Τελευταία ενημέρωση: 16 Μαΐου 2022
Περίληψη: Εργατικό ατύχημα. Ευθύνη εργοδότη και νομίμου εκπροσώπου και των προστηθέντων αυτού (του εργοδότη). Προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. O ενάγων, έχων την ιδιότητα του εργάτη αποθήκης και εκτελώντας εργασίες φορτοεκφόρτωσης, υπέστη συνθλιπτική κάκωση του μεγάλου δακτύλου του αριστερού ποδιού όταν επέπεσε σε αυτό η περόνη ανυψωτικού περονοφόρου μηχανήματος (κλαρκ). Υποτροπή τραύματος. Οι παράνομες, υπαίτιες και ζημιογόνες παραλείψεις του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, ως καταστατικού οργάνου, οι οποίες θεμελιώνουν αδικοπρακτική συμπεριφορά, καταλογίζονται στην εναγόμενη εταιρία, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται η έναντι του ενάγοντος αδικοπρακτική ευθύνη της τελευταίας. Ένσταση εργοδότη περί συντρέχοντος πταίσματος (300 ΑΚ) του εργαζομένου ως προς την επέλευση του εργατικού ατυχήματος κατά της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης του τελευταίου. Απορρίπτει. Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Καταχρηστική η καταγγελία που οφείλεται στην διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων από τον εργαζόμενο ενώπιον της Επιθεώρησης εργασίας. Υπερημερία εργοδότη. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Δεν αίρεται η υπερημερία του εργοδότη, αν ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της υπερημερίας αυτής, χρησιμοποιώντας τον ελεύθερο χρόνο που προέκυψε από την απόκρουση των υπηρεσιών του, παρέχει την εργασία του σε άλλον εργοδότη. Απεναντίας, η υπερημερία του εργοδότη παραμένει, δεδομένου ότι ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ετοιμότητα να προσφέρει την εργασία του στον αρχικό εργοδότη. Ένσταση εργοδότη περί έκπτωσης ωφελείας του εργαζομένου από την κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη παροχή από αυτόν εργασίας σε τρίτον εργοδότη. Απορριπτέα, καθώς, αφορά σε αμοιβές και αποζημιώσεις από την παροχή εργασίας καθ’ υπέρβαση του οκταώρου, και επομένως δεν αποτελεί εκπεστέα ωφέλεια του ενάγοντος, δεδομένου ότι η με τον παραπάνω τρόπο αποκτηθείσα ωφέλεια προέρχεται από απασχόλησή του, η οποία από άποψη χρόνου και μόχθου δεν αντιστοιχεί στην εργασία, την οποία παρείχε στην εναγόμενη εργοδότρια και την οποία όφειλε να παράσχει στην τελευταία στον αντίστοιχο χρόνο της υπερημερίας της, αλλά υπερβαίνει αυτή. Η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα που έχει την ιδιότητα μέλους του Δ.Σ. της εναγομένης και συγκεκριμένα την ιδιότητα της Αντιπροέδρου αυτού, συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 6.534,59 Ευρώ.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1428/2017
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: ……………)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Θεόδωρο Σταματόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Γεωργία Μιχοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2017 για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………….. αγωγή, με αντικείμενο εργατική διαφορά, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………… κατοίκου …………… με Α.Φ.Μ. …………… που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Βλαχόπουλου του Γεωργίου-Μιχαήλ, κατοίκου Αθηνών (οδός 28ης Οκτωβρίου αρ. 95), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στην …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ……………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Θεοδόση του Νικολάου, κατοίκου Αθηνών (Πλ. Αίγυπτου αρ. 1), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 15-12-2015 αγωγή του, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά στις 27-05-2016 και μετ’ αναβολή η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 του Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδαφ. α’ ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε με αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, δηλαδή θα πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος και το οποίο συνεπώς δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτέλεσής της (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.1605, ΑΠ 675/2016, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 460/2010, ΑΠ 963/2007 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1602/1998 ΔΕΝ 1999.200, ΕφΑθ 11116/1996 ΕΕργΔ 1997.1126, Λεβέντης/Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 805-6). Περαιτέρω, από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ και 1 και 16 Ν. 551/1915, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 Ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται για αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 46.71, ΑΠ 330/2017, ΑΠ 133/2016, ΑΠ 80/2016 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 παρ. 1 Ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 181/2016, ΑΠ 561/2015, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 225/2014, ΑΠ 2008/2013, ΑΠ 723/2012, ΑΠ 937/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 412/2008, ΑΠ 1168/2007 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1045/2007 ΕΕργΔ 2008.470, ΑΠ 793/2007 ΕΕργΔ 2008.536, ΑΠ 73/2007 ΝοΒ 2007.1149=ΕλλΔνη 2007.1411, με σχόλιο Αντ. Ταμπάκη, ΑΠ 1102/2003 ΕλλΔνη 2005.136, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Γ έκδ. 2015, σελ. 763-4), αφού η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης τους, κατά τα άρθρα 299 και 932 ΑΚ, είναι διαφορετικής φύσης και δεν καλύπτεται από την απαλλαγή τους από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση ή από την ειδική αποζημίωση κατά τον Ν. 551/1915, που αφορούν αξιώσεις καθαρά περιουσιακού χαρακτήρα (ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 46.71, ΑΠ 139/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 855/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1600/2005 ΝοΒ 2006.405, ΑΠ 1438/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 486/2004 ΕλλΔνη 2004.873, ΕφΑθ 4584/2003 ΕλλΔνη 2004. 874, X. Γκούτος, Χρηματική ικανοποίηση λόγω εργατικού ατυχήματος, ΔΕΝ 2004.398). Πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί, στην περίπτωση αυτή, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφάλειας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις είτε σύμφωνα με τους παραπάνω νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Ειδικότερα, πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις, θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερούμενης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια τη βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κλπ, αδικοπραξία (ΑΠ 1116/2011, ΑΠ 127/2011, ΑΠ 47/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, θεμελιώνεται τέτοιο πταίσμα από τη μη τήρηση των ακόλουθων διατάξεων: Α) Του άρθρου 42 παρ. 1, 5, 6, 7 και 8 Ν. 3850/2010 («Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων»), κατά το οποίο: ”1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων. 5. Στο πλαίσιο των ευθυνών του ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων. 6. Ο εργοδότης υποχρεούται: α)… β)… γ) να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, δ) να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, ε)… στ)… ζ) να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση και εκπαίδευση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 48 και η) να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων. 7. Ο εργοδότης εφαρμόζει τα μέτρα που προ βλέπονται στην παράγραφο 5, βάσει των ακόλουθων γενικών αρχών πρόληψης: α) αποφυγή των κινδύνων, β)… γ)… δ) αντικατάσταση του επικινδύνου από το μη επικίνδυνο ή το λιγότερο επικίνδυνο, ε)… στ) καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους, ζ)… η)… και θ) παροχή των κατάλληλων οδηγιών στους εργαζομένους. 8. Με την επιφύλαξη των άλλων διατάξεων του παρόντος κώδικα, ο εργοδότης οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης: α)… β) Όταν αναθέτει καθήκοντα σ’ έναν εργαζόμενο, να λαμβάνει υπόψη τις ικανότητες του εν λόγω εργαζομένου σε θέματα ασφάλειας και υγείας, γ)… δ) Να φροντίζει ώστε να έχουν πρόσβαση στις ζώνες σοβαρού και ειδικού κινδύνου μόνο οι εργαζόμενοι που έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες”. Β) Του άρθρου 7 παρ. 1, 5 και 6 του Π.Δ. 17/1996, με το οποίο θεσπίστηκαν μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 89/391/ΕΟΚ και 91/383/ΕΟΚ, κατά το οποίο “ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας, και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων” (παρ. 1), “στα πλαίσια των ευθυνών του, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων” (παρ. 5) και “ο εργοδότης υποχρεούται να φροντίζει ώστε να προσαρμόζονται τα μέτρα της προηγουμένης παραγράφου ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφισταμένων καταστάσεων, να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους, να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, να γνωστοποιεί στους εργαζόμενους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους, να καταρτίζει πρόγραμμα προληπτικής δράσης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση, να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων, να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 1568/85 και τα άρθρα 6 και 12 του παρόντος διατάγματος” (παρ. 6) (ΑΠ 330/2017 ΤΝΠ ΑΠ). Επίσης, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3 του ίδιου Π.Δ. (17/1996), ο εργοδότης εξασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών. Η εκπαίδευση αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνων και να επαναλαμβάνεται, αν χρειάζεται, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Περαιτέρω, πταίσμα θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ. 395/1994 “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ”. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 αυτού, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 2 Π.Δ. 89/1999, “Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κατά την χρήση των εξοπλισμών εργασίας, να επιτυγχάνεται βαθμός ασφάλειας αντίστοιχος προς τους στόχους που θέτουν οι διατάξεις του παραρτήματος II του άρθρου 9 του παρόντος διατάγματος”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 Π.Δ. 89/1999, “1. Στα πλαίσια της ενημέρωσης των εργαζομένων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας που χρησιμοποιείται κατά την εργασία. 2. Οι ανωτέρω πληροφορίες και γραπτές οδηγίες πρέπει να περιέχουν κατ’ ελάχιστον κατάλληλες πληροφορίες σε θέματα ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων σχετικά με: α) Τις συνθήκες χρήσης του εξοπλισμού εργασίας, β) Τις προβλεπτέες έκτακτες καταστάσεις, γ) Τα συμπεράσματα που συνάγονται, ενδεχομένως, από την πείρα που έχει αποκτηθεί κατά τη χρήση του εξοπλισμού εργασίας. Πρέπει να εφιστάται η προσοχή των εργαζομένων στους κινδύνους που τους αφορούν, σχετικά με: α. τον εξοπλισμό εργασίας που υπάρχει στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον και β. τις τροποποιήσεις που τους αφορούν, στο μέτρο που αυτές επιδρούν στον εξοπλισμό εργασίας που βρίσκεται στο άμεσο εργασιακό τους περιβάλλον, έστω και αν δεν χρησιμοποιείται άμεσα από αυτούς. 3. Οι πληροφορίες και οι γραπτές οδηγίες χρήσης πρέπει να είναι κατανοητές για τους ενδιαφερόμένους εργαζόμενους. 4. Για κάθε εξοπλισμό εργασίας παρέχονται και είναι διαθέσιμες, μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, οι κατάλληλες πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 3.” Επίσης, με το άρθρ. 7 παρ. 1 του ίδιου Π.Δ. 395/1994 “Στα πλαίσια της εκπαίδευσης των εργαζομένων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο εργοδότης διασφαλίζει ότι: 1. Οι εργαζόμενοι στους οποίους έχει ανατεθεί η χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας εκπαιδεύονται επαρκώς, ιδιαίτερα για τους κινδύνους που, ενδεχομένως, δημιουργούνται κατά τη χρησιμοποίησή του”. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη 2.3 του Παραρτήματος I του ίδιου Π.Δ. [βλ. και άρθρο 9 Π.Δ. 395/1994 («Προσάρτηση Παραρτημάτων»], “Ο χειριστής πρέπει να μπορεί, από την κύρια θέση χειρισμού, να βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχουν άτομα εκτιθέμενα στις επικίνδυνες ζώνες. Εάν αυτό είναι αδύνατο, κάθε φορά που ο εξοπλισμός τίθεται σε λειτουργία πρέπει αυτομάτως να προηγείται ένα ασφαλές σύστημα, όπως ένα ηχητικό ή οπτικό προειδοποιητικό σήμα. Ο εκτιθέμενος εργαζόμενος πρέπει να έχει το χρόνο και τα μέσα να αποφεύγει τους κινδύνους που δημιουργεί η εκκίνηση ή η παύση λειτουργίας του εξοπλισμού εργασίας”, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη 2.23 του ίδιου Παραρτήματος I “Για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασίας, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται”. Προσέτι, σύμφωνα με τις διατάξεις 2.1 και 2.3 του Παραρτήματος II του ίδιου Π.Δ. 395/1994, “2.1. Η οδήγηση και χειρισμός των αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας ανατίθεται σε άτομα τα οποία έχουν την απαιτούμενη άδεια σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία”. “2.3. Πρέπει να λαμβάνονται οργανωτικά μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία πεζών εργαζομένων στη ζώνη εργασίας αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας. Εάν επιβάλλεται η παρουσία πεζών εργαζομένων για την καλή εκτέλεση των εργασιών, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή του τραυματισμού τους από τους εξοπλισμούς”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 Π.Δ. 396/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/ΕΟΚ», “Ο εργοδότης οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων εφαρμόζοντας υποχρεωτικά κατά σειρά τις πιο κάτω διαδικασίες: α) Καταγραφή, ανάλυση και εκτίμηση των κινδύνων, β) Αποτροπή της εμφάνισης των κινδύνων, γ) Αντικατάσταση του επικίνδυνου από το λιγότερο επικίνδυνο. δ) Εγκλεισμό του κινδύνου ή περιορισμό της περιοχής του κατά τρόπο που εξασφαλίζει ότι σε κανονική λειτουργία δεν εκτίθενται σε κίνδυνο οι εργαζόμενοι, ε) Περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων που εκτίθενται στον κίνδυνο ή του χρόνου έκθεσής τους. στ) Χορήγηση κατάλληλου και κατάλληλα συντηρημένου εξοπλισμού ατομικής προστασίας, ζ) Επανέλεγχο για εκ νέου καταγραφή κινδύνων και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί’’. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Π.Δ. 113/2012 «Χειριστές μηχανημάτων τεχνικών έργων: Ειδικότητες, επαγγελματικά προσόντα», “Ο χειριστής μηχανημάτων έργου οφείλει: α) Να χειρίζεται, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, εκείνα τα μηχανήματα έργου για τα οποία κατέχει την αντίστοιχη άδεια χειριστή, β)… γ) Να μην θέτει σε λειτουργία το μηχάνημα έργου, το οποίο χειρίζεται, εφόσον διαπιστώνει ότι στην περιοχή εργασίας υπάρχει κίνδυνος για πρόκληση ατυχήματος ή ζημιών”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, “ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος) (ΑΠ 243/2016, ΑΠ 876/2014 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1422/2008, ΑΠ 412/2008 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 133/2006 ΤΝΠ Νόμος). Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ συνάγεται ότι για τη θεμελίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επομ. ΑΚ) αντικειμενικής και εις ολόκληρον ευθύνης του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε τρίτο από πράξη του προστηθέντος, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η οποία καταγιγνώσκεται, όταν ο προστήσας απασχολεί διαρκώς ή παροδικώς τον προστηθέντα για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσής του ή για την εν γένει εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη οποιοσδήποτε δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ τους, διατηρώντας το δικαίωμα να του παρέχει έστω και γενικής φύσης εντολές ή οδηγίες ως προς την εκπλήρωση των σχετικών του καθηκόντων, (β) παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, η οποία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και (γ) τέλεση της ζημιογόνας πράξης του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, δηλαδή τέλεσή της τόσο εντός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή με ευκαιρία ή αφορμή τα καθήκοντα αυτά, όσο και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή και καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την πρόσθετη όμως στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε εσωτερικής συνάφειας, η οποία συντρέχει, όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να εκδηλωθεί χωρίς την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η τέλεση της οποίας κατέστη δυνατή χάρη στη θέση, στα μέσα και τις ευκαιρίες που χορήγησε ο προστήσας στον προστηθέντα στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει, και στη χρησιμοποίησή τους για άλλον σκοπό από εκείνον, για τον οποίο προορίζονταν (ΑΠ 631/2015, ΑΠ 427/2015, ΑΠ 196/2015, ΑΠ 2257/2014, ΑΠ 899/2014, ΑΠ 225/2014, ΑΠ 1094/2013 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 534/2013 ΧρΙΔ 2013.581, ΑΠ 351/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1185/2006 ΧρΙΔ 2006.888, ΑΠ 1507/2005 ΧρΙΔ 2006.263, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος I, 2002, σελ. 536-545, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 829-830, Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρ. 922 αρ. 11-37). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση, η οποία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο, είναι αναιτιώδης και συνεπώς το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Η άσκηση, όμως, του σχετικού δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ (βλ. ΑΠ 987/2013, ΑΠ 247/2012, ΑΠ ” 1267/2011, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Υπέρβαση των ορίων αυτών ενέχει, εκτός των άλλων, η καταγγελία που έγινε από τον εργοδότη από κακότητα, εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή διάθεση εκδίκησης προς το πρόσωπο του μισθωτού συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη ή, όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στον νόμιμο εκπρόσωπο ή στα μέλη της διοίκησής του ενέργειας και, γενικά, από λόγο που ανάγεται στο πρόσωπο του εργοδότη και δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησής του (ΑΠ 167/2013 ΔΕΕ 2014.408, ΑΠ 247/2012, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1539/2001 ΔΕΕ 2002.618, ΑΠ 1318/2000 ΕλλΔνη 2002.413, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 380/2000 ΔΕΝ 2001.15). Από την άλλη πλευρά, σαφώς και δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει για αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε για αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους -που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος- εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1123/2013, ΑΠ 31/2013, ΑΠ 1420/2006, ΑΠ 677/2004, ΑΠ 1096/2003 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, το άρθρο 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013, ορίζει ότι: “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί, που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού”. Από την ως άνω διάταξη, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζομένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόλησή του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία για τη θεμελίωσή του. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε εκείνη του άρθρου 656 ΑΚ, η οποία όριζε ότι: “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό…..”, Με αυτή τη διατύπωση, ο νομοθέτης, σε περίπτωση ακύρωσης της καταγγελίας σύμβασης εργασίας και περιέλευσης του εργοδότη σε καθεστώς υπερημερίας, προέβλεπε ότι ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει μόνο τον μισθό του. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υποβαλλόταν αίτημα για την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση αυτή, ήταν αναγκαία η επίκληση με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία η μη πραγματική απασχόλησή του από τον εργοδότη θεμελίωνε προσβολή της προσωπικότητάς του ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη. Κατά δε το άρθρο 98 του παραπάνω νόμου {Ν. 4139/2013), οι διατάξεις του άρθρου 61, μεταξύ των οποίων και του τροποποιημένου 656 ΑΚ, “καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις” (ΑΠ 2011/2014 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρία, στις 25-11-2013, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του αποθηκάριου, αντί των εκτιθέμενων συμβατικών αποδοχών. Ότι στις 11-06-2015, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπέστη εργατικό ατύχημα, υπό τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις που αναλυτικώς εκθέτει, όταν ο συνάδελφός του, ……………, ο οποίος χειριζόταν μηχανοκίνητο ανυψωτικό περονοφόρο μηχάνημα (κλαρκ), στερούμενος της κατά νόμο απαραίτητης άδειας χειριστή και από έλλειψη της προσήκουσας επιμέλειας και προσοχής, κατέβασε όλως αιφνιδίως τις μεταλλικές περόνες του μηχανήματος, με αποτέλεσμα να επιπέσει η αριστερή περόνη του κλαρκ στο αριστερό του πόδι, συνθλίβοντας το μεγάλο δάκτυλο αυτού. Ότι το ατύχημα οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) του ως άνω εργαζομένου, καθώς και της εναγομένης, η οποία δεν έλαβε τα ειδικότερα εκτιθέμενα από τον νόμο προβλεπόμενα μέτρα ασφάλειας, που επιβάλλονται για την αποφυγή ατυχήματος κατά τη λειτουργία και χρήση του παραπάνω μηχανήματος. Ότι αφότου επέστρεψε στην εργασία του από την αναρρωτική άδεια που είχε λάβει συνεπεία του ατυχήματος, απασχολήθηκε, σε εκτέλεση της σύμβασης εργασίας του, μέχρι τις 22-09-2015, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας. Ότι η ως άνω καταγγελία είναι άκυρη, ως καταχρηστική, καθώς έλαβε χώρα από εκδικητικότητα της εναγομένης προς το πρόσωπό του, επειδή την προηγούμενη ημέρα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, αιτιώμενος για το γεγονός ότι η εναγομένη αρνήθηκε να του χορηγήσει άδεια στις 25-09-2015 προκειμένου να υποβληθεί σε εξετάσεις από την υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ, σχετιζόμενες με τον τραυματισμό του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι η εναγομένη, εξαιτίας της ακυρότητας της καταγγελίας και της άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών του, περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως εκτενέστερα εκτίθεται, αφού παραδεκτά περιόρισε εν μέρει το καταψηφιστικό αίτημά του που αφορά σε αποδοχές υπερημερίας, με τις προτάσεις και την προσθήκη του (βλ. επί του παραδεκτού του περιορισμού με την προσθήκη: ΑΠ 907/2004 ΕλλΔνη 2005.1657, ΕφΑθ 316/1987 ΝοΒ 35.780, ΕφΑθ 6557/1986 ΕλλΔνη 1987.660, ΠΠρΑΘ 1889/2010, ΠΠρΑΘ 1105/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία II, σελ. 231, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 223 αρ. 10), καθώς και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρ. 223, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ), ζητεί: Α) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, Β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, με την απαγγελία σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 500 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς αυτήν την υποχρέωσή της, Γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει α) το ποσό των 1.034,59 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας, όπως εξειδικεύονται τα επιμέρους κονδύλια, β) το ποσό των 6.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της καταχρηστικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και γ) το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος και του τραυματισμού του, επιφυλασσόμενος να αξιώσει το επιπλέον ποσό των 44 ευρώ ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, δηλαδή το συνολικό ποσό των 32.034,59 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε αξίωσή του κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και Δ) Επικουρικώς, στην περίπτωση της έγκυρης λύσης της σύμβασης εργασίας του, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια, η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του, με την απαγγελία σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 50 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς αυτήν την υποχρέωσή της. Επίσης, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, που σχετικά με το κύριο αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και τις σωρευόμενες με αυτό αξιώσεις για αποδοχές υπερημερίας έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ, βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58, ΑΠ 277/2006 ΕλλΔνη 2007.471, ΑΠ 1256/2004 ΕλλΔνη 2007.811, ΑΠ 1217/2004 ΕΕργΔ 2006.335), καθώς με επικαλούμενο χρόνο καταγγελίας την 22η-09-2015, η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 18-12-2015, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………… πράξη κατάθεσης δικογράφου και επιδόθηκε στην εναγομένη αυθημερόν (βλ. τη με αριθμό ……../18-12-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ.), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 664 – 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με το άρθρ. 1 άρθρ. τέταρτο Ν. 4335/2015 (βλ. σχετ. και άρθρ. 1 άρθρ. ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015, σύμφωνα με το οποίο οι ισχύουσες διατάξεις για τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, εφαρμόζονται για τις,-, κατατεθειμένες από 01-01-2016 αγωγές, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η. κρινόμενη, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 18-12-2015)]. Είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης, δεδομένου ότι διαλαμβάνει όλα τα αξιούμενα από τον νόμο στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση και έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μετά την τροποποίηση του άρθρου 656 ΑΚ με το άρθρο 61 Ν. 4139/2013, δεν απαιτείται για τη θεμελίωση της αξίωσης περί πραγματικής απασχόλησης του εργαζομένου, σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη λόγω άκυρης απόλυσης, η επίκληση με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία η μη πραγματική απασχόλησή του από τον εργοδότη συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Επίσης, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις εκτιθέμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, σε εκείνες των άρθρων 57, 59, 71 εδαφ. α’, 174, 180, 281, 299, 330, 341, 345, 346, 349, 648, 655, 656, 669, 678, 914, 922, 932 ΑΚ, 1 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6, 10 παρ. 1 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας και σε αυτές των άρθρων 68, 70, 106, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’, 946 παρ. 1 ΚΠολΔ. Πλην, όμως, το παρεπόμενο αίτημα για την επιδίκαση νόμιμων τόκων από τον χρόνο που κάθε αγωγική αξίωσή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, τυγχάνει, ως προς τις αξιώσεις περί αποκατάστασης της ηθικής βλάβης, απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς, εν προκειμένω, πρόκειται για αξιώσεις που θεμελιώνονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, για τις οποίες δεν καθιερώνεται δήλη ημέρα καταβολής, ο δε ενάγων δεν επικαλείται σχετική προηγούμενη όχληση της εναγόμενης (ΑΚ 340 – πρβλ. ΑΠ 538/2014 Αρμ. 2014.1459, ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΑΠ 310/1993 ΕλλΔνη 35.1528, ΑΠ 1724/1991 ΕλλΔνη 34.341, ΑΠ 1665/1990 ΕλλΔνη 33.335, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78, ΕφΑθ 6847/2007 ΔΕΕ 2008.345, ΕφΠειρ 576/2006 ΔΕΕ 2008.75). Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, πρέπει, όσον αφορά το αναγνωριστικό αίτημά της, να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές (αποφάσεις), η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (βλ. ΕφΘεσ 28365/2011 Αρμ. 2012.914, ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004.1470, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως I – Γενικό μέρος, 2010, σελ. 199, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 907 αρ. 3). Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν υποχρεούται στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για το καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής του που αφορά στην αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το επικαλούμενο εργατικό ατύχημα (βλ. τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. 24.7/25.8.1920, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ, ότι «τα πληρεξούσια, τα επιδοτήρια, τα αντίγραφα κλπ. γράφονται επί απλού χάρτου και δεν υποβάλλονται εις άλλο τέλος», όπως είναι και το βάσει του Ν. ΓΠΝ/1912 επικολλώμενο ή προσαρτώμενο δικαστικό ένσημο, ήτοι από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι οι αγωγές, με τις οποίες διώκεται αποζημίωση του, από ατύχημα στην εργασία του, παθόντος εργάτη ή υπαλλήλου, δεν υποβάλλονται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν υποβάλλονται σε τέλος δικαστικού ενσήμου ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού, βλ. ΑΠ 691/2006 ΕΕργΔ 2006.1151, ΝοΒ 2007.122, με σχόλια, αντιστοίχως, Στ. Βλαστού και Αντ. Ταμπάκη και ΔΕΝ 2006.1374, με σημ. I. Πίκουλα, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ. 2008.936, ΕφΝαυπλ 456/2002 ΕΕργΔ 2003.480, ΕφΑθ 11116/1996 ΕΕργΔ 1997.1126), ενώ σε σχέση με το υπόλοιπο καταψηφιστικό αντικείμενο της αγωγής επισημαίνεται ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι αυτό δεν υπερβαίνει κατά ποσό το όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (20.000 ευρώ), σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΕισΝΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3994/2011.
Κατά της αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προβάλλεται παραδεκτά, χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 16 παρ. 4 του Ν. 551/1915, η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος από το άρθρο 300 ΑΚ (ΑΠ 1305/2005 ΕλλΔνη 2007.1080, ΑΠ 343/2005 ΕλλΔνη 2006.1405). Για να είναι ορισμένος και, συνεπώς, παραδεκτός ο ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος, πρέπει να διαλαμβάνονται σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, που να θεμελιώνουν πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, κατά το άρθρο 300 ΑΚ) του ζημιωθέντος. Με βάση τα ανωτέρω, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος εργαζομένου (ΑΚ 300) λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης, που προσήκει στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω της ηθικής βλάβης του ανωτέρω δικαιούχου (παγ. νμλγ., βλ. ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 1996.38, ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλλΔνη 1987.112, ΑΠ 1045/2007 ΕΕργΔ 2008.470, ΑΠ 1524/2005 ΕΕργΔ 2006.813, ΑΠ 106/2003 ΕλλΔνη 2003.970, ΑΠ 60/2003 ΕλλΔνη 2003.709, ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 2003.420, ΑΠ 1380/2001 ΕλλΔνη 2003.708, ΑΠ 1357/2001 ΕλλΔνη 2003.761). Για να υπάρχει δε συντρέχον πταίσμα, πρέπει η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πιο πάνω πράξη ή παράλειψη του ζημιωθέντος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1045/2007 ΕΕργΔ 2008.470). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 656 εδαφ. β1 ΑΚ, συνάγεται ότι από τον οφειλόμενο στον μισθωτό μισθό υπερημερίας, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει καθετί που ο μισθωτός ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Κατά το ανωτέρω άρθρο, εκπεστέα από τον μισθό είναι η ωφέλεια, την οποία αποκόμισε ο εργαζόμενος, που χρησιμοποίησε τον, λόγω της απόκρουσης των υπηρεσιών του, απομείναντα ελεύθερο χρόνο με την αλλαχού εκμίσθωση της εργασίας του, αλλά και την, για ίδιο λογαριασμό και συμφέρον, απασχόλησή του, καθ’ ό μέτρο, όμως, η με τον παραπάνω τρόπο αποκτηθείσα ωφέλεια αντιστοιχεί στην εργασία, την οποία παρείχε στον υπερήμερο εργοδότη κατά τη σύμβαση, η οποία καθορίζεται με σύγκριση της εργασίας εκείνης και της νέας απασχόλησης από άποψη χρόνου, μόχθου και λοιπών συνθηκών (ΑΠ 1539/2011, ΑΠ 221/2011, ΑΠ 1282/2010, ΑΠ 194/2009 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της, συνομολογεί την πρόσληψη, την ειδικότητα και τις αποδοχές του ενάγοντος, καθώς και τον τραυματισμό που υπέστη ο τελευταίος στις 11-06-2015 κατά την εκτέλεση της εργασίας του, αρνείται δε κατά τα λοιπά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι έγκυρη, αποδιδόμενη σε οικονομοτεχνικούς λόγους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Επίσης, με τις προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αρνείται την ευθύνη της στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, ισχυριζόμενη ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος και επικουρικά σε συνυπαιτιότητά του, κατά ποσοστό 99%, ο οποίος επέδειξε την αναλυτικά περιγραφόμενη στο δικόγραφο των προτάσεων αμελή συμπεριφορά. Ο παραπάνω επικουρικά προτεινόμενος ισχυρισμός, ο οποίος συνιστά την εκ της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση, παραδεκτά και νόμιμα προτείνεται προς αντίκρουση της κρινόμενης αγωγής, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 του Ν. 551/1915, κατά την οποία επί εργατικού ατυχήματος το συντρέχον πταίσμα του παθόντος αντιτάσσεται νομίμως, μόνον αν αφορά παραβίαση διατάξεων ή κανονισμών που θέτουν όρους ασφαλείας στην εργασία, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, όπως εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του συντρέχοντος πταίσματος στον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης και ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 2008/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44.420, ΑΠ 1183/1998 ΔΕΝ 55.417, Εφθεσ 2422/2001 Αρμ. 2002.73, ΕφΘεσ 755/2000 ΑρχΝ 2002. 41, Γ. Μικρούδης, Το Εργατικό Ατύχημα, σελ. 165, I. Κουκιάδης, Ατομικές Εργασιακές σχέσεις, δ’ έκδ. 2009 σελ. 559). Περαιτέρω, ισχυρίζεται επικουρικώς ότι ο ενάγων, ήδη από τις 09-10-2015, εργάζεται, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως εργάτης, στον ……………, με αποτέλεσμα έκτοτε να έχει διακοπεί η υπερημερίας της. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, όπως προκύπτει από τη διάταξη του’ άρθρου 656 εδαφ. β’ ΑΚ, δεν αίρεται η υπερημερία του εργοδότη, αν ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της υπερημερίας αυτής, χρησιμοποιώντας τον ελεύθερο χρόνο που προέκυψε από την απόκρουση των υπηρεσιών του, παρέχει την εργασία του σε άλλον εργοδότη. Απεναντίας, η υπερημερία του εργοδότη παραμένει, δεδομένου ότι ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ετοιμότητα να προσφέρει την εργασία του στον αρχικό εργοδότη (ΑΠ 326/1994 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1180/1990 ΔΕΝ 2000.387, Λεβέντης/Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 566). Επίσης, ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στις 31-07-2015 στον ενάγοντα το ποσό των 445,90 ευρώ για επίδομα αδείας έτους 2015. Ο ισχυρισμός αυτός, που θεμελιώνει την κατ’ άρθρ. 416 ΑΚ ένσταση, τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς ο ενάγων έχει ήδη παραιτηθεί του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, με τις προτάσεις και την προσθήκη του, καθώς και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Περαιτέρω, η εναγομένη ζητεί επικουρικώς την έκπτωση από τις αιτούμενες αποδοχές, του ποσού των 13.522,91 ευρώ, που καταβλήθηκε σε αυτόν για την κατά το χρονικό διάστημα της υπερημερίας της παροχή της εργασίας του στον ……………, όπως εκθέτει τα ειδικότερα κονδύλια. Ο ισχυρισμός αυτός κατά μεν το ποσό των 11.147,94 ευρώ τυγχάνει απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς ο ενάγων ήδη έχει αφαιρέσει από τις αιτούμενες αποδοχές υπερημερίας το ποσό αυτό, που έλαβε από την παροχή της εργασίας του στον ως άνω Συνεταιρισμό, κατά τα προεκτεθέντα. Κατά δε το υπόλοιπο ποσό των 2.374,97 ευρώ τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς, όπως προκύπτει από τον επισυναπτόμενο στις προτάσεις της εναγομένης λογαριασμό ασφαλισμένου ΙΚΑ του ενάγοντος, το κονδύλιο αυτό αφορά σε αμοιβές και αποζημιώσεις από την παροχή εργασίας καθ’ υπέρβαση του οκταώρου, και επομένως δεν αποτελεί εκπεστέα ωφέλεια του ενάγοντος, δεδομένου ότι η με τον παραπάνω τρόπο αποκτηθείσα ωφέλεια προέρχεται από απασχόλησή του, η οποία από άποψη χρόνου και μόχθου δεν αντιστοιχεί στην εργασία, την οποία παρείχε στην εναγόμενη εργοδότρια, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και την οποία όφειλε να παράσχει στην τελευταία στον αντίστοιχο χρόνο της υπερημερίας της, αλλά υπερβαίνει αυτή (πρβλ. Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο Α/1, έκδ. ε’, 1999, σελ. 494 με παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Ομοίως απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη τυγχάνει η ένσταση της εναγόμενης περί συμψηφισμού των αιτούμενων αποδοχών υπερημερίας με την εκ μέρους της καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης εκ ποσού 280,12 ευρώ, καθώς ο ενάγων έχει ήδη αφαιρέσει από τις αιτούμενες αποδοχές υπερημερίας το ποσό αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης που κρίθηκαν παραδεκτοί και νόμιμοι, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409 παρ. 1, 2, 410, 415, 416, 417, 418, 419, 420 ΚΠολΔ, 61, 65, 67 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανίκανου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διάδικου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθρο 415 ΚΠολΔ, το οποίο προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νόμιμων εκπροσώπων των από τους διαδίκους νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση όμως αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 420 ΚΠολΔ), καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατόν να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διάδικου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησής του είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 1328/1977 ΝοΒ 1978.1048, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 988/2013 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 973/2009 ΝοΒ 2009.2383, ΑΠ 639/2009 ΝοΒ 2009.1719, ΑΠ 745/2007 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτει ότι ως μάρτυρας ανταπόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου εξετάστηκε ενόρκως η ……………, η δε κατάθεσή της περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης. Όμως, η τελευταία έχει την ιδιότητα του μέλους του Δ.Σ. της εναγομένης και συγκεκριμένα την ιδιότητα της Αντιπροέδρου αυτού, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …….…… καταχώρηση στο ΓΕΜΗ (βλ. την ανακοίνωση καταχώρησης στο ΦΕΚ τ. ΑΕ&ΕΠΕ ……………, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων). Επομένως, η ένορκη κατάθεση του ανωτέρω προσώπου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, συνιστά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, δεκτών γενομένων και των σχετικών ισχυρισμών του ενάγοντος, και δεν θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο τούτο ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης, που νόμιμα εξετάστηκε στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία (έγγραφα) μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά, επίσης από τη με αριθμό ………../26-05-2016 ένορκη βεβαίωση του …………… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας Μιχαλοπούλου, την οποία η εναγομένη νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει, η οποία ελήφθη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (προ τουλάχιστον 2 εργάσιμων ημερών – άρθρ. 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 Ν. 4335/2015) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. τη με αριθμό ………../23-05-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Βασιλείου Παπαγιαννούλα), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους (άρθρα 261 παρ. 1 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρία εκμεταλλεύεται επιχείρηση επεξεργασίας και εμπορίας ειδών ξυλείας. Στις 25-11-2013, προσέλαβε τον ενάγοντα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει τις υπηρεσίες του με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως (από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή) και 8 ώρες ημερησίως (από ώρα 07:30 π.μ. μέχρι ώρα 15:30 μ.μ.), με την ειδικότητα του εργάτη αποθήκης, αντί συμβατικού ακαθάριστου ημερομισθίου 34,30 ευρώ. Ειδικότερα, ο ενάγων απασχολούνταν στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης στην Κηφισιά Ν. Αττικής, στον προαύλιο χώρο των οποίων είναι κατασκευασμένη μια ράμπα (πλατφόρμα) φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων. Τα φορτηγά οχήματα των προμηθευτών της εναγομένης, τα οποία μεταφέρουν σε αυτήν εμπορευματοκιβώτια με είδη ξυλείας, προσεγγίζουν τη ράμπα και, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εκφόρτωσή τους, σταθμεύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το πίσω μέρος του φορτηγού να εφάπτεται με τη ράμπα. Έτσι, το δάπεδο του εμπορευματοκιβωτίου βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό της ράμπας, εφαπτόμενο με αυτό, και επιτυγχάνεται η κίνηση των εργαζομένων και μηχανημάτων μεταφοράς εντός και εκτός του εμπορευματοκιβωτίου για την εκφόρτωσή από αυτό των εμπορευμάτων. Στην περίπτωση που εντός του εμπορευματοκιβωτίου βρίσκονται φύλλα συνθετικής ξυλείας (μελαμίνες), αυτά συνήθως είναι τοποθετημένα σε τρεις στοίβες (ντάνες), η καθεμία διαστάσεων 3,60 μ. X 1,8 μ. περίπου. Κάθε στοίβα περιβάλλεται από προστατευτικά κομμάτια ξύλου (τάκους), που τη σταθεροποιούν, ώστε να αποφεύγεται η ακούσια μετατόπισή της κατά τη μεταφορά της με το φορτηγό. Μετά το άνοιγμα του εμπορευματοκιβωτίου, ο ενάγων, στα πλαίσια των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, απομακρύνει τα πλαϊνά προστατευτικά της πρώτης στοίβας. Ακολούθως, άλλος εργαζόμενος της εναγομένης, ο οποίος χειρίζεται ανυψωτικό περονοφόρο μηχάνημα (κλαρκ), κατεβάζει τις περόνες του μηχανήματος, τοποθετεί αυτές κάτω από την πρώτη στοίβα και, ανασηκώνοντας αυτή, την φορτώνει στις περόνες και τη μεταφέρει μέσω της ράμπας από το εμπορευματοκιβώτιο στους χώρους αποθήκευσης της εναγομένης. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται διαδοχικά και για τις υπόλοιπες στοίβες. Στις 11-06-2015 και περί ώρα 09:00 π.μ., ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση της εναγομένης. Έμπροσθεν της ράμπας είχε σταθμεύσει κατά τον προαναφερόμενο τρόπο φορτηγό αυτοκίνητο, που μετέφερε εμπορευματοκιβώτια με φύλλα συνθετικής ξυλείας (μελαμίνες). Η εκφόρτωσή του είχε ανατεθεί στον ενάγοντα και στον συνάδελφό του ……………, ο οποίος θα χειριζόταν το μηχανοκίνητο ανυψωτικό περονοφόρο μηχάνημα (κλαρκ). Παρών ήταν και ο μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης ……………, ο οποίος θα επέβλεπε τη διαδικασία εκφόρτωσης. Μετά το άνοιγμα της πόρτας του εμπορευματοκιβωτίου, ο ενάγων, κατ’ εντολή του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, είχε μόλις αφαιρέσει τα πλαϊνά προστατευτικά (τάκους) της πρώτης στοίβας. Στην άκρη της ράμπας ευρισκόταν και το κλαρκ, το οποίο χειριζόταν ο ……………. Ενώ ο ενάγων ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί από την άκρη της πλατφόρμας, ώστε μετά την απομάκρυνσή του ο …………… να κατεβάσει τις μεταλλικές περόνες του κλαρκ και να τοποθετήσει αυτές κάτω από την πρώτη στοίβα για να φορτώσει αυτήν, ο τελευταίος, μη αναμένοντας την απομάκρυνση του ενάγοντος, κατέβασε όλως αιφνιδίως τις μεταλλικές περόνες του κλαρκ, η άκρη των οποίων ευρισκόταν ελάχιστα πριν από την πρώτη στοίβα. Τούτο είχε ως άμεσο αποτέλεσμα, η αριστερή περόνη του κλαρκ να επιπέσει με σφοδρότητα στο κάτω άκρο του αριστερού ποδιού του ενάγοντος και να προκαλέσει τον τραυματισμό του, ήτοι τη σύνθλιψη του μεγάλου δακτύλου του. Από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ένδικο ατύχημα ήταν εργατικό, υπό την έννοια του Ν. 551/1915, δεδομένου ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος ήταν αποκλειστική συνέπεια της πτώσης επ’ του αριστερού κάτω άκρου του της αριστερής μεταλλικής περόνης του κλαρκ, χωρίς να αποδειχθεί έτερη οργανική ή παθολογική προδιάθεση του ενάγοντος, το δε ατύχημα δεν θα λάμβανε χώρα, χωρίς την παροχή της εξαρτημένης εργασίας αυτού και την -υπό τις δεδομένες συνθήκες- εκτέλεσή της. Ο τραυματισμός του ενάγοντος, που προκλήθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και υπό τις αναφερθείσες παραπάνω συνθήκες, οφείλεται σε παραβάσεις των επιβαλλόμενων από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1, 5 και 7 Ν. 3850/2010, 7 παρ. 1, 5 και 6 Π.Δ. 17/1996, 9, Παράρτημα I 2.3 και 2.23, Παράρτημα II 2.3 Π.Δ. 395/1994, 7 παρ. 1 Π.Δ. 396/1994, 3 παρ. 2γ’ Π.Δ. 113/2012 και 662 ΑΚ, μέτρων ασφαλείας, ικανών να αποτρέψουν το ως άνω ατύχημα και το επελθόν αποτέλεσμα του τραυματισμού του ενάγοντος, αλλά και των αντίστοιχων υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και συγκεκριμένα στη συγκλίνουσα υπαιτιότητα, με την μορφή της αμέλειας: α) του εργαζομένου της εναγομένης ……………, ο οποίος από έλλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας και προσοχής, την οποία όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ως μέσος συνετός χειριστής ανυψωτικού περονοφόρου μηχανοκίνητου μηχανήματος και η οποία θα οδηγούσε στην πρόβλεψη του ζημιογόνου αποτελέσματος, έθεσε σε λειτουργία το κλαρκ το οποίο χειριζόταν, κατεβάζοντας όλως αιφνιδίως και χωρίς προειδοποίηση τις μεταλλικές περόνες του, χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, παραλείποντας από αμέλειά του να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να πράξει τούτο με ασφάλεια, αποφεύγοντας να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν εργαζόμενοι στην επικίνδυνη ζώνη εργασίας του κλαρκ και παραλείποντας να διαπιστώσει ότι στην περιοχή εργασίας του μηχανήματος υπάρχει κίνδυνος για πρόκληση ατυχήματος, λόγω της παρουσίας του ενάγοντος, μη αναμένοντας πρώτα την ολοκλήρωση της αποχώρησης του τελευταίου από τον χώρο έμπροσθεν του περονοφόρου μηχανήματος, και β) του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης, ο οποίος από πταίσμα του δεν είχε χορηγήσει στον ενάγοντα τον αναγκαίο και κατάλληλο για την εργασία του εξοπλισμό ατομικής προστασίας και συγκεκριμένα ειδικά υποδήματα με μεταλλική ενίσχυση στο εμπρόσθιο τμήμα τους, αν και όφειλε και μπορούσε να πράξει τούτο, τα οποία θα απέτρεπαν τον τραυματισμό του ενάγοντος. Βέβαια, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι είχε χορηγήσει τέτοια υποδήματα στον ενάγοντα. Προσκομίζει δε προς απόδειξη του ισχυρισμού της φωτογραφίες, στις οποίες εικονίζονται, κατά τους ισχυρισμούς της, ο ενάγων και άλλοι εργαζόμενοι, φορώντας τέτοια υποδήματα. Πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς αντικρούεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία κατηγορηματικά κατέθεσε ότι τέτοια υποδήματα ουδέποτε είχαν χορηγηθεί στον ενάγοντα σύζυγο της, ενώ ακόμη και στην ένορκή βεβαίωσή του ο εργαζόμενός της …………… ουδεμία, έστω και υπαινικτική, μνεία κάνει σε χορήγηση ειδικών υποδημάτων ή εξοπλισμού ατομικής προστασίας από την εναγομένη. Επίσης, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, οι οποίες έχουν ληφθεί από σχετικά μακρινή απόσταση και δεν εστιάζουν στα υποδήματα των εργαζομένων, ουδόλως διακρίνεται, αν πρόκειται πράγματι για ειδικά υποδήματα με μεταλλική ενίσχυση στο εμπρόσθιο τμήμα τους ή για κοινά υποδήματα. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός της εναγόμενης δεν επιβεβαιώνεται από κανένα σχετικό έγγραφο [πχ έγγραφο παράδοσης (χρέωσης) του σχετικού ατομικού εξοπλισμού στον ενάγοντα ή έστω σε έτερους εργαζομένους της, αποδείξεις-τιμολόγια αγοράς τους κλπ]. Με βάση τα προαναφερόμενα, οι ως άνω παραβιάσεις ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανές και μπορούσαν αντικειμενικά να επιφέρουν κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και τελικά επέφεραν. Αντίθετα, δεν συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα και τον τραυματισμό του ενάγοντος, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών, α) το γεγονός ότι ο …………… στερούνταν άδειας χειριστή κλαρκ ή βεβαίωσης αναγγελίας του άρθρ. 4 Π.Δ. 113/2012, καθώς ο τελευταίος διέθετε πολυετή εμπειρία και γνώση χειρισμού του, ασκώντας ήδη από το έτος 2002 τα συγκεκριμένα καθήκοντα (βλ. και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του ……………), ως βοηθός χειριστή κλαρκ, υπό τις οδηγίες και τη συνεχή καθοδήγηση του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης ……………, ο οποίος είναι κάτοχος της σχετικής άδειας (βλ. άρθρ. 3 παρ. 3 Π.Δ. 113/2012, καθώς και τη με αριθμό 41/08-12-2000 άδεια Α’ τάξης μηχανοδηγού-χειριστή Π.Δ. 31/1990, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη) και στη συγκεκριμένη περίπτωση παρίστατο και επέβλεπε τον χειρισμό του κλαρκ και τη σχετική διαδικασία εκφόρτωσης, δίνοντας τις σχετικές οδηγίες, β) το γεγονός ότι η εναγομένη δεν είχε εφοδιάσει τον ενάγοντα με ρουχισμό ασφαλείας, κράνος προστασίας κεφαλής και ειδικά γάντια, αφού ο τραυματισμός του τελευταίου περιορίστηκε στο μεγάλο δάκτυλο του κάτω άκρου του αριστερού ποδιού του, και γ) το γεγονός ότι η εναγομένη παρέλειψε να ενημερώσει τον ενάγοντα σχετικά με τους συνδεόμενους με την εργασία του κινδύνους και να τον εκπαιδεύσει σε θέματα ασφάλειας, αφού λόγω του όλως αιφνίδιου της ενέργειας του ……………, η αποφυγή του ατυχήματος εκ μέρους του ενάγοντος ήταν αντικειμενικά αδύνατη, ακόμη και αν ο τελευταίος είχε υποστεί τη σχετική εκπαίδευση και ενημέρωση. Οι παράνομες, υπαίτιες και ζημιογόνες παραλείψεις του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, ως καταστατικού οργάνου, οι οποίες θεμελιώνουν αδικοπρακτική συμπεριφορά, καταλογίζονται στην εναγόμενη εταιρία, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται η έναντι του ενάγοντος αδικοπρακτική ευθύνη της τελευταίας, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 εδαφ. α’ ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Περαιτέρω, μεταξύ του …………… και της εναγόμενης υφίστατο κατά τον επίδικο χρόνο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Επομένως, υφίστατο μεταξύ τους κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδήλωσης της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ως άνω εργαζομένου σχέση πρόστησης, καθώς ο τελευταίος με την ιδιότητα του εργαζομένου ενεργούσε προς εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της εναγομένης. Στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης του, ο ως άνω εργαζόμενος ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες και υπό την επίβλεψη του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης. Η δε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργαζομένου, όπως αυτή περί γράφεται ανωτέρω, έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της εργασίας που του είχε ανατεθεί. Επίσης, υφίσταται εσωτερική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνας συμπεριφοράς του εργαζομένου και της υπηρεσίας που ανατέθηκε στον τελευταίο, καθώς οι απαρτίζουσες αυτήν πράξεις και παραλείψεις του και η ζημία που προκλήθηκε από αυτές σε βάρος του ενάγοντος, δεν θα είχαν λάβει χώρα σε περίπτωση έλλειψης της σχέσης πρόστησης μεταξύ του εργαζομένου και της εναγομένης. Με βάση τα προαναφερόμενα, η αδικοπρακτική ευθύνη του …………… θεμελιώνει, κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, τη γνήσια αντικειμενική ευθύνη έναντι του ενάγοντος της προστήσασας αυτόν εναγομένης. Δικαιολογητικό λόγο της ευθύνης της τελευταίας αποτελεί το γεγονός ότι αυτή ωφελούνταν από τις υπηρεσίες του προστηθέντος εργαζομένου της, διευρύνοντας το πεδίο της οικονομικής της δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει τους κινδύνους που προέκυψαν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος της. Από τα ίδια ως αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι βαρύνεται με πταίσμα ο ενάγων, καθώς, κατά το χρονικό σημείο που ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί από την επικίνδυνη ζώνη εργασίας του κλαρκ, ο …………… κατέβασε εντελώς απότομα και απροειδοποίητα τις περόνες, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μην έχει καμία δυνατότητα και κανένα χρονικό περιθώριο να αντιδράσει, ούτε βέβαια -μπορούσε να προβλέψει ότι ένας έμπειρος στον χειρισμό κλαρκ εργαζόμενος θα ενεργούσε με τον προαναφερόμενο τρόπο. Βέβαια, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων στεκόταν δεξιά του κλαρκ, ότι ανέμενε να φορτώσει ο …………… την πρώτη στοίβα και ότι, ενώ ο τελευταίος κατέβασε τις περόνες, ώστε να φορτώσει την πρώτη στοίβα, ο ενάγων ξαφνικά και χωρίς να ειδοποιήσει τον χειριστή του κλαρκ μετακινήθηκε χωρίς λόγο προς το σημείο, όπου γίνονταν οι εργασίες με το κλαρκ, τη στιγμή που κατέβηκε η περόνη. Η εκδοχή της εναγόμενης δεν κρίνεται πειστική ούτε όμως και εύλογη, καθώς ο ενάγων σε μια τέτοια περίπτωση και έχοντας ολοκληρώσει. την εργασία της απομάκρυνσης των τάκων της πρώτης στοίβας που του είχε ανατεθεί, ακόμη και αν ευρισκόταν δεξιά του κλάρκ, ουδένα λόγο είχε να μετακινηθεί προς την περόνη του κλαρκ, θέτοντας μάλιστα το κάτω άκρο του αριστερού ποδιού του κάτω από αυτήν, αν και προφανώς γνώριζε ότι ο χειριστής του κλαρκ άμεσα θα κατέβαζε τις περόνες και θα εκκινούσε τη διαδικασία φόρτωσης, επιδιώκοντας ουσιαστικά την αυτοδιακινδύνευσή του και αποδεχόμενος την προσβολή της σωματικής του ακεραιότητας, πολύ περισσότερο δεν είχε λόγο να μετακινηθεί δήθεν «για να δει» πώς ο …………… θα πιάσει με τις περόνες του κλαρκ τις μελαμίνες, όπως καταθέτει ο τελευταίος, αφού η εκφόρτωσή φορτίου με κλαρκ ήταν στον ίδιο θέαμα τόσο οικείο και κοινότυπο, ώστε να μην χρειάζεται να μετακινηθεί και μάλιστα απότομα, για να το παρακολουθήσει. Επομένως, η ένσταση της εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, αμέσως μετά τον τραυματισμό του, διακομίστηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου ΚΑΤ, όπου διαγνώστηκε ότι υπέστη συνθλιπτική κάκωση μεγάλου δακτύλου αριστερού άκρου ποδός, εξελκυσμό όνυχος από την κοίτη και του κορυφαίου τμήματος του δακτύλου (tip). Την ίδια ημέρα υποβλήθηκε σε επανασυγκόλληση του μεγάλου δακτύλου του αριστερού άκρου του ποδιού του με συμπιεστική συρραφή και επανατοποθέτηση όνυχος στην κοίτη, ενώ επιπλέον του αφαιρέθηκε και ο όνυχας του δεύτερου δακτύλου του αριστερού άκρου του ποδιού του. Αποχώρησε αυθημερόν από το νοσοκομείο με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής και αλλαγές των επιθεμάτων (βλ. την από 11-06-2015 βεβαίωση του Νοσοκομείου ΚΑΤ και το από 18-06-2015 έγγραφο του ΙΚΑ, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων). Στη συνέχεια, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε, αφού στις 13-07-2015 διαγνώστηκε νέκρωση του δέρματος και επιχειρήθηκε επανασυγκόλληση κατά δεύτερο σκοπό, ενώ στις 31-07-2015 διαγνώστηκε γαγγραινοποίηση του δακτύλου και έγινε χειρουργικός καθαρισμός του, όπως και στις 24-08-2015. Λόγω της κατάστασης της υγείας του, κρίθηκε ανίκανος για εργασία, διαδοχικά, για συνολικό χρονικό διάστημα 85 ημερών, και δη από τις 11-06-2015 μέχρι τις 03-09-2015. Κατά την περίοδο αυτή, ο ενάγων νοσηλευόταν στην οικία του, λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή, φροντίζοντας καθημερινά για τον καθαρισμό του τραύματος και τις αλλαγές των επιθεμάτων και επισκεπτόμενος τακτικά τους θεράποντες ιατρούς του. Έπρεπε δε να αποφεύγει την ορθοστασία και την κόπωση, ώστε να επουλωθούν τα τραύματά του, ενώ μπορούσε να μετακινηθεί μόνο με τη χρήση βακτηριών. Μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας, η κατάσταση της υγείας του αποκαταστάθηκε πλήρως, όπως συνάγεται και από το γεγονός ότι έκτοτε εργάζεται, ασκώντας τα ίδια χειρωνακτικά καθήκοντα, χωρίς να λάβει ουδεμία ημέρα αναρρωτικής άδειας, ούτε τελεί πλέον υπό φαρμακευτική αγωγή. Περαιτέρω, ο ενάγων, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ήταν περίπου 34 ετών και δεν έπασχε από κάποιο πρόβλημα υγείας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προεκτεθέντα, ο ενάγων από το ένδικο ατύχημα και τον συνεπεία αυτού τραυματισμό του υπέστη ηθική βλάβη. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πιο πάνω συνθήκες του ατυχήματος, την προαναφερθείσα ηλικία του ενάγοντος, το είδος, την ένταση και την έκταση της σωματικής του κάκωσης, τις επεμβάσεις επανασυγκόλλησης και τις επανειλημμένες ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, την τρίμηνη κατ’ οίκον νοσηλεία του, την εξέλιξη της υγείας τους, τον πόνο που δοκίμασε, τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας του, τον χρόνο κατά τον οποίο αδυνατούσε να εργαστεί, αλλά και τη στενοχώρια που δοκίμασε από τις παραπάνω αιτίες, την αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, το είδος και την ένταση του πταίσματος της, την οικονομική κατάσταση των μερών και ιδίως του παθόντος ενάγοντος, ο οποίος αποκερδαίνει χαμηλά εισοδήματα από τη χειρωνακτική μισθωτή εργασία του, καθώς και την προσωπική και κοινωνική κατάσταση του τελευταίου, και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (βλ. ΑΠ 195/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757) κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί σε αυτόν το εύλογο ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το ποσό αυτό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας του, στις 03-09-2015, ο ενάγων επέστρεψε στην εργασία του. Ήδη, όμως, η τρίμηνη απουσία του (λόγω της αναρρωτικής άδειας) είχε προκαλέσει τη δυσφορία του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης ……………, με αποτέλεσμα έκτοτε οι σχέσεις τους να είναι τεταμένες. Στις 21-09-2015, ο ενάγων ζήτησε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης να του χορηγήσει άδεια στις 25-09-2015, προκειμένου να υποβληθεί σε προγραμματισμένες ιατρικές εξετάσεις του τραύματός του από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ. Ο ……………, ενόψει του φόρτου εργασίας στην επιχείρηση, δυσανασχέτησε με έντονο τρόπο, δηλώνοντας ότι ο τραυματισμός που υπέστη ο ενάγων, δεν δικαιολογούσε τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας που είχε λάβει και τώρα τη λήψη επιπλέον άδειας μιας ημέρας για την υποβολή του σε ιατρικές εξετάσεις. Αρνήθηκε δε απερίφραστα σε αυτόν τη χορήγηση της άδειας. Μεταξύ των δύο προσώπων επακολούθησε φραστική ένταση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ενάγων δήλωσε στον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης την πρόθεσή του να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας, σε περίπτωση που δεν λάμβανε τελικά την άδεια, την οποία άλλωστε είχε αιτηθεί για σπουδαίο λόγο, μη οφειλόμενο σε υπαιτιότητά του, ο δε νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης απάντησε με ύβρεις και απειλές περί απόλυσης, σε περίπτωση προσφυγής του. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων, έχοντας ταραχθεί από την αρνητική συμπεριφορά αυτή του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης απέναντι του, απεχώρησε πριν από τη λήξη του ημερήσιου ωραρίου του, περί ώρα 12:15 το μεσημέρι, και πράγματι προσέφυγε αυθημερόν στην Επιθεώρηση Εργασίας (βλ. την από 21-09-2015 αίτηση του ενάγοντος για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας Ν. Ιωνίας, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων), αιτούμενος τη διενέργεια εργατικής διαφοράς σε σχέση με την άρνηση της εναγομένης να του χορηγήσει την ημερήσια άδεια. Την επόμενη ημέρα, όταν ο ενάγων προσήλθε στην επιχείρηση της εναγομένης για να παράσχει τις υπηρεσίες του και πριν ακόμη αναλάβει καθήκοντα, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης, αφού πρώτα επιβεβαίωσε την προσφυγή του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας την προηγούμενη ημέρα, την οποία άλλωστε ήδη είχε εικάσει από την πρόωρη αποχώρησή του την προηγουμένη, σε συνδυασμό με την προαναγγελία περί προσφυγής από τον ενάγοντα, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, δίδοντας σε αυτόν το έγγραφο της καταγγελίας, επί του οποίου ήταν αναγεγραμμένη ως ημεροχρονολογία η προηγούμενη, 21-09-2015, προφανώς για να φαίνεται ότι η απόλυση του ενάγοντος είναι δήθεν προγενέστερη της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ο ενάγων υπέγραψε το έγγραφο της καταγγελίας, αναγράφοντας σε αυτήν την ορθή ημερομηνία της καταγγελίας, ήτοι «22-09-2015» και τη φράση «με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος μου». Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έλαβε χώρα από ταπεινά ελατήρια και συγκεκριμένα από εκδικητικότητα και εμπάθεια του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης προς το πρόσωπό του, λόγω της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Βέβαια, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η απόλυση του ενάγοντος υπαγορεύτηκε από οικονομοτεχνικούς λόγους, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τους κεφαλαιακούς ελέγχους (capital controls), που επιβλήθηκαν τον μήνα Ιούνιο του έτους 2015. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι πράγματι συνέτρεξαν οι επικαλούμενοι οικονομοτεχνικοί λόγοι, ειδικότερα ότι μειώθηκαν οι παραγγελίες και ο κύκλος εργασιών της εναγομένης, δεδομένου ότι οι οικονομικές καταστάσεις, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η τελευταία, αφορούν στα, προηγούμενα της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων, έτη 2013 και 2014. Μάλιστα, από τις τελευταίες οικονομικές καταστάσεις προκύπτει ότι η εναγομένη, τόσο το έτος 2013, όσο και το έτος 2014 ήταν μια ιδιαίτερα κερδοφόρος επιχείρηση με θετική οικονομική πορεία, η οποία παρουσίαζε σταθερό ετήσιο κύκλο εργασιών περίπου 5.500.000 ευρώ, καθαρά κέρδη, αντίστοιχα, 592.750,03 ευρώ και 730.885 ευρώ και υπόλοιπο κερδών προηγούμενων χρήσεων, αντίστοιχα, 2.428.432,49 ευρώ και 2.736.892,99 ευρώ και δη μεσούσης της εγχώριας οικονομικής ύφεσης. Μόνη δε η επιβολή από τις 29-06-2015 περιοριστικών μέτρων στις τραπεζικές συναλλαγές και μέτρων ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls – από 28-06-2015 ΠΝΠ, ΦΕΚ Α 65/28-06-2015, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4350/2015), δεν οδήγησε στη δημιουργία πλεονάζοντας προσωπικού και ουδόλως επέδρασε στην οικονομική της κατάσταση, πολύ περισσότερο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταφύγει στην μείωση του εργατικού δυναμικού της και σε απολύσεις. Οι λύσεις των συμβάσεων εργασίας εργαζομένων της, τις οποίες επικαλείται η εναγομένη, δεν επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό της, καθώς ουδόλως πρόκειται για καταγγελίες που αποδίδονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους προκληθέντες από την επιβολή των μέτρων ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων. Ειδικότερα, η σύμβαση εργασίας του …………………….. είχε λυθεί αυτοδίκαια ήδη στις 31-01-2015 λόγω παρέλευσης του ορισμένου χρόνου της, οι συμβάσεις εργασίας του πωλητή …………………….. και της αποθηκάριου …………………….. λύθηκαν λόγω οικειοθελούς αποχώρησής τους, και όχι λόγω καταγγελίας εκ μέρους της εναγομένης, αντίστοιχα στις 10-07-2015 και 10-09-2015, ενώ η σύμβαση εργασίας του μηχανικού …………………….. καταγγέλθηκε μεν από την εναγομένη, πλην όμως ήδη στις 25-02-2015, δηλαδή πολλούς μήνες πριν από την επιβολή των μέτρων ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν υποβλήθηκε σε ιατρικό έλεγχο στις 25-09-2015 αναιρείται από τη με αριθμό ……../25-09-2015 ιατρική γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής ΙΚΑ, την οποία νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο τελευταίος. Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι στα πλαίσια φιλικού κλίματος ανήγγειλε στις 21-09-2015 στον ενάγοντα την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, η οποία ωστόσο θα ολοκληρωνόταν την επομένη (22-09-2015), ώστε το λογιστήριό της να προετοιμάσει τα σχετικά έγγραφα, ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο, διότι μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρχαν φιλικές, αλλά απεναντίας τεταμένες σχέσεις, όπως κατηγορηματικά κατέθεσε η μάρτυρας απόδειξης και όπως προκύπτει και από την ενέργεια της προσφυγής του ενάγοντος στην Επιθεώρηση Εργασίας. Άλλωστε, σε αντίθετη περίπτωση, ο ενάγων δεν θα έσπευδε να αναγράψει την ορθή ημερομηνία «22-09-2015» ούτε τη φράση «με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος μου» επί του εγγράφου της καταγγελίας. Επίσης, σε μια τέτοια περίπτωση, κρίνεται ότι ο ενάγων, ο οποίος προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας για την άρνηση χορήγησης μονοήμερης άδειας, προφανώς θα είχε προσφύγει αιτιώμενος (και) για τη συγκριτικά μείζονος σπουδαιότητας απόλυσή του. Με βάση τα προαναφερόμενα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος υπαγορεύτηκε αποκλειστικά από ταπεινά ελατήρια και συγκεκριμένα από εκδίκηση του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης προς το πρόσωπό του, λόγω της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας και της διεκδίκησης των νόμιμων δικαιωμάτων του, χωρίς να εξυπηρετεί το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησης της εναγομένης, και επομένως είναι καταχρηστική (ΑΚ 281), υπερβαίνοντας τα νόμιμα όρια του δικαιώματος της καταγγελίας, και επέκεινα είναι άκυρη (ΑΚ 174, 180). Λόγω της άκυρης καταγγελίας και της άρνησης της εναγόμενης να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του ενάγοντος, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα αποδοχές υπερημερίας (άρθρ. 349, 350, 656 εδαφ. α’ ΑΚ). Ειδικότερα, δεδομένου ότι το συμβατικό ακαθάριστο ημερομίσθιο του ενάγοντος, κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ανερχόταν στο ποσό των 34,30 ευρώ, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, ο ενάγων δικαιούται για το επίδικο χρονικό διάστημα από 22-09-2015 μέχρι 21-09-2016: α) Για μισθούς υπερημερίας, το συνολικό ποσό των 10.701,60 ευρώ (ήτοι 34,30 ευρώ ημερομίσθιο X 26 ημέρες μηνιαίως X 12 μήνες). Από το ποσό αυτό, ο ενάγων αφαιρεί τα ποσά που, όπως συνομολογεί (άρθρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), έλαβε τους αντίστοιχους μήνες ως δεδουλευμένους μισθούς για την εργασία του σε άλλον εργοδότη, την οποία (εργασία) παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 9.630,71 ευρώ (ήτοι 523,68 ευρώ για μισθό μηνός Οκτωβρίου 2015 + 818,25 ευρώ για μισθό μηνός Νοεμβρίου 2015 + 891,80 ευρώ για μισθό μηνός Δεκεμβρίου 2015 + 818,25 ευρώ για μισθό μηνός Ιανουαρίου 2016+ 818,25 ευρώ για μισθό μηνός Φεβρουαρίου 2016+ 883,71 ευρώ για μισθό μηνός Μαρτίου 2016 + 850,98 ευρώ για μισθό μηνός Απριλίου 2016+ 850,98 ευρώ για μισθό μηνός Μαΐου 2016+ 850,98 ευρώ για μισθό μηνός Ιουνίου 2016+ 850,98 ευρώ για μισθό μηνός Ιουλίου 2016+ 883,71 ευρώ για μισθό μηνός Αυγούστου 2016+ 589,14 ευρώ για μισθό μηνός Σεπτεμβρίου 2016 = 9.630,71 ευρώ), απομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 1.070,89 ευρώ. β) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, το ποσό των 451,08 ευρώ (ήτοι ένα ημερομίσθιο ανά οκτώ ημέρες, για το χρονικό διάστημα από 22-09-2015 μέχρι 31-12-2015 και συγκεκριμένα 101 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης : 8 X 34,30 ευρώ X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόματος αδείας= 451,08 ευρώ). Από το ποσό αυτό, ο ενάγων αφαιρεί το ποσό των 333,52 ευρώ, το οποίο, όπως συνομολογεί, έλαβε ως επίδομα Χριστουγέννων 2015 για την εργασία του σε άλλον εργοδότη, την οποία παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, απομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 117,56 ευρώ. γ) Για επίδομα αδείας έτους 2015, το ποσό των 445,90 ευρώ (ήτοι 13 ημερομίσθια X 34,30 ευρώ). Από το ποσό αυτό o. ενάγων αφαιρεί το ποσό των 130,92 ευρώ, το οποίο, όπως συνομολογεί, έλαβε ως επίδομα αδείας έτους 2015 για την εργασία του σε άλλον εργοδότη, την οποία παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγόμενης, καθώς και το ποσό των 445,90 ευρώ που, όπως συνομολογεί, έλαβε για την αιτία αυτή από την εναγομένη, μη απομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου, δ) Για επίδομα εορτών Πάσχα 2016, το ποσό των 535,93 ευρώ (ήτοι 15 ημερομίσθια X 34,30 ευρώ= 514,50 ευρώ X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόματος αδείας= 535,93 ευρώ). Από το ποσό αυτό, ο ενάγων αφαιρεί το ποσό των 535,93 ευρώ, το οποίο, όπως συνομολογεί, έλαβε ως επίδομα εορτών Πάσχα 2016 για την εργασία του σε άλλον εργοδότη, την οποία παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, μη απομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου, ε) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2016, το ποσό των 643,12 ευρώ (ήτοι ένα ημερομίσθιο ανά οκτώ ημέρες για το χρονικό διάστημα από 01-05-2015 μέχρι 21-09-2016 και συγκεκριμένα 144 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης : 8 X 34,30 ευρώ= 617,40 ευρώ X 1,04166 συντελεστής προσαύξησης επιδόματος αδείας= 643,12 ευρώ). Από το ποσό αυτό, ο ενάγων αφαιρεί το ποσό των 516,86 ευρώ, το οποίο, όπως συνομολογεί, έλαβε ως επίδομα Χριστουγέννων έτους 2016 για την εργασία του σε άλλον εργοδότη, την οποία παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, απομένοντος οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 126,26 ευρώ. Επομένως, για αποδοχές υπερημερίας ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 1.314,71 ευρώ (1.070,89+ 117,56+ 126,26). Από το ποσό αυτό, ο ενάγων αφαιρεί το ποσό των 280,12 ευρώ, που, όπως συνομολογεί (άρθρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), έλαβε από την εναγομένη ως αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, απομένοντος τελικού οφειλόμενου υπολοίπου του ποσού των 1.034,59 ευρώ, το οποίο αφορά σε υπόλοιπο μισθού μηνός Οκτωβρίου 2015 εκ ποσού 88 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Νοεμβρίου 2015 εκ ποσού 73,55 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Ιανουαρίου 2016 εκ ποσού 73,55 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Φεβρουάριου 2016 εκ ποσού 73,55 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Μαρτίου 2016 εκ ποσού 8,09 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Απριλίου 2016 εκ ποσού 40,82 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Μαΐου 2016 εκ ποσού 40,82 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Ιουνίου 2016 εκ ποσού 40,82 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Ιουλίου 2016 εκ ποσού 40,82 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Αυγούστου 2016 εκ ποσού 8,09 ευρώ, σε υπόλοιπο μισθού μηνός Σεπτεμβρίου 2016 εκ ποσού 302,66 ευρώ, σε υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2015 εκ ποσού 117,56 ευρώ και σε υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων 2016 εκ ποσού 126,26 ευρώ. Περαιτέρω, η κατά τα ως άνω γενόμενη από ταπεινά κίνητρα καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος συνιστά συμπεριφορά προσβλητική για την προσωπικότητα του ενάγοντος. Η αντικείμενη στις αρχές της καλής πίστης, παράνομη και υπαίτια ως άνω συμπεριφορά του νόμιμου εκπροσώπου της εναγομένης προσέβαλε την επαγγελματική υπόληψη του ενάγοντος, ο οποίος, κατά την παροχή της εργασίας του στην επιχείρηση της εναγομένης είχε επιδείξει ζήλο, εργατικότητα, ευσυνειδησία και φιλοτιμία, και ο οποίος αισθάνθηκε να μειώνεται στο εργασιακό και στο κοινωνικό του περιβάλλον. Επομένως, ο ενάγων έχει υποστεί για την αιτία αυτή ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (ΑΚ 932). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες της προσβλητικής της προσωπικότητάς του συμπεριφοράς, το είδος, το μέγεθος και τη βαρύτητα της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος στο εργασιακό και κοινωνικό του περιβάλλον, τον βαθμό της υπαιτιότητας της εναγομένης, την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθώς και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (βλ. ΑΠ 195/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006.757), κρίνει ότι για την αποκατάσταση της τρωθείσας επαγγελματικής υπόληψης του ενάγοντος είναι εύλογο και δίκαιο να επιδικαστεί σε αυτόν το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και Α) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 22-09-2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, Β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος υπό τους αυτούς όρους όπως και πριν την απόλυσή του, με την απαγγελία σε βάρος της χρηματικής ποινής, ποσού 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς αυτήν την υποχρέωσή της, και Γ) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.534,59 ευρώ (5.000+ 1.034,59+ 500), με τον νόμιμο τόκο (ΑΚ 341, 345) ως εξής: Α) Ως προς τα ποσά που αφορούν στους μισθούς υπερημερίας, από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορά έκαστος τούτων (άρθρα 345, 349 παρ. 1, 350, 655 εδάφια α’ και β’, 656 εδάφιο α’ και 672 ΑΚ, βλ. ΑΠ 1341/2002 ΕλλΔνη 2003.453, ΑΠ 692/2001 ΕλλΔνη 2002.737, ΑΠ 509/1996 ΔΕΝ 1997.8, ΑΠ 474/1994, ΕΕργΔ 1995.978, ΕφΑθ 4825/1995 ΕΕργΔ 1996.1065, ΕφΘεσ. 1607/1994, ΔΕΝ 1994.1271), Β) ως προς τα ποσά που αφορούν στα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων από την επομένη της 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους που αφορούν (άρθρ. 341, 345, 655 ΑΚ – βλ. σχετ. ΟλΑΠ 39 και 40/2002 ΕΕργΔ 2002.1482 και 1478 αντίστοιχα, ΑΠ 602/2014, ΑΠ 1649/2012, ΑΠ 1134/2010, ΑΠ 201/2008 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1830/2006, ΑΠ 1529/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1682/2000 ΕλλΔνη 42.1308, ΕφΔωδ 365/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 750/2010 ΕΕργΔ 2010.1336, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002.168, ΕφΙωαν 14/2007 ΕΕργΔ 2007/473, ΑρχΝ 2007.298), και Γ) ως προς τα ποσά που αφορούν σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ΑΚ 346). Το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινώς εκτελεστής, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμο, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο και από ουσιαστική άποψη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, συνιστάμενοι στη σημαντική ζημία που θα επιφέρει στον ενάγοντα η επιβράδυνση της εκτέλεσης της απόφασης, αλλά και λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής, με την επισήμανση σε σχέση με τα ποσά που αφορούν στις αποδοχές υπερημερίας ότι πρόκειται για καθυστερούμενες εργατικές αποδοχές, και συνεπώς η απόφαση ως προς αυτές πρέπει να κηρυχθεί υποχρεωτικώς εκ του νόμου προσωρινώς εκτελεστή (άρθρο 910 περ. 4 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι στην έννοια των καθυστερούμενων μισθών της ΚΠολΔ 910 περ. 4 περιλαμβάνονται και οι μισθοί υπερημερίας (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 910 αρ. 2), απορριπτομένου του ως άνω παρεπόμενου αιτήματος σε σχέση με τη διάταξη περί υποχρέωσης της εναγομένης να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος ως ουσιαστικά αβάσιμου, καθώς δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν προς τούτο εξαιρετικοί λόγοι, δεδομένου ότι ο ενάγων, ήδη από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2015, εργάζεται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης στον ……………… Τέλος, η εναγομένη, λόγω της μερικής ήττας της, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (άρθρ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 22-09-2015 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος υπό τους αυτούς όρους όπως και πριν την απόλυσή του.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης και υπέρ του ενάγοντος, χρηματική ποινή, ποσού εκατό (100) ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησης της εναγομένης να συμμορφωθεί στο περιεχόμενο της αμέσως παραπάνω καταψηφιστικής διάταξης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (6.534,59 €), με τον νόμιμο τόκο κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της παρούσας διακρίσεις μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική διάταξη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 29-08-2017.