απόλυσηπροσβολή προσωπικότηταςΜονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 1340/2020

Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζόμενου είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθώς έγινε για λόγους εμπάθειας στο πρόσωπό του και εκδίκησης λόγω της διεκδίκησης εκ μέρους του των εργασιακών δικαιωμάτων του και δη λόγω της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας και της άσκησης πρότερης αγωγής. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του εργαζομένου. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 8.240,11 Ευρώ.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Αποφάσεως

1340/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Φιλιππίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από το Γραμματέα Θεόδωρο Βλαχάκη.

Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του ενάγοντος: ……….. του …………, κατοίκου …………., οδός …………., ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Δημήτριο Βλαχόπουλο, και κατέθεσε προτάσεις.

Της εναγόμενης: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «………» και δ.τ « ………», που εδρεύει στη …………, οδός …………., όπως νομίμως εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Αναστάσιο Πασσά, και κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-2-2019 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……/……/2019, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 2-4-2019 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ.

I. Με το άρθρο 6 της από 14- 2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20-2-1984 (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή, αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Ειδικώς για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα ή οκτώ, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 931/2017, ΑΠ 534/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2774/2000, όπως αυτό ισχύει μετά τη διαδοχική αντικατάστασή του με τα άρθρα 1 του ν.3385/2005 (με έναρξη ισχύος από 1-10-2005) και 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 (με έναρξη ισχύος από 15-7-2010), ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 45 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε πενθήμερη βάση και πέραν των 48 ωρών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν το προσωπικό τους σε εξαήμερη βάση. Ο νόμιμος χρόνος ημερήσιας απασχόλησης και μετά τη νέα ρύθμιση, παραμένει η κύρια βάση του υπολογισμού των υπερωριών, αφού στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο (8ωρο για εξαήμερη και 9ωρο για πενθήμερη απασχόληση) διατηρούνται σε ισχύ. Συνεπώς, η απασχόληση πέραν των 9 ή 8 ωρών ημερησίως (υπό το σύστημα του πενθημέρου ή εξαημέρου, αντίστοιχα) είναι πάντα υπερωρία, είτε νόμιμη είτε παράνομη, διότι υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας του νομίμου ημερήσιου ωραρίου. Το ύψος της αποζημίωσης για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση προσδιορίστηκε αρχικά, με το άρθρο 4 παρ.5 του ν. 2974/2000, στο 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου και, στη συνέχεια, καθορίστηκε η αποζημίωση για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 100% (άρθρο 1 ν. 3385/2005) και από 15-7-2010 κατά 80% (άρθρο 74 παρ. 10 ν. 3863/2010). Με τις τελευταίες αυτές διατάξεις, για το μετά την 1-10-2005 χρονικό διάστημα, καθορίζεται και η αμοιβή που δικαιούται ο εργαζόμενος για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, η οποία είναι ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, με προσαύξηση που κλιμακώνεται, ανάλογα με τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, σε ετήσια βάση, κατά τα εκεί αναφερόμενα ποσοστά. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ.1α’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, μεταξύ των άλλων στοιχείων, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, καθιστά την αγωγή αόριστη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας μισθωτού, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερωριακή απασχόληση, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφό της, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει, ενόψει και του ως άνω διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών υπέρβασης [ΑΠ 732/2018, ΑΠ 53/2015, ΑΠ 441/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ, προκύπτει ότι αν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από τον εργαζόμενο, εντός του νομίμου ωραρίου, πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του εργαζομένου που προβλέπονται από κανόνα δικαίου, και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους εργαζομένους που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες [Ολ. Α.Π. 861 και 862/1984, Α.Π. 1223/2013]. Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί πρόσθετη αμοιβή για την παροχή πρόσθετης εργασίας, πρέπει να αναφέρονται πλην των άλλων, η ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας, το είδος της οφειλόμενης από τη σύμβαση ή τα συναλλακτικά ήθη εργασίας, η πρόσθετη εργασία στην οποία υποχρεώθηκε ο ενάγων εργαζόμενος, με σαφή προσδιορισμό της κατ’ είδος και χρονική διάρκεια, οι καταβαλλόμενες για την κύρια εργασία αποδοχές και αν συμφωνήθηκε ή όχι αμοιβή για την πρόσθετη εργασία (Α.Π. 1953/2007). Δηλαδή δεν αρκεί ο ενάγων να επικαλείται μόνο την κύρια εργασία του και την πρόσθετη που παρείχε μετά από συμφωνία με τον εργοδότη (ώστε να κριθεί αν αυτή είναι συναφής ή όχι με την κύρια απασχόλησή του) αλλά επί πλέον και το χρόνο που διαρκούσε η πρόσθετη εργασία μέσα στο νόμιμο ωράριο της κύριας, ώστε με κριτήριο το συνηθισμένο για την παροχή αυτής καταβαλλόμενο μισθό να εξευρεθεί η ποσοστιαία (συμπληρωματική) αμοιβή που δικαιούται να λάβει για την πρόσθετη αυτή εργασία του[ ΑΠ 698/2018, ΑΠ 1073/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής του, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτού, εκθέτει ότι προσλήφθηκε στις 2-7-2012 από την εναγόμενη εταιρία, – η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο χώρο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και χρηματαποστολών-, με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος και δη αρχικώς με την ειδικότητα του συνοδού χρηματαποστολών και εν συνεχεία από 1-2-2013 και έως το χρόνο της απολύσεώς του, με την ειδικότητα του οδηγού χρηματαποστολών, με καθεστώς πενθήμερης εργασίας( ήτοι 40 ωρών εβδομαδιαίως), αντί μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ ποσού 644,69 ευρώ. Ότι, επιπλέον, πέραν των ειδικότερα περιγραφόμενων καθηκόντων του τόσο ως συνοδού χρηματαποστολών όσο και ως οδηγού χρηματαποστολών, του ανατέθηκε από την εναγομένη επιπροσθέτως και η επισκευή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, των αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανημάτων ( ΑΤΜ) των τραπεζών στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, εργασία την οποία εκτελούσε έως την 31η-10-2018, σε ημέρες που δεν εκτελούσε δρομολόγια με το θωρακισμένο όχημα, και για την οποία (πρόσθετη εργασία) η εναγόμενη ουδόλως κατέβαλε οιαδήποτε αμοιβή. Ότι, ωστόσο, το πραγματικό ωράριο απασχόλησής του καθόλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η εργασιακή του σύμβαση ( ήτοι έως 31-12-2018), ξεπερνούσε το συμβατικό και νόμιμο ωράριο των 40 ωρών εβδομαδιαίως, καθώς του επιβλήθηκε να εργάζεται καθημερινώς από Δευτέρα έως Παρασκευή κατά μέσον όρο επί 10 ώρες ημερησίως, επί τρία Σάββατα μηνιαίως, επίσης κατά μέσο όρο επί δεκάωρο ανά Σάββατο, καθώς και την ημέρα της Κυριακής, επίσης επί δεκάωρο κατά μέσο όρο ανά Κυριακή. Ότι, εντούτοις, η εναγόμενη, παρόλο που ο ίδιος εργάσθηκε πέραν του νομίμου και συμβατικού ωραρίου του, εκτελώντας κατ’αυτόν τον τρόπο υπερεργασία, παράνομη υπερωριακή απασχόληση[ καθώς δεν είχαν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις], εργαζόμενος και κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής, δεν του κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές που δικαιούτο για την εν λόγω παρασχεθείσα εργασία, παρά μόνο αυθαιρέτως υπολογισθέντα ποσά, υπολειπόμενα των νομίμων καταβλητέων. Ότι, επιπλέον, η εναγόμενη του κατέβαλε μειωμένα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα ετών 2013 έως 2018 έναντι των πράγματι καταβλητέων, υπολογίζοντας το ύψος αυτών επί τη βάσει υπολειπόμενων των καταβαλλόμενων τακτικών αποδοχών, και ως εκ τούτου οφείλει να του καταβάλει τις σχετικές διαφορές, ως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής. Ότι, λόγω κώφευσης της εναγόμενης στις επανειλημμένες οχλήσεις του για εξόφληση των κατά τα ανωτέρω υπολειπόμενων οφειλόμενων αποδοχών του, ο ίδιος προσέφυγε την 31η-10-2018 στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, καταγγέλλοντας την ως άνω συμπεριφορά της εργοδότριάς του, χωρίς όμως να επιλυθεί η μεταξύ των εργατική διαφορά. Ότι, ακολούθως, άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εις βάρος της εναγόμενης την με αριθμό κατάθεσης ………/……/2018 αγωγή του, έχουσα την αυτή ιστορική και νομική αιτία ως και η υπό κρίση αγωγή, δυνάμει της οποίας αιτείτο την επιδίκαση σ’αυτόν για τις ανωτέρω αιτίες συνολικού ποσού 29.415,34 ευρώ. Ότι, ακολούθως, η εναγομένη την 1η-2-2019 προέβη, παρανόμως και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της, στην άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Ότι, ειδικότερα, η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη ως παράνομη και καταχρηστική, καθώς έλαβε χώρα αφενός μεν κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 3896/2010 [λύση της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως -Προστασία έναντι αντιποίνων], αφετέρου δε για λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, συνεπεία διεκδίκησης των νομίμων εργασιακών δικαιωμάτων του. Με βάση αυτό το περιεχόμενο, και παραιτούμενος από το δικόγραφο της ως άνω ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου πρότερης αγωγής του, ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί της σύμβασης εργασίας του, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της κείμενης εργατικής νομοθεσίας, άλλως, επικουρικώς με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού [αφού η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος του κατά τα ποσά των απαιτήσεών του, τα οποία θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο για την παροχή αυτής εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες και ώρες εργασίας], με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις : Α]να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 1-2-2019 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, Β] ακολούθως να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του κατά τους όρους της μεταξύ των συναφθείσας σύμβασης εργασίας, με απειλή εις βάρος της χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής της να συμμορφωθεί με σχετική διάταξη της εκδοθησομένης απόφασης, Γ] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσόν των 48.483,68 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις εξής επιμέρους αξιώσεις : 1. Στην αξίωση αμοιβής για παρασχεθείσα εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής και λοιπές αργίες, εκ ποσού 1.469,82 ευρώ, 2. Στην αξίωση αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, εκ ποσού 9.399,46 ευρώ, 3. Στην αξίωση αμοιβής για παρασχεθείσα εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, εκ ποσού 9.604,11 ευρώ, 4. Στην αξίωση αμοιβής για παρασχεθείσα πρόσθετη απασχόληση, εκ ποσού 7.381,44 ευρώ, 5. Στην αξίωση καταβολής διαφοράς επιδομάτων εορτών, εκ ποσού 1.560,51 ευρώ, 6. Στην αξίωση καταβολής αποδοχών υπερημερίας λόγω άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του για το χρονικό διάστημα από 1-2-2019 έως 31-12-2019 [725,15 ευρώ ο μηνιαίος μισθός X 11 μήνες, πλέον αναλογούντος δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2019] και 7.Στην αξίωση καταβολής χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα από την παράνομη και καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, εκ ποσού 10.000 ευρώ, – ως ειδικότερα εκάστη αξίωση αναλύεται -, νομιμοτόκως από την ημέρα που εκάστη ως ανωτέρω αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Επίσης, ζητεί, επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί ότι έχει επέλθει η λύση της επίμαχης σύμβασης εργασίας, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του χορηγήσει κατ’άρθρο 678 ΑΚ, πιστοποιητικό εργασίας στο οποία να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια, η ποιότητα της εργασίας του, καθώς και η διαγωγή του, απειλουμένης εις βάρος της εναγόμενης χρηματικής ποινής 300 ευρώ, σε περίπτωση αρνήσεως συμμορφώσεως της με σχετική διάταξη της εκδοθησομένης απόφασης. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των εν γένει δικαστικών του εξόδων. Ήδη, ο ενάγων, παραδεκτώς, – ήτοι τόσο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και με τις έγγραφες προτάσεις του ( άρθρα 591 παρ. 1, 223, 295 εδάφιο β και 297 ΚΠολΔ)-, περιόρισε το αγωγικό αίτημα εν μέρει από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, και συγκεκριμένα το κονδύλιο των 19.068,34 ευρώ, που αντιστοιχεί σε επιδίκαση μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διατηρώντας το εναπομείναν ποσόν των 29.415,34 ευρώ [48.483,68 -19.068,34] που αντιστοιχεί στις λοιπές ένδικες αξιώσεις σε καταψηφιστικό.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών- εργατικών διαφορών ( άρθρα 7,9,14 παρ.2, 16 αριθμ.2, 25 παρ. 2, 614 και 621 ΚΠολΔ [ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της, ήτοι μετά την 1η-1-2016, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου ένατου του ν. 4335/2015], ενώ ως προς το παραδεκτό του αιτήματος αναγνώρισης ακυρότητας της επίμαχης καταγγελίας και επιδίκαση μισθών υπερημερίας, έχει ασκηθεί εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας που τάσσει ο νόμος( άρθρο 6 παρ. 1 ν 3198/1955) και λαμβάνεται, κατ’άρθρο 280 ΑΚ, υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο[ βλ σχετικά την με αριθμό ………/21-2-2019 έκθεση επίδοσης της υπό κρίση αγωγής του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, σε συνδυασμό με τον αγωγικό ισχυρισμό ότι η επίμαχη καταγγελία έλαβε χώρα την 1η-2-2019]. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή, ως προς την κύρια βάση της [ήτοι, από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος], είναι επαρκώς ορισμένη, πλην των αγωγικών αιτημάτων επιδίκασης αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, καθώς και αμοιβής για παρασχεθείσα πρόσθετη εργασία, και ειδικότερα : 1] η υπό κρίση αγωγή καθ’ ο μέρος αφορά το κεφάλαιο επιδίκασης αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, συνιστά ουσιώδες στοιχείο της σχετικής αγωγής η αναφορά τόσο του ημερήσιου όσο και του εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας του μισθωτού, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν οι ώρες, που υπερβαίνουν το νόμιμο ημερήσιο οκτάωρο και το αντιστοίχως εβδομαδιαίο ωράριο 40 ωρών εργασίας ( κατά τις καθημερινές), συνιστούν υπερωρία και υπερεργασία, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή ποιο ήταν το ημερήσιο και ποιο το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας του και χωρίς, σε κάθε περίπτωση, να αρκεί η αναφορά ότι εργαζόταν επί πενθημέρου ( τις καθημερινές), αλλά και τα Σάββατα και τις Κυριακές επί δέκα ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής γίνεται όλως γενικώς αναφορά μόνο στο ημερήσιο ωράριο εργασίας, εκ της οποίας προκύπτει υπέρβαση αυτού, χωρίς όμως να αναφέρεται ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας εβδομαδιαίως. Επίσης, απορριπτέα τυγχάνει η υπό κρίση αγωγή και καθ’ ο μέρος αφορά την επιδίκαση αμοιβής για παροχή πρόσθετης εργασίας, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο ενάγων ουδόλως εκθέτει το χρόνο που διαρκούσε η πρόσθετη εργασία μέσα στο νόμιμο ωράριο της κύριας, ούτε τη συνήθη αμοιβή που καταβάλλεται για την εν λόγω εργασία, παρά μόνο αναφέρει ότι παρείχε την πρόσθετη αυτή εργασία επί 40 εργάσιμες ημέρες ανά έτος, πλην του έτους 2018 που την εκτέλεσε επί 33 ημέρες, εντός του νομίμου ωραρίου του σε ημέρες[ και επί 9 ώρες εκάστη ημέρα] που δεν εκτελούσε δρομολόγια με το θωρακισμένο όχημα, δικαιούμενος ένα νόμιμο ημερομίσθιο για κάθε ώρα εργασίας. Κατά το μέρος δε που κρίθηκε ορισμένη είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 επ., 678, 340, 341, 343, 345, 346, 174, 180, 57, 59, 281, 299 και 932 του ΑΚ, άρθρο 74 του ν. 3863/2010, ΥΑ 19040/1981, ΚΥΑ 8900/1946 των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, ΒΔ 748/1966, Ν 435/1976, άρθρο 5 ν. 3198/1955, καθώς επίσης και των άρθρων 70, 907, 908, 946 [ ως προς το αίτημα χορήγησης πιστοποιητικού εργασίας κατ’άρθρο 678 ΑΚ] και 176 ΚΠολΔ. Ωστόσο, όσον αφορά την κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) σωρευόμενη αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία σωρεύεται μεν παραδεκτώς υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης, ήτοι από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, καθώς ο ενάγων ουδόλως επικαλείται (μέσω απλής, έστω και έμμεσης, επικλήσεως, (βλ. ενδ. ΑΠ 1647/2002 ο.π.) και δη για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης της αγωγής του, την ακυρότητα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του για οποιονδήποτε λόγο και εφόσον δεν απαιτείται μεν να εκθέτει τους λόγους, στους οποίους οφείλεται η ενδεχόμενη ακυρότητα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261), αλλά (απαιτείται να εκθέτει) την ακυρότητα καθεαυτή, ως προϋπόθεση εφαρμογής του πραγματικού των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού έχει επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής εκ συμβάσεως ή αδικοπραξίας [βλ. και ΕΦΑΘ 1769/2007 ΔΕΝ 2008.358]. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση αγωγή καθ’ ο μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, στη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3896/2010, τυγχάνει μη νόμιμη. Και τούτο, διότι σκοπός του νόμου 3896/2010 « Εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Εναρμόνιση της κείμενης νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006 και άλλες συναφείς διατάξεις[ΦΕΚ Α’ 207/08.12.2010], είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, όσον αφορά: α] την πρόσβαση στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εξέλιξης, και στην επαγγελματική κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης με σκοπό την απασχόληση (“vocational training”), β] τις συνθήκες και τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής και γ] τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Προς την εκπλήρωση δε του σκοπού αυτού, στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 περ. γ’ ( που ενσωματώνει το άρθρο 24 της ανωτέρω Οδηγίας) και φέρει τίτλο «Λύση της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως – Προστασία έναντι αντιποίνων » ορίζεται ότι: « Απαγορεύεται η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση: α] για λόγους φύλου ή οικογενειακής κατάστασης, β] όταν συνιστά εκδικητική συμπεριφορά του εργοδότη, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2, γ] όταν γίνεται ως αντίδραση του εργοδότη, ή υπεύθυνου για επαγγελματική κατάρτιση, σε διαμαρτυρία, καταγγελία, μαρτυρία ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προσώπου εργαζομένου επαγγελματικά καταρτιζόμενου, ή εκπροσώπου του, στο χώρο της επιχείρησης ή επαγγελματικής κατάρτισης, ενώπιον Δικαστηρίου ή άλλης αρχής, η οποία είναι σχετική με την εφαρμογή του παρόντος νόμου». Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, αφού η επίμαχη καταγγελία δεν έλαβε χώρα υπό τις προϋποθέσεις του ν. 3896/2010. Ομοίως, απορριπτέο ως μη νόμιμο, τυγχάνει το παρεπόμενο αίτημα περί απειλής σε βάρος της εναγόμενης χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησής της να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, καθόσον για την εκτέλεση απόφασης που υποχρεώνει τον εργοδότη να απασχολεί πραγματικά τον εργαζόμενο, όταν η απόλυση του τελευταίου κριθεί άκυρη, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ, η οποία προϋποθέτει υποχρέωση παράλειψης ή ανοχής πράξης εκ μέρους του οφειλέτη, όπως, αντίθετα, αβάσιμα υπολαμβάνει η ενάγουσα, αλλά το άρθρο 946 ΚΠολΔ, το οποίο, όμως, προβλέπει καταδίκη του εργοδότη εναγομένου για την περίπτωση άρνησης να απασχολήσει τον εργαζόμενο σε εφάπαξ χρηματική ποινή έως 50.000 ευρώ υπέρ του τελευταίου και όχι σε χρηματική ποινή για κάθε ημέρα άρνησης, όπως, αντίθετα, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ η χρηματική ποινή απαγγέλλεται και δεν απειλείται, όπως προβλέπει, αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ, οπότε απαιτείται δεύτερη απόφαση περί βεβαίωσης της παράβασης και καταδίκης του εναγόμενου σε καταβολή της χρηματικής ποινής [βλ ΑΠ 1167/1999, ΜΠΡ ΘΕΣΣ 10675/2018 και 19673/2013 άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, το περί τοκοδοσίας αίτημα της αγωγής είναι νόμιμο και μετά τον εν μέρει ως ανωτέρω περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθόσον ναι μεν η παραίτηση από το καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό αίτημα καταλύει την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι κατά άρθρο 346 ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς δεν συνεπάγεται άρση αναδρομική ή μη των κατά το άρθρο 345 ΑΚ έννομων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 342 ΑΚ, έχει ήδη επέλθει μετά την όχληση [ ΟλΑΠ 13/1994 ΕλΔνη 1994.1259, ΑΠ 435/2006 Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 23/2004 Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ]. Ως προς το αυτό αίτημα, μετά την τροπή κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα του αγωγικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο καθίσταται το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που αυτές παρέχουν και στις οποίες δεν νοείται διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως[ΕΦ ΠΕΙΡ 1014/1992 ΑρχΝομ44.63, ΠΠΡ 6806/2004 Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ]. Πρέπει επομένως, η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που. κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, καθώς για το αντικείμενο συζήτησής της, αφενός μεν ως προς το καταψηφιστικό αίτημά της και για το ποσόν που υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου ( άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3994/2011), έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις αντίστοιχες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις[ βλ το με αριθμό ……………… e-παράβολο της ΓΓΠΣ σε συνδυασμό με το από 1-11-2019 παραστατικό ηλεκτρονικής καταβολής αυτού, μέσω ………….] αφετέρου δε, ως εκ του χρόνου συζήτησης της υπό κρίση αγωγής ( ήτοι μετά τις 22-12-2016 ), δεν είναι πλέον αναγκαία η καταβολή δικαστικού ενσήμου για το αίτημα αυτής που τράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό [ βλ. άρθρο 33 του ν. 4446/2016 ΦΕΚ Α 240/22-12-2016].

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του, ως αυτές εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και αξιοπιστίας εκάστου εξ αυτών, από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπ’ όψιν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, από τις με αρ. …….. και ……../29-3-2019 …………. του ……….., που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, επιμελεία του ενάγοντος και μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης [ βλ την αρ ……../26-3-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη ], καθώς και από όσα συνομολογήθηκαν, αποδεικνύονται κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη εταιρία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στο χώρο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και χρηματαποστολών. Στα πλαίσια της εν λόγω δραστηριότητάς της, δυνάμει έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 2-7-2012, προσλήφθηκε ο ενάγων, ως υπάλληλος και δη αρχικώς με την ειδικότητα του συνοδού χρηματαποστολών και εν συνεχεία από 1-2-2013 και έως το χρόνο της απολύσεώς του, με την ειδικότητα του οδηγού χρηματαποστολών, με καθεστώς πενθήμερης εργασίας( ήτοι 40 ωρών εβδομαδιαίως), αντί μηνιαίων μικτών αποδοχών εκ ποσού 644,69 ευρώ. Εξάλλου, ως αποδείχθηκε, ο ενάγων διαθέτει την απαιτούμενη νόμιμη άδεια εργασίας προσωπικού ασφαλείας ιδιωτικών επιχειρήσεων ασφαλείας[βλ άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2518/1997, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ν 3707/2008, σε συνδυασμό με την με αρ ……../……./…/…/…….. /2-6-2016 πράξη ανανέωσης της αρ ……../………/………/……../13-7-2011 πρότερης σχετικής αδείας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής]. Η ως άνω εργασιακή σύμβαση διήρκεσε έως την 1η-2-2019, οπότε και η εναγόμενη κατήγγειλε αυτήν εγγράφως, προβαίνοντας ταυτόχρονα και σε καταβολή της οφειλόμενης νόμιμης αποζημίωσης λόγω απόλυσης, εκ ποσού 3.384,03 ευρώ. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, προτέρως της απολύσεώς του και δη την 31η-10-2018, προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Καλλιθέας υποβάλλοντας αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς με αντικείμενο την μη καταβολή, εκ μέρους της εναγόμενης- εργοδότριας επιχείρησης, προσαύξησης για εργασία παρασχεθείσα : α] για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, β] για αμοιβή για εκτός έδρας απασχόληση, γ] για αμοιβή για απασχόληση σε ειδικότητα διαφορετική και μη συναφή με την ειδικότητά του ως οδηγού χρηματαποστολών, καθώς δ] για καταβολή διαφοράς δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας με βάση τις τακτικές αποδοχές που λάμβανε συνυπολογιζόμενων και των αμοιβών για παρασχεθείσα υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση. Σχετικά, συντάχθηκε το με αριθμό …../ ………/ 7-12-2018 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς, πλην όμως δεν κατέστη δυνατή η συμβιβαστική επίλυση της εργατικής διαφοράς. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε ασκήσει προτέρως εις βάρος της εναγόμενης ενώπιον του ΜΠΑ την από 27-12-2018 [ με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/……../2018] αγωγή, αιτούμενος τις αυτές αξιώσεις για τις οποίες προσέφυγε ενώπιον της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας, από το δικόγραφο της οποίας [ αγωγής] παραιτήθηκε ωστόσο κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα. Από την όλη αποδεικτική διαδικασία όμως, αποδείχθηκε ότι η ως άνω έγγραφη καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική, καθώς έγινε για λόγους εμπάθειας στο πρόσωπο του ενάγοντος και εκδίκησης λόγω της διεκδίκησης εκ μέρους του τελευταίου των εργασιακών δικαιωμάτων του και δη λόγω της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας και της άσκησης της πρότερης αγωγής, η συζήτηση της οποίας είχε ορισθεί για τη δικάσιμο της 15-3-2019. Έτσι, η εναγόμενη αρνούμενη να αποδεχθεί τις εκ μέρους του ενάγοντος προσηκόντως προσφερθείσες υπηρεσίες, περιήλθε έκτοτε σε κατάσταση υπερημερίας. Η εναγόμενη όμως, ισχυρίζεται προς απόκρουση της υπό κρίση αγωγής αναφορικά με την αξίωση αυτή, ότι η καταγγελία έλαβε χώρα λόγω της πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του ενάγοντος. Για την επίρρωση δε του ισχυρισμού της αυτού, προσάγει μετ’επικλήσεως αφενός μεν το από 7-11-2018 έγγραφο της [ το οποίο επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 12-11-2018] δυνάμει του οποίου ο ενάγων κλήθηκε σε απολογία, λόγω της άρνησής του να προσέλθει στις 3-11-2018 στην εργασία του και να εργασθεί, αφετέρου δε την από 15-11-2018 επιβολή πειθαρχικής ποινής της γραπτής παρατήρησης που του επιβλήθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 59 και 60 του εσωτερικού κανονισμού εργασίας της [εναγόμενης], καθώς στις 12-11-2018 σε σχετικό έλεγχο του επόπτη ασφαλείας της, βρέθηκε να κάνει χρήση του κινητού τηλεφώνου του, ενώ εκτελούσε εργασία ως οδηγός χρηματαποστολών, παρόλο που αυτό απαγορεύεται. Επιπλέον δε, προσάγει μετ’επικλήσεως, και τις από 24-12-2018, 28-1-2019, 29-1-2018, 31-1-2019 έγγραφες αναφορές του υπαλλήλου της ………….., Προϊστάμενου Τμήματος ΑΤΜ, που απευθύνονται στον Επιχειρησιακό Διευθυντή …………., και στις οποίες αναφέρεται πλημμελή συμπεριφορά του ενάγοντος κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε ασφαλή δικανική κρίση ως προς τη βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού της εναγόμενης, στηριζόμενο στα προαναφερόμενα έγγραφα τα οποία χρονικά, τοποθετούνται χρονικά μετά την προσφυγή του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας, καθώς από την όλη αποδεικτική διαδικασία, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η τελευταία [εναγόμενη] είχε στο προγενέστερο, της προσφυγής στην Επιθεώρηση Εργασίας και άσκησης της πρότερης αγωγής, χρονικό διάστημα, διατυπώσει παρατηρήσεις προς τον ενάγοντα για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του, πλην της από 3-10-2018 έγγραφης αναφοράς του αυτού ως ανωτέρω κατονομαζόμενου υπαλλήλου της. Ειδικότερα με την αναφορά αυτή εκτίθεται ότι ο ενάγων στις 3-10-2018 ενώ επιχειρούσε εφοδιασμό των ΑΤΜς βάσει προγράμματος, επέστρεψε στις εγκαταστάσεις της εταιρίας δηλώνοντας πρόβλημα με τα φρένα του θωρακισμένου οχήματος, ενώ μετά από σχετικό έλεγχο του οχήματος από τους υπεύθυνους του τμήματος οχήματος δεν βρέθηκε να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα στο σύστημα φρένων, ωστόσο το εν λόγω έγγραφο έρχεται σ’αντίθεση με το γεγονός ότι η ίδια η εναγόμενη είχε βραβεύσει τον ενάγοντα ως τον καλύτερο οδηγό ΑΤΜ[ βλ σχετικό έγγραφο βράβευσης, το οποίο φέρει μεταξύ άλλων και την υπογραφή του Επιχειρησιακού Διευθυντή ………….]. Άλλωστε και η κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος τυγχάνει υπάλληλος της εναγόμενης, δεν κρίνεται από μόνη της επαρκής και πειστική, να ενισχύσει αποδεικτικά τον ισχυρισμό της εναγόμενης, ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Έτσι λοιπόν για το χρονικό διάστημα από 1-2-2019 έως 31-12-2019, κατά το οποίο η εναγομένη εξακολούθησε να αρνείται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, έχουσα ως προαναφέρθηκε περιέλθει σε υπερημερία, αφού εξαρχής έχουν αποκρουστεί αυτές οι υπηρεσίες, οφείλει μισθούς υπερημερίας και δη το ποσόν των 9.068,34 ευρώ [ ήτοι 725,15 ευρώ ο μηνιαίος μισθός, βάσει του οποίου η εναγόμενη υπολόγισε την αποζημίωση απόλυσης X 11 μήνες= 7.976,65 ευρώ, πλέον: α] ποσού 336,33 ευρώ, ως αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 για το χρονικό διάστημα από 1-2-2019 έως 30-4-2019, β] ποσού 755,36 ευρώ, ως Δώρο Χριστουγέννων. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως μισθούς υπερημερίας το ποσόν των 5.684,91 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 3.383,43 ευρώ που έλαβε ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας, κατά παραδοχή της ένστασης συμψηφισμού κατ’ άρθρο 440 ΑΚ και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, που πρότεινε παραδεκτά η εναγομένη[ 9.068,34 – 3.383,43 ]. Επίσης, από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, καθώς επλήγη τόσο η τιμή και η προσωπικότητά του ως ατόμου και ως εργαζόμενου, και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη. Λαμβανομένου δε υπόψη του είδους, του τρόπου και της έντασης της προσβολής, καθώς και της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών, πρέπει η εναγόμενη, να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των 1.000 ευρώ. Περαιτέρω, από την όλη αποδεικτική διαδικασία, το Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί σε ασφαλή δικανική κρίση επί του αγωγικού αιτήματος επιδίκασης αμοιβής για παρασχεσθείσα εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής, στηριζόμενο μόνο στις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίες ( καταθέσεις) από μόνες τους, – καθώς ο ενάγων ουδέν άλλο προσκόμισε προς επίρρωση του ισχυρισμού του αυτού- , δεν κρίνονται επαρκείς και πειστικές, πολλώ δε μάλλον αφού και οι ίδιοι διατηρούν κατά της εναγόμενης συναφείς αξιώσεις, ενώ ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός είναι βάσιμος και πάλι δεν θα μπορούσε να προσδιορισθεί τόσο ο ακριβής αριθμός των Σαββάτων και Κυριακών που εργάσθηκε, όσο και ο ακριβής αριθμός των ωρών που εργάσθηκε κατά τις ημέρες αυτές. Συνεπώς τα σχετικά αγωγικά αιτήματα επιδίκασης ποσών 9.604,11 για εργασία παρασχεθείσα την ημέρα του Σαββάτου και 1.469,82 ευρώ για εργασία παρασχεθείσα την ημέρα της Κυριακής, τυγχάνουν απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα. Αντιθέτως, το αγωγικό αίτημα επιδίκασης διαφοράς αποδοχών Δώρου Πάσχα ετών 2013-2014-2015-2016-2017 και 2018, καθώς και Δώρου Χριστουγέννων ετών 2016 και 2017 αποδείχθηκε ουσία βάσιμο, καθώς αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν έχει καταβάλει τα πράγματι καταβλητέα δώρα εορτών με βάση τις τακτικές αποδοχές που λάμβανε ο ενάγων κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, τα δώρα εορτών υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές που πραγματικά καταβάλλονται στους μισθωτούς κατά την 10η Δεκεμβρίου κάθε χρόνο για το δώρο των Χριστουγέννων και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα για το δώρο Πάσχα, ενώ σημειώνεται ότι τακτικές αποδοχές αποτελούν μεταξύ άλλων το επίδομα αδείας, η αμοιβή για την εργασία την Κυριακή εφόσον είναι τακτική και νόμιμη, η αμοιβή υπερωριακής εργασίας, της υπερεργασίας, καθώς και της εκτός έδρας απασχόλησης, εφόσον παρέχεται τακτικά και σταθερά [βλ ΑΠ 94/2019. ΑΠ 691/2019, ΑΠ 1194/2019, ΕΦ ΑΘ 1040/2011, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, καθώς και Κ. ΛΑΝΑΡΑΣ Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, έκδοση 2016, σελ. 660 επ ]. Ακολούθως, από την επισκόπηση των αποδείξεων πληρωμής που εξέδωσε η εναγόμενη κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, αποδεικνύονται τα εξής: α] Τον Απρίλιο του 2013 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 806 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Πάσχα το ποσόν των 419,79 ευρώ [ 1/2 μηνιαίου μισθού με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 806/2 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 398,40 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 21,39 ευρώ [ 419,79 – 398,40],β] Τον Απρίλιο του 2014 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 893,62 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Πάσχα το ποσόν των 465,42 ευρώ [ 1/2 μηνιαίου μισθού με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 893,6212 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 405,08 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 60,34 ευρώ [ 465,42 – 405,08 ], γ] Τον Απρίλιο του 2015 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 926,50 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Πάσχα το ποσόν των 482,55 ευρώ [ 1/2 μηνιαίου μισθού με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 926,50 /2 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 458,55 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 24 ευρώ [ 482,55 – 458,55 ], δ] Τον Απρίλιο του 2016 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 1.465,90 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Πάσχα το ποσόν των 763,48 ευρώ [ 1/2 μηνιαίου μισθού με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας,1.465,90 /2 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 404,22 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 359,26 ευρώ [763,48 – 359,26 ], ε] Τον Δεκέμβριο του 2016 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 1.317,13 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Χριστουγέννων το ποσόν των 1.372 ευρώ [1 μηνιαίος μισθός με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 1.317,13 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 892,25 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 479,75 ευρώ [ 1.372- 892,25 ],στ] Τον Απρίλιο του 2017 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 1.438,47 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Πάσχα το ποσόν των 749,20 ευρώ [ 1/2 μηνιαίου μισθού με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 1.438,47 /2 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 411,83 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 337,37 ευρώ [749,20 – 411,83 ], ζ] Τον Δεκέμβριο του 2017 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 1.312,81 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Χριστουγέννων το ποσόν των 1.367,50 ευρώ [1 μηνιαίος μισθός με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 1.312,81 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 1.188,59 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 178,91 ευρώ [ 1.312,81 — 1.188,59 ], η] Τον Απρίλιο του 2018 οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος ανήλθαν στο ποσόν των 1.094,36 ευρώ, και ως εκ τούτου έπρεπε να λάβει ως Δώρο Πάσχα το ποσόν των 569,98 ευρώ [ 1/2 μηνιαίου μισθού με προσαύξηση αναλογίας επιδόματος αδείας, 1.094, 36 12 X 1,04166] ενώ έλαβε το ποσόν των 475,80 ευρώ. Συνεπώς του οφείλεται διαφορά εκ ποσού 94,18 ευρώ [569,98 – 475,80 ]. Συνολικά για την αιτία αυτή του οφείλεται το ποσόν των 1.555,20 ευρώ[ 21,39 + 60,34 + 24 + 359,26 + 479,75 + 337,37 + 178,91] και δη νομιμοτόκως του μεν επιδόματος εορτών Πάσχα από την 30η Απριλίου εκάστου έτους που αφορά εκάστη αξίωση, του δε επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από την 31 Δεκεμβρίου του έτους που αφορά εκάστη αξίωση και μέχρι της πλήρους εξόφλησης, απορριπτομένης της προβαλλόμενης εκ μέρους της εναγόμενης ένστασης εξόφλησης, ως ουσία αβάσιμης.

Συνακολούθως των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή, ως περιορίστηκε, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσία βάσιμη και: Α] να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 1-2-2019 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος και ακολούθως να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος κατά τους αυτούς όρους, ως και πριν την καταγγελία, Β] να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσόν των 1.555,20 ευρώ και δη νομιμοτόκως του μεν επιδόματος εορτών Πάσχα από την 30η Απριλίου εκάστου έτους που αφορά εκάστη αξίωση, του δε επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από την 31 Δεκεμβρίου του έτους που αφορά κάθε αξίωση και μέχρι της πλήρους εξόφλησης, Γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των 5.684,91 ευρώ, νομιμοτόκως από την 1η του επόμενου ημερολογιακού μηνός στο οποίο κάθε επιμέρους αξίωση που συγκροτεί το εν λόγω κονδύλιο αφορά, Δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των 1.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η παρούσα απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις, καθώς κρίνεται, ότι η επιβράδυνση της εκτελέσεως πρόκειται να επιφέρει στον ενάγοντα σημαντική ζημία, καθώς η εργασία που παρείχε στην εναγομένη ήταν και παραμένει η βασική πηγή εσόδων του, που είναι απολύτως απαραίτητα για την διαβίωσή του ( άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ), ως ορίζεται στο διατακτικό. Η εναγόμενη, πρέπει να υποχρεωθεί, κατά το λόγο της ήττας της, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, γενομένου δεκτού σχετικού αιτήματος του ( άρθρα 176, 178 και 191 αρ. 2 ΚΠολΔ), ως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την από 27-12-2018[ και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../………/2018] αγωγή.

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή, ως περιορίστηκε.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 1-2-2019 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να αποδέχεται στο μέλλον τις προσήκοντος προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος κατά τους αυτούς όρους της εργασιακής σύμβασης, ως και πριν την καταγγελία.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσόν των χιλίων πεντακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και είκοσι λεπτών(1.555,20), νομιμοτόκως του μεν επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από την 31η-12 του έτους στο οποίο αφορά εκάστη αξίωση, του δε επιδόματος εορτών Πάσχα από την 30η-4 του έτους στο οποίο αφορά εκάστη αξίωση και μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσόν των έξι χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα ενός λεπτού ( 6.684,91), νομιμοτόκως των μεν μισθών υπερημερίας από την 1η του επόμενου ημερολογιακού μηνός στο οποίο κάθε επιμέρους αξίωση που συγκροτεί το εν λόγω κονδύλιο αφορά, του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από την 31η-12 του έτους στο οποίο αφορά, του επιδόματος εορτών Πάσχα από την 30η-4 του έτους στο οποίο αφορά, ως εξειδικεύεται στο σκεπτικό της παρούσας κάθε επιμέρους απαίτηση, της δε χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι της πλήρους εξόφλησης.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσόν των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στις 31-8-20, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies