Περίληψη:
Υπόθεση: Αγωγή εικονολήπτη, που εργάστηκε με διαδοχικές συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, κατά της εργοδότριας εταιρίας για αναγνώριση ακυρότητας απόλυσης, καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής υπερεργασίας και προσαυξήσεων για εργασία σε Κυριακές και αργίες.
Πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είχε προσληφθεί αρχικά από την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 29.10.2018, η οποία καταγγέλθηκε στις 31.01.2019. Στη συνέχεια, από τις 05.02.2020, ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγόμενη με διαδοχικές συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ως εικονολήπτης. Εργαζόταν με πλήρη απασχόληση, με συμφωνημένο ωράριο 5 ημέρες την εβδομάδα και 8 ώρες ημερησίως σε εναλλασσόμενες βάρδιες, και αμοιβή 48,00 ευρώ ανά ημέρα (από 01.07.2022, 56,00 ευρώ). Χρησιμοποιούσε τον εξοπλισμό και τα μεταφορικά μέσα της εναγόμενης και λάμβανε δεσμευτικές οδηγίες για τον χρόνο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Ο ενάγων εργάστηκε πέραν του συμβατικού και νομίμου ωραρίου, καθώς και Σάββατα, Κυριακές και αργίες, χωρίς να λαμβάνει τις νόμιμες προσαυξήσεις. Επίσης, δεν του καταβλήθηκαν επιδόματα εορτών και αδείας, ούτε του χορηγήθηκε η νόμιμη άδεια. Στις 19.10.2022, ο ενάγων προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και την 01.11.2022 η εναγόμενη κατήγγειλε εκδικητικά τη σύμβασή του χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης.
Ζητήματα: 1.Αν η σύμβαση παροχής υπηρεσιών υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. 2. Αν η απόλυση είναι άκυρη λόγω μη καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης κατά την κοινοποίηση. 3. Αν η απόλυση έγινε ως αντίδραση στην άσκηση νόμιμου δικαιώματος από τον εργαζόμενο (εκδικητικότητα). 4. Αν οφείλονται δεδουλευμένες αποδοχές για υπερεργασία, υπερωρίες, εργασία σε Κυριακές και αργίες. 5. Αν ο ενάγων δικαιούται αποδοχές υπερημερίας λόγω της άκυρης απόλυσης. 6. Αν ο ενάγων δικαιούται αποδοχές αδείας και επιδόματα. 7. Αν η εναγόμενη οφείλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Κυριότερες διατάξεις που εφαρμόστηκαν: Άρθρα 648 επ. ΑΚ περί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, άρθρο 5 Ν. 3198/1955 και άρθρο 66 παρ. 1 περ. β’ Ν. 4808/2021 περί ακυρότητας καταγγελίας, άρθρο 4 Ν. 2874/2000 περί υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, άρθρο 8 Ν. 3846/2010 περί εργασίας την έκτη ημέρα της εβδομάδας, και άρθρα 1, 10 β.δ. 748/1966 περί εργασίας τις Κυριακές και αργίες.
Η κρίση του δικαστηρίου: Το δικαστήριο έκρινε ότι η εργασία του ενάγοντος είχε όλα τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης εργασίας, καθώς η εναγόμενη καθόριζε δεσμευτικά τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας του. Το γεγονός ότι υπεγράφησαν συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών δεν αρκεί για να προσδώσει στην εργασιακή σχέση το χαρακτήρα της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Η καταγγελία της σύμβασης κρίθηκε άκυρη για δύο λόγους: α) δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και β) έγινε ως αντίδραση στην προσφυγή του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας. Το δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, αναγνώρισε ότι ο ενάγων συνδέεται με την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 05.02.2020, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας, υποχρέωσε την εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος με χρηματική ποινή 100 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης, και την καταδίκασε να καταβάλει στον ενάγοντα 26.284,25 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και 19.137,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας, ήτοι συνολικά 45.421,49 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
ΑΡΙΘΜΟΣ 127/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Παπαστάμου, Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως Ειρήνης Μπολούτσου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Νοεμβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος ………….. του ………, κατοίκου …………, οδός …….. αρ. ………., με Α.Φ.Μ. ………….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Βλαχόπουλου, συμπαρισταμένης και της ασκούμενης δικηγόρου Παναγιώτας – Δήμητρας Γουργιώτη.
Της εναγόμενης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ……………. που εδρεύει στην ……….., οδός ……………., και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. …………….., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Φανής Τσούμα.
Ο ενάγων με την από 26.01.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………. αγωγή του ζητά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Για την αγωγή αυτή με την από 26.01.2023 πράξη του Πρωτοδικείου Αθηνών ορίσθηκε ημέρα συζήτησης η 23.03.2023 και, κατόπιν νόμιμης αναβολής, για τη δικάσιμο της 24.04.2024. Κατά την ως άνω ημερομηνία η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν για την παρούσα δικάσιμο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή ανταγωγής) πρέπει το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, και αποδοχών για τη παροχή υπερεργασίας ή τη μη παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό), αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους του ενάγοντος παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις νόμιμος μισθός του μισθωτού, ήτοι ο βασικός μισθός και τα επιδόματα που αντιστοιχούσαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές, η χρονική διάρκεια της εβδομαδιαίας απασχόλησης του μισθωτού με αναφορά στις ημέρες απασχόλησης αυτού, από όπου προκύπτει ο αριθμός των ωρών υπερεργασίας και ο αριθμός των ημερών αναπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς και τα αξιούμενα για κάθε αιτία ποσά (ΑΠ 1004/2017, ΑΠ 900/2017, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, που έχει ως αίτημα, μεταξύ άλλων, και την καταβολή αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές, αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφό της, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς ημερομηνίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες καθορίζονται από το νόμο, ενώ δεν απαιτείται ειδικός προσδιορισμός καθ’ ημέρα ή εβδομάδα της νυκτερινής εργασίας, αλλά αρκεί η αναφορά των ωρών αυτής (ΑΠ 525/2018, ΑΠ 984/2013, ΑΠ 1108/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κ.λ.π.. Δεδομένου ότι τα ποσά αυτά περιλαμβάνονται στον από το νόμο ή τη σύμβαση προβλεπόμενο συνολικό (ακαθάριστο) μισθό, αλλά δεν είναι καταβλητέα στον μισθωτό, διότι πρέπει να παρακρατηθούν από τον εργοδότη και να αποδοθούν προς τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ή τους τρίτους δικαιούχους, στη δίκη που ανοίγεται για την επιδίκαση διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών, αντικείμενο είναι ο εν λόγω ακαθάριστος μισθός, ενώ οι επ’ αυτού κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών οργανισμών ή και άλλων τρίτων, τις οποίες εκ του νόμου υποχρεούται να διενεργήσει ο εργοδότης, δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 332/2008, 1678/2007, 302/2001, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφόσον, λοιπόν, διεκδικούνται δικαστικώς δεδουλευμένες αποδοχές, έναντι των οποίων ουδέν έχει καταβληθεί, μετά τον προσδιορισμό τους σε μικτές αποδοχές, ο εργοδότης θα υποχρεωθεί μεν να καταβάλει το ποσό που προκύπτει, αλλά κατά την εκτέλεση, αφού παρακρατήσει τις ως άνω επιβαρύνσεις, θα καταβάλει στο δικαιούχο τις καθαρές αποδοχές και θα απαλλαγεί. Αν όμως, έναντι των δεδουλευμένων μικτών αποδοχών έχουν γίνει μερικότερες καταβολές καθαρών αποδοχών, για την εξεύρεση του οφειλόμενου υπολοίπου το δικαστήριο της ουσίας πρέπει είτε να αναγάγει τις εισέτι οφειλόμενες μικτές αποδοχές σε καθαρές και κατόπιν να αφαιρέσει τις ήδη καταβληθείσες, είτε να αναγάγει τις καταβληθείσες καθαρές αποδοχές σε μικτές και κατόπιν να τις αφαιρέσει από τις οφειλόμενες (ΑΠ 1749/2022, δημ. στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr). Για να είναι δε ορισμένη η σχετική αγωγή, δεν χρειάζεται να αναφέρονται σ’ αυτήν οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, ενώ, πλέον τούτου, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 ΑΚ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση.
II. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από α) την αναφερομένη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, κυρίως διότι με την σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία, που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μίσθωσης έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης, καθώς και από β) την σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία επίσης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, μολονότι υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, και η οποία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση, και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Δηλαδή, βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του. Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ’ αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 608/2014, ΑΠ 2105/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς από κοινού συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1775/2017, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 1110/2017, ΑΠ 44/2017, ΑΠ 608/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα ανωτέρω στοιχεία, διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εξαρτημένη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας και την διάκρισή της από την σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΟλΑΠ 28/2005 Α’ δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΕΔΚΑ 2005.610) ή την σύμβαση έργου (ΑΠ 1506/2010 Α’ δημ. ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 33/2007 ΕλλΔνη 48.1065, ΕφΔωδ 162/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3846/2010: «Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες», ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου «Μέσα σε διάστημα εννέα (9) μηνών από την δημοσίευση του παρόντος νόμου, κάθε εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία επιθεώρηση εργασίας συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ αυτού και των απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης των συμφωνιών αυτών και το ονοματεπώνυμο του απασχολουμένου. Σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της κατάστασης αυτής θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας». Με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από την διατύπωση και το περιεχόμενο τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο ουσιαστικό μέρος των άνω συμβάσεων, έτσι ώστε αυτές να ερμηνεύονται αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, αλλά απλά τόσο με τον όρο «τεκμαίρεται» της πρώτης παραγράφου όσο και με τον ταυτόσημο όρο «θεωρείται» της δεύτερης παραγράφου, καθιερώνονται τεκμήρια υπέρ της εξαρτημένης εργασίας, τα οποία, όμως, είναι μαχητά και συνεπώς ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα ανατροπής τους ( ΑΠ 9/2023, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 2325/2009, ΑΠ 1935/2008, ΕλΔ 50/149, ΕφΠειρ 417/2014 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ’ αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη (ΟλΑΠ 20, 19/2007, 18/2006, ΑΠ 793/2013 ΜονΕφΑθ 3395/2018 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, αναγνωρίζεται ως προς τον χαρακτηρισμό της σύμβασης η αρχή της προτεραιότητας των πραγματικών συνθηκών παροχής εργασίας έναντι του συμβατικού χαρακτηρισμού, τα δε αρμόδια δικαστήρια έχουν δικαίωμα να αναχαρακτηρίσουν τη σύμβαση λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες εκτέλεσής της. Το Δικαστήριο, επομένως, είναι εκείνο που θα αξιολογήσει τελικά οποιαδήποτε περίπτωση αμφισβήτησης του χαρακτηρισμού μιας σύμβασης, η οποία φέρεται ενώπιον του (ΑΠ 602/2017, ΑΠ 608/2014, ΟλΑΠ 7 & 8/2011, ΟλΑΠ 6/2001, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 και 19/2007, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
III. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 2874/2000, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 58 του ν. 4808/2021, «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%). 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%)». Η ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 του ν. 4808/2021, με έναρξη ισχύος από την 19.06.2021, ως εξής: «Σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, έως τρεις (3) ώρες ημερησίως και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής παράνομη υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατόν είκοσι τοις εκατό (120%). 6. Με αποφάσεις του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών, επιπλέον των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης ετησίως της παρ. 3, σε περιπτώσεις επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη και δεν επιδέχεται αναβολή. Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση, οι μισθωτοί δικαιούνται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι το ανώτατο νόμιμο ημερήσιο ωράριο είναι εννέα (9) ώρες υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (και οκτώ ώρες υπό το σύστημα της εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας) και υπερεργασία θεωρείται η απασχόληση στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, πέραν των σαράντα (40) ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας (και πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 48 ωρών υπό το σύστημα της εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας) και απόκειται στην κρίση του εργοδότη, ενώ δεν συμψηφίζεται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης. Αντίστοιχα, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η πέρα των εννέα ωρών ημερησίως για όσους απασχολούνται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα και η πέρα των οκτώ ωρών ημερησίως για όσους απασχολούνται έξι ημέρες την εβδομάδα. Επισημαίνεται ότι για τη συνδρομή υπερεργασίας, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση των μισθωτών και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, χωρίς να ενδιαφέρει η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, ενώ για τη συνδρομή της υπερωριακής εργασίας λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως, έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από τον νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωριακής εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία, σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου (βλ. ΑΠ 1602/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1454/2000 ΔΕΕ 2000.1272, ΕφΑθ 2979/1999 ΕΕργΔ 1999.989, ΕφΑθ 4445/1998 ΕλλΔνη 1998.1366, ΕφΘεσ 1326/1999 ΔΕΝ 2000.29). Αντιθέτως, για να υπάρχει υπερεργασία, πρέπει να υπάρχει υπέρβαση του εβδομαδιαίου ωραρίου, σαν συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους, παροχές οι οποίες συνυπολογίζονται για την εξεύρεση του ωρομισθίου της υπερεργασίας (ΑΠ 493/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αποζημίωση για την παράνομη υπερωρία απορρέει εκ του νόμου, χωρίς να χρειάζεται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3846/2010, «Η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%». Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 10 του β.δ. 748/1966, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με εκείνες της ΑΥ Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946, όπως ερμηνεύτηκε με την με αριθμό 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών και του άρθρου 2 παρ.1 του Ν. 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 435/1976, συνάγεται ότι, εάν ο μισθωτός απασχοληθεί, νόμιμα ή παράνομα, κατά την ημέρα της Κυριακής (ως Κυριακή θεωρείται το χρονικό διάστημα που αρχίζει από τις 24:00 του Σαββάτου και λήγει στις 24:00 της Κυριακής) ή άλλης αργίας, δικαιούται, ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας για την απασχόληση αυτή, να λάβει για τις ώρες που απασχολήθηκε προσαύξηση 75% επί του νομίμου ωρομισθίου. Ειδικά για την απασχόληση κατά την αργία της Κυριακής, εάν αυτή υπερέβη τις πέντε (5) ώρες, ο εργαζόμενος δικαιούται αναπληρωματική ανάπαυση διάρκειας είκοσι τεσσάρων (24) συνεχών ωρών σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί. Έτσι, η αμοιβή του μισθωτού για την αιτία αυτή μπορεί να γίνει με βάση την ωριαία απασχόληση μέσα στα χρονικά όρια των ημερών αυτών, που είναι γνωστές από το ημερολόγιο. Την ως άνω αποζημίωση δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί η ως άνω παροχή, αλλά και οι απασχολούμενοι με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 983/2000, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο, ανεξάρτητα αν τύχουν ή όχι αναπληρωματικής ανάπαυσης, δικαιούνται για την απασχόλησή τους κατά την Κυριακή, εκτός από την προσαύξηση 75%, και ανάλογη αμοιβή ίση με τόσα ωρομίσθια όσες και οι ώρες απασχόλησής τους. Οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, αν μεν τύχουν αναπληρωματικής ανάπαυσης, δεν δικαιούνται, εκτός από την προσαύξηση, άλλης αμοιβής για την απασχόλησή τους κατά την Κυριακή, αφού το ημερομίσθιό τους, ούτως ή άλλως, συμπεριλαμβάνεται στο μηνιαίο μισθό που λαμβάνουν. Αν, όμως, ο εργοδότης δεν παράσχει στον εργαζόμενο συνεχή 24ωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας και τον απασχολήσει και τις έξι (6) εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την Κυριακή, τότε η απασχόληση κατά τη μία (1) ημέρα των εργάσιμων αυτών έξι (6) ημερών είναι παράνομη, ως αντικείμενη σε δημόσιας τάξης διάταξη (άρθρο 10 β.δ. 748/1966), και ο εργοδότης έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη αυτή απασχόληση, ανερχόμενη στο 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού του (βλ. ΑΠ 680/2018, ΑΠ 1117/2017, ΑΠ 1419/2015, ΑΠ 1317/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Λαναρά, Εργατική και Ασφαλιστική Νομοθεσία, έκδ. 2016, σελ. 554 επ.). Αν η κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία πραγματοποιήθηκε Κυριακή, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξάνεται με την αντίστοιχη προσαύξηση 75%, η οποία υπολογίζεται στο νόμιμο ωρομίσθιο (ΑΠ 1027/2000 ΕΑΕΔ 2002.219, ΑΠ 1652/2000 ΕΑΕΔ 2002.518, Λ. Ντάσιος Εργατικό δικονομικό δίκαιο – τομ. ΑΙ 1999 σελ. 595 , Ζερδελής «Ατομικές εργασιακές σχέσεις» 1999 σελ. 497).
V. Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, ορίζεται ότι «Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεούμενου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δεύτερου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από της 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της άδειας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν, έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παρ.1 και 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ/τος 3755/1957, 1 παρ.1 στοιχ. ε’ της υπ’ αριθμ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως «Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών», η οποία κυρώθηκε με το ν. 2081/1952, 7 του π.δ/τος 88/1999 (ΦΕΚ A 94), με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η με αριθμό 93/104 Οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία στο άρθρο 7 αυτής επιτάσσει την λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη για παροχή ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων στους εργαζομένους, ρύθμιση που επαναλήφθηκε στην ταυτάριθμη διάταξη της νεώτερης με αριθμό 2003/88 Οδηγίας που κωδικοποίησε τις σχετικές ρυθμίσεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, και ενόψει του επιδιωκομένου από τις πιο πάνω ρυθμίσεις σκοπού να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας, προκύπτει σαφώς ότι δεν επιτρέπεται ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης, ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν (ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 1683/2012, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β’ του α.ν. 539/1945, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ/τος 3755/1955 ορίζεται ότι «επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας ηυξημένας κατά 100%». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 330 ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 434/2011, ΑΠ 455/2010, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VI. Κατά το άρθρο 655 ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Μισθός, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και 1 της με αριθμό 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 ΑΚ, κατά τα ανωτέρω, δήλη ημέρα καταβολής η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επιμέρους αυτές εργασίες, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ, και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. α’ του ΑΚ. Αντίθετα, δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια οι αποζημιώσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές, κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται εργασία, και κατά τις ημέρες που ο μισθωτός δικαιούται εβδομαδιαίας ανάπαυσης λόγω νόμιμης εργασίας του κατά τις Κυριακές κλπ, αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία (ΑΠ 233/2004, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ασχέτως του άρθρου 655 ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η λήξη το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες.
VII. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση, η οποία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, είναι αναιτιώδης και, συνεπώς, το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, θεωρείται δε έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΟλΑΠ 192/1962, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 892/2003, ΑΠ 1435/1991, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπολογίζεται δε βάσει των τακτικών αποδοχών του κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δηλαδή του μισθού και κάθε άλλης παροχής, η οποία χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 1254/2013, ΑΠ 194/2011, ΑΠ 1033/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 3 του ν. 3863/2010, «όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση». Η διάταξη αυτή τάσσει δήλη ήμερα για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, κατά το άρθρο 341 ΑΚ, που είναι η ημέρα λύσης της σχέσης εργασίας για μέρος της αποζημίωσης ίσο προς τις αποδοχές δύο μηνών και έκτοτε η επομένη της συμπλήρωσης διμήνου, αρχής γενομένης από την απόλυση για κάθε μέρος της αποζημίωσης ίσο προς τις αποδοχές δύο μηνών, μόνη δε η άπρακτη παρέλευση της δήλης μέρας συνεπάγεται την υποχρέωση του εργοδότη σε τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδ. α’ ΑΚ (ΑΠ 813/2001, ΕφΑθ 5053/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού και υποχρεούται, μέχρις ότου άρει την υπερημερία του, να καταβάλει τις αποδοχές υπερημερίας στον απολυθέντα μισθωτό, ο οποίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον της υπηρεσίες του απολυθέντος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και για δικαίωμα κεκτημένο μεν αλλά μη απαιτητό, δηλαδή να αξιωθεί με αγωγή και να επιδικασθεί παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή και καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο μέλλον. Συνεπώς, με βάση τη διάταξη αυτή, μπορούν να ζητηθούν από τον εργοδότη που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση εργασίας του μισθωτού αποδοχές υπερημερίας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα έως την άρση της υπερημερίας, αφού αυτές δεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας, την οποία ο εργοδότης έχει ήδη αποκρούσει με την καταγγελία ή και με τη ρητή μη αποδοχή της (ΑΠ 538/2017, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VIII. Η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ (βλ. ΑΠ 987/2013, ΑΠ 247/2012, ΑΠ 1267/2011, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπέρβαση των ορίων αυτών ενέχει, εκτός των άλλων, η καταγγελία που έγινε από τον εργοδότη από κακότητα, εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή διάθεση εκδίκησης προς το πρόσωπο του μισθωτού, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη ή, όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στον νόμιμο εκπρόσωπο ή στα μέλη της διοίκησής του ενέργειας και, γενικά, από λόγο που ανάγεται στο πρόσωπο του εργοδότη και δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησής του (ΑΠ 167/2013 ΔΕΕ 2014.408, ΑΠ 247/2012, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1539/2001 ΔΕΕ 2002.618, ΑΠ 1318/2000 ΕλλΔνη 2002.413, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 380/2000 ΔΕΝ 2001.15). Αντίθετα, το δικαίωμα του εργοδότη να προβεί στην καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του μισθωτού δεν ασκείται καταχρηστικά, όταν αυτή οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους, ικανούς να δικαιολογήσουν, με γνώμονα το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, τη λήξη αυτής. Η αρχή του άρθρου 281 ΑΚ επιβάλλει την αναζήτηση αντικειμενικών λόγων, που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κάθε φορά απόλυση, δηλαδή λόγων που έχουν σχέση με την εξυπηρέτηση των αντικειμενικών συμφερόντων της επιχείρησης και δεν οφείλονται σε κακοβουλία ή αισθήματα εκδίκησης του εργοδότη απέναντι στον εργαζόμενό του. Η καταγγελία η οποία γίνεται από λόγους εκδίκησης ή ακαίρως ή κατά τρόπο σκληρό και άκαμπτο από πλευράς του εργοδότη είναι άκυρη (ΑΠ 108/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι, επομένως, καταχρηστική η καταγγελία που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην παράβαση εκ μέρους του εργαζομένου κύριων ή παρεπόμενων συμβατικών υποχρεώσεών του, στην πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του μισθωτού, σε ανεπαρκή απόδοση αυτού, σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, στην παράβαση οδηγιών του εργοδότη που δόθηκαν στο πλαίσιο νόμιμης άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος κλπ. (βλ. ΑΠ 167/2013 ΔΕΕ 2014.408, ΑΠ 904/2012, ΑΠ 247/2012, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1102/2001 ΕΕργΔ 2002.801, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 688/1999 ΕλλΔνη 2000.727, ΕφΘεσ 359/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 7187/2001 ΕλλΔνη 2002.48). Και στην περίπτωση, όμως, που ένας εργαζόμενος παραβιάζει τις υποχρεώσεις του, αυτός μπορεί συνήθως να απολυθεί, μόνο εάν έχει προηγηθεί (και αγνοηθεί) σχετική προειδοποίηση, χωρίς απαραίτητα η προειδοποίηση αυτή να επισημαίνει ότι θα επακολουθήσει καταγγελία, αν ο εργαζόμενος δεν μεταβάλει τη συμπεριφορά του. Μόνο εάν πρόκειται για σοβαρό παράπτωμα, μπορεί η σύμβαση εργασίας να λυθεί και χωρίς προειδοποίηση, καθώς ο εργοδότης μπορεί να έχει πλέον, για το λόγο αυτό, απωλέσει την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του εργαζόμενου (Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 533). Επίσης, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.
IX. Πέραν όμως της γενικής διάταξης του προαναφερθέντος άρθρου 281 ΑΚ, προβλέπονται πλέον συγκεκριμένοι λόγοι που κατά τον νόμο καθιστούν την καταγγελία άνευ ετέρου παράνομη, όπως οι λόγοι ακυρότητας που καταγράφονται και ομαδοποιούνται στην παρ. 1 του άρθρου 66 του ν. 4808/2021. Στην ως άνω διάταξη ορίζεται ότι «Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον: α) …, β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος του εργαζομένου, γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως, όταν πρόκειται για απόλυση: γα) … ». Με το άρθρο 66 παρ. 1β δεν θεσπίζεται απόλυτος λόγος καταγγελίας που οδηγεί στην κατάγνωση της ακυρότητας χωρίς στάθμιση. Η απόλυση θα ελέγχεται ως παραβίαση του άρθρου 66 παρ. ιβ ν. 4808/2021 μόνο όταν έρχεται ως απάντηση στην προηγηθείσα συμπεριφορά του εργαζομένου και δεν συνδέεται η ίδια με κάποιο θεμιτό συμφέρον του εργοδότη που θα μπορούσε επί της αρχής να την εξηγήσει ως επιχειρηματική απόφαση. Τέτοιο θεμιτό συμφέρον είναι το λεγόμενο «καλώς νοούμενο (αντικειμενικό) επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη», δηλαδή, είναι πάντοτε κρίσιμο το ζήτημα αν συντρέχουν άλλοι λόγοι που αφαιρούν από την απόλυση το στίγμα των ταπεινών ελατηρίων. Ένας βασικός τέτοιος λόγος είναι ο κλονισμός της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του μισθωτού και η κατ’ αντικειμενική εκτίμηση αδυναμία συνέχισης της συνεργασίας (ακόμη και ως αποτέλεσμα της ενάσκησης δικαιώματος από το μισθωτό). Τα διαμορφωμένα κριτήρια και οι σταθμίσεις που γίνονταν στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου με βάση την ΑΚ 281 θα χρησιμοποιηθούν και για την οριοθέτηση της έννοιας της «αντίδρασης» κατά την εφαρμογή του άρθρου 66 παρ. ιβ ν. 4808/2021. Ούτε όμως αυτά σημαίνουν, από την άλλη πλευρά, ότι η απόλυση για την οποία ο εργοδότης επικαλείται και τεκμηριώνει κάποιο θεμιτό συμφέρον θα είναι αυτόχρημα δικαιολογημένη. Αλλά η τυχόν ελαττωματικότητά της θα εξετασθεί μάλλον υπό το πρίσμα της παρ. 3, ως ζήτημα στάθμισης συμφερόντων, παρά της παρ.ιβ (ΜονΠρ Αθ 195/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 ν. 4808/2021 «Απαγορεύεται και είναι άκυρη η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η απασχόληση, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση προσώπου του άρθρου 3, εφόσον συνιστά εκδικητική συμπεριφορά ή αντίμετρο κατά την έννοια του άρθρου 14 του ν. 3896/2010 (Α’ 207) για περιστατικό βίας και παρενόχλησης του άρθρου 4», ενώ κατά το άρθρο 14 ν. 3896/2010: «Απαγορεύεται η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση: α) για λόγους φύλου ή οικογενειακής κατάστασης, β) όταν συνιστά εκδικητική συμπεριφορά του εργοδότη, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2, γ) όταν γίνεται ως αντίδραση του εργοδότη ή υπεύθυνου για επαγγελματική κατάρτιση, σε διαμαρτυρία, καταγγελία, μαρτυρία ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προσώπου εργαζομένου επαγγελματικά καταρτιζόμενου, ή εκπροσώπου του, στο χώρο της επιχείρησης ή επαγγελματικής κατάρτισης, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής, η οποία είναι σχετική με την εφαρμογή του παρόντος νόμου». Οι αναφορές του νόμου σε «εκδικητική συμπεριφορά», «αντίδραση» και «αντίμετρο» έχουν την έννοια ότι για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων δεν αρκεί η άσκηση, από τον εργαζόμενο, των δικαιωμάτων που του απονέμει ο νόμος, αλλά θα πρέπει παράλληλα να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω ενάσκησης και της απόλυσης του.
X. Εξάλλου, το άρθρο 66 παρ. 2 ν. 4808/2021 δημιουργεί νέα δικονομικά δεδομένα στη δίκη για το κύρος (ή, πλέον, για την ελαττωματικότητα) της καταγγελίας. Η διάταξη προβλέπει ότι, αν ο εργαζόμενος (επικαλεστεί και) αποδείξει πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους λόγους της παρ.1, «εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο». Η ως άνω διάταξη τυγχάνει ειδικότερη της γενικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς απαριθμεί ενδεικτικά περιπτώσεις στις οποίες η καταγγελία είναι άνευ ετέρου άκυρη, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετα ο έλεγχος της υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (ΜΕφΑθ 955/2023, ΜΠρΙωανν 66/2024, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Παπαδημητρίου, Οι συνέπειες της παράνομης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατά το άρθρο 66 ν. 4808/2021, ΔΕΝ 2022.209). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4808/2021, «Γίνεται ενδεικτική αναφορά όσων απαγορεύονται με ρητή νομοθετική διάταξη ήδη πριν την ισχύ του παρόντος νόμου, αλλά προστίθενται και λόγοι που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος νόμου (απόλυση για ενάσκηση δικαιώματος αποσύνδεσης, συμφιλίωσης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής κ.λπ.). Πιο σημαντική, όμως, και πρωτοποριακή είναι η γενική πρόβλεψη ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απόλυση που γίνεται ως αντίδραση για την άσκηση οποιουδήποτε νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου. Η προστασία των εργαζομένων ενισχύεται και από την πρόβλεψη της παρ. 2, σύμφωνα με την οποία, εάν κατ’ αρχήν αποδειχθούν πραγματικά περιστατικά που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόλυση είναι απαγορευμένη, ο εργοδότης φέρει το βάρος να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο. Με βάση τις διατάξεις αυτές είναι πλέον πολύ δύσκολο για τον εργοδότη να απειλήσει, αμέσως ή εμμέσως, τον εργαζόμενο με απόλυση, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος ασκήσει νόμιμο δικαίωμά του καθώς, πλέον, όχι μόνον προβλέπεται ρητή ακυρότητα σε μία τέτοια περίπτωση (και δεν απαιτείται η πολύ λιγότερο βέβαιη κρίση μέσω του άρθρου 281 ΑΚ, στην οποία μπορεί να υπεισέρχονται και άλλα κριτήρια που μπορεί να καταλήξουν εις βάρος του εργαζομένου), αλλά και προβλέπεται ρητά η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως υπέρ του εργαζομένου». Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η εκ πρώτης όψεως (prima facie) απόδειξη για τις προβλεπόμενες κατά τα ανωτέρω περιπτώσεις απαγορευμένης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος έχει το βάρος της επίκλησης και της πιθανολόγησης των μη επιτρεπόμενων λόγων της καταγγελίας και, αν ανταποκριθεί σε αυτό, ο εργοδότης έχει πλέον το βάρος της απόδειξης ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν πραγματοποιήθηκε για έναν από τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου 66. Δεν επηρεάζεται έτσι ο αναιτιώδης χαρακτήρας της καταγγελίας και, ταυτόχρονα, διευκολύνεται η συναγωγή της δικανικής κρίσης ως προς την αιτιώδη σχέση ανάμεσα στα ιστορούμενα από τον εργαζόμενο πραγματικά περιστατικά και του λόγου της καταγγελίας. Η κατά τα ανωτέρω δικονομική βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου, η αναγκαιότητα της οποίας είχε ήδη από ετών επισημανθεί από τη θεωρία, αποσκοπεί στην πραγμάτωση της προστασίας του και από πλευράς δικονομικού δικαίου, ενόψει των αντικειμενικών δυσχερειών που απαντώνται αναφορικά με την απόδειξη των επιλήψιμων κινήτρων του εργοδότη, γεγονότων δηλαδή του εσωτερικού του κόσμου, αλλά και αρνητικών γεγονότων, της έλλειψης δηλαδή αντικειμενικών λόγων που να δικαιολογούν επαρκώς της καταγγελία, αφού ως προς αυτά ο εργαζόμενος δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να παράσχει πλήρη απόδειξη (ΜονΕφΑθ 955/2023, ΜονΠρΑθ 1189/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 66 απαλλάσσει τον εργαζόμενο από την υποχρέωση να αποδείξει πλήρως τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του και της καταγγελίας, που είναι το αδύναμο αποδεικτικά σημείο, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι έως τώρα σε τέτοιες περιπτώσεις – που εξετάζονταν υπό το πρίσμα της ΑΚ 281 – ερευνάτο αν η απόλυση ήταν αποτέλεσμα εμπάθειας του εργοδότη λόγω της προηγηθείσας συμπεριφοράς του εργαζομένου, αλλά και, έτι μάλλον, αν το μη αρεστό της συμπεριφοράς του εργαζομένου στον εργοδότη ήταν το αποφασιστικό κίνητρο και όχι κάποιος άλλος αντικειμενικός λόγος που πιθανώς παράλληλα συνέτρεχε. Ο νομοθέτης με τη ρύθμιση αυτή, η οποία αποτελεί «σφήνα» στο παραδοσιακό σύστημα της αναιτιώδους καταγγελίας, επιδιώκει να ενισχύσει υπέρ του ενάγοντος – εργαζομένου την πρακτική αποτελεσματικότητα της ουσιαστικής προστασίας, διευκολύνοντας αφενός τη συναγωγή δικανικού συμπεράσματος ως προς την αιτιώδη σχέση μεταξύ του εκάστοτε ιστορικού και του λόγου της καταγγελίας και αφετέρου μετακυλύοντας – και αυτό είναι το τελικώς κρίσιμο – το βάρος απόδειξης περί του αντιθέτου στον εργοδότη. Δημιουργούνται έτσι δύο διακριτές φάσεις της αποδεικτικής διαδικασίας, λειτουργικά αλληλένδετες. Η δίκη για το κύρος της καταγγελίας διατρέχει αναγκαία και τις δύο, αποκτώντας έτσι, σε επίπεδο αποδείξεων, δομή δύο επιπέδων. Με το άρθρο 66 παρ. 2 θεσπίζεται ένας δικονομικός κανόνας που κατανέμει ισότιμα μεταξύ των διαδίκων τις αποδεικτικές υποχρεώσεις ως προς τα πραγματικά γεγονότα, αλλά ειδικά ως προς το στοιχείο της αιτιότητας παρέχει στον εργαζόμενο κρίσιμο προτέρημα, μειώνοντας κατά τούτο το μέτρο και ακολούθως μετακυλύοντας στον εργοδότη το βάρος του non liquet περί του αντιθέτου. Έτσι, ο ενάγων δεν αρκεί να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι στο πρόσωπό του συντρέχει προστατευόμενη κατάσταση ή ιδιότητα (εκτός αν αυτό αρκεί εξ αντικειμένου για την απαγόρευση της καταγγελίας, π.χ. κατά τη διάρκεια της άδειας ή λόγω συνδικαλιστικής ιδιότητας και υπαρχούσης γνώσης περί αυτού του εργοδότη) ή ότι άσκησε συγκεκριμένο δικαίωμα θα πρέπει να επικαλεστεί και περιστατικά (ενδείξεις) που καθιστούν ως μάλλον πιθανό το συμπέρασμα ότι τα ανωτέρω συνδέονται, ως μόνο ή κρίσιμο κινήσαν αίτιο, με την απόλυση. Εφόσον ο εργαζόμενος ανταποκριθεί στις δικές του δικονομικές υποχρεώσεις, κατά τα άνω, μετατίθεται στον εργοδότη το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει δημιουργώντας πλήρη δικανική πεποίθηση ότι η απόλυση δεν έγινε για το λόγο αυτό. Η αποδεικτική διαδικασία περνάει έτσι στη δεύτερη φάση. Κατά το γράμμα του άρθρου 66 παρ.2, ο εργοδότης καλείται να αποδείξει αρνητικά τη μη ύπαρξη του λόγου καταγγελίας που επικαλείται ο εργαζόμενος και όχι θετικά κάποιο νόμιμο λόγο καταγγελίας. Τούτο είναι συστηματικά συνεπές. Το αντίθετο θα ήταν δυσχερώς συμβιβάσιμο με το σύστημα της αναιτιώδους καταγγελίας που, τύποις έστω, διατηρείται. Στις περιπτώσεις αυτές θα έχει ήδη πιθανολογηθεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του εργαζομένου και της απόλυσης, άρα η ύπαρξη επιλήψιμου υποκειμενικού κινήτρου θα θεωρείται κατ’ αρχήν δεδομένη, ο εργοδότης είναι εν τοις πράγμασι αναγκασμένος να πάει αποδεικτικώς «παραπέρα», ώστε να απεμπλακεί από το συγκεκριμένο ιστορικό. Θα πρέπει να επικαλεστεί και αποδείξει τη συνδρομή άλλων περιστατικών που καθιστούν την απόλυση αντικειμενικά δικαιολογημένη. Αντικειμενικά δικαιολογημένος είναι ο λόγος όταν είναι, κατ’ αρχήν, αληθής και μη προσχηματικός (Μπακόπουλος, Η ελαττωματική καταγγελία και οι συνέπειές της, 2022, σελ. 95 επ).
XI. Σύμφωνα με το άρθρο 678 ΑΚ, κατά τη λήξη της σύμβασης, ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος, βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του. Σκοπός της υποχρέωσης του εργοδότη για χορήγηση στον εργαζόμενο πιστοποιητικού εργασίας είναι η διευκόλυνση του τελευταίου να βρει άλλη εργασία και γενικά να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί εκδήλωση των παρεπόμενων υποχρεώσεων προστασίας που πηγάζουν από την εργασιακή σχέση. Η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 678 ΑΚ εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Το πιστοποιητικό εργασίας μπορεί να ζητηθεί με τη λήξη της εργασιακής σύμβασης, ήτοι είτε με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου είτε με καταγγελία οποιοσδήποτε μορφής. Εκτός, όμως, από την περίπτωση αυτή, η προστατευτική τελολογία του άρθρου 678 ΑΚ επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση παροχής του πιστοποιητικού, ανεξάρτητα από τη λήξη της εργασιακής σύμβασης (ενδιάμεσο πιστοποιητικό), εφόσον ο εργαζόμενος έχει έννομο συμφέρον να το αξιώσει. Η υποχρέωση για έκδοση του πιστοποιητικού βαρύνει είτε τον εργοδότη αυτοπροσώπως είτε το νόμιμο εκπρόσωπό του. Η έκδοση του πιστοποιητικού προϋποθέτει την σχετική, γραπτή ή προφορική, αίτηση του εργαζόμενου. Για την έκδοση του πιστοποιητικού του εδαφίου β’ του άρθρου 678 ΑΚ (λεπτομερές πιστοποιητικό) απαιτείται ειδική αίτηση του εργαζόμενου. Το πιστοποιητικό μπορεί να ζητηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο από τη λήξη της εργασιακής συμβάσεως. Ο δικαστικός έλεγχος είναι δυνατός όχι μόνο στην περίπτωση άρνησης χορήγησης του πιστοποιητικού, αλλά και όταν αμφισβητείται η αλήθεια του περιεχομένου του (ΕφΑθ 1138/1984, ΕΕργΔ 1985.403). Αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει το πιστοποιητικό εργασίας (απλό ή λεπτομερές) που του ζητήθηκε, ο εργαζόμενος μπορεί, μεταξύ άλλων, να ζητήσει με καταψηφιστική αγωγή την καταδίκη του εργοδότη στη σύνταξη και παράδοση του πιστοποιητικού εργασίας, απειλώντας χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ 2484/2021, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα αυτό του εργαζομένου ασκείται κατ’ αρχήν εξωδίκως έναντι του εργοδότη. Είναι όμως και δικαστικώς επιδιώξιμο σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν ο εργαζόμενος έχει ζητήσει ήδη από τον εργοδότη τη χορήγηση του πιστοποιητικού, αλλά ο τελευταίος δεν το χορηγεί· και, δεύτερον, όταν ο εργαζόμενος διαφωνεί με το περιεχόμενο του πιστοποιητικού που χορήγησε ο εργοδότης, αμφισβητεί δηλαδή την ακρίβεια των πληροφοριών ή αξιολογήσεων που περιέχονται σε αυτό (βλ. ΑΠ 635/2020, ΔΕΝ 2021, 20). Πάντως, η άσκηση αγωγής για την εκπλήρωση της σχετικής εργοδοτικής υποχρέωσης προϋποθέτει την προηγούμενη υποβολή σχετικού αιτήματος του εργαζομένου προς τον εργοδότη, το οποίο δεν ικανοποιήθηκε. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται δεκτό ότι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής είναι ακριβώς η επίκληση αφενός της υποβολής του αιτήματος αυτού προς τον εργοδότη για χορήγηση του πιστοποιητικού και αφετέρου της άρνησης του τελευταίου να το χορηγήσει (ΜονΠρΑθ 159/2023, ΜονΠρΑθ 867/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απόδειξη των ίδιων αυτών στοιχείων συνιστά επίσης προϋπόθεση και για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής (ΜονΕφΑθ 2484/2021, ΜονΕφΑθ 6443/2020, ΜονΠρΑθ 338/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
XII. Για την ύπαρξη αδικοπραξίας κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά (θετική πράξη ή παράλειψη) προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλού συμφέροντος του, προστατευομένου από τη διάταξη νόμου η οποία παραβιάζεται (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1284/2017, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση ατόμου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με αυτό (άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλαδή όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 ΑΚ, 25 παρ. 3 Συντάγματος). Αγαθά που προστατεύονται από την προσωπικότητα είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου, ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημιώσεως προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ. 2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ). Οι όροι δηλαδή αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημιώσεως (προσβολή, παράνομη συμπεριφορά, που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου, που προσβάλλει). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 57 παρ. 2, 59, 281, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 669, 672, 361 ΑΚ και 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι επί παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εργοδότη, μειωτικής προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως όταν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του μισθωτού, ήτοι μείωσης της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση ή, όταν αυτή (καταγγελία) συνιστά αδικοπραξία – περίπτωση που συντρέχει επί καταχρηστικής καταγγελίας, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται, κατ’ εύλογη κρίση, από το Δικαστήριο (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 22/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
XIII. Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, απασχολήθηκε στην εναγόμενη εταιρία με την ιδιότητα του εικονολήπτη από την 05.02.2020 έως την 01.11.2022, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβασή του, έναντι μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.200,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30.06.2022 και 1.400,00 ευρώ από την 01.07.2022 κι έπειτα. Ότι το ωράριό του είχε συμφωνηθεί οκτάωρο ημερησίως και επί πέντε ημέρες την εβδομάδα. Ότι στην πραγματικότητα οι ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών υπέκρυπταν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθώς ο ενάγων υπέκειτο στην άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγόμενης, η οποία καθόριζε δεσμευτικά για αυτόν τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του. Ότι, ωστόσο, η εναγόμενη δεν κατέβαλλε στον ενάγοντα, ως όφειλε, επιδόματα εορτών και αδείας, τη νόμιμη αμοιβή του για την παροχή υπερεργασίας και υπερωριακής εργασίας, για την εργασία του τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, καθώς και για την εργασία του κατά τις νυχτερινές ώρες, ενώ δεν του χορηγούσε και τη νόμιμη άδειά του. Ότι για τον λόγο αυτό ο ενάγων προσέφυγε την 27.10.2022 στην Επιθεώρηση Εργασίας, κατόπιν δε της προσφυγής του αυτής η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβασή του την 01.11.2022, χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης. Ότι η ως άνω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του πάσχει ακυρότητας πρωτίστως επειδή δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση και, επιπλέον, διότι έλαβε χώρα εκδικητικά ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του, ήτοι στην προσφυγή του Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, άλλως και όλως επικουρικώς λόγω καταχρηστικότητας. Ότι η εναγόμενη, εξαιτίας της ακυρότητας της καταγγελίας και της άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος, περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας. Ότι οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασής του, προσέβαλαν την προσωπικότητά του, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην αγωγή του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητά, κατά την σύμβαση εργασίας του και την εργατική νομοθεσία και, επικουρικά, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ, να αναγνωριστεί ότι συνδέεται με την εναγόμενη με μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 01.11.2022 καταγγελίας της σύμβασής εργασίας του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις συμφωνημένες υπηρεσίες του, κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης που τον συνδέει με αυτήν, και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της να καταδικαστεί, κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ, στην καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 50.000,00 ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 76.927,61 ευρώ, ήτοι: α) 5.423,81 ευρώ για επιδόματα εορτών, β) 5.712,00 ευρώ για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας και επίδομα αδείας, γ) 2.940,32 ευρώ για αμοιβή για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωρία, δ) 2.742,55 ευρώ για αποζημίωση απασχόλησης τα Σάββατα, ε) 10.677,14 ευρώ για αμοιβή και αποζημίωση απασχόλησης κατά τις Κυριακές, στ) 338,34 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες, ζ) 1.544,00 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις νύχτες, η) 42.549,46 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και ε) 5.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα τα ανωτέρω με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επί μέρους αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση, επικουρικώς δε, και στην περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβασή του εργασίας με την εναγόμενη έχει λυθεί ή ότι είναι – για οποιονδήποτε λόγο – άκυρη, να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει, πέραν των αιτούμενων πάσης φύσεως δεδουλευμένων αποδοχών και προσαυξήσεων, τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης εκ 3.266,67 ευρώ, πρόσθετη αποζημίωση ύψους 8.400,00 ευρώ, νομίμως εντόκως από την ημεροχρονολογία της καταγγελίας (01.11.2022), άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση, και να του χορηγήσει, κατ’ άρθρ. 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ, πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας του, καθώς και η διαγωγή του και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του με την ως άνω διαγνωσθησόμενη υποχρέωσή του, να καταδικαστεί, κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ, στην καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 10.000,00 ευρώ. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική του δαπάνη. Ήδη πριν την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης ο ενάγων με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του, περιόρισε το αίτημά του για απόληψη αποδοχών μη ληφθείσας αδείας του έτους 2021 από το ποσό των 2.400,00 ευρώ στο ποσό των 1.728,00 ευρώ, και το αίτημά του για αποδοχές υπερημερίας στο ποσό των 19.137,24 ευρώ, αφαιρώντας το ποσό που έλαβε από την εργασία του σε άλλους εργοδότες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το επικουρικό αίτημα καταβολής πρόσθετης αποζημίωσης, ως προς το οποίο, επομένως, η αγωγή θεωρείται ως ουδέποτε ασκηθείσα, εμμένοντας στα λοιπά αιτήματα της αγωγής του. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, που σχετικά με το αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, καθώς, με επικαλούμενο χρόνο καταγγελίας την 01.11.2022, η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 26.01.2023 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 27.01.2023 (βλ. τη με αριθμό ……../27.01.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, 25 παρ. 2, 614 ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρ. 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθ. 1 άρθρ. τέταρτο Ν. 4335/2015). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της ένστασης αοριστίας της εναγόμενης, τόσο ως προς τα ένδικα κονδύλια περί υπερεργασίας, προσαυξήσεων λόγω απασχόλησης σε Σάββατα, Κυριακές και αργίες, δεδομένου ότι για το ορισμένο της αγωγής, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη υπό (I) αναλυτικά εκτίθενται, πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1548/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έστω και κατά μέσο όρο (ΑΠ 1371/2003, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όσο και ως προς τις αξιώσεις που πηγάζουν από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, πλην του αιτήματος περί χορήγησης πιστοποιητικού εργασίας, το οποίο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (XI) αναφέρονται, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθώς ο ενάγων δεν επικαλείται ότι ζήτησε τη χορήγηση πιστοποιητικού εργασίας από την εναγόμενη κι εκείνη αρνήθηκε να του το χορηγήσει (βλ. ΑΠ 667/2012, ΕφΠειρ. 595/2018, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4 παρ. 1 και 5 του α.ν. 539/1945, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 (ως προς την ακυρότητα λόγω μη καταβολής αποζημίωσης απόλυσης), σε συνδυασμό με τα άρθρα 174, 180 ΑΚ, των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 656, 659, 669 παρ. 2, 678, 904 επ. ΑΚ, του άρθρου 2 ν.δ.3755/1957, της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει τας Κυριακάς και εορτάς», όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 όμοια και το άρθρο 2 του Ν. 435/1976 (προσαύξηση Κυριακές/αργίες), καθώς και του άρθρου 4 του ν. 2874/2000, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010, για τις αξιώσεις υπερεργασίας, και όπως το εν λόγω άρθρο 74 του Ν. 3863/2010 ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4808/2021, των άρθρων 66 παρ. 1, 3 του Ν. 4808/2021, 57, 59, 330, 281, 299, 648, 672, 914, 932 ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και των άρθρων 176,191 παρ. 2, 218, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’ και 910 αρ. 4 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί έναρξης της τοκοφορίας από πρότερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό σημείο, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (VI) εκτίθενται, α) για τα ποσά που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας (όπως οι νόμιμες και όχι οι παράνομες υπερωρίες/απασχόληση – ΟλΑΠ 40/2002, ΕΕργΔ 2002.1478, ΕφΑθ 236/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ήτοι στην προκειμένη περίπτωση για την για την παροχή κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και για την απασχόληση τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες (ΜΠρΑθ 1860/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ως προς τα οποία επιδίκαση του νόμιμου τόκου υπερημερίας γίνεται από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, η οποία συνιστά όχληση (ΑΚ 346), αφού οι αποζημιώσεις αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία και, συνεπώς, δεν ορίζεται από τον νόμο δήλη ημέρα καταβολής τους και, ως εκ τούτου, οι τόκοι για τις απαιτήσεις αυτές αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής (ΜΠρΑθ 17/2019, ΜΠρΑθ 481/2016, ΜΠρΑμαλ 132/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και β) για το κονδύλι της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 708/99, ΕλλΔνη 2000.448 – ΕφΑθ 7832/99, ΔΕΕ 2000.179). Ειδικά όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη επικουρική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα, ήτοι υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, οπότε δεν απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η κρινόμενη να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη συζήτησης (βλ. το με κωδικό …………. e-παράβολο και την από 18.11.2024 εξοφλητική απόδειξη αυτού) και έχει προσκομιστεί το από 05.01.2023 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 §2 ν. 4640/2019.
XIV. Από την ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, από την με αριθμό ……/23.04.2024 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Κατσιγιάννη, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με επιμέλεια του οποίου λήφθηκαν, προκειμένου να προσκομισθεί κατά την δικάσιμο της 24.04.2024, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την με αριθμό ……../18.04.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), από το περιεχόμενο όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί για την κατ’ ουσία διάγνωση της διαφοράς, τα οποία λαμβάνονται υπόψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, κατ’ αρ. 340 παρ.1 ΚΠολΔ, και χρησιμεύουν και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, κατά τα αρ. 336 παρ.4 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους και εκτίθενται κατωτέρω (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά: Η εναγόμενη εταιρία περιορισμένης ευθύνης δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής τηλεοπτικών ταινιών και εν γένει οπτικοακουστικών έργων, στο πλαίσιο δε της δραστηριότητάς της προσέλαβε, δυνάμει της από 29.10.2018 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον εναγόμενο, προκειμένου αυτός να απασχοληθεί σε αυτήν υπό την ιδιότητά του ως εικονολήπτη με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ήτοι επί πέντε μέρες εβδομαδιαίως (από Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί οκτώ ώρες ημερησίως (από 06:00 έως 14:00) έναντι μικτών μηνιαίων αποδοχών ύψους 960,68 ευρώ. Η εναγόμενη κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση εργασίας την 31.01.2019, δυνάμει δε διαδοχικών ολιγόμηνης διάρκειας συμβάσεων παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αρχής γενομένης από την 05.02.2020, ο ενάγων ανέλαβε την παροχή υπηρεσιών εικονολήπτη στην εναγόμενη και, ειδικότερα, στους τηλεοπτικούς σταθμούς που εκείνη κάθε φορά θα του υποδείκνυε και με τους οποίους αντίστοιχα η εναγόμενη είχε συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών βιντεοσκόπησης. Στο πλαίσιο των καθηκόντων του από τις ως άνω συμβάσεις ο ενάγων, με τη χρήση του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων που του παρείχε η εναγόμενη, και λαμβάνοντας δεσμευτικές οδηγίες από αυτήν ως προς τον ακριβή χρόνο και τρόπο παροχής των υπηρεσιών του, μετέβαινε στον υποδεικνυόμενο κάθε φορά τόπο και χρόνο, προκειμένου να εκτελέσει την εργασία του ως εικονολήπτης. Το ακριβές αντικείμενο καθημερινής εργασίας του ενάγοντος το καθόριζε αποκλειστικά η εναγόμενη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ενάγων απασχολήθηκε από την 05.02.2020 και μέχρι την δια καταγγελίας λήξη της σύμβασης επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και επί οκτώ ώρες ημερησίως (σε τρείς εναλλασσόμενες βάρδιες κατά τις εντολές και τον προγραμματισμό που κατάρτιζε η εναγόμενη), ενώ η συμφωνηθείσα αμοιβή του ανερχόταν στο ποσό των 48,00 ευρώ ανά ημέρα και από 01.07.2022 στο ποσό των 56,00 ευρώ ανά ημέρα, ήτοι ανά οκτάωρη βάρδια, και στο ποσό των 8,00 ευρώ ανά ώρα επιπλέον του οκταώρου απασχόλησης. Υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η εργασία την οποία παρείχε ο ενάγων για το προαναφερθέν ως άνω χρονικό διάστημα είχε όλα τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι η εναγόμενη απέβλεψε στην υπό του ενάγοντος παρεχόμενη εργασία καθεαυτή, ο δε ενάγων τελούσε υπό τον έλεγχο της εναγόμενης, λαμβάνοντας εντολές και οδηγίες δεσμευτικές για την εκτέλεση της εργασίας που του είχε ανατεθεί. Το γεγονός ότι υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 1 ν. 2639/1998, οι οποίες και γνωστοποιήθηκαν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, και ότι για την είσπραξη της αμοιβής του ο ενάγων εξέδιδε αποδείξεις παροχής υπηρεσιών δεν αρκεί για να προσδώσει στην εργασιακή του σχέση το χαρακτηρισμό της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού οι ειδικότερες συνθήκες και ο τρόπος παροχής της εργασίας του συνάδουν περισσότερο προς αυτά της εξαρτημένης εργασίας, κρίση που επιρρώνεται αφενός από το γεγονός ότι ο ενάγων είχε ήδη προ ενός περίπου έτους προσληφθεί από την εναγόμενη με τα ίδια ακριβώς καθήκοντα αλλά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και αφετέρου από το γεγονός ότι, όπως τόσο οι μάρτυρες απόδειξης και ανταπόδειξης όσο και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης κατέθεσαν, δεν υφίσταται καμία απολύτως διαφορά στο εργασιακό καθεστώς όσων εργάζονται στην εναγόμενη με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών σε σχέση με αυτούς που εργάζονται με την ίδια ειδικότητα και με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι δεν ενέκρινε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ποιότητα της εργασίας του ενάγοντος, καθώς, ο ισχυρισμός αυτός, και αληθής υποτιθέμενος, καταδεικνύει απλώς χαλαρότερη εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία προσιδιάζει στις περιπτώσεις όπως η επίδικη, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου ως προς την συνεπή και προσήκουσα εκτέλεση της εργασίας του. Το γεγονός δε ότι δεν είχε συμβατικά αποκλεισθεί η δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης του ενάγοντος και σε άλλον εργοδότη, δυνατότητα την οποία ο ενάγων δεν ήταν σε θέση λόγω του φόρου εργασίας να αξιοποιήσει, δεν αρκεί άνευ άλλου τινός ώστε να χαρακτηριστεί η σύμβασή του με την εναγόμενη ως σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, καθώς δεν αναιρεί την νομική και πραγματική εξάρτησή του από την εναγόμενη, που συνάγεται από την υποχρέωση συμμόρφωσής του προς τις υποδείξεις και τις εντολές της. Τέλος, και η υποτιθέμενη ευχέρεια του ενάγοντος να μην εργαστεί με απλή δήλωσή του, εάν κάποια ημέρα δεν το επιθυμούσε, δεν αποδείχθηκε ότι εμπεριείχε πλήρη ελευθερία και πρωτοβουλία του ενάγοντος ως προς την παροχή των υπηρεσιών του, αλλά απλώς την ενδεχόμενη αδυναμία του να εργαστεί για λόγους ανωτέρας βίας, όπως είναι η ασθένεια, δυνατότητα που δεν αρκεί για να προσδώσει στη σύμβασή του τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Συνακόλουθα, οι ως άνω αναφερθείσες διαδοχικές συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ανάμεσα στον ενάγοντα και την εναγόμενη ουδέποτε λειτούργησαν ως τέτοιες, αλλά υποκρύπτουν μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων απασχολήθηκε από την 05.02.2020 στην εναγόμενη ως εικονολήπτης με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ήτοι για πέντε ημέρες την εβδομάδα (από Δευτέρα έως Παρασκευή) και για οκτώ ώρες (με εναλλασσόμενες βάρδιες) ημερησίως, έναντι μικτού μηνιαίου μισθού που ανερχόταν αρχικά στο ποσό των 1.200,00 ευρώ (συμφωνηθέν ημερομίσθιο 48,00 ευρώ) και από 01.07.2022 στο ποσό των 1.400,00 ευρώ (συμφωνηθέν ημερομίσθιο 56,00 ευρώ), λειτούργησε δε κατά τον τρόπο αυτόν μέχρι την καταγγελία της σύμβασης από την εναγόμενη την 01.11.2022. Ωστόσο, η εναγόμενη ουδέποτε καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης κατέβαλλε στον ενάγοντα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, υποχρεούμενη για την αιτία αυτή να του καταβάλει α) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020 [(1.200,00 / 25 χ 10,63 ημερομίσθια δώρου = ) 510,24 + (510,24 X 0,041666 = ) 21,26 = ] 531,50 ευρώ, β) για επίδομα Χριστουγέννων 2020 το ποσό των [1.200,00 + (1.200,00 X 0,041666 = ) 49,99 = ] 1.249,99 ευρώ, γ) για επίδομα αδείας 2020 το ποσό των (1.200,00 / 2 = ) 600,00 ευρώ, δ) για επίδομα Πάσχα 2021 το ποσό των [600,00 + (600,00 X 0,041666 = ) 25,00 = ] 625,00 ευρώ, ε) για επίδομα Χριστουγέννων 2021 το ποσό των [1.200,00 + (1.200,00 X 0,041666 = ) 49,99 = ] 1.249,99 ευρώ, στ) για επίδομα αδείας 2021 το ποσό των (1.200,00 / 2 = ) 600 ευρώ, ζ) για επίδομα Πάσχα 2022 το ποσό των [600,00 + (600,00 X 0,041666 = ) 25,00 = ] 625,00 ευρώ και η) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2022: [(1.400,00 X 2 / 25 X 9,63 ημερομίσθια δώρου = ) 1.078,56 + (1.078,56 X 0,041666 = ) 44,94 = ] 1.123,50 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των (531,50 +1.249,99+ 600,00 + 625,00 + 1.249,99 + 600,00 + 625,00 + 1.123,50 = ) 6.604,98 ευρώ, νομιμοτόκως για τις αξιώσεις για δώρο Χριστουγέννων και για επίδομα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους από αυτό που αφορούν και για τις αξιώσεις για δώρο Πάσχα από την 1η Μάϊου του έτους που αφορούν. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν έλαβε για το έτος 2020 το σύνολο των ημερών κανονικής αδείας που δικαιούταν, ήτοι 18 ημέρες, και για το έτος 2021 τις 15 από τις 21 ημέρες κανονικής άδειας που δικαιούταν. Ως εκ τούτου, δικαιούται, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη υπό (V) αναφέρονται, και δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε υπαιτιότητα της εναγομένης, αφού δεν προέκυψε ότι ο ενάγων ζήτησε να του χορηγηθεί κανονική άδεια και η εναγόμενη αρνήθηκε να του τη χορηγήσει, α) για το έτος 2020 το ποσό των (1.200,00 / 25 X 18 = ) 864,00 ευρώ και β) για το έτος 2021 το ποσό των (1.200,00 / 25 X 15 = ) 720,00 ευρώ , ήτοι συνολικά το ποσό των (864,00 + 720,00 = ) 1.584,00 ευρώ, νομιμοτόκως για έκαστο κονδύλι από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους από αυτό το οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε πέραν του συμβατικού του ωραρίου ως ακολούθως: α) Κατά το χρονικό διάστημα από τις 5 Φεβρουαρίου 2020 έως τις 18 Ιουνίου 2021, κατά το οποίο ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός του ήταν 1.200,00 Ευρώ και το αντίστοιχο ωρομίσθιο (1.200,00 / 25 χ 6 / 40 = ) 7,20 ευρώ, απασχολήθηκε επί 38 εβδομάδες εκτός συμβατικού και νομίμου ωραρίου ως εξής: 1. Την Παρασκευή, 7 Φεβρουαρίου 2020, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 11 ώρες, υπερβαίοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 2 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 2. Τη Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 3. Τη Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου 2020, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 4. Την Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου 2020, εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 5. Την Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 6. Την Πέμπτη, 2 Απριλίου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 3 Απριλίου εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 7. Την Τετάρτη, 29 Απριλίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Παρασκευή, 1 Μαΐου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 16 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 14 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 8. Τη Δευτέρα, 4 Μαΐου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Πέμπτη, 7 Μαΐου 2020, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 11 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 4 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 2 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 9. Την Τετάρτη, 15 Ιουλίου 2020, εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 10. Την Τετάρτη, 22 Ιουλίου 2020, εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 12:00, ήτοι επί 13 ώρες και την Πέμπτη, 23 Ιουλίου 2020, εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 11:00 π.μ., ήτοι επί 12 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 9 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 11. Τη Δευτέρα, 10 Αυγούστου 2020, εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 8:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, την Πέμπτη, 13 Αυγούστου 2020, εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 8:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 14 Αυγούστου 2020, εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 8:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 12. Την Τετάρτη, 19 Αυγούστου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Πέμπτη, 20 Αυγούστου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 16 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 14 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 13. Την Τετάρτη, 9 Σεπτεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 14. Την Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 15. Την Πέμπτη, 1 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 10 ώρες και την Παρασκευή, 2 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και η άλλη 1 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 16. Την Τετάρτη, 7 Οκτωβρίου 2020 εργάστηκε από τις 9:00 π. μ. μέχρι τις 20:00, ήτοι επί 11 ώρες και την Πέμπτη, 8 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 11 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 9 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 17. Την Τρίτη, 13 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 9:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 12 ώρες, την Τετάρτη, 14 Οκτωβρίου 2020 εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Πέμπτη, 15 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 7 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 4 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 18. Την Πέμπτη, 22 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 19. Την Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 30 Οκτωβρίου 2020, εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και η άλλη 1 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 20. Τη Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 10 ώρες και την Τετάρτη, 4 Νοεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 10 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 8 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 21. Την Τρίτη, 17 Νοεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 22. Τη Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Τρίτη, 8 Δεκεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 23. Την Τετάρτη, 23 Δεκεμβρίου 2020, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 24. Την Τρίτη, 5 Ιανουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 25. Την Τρίτη, 12 Ιανουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 26. Την Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, την Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 12 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 27. Τη Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, την Τρίτη, 16 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, την Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 4 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 28. Την Τετάρτη, 24 Φεβρουαρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 29. Την Τετάρτη, 3 Μαρτίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 5 Μαρτίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 9 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 30. Την Τρίτη, 16 Μαρτίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 31. Την Πέμπτη, 1 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 32. Τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, την Τετάρτη, 7 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 9 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 10 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 33. Την Παρασκευή, 23 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 34. Την Πέμπτη, 29 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 30 Απριλίου 2021, εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 35. Την Τετάρτη, 12 Μαΐου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 36. Την Τρίτη, 18 Μαΐου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 21 Μαΐου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 9 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. 37. Την Τρίτη, 1 Ιουνίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Πέμπτη, 3 Ιουνίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 38. Τη Δευτέρα, 14 Ιουνίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Πέμπτη, 17 Ιουνίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 16 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 14 κατ’ εξαίρεση υπερωρία. Επομένως, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε 64 ώρες υπερεργασίας, που αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20,00%, και 153 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (αφού δεν είχαν τηρηθεί οι τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις), που για το χρονικό διάστημα μέχρι την 18.06.2021 αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 80,00% και, συνακόλουθα, η εναγόμενη όφειλε να του καταβάλει το ποσό των [64 χ (7,20 + 7,20 X 20,00% = ) 8,64 = ] 552,96 ευρώ για τις 64 ώρες υπερεργασίας και το ποσό των [153 X (7,20 + 7,20 X 80,00% = ) 12,96 = ] 1.982,88 ευρώ για τις 153 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, ήτοι συνολικά το ποσό των (552,96 + 1.982,88 = ) 2.535,84 ευρώ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η εναγόμενη κατέβαλλε στον ενάγοντα για το ποσό των 8,00 ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης πέραν του οκταώρου και το ποσό των 48,00 ευρώ για τις ημέρες κατά τις οποίες πραγματοποίησε διπλή βάρδια, έχει καταβάλει για το ως άνω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των [(48 X 19 οκτάωρες βάρδιες = ) 912,00 + (65 X 8,00 = ) 520,00 = ] 1.432,00 ευρώ, γεγονός το οποίο συνομολογεί και ο ενάγων, οπότε η εναγόμενη εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των (2.535,84 – 1.432,00 = ) 1.103,84 ευρώ. β) Κατά το χρονικό διάστημα από τις 19 Ιουνίου 2021 έως τις 30 Ιουνίου 2022, κατά το οποίο ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός του ήταν 1.200,00 Ευρώ και το αντίστοιχο ωρομίσθιο 7,20 Ευρώ {1.200,00 / 25 χ 6 / 40 = 7,20), απασχολήθηκε επί 33 εβδομάδες εκτός συμβατικού και νομίμου ωραρίου ως εξής: 1. Την Τρίτη, 22 Ιουνίου 2021 εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Τετάρτη, 23 Ιουνίου 2021, εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 11 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 4 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 2 παράνομη υπερωρία. 2. Την Τρίτη, 29 Ιουνίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, ήτοι επί 10 ώρες και την Παρασκευή, 2 Ιουλίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και η άλλη μία παράνομη υπερωρία. 3. Την Πέμπτη, 8 Ιουλίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 10 ώρες και την Παρασκευή, 9 Ιουλίου 2021, εργάστηκε από τις 12:00 μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 4 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 2 παράνομη υπερωρία. 4. Την Τρίτη, 13 Ιουλίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και άλλη 1 παράνομη υπερωρία. 5. Την Τετάρτη, 28 Ιουλίου 2021, εργάστηκε από τις 4:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και άλλη 1 παράνομη υπερωρία. 6. Την Τετάρτη, 4 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, ήτοι επί 11 ώρες, την Πέμπτη, 5 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 6 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 18:00, ήτοι επί 12 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 5 παράνομη υπερωρία. 7. Τη Δευτέρα, 9 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, την Τετάρτη, 11 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Πέμπτη, 12 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 17 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 14 παράνομη υπερωρία. 8. Την Τετάρτη, 25 Αυγούστου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 9. Την Τετάρτη, 8 Σεπτεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, ήτοι επί 11 ώρες, την Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου 2021 εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 5 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 2 παράνομη υπερωρία. 10. Την Παρασκευή, 17 Σεπτεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 11. Την Τρίτη, 21 Σεπτεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 24 Σεπτεμβρίου 2021 εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 12. Την Πέμπτη, 30 Σεπτεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 13. Τη Δευτέρα, 4 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 8 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 14. Τη Δευτέρα, 11 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, την Τετάρτη, 13 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 10 ώρες και την Πέμπτη, 14 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 11 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 8 παράνομη υπερωρία. 15. Την Τρίτη, 19 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 16. Την Τρίτη, 26 Οκτωβρίου 2021, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 17. Τη Δευτέρα, 1 Νοεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 18. Την Πέμπτη, 16 Νοεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 19. Την Τρίτη, 30 Νοεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, την Πέμπτη, 2 Δεκεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες και την Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου 2021, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 3 ώρες, οι οποίες συνιστούν υπερεργασία. 20. Την Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 18:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και άλλη 1 παράνομη υπερωρία. 21. Την Τετάρτη, 19 Ιανουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 22. Τη Δευτέρα, 24 Ιανουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, την Τρίτη, 25 Ιανουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, την Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 25 ώρες, εκ των οποίων οι 4 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 21 παράνομη υπερωρία. 23. Την Πέμπτη, 3 Φεβρουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 24. Τη Δευτέρα, 21 Φεβρουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες, την Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Παρασκευή, 25 Φεβρουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 24 ώρες, εκ των οποίων οι 3 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 21 παράνομη υπερωρία. 25. Τη Δευτέρα, 28 Φεβρουαρίου 2022, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τις 2:00 π.μ., ήτοι επί 10 ώρες και την Τετάρτη, 2 Μαρτίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 10 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 8 παράνομη υπερωρία. 26. Την Πέμπτη, 10 Μαρτίου 2022 εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 27. Την Παρασκευή, 1 Απριλίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 28. Την Παρασκευή, 15 Απριλίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 29. Την Παρασκευή, 29 Απριλίου 2022, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 30. Την Τρίτη, 10 Μαΐου 2022, εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 31. Την Τετάρτη, 15 Ιουνίου 2022, εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 32. Τη Δευτέρα, 20 Ιουνίου 2022, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τις 2:00 π.μ., ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και άλλη 1 παράνομη υπερωρία. 33. Την Τρίτη, 28 Ιουνίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. Επομένως, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε 54 ώρες υπερεργασίας, που αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20,00%, και 144 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (αφού δεν είχαν τηρηθεί οι τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις), που για το χρονικό διάστημα από την 18.06.2021 αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 120,00% και, συνακόλουθα, η εναγόμενη όφειλε να του καταβάλει το ποσό των [54 χ (7,20 + 7,20 X 20,00% = ) 8,64 = ] 466,56 ευρώ για τις 54 ώρες υπερεργασίας και το ποσό των [144 X (7,20 + 7,20 X 120,00% = ) 15,84 = ] 2.280,96 ευρώ για τις 144 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, ήτοι συνολικά το ποσό των (466,56 + 2.280,96 = ) 2.747,52 ευρώ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η εναγόμενη κατέβαλλε στον ενάγοντα για το ποσό των 8,00 ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης πέραν του οκταώρου και το ποσό των 48,00 ευρώ για τις ημέρες κατά τις οποίες πραγματοποίησε διπλή βάρδια, έχει καταβάλει για το ως άνω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των [(48 X 18 οκτάωρες βάρδιες = ) 864,00 + (54 X 8,00 = ) 432,00 = ] 1.296,00 ευρώ, γεγονός το οποίο συνομολογεί και ο ενάγων, οπότε η εναγόμενη εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των (2.747,52 – 1.296,00 = ) 1.451,52 ευρώ. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιουλίου 2022 έως την 1η Νοεμβρίου 2022, που ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός του ήταν 1.400,00 Ευρώ και το αντίστοιχο ωρομίσθιο (1.400,00 / 25 χ 6 / 40 = ) 8,40 ευρώ, απασχολήθηκε επί 9 εβδομάδες εκτός συμβατικού και νομίμου ωραρίου ως εξής: 1. Την Παρασκευή, 1 Ιουλίου 2022, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 2. Την Παρασκευή, 8 Ιουλίου 2022, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 3. Την Τρίτη, 12 Ιουλίου 2022, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 4. Την Πέμπτη, 28 Ιουλίου 2022, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 10 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 2 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και άλλη 1 παράνομη υπερωρία. 5. Την Τρίτη, 2 Αυγούστου 2022, εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 1 ώρα, η οποία συνιστά υπερεργασία. 6. Την Τετάρτη, 10 Αυγούστου 2022, εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 7. Τη Δευτέρα, 15 Αυγούστου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 8 ώρες, εκ των οποίων η μία (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστά υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. 8. Τη Δευτέρα, 5 Σεπτεμβρίου 2022, εργάστηκε από τις 16:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., ήτοι επί 9 ώρες, την Τετάρτη, 7 Σεπτεμβρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 18:00, ήτοι επί 10 ώρες, την Πέμπτη, 8 Σεπτεμβρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, ήτοι 9 ώρες και την Παρασκευή, 9 Σεπτεμβρίου 2022, εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, ήτοι επί 16 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 12 ώρες, εκ των οποίων οι 4 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 8 παράνομη υπερωρία. 9. Την Τετάρτη, 14 Σεπτεμβρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 24:00, ήτοι επί 16 ώρες και την Πέμπτη, 15 Σεπτεμβρίου 2022, εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, ήτοι επί 9 ώρες, υπερβαίνοντας το συμβατικό ωράριο (40ωρο) της αντίστοιχης εβδομάδας επί 9 ώρες, εκ των οποίων οι 2 (ήτοι μέχρι τις 9 ημερησίως) συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 7 παράνομη υπερωρία. Επομένως, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων πραγματοποίησε 13 ώρες υπερεργασίας, που αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20,00%, και 30 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας (αφού δεν είχαν τηρηθεί οι τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις), που για το χρονικό διάστημα μέχρι την 18.06.2021 αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 120,00% και, συνακόλουθα, η εναγόμενη όφειλε να του καταβάλει το ποσό των [13 χ (8,40 + 8,40 X 20,00% = ) 10,08 = ] 131,04 ευρώ για τις 30 ώρες υπερεργασίας και το ποσό των [30 X (8,40 +8,40νX 120,00% = ) 18,48 = ] 554,40 ευρώ για τις 30 ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, ήτοι συνολικά το ποσό των (131,04 + 554,40 = ) 685,44 ευρώ. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η εναγόμενη κατέβαλλε στον ενάγοντα για το ποσό των 8,00 ευρώ για κάθε ώρα απασχόλησης πέραν του οκταώρου και το ποσό των 56,00 ευρώ για τις ημέρες κατά τις οποίες πραγματοποίησε διπλή βάρδια, έχει καταβάλει για το ως άνω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των [(56 X 4 οκτάωρες βάρδιες = ) 224,00 + (11 X 8,00 = ) 88,00 = ] 312,00 ευρώ, γεγονός το οποίο συνομολογεί και ο ενάγων, οπότε η εναγόμενη εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των (685,44 – 312,00 = ) 373,00 ευρώ. Συνακόλουθα, για αμοιβή υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.103,84 + 1.451,52 + 373,00 = ) 2.928,36 ευρώ, νομιμοτόκως για μεν το ποσό που αφορά την υπερεργασίας από τη δήλη μέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου και για το ποσό που αφορά την υπερωριακή απασχόληση από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε κατά παράβαση του συστήματος της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και ημέρες Σαββάτου, χωρίς να λάβει τη νόμιμη προσαύξηση για εργασία την έκτη ημέρα της εβδομάδας και, συγκεκριμένα, κατά τις ακόλουθες ημέρες Σαββάτου: την 8/2/2020 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 15/2/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 22/2/2020 από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 7/3/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 14/3/2020 από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 21/3/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 28/3/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 4/4/2020 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 18/4/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 25/4/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 2/5/2020 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 9/5/2020 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 16/5/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 23/5/2020 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 30/5/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 6/6/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 13/6/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 20/6/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 27/6/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 4/7/2020 από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 11/7/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 18/7/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 25/7/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 1/8/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 8/8/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 15/8/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 22/8/2020 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 29/8/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 5/9/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 12/9/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 19/9/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 26/9/2020 από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 10/10/2020 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 17/10/2020 από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 31/10/2020 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 7/11/2020 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 14/11/2020 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 21/11/2020 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 28/11/2020 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 5/12/2020 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 12/12/2020 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 19/12/2020 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 26/12/2020 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 2/1/2021 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 9/1/2021 από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 16/1/2021 από τις 12:00 μέχρι τις 21:00, την 23/1/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 6/2/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 13/2/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 20/2/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 27/2/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 6/3/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 13/3/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 20/3/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 27/3/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 10/4/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 17/4/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 24/4/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 1/5/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 15/5/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 22/5/2021 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 29/5/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 5/6/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 12/6/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 19/6/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 26/6/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 3/7/2021 από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 10/7/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 17/7/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 24/7/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 31/7/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 7/8/2021 από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 19:00, την 14/8/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 21/8/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 28/8/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 4/9/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 11/9/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 18/9/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 9/10/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 16/10/2021 από τις 4:00 π.μ. μέχρι τις 12:00, την 23/10/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 6/11/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 13/11/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 20/11/2021 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 27/11/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 24:00, την 4/12/2021 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 11/12/2021 από τις 16:00 μέχρι τις 24:00, την 18/12/2021 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 25/12/2021 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 8/1/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 15/1/2022 από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 22/1/2022 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 29/1/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 5/2/2022 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 12/2/2022 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 19/2/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 26/2/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 5/3/2022 από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 12/3/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 19/3/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 26/3/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 2/4/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 17:00, την 9/4/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 16/4/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 23/4/2022 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 30/4/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 7/5/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 14/5/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 21/5/2022 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 28/5/2022 από τις 16:00 μέχρι τις 24:00, την 4/6/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 11/6/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 18/6/2022 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 25/6/2022 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 2/7/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 24:00, την 9/7/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 16/7/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 23/7/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 30/7/2022 από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 6/8/2022 από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 13/8/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 10/9/2022 από τις 14:00 μέχρι τις 22:00 και την 29/10/2022 από τις 15:00 μέχρι τις 23:00. Ως εκ τούτου, εργάσθηκε συνολικά 123 Σάββατα και συγκεκριμένα α) 64 Σάββατα κατά το χρονικό διάστημα από την 05.02.2020 έως την 18.06.2021, για τα οποία δικαιούταν ως προσαύξηση το ποσό των [64 X (48,00 X 30,00% = ) 14,40 = 921,60 ευρώ, β) 50 Σάββατα κατά το χρονικό διάστημα από την 19.06.2021 έως την 30.06.2022, για τα οποία δικαιούνταν ως προσαύξηση το ποσό των [50 X (48,00 X 30,00% = ) 14,40 = 720,00 ευρώ και γ) 9 Σάββατα κατά το χρονικό διάστημα από την 01.07.2022 έως την 31.10.2022, για τα οποία δικαιούνταν ως προσαύξηση το ποσό των [9 X (56,00 X 30,00% = ) 16,80 = 151,20 ευρώ. Για την απασχόλησή του δε πέραν του οκταώρου κατά τις ως άνω ημερομηνίες δικαιούταν α) για 4 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από την 05.02.2020 έως την 18.06.2021 το ποσό των {4 X [(7,20 + 7,20 X 30,00% = ) 9,36 + 9,36 X 80,00% = ] 16,85 = } 67,40 ευρώ β) για 48 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από την 19.06.2021 έως την 30.06.2022 το ποσό των {48 X [(7,20 + 7,20 X 30,00% = ) 9,36 + 9,36 X 120,00% = ] 20,59 = } 988,32 ευρώ και γ) για 17 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από την 01.07.2022 έως την 31.10.2022, το ποσό των {17 X [(8,40 + 8,40 X 30,00% = ) 10,92 + 10,92 X 120,00% = ] 24,02 = ] 408,34 ευρώ. Έναντι των ως άνω ποσών ο ενάγων έχει λάβει το ποσό των (4 X 8,00 = ) 32,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την 05.02.2020 έως την 18.06.2021, το ποσό των [(5 οκτάωρων βαρδιών X 48,00 = ) 240,00 + (8 X 8,00 = ) 64,00 = ] 304,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την 19.06.2021 έως την 30.06.2022 και το ποσό των [(2 οκτάωρων βαρδιών X 56,00 = ) 112,00 + (1 X 8,00 = ) 8,00 = ] 120,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από την 01.07.2022 έως την 31.10.2022, οπότε για την αιτία αυτή η εναγόμενη εξακολουθεί να οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των [(67,40 – 32,00 = ) + (988,32 – 304,00 = ) 684,32 + (408,34 – 120,00 = ) 288,34 = ] 1.008,06 ευρώ. Συνολικά, επομένως, για την απασχόλησή του κατά τα Σάββατα η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των (921,60 + 720,00 + 151,20 + 1.008,06 = ) 2.800,86 ευρώ, πλην όμως θα του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 2.742,55 ευρώ (άρθρο 106 ΚΠολΔ), νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Εξάλλου, ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγόμενη και κατά τις Κυριακές, χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη προσαύξηση για εργασία την Κυριακή και χωρίς να του χορηγηθεί αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης. Ειδικότερα, ο ενάγων εργάσθηκε κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες και ώρες: την 9/2/2020 που εργάστηκε από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 16/2/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 23/2/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 1/3/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 8/3/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 15/3/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 22/3/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 29/3/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 5/4/2020 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 19/4/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 26/4/2020 που εργάστηκε από τις 22:00 μέχρι τις 6:00 π.μ., την 3/5/2020 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 10/5/2020 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 17/5/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 24/5/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 31/5/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 7/6/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 14/6/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 21/6/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 28/6/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 5/7/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 12/7/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 19/7/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 26/7/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., 2/8/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 9/8/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 16/8/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 30/8/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 6/9/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 13/9/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 20/9/2020 που εργάστηκε από τις 23:00 μέχρι τις 7:00 π.μ., την 27/9/2020 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 21:00, την 11/10/2020 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 18/10/2020 που εργάστηκε από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 1/11/2020 που εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 8/11/2020 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 15/11/2020 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 22/11/2020 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 29/11/2020 που εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 13/12/2020 που εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 20/12/2020 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 27/12/2020 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 3/1/2021 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 10/1/2021 που εργάστηκε από τις 13:00 μέχρι τις 21:00, την 17/1/2021 που εργάστηκε από τις 12:00 μέχρι τις 20:00, την 24/1/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 7/2/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 14/2/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 21/2/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 28/2/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 7/3/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, την 14/3/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 21/3/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 28/3/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 4/4/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 11/4/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 18/4/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 25/4/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 2/5/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 9/5/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 16/5/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 23/5/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 30/5/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 6/6/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 13/6/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 20/6/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 27/6/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 4/7/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 11/7/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 18/7/2021 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 25/7/2021 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 1/8/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 8/8/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 15/8/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 22/8/2021 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 29/8/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 5/9/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 12/9/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 19/9/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 3/10/2021 που εργάστηκε από τις 17:00 μέχρι τη 1:00 π.μ., την 10/10/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 24/10/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 7/11/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 14/11/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 21/11/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 28/11/2021 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 5/12/2021 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 12/12/2021 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 19/12/2021 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 26/12/2021 που εργάστηκε από τις 8:00 π.μ. μέχρι τις 16:00, την 9/1/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 16/1/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 23/1/2022 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 6/2/2022 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 13/2/2022 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 22:00, την 20/2/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 27/2/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 6/3/2022 που εργάστηκε από τις 5:00 π.μ. μέχρι τις 13:00, την 13/3/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 20/3/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 27/3/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 3/4/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 10/4/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 17/4/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 24/4/2022 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 14:00, την 1/5/2022 που εργάστηκε από τις 10:00 π.μ. μέχρι τις 18:00, την 8/5/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 15/5/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 22/5/2022 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 29/5/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 5/6/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 12/6/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 19/6/2022 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 26/6/2022 που εργάστηκε από τις 14:00 μέχρι τις 23:00, την 3/7/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 15:00, την 10/7/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 17/7/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 24/7/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 31/7/2022 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00, την 7/8/2022 που εργάστηκε από τις 7:00 π.μ. μέχρι τις 23:00, την 14/8/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τις 23:00, την 11/9/2022 που εργάστηκε από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 22:00 και την 30/10/2022 που εργάστηκε από τις 15:00 μέχρι τη 1:00 π.μ.). Για την ως άνω απασχόλησή του ο ενάγων δικαιούταν α) για το χρονικό διάστημα από την 05.02.2020 έως την 18.06.2021, κατά το οποίο απασχολήθηκε για 64 Κυριακές και εργάσθηκε 21 ώρες πέραν του οκταώρου, (αα) για προσαύξηση εργασίας την Κυριακή το ποσό των [64 X (26,00 X 75,00% = ) 19,50 = ] 1.267,50 ευρώ, δεδομένου ότι το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 / 25) και το νόμιμο ωρομίσθιο 3,90 Ευρώ (26,00 χ 6 / 40) ευρώ, (αβ) για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δεδομένου ότι το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 48,00 ευρώ, το ποσό των (64 X 48,00 = ) 3.072,00 ευρώ, και (αγ) για την εργασία του πέραν του οκταώρου, το ποσό των {21 X [(7,20 + 3,90 X 0,75 = ) 10,13 + (10,13 X 0,80 = ) 8,10 = ] 18,23 = } 382,83 ευρώ και, αφαιρουμένου του ποσού των [(2 X 48,00 = ) 96,00 + (5 X 8,00 = ) 40,00 = ] 136,00 ευρώ που του έχει ήδη καταβληθεί, το ποσό των (382,83 – 136,00 = ) 246,83 ευρώ, και συνολικά το ποσό των (1.267,50 + 3.072,00 + 246,83 = ) 4.586,33 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από την 19.06.2021 έως την 31.12.2021, κατά το οποίο απασχολήθηκε για 25 Κυριακές και εργάσθηκε 28 ώρες πέραν του οκταώρου, (βα) για προσαύξηση εργασίας την Κυριακή το ποσό των [25 X (26,00 X 75,00% = ) 19,50 = ] 487,50 ευρώ, δεδομένου ότι το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, ήταν, με βάση την Υ.Α. 4241/2019 (ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019), 26,00 Ευρώ (650,00 / 25) και το νόμιμο ωρομίσθιο 3,90 Ευρώ (26,00 χ 6 / 40) ευρώ, (ββ) για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δεδομένου ότι το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 48,00 ευρώ, το ποσό των (25 X 48,00 = ) 1.200,00 ευρώ, και (βγ) για την εργασία του πέραν του οκταώρου, το ποσό των {28 X [(7,20 + 3,90 X 0,75 = ) 10,13 + (10,13 X 120,00% = ) 12,16 = ] 22,29 = } 624,12 ευρώ και, αφαιρουμένου του ποσού των [(3 X 48,00 = ) 144,00 + (4 X 8,00 = ) 32,00 = j 176,00 ευρώ που του έχει ήδη καταβληθεί, το ποσό των (624,12 – 176,00 = ) 448,12 ευρώ, και συνολικά το ποσό των (487,50 + 1.200,00 + 448,12 = ) 2.135,62 ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από την 01.01.2022 έως την 30.04.2022, κατά το οποίο απασχολήθηκε για 15 Κυριακές, (γα) για προσαύξηση εργασίας την Κυριακή το ποσό των [15 X (26,52 X 75,00% = ) 19,89 = ] 298,35 ευρώ, δεδομένου ότι το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, ήταν, με βάση την Υ.Α. 107675/2021 (ΦΕΚ Β’ 6263/27.12.2021), 26,52 Ευρώ (663,00 / 25) και το νόμιμο ωρομίσθιο 3,98 Ευρώ (26,52 χ 6 / 40) ευρώ, (γβ) για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δεδομένου ότι το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 48,00 ευρώ, το ποσό των (15 X 48,00 = ) 720,00 ευρώ, και συνολικά το ποσό των (298,35 + 720,00 = ) 1.018,35 ευρώ δ) για το χρονικό διάστημα από την 01.05.2022 έως την 30.06.2022, κατά το οποίο απασχολήθηκε για 9 Κυριακές και εργάσθηκε 33 ώρες πέραν του οκταώρου, (δα) για προσαύξηση εργασίας την Κυριακή το ποσό των [9 X (28,52 X 75,00% = ) 21,39 = ] 192,51 ευρώ, δεδομένου ότι το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, ήταν, με βάση την Υ.Α. 38866/2022 (ΦΕΚ Β’ 2030/24.01.2022), 28,52 Ευρώ (713,00 / 25) και το νόμιμο ωρομίσθιο 4,28 Ευρώ (28,52 χ 6 / 40) ευρώ, (δβ) για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δεδομένου ότι το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 48,00 ευρώ, το ποσό των (9 X 48,00 = ) 432,00 ευρώ, και (δγ) για την εργασία του πέραν του οκταώρου, το ποσό των {33 X [(7,20 + 4,28 X 0,75 = ) 10,41 + (10,41 X 120,00% = ) 12,49 = ] 22,90 = ) 755,70 ευρώ και, αφαιρουμένου του ποσού των [(4 X 48,00 = ) 192,00 + (1 X 8,00 = ) 8,00 = ] 200,00 ευρώ που του έχει ήδη καταβληθεί, το ποσό των (755,70 – 200,00 = ) 555,70 ευρώ, και συνολικά το ποσό των (192,51 + 432 + 555,70 = ) 1.180,21 ευρώ, ε) για το χρονικό διάστημα από την 01.07.2022 έως την 31.10.2022, κατά το οποίο απασχολήθηκε για 9 Κυριακές και εργάσθηκε 50 ώρες πέραν του οκταώρου, (εα) για προσαύξηση εργασίας την Κυριακή το ποσό των [9 X (28,52 X 75,00% = ) 21,39 = ] 192,51 ευρώ, δεδομένου ότι το νόμιμο ημερομίσθιο υπαλλήλου, ήταν, με βάση την Υ.Α. 38866/2022 (ΦΕΚ Β’ 2030/24.01.2022), 28,52 Ευρώ (713,00 / 25) και το νόμιμο ωρομίσθιο 4,28 Ευρώ (28,52 χ 6 / 40) ευρώ, (εβ) για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, δεδομένου ότι το καταβαλλόμενο ημερομίσθιό του ανερχόταν σε 56,00 ευρώ, το ποσό των (9 X 56,00 = ) 504,00 ευρώ, και (εγ) για την εργασία του πέραν του οκταώρου, το ποσό των {50 X [(8,40 + 4,28 X 0,75 = ) 11,61 + (11,61 X 120,00% = ) 13,93 = ] 25,54 = } 1.277,00 ευρώ και, αφαιρουμένου του ποσού των [(6 X 56,00 = ) 336,00 + (2 X 8,00 = ) 16,00 = ] 352,00 ευρώ που του έχει ήδη καταβληθεί, το ποσό των (1.277,00 – 352,00 = ) 925,00 ευρώ, και συνολικά το ποσό των (192,51 + 504,00 + 925,00 = ) 1.621,51 ευρώ. Συνακόλουθα, για την απασχόλησή του τις Κυριακές εντός και εκτός οκταώρου και για στέρηση της εβδομαδιαίας ημέρας ανάπαυσης, η εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των (4.586,33 + 2.135,62 + 1.018,35 + 1.180,21 + 1.621,51 = ) 10.542,02 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επιπλέον, ο ενάγων εργάσθηκε στην εναγόμενη τις ακόλουθες ημέρες αργίας, χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη προσαύξηση, ήτοι συγκεκριμένα : α) τις αργίες της 25ης3/2020, Δευτέρας του Πάσχα 2020, 1ης/5/2020, 15ης/8/2020, 28ης/10/2020, 25ης/12/2020, 26ης/12/2020, 25ης/3/2021, Δευτέρας του Πάσχα 2021, 28ης/10/2021 και 25ης/12/2021, για τις οποίες η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (11 x 26,00 x 75% = ) 214,50 ευρώ, β) τις αργίες της 6ης/1/2022, 25ης/3/2022 και Δευτέρας του Πάσχα 2022, για τις οποίες η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (3 x 26,52 x 75% = ) 59,67 ευρώ και γ) τις αργίες της 2ας/5/2022, 15ης/8/2022 και 28ης/10/2022, για τις οποίες του οφείλεται το ποσό των (3 x 28,52 x 75% = ) 64,17 ευρώ, οπότε συνολικά για την αιτία αυτή η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (214,50 + 59,67 + 64,17 = )338,24 ευρώ, νομίμως εντόκως από την επίδοση της παρούσας μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ο ενάγων απασχολήθηκε κατά τις ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενες ημερομηνίες τις νυκτερινές ώρες πραγματοποιώντας α) για το χρονικό διάστημα από την 05.02.2020 έως την 31.12.2021 1321 ώρες νυκτερινής εργασίας, για τις οποίες η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (1.321 X 3,90 X 25,00% = ) 1.287,98 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από την 01.01.2022 έως την 30.04.2022 96 ώρες νυκτερινής εργασίας, για τις οποίες η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (96 X 3,98 X 25,00% = ) 95,52 ευρώ και γ) για το χρονικό διάστημα από την 01.05.2022 έως την 31.12.2022 150 ώρες νυκτερινής εργασίας, για τις οποίες η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (150 X 4,28 X 25,00% = ) 160,50 ευρώ. Συνολικά, επομένως για την πραγματοποίηση νυκτερινής εργασίας, η εναγόμενη του οφείλει το ποσό των (1.287,98 + 95,52 + 160,50 = ) 1.544,00 ευρώ, νομιμοτόκως από τη δήλη μέρα καταβολής έκαστου ποσού, ήτοι από την 1η μέρα του επόμενου μήνα από αυτόν τον οποίο αφορούν. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, η εναγόμενη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές του το συνολικό ποσό των (6.604,98 + 1.584,00 + 2.928,36 + 2.742,55 + 10.542,02 + 338,24 + 1.544,00 = ) 26.284,25 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα αναλυτικά ως άνω αναφερόμενα και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επισημαίνεται ότι για την εργασία του ενάγοντος κατά τις ως άνω αναφερόμενες ημέρες και ώρες δεν αντέλεξε η εναγόμενη, συναγομένης ως προς αυτήν σιωπηρής ομολογίας της, ενώ τα ποσά που για τις ως άνω αιτίες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις προτάσεις της, καταβλήθηκαν στον ενάγοντα έχουν ήδη κατά τα ως άνω αφαιρεθεί από τα οφειλόμενα σε αυτόν ποσά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ο ενάγων προσέφυγε την 19.10.2022 στην Επιθεώρηση Εργασίας, την προσφυγή του δε αυτή κοινοποίησε με ηλεκτρονική επιστολή στην ενάγουσα, η οποία την 01.11.2022 προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, που, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η από 01.11.2022 καταγγελία εκείνος είχε συμπληρώσει στην εναγόμενη προϋπηρεσία δύο ετών και ο μικτός μηνιαίος μισθός του υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την απόλυσή του ανερχόταν στο ποσό των 1.400,00 ευρώ, ανερχόταν σε [(1.400,00 X 2 = ) 2.800,00 + (2.800,00 X 1/6 = ) 466,67 = ] 3.266,67 ευρώ. Ως εκ τούτου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955. Επιπρόσθετα, υπό τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και, δεδομένης της χρονικής εγγύτητας ανάμεσα στην προσφυγή του ενάγοντος στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και την καταγγελία της σύμβασής του, η τελευταία είναι άκυρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 περ. β’ του ν. 4808/2021, καθώς έλαβε χώρα ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του ενάγοντος, η δε ενάγουσα δεν επικαλέστηκε ούτε απέδειξε ότι η καταγγελία έλαβε χώρα για κάποιον άλλον, επιτρεπόμενο λόγο. Ως εκ τούτου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη αφενός λόγω μη καταβολής αποζημίωσης απόλυσης και αφετέρου επειδή έλαβε χώρα εκδικητικά ως αντίδραση στην προσφυγή του ενάγοντος στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Γενομένης δε δεκτής της αγωγής ως ουσία βάσιμης κατά τις κύριες (αντικειμενικώς σωρευόμενες) νόμιμες βάσεις της, παρέλκει η εξέταση της επικουρικώς σωρευόμενης νομικής βάσης της που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ως απόρροια της κατά τα ανωτέρω ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, η εναγομένη κατέστη εκ μόνου του λόγου αυτού υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας του και ως προς την καταβολή των αποδοχών του και πρέπει να υποχρεωθεί να αποδέχεται τις υπηρεσίες αυτού, στη θέση την οποία ο τελευταίος κατείχε και υπό τους όρους που παρείχε τις υπηρεσίες του πριν την άκυρη καταγγελία, καθώς και να καταβάλλει σε αυτόν τις αποδοχές τις οποίες ο τελευταίος θα λάμβανε, σύμφωνα με την εργασιακή του σύμβαση και το νόμο, εάν δεν μεσολαβούσε η άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, χωρίς να απαιτείται πραγματική εκ μέρους του ενάγοντος προσφορά των υπηρεσιών του, τις οποίες ήδη η εναγομένη εργοδότρια απέκρουσε με την άκυρη καταγγελία, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 349, 350 και 656 ΑΚ (ΑΠ 366/2020, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 868/2018, ΑΠ 538/2017, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως για το επίδικο χρονικό διάστημα από την απόλυση του ενάγοντος, μέχρι την αιτουμένη ημερομηνία, ήτοι για μισθούς υπερημερίας από 01.11.2022 έως 31.12.2024, εκ ποσού 1.400,00 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο ανέρχονταν οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά το χρόνο της απόλυσής του, δυνάμει της σύμβασης εργασίας του, η εναγομένη όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των { (1.400,00 X 26 = ) 36.400,00 (για μισθούς υπερημερίας από την 01.11.2022 έως την 31.12.2024) + [(1.400,00 X 2/25 X 3,21 ημερομίσθια δώρου = ) 359,52 + (359,52 X 0,041666 = ) 14,98 = ] 374,50 ευρώ (για αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα από 01.11.2022 έως 31.12.2022) + [(1.400,00 12 = ) 700,00 + (700,00 X 0,041666 = ) 29,17 = ] 729,16 ευρώ (για δώρο Πάσχα 2023) + [1.400,00 + (1.400,00 X 0,041666 = ) 58,33 = ] 1.458,32 ευρώ (για δώρο Χριστουγέννων 2023) + (1.400,00 1 2 = ) 700,00 ευρώ (για επίδομα αδείας 2023) + (700,00 X 0,041666 = ) 29,17 = ] 729,16 ευρώ (για δώρο Πάσχα 2024) + [1.400,00 + (1.400,00 X 0,041666 = ) 58,33 = ] 1.458,32 ευρώ (για δώρο Χριστουγέννων 2024) + (1.400,00 (2 = ) 700,00 ευρώ (για επίδομα αδείας 2024) = } 42.549,46 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό που ο εναγόμενος έλαβε ως αμοιβή εργαζόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα σε άλλον εργοδότη και, συγκεκριμένα το ποσό των 23.412,22 ευρώ, που, όπως και ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί, έλαβε για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2023 έως τον Οκτώβριο του 2024. Συνακόλουθα, η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για αποδοχές υπερημερίας το ποσό των (42.549,46 – 23.412,22 = ) 19.137,24 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας που θα ελάμβανε το αντίστοιχο διάστημα, νομιμοτόκως από τη δήλη μέρα καταβολής κάθε παροχής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Πλην, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι η απόλυση του ενάγοντος συντελέστηκε υπό συνθήκες ιδιαζόντως απαξιωτικές και μειωτικές για την προσωπικότητά του. Άλλωστε μόνη η ακυρότητα της καταγγελίας, ακόμα και αν οφείλεται σε εκδικητικότητα ή άλλα ταπεινά κίνητρα του εργοδότη, παρά τις αδιαμφισβήτητα δυσμενείς επιπτώσεις για τη διαβίωση του ενάγοντος, δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας. Περαιτέρω περιστάσεις που να συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος δεν αποδείχθηκαν, καθώς η διαφωνία των μερών περιορίστηκε σε αυστηρώς προσωπικό επίπεδο, δεν δημοσιοποιήθηκε ούτε εξωτερικεύθηκε και δεν περιήλθε σε γνώση των λοιπών συναδέλφων του ή του οικογενειακού και φιλικού περίγυρου του ενάγοντος. Μετά ταύτα, μη συντρέχουσας περίπτωσης προσβολής της προσωπικότητάς του ενάγοντος, το κονδύλιο για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ελέγχεται απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν.
XV. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων συνδέεται με την εναγόμενη με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 01.11.2022 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της εναγόμενης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη α) να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης που τους συνδέει, απαγγελλόμενης σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους εκατό (100,00) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, β) να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ποσό των 26.284,25 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από την 05.02.2020 έως την 31.10.2022 ήτοι το ποσό των 6.604,98 ευρώ για επιδόματα αορτών και αδείας, το ποσό των 1.584,00 ευρώ για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας, το ποσό των 2.928,36 ευρώ για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, το ποσό των 2.742,55 ευρώ για απασχόληση κατά την έκτη μέρα της εβδομάδας, το ποσό των 10.542,02 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης τις Κυριακές και στέρηση της εβδομαδιαίας ημέρας ανάπαυσης, το ποσό των 338,34 ευρώ για απασχόληση σε ημέρες αργιών και το ποσό των 1.544,00 για παροχή νυκτερινής εργασίας, γ) να καταβάλει στον ενάγοντα για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1.11.2022 έως τις 31.12.2024 το ποσό των 19.137,24 ευρώ, όλα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με όσα αναλυτικά στη μείζονα σκέψη υπό (VI) και ειδικότερα για κάθε επιμέρους κονδύλι στο σκεπτικό της παρούσας αναφέρονται, ήτοι (i) για τις επιδικασθείσες αξιώσεις που αφορούν σε αποδοχές, σε αμοιβή για υπερεργασία και νυκτερινή εργασία από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά η κάθε επιμέρους μηνιαία αξίωση, (ii) για τις επιδικασθείσες αξιώσεις που αφορούν σε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους από αυτό για το οποίο οφείλονται και για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Πάσχα από την 1η Μαΐου του έτους κατά το οποίο οφείλονται, αφού για αυτά έχει ορισθεί (άρθρο 10 της Υ.Α. 19040/1981) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου και η 30η Απριλίου αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας ο εργοδότης να γίνεται υπερήμερος και να οφείλει τόκους υπερημερίας σύμφωνα με τα άρθρα 341 και 345 του ΑΚ (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478, ΑΠ 236/2004 ΧρΙΔ 2004.645, ΑΠ 1682/2000 ΕΕργΔ 2001.456), (iii) για τις επιδικασθείσες αξιώσεις που αφορούν σε επιδόματα αδείας και σε αποδοχές μη ληφθείσας αδείας από την 1η Ιανουάριου του επομένου έτους από αυτό που έκαστο κονδύλι αφορά, αφού γι’ αυτές τις εργατικές απαιτήσεις τάσσεται από το νόμο επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΟλΑΠ 39/2002 ΕΕργΔ 2002.1482, ΟλΑΠ 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478) και (iν) για τις αξιώσεις που αφορούν κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, για απασχόληση του την έκτη μέρα της εβδομάδας, τις Κυριακές και αργίες, από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 20.000,00 ευρώ, κατά παραδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος του ενάγοντος ως ουσιαστικά βάσιμου, αφενός διότι πρόκειται για εργατικές απαιτήσεις (άρθρα 907,908 παρ.1 περ. ε’ και 910 αρ. 4 του ΚΠολΔ) και αφετέρου διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, καθόσον οι αποδοχές εκ της εργασίας του αποτελούν το μοναδικό μέσο βιοπορισμού και κάλυψης των βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειάς του. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιδικαστούν σε βάρος της εναγομένης, κατά το λόγο της ήττας της στην παρούσα δίκη (ΚΠολΔ 178 παρ. 1), σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων συνδέεται από την 05.02.2020 με την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 01.11.2022 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγόμενη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος με τους όρους της σύμβασης εργασίας του, διαφορετικά και σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της προς την υποχρέωση αυτή, την καταδικάζει σε χρηματική ποινή ύψους εκατό [100,00] ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της να συμμορφωθεί σε αυτήν την υποχρέωσή της.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα α) το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων διακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (26.284,25 ευρώ) για δεδουλευμένες αποδοχές, και β) το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων εκατόν τριάντα επτά ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (19.137,24 ευρώ) για αποδοχές υπερημερίας, νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα για έκαστο επιμέρους κονδύλι στο σκεπτικό της παρούσας εκτιθέμενα, και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη κατά το ποσό των 20.000,00 ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 27 Φεβρουαρίου 2025.