατασκευής και εισαγωγής ανοξείδωτων επίπλων κ.α., στις 18-11-2019 η πρώτη εξ’ αυτών και την 1-10-2018 η δεύτερη, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστούν ως υπάλληλοι έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού ύψους 755,74 ευρώ, με το σύστημα της πλήρους απασχόλησης επί πενθημέρου εβδομαδιαίως. Ότι η πρώτη ενάγουσα είχε εργαστεί και στο παρελθόν στην ως άνω επιχείρηση από τις 21-5-2015 έως τις 29-9-2017 και ότι η εναγόμενη δεν τις ασφάλιζε πλήρως, όπως θα έπρεπε. Ότι παρά το γεγονός ότι οι ενάγουσες εργάζονταν όλα τα Σάββατα από ώρα 9:00 έως 14:00, η εργοδότρια τους εταιρεία δεν τους κατέβαλε τις αντίστοιχες αποδοχές, καθώς επίσης δεν τους κατέβαλε το οφειλόμενο Δώρο Χριστουγέννων 2020. Ότι στις 29-10-2020 αιτήθηκαν από την εναγομένη αύξηση των μηνιαίων αποδοχών τους, προκαλώντας την έντονη αρνητική αντίδραση της. Ότι εξ’ αυτού του λόγου η τελευταία στις 6-11-2020 τους απέστειλε ανυπόγραφα έγγραφα καταγγελίας των ένδικων συμβάσεων, αξιώνοντας από τις ενάγουσες την υπογραφή τους. Ότι οι ενάγουσες δεν ανταποκρίθηκαν και η εναγομένη τους δήλωσε ότι από 9-11-2020 δεν θα αποδεχόταν πλέον τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους. Ότι ως εκ τούτου της κοινοποίησαν στις 14-12-2020 εξώδικη διαμαρτυρία, καλώντας την αντίδικο τους να τις ασφαλίσει προσηκόντως, να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές τους, καθώς και να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ότι στις 28-12-2020 προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας προς επίλυση των ως άνω διαφορών και ότι μέχρι και σήμερα η εναγομένη εξακολουθεί να επιδεικνύει την ίδια ως άνω συμπεριφορά. Με βάση αυτό το ιστορικό, το οποίο αναπτύσσεται εκτενέστερα στην αγωγή, και κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, εν μέρει τροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων της αγωγής σε έντοκα αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, καταχωρισθείσα στα πρακτικά και με τις προτάσεις, οι ενάγουσες ζητούν, με βάση τις ένδικες συμβάσεις εργασίας τους, άλλως με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις σε περίπτωση, που οι εν λόγω συμβάσεις κριθούν άκυρες: α) να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει σε έκαστη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.116,10 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αποδοχές υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων 2022 και του επιδόματος αδείας 2022 για το χρονικό διάστημα από 1-3-2022 έως τις 31-12-2022 (όπου υπολογίζουν ως πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής) και να υποχρεωθεί να καταβάλει σε έκαστη εξ’ αυτών το ποσό των 14.377,88 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αποδοχές υπερημερίας από 9-11-2020 έως και το Φεβρουάριο του 2022, συμπεριλαμβανομένων των οφειλόμενων δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, κατά τα αναλυόμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση, κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, λόγω της αναιτιολόγητης άρνησης της αντιδίκου τους να δεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 3.897,66 ευρώ, για αποζημίωση απασχόλησης κατά τα Σάββατα για το χρονικό διάστημα από 21-5-2015 έως τις 29-9-2017 και από 18-11-2019 έως τις 31-8-2020 και στη δεύτερη ενάγουσα για την ίδια ως άνω αιτία, το συνολικό ποσό των 2.767,83 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-10-2018 έως 31-8-2020, όλα δε τα ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση, κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη με την απειλή χρηματικής ποινής 50.000 ευρώ για έκαστη ενάγουσα και προσωπικής κράτησης ενός έτους σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσής της στην απόφαση, που θα εκδοθεί, να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους, κατά τους όρους των ένδικων συμβάσεων εργασίας, λόγω του ότι ουδέποτε εχώρησε καταγγελία αυτών, άλλως σε περίπτωση, που γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω συμβάσεις καταγγέλθηκαν από την εναγομένη στις 6-11-2020, αφού κριθεί ότι οι σχετικές καταγγελίες ήταν άκυρες, λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, άλλως ως καταχρηστικές. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικος τους στα δικαστικά τους έξοδα.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 16 αρ. 2, 22 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρ. 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 1 άρθρ. τέταρτο Ν. 4335/2015]. Έχει δε ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ, βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58), όσον αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και στην επιδίκαση μισθών υπερημερίας, καθόσον, με επικαλούμενο χρόνο καταγγελίας την 9-11-2020, η επίδοση της υπό κρίση αγωγής στην εναγομένη έλαβε χώρα στις 3-3-2021, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …/3-3-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, λαμβανομένου υπόψη ότι από τις 7-11-2020 έως και τις 24-5-2021, ίσχυε αναστολή των νομίμων προθεσμιών προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, λόγω των περιοριστικών μέτρων, που είχαν ληφθεί στην Επικράτεια για την αντιμετώπιση του covid-19. Είναι δε ορισμένη (άρθρο 216 αρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 174, 180, 281, 288, 345, 346 εδαφ. α’ 349, 350, 648 επομ., 655, 656, 904 ΑΚ, 1 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 1082/1980 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6, 10 παρ. 1 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας (επιδόματα εορτών), 8 του ν. 3846/2010 (ως προς την εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου), 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (επίδομα αδείας), 70, 907, 908 παρ. 1 εδ. ε’, 946, 176 του ΚΠολΔ. Ωστόσο, όσον αφορά στο υπό στοιχείο α’ επιμέρους αίτημα, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ως προώρως ασκηθείσα, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα, μετά τη συζήτηση της, διότι δεν χωρεί μελλοντική δικαστική προστασία κατ’ άρθρο 69 ΚΠολΔ για το άνω αιτούμενο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, αφού το Δικαστήριο μόνο στο μελλοντικό χρονικό σημείο μπορεί να έχει τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο απαραίτητα στοιχεία προς σχηματισμό της κρίσεώς του αναφορικά με την υφισταμένη και συνεχιζομένη, κατά το χρονικό διάστημα που έπεται μετά την συζήτηση της κρινομένης αγωγής, τοιαύτη υπερημερία της εναγομένης. Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα περί προσωρινής εκτελεστότητας τυγχάνει ως προς τα (μετά την τροπή) αναγνωριστικά αιτήματα της αγωγής, απορριπτέο ως μη νόμιμο, δεδομένου ότι δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής απόφασης, η οποία δεν περιέχει καταδίκη, αλλά αναγνώριση έννομης σχέσης και της οποίας η ενέργεια εξαντλείται στο δεδικασμένο (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004.1470, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑχΝομ 44.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, ΠΠρΑθ 6806/2004 ΤΝΠ Νόμος, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 70 αρ. 14 και άρθρ. 904 αρ. 6 και 907 αρ. 3, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης I, σελ. 227 επομ.). Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη και από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας, καθώς δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής, ενόψει του ότι αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (20.000 ευρώ), σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1α ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 2 του Ν. 3994/2011.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που νόμιμα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά (ΑΠ 139/2009 ΤΝΠ Νόμος), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη διατηρεί ατομική επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται στον κλάδο του σχεδιασμού, κατασκευής και εισαγωγής ανοξείδωτων επίπλων και εμπορίας καινούριου και μεταχειρισμένου εξοπλισμού καταστημάτων, λειτουργώντας κατάστημα στο Περιστέρι Αττικής με το διακριτικό τίτλο «…». Στις 18-11-2019 και την 1-10-2018 προσέλαβε αντίστοιχα την πρώτη και τη δεύτερη των εναγουσών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστούν ως υπάλληλοι γραφείου, με καθήκοντα την εξυπηρέτηση της πελατείας της εναγομένης, την κοστολόγηση προϊόντων, την πραγματοποίηση παραγγελιών και άλλα συναφή, με το σύστημα της πλήρους απασχόλησης επί πέντε ημέρες την εβδομάδα, έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού ύψους 755,74 ευρώ, ο οποίος τους καταβαλλόταν εν μέρει σε μετρητά και εν μέρει σε τραπεζικό λογαριασμό. Η πρώτη ενάγουσα μάλιστα είχε ξανά στο παρελθόν απασχοληθεί από την εναγομένη, και δη κατά το χρονικό διάστημα από 21-5-2015 έως τις 29-9-2017. Ωστόσο, έγγραφη σύμβαση εργασίας υπέγραψαν οι διάδικοι αργότερα, ήτοι την 22-1-2020 με αναγραφόμενο ως μηνιαίο μισθό το ποσό των 377,87 ευρώ και ως σύστημα αυτό της μερικής απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως κατέθεσε κατά την επ’ ακροατηρίω εξέταση της και η μάρτυρας των εναγουσών, …, η οποία ετύγχανε συνάδελφος τους από τον Αύγουστο του 2020 έως τις αρχές Νοεμβρίου 2020, αλλά και φιλικό πρόσωπο της δεύτερης ενάγουσας ήδη από το έτος 2012, οι αληθείς ημερομηνίες πρόσληψης τους, ήταν οι αρχικώς αναφερόμενες (18-11-2019 και 1-10-2018), ενώ οι ενάγουσες εργάζονταν, ως προελέχθη, με πλήρες ωράριο εργασίας καθημερινά, με πενθήμερο σύστημα εβδομαδιαίας απασχόλησης. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στις προσκομισθείσες από τις ίδιες κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών τους εμφαίνονται και ορισμένες καταβολές εκ μέρους της εναγομένης, σε προγενέστερο της 22-1-2020 χρόνο, ήτοι στις 7-1-2020 όσον αφορά στην πρώτη των εναγουσών και στις 26-10-2018 και στις 20-11-2018, όσον αφορά στην δεύτερη εξ’ αυτών. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες εργάζονταν ήδη από την αρχή της λειτουργίας της σύμβασης εργασίας τους στην αντίδικο τους εταιρεία και όλα τα Σάββατα κάθε μήνα επί πέντε ώρες κάθε φορά, καθώς ή επ’ ακροατηρίω εξετασθείσα μάρτυρας τους ανέφερε ότι όσο διάστημα εργάστηκε στην εναγομένη, οι ενάγουσες δεν εργάζονταν Σάββατα, καθώς επίσης ο μάρτυρας της εναγομένης, ομοίως εργαζόμενος της, επί πολλά έτη, κατά την επ’ ακροατηρίω εξέταση του κατέθεσε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για συστηματική εργασία τις ημέρες του Σαββάτου, απορριπτομένων των σχετικών αγωγικών κονδυλίων ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι στις 29-10-2020 οι ενάγουσες υπέβαλαν αίτημα στην εναγομένη, προκειμένου να αναπροσαρμοσθεί ο μισθός τους, λαμβάνοντας αύξηση. Η τελευταία δε αρνήθηκε, οπότε και τις επόμενες ημέρες επικράτησε κλίμα έντασης μεταξύ των διαδίκων μερών. Στις 6-11-2020 δε η εναγομένη απέστειλε στις ενάγουσες ανυπόγραφα έγγραφα καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, ζητώντας από τις ίδιες να τα υπογράψουν, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τη βούληση της για καταγγελία των ένδικων συμβάσεων, ενώ κατόπιν άρνησης των εναγουσών προς υπογραφή των ως άνω εγγράφων, η εναγομένη τους δήλωσε ότι από 9-11-2020 δεν θα αποδεχόταν πλέον τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους, χωρίς ωστόσο να καταβάλει και τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, που δικαιούνταν. Επομένως, δεν χώρησε εγκύρως καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών και η εναγόμενη κατέστη έκτοτε υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών των αντιδίκων της. Μάλιστα, οι τελευταίες στις 14-12-2020 της απέστειλαν την από 11-12-2020 εξώδικη διαμαρτυρία τους, αιτούμενες να προβεί η εργοδότρια τους στην προσήκουσα ασφάλιση τους, δεδομένου ότι δεν τις κάλυπτε έως τότε πλήρως ασφαλιστικά, να τους καταβάλει τα οφειλόμενα, κατά τους ισχυρισμούς τους, ποσά για εργασία, καθ’ υπέρβαση του πενθημέρου, καλώντας την ταυτόχρονα να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους. Η εναγομένη δεν ανταποκρίθηκε, συνεχίζοντας να επιδεικνύει την ίδια συμπεριφορά. Σημειώνεται ότι δεν αποδείχτηκε ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι οι ενάγουσες αποχώρησαν οικειοθελώς από την εργασία τους, κατά τον ως άνω χρόνο, ήτοι το Νοέμβριο του 2020, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα είχαν προβεί στη σύνταξη και αποστολή της ως άνω εξώδικης διαμαρτυρίας, το γεγονός δε ότι απούσιασαν μερικές ημέρες από την εργασία τους, εκείνο το διάστημα, οφείλεται σε ασθένεια τους. Επομένως, η εναγομένη, η οποία μέχρι και σήμερα εξακολουθεί αδικαιολόγητα, δεδομένου ότι δεν έχουν λυθεί εγκύρως οι ένδικες συμβάσεις εργασίας, να μην αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγουσών έχει καταστεί υπερήμερη και οφείλει σε κάθε μία αυτές, τα εξής ποσά: 695,86 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μήνα Νοεμβρίου 2020 [755,74 καταβλητέες αποδοχές – 59,88 ευρώ που έλαβε έκαστη εξ’ αυτών] + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Δεκεμβρίου 2020 + 787,22 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2020 [ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας {1,041667 = 755,74 x 1,04166] + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Ιανουαρίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Φεβρουαρίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Μαρτίου + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Απριλίου 2021 +393,61 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2021 [μισός μηνιαίος μισθός προσαυξημένος με την αναλογία του επιδόματος αδείας: 755,74 / 2 x 1,04166] + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Μαΐου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Ιουνίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Ιουλίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Σεπτεμβρίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Οκτωβρίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Νοεμβρίου 2021 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Δεκεμβρίου 2021 + 787,22 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2021 [ένας μηνιαίος μισθός προσαυξημένος κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας [1,04166] = 755,74 χ 1,04166] + 377,87 ευρώ για επίδομα αδείας 2021 [μισός μηνιαίος μισθός] + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Ιανουαρίου 2022 + 755,74 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Φεβρουαρίου 2022 + 755,74 ευρώ/25=30,23 ευρώ ημερομίσθιο Χ4= 120,92 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μήνα Μαρτίου (μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής), ενώ τα αιτούμενα ποσά, που αντιστοιχούν στο επίδομα αδείας 2022 και στο επίδομα του δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2022 δεν έχουν εισέτι καταστεί ληξιπρόθεσμα, καθώς δώρο Πάσχα οφείλεται από την πρώτη του μηνός Μαΐου του έτους που αφορά και το επίδομα του δώρου εορτών Χριστουγέννων από την πρώτη Ιανουάριου του επόμενου έτους (βλ. ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002, 168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001, 456, ΔΕΝ 2001, 1361, ΕλλΔνη 2001, 1308), ενώ το επίδομα αδείας από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που αφορά (βλ. ΟλΑΠ 39 και 40/2002, ΕΕργΔ 2002, 1482 και 1478, αντίστοιχα). Επομένως, το συνολικώς οφειλόμενο ποσό για έκαστη ενάγουσα ανέρχεται σε 14.498,8 ευρώ. Σημειώνεται ότι ο νόμιμος, κατ’ άρθρο 281ΑΚ, προβληθείς με τις προτάσεις, ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, θα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, ενώ η ομοίως με τις προτάσεις προβληθείσα ένσταση περί αφαίρεσης από τα επιδικασθέντα κονδύλια αποδοχών υπερημερίας, της ωφέλειας, που αποκόμισαν οι ενάγουσες, κατά το διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, εφόσον, σε κανένα σημείο των προτάσεών της η εναγομένη δεν προσδιορίζει, ως όφειλε, συγκεκριμένους τρίτους εργοδότες, στους οποίους οι ενάγουσες παρείχαν την εργασία τους (ΑΠ 221/2011, ΑΠ 1068/2010, ΑΠ 194/2009 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, Στ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις 2005, σελ. 934). Επισημαίνεται δε ότι η ως άνω αοριστία δεν δύναται να συμπληρωθεί με την προσκόμιση από την πλευρά των εναγουσών των εγγράφων, των οποίων αιτείται την επίδειξη η εναγομένη και δη της βεβαίωσης των ασφαλιστικών εισφορών τους για το επίδικο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου μετά την ως άνω απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού, το αίτημα επίδειξης των προαναφερομένων εγγράφων κρίνεται απορριπτέο ως αλυσιτελές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγουσών, με την ειδικότητα που αυτές κατείχαν και πριν την παραπάνω ημερομηνία (9-11-2020) και με τους όρους των ένδικων συμβάσεων εργασίας, που ίσχυαν μέχρι τότε, με την απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ υπέρ κάθε μίας ενάγουσα και προσωπικής κράτησης διάρκειας 10 ημερών για κάθε ενάγουσα για την παράλειψη της να συμμορφωθεί προς τη σχετική προσωρινά εκτελεστή διάταξη της παρούσας απόφασης. Ακόμη θα πρέπει, σύμφωνα με την προαναφερόμενη τροπή των αγωγικών αιτημάτων σε έντοκα αναγνωριστικά, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει σε κάθε ενάγουσα το συνολικό ποσό των 120,92 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1-3-2022 έως 4-3-2022 και να υποχρεωθεί να καταβάλει σε έκαστη το συνολικό ποσό των 14.377,88 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 9-11-2020 έως 28-2-2022, στα δώρα εορτών Χριστουγέννων και 2021 και στο δώρο Πάσχα και στο επίδομα αδείας 2021. Όσον αφορά στην τοκοδοσία των παραπάνω επιδικασθέντων κονδυλίων παρατηρούνται τα ακόλουθα: Οι παραπάνω μηνιαίες αποδοχές υπερημερίας τοκοφορούν από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (άρθρο 655 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 124472001, ΕλλΔνη 2002. 167, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001. 456, ΔΕΝ 2001. 1361, ΕλλΔνη 2001. 1308). Τα επιδόματα αδείας από την 31η Δεκεμβρίου του έτους που η καθεμία από αυτές τις απαιτήσεις όφειλε να καταβληθεί (βλ. ΟλΑΠ 39 και 40/2002, ΕΕργΔ 2002, 1482 και 1478, αντίστοιχα). Το επίδομα του δώρου εορτών Πάσχα οφείλεται από την πρώτη του μηνός Μαΐου του έτους που αφορά και το επίδομα του δώρου εορτών Χριστουγέννων από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους (βλ. ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002, 168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001, 456, ΔΕΝ 2001, 1361, ΕλλΔνη 2001, 1308). Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις κατά το μέρος που διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας, διότι πρόκειται για εργατική διαφορά. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών πρέπει να επιβληθεί, κατόπιν αιτήματος τους (ΑΠ 100/2002), κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 178, 189 αρ. 1, 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγουσών, με την ειδικότητα που αυτές κατείχαν και πριν τις 9-11-2020, και με τους όρους των ένδικων συμβάσεων εργασίας, που ίσχυαν μέχρι τότε, καταβάλλοντας σε αυτές τις αντίστοιχες αποδοχές τους.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά της εναγόμενης χρηματική ποινή ύψους πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ υπέρ έκαστης ενάγουσας και προσωπική κράτηση διάρκειας δέκα (10) ημερών για κάθε ενάγουσα για την περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσής της στην αμέσως παραπάνω διάταξη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστη των εναγουσών το συνολικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (14.377,88 €), με το νόμιμο τόκο κατά τις διαλαμβανόμενες στο αιτιολογικό διακρίσεις μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και για το ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000€) για έκαστη ενάγουσα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε έκαστη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (120,92 €), με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις που γίνονται στο σκεπτικό μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων έκαστης ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.