απόλυσηοφειλή δεδουλευμένωνΜονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 1294/2015

Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου λόγω μη καταβολής αποζημίωσης. Αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Μη νόμιμο το αίτημα για αναζήτηση μισθών υπερημερίας για το μετά τη συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα, διότι, κατ’ άρθρο 655 Α.Κ., ο μισθός, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και συνεπώς δεν δύναται να αξιωθεί μισθός για μελλοντικό χρόνο, προτού ακόμη παρασχεθεί η εργασία. Επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών. Άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του μισθωτού. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 27.567,34 Ευρώ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 1294/2015

Αριθμός κατάθεσης αγωγής ……./…………/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(διαδικασία εργατικών διαφορών)

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κοσμία Γιαννούση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Μαρία Βασδέκη.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 10 Ιουνίου 2014 για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της ενάγουσας: …………………., κατοίκου …………………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Δημητρίου Βλαχόπουλου (AM ΔΣΑ 29922).

Της εναγομένης: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………….», που εδρεύει στην ……………………, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-1-2014 αγωγή της, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνησή της παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται παραπάνω και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμού του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’αριθμ…………../15-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Χαλκίδας, Ιωάννη Καράπα, την οποία προσκομίζει κι επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής τους, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της αποφάσεως επιδόθηκε με θυροκόλληση νομότυπα και εμπρόθεσμα στην έδρα της εναγομένης εταιρείας, στην …………… κι επί της οδού …………….. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε κατά την δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στην σειρά της από το οικείο πινάκιο, και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρα 226 και 271 παρ. 1 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στην συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 672 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 11-10-2005 προσλήφθηκε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………….» με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκείμενου να παρέχει σ’ αυτήν την εργασία της, ως υπάλληλος γραφείου κι ακολούθως, στις 16-3-2012 αυτή συνέχισε να απασχολείται στην εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, λόγω μεταβίβασης της ανωτέρω σύμβασης εργασίας της, δυνάμει ειδικής τριμερούς συμφωνίας μεταξύ των ανωτέρω εταιρειών και της ιδίας, με την οποία η εναγομένη υπεισήλθε έναντί της σ’ όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις πηγάζοντα από σχέση εξαρτημένης εργασίας, αναλαμβάνοντας, περαιτέρω, την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών που της οφείλονταν, με την ταυτόχρονη προσμέτρηση της προηγούμενης υπηρεσίας της. Ότι, έκτοτε, απασχολήθηκε σ’ αυτήν (εναγομένη εταιρεία) αρχικά υπό καθεστώς εβδομαδιαίας πενθήμερης εργασίας κι ακολούθως και πέραν αυτού όσο και κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, αντί μηνιαίου μισθού ύψους 1063,40 ευρώ, ως πωλήτρια στο κατάστημά της, επί της οδού …………….., στο ……………., μέχρι και την καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, στις 15-10-2013, χωρίς, όμως, την καταβολή της αναλογούσας αποζημίωσης, με συνέπεια αυτή να τυγχάνει άκυρη, λόγω μη τήρησης της νόμιμης διαδικασίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, όπως αυτά ειδικότερα εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 15-10-2013 καταγγελίας σύμβασης εργασίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη, με την απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παραβίαση της σχετικής εκδοθεισομένης απόφασης, να αποδέχεται της υπηρεσίες της, και περαιτέρω, να υποχρεωθεί αυτή, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 32.486,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστης μηνιαίας παροχής, ήτοι α) το ποσό των 14.983,49 ευρώ, ως αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα δώδεκα μηνώ, ήτοι από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της (16-10-2013) έως και 15 Οκτωβρίου 2014, καθώς και β) το ποσό των 17.502,86 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, για μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών κι επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων-Πάσχα κι άδειας. Άλλως, επικουρικά και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση έχει λυθεί να της καταβάλλει το ποσό των 6201,07 ευρώ ως αποζημίωση, λόγω καταγγελία της σύμβασης, καθώς και το ποσό των 1063,04 ευρώ ως αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια έτους 2013, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και ακολούθως με την απειλή χρηματική ποινής, σε περίπτωση αρνήσεως της εναγομένης εταιρείας να της χορηγηθεί πιστοποιητικό εργασίας. Επικουρικώς, τα ανωτέρω καταψηφιστικά αιτήματα αναζητεί, η ενάγουσα, όπως το σύνολο του δικογράφου εκτιμάται και κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και τα επικουρικά σωρευμένα στο ένδικο δικόγραφο αιτήματα, αυτή (αγωγή) ερειδόμενη στις διατάξεις του εργατικού δικαίου κι επικουρικά στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, παραδεκτά κι αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 14 παρ. 2, 16 παρ. 2 και 663 και 664 επ. ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχουν καταβληθεί, κατ’ άρθρο 71 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., το τέλος δικαστικού ενσήμου και οι νόμιμες επ’ αυτού επιβαρύνσεις, που αντιστοιχούν στο πέραν των 20.000 ευρώ μέρος του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, (βλ. τα υπ’αριθμ…………… και ………. αγωγόσημα σειράς Α’ με τα επικολλημένα σ’ αυτά επισήματα), αφού η αξίωση που αναφέρεται στο κονδύλιο των μισθών υπερημερίας του ενάγοντος ένεκα της ακύρου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του είναι παραδεκτή, γιατί έχει ασκηθεί εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 6παρ.1 του ν.3198/1955, η οποία (προθεσμία) ερευνάται αυτεπαγγέλτως και άρχεται από της λύσεως της εργασιακής του σχέσεως, εν προκειμένω, κατά τα ιστορούμενα την 15-10-2013 και δεδομένου ότι η κρινομένη αγωγή επιδόθηκε την 15-1-2014 στην εναγομένη. Επίσης, και η επικουρικώς σωρευόμενη αξίωση της ενάγουσας που αφορά στο κονδύλιο της αποζημίωσης, εξαιτίας της ένδικης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, κρίνεται παραδεκτή, διότι αφ’ ενός σωρεύεται επικουρικώς κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ (ΑΠ 590/1994 ΕλλΔνη 1995. 162) και αφ’ ετέρου έχει ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 6παρ.2 του ν.3198/1955, η οποία (προθεσμία) ερευνάται αυτεπαγγέλτως κι άρχεται από της λύσεως της εργασιακής σχέσεως, την 15-10-2013 δεδομένου ότι η κρινομένη αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη την 15-1-2014. Είναι επαρκώς ορισμένη, ως προς όλα τα σωρευμένα σ’ αυτήν αιτήματα, πλην του επικουρικά       ασκούμενου αιτήματος αναζήτησης κατ’ άρθρου 678 ΑΚ πιστοποιητικού υπηρεσίας, καθόσον ουδεμία αναφορά στο ένδικο δικόγραφο γίνεται περί άρνησης της εναγομένης προς χορήγηση του πιστοποιητικού εργασίας μετά από σχετική αίτηση του εργαζομένου-μισθωτού, ενεργοποιούμενο κατά τη λύση της εργασιακής σχέσης, χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να αποκλείεται και η χορήγησή του και κατά τη διάρκεια λειτουργίας αυτής (σχέσης εργασίας). Ακολούθως, είναι νόμιμη, ως προς όλα τα σωρευμένα σ’ αυτήν αιτήματα, πλην του αιτήματος αναζήτησης μισθών υπερημερίας για το μετά τη συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα, διότι, κατ’ άρθρο 655 Α.Κ., ο μισθός, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και συνεπώς δεν δύναται να αξιωθεί μισθός για μελλοντικό χρόνο, προτού ακόμη παρασχεθεί η εργασία, (βλ. Βλαστός, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, εκδ. 2005, σ. 916 – 917 / Ντάσιος, Εργατικό δικονομικό δίκαιο, τ. Α/Ι, εκδ. 1999, σ. 481 και εκεί παρατιθέμενη από τους παραπάνω συγγραφείς σύμφωνη νομολογία). Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 648, 655, 656, 669 παρ. 2, 349, 350, 340, 343, 345, 346, ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 2, 5, 6 και 9 του ν.3198/1955, 907 και 908 ΚΠολΔ ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και 176 ΚΠολΔ. Πλην όμως, η ένδικη αγωγή ως προς την περί αδικαιολόγητου πλουτισμού θεμελίωσή της υπό την δικονομική της επικουρικότητα κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η εκ του άρθρου 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 ΧρΙΔ 4. 177, ΑΠ 531/1994 Ελλ.Δ/νη 37.81, ΑΠ 1369/1993 Ελλ.Δ/νη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1354, ΑΠ 890/1982 ΝοΒ 31.1156, Εφ.Θεσ. 2.111/1996 Αρμ. 1996.1323, Εφ.Θεσ. 643/1995 Αρμ. 1995.460). Εν προκειμένω, όμως, η ενάγουσα για την θεμελίωσή της αξιώσεώς του με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικαλείται τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά για την θεμελίωση της ενδοσυμβατικής ευθύνης των εναγομένων, ενώ δεν μνημονεύει ότι είναι άκυρη η ένδικη σύμβαση εργασίας του και έτερα πραγματικά περιστατικά που να είναι διαφορετικά ή πρόσθετα από αυτά, στα οποία ερείδεται η αγωγή εκ της εγκύρου συμβάσεως εργασίας. Πρέπει, επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι προσκομίζονται τα γραμμάτια καταβολής (άρθρα 165 παρ.11, 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4194/2013 Κώδικα περί Δικηγόρων) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της παρισταμένης ενάγουσας κατά τη συζήτηση, (βλ. το υπ αριθμ:Π……………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ).

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα, που με επιμέλεια της ενάγουσας εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η οποία εκτιμάται κατά το μέτρο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας αυτής, καθώς και από όλα τα νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, την υπ’αριθμ. ………../2-4-2014 ένορκη βεβαίωση της ……………, ενώπιοιν του Ειρηνοδίκου Αθηνών, η οποία θα ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι δόθηκε ύστερα από προηγούμενη κι εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου (άρθρο 671 παρ.1δ ΚΠολΔ – βλ. την υπ’αριθμ………/15-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας, Ιωάννη Καράπα, με την οποία επιδόθηκε η ένδικη αγωγή επί της οποίας στην 8η σελίδα αυτής γίνεται γνωστοποίηση περί λήψης ένορκης βεβαίωσης), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε με άτυπη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 11 Οκτωβρίου 2005 από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», προκείμενου να παρέχει σ’ αυτήν την εργασία της, ως υπάλληλος γραφείου κι ακολούθως, στις 16 Μαρτίου 2012, από την εναγομένη εταιρεία, με την επωνυμία «……………..», μετά τη μεταβίβαση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σ’ αυτήν (εναγομένη εταιρεία), οπότε και η οποία η τελευταία υπεισήλθε, πλέον ως εργοδότριά της, σ’ όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από την αρχική σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την υποχρέωση καταβολής των οφειλομένων αποδοχών της ενάγουσας με την προσμέτρηση και του χρόνου υπηρεσίας, που αυτή είχε προσφέρει στην προηγούμενη εταιρεία με την επωνυμία «………………». Έτσι, η ενάγουσα, από 16 Μαρτίου 2012 συνέχισε να απασχολείται ως πωλήτρια στο κατάστημα της εναγομένης εταιρείας, επί της οδού …………… στο …………….., με πλήρες ωράριο, μέχρι και 15 Οκτωβρίου 2013, οπότε και καταγγέλθηκε μονομερώς από την εναγομένη εταιρεία η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, χωρίς, όμως, ποτέ αυτή να λάβει την πραγματική και προσήκουσα αποζημίωση απόλυσης, όπως αναγράφεται στο από 15-10-2013 έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και ρητά αναφέρουν τόσο η μάρτυρας που εξετάσθηκε ενώπιον του ακροατηρίου στο παρόν Δικαστήριο, όσο και η μάρτυρας που εξετάσθηκε στην προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση. Κατά το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ο μηνιαίως μισθός της ανερχόταν στο ποσό των 1063,04 ευρώ. Ακολούθως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι μέχρι και το χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας η εναγόμενη εταιρεία δεν της είχε καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο του έτους 2013 έως και 15 Οκτωβρίου 2013, οπότε και καταγγέλθηκε μονομερώς η σύμβαση εργασίας της, καθώς και δώρο Πάσχα, Χριστουγέννων κι επιδόματος άδειας ετών 2010 έως και 2013, παρότι αυτή συνέχιζε να απασχολείται σ’ αυτήν. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει ως μη καταβληθείσες δεδουλευμένες μηνιαίες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο έως και 15 Οκτωβρίου 2013 το ποσό των 9.057,08 ευρώ ήτοι [(8 μήνες X 1063,04 ευρώ) + (1063,04 X 0,048=51,02 ημερομίσθιο X 13 ημερομίσθια=663,33 ευρώ, ωστόσο θα αποδοθεί το ποσό των 552,76 ευρώ, όπως αιτείται)]. Περαιτέρω, για μη καταβληθέν δώρο Πάσχα ετών 2010, 2011, 2012 και 2013 δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 2.214,64 ευρώ [(1063,04 X 1,04166/2=553,66 δώρο Πάσχα ετησίως) X 4 έτη, οπότε και δεν καταβλήθηκε το δώρο του Πάσχα]. Για μη καταβληθέν δώρο Χριστουγέννων ετών 2010, 2011, 2012 δικαιούται να λάβει το ποσό των 3.321,96 ευρώ [(1063,04 X 1,04166=1.107,32 ευρώ ετησίως) X 3 έτη οπότε και δεν καταβλήθηκε το Δώρο των Χριστουγέννων] και ακολούθως για μη καταβληθέν δώρο Χριστουγέννων έτους 2013 δικαιούται να λάβει το ποσό των 783,28 ευρώ, ωστόσο θα λάβει το ποσό των 783,07 ευρώ όπως αιτείται [(1063,04 X 168 ημερολογιακές ημέρες από 1η Μαΐου έως 15 Οκτωβρίου 2013) / 237,5 (ήτοι 25 ημέρες X 19 ημέρες διάρκειας εργασιακής σχέσης/2) X 1,04166], και συνολικά το ποσό των 4.105,03 ευρώ (3.321,96 + 783,07). Τέλος, για μη καταβληθέν επίδομα άδειας ετών 2010, 2011, 2012, 2013 δικαιούται να λάβει το ποσό των ευρώ 2.126,08 ευρώ [(1063,04/2=531,52) X 4 έτη, οπότε και δεν κατεβλήθη στην ενάγουσα το επίδομα άδειας]. Συνολικά, επομένως δικαιούται να λάβει για μη καταβληθείσες δεδουλευμένες μηνιαίες αποδοχές, δώρα εορτών κι επίδομα άδειας το ποσό των 17.502,83 ευρώ (9.057,08 + 2.214,64 + 4105,03 + 2.126,08). Σε συνέχεια των ανωτέρω, κι από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, εκ μέρους της εναγομένης, και η μη καταβολή σε αυτήν της προβλεπόμενης νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως κατά την λύση της εργασιακής της σχέσης έγινε χωρίς να υπάρχει ένας αντικειμενικός λόγος που να την δικαιολογεί και συνεπώς είναι άκυρη, γιατί ασκήθηκε και κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εργοδότριάς της. Ωσαύτως, η εναγομένη που δεν αποδέχεται τις προσφερόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας της και οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ, τις αποδοχές υπερημερίας που ζητεί η ενάγουσα με την παρούσα αγωγή. Σημειωτέον ότι η εναγομένη εξακολουθεί να τελεί σε υπερημερία, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτή προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό να άρει και να παύσει η υπερημερία της είτε με επαναπασχόληση της ενάγουσας είτε με δήλωσή της ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες της, σύμφωνα με τους όρους της απόλυσης, για το λόγω αυτό η ενάγουσα δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 16-10-2013, επόμενη της ημεροχρονολογία καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, εξαιτίας της υπερημερίας της εναγομένης, μέχρι Ιούνιο του 2014. Ωστόσο, παρότι η απόλυση της ενάγουσας κρίθηκε άκυρη το αίτημα περί επαναπρόσληψης της ενάγουσας από την εναγομένη εταιρεία, κρίνεται απορριπτέο, καθόσον από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εργοδότης, διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν, όμως, νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέρον τα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ’ αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων (ΟλΑΠ 9/2011 «ΝΟΜΟΣ»). Τούτα, όμως, που εν προκειμένω δεν αποδείχθηκαν. Έτσι, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα μηνιαίους μισθούς υπερημερίας ποσό 8.504,32 ευρώ (1063,04 X 8 μήνες), για δώρο Πάσχα έτους 2014 ποσό 553,66 ευρώ (1063,44/2 X 1.04166), για αναλογία υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων έτους 2013 ποσό 359 ευρώ [(1063,04 X 77 ημέρες) /237,5 (ήτοι 25 X 19/2) X 1,04166], και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2014, ποσό 191,15 ευρώ [(1063,04 X 41 ημερών) /237,5 X 1,04166], ήτοι συνολικά για αναλογία δώρου Χριστουγέννων υπόλοιπο έτους 2013 και αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2014, το ποσό των 550,15 ευρώ (359+ 191,15) και τέλος αναλογία επιδόματος άδειας έτους 2014 ποσό 456,38 ευρώ. Συνολικά, επομένως, η ενάγουσα δικαιούται ως μισθούς υπερημερίας (μετά των δώρων εορτών Πάσχα – Χριστουγέννων κι επιδόματος άδειας) το ποσό των 10.064,51 ευρώ [8.504,32 + 553,66 + 550,15 (ήτοι 359+ 191,15) + 456,38]. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 27.567,34 ευρώ (17.502,83 + 10.064,51), όπως ανωτέρω αναλύεται. Το ποσό αυτό δικαιούται να λάβει με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστης μηνιαίας παροχής, ήτοι από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη εκ του νόμου απαιτητό.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινομένη αγωγή πρέπει  να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, κατά την κύρια βάση της, ενώ παρέλκει η εξέταση της επικουρικής βάσεώς της, και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 27.567,34 ευρώ για τις προδιαλαμβανόμενες αιτίες, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη, εκ του νόμου απαιτητό, από την δήλη ημέρα καταβολής του, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Όσον αφορά στο αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να γίνει δεκτό ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της αποφάσεως δύναται να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα εξαιτίας και του διαδραμόντος μέχρι τούδε χρόνου, όπως καθορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας για την επιδίκαση των οποίων υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης, ανάλογα με το μέρος της νίκης και ήττας αυτής, (άρθρα 178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, συνεπεία της ερημοδικίας της εναγομένης πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2, 673 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εναγομένης.

Ορίζει παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την περίπτωση ασκήσεως από την εναγόμενη ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ενάγοντος που έλαβε χώρα στις 15-10-2013.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα επτά ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (27.567,34 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη, εκ του νόμου, απαιτητό και μέχρι εξοφλήσεως.

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ως προς την, αμέσως προηγούμενη, καταψηφιστική της διάταξη.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1200 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2015, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου της παρισταμένης ενάγουσας.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies