Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Η αναγγελία πρόσληψης στον ΟΑΕΔ δεν αποτελεί συστατικό τύπο της σύμβασης εργασίας. Άδεια εργασίας. Η ενάγουσα είναι κάτοχος ειδικού δελτίου ταυτότητας ομογενούς και δεν απαιτείται  να κατέχει άδεια εργασίας, καθώς δυνάμει του ανωτέρω δελτίου, έχει δικαίωμα νόμιμης εργασίας στην Ελλάδα. Προφορική καταγγελία σύμβασης εργασίας. Η επανάληψη της δήλωσης αυτής εγγράφως πλέον από την εργοδότρια σε μεταγενέστερο χρόνο με προσφορά της αποζημίωσης απόλυσης (υπολειπόμενη της νόμιμης), δεν μεταθέτει το σημείο λύσης της εργασιακής σχέσης, αφού η αρχική δήλωση είχε παράξει ήδη το έννομο αποτέλεσμά της, πλην όμως η εναγομένη εργοδότρια δεν τήρησε τον έγγραφο τύπο, ούτε κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση, με συνέπεια αυτή να είναι άκυρη. Επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Η προσφορά μειωμένης αποζημίωσης αποδείχθηκε ότι δεν οφείλεται σε πλάνη του λογιστή της εταιρίας, καθώς η εναγόμενη εμφάνισε ως χρόνο πρόσληψής της άλλον από τον πραγματικό, γεγονός το οποίο δεν συνέβη από παραδρομή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρότητας της εν λόγω καταγγελίας που προβάλλονται με την αγωγή. Η αοριστία της αγωγής δεν αναπληρώνεται από τυχόν έγγραφα της δικογραφίας που περιέχουν τα ελλείποντα από την αγωγή στοιχεία, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Απορρίπτει ως αόριστα τα κονδύλια για υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, καθώς και για αμοιβή για εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου κατά τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής και κατά τις αργίες. Επιδίκαση διαφορών μεταξύ νομίμων και καταβαλλόμενων αποδοχών. Επιδίκαση αμοιβής και αποζημίωσης για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, των αργιών, της Κυριακής και λόγω στέρησης αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης. Πρόσθετη εργασία. Έννοια. Επιδίκαση πρόσθετης αμοιβής. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 22.240,60 Ευρώ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης

1532/2010

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αγγελική Καγιούλη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τον Γραμματέα Γεώργιο Ντζιαβίδα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την στις 27/11/2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: …… θυγ. …… ……, κατοίκου Αθηνών, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βλαχόπουλο.

Των εναγομένων: 1) Της ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) …… …… ……, κατοίκου Αθηνών, 3) …… …… ……, κατοίκου Αθηνών, 4) …… θυγ. …… ……, συζ. …… ……, κατοίκου Αθηνών, 5) …… θυγ. …… ……, κατοίκου Αθηνών, εκ των οποίων ο τρίτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λυκοκάπη και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 25/8/2008 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2008 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2008, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 26/5/2009, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή της ότι προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, στις 22/3/2007, ως πωλήτρια, στο ανθοπωλείο που διατηρεί αυτή στη ……. Ότι εργάσθηκε σε δύο βάρδιες με ωράριο από τις 9.00 μέχρι 18.30 και από 14.30 μέχρι 23.30, ενώ εντός του νομίμου ωραρίου της εκτελούσε καθήκοντα ανθοδέτριας επί 3 ώρες ημερησίως, για τα οποία δεν λάμβανε πρόσθετη αμοιβή. Ότι η εναγομένη της κατέβαλε μικρότερο του νομίμου μισθού, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ δεν της κατέβαλε την αμοιβή της για υπερεργασία, κατ’ εξαίρεση υπερωρίες, για εργασία κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατά τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής, των αργιών και τις αποδοχές αδείας 2007, γεγονότα για τα οποία είχε διαμαρτυρηθεί στα αρμόδια όργανα της εργοδότριας. Ότι η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της προφορικά στις 31/5/2008 και εγγράφως και με καταβολή μειωμένης αποζημίωσης στις 12/6/2008, συνεπεία των οποίων η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, επικουρικώς και λόγω καταχρηστικότητας, καθώς έλαβε χώρα λόγω των διαμαρτυριών της να της καταβληθούν τα οφειλόμενα και της συμπαράστασης Που επέδειξε σε συνάδελφό της, κατά τη διεκδίκηση των εργατικών δικαιωμάτων του. Ότι συνεπεία των ανωτέρω υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται το ποσό των 5.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη τελεί σε υπερημερία, λόγω της ακυρότητας της εν λόγω καταγγελίας, με συνέπεια να της οφείλει μισθούς υπερημερίας από την 1/6/2008 μέχρι τις 31/5/2009, πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας, συνολικού ποσού 12.020,06 ευρώ, επικουρικώς δε ζητεί την αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ποσού 1.995,36 ευρώ, την αποζημίωση αδείας 2008 και το επίδομα αδείας 2008. Κατόπιν των ανωτέρω ζητεί α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 31/5/2008 και της από 4/6/2008 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 31.519,38 ευρώ, επικουρικά το ποσό των 3.276,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) να απειληθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους και χρηματική ποινή σε βάρος του 2ου, 3ου, 4ης και 5ης των εναγομένων, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, δ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 7,9, 10, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2, 664 ΚΠολΔ) και παραδεκτά προς εκδίκαση κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των άρθρων 664-676 ΚΠολΔ (άρθρ. 663 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή, ως προς το εμπρόθεσμο, τόσο της ασκήσεως του αιτήματος περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας, όσο και της αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως (τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 1 του ν. 3198/55), αλλά και ως προς το εμπρόθεσμο του αιτήματος περί συμπληρώσεως της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της (εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 § 2 του ν. 3198/1955), μόνο όμως ως προς την πρώτη, δεύτερο και τρίτο εκ των εναγομένων, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ……/28-8-2008, ……/28-8-2008……/28-8-2008 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δημητρίου Αργυροηλιόπουλου, ενώ για την τρίτη και τέταρτη εκ των εναγομένων δεν προκύπτει επίδοση της αγωγής εντός της ως άνω προθεσμίας και για τον λόγο αυτό πρέπει η αγωγή ως προς αυτούς και τα ανωτέρω κονδύλια να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά, η αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου, ότι για το καταψηφιστικό αίτημα αυτής έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθμ. ……, ……, …… αγωγόσημα με τα επικολληθέντα επ’ αυτών υπέρ τρίτων ένσημα.

Επειδή ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες προσάγονται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, μπορούν εγκύρως να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, ακόμη και αν εδόθησαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά πριν παρέλθει η προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης, αρκεί να έχει προηγηθεί η κλήτευση του αντιδίκου προς 24 ωρών, η οποία είναι έγκυρη και νόμιμη και εάν γίνει με σχετική δήλωση και πρόσκληση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, κατά μείζονα δε λόγο είναι νόμιμη και έγκυρη, εάν γίνει κανονικώς μέσω δικαστικού επιμελητή (ΑΠ 659/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos, ΕΑ 7001/2004 ΕλλΔνη 46. 516, ΕΑ 7002/2004 ΕλλΔνη 46. 549, ΕΑ 5034/2002 ΕλλΔνη 46. 1721, Στ. Βλαστού, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις-Ουσιαστικά και δικονομικά ζητήματα, 2005, σελ. 1469).

Από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων στο ακροατήριο, τις υπ’ αριθμ. ……/2009, ……/2009 ένορκες βεβαιώσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών, νομίμως ληφθείσες κατ’ άρθρο 671 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ……/2009, ……/2009, ……/2009 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Αθανάσιου Λυκιαρδόπουλου, την υπ’ αριθμ. ……/2009 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, νομίμως ληφθείσα σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αφού η κλήτευση των εναγομένων έγινε με σχετική δήλωση και πρόσκληση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, τις υπ’ αριθμ. ……/2009 και ……/2009 ένορκες βεβαιώσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών, νομίμως ληφθείσες κατ’ άρθρο 671 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. ……/2009 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κυριάκου Περάκη και από τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Η ενάγουσα προσελήφθη με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στις 22/3/2007 από την πρώτη εναγομένη, προκειμένου να εργασθεί ως πωλήτρια, στο ανθοπωλείο που διατηρούσε αυτή στη …… και επί της οδού …… αριθμ. …. Το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη στην αναγγελία πρόσληψης της ενάγουσας προς τον ΟΑΕΔ δηλώνει ως ημερομηνία πρόσληψης αυτής την 10/5/2007, δεν αναιρεί τα ανωτέρω, καθώς η εν λόγω αναγγελία δεν αποτελεί συστατικό τύπο της σύμβασης εργασίας, η οποία εγκύρως καταρτίζεται και προφορικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 και 23 παρ. 1 και 36 του ν. 1975/1991 και της κοινής υπουργικής απόφασης 4803/1995 των Υπουργών Εξωτερικών, Εργασίας και Δημοσίας Τάξεως απαγορεύεται στους αλλοδαπούς γενικά, ανεξαρτήτους ηλικίας, ν’ απασχοληθούν στην Ελλάδα σε κάθε είδους εργασία, εάν δεν είναι εφοδιασμένοι με άδεια εργασίας από τον Υπουργό Εργασίας ή άλλη εξουσιοδοτημένη απ’ αυτόν αρχή. Η έλλειψη της αδείας αυτής καθιστά άκυρη τη σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του ΑΚ (ΑΠ 815/1997 ΕλλΔνη 39.354, ΔΕΝ 54.160, ΕφΘεσ 1557/ 1999 Αρμ ΝΔ’ 61). Η ακυρότητα της συμβάσεως είναι απόλυτη, γιατί οφείλεται σε παράβαση διατάξεως που προστατεύει το γενικό συμφέρον, δεν μπορεί να θεραπευθεί με αντίθετη βούληση των συμβαλλομένων και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, θεραπεύεται δε αν η άκυρη σύμβαση επικυρωθεί, πράγμα το οποίο συμβαίνει αν κατά τη διάρκεια λειτουργίας της απλής εργασιακής σχέσεως που δημιουργείται λόγω της ακυρότητας της συμβάσεως (βλ. X. Γκούτου, Συνέπειες της λειτουργίας της άκυρης σύμβασης εργασίας, ΕλλΔνη 38.1704 επ., ιδιαίτερα παρ. Α2, σελ. 1705), ο μισθωτός εφοδιασθεί με τη σχετική άδεια και συνεχισθεί η απασχόληση, οπότε θεωρείται ότι καταρτίσθηκε σιωπηρά έγκυρη σύμβαση, αφού ο λόγος που την καθιστούσε αντίθετη με την πιο πάνω απαγορευτική διάταξη του νόμου δεν υπάρχει πια (βλ. ΕφΘεσ 1557/1999 ό.π., X. Γκούτου, ό.π., παρ. Β5, σελ. 1708, 1709 και τις εκεί παραπομπές, Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, 1995, τόμ. Α/Ι, παρ. 20, σελ. 74 και 75 και για άκυρη αρχικά σύμβαση εργασίας, λόγω ελλείψεως ή μη θεωρήσεως βιβλιαρίου υγείας και αναδρομική επικύρωση αυτής κατ’ άρθρο 183 ΑΚ, βλ. ΑΠ 254/1995 ΕλλΔνη 37. 647, ομοίως ΕφΠειρ 1133/1996 ΕλλΔνη 38.900 και τις εκεί παραπομπές, ΕφΘεσ 277/1995 Αρμ ΜΘ’ 346). Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τους ομογενείς Ελληνες της Αλβανίας (Βορειοηπειρώτες) και της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, εκδόθηκαν οι εγκύκλιες διαταγές του Υπουργείου Εργασίας με αριθμούς 30122/22.1.1990 και 32214/6.11.1990 (ΔΕΝ 47.116) Γ99/91/25.6.1992 (ΔΕΝ 48.1333 και ΔΕΝ 49.286), 31792/1993 (ΕΑΕΔ 1994.232), με τις οποίες οι ανωτέρω απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να εφοδιαστούν με άδεια εργασίας. Και μετά την έκδοση των άνω εγκυκλίων ωστόσο, για την εγκυρότητα της σύμβασης εργασίας των παραπάνω ομογενών εξακολουθούσε κατά τη νομολογία των δικαστηρίων να απαιτείται άδεια εργασίας, γιατί οι διατάξεις του ν. 1975/1991 είναι δημοσίας τάξεως και οι προαναφερθείσες εγκύκλιοι του Υπουργείου Εργασίας δεν έχουν ισχύ νόμου, ώστε να δεσμεύουν τα δικαστήρια και ν’ απαλλάσσουν τους ανωτέρω από τη σχετική υποχρέωση (ΑΠ 815/1997 ό.π.). Ακολούθησε η έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης 4000/1998 (ΔΕΝ 54.650), κατ’ εφαρμογή της οποίας στους ελληνικής καταγωγής υπηκόους της Αλβανίας, που βρίσκονται στην Ελλάδα, χορηγείται ήδη από τις αστυνομικές αρχές ειδικό δελτίο ταυτότητος, το οποίο παρέχει στον κάτοχο του δικαίωμα νόμιμης παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα μέχρι 3 έτη, με δυνατότητα περαιτέρω ανανέωσης, ενώ με την υπ’ αριθμ. ΥΑ 4000/10-Δ/2005 (ΦΕΚ Β’/646/13-5-2005) η ισχύς του εν λόγω ειδικού δελτίου ορίσθηκε έως 10 έτη. Έτσι από της 29.4.1998, οπότε άρχισε να ισχύει η άνω υπουργική απόφαση, καταργήθηκε η υποχρέωση των προαναφερομένων ομογενών να είναι εφοδιασμένοι με τη σχετική άδεια εργασίας, εφόσον αυτοί είναι εφοδιασμένοι με το δελτίο ταυτότητος που προβλέπει η άνω 4000/1998 κοινή υπουργική απόφαση (ΕφΘεσ 2536/2001 Αρμ. 2002.418). Τέλος, κατά το άρθρο 4 της ΥΑ 4000/10-Δ/2005 (ΦΕΚ Β’/646/13-5-2005) ο κάτοχος ειδικού δελτίου ταυτότητας ομογενούς έχει δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στην ημεδαπή αγορά εργασίας και απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σχετικά από τις ισχύουσες διατάξεις. Συνεπώς, η ενάγουσα, η οποία είναι κάτοχος του υπ’ αριθμ. A 333192/5-12-2006 δελτίου ταυτότητας ομογενούς, εκδοθέν στις 5/12/2006 με ισχύ μέχρι τις 3/9/2012, δεν απαιτείτο να κατέχει άδεια εργασίας, καθώς δυνάμει του ανωτέρω δελτίου, είχε δικαίωμα νόμιμης εργασίας στην Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε και οι σχετικοί ισχυρισμοί των εναγομένων περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας της, λόγω μη κατοχής άδειας εργασίας και ανυπαρξίας συμβάσεως αορίστου χρόνου, λόγω του ότι η ενάγουσα είναι αλλοδαπή, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, πέραν δε του ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που συνάπτονται με αλλοδαπούς που εμπίπτουν στη ρύθμιση του νόμου 2910/2001, μπορεί να είναι είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου και ο χαρακτηρισμός αυτών ή καθορίζεται ρητώς από τους συμβαλλόμενους ή συνάγεται από το είδος της εργασίας και το σκοπό της συμβάσεως (αρθρ. 648 και 669 ΑΚ), αφού η χορηγούμενη άδεια εργασίας και παραμονής έχει αποσυνδεθεί από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με συγκεκριμένο εργοδότη, δοθέντος ότι ο αλλοδαπός κατά τη διάρκεια που ισχύει η άδεια εργασίας του μπορεί να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη, αφού λυθεί η σύμβαση εργασίας με τον προηγούμενο (ΑΠ 196/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Nomos).

Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε με την ιδιότητα της πωλήτριας αρχικά στο ανωτέρω ανθοπωλείο και μετέπειτα στο ανθοπωλείο που διατηρεί η ίδια εναγομένη επί της οδού …… αριθμ. …… στη …… μέχρι τις 31/5/2008, οπότε η εργοδότρια κατήγγειλε προφορικά τη σύμβαση εργασίας της, ενώ επανέλαβε τη δήλωσή της αυτή εγγράφως στις 12/6/2008, οπότε κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 4/6/2008 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, με προσφερόμενη αποζημίωση ποσού 1.965,46 ευρώ. Συνεπώς, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έλαβε χώρα στις 31/5/2008, ενώ η επανάληψη της σχετικής δήλωσης στις 12/6/2008 δεν μεταθέτει το σημείο λύσης της εργασιακής σχέσης, αφού η αρχική δήλωση είχε παράξει ήδη το έννομο αποτέλεσμά της, πλην όμως η εναγομένη εργοδότρια δεν τήρησε τον έγγραφο τύπο, ούτε κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση, με συνέπεια αυτή να είναι άκυρη. Πέραν όμως τούτου, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έλαβε χώρα στις 12/6/2008 και πάλι αυτή πάσχει, καθώς στην ενάγουσα προσφέρθηκε μειωμένη αποζημίωση. Ειδικότερα, βάσει της από 7/9/2006 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας, ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας, κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και δεδομένου ότι είχε προϋπηρεσία 2 ετών, γεγονός που γνωστοποίησε νομίμως στην εναγομένη, καθώς προσκόμισε τα σχετικά πιστοποιητικά, αφού απόδειξη προϋπηρεσίας αποτελούν και τα ασφαλιστικά βιβλιάρια (ΑΠ 1053/1987 ΔΕΝ 45. 760, ΕΑ 2466/2004 ΕλλΔνη 2004.1698), που προσκόμισε στην εργοδότριά της ανερχόταν στο ποσό των 854,76 ευρώ. Συνεπώς, εφόσον είχε συμπληρώσει ένα έτος εργασίας στην εναγομένη δικαιούταν 2 μισθούς, ως αποζημίωση για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της και συνολικά το ποσό των 1.994,44 ευρώ {854,76 ευρώ Χ2 μισθούς= 1.709,52 ευρώ + 284,92 ευρώ (1/6 αναλογία επιδομάτων ποσού)}, ενώ η εναγομένη της προσέφερε μειωμένη αποζημίωση ποσού 1.965,46 ευρώ. Συνεπώς, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, καθώς αφενός αρχικά δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και δεν της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, αφετέρου στη συνέχεια της προσφέρθηκε μειωμένη αποζημίωση, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε πλάνη του λογιστή της εταιρείας, καθώς η εναγομένη εργοδότρια εταιρεία εμφάνισε ως χρόνο πρόσληψής της την 10/5/2007 και όχι την 22/3/2007, γεγονός το οποίο δεν συνέβη από παραδρομή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενώ κατόπιν τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρότητας της εν λόγω καταγγελίας που προβάλλονται με την αγωγή. Ακολούθως, η εναγομένη πρέπει να καταβάλει στην ενάγουσα τους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης, δηλαδή από την 1/6/2008 μέχρι τις 31/5/2009, πλέον επιδομάτων εορτών 2008, 2009 και αδείας, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 12.020,06 ευρώ {854,76 ευρώ X 12=10.257,12 + επίδομα αδείας 2008 ποσού 427,38 (854,76:2) + δώρο Χριστουγέννων 2008 ποσού 890,37 ευρώ + δώρο Πάσχα 2009 ποσού 445,19 ευρώ}. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η ενάγουσα από την απόλυσή της εργάζεται στο υποκατάστημα της επιχείρησης υπό την επωνυμία «……», επί καθημερινής βάσης, με ίδιο ωράριο και με μηνιαίο μισθό ποσού 862 ευρώ, δεν αποδείχθηκε από την εναγομένη, ενώ από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/……/30-11- 2009 βεβαίωση του ΟΑΕΔ …… προκύπτει ότι η ενάγουσα επιδοτήθηκε λόγω ανεργίας το χρονικό διάστημα από 28/8/2008 μέχρι 13/8/2009.

Περαιτέρω, η ενάγουσα ζητεί την αμοιβή για εργασία που παρείχε πέραν του νομίμου ωραρίου της, εκθέτοντας ότι αναλάμβανε εργασία είτε στις 9.00 το πρωί, είτε στις 14.30 το μεσημέρι και αποχωρούσε στις 18.30 ή 23.30 αντίστοιχα και ότι το ωράριο κάθε ημέρας καθόριζαν από την προηγούμενη ημέρα τα αρμόδια όργανα της εναγομένης. Ακολούθως, στα κεφάλαια της αγωγής που αφορούν την αμοιβή για υπερεργασία εκθέτει τις ώρες υπερεργασίας που πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως (πέραν των 40 ωρών και μέχρι των 45 ωρών) και στα κεφάλαια της αγωγής που αφορούν την αμοιβή για κατ’ εξαίρεση υπερωρίες εκθέτει τις ώρες κατ’ εξαίρεση υπερωρίας που πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως (πέραν των 45 ωρών), χωρίς, όμως και στις δύο περιπτώσεις να εκθέτει το ημερήσιο ωράριο της, που ίσχυε κάθε εβδομάδα, ούτε τον υπολογισμό με τον οποίο συνήγαγε τις ανωτέρω ώρες, δεδομένου ότι κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, το ωράριό της δεν ήταν το ίδιο καθημερινά, αλλά ίσχυαν δύο βάρδιες, μία πρωϊνή και μία απογευματινή. Συνεπώς, για την εξεύρεση των ωρών υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας που τυχόν πραγματοποίησε η ενάγουσα έπρεπε αυτή να εκθέτει το ημερήσιο ωράριο, για κάθε εβδομάδα, λόγω της παραπάνω ιδιαιτερότητας, ούτως ώστε να υπολογισθεί το εβδομαδιαίο ωράριό της και οι ώρες που εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου. Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι τα ανωτέρω ήταν απαραίτητο να εκτεθούν, καθώς η ενάγουσα αρχικά στην αγωγή αναφέρει ότι εργαζόταν με ωράριο 9.00-18.30 (9,5 ώρες εργασίας) ή 14.30-23.30 (9 ώρες εργασίας), ούτως ώστε η τήρηση του ενός ή του άλλου ωραρίου να διαφοροποιεί την πραγματοποίηση των ωρών υπερεργασίας ή υπερωρίας εβδομαδιαίως, πέραν του ότι για κάποιες εβδομάδες αναφέρει ότι πραγματοποίησε 2 ή 3 ή 4 ώρες υπερεργασίας, το οποίο προϋποθέτει διαφορετικό ωράριο εργασίας από τα ανωτέρω. Συνεπώς, τα ανωτέρω κονδύλια της αγωγής εκ των ανωτέρω λόγων είναι απορριπτέα ως αόριστα, ενώ για τους ίδιους λόγους, απορριπτέο ως αόριστο είναι το κονδύλι της αγωγής για αμοιβή της νυκτερινής εργασίας που πραγματοποίησε, καθώς εκθέτει ότι από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 πραγματοποίησε 21 ώρες νυκτερινής εργασίας και από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2008 36 ώρες νυκτερινής εργασίας, χωρίς να εκθέτει ποιες ημέρες εργάσθηκε κατά την απογευματινή βάρδια. Ομοίως απορριπτέα τυγχάνουν τα κονδύλια της αγωγής για την αμοιβή της εργασίας της ενάγουσας που παρείχε πέραν του νομίμου ωραρίου κατά τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής και κατά τις αργίες. Οι ελλείψεις αυτές στερούν από μεν τους εναγόμενους τη δυνατότητα να αμυνθούν, από δε το δικαστήριο την ευχέρεια να διαγνώσει τη διαφορά. Περαιτέρω η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από τα επικαλούμενα από την ενάγουσα έγγραφα, καθόσον, η αοριστία της αγωγής δεν αναπληρώνεται από τυχόν έγγραφα της δικογραφίας που περιέχουν τα ελλείποντα από την αγωγή στοιχεία, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης, αόριστο και ως εκ τούτου απορριπτέο είναι το επικουρικό αίτημα αυτής περί καταβολής των αιτουμένων ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αφού αξίωση του εργαζομένου στηριζόμενη σε αδικαιολόγητη πλουτισμό θεμελιώνεται στην περίπτωση όπου η προσφερόμενη εργασία δε στηρίζεται καν σε εργασιακή σύμβαση ή στηρίζεται μεν σε τέτοια σύμβαση, που είναι όμως άκυρη, η ακυρότητα δε αυτής πρέπει ν’ αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 930/1997 ΕΕργΔ 57.895).

Ακολούθως, με βάση, λοιπόν, την ΣΣΕ από 7/9/2006 (ΥΑ 13257/13-11-2006, ΦΕΚ Β’ 1785) «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας», που ίσχυσε το επίδικο χρονικό διάστημα, ο νόμιμος μισθός της ενάγουσας ανερχόταν στα παρακάτω ποσά: 1) από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 στο ποσό των 829,87 ευρώ (790,35 ευρώ βασικός μισθός + 39,52 ευρώ επίδομα ταμειακών λαθών, καθώς η ενάγουσα εκτελούσε και χρέη ταμία), 2) από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2008 στο ποσό των 854,76 ευρώ (814,06 ευρώ βασικός μισθός + 40,70 ευρώ επίδομα ταμειακών λαθών). Με δεδομένο τα ανωτέρω η ενάγουσα το χρονικό διάστημα α) από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 4.982,84 ευρώ {276,62 ευρώ για τον μήνα Μάρτιο + 4.149,35 ευρώ (829,87 ευρώ X 5 μήνες) + 141,93 ευρώ αναλογία επιδόματος Πάσχα 2007 + 414,94 ευρώ για επίδομα αδείας 2007}, ενώ έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 4.523,47 ευρώ, με συνέπεια να της οφείλεται η διαφορά ποσού 459,37 ευρώ (4.982,84 – 4.523,47), β) από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2008 έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό των 9.028,39 ευρώ {7.692,84 ευρώ (854,76 ευρώ X 9 μήνες) + δώρο Χριστουγέννων ποσού 890,37 ευρώ + δώρο Πάσχα 2008 ποσού 445,18 ευρώ}, ενώ έλαβε από την εναγομένη το συνολικό ποσό των 8.415,29 ευρώ, με συνέπεια να της οφείλεται η διαφορά ποσού 613,1 ευρώ (9.028,39 – 8.415,29). Συνεπώς, από τις ανωτέρω αιτίες οφείλεται στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.072,47 ευρώ (459,37 + 613,1).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε τις εξής ημέρες του Σαββάτου, επί 8 ώρες κάθε φορά: α) για το χρονικό διάστημα από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 επί 14 Σάββατα και συγκεκριμένα στις 24/3, 31/3, 7/4, 14/4, 21/4, 5/5, 12/5, 19/5, 23/6, 30/6, 7/7, 28/7, 18/8, 25/8 και δικαιούται το ποσό των 464,66 ευρώ (829,87 νόμιμος μισθός:25=33,19 ευρώ ημερομίσθιο X 14 ημέρες), β) για το χρονικό διάστημα από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2007 επί 28 Σάββατα και συγκεκριμένα στις 1/9, 8/9, 15/9, 29/9, 13/10, 20/10, 27/10, 3/11, 10/11, 17/11, 24/11, 8/12, 15/12, 22/12, 29/12, 5/1, 12/1, 26/1, 9/2, 16/2, 23/2, 1/3, 15/3, 29/3, 26/4, 10/5, 17/5, 24/5 και δικαιούται το ποσό των 957,32 ευρώ (854,76 νόμιμος μισθός:25=34,19 ευρώ ημερομίσθιο X 28 ημέρες) και συνολικά από τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 1.421,98 ευρώ (464,66 + 957,32). Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε τις εξής ημέρες της Κυριακής, επί 8 ώρες κάθε φορά: α) για το χρονικό διάστημα από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 επί 10 Κυριακές και συγκεκριμένα στις 1/4, 29/4, 6/5, 13/5, 20/5, 10/6, 17/6, 24/6, 29/7, 26/8 και δικαιούται την προσαύξηση, ποσοστού 75%, ποσού 248,92 ευρώ (829,87 νόμιμος μισθός:25=33,19 ευρώ ημερομίσθιο Χ10 ημέρες=331,90 X 75%) και λόγω στέρησης 10 ήμερων αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης το ποσό των 331,90 ευρώ (33,19 ευρώ X 10 ημέρες), β) για το χρονικό διάστημα από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2007 επί 28 Κυριακές και συγκεκριμένα στις 16/9, 23/9, 30/9, 21/10, 4/11, 11/11, 25/11, 2/12, 9/12, 16/12, 23/12, 30/12, 6/1, 20/1, 27/1, 3/2, 10/2, 24/2, 2/3, 9/3, 23/3, 6/4, 13/4, 20/4, 4/5, 11/5, 18/5, 25/5 και δικαιούται την προσαύξηση, ποσοστού 75%, ποσού 717,99 ευρώ (854,76 νόμιμος μισθός:25=34,19 ευρώ ημερομίσθιο X 28 ημέρες=957,32 X 75%) και λόγω στέρησης 28 ημερών αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης το ποσό των 957,32 ευρώ (34,19 ευρώ X 28 ημέρες) και συνολικά το ποσό των 1.675,31 ευρώ, ενώ έλαβε το ποσό των 850 ευρώ, ούτως ώστε να οφείλεται η διαφορά ποσού 825,31 ευρώ (1.675,31-850). Συνεπώς, από τις ανωτέρω αιτίες οφείλεται στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.406,13 ευρώ (248,92 + 331,90 + 825,31). Επιπλέον, η ενάγουσα εργάσθηκε α) για το χρονικό διάστημα από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 κατά τις αργίες της 25/3, Δευτέρα του Πάσχα, 1/5, 15/8 (4 ημέρες) και δικαιούται την προσαύξηση, ποσοστού 75%, ποσού 99,57 ευρώ (33,19 ημερομίσθιο X 4 ημέρες X 75%), β) για το χρονικό διάστημα από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2008 κατά τις αργίες της 28/10, 25/12, 25/3, Δευτέρα του Πάσχα, 1/5 (5 ημέρες) και δικαιούται την προσαύξηση, ποσοστού 75%, ποσού 128,21 ευρώ (34,19 ημερομίσθιο X 5 ημέρες X 75%) και συνολικά από τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 227,78 ευρώ, ενώ έλαβε το ποσό των 127,78 ευρώ, με συνέπεια να της οφείλεται η διαφορά ποσού 127,78 ευρώ (227,78-100). Εκτός των ανωτέρω, στην ενάγουσα οφείλεται η αναλογία αποδοχών αδείας 2007, ποσού 615,42 ευρώ (9 ημέρες δικαιούμενων αποδοχών X 34,19 ευρώ ημερομίσθιο X 100% προσαύξηση, καθώς η ενάγουσα ζήτησε να της χορηγηθούν οι 9 ημέρες αδείας, αλλά η εργοδότρια αρνήθηκε).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί η παροχή από το μισθωτό, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν είναι συναφής με αυτήν που συμφωνήθηκε αρχικά, ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου, και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθοριστεί και ο πρόσθετος μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή εκείνον που θα καταβαλλόταν σε άλλο μισθωτό, που θα παρείχε την ίδια εργασία, υπό τις αυτές εν γένει συνθήκες, εκτός αν συμφωνήθηκε μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού η μη καταβολή πρόσθετου μισθού και η από το μισθό της κύριας απασχόλησης κάλυψή του (Ολ ΑΠ 861 και 862/1984 ΕΕργΔ 43.627, ΑΠ 1766/2001 ΕΕργΔ 62.869, 1062/2001 ΕΕργΔ 62.302, 994/2001 ΕΕργ Δ 62.668). Ο πρόσθετος αυτός μισθός συνίσταται σε ό,τι ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε οποιοδήποτε τρίτο για την παροχή της πρόσθετης εργασίας του παρείχε ο μισθωτός (ΑΠ 1766/2001 ΕλλΔνη 43.1400, ΑΠ 1062/2001 ΕλλΔνη 44.453). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εντός του νομίμου ωραρίου της και επί 3 ώρες ημερησίως εκτελούσε καθήκοντα ανθοδέτριας, παρασκευάζοντας ανθοδέσμες και συνθέσεις για τους πελάτες της πρώτης εναγομένης και διακοσμώντας εκκλησίες και κέντρα δεξιώσεων, εργασίες που δεν κρίνονται συναφείς με την κυρία απασχόλησή της, καθώς δεν είναι αναποσπάστως συνδεδεμένες από τη φύση τους ή από το χρόνο και τον τόπο στον οποίο παρέχονται με τα κυρία καθήκοντα της πωλήτριας (ΑΠ 1809/1983 ΕΕργΔ 44.216), ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εργασίες αυτές έχουν προπαρασκευαστικό, συμπληρωματικό ή παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την αρχικά συμφωνηθείσα κύρια εργασία ή ότι προσφέρονται παρεμπιπτόντως, χωρίς να επηρεάζουν ή να αλλοιώνουν ουσιαστικώς με άλλο τρόπο το χαρακτήρα της κύριας απασχόλησης του εργαζομένου στο σύνολό της (ΕΘεσ 1511/2005 Αρμ. 2005.1267, Σ. Βλαστό, ΕΕργΔ 62.663 και εκεί παραπομπές). Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω εργασία της και δεδομένου ότι το ωρομίσθιο της ανθοδέτιδας, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ΣΣΕ ανέρχεται στο ποσό των 4,74 ευρώ από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 και στο ποσό των 4,88 ευρώ από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2008, αυτή δικαιούται: α) από 22/3/2007 μέχρι 31/8/2007 το ποσό των 2.019,24 ευρώ (142 ημέρες εργασίας X 3 ώρες ημερησίως X 4,74) και β) από 1/9/2007 μέχρι 31/5/2008 το ποσό των 3.557,52 ευρώ (243 ημέρες εργασίας X 3 ώρες ημερησίως X 4,88 ευρώ) και συνολικά από τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 5.576,76 ευρώ (2.019,24 + 3.557,52).

Επειδή με τη διάταξη του άρθρου μόνου του Ν. 690/45, η οποία ορίζει ότι “πας εργοδότης κλπ. μη καταβάλλων εμπροθέσμως εις τους παρ’ αυτώ αντί μισθού απασχολουμένους, τις εις αυτούς, ως εκ της σχέσεως εργασίας, οφειλόμενες αποδοχές, ή πάσης φύσεως χορηγίες τιμωρείται δια φυλακίσεως και χρηματικής ποινής”, ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη εκπληρώσεως της υποχρεώσεως του εργοδότη που απορρέει από τη σχέση εργασίας, για μη πληρωμή του μισθού. Με την παράλειψη όμως της πληρωμής, δεν χάνει ο εργαζόμενος τις καθυστερούμενες αποδοχές. Άρα, δεν υπάρχει ζημία που να έχει αιτία την παραπάνω αδικοπραξία και να είναι ανορθωτέα κατά τα άρθρα 914, 297-298 ΑΚ, επί των οποίων δεν μπορεί να στηριχθεί σχετική αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 259/1981 ΕΕργΔ 40.549, AΠ 1184/1974, ΑΠ 78/76 ΝοΒ 24. 607, ΕΑ 5486/2000 ΕλλΔνη 2001.788, ΕΘεσ 3200/1998 ΔΕΕ 1999.429, ΕΑ 3376/87 ΕλλΔνη 34. 142). Συνεπώς, το κονδύλι της αγωγής περί επιδικάσεως στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, στηριζόμενη στο γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα σε αυτήν, για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών της, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, όπως και το αίτημα της αγωγής περί απαγγελίας σε βάρος των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης προσωπικής κράτησης.

Κατόπιν των ανωτέρω η αγωγή, η οποία είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν και σε εκείνες των άρθρων 341, 346, 349, 350, 351, 648, 652, 656 ΑΚ, ΥΑ 190940/1981, 22 ΕμπΝ σε συνδ. με το άρθρο 481 ΑΚ, που εκδόθηκε σε εκτέλεση του ν. 1082/1980 για τα δώρα εορτών, 3 του α.ν. 539/1945, 3 § 16 του ν. 4505/66, όπως ισχύουν μετά το ν. 1346/1983, 3302/2004 για την κανονική άδεια και το επίδομα αδείας, ΥΑ 8900/1946 και 25825/1951 Υπ. Εργασίας και Οικονομικών, άρθρο 2 του ν.δ. 3755/1957, β.δ. 748/1966, όπως συμπληρώθηκε από το άρθρο 2 του ν. 435/1976,70, 907, 908, 176 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, β) να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα για μισθούς υπερημερίας το ποσό των 12.020.06 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 10.220,54 ευρώ (1.072,47 + 1.421,98 + 1.406,13 + 127,78 + 615,42 + 5.576,76) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, εν μέρει, ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις, λόγω του ότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Επίσης, οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.

Υποχρεώνει τους τρεις πρώτους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων είκοσι και 0,6 (12.020,06) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων είκοσι και 0,54 (10.220,54) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ως προς τις παραπάνω διατάξεις για το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και συνολικά για το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα την 18-6-2010.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies