Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022
Περίληψη: Μεταβίβαση επιχείρησης. Θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Κριτήρια επέλευσής της και αποτελέσματα αυτής. Ευθύνη διαδόχου και αρχικού. Συνέχιση της υπερημερίας του αρχικού εργοδότη στο πρόσωπο του διαδόχου. Επίσχεση εργασίας. Η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια, διότι η πρώτη των εναγομένων αν και μπορούσε ουδέν έπραξε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή των εργαζομένων της. Στην έννοια της απαγόρευσης πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης δεν διαλαμβάνεται η, μείζονα τούτης, απαγόρευση της αναστολής των ατομικών διώξεων. Μόνο όταν διατάσσεται δικαστικώς ως προληπτικό μέτρο γενικώς η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, ταυτίζεται το περιεχόμενο της απαγόρευσης με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων, που καθιερώνεται στην διάταξη του αρθρ. 25 παρ. 1 ΠτΚ, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η άσκηση (αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής) αγωγής. Απορρίπτει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης ότι έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο γενικώς η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά αυτής, διότι έχει διαταχθεί μόνον η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της. Απορρίπτει ένσταση έκπτωσης από μισθούς υπερημερίας του επιδόματος ανεργίας. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 47.888,52 Ευρώ.
Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1546/2015
(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: …../……/2014)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Θεόδωρο Σταματόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αμαλία Σαμπράκου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Απριλίου 2014 για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…../2014 αγωγή, με αντικείμενο εργατική διαφορά, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …… …… του ……, κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Βλαχόπουλου, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……» και τον διακριτικό τίτλο «……», που εδρεύει στη …… Ν. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Της ανώνυμης, εταιρίας με την επωνυμία «……», και τον διακριτικό τίτλο «……», που εδρεύει στη …… Ν. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Νικολάου Αγαπηνού, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2014 αγωγή του, δικάσιμος προς συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά στις 16-10-2014 και μετ’ αναβολή η αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 ΑΚ, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της σύμβασης, έχει την υποχρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνήθηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη, σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, δηλαδή όσο δεν καταβάλλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 790/2014, ΑΠ 25/2014 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1153/2009 ΔΕΕ 2011.348, ΑΠ 1303/2005 ΔΕΕ 2005.1333, ΕφΔωδ 173/2012, ΕφΘεσ 483/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, Σ. Βλαστός Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 297). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 669 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση, η οποία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, είναι αναιτιώδης και συνεπώς το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Η άσκηση, όμως, του σχετικού δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ (ΑΠ 247/2012 ΔΕΕ 2013.513, ΑΠ 1267/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 581/2011 ΔΕΕ 2012.1056, ΑΠ 84/2011 ΕλλΔνη 2011.1621). Ειδικότερα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, η οποία είναι άκυρη και εάν δεν γίνει εγγράφως και δεν καταβληθεί η προβλεπόμενη για αυτήν νόμιμη αποζημίωση (άρθρ. 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955), είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου (ΑΠ 247/2012, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 84/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέτοιος λόγος υπάρχει, και όταν η καταγγελία έγινε για εκδίκηση σε βάρος του μισθωτού λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, αλλά απαρέσκει στον εργοδότη, γιατί εμφανίζεται αντίθετη με τα συμφέροντά του, ή όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στον νόμιμο εκπρόσωπο ή στα μέλη της διοίκησής του και, γενικά, από λόγο που ανάγεται στο πρόσωπο του εργοδότη και δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησής του, όπως όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, τα οποία δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματός του, αλλά ικανοποιούν τις εγωιστικές του διαθέσεις απέναντι στους εργαζομένους (ΑΠ 809/2014, ΑΠ 791/2014 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 295/2013 ΔΕΕ 2014.193, ΑΠ 581/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1539/2001 ΔΕΕ 2002.618, ΑΠ 1318/2000 ΕλλΔνη 2002.413, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 380/2000 ΔΕΝ 2001.15). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 2 Ν. 2112/1920, 6 παρ. 2 του β.δ. από 16/18-7-1929 και 7 Ν. 3198/1955, συνάγεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατά αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού και της εξαιτίας αυτής διατάραξης της εργασιακής σχέσης δεν υπόκειται, όπως προαναφέρθηκε, στις διατυπώσεις του Ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις τού άρθρου 281 ΑΚ, εκτός εάν στην πραγματικότητα η καταγγελία για τον ως άνω λόγο έγινε και για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, κατά τα προαναφερθέντα, όπως όταν έγινε ύστερα από ψευδή και προσχηματική έγκληση, που υποβλήθηκε από τον εργοδότη παρά το αβάσιμο της καταγγελίας, για λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας ή για καταστρατήγηση των από τον ως άνω Ν. 2112/1920 ή από άλλο νόμο δικαιωμάτων του μισθωτού, και είναι ως εκ τούτου άκυρη και ως καταχρηστική, καθόσον στην περίπτωση αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που καθορίζονται στην ως άνω διάταξη (ΑΠ 2234/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1272/2010 ΔΕΕ 2011.949, ΑΠ 673/2009 ΧρΙΔ 2010.144, ΑΠ 196/2008 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 200, 288, 299, 648, 914, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τη γενική υποχρέωση πρόνοιας, πηγάζει, μεταξύ άλλων, και η υποχρέωση του εργοδότη να σέβεται την προσωπικότητα του μισθωτού, δηλαδή υποχρεούται να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια και να σέβεται την τιμή και την υπόληψή του. Έτσι, ο εργοδότης δεν δικαιούται να προβαίνει σε ενέργειες, από τις οποίες θίγεται η προσωπικότητα του εργαζόμενου μισθωτού, ο δε τελευταίος δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη από την πράξη του εργοδότη, αν αυτή είναι παράνομη, είτε διότι υπερβαίνει τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος, είτε διότι αποτελεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού και προσβάλλει την προσωπικότητα του μισθωτού στην εκδήλωση της επαγγελματικής αξίας και υπόληψής του ή τον εκθέτει στους συναδέλφους του ή το κοινωνικό του περιβάλλον (ΟλΑΠ 4/1992 ΕλλΔνη 35.329, ΑΠ 195/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1138/2010 ΔΕΕ 2011.497, ΑΠ 967/1991 ΕΕργΔ 52.36). Ειδικότερα, αν η καταγγελία σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος, αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 254/2012 ΔΕΕ 2013.511). Σημειώνεται, ότι το άρθρο 59 ΑΚ ορίζει ότι σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Το χρηματικό ποσό που θα καταβληθεί ορίζεται, στην περίπτωση αυτή, με κριτήρια ανάλογα προς εκείνα που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 932 ΑΚ, ήτοι τον βαθμό του πταίσματος (υπαιτιότητα), την περιουσιακή, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση και θέση των μερών, το είδος της προσβολής, στο οποίο εντάσσονται και οι συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η προσβολή της προσωπικότητας (ΑΠ 284/2012, ΑΠ 654/2009 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920, «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Κατά δε το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας, «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της, για οποιονδήποτε λόγο, μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, το διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η προαναφερθείσα Οδηγία τροποποιήθηκε με την 98/50 Οδηγία, προς προσαρμογή δε σε αυτή εκδόθηκε το Π.Δ. 178/2002. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ως άνω Π.Δ., θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35.1252, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 200/2009 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕρνΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35.1311). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αίτια και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 1994.1252, ΑΠ 200/2009, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 1551/2006, ΑΠ 389/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1002/2004 ΕλλΔνη 2005.445). Ως εκ τούτων, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό (βλ. ΑΠ 14/2012 ΝοΒ 2012.2005, Λεβέντης/Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σελ. 786). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΕφΠειρ 689/2011 ΠειρΝομ 2012.260, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 132-3, βλ. και Γνωμοδότηση Δ. Ζερδελή σε ΔΕΝ 2009.1169, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Π.Δ. 178/2002 (βλ. ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 318/2010 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα δε, επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιοσδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (βλ. ΑΠ 909/2010, ΕφΑθ 711/2011 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά τον χρόνο αυτόν, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 39.1572, ΕφΑθ 711/2011, ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΘεσ 424/2008 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, κατά το άρθρο 5 του ίδιου Π.Δ., η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργάνωσης που συνεπάγονται μεταβολές εργατικού δυναμικού (παρ. 1). Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της καταγγελίας, ο οποίος ισχύει παράλληλα με άλλους λόγους ακυρότητας, η δε απαγόρευση που θεσμοθετεί αφορά τόσο τον μεταβιβάζοντα, όσο και τον διάδοχο. Έτσι, απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης, ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να καταστήσει την επιχείρηση εμπορεύσιμη, διευκολύνοντας έτσι τη μεταβίβασή της, αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του πιο πάνω Π.Δ. και είναι εξ αυτού του λόγου άκυρες (ΑΠ 226/2011 ΔΕΕ 2012.163, ΕφΑθ 6594/2009 ΕΕργΔ 2013.620, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, γ’ έκδ. 2014, σελ. 1311, 1313). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα – ΠτΚ) «1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο, για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει κάθε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η απόφαση υποβάλλεται στη δημοσιότητα του άρθρου 8. 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη σε πτώχευση». Όταν διατάσσεται δικαστικά ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων, που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 ΠτΚ (ΜΠρΘεσ 39/2013 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, αναστέλλονται για το ως άνω χρονικό διάστημα όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης και η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 ΠτΚ. Εάν δε πρόκειται για πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ακυρώνονται δικαστικά κατόπιν επιτυχούς άσκησης ανακοπής εναντίον τους κατά τα άρθρα 933 επομ. και 159 περ. 1 ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 3224/2011 ΔΕΕ 2011.691, ΜΠρΠειρ 1084/2011 ΔΕΕ 2011.572). Συνέπεια της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι, ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αγωγής κατά του πτωχεύσαντος εκ μέρους των πιστωτών, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, και η δίκη, που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να συνεχισθεί μετά από αυτή, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον του Εφετείου. Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και αφορούν τη δημόσια τάξη (ΑΠ 47/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 808/1990 ΕλλΔνη 1991.538, ΕφΠατρ 758/2005 ΔΕΕ 2006.488, ΕφΘεσ 2774/2004 Αρμ 2004.1705, ΕφΠατρ 1154/2004 ΔΕΕ 2005.687, ΕφΠατρ 455/2004 ΔΕΕ 2005.303). Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στη διάρκεια της αναστολής αυτής των καταδιωκτικών μέτρων, υπό ή κατά του εναγόμενου πτωχού, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπάγγελτα (ΕφΑθ 3575/2010, ΕφΘεσ 2867/2009, ΕφΔυτΜακ 26/2007, ΕφΘεσ 2774/2004, ΕφΘεσ 2300/2001 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 455/2004 ΔΕΕ 2005.303). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, που διατηρεί βιομηχανία παραγωγής ηλεκτροβιομηχανικών ειδών, στις 15-04-1999 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου, αντί των προσδιοριζόμενων συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών. Ότι από τον μήνα Νοέμβριο 2011, η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε εκπρόθεσμα και τμηματικά τις μηνιαίες αποδοχές του, με αποτέλεσμα τον μήνα Δεκέμβριο 2012 η συνολική οφειλή της από δεδουλευμένους μισθούς του να ανέλθει στο ποσό των 10.457,55 ευρώ. Ότι εξαιτίας τούτου άσκησε με την από 13-02-2013 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν στην πρώτη εναγομένη, το δικαίωμα της επίσχεσης της εργασίας του, ενώ επίσης προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Ότι ακολούθως, δυνάμει του από 28-03-2013 συμφωνητικού εξώδικης ρύθμισης της διαφοράς, που κατάρτισε με την πρώτη εναγομένη, η τελευταία του κατέβαλε μέρος των δεδουλευμένων και ανέλαβε να του εξοφλήσει τμηματικά το υπόλοιπο, ενόψει δε τούτου ο ίδιος διέκοψε την επίσχεση. Ότι επειδή η πρώτη εναγομένη δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε ως προς την καταβολή του υπολοίπου των δεδουλευμένων, άσκησε εκ νέου με την από 07-05-2013 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε στις 08-05-2013 στην πρώτη εναγομένη, το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του. Ότι η πρώτη εναγομένη στις 11-07-2013 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αφού προηγουμένως είχε υποβάλει εναντίον του έγκληση για συκοφαντική δυσφήμιση. Ότι την 01η-10-2013 την πρώτη εναγομένη διαδέχθηκε, κατά την έννοια των διατάξεων του Π.Δ. 178/2002, η δεύτερη εναγομένη, αναλαμβάνοντας και συνεχίζοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη λόγω της μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης και ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Π.Δ. 178/2002, και επίσης ως καταχρηστική, καθώς αφενός μεν έγινε από εκδικητικότητα, επειδή άσκησε την επίσχεση εργασίας, αφετέρου δε το περιεχόμενο της έγκλησης είναι ψευδές και η υποβολή της έγινε προσχηματικά, για να αποφύγει η πρώτη εναγομένη την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ότι συνεπεία της καταχρηστικής καταγγελίας υπό τις παραπάνω συνθήκες υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως εκτενέστερα εκτίθεται, ύστερα από δήλωσή του στο επιδοθέν στις εναγόμενες αγωγικό δικόγραφο (βλ. αντίστοιχα τις με αριθμό …. και …../12-09-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), με την οποία παραδεκτά παραιτήθηκε (άρθρ. 294, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ) από τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…../2013 όμοια αγωγή του, που είχε ασκήσει προηγουμένως κατά της πρώτης εναγομένης, ζητεί, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό του αίτημά (άρθρ. 223 ΚΠολΔ), με τις προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, Α) να αναγνωριστεί α) ότι νομίμως άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας στις 13-02-2013 και στις 08-05-2013, β) η ακυρότητα της από 11-07-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, Β) να υποχρεωθούν, κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του, επικουρικώς σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η μεν δεύτερη εναγομένη να του καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας λόγω επίσχεσης, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 01-05-2012 μέχρι 30-04-2015, το συνολικό ποσό των 45.888,52 ευρώ, η δε πρώτη εναγομένη εις ολόκληρον με τη δεύτερη μέρος του ποσού αυτού ύψους 17.348,12 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 01-05-2012 μέχρι 30-09-2013, καθώς και Γ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο αφότου έκαστη αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από τις 26-08-2013, ημέρα επίδοσης της προηγούμενης με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…../2013 όμοιας αγωγής του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής, Δ) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, απειλούμενης σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους 500 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της παρούσας, και Ε) επικουρικώς, στην περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας του έχει λυθεί, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια, η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του, απειλούμενης σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους 5.900 ευρώ για την περίπτωση άρνησης συμμόρφωσής της. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663-676 ΚΠολΔ). Είναι δε πλήρως ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, δεδομένου ότι διαλαμβάνει όλα τα αξιούμενα από τον νόμο στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση και έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της. Ειδικότερα, εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (μη εύρεση μετά την απόλυση νέας εργασίας, βιοπορισμός με δανεικά), που δικαιολογούν την κήρυξη της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Επίσης, οι αξιώσεις του ενάγοντος έχουν ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ, βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58), όσον αφορά στο αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 11-07-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, καθόσον, με επικαλούμενο τον προαναφερόμενο χρόνο καταγγελίας, η επίδοση στην πρώτη εναγομένη της προηγούμενης, όμοιας ως προς την ιστορική και νομική βάση με την υπό κρίση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…./2013 αγωγής (από την οποία ο ενάγων παραιτήθηκε με την υπό κρίση αγωγή) έλαβε χώρα στις 26-08-2013 (βλ. άρθρ. 261, 263, 279 ΑΚ – βλ. σχετ. ΑΠ 1019/1989 ΔΕΝ 1990.1015, ΕφΑθ 1994/1992 ΕλλΔνη 1993.126), όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …./26-08-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη). Η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή εναντίον της τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς υφίσταται εν ισχύ δικαστική απόφαση που αναστέλλει τις ατομικές διώξεις εναντίον της. Πράγματι, από την επισκόπηση της δικογραφίας, προκύπτει ότι εναντίον της πρώτης εναγομένης έχει ασκηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από τη δανείστριά της ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……» η από 21-01-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2015 αίτηση κήρυξης σε πτώχευση και στα πλαίσια αυτά ασκήθηκε εναντίον της πρώτης εναγομένης της παρούσας δίκης από την ίδια δανείστρια εταιρία η από 23-01-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…./2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό …./2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Με την τελευταία απόφαση διατάχθηκε προσωρινά, ως προληπτικό μέτρο, η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της πρώτης εναγομένης της παρούσας δίκης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών της, κάθε διάθεση περιουσιακού της στοιχείου, καθώς και κάθε επιβάρυνση της περιουσίας της με εμπράγματα βάρη, μέχρι να δημοσιευτεί απόφαση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2015 αίτησης πτώχευσης. Από το διατακτικό και το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης, με σαφήνεια συνάγεται ότι δεν έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της πρώτης εναγομένης, ως υπολαμβάνει η τελευταία, παρά μόνον η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της. Στην έννοια, όμως, της απαγόρευσης πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης δεν διαλαμβάνεται η μείζονα τούτης απαγόρευση της αναστολής των ατομικών διώξεων. Μόνο δε όταν διατάσσεται δικαστικά ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, ταυτίζεται το περιεχόμενο της απαγόρευσης με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής καταδιώξεων, που καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ΠτΚ, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η άσκηση (αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής) αγωγής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι το διατασσόμενο προληπτικό μέτρο δεν εκτείνεται μέχρι την αναστολή των ατομικών διώξεων, αντίθετα περιορίζεται στην απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες βέβαια δεν περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγής, πρέπει ο παραπάνω ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 57, 59, 174, 180, 200, 281, 288, 299, 325, 329, 330, 341, 345, 346 εδαφ. α’, 349, 350, 353, 361, 481, 482, 648, 649, 653, 655, 656, όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 Ν. 4139/2013 και καταλαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου νόμου και εκκρεμείς υποθέσεις, 678, 904, 914, 932 ΑΚ, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 Π.Δ. 178/2002, 1 της ΚΎ.Α. Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδ. με άρθρ. 3 παρ. 1 ΑΝ 539/1945, 2, 3, 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920, 5, 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955, 68, 70, 74 αρ. 1, 106, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’, 946 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ως προς το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, επισημαίνεται ότι αυτό ερείδεται στην επικαλούμενη καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και στην εξ αυτής προσβολή της προσωπικότητάς του και όχι στη μη καταβολή των αποδοχών του, ως υπολαμβάνουν οι εναγόμενες, με αποτέλεσμα το αίτημα αυτό να είναι καθόλα νόμιμο, στηριζόμενο στις προαναφερόμενες διατάξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Πλην, όμως το παρεπόμενο αίτημα της τοκοδοσίας από τις 26-08-2013, ημέρα επίδοσης της προηγούμενης όμοιας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…../2013 αγωγής, πρέπει ως προς τη δεύτερη εναγομένη να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ως άνω προηγούμενη αγωγή δεν ασκήθηκε κατά της δεύτερης εναγομένης, παρά μόνο κατά της πρώτης. Ως εκ τούτου, η παραίτηση από την αγωγή αυτή κατέλυσε αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής, χωρίς να ανατρέψει τα αποτελέσματα της όχλησης, με συνέπεια να εξακολουθούν να οφείλονται τόκοι λόγω υπερημερίας της πρώτης εναγομένης κατ’ άρθρο 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994 ΝοΒ 1996.33, ΑΠ 106/2014 ΕφΑΔ 2014.295, ΑΠ 1173/2012 ΤΝΠ Νόμος), η όχληση όμως, όπως και τα αποτελέσματά της, επήλθαν λόγω της υποκειμενικής ενέργειάς της μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη (άρθρ. 486 ΑΚ – βλ. σχετ. ΑΠ 208/2012 ΧρΙΔ 2013.439, ΕφΠειρ 178/2004 ΠειρΝομ 2004.164, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρ. 486 αρ. 3). Ομοίως, το παρεπόμενο αίτημα της τοκοδοσίας από τον χρόνο που κάθε αξίωση κατέστη απαιτητή πρέπει ως προς το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 340, 345 και 346 ΑΚ, για την αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία που επιδικάζεται σε χρήμα, τόκοι οφείλονται όχι από τον χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, αλλά από τότε που ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος, δηλαδή, καθώς δεν καθιερώνεται δήλη ημέρα καταβολής, από τότε που ο τελευταίος οχλήθηκε από τον δανειστή είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς, με επίδοση -στην τελευταία περίπτωση- αγωγής περί αποζημίωσης (ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΑΠ 310/1993 ΕλλΔνη 35.1528, ΑΠ 1724/1991 ΕλλΔνη 34.341, ΑΠ 1665/1990 ΕλλΔνη 33.335, ΕφΑθ 2897/2010 ΔΕΕ 2011.78, ΕφΑθ 6847/2007 ΔΕΕ 2008.345, ΕφΠειρ 576/2006 ΔΕΕ 2008.75). Ομοίως, ως προς την επικουρικώς προβαλλόμενη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 910 και 911 ΑΚ, δεν ορίζεται δήλη ημέρα πληρωμής επί πλουτισμού, συνιστάμενου σε χρηματική παροχή, και οι τόκοι για αυτόν αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής ή της τυχόν προηγηθείσας όχλησης ή εν πάση περιπτώσει αφότου έλαβε γνώση ο οφειλέτης ότι οφείλει να επιστρέφει την παροχή στον δανειστή (ΑΠ 424/2010 ΔΕΕ 2010.838, ΑΠ 233/2004 ΕΕργΔ 2004.856). Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή όσον αφορά τα αναγνωριστικά αιτήματά της, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές (αποφάσεις), η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004.1470, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, Ν. Νίκας, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως ! – Γενικό μέρος, 2010, σελ. 199, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 907 αρ. 3). Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί, ως προς το καταψηφιστικό αίτημα που υπερβαίνει κατά ποσό το όριο της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ), το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με αριθμό ……, ……, ……, ……, ……, ……, …… παράβολα δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημα) με τα επικολληθέντα επ’ αυτών κινητά ένσημα).
Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1502/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1153/2009 ΔΕΕ 2011.348, ΑΠ 1264/1986 ΝοΒ 1987.915, ΕφΔωδ 173/2012, ΕφΘεσ 483/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1585/2005 ΔΕΕ 2006.418, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 299, Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρ. 652 αρ. 108). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 5 Α.Ν. 1846/1951, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να παρακρατεί από τον μισθό την εργατική εισφορά, που υπολογίζεται στις πραγματικές αποδοχές του εργαζομένου και αποτελεί μέρος αυτών, καθώς και να καταβάλει αυτή στο ΙΚΑ, διαφορετικά βαρύνεται ο ίδιος με την καταβολή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης που κατέβαλε ήδη τις εν λόγω εισφορές, δεν μπορεί να τις αναζητήσει από τον εργαζόμενο. Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη εκουσίως ή συνεπεία ΠΕΕ καταβάλει στο ΙΚΑ τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξίωσης του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (ΑΠ 383/2012 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, τα άρθρα 1 έως 590 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, ενώ όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν “όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως (…) τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σε αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων (…)”. Από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που, “ως γενόμενο κατά τη συζήτηση’’, σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις (του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠολΔ) συνάγεται ότι η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών) είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 2005.589, ΑΠ 243/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 128/2008 ΕλλΔνη 2009.1021, ΑΠ 2160/2007 ΕΕργΔ 2008.1132, ΑΠ 278/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 144/2007 ΝοΒ 2007.1348, ΑΠ 29/2007 ΕΕμπΔ 2008.323, ΑΠ 1482/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 758/2008 ΕλλΔνη 2008.559, Κ. Μακρίδου, Δικονομία εργατικών διαφορών, σελ. 160 επομ.). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες, με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες (κοινές) έγγραφες προτάσεις τους, συνομολογούν, κατ’ άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, τον χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος, το ύψος των συμφωνημένων αποδοχών του, την υποβολή εναντίον του έγκλησης και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, κατά τα λοιπά δε αρνούνται την ιστορική βάση της αγωγής. Περαιτέρω, με τις προτάσεις τους ισχυρίζονται επικουρικά ότι ο ενάγων, παρά το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να βρει εργασία ανάλογη με τα προσόντα του σε άλλον εργοδότη με την ίδια ειδικότητα, αποκομίζοντας τουλάχιστον τις ίδιες αποδοχές που ελάμβανε, απέφυγε από κακοβουλία να ανεύρει εργασία, παραμένοντας άνεργος, με αποκλειστικό σκοπό να εισπράξει τους μισθούς υπερημερίας χωρίς να εργάζεται, με αποτέλεσμα η αξίωσή του να είναι καταχρηστική. Ο ισχυρισμός αυτός, που οι εναγόμενες επιχειρούν να θεμελιώσουν στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν αναπτύχθηκε προφορικά. Πλην, όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, για να είναι παραδεκτοί οι προβαλλόμενοι από τους διαδίκους αυτοτελείς ισχυρισμοί και για να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, δεν αρκεί αυτοί να περιλαμβάνονται στις προτάσεις που κατατίθενται στο ακροατήριο, αλλά απαιτείται επιπλέον και προφορική ανάπτυξη και καταχώρησή τους στα πρακτικά της δίκης. Συναφώς απορριπτέο τυγχάνει και το συναρτώμενο προς την παραπάνω ένσταση αίτημα των εναγομένων περί προσκομιδής από τον ενάγοντα βεβαίωσης ή πιστοποιητικού από τον ΟΑΕΔ, σχετικά με το ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα απευθύνθηκε για να εξεύρει εργασία ή βεβαίωση ότι δεν του προσφέρθηκε εργασία από το ΟΑΕΔ. Εξάλλου, οι εναγόμενες, με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στο ΙΚΑ τις εισφορές που αναλογούν στον ενάγοντα για τους προσδιοριζόμενους μήνες κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ποσά ανά μήνα. Ο ισχυρισμός αυτός περί μερικής καταβολής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 416 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, ισχυρίζονται επικουρικά ότι το δικαίωμά επίσχεσης του ενάγοντος ασκήθηκε καταχρηστικά, δεδομένου ότι η πρώτη (εναγομένη) ήταν επί σειρά ετών συνεπής στης εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η δε μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος οφείλεται σε οικονομική δυσπραγία της λόγω της γενικότερης οικονομικής ύφεσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281, 342, 656 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων, που κρίθηκαν παραδεκτοί και νόμιμοι, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και της χωρίς όρκο κατάθεσης της νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης (άρθρ. 415 παρ. 1, 416 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 745/2007 ΕΠολΔ 2008.388), που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια και λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους, χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν γίνεται μνεία σε καθένα από αυτά χωριστά και έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ως αποδεικτικά μέσα (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ), -στα οποία (έγγραφα) περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, οι οποίες ελήφθησαν εξ αφορμής άλλης δίκης και ως εκ τούτου δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά αποτελούν απλά έγγραφά, που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 621/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 338/2007, ΑΠ 75/2007 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος)- επίσης από τις με αριθμό …. και …../12-12-2013 ένορκες βεβαιώσεις, αντίστοιχα, των ….. ….. και ….. ….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες προσκομίζονται με επίκληση από τον ενάγοντα και ελήφθησαν ύστερα από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. την κλήση, που διαλαμβάνεται στην προηγούμενη όμοια με την παρούσα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../2013 αγωγή και τη με αριθμό …../26-08-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που διαλαμβάνονται στα δικόγραφά τους (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία εκμεταλλεύεται βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικών πινάκων διανομής και ηλεκτρονικών αυτοματισμών. Στις 15-04- 1999 προσέλαβε τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου, αντί των συμφωνημένων αποδοχών, οι οποίες κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν στο ποσό των 1.300 ευρώ μηνιαίως. Όμως, παρόλο που ο ενάγων παρείχε προσηκόντως τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, η πρώτη εναγομένη από τον μήνα Νοέμβριο 2011 άρχισε να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της απέναντι στον ενάγοντα μισθωτό, που απέρρεαν από την εργασιακή σύμβαση και την εργατική νομοθεσία, καταβάλλοντας εκπρόθεσμα και τμηματικά τις μηνιαίες αποδοχές του. Λόγω της υπερβολικής καθυστέρησης της πρώτης εναγομένης ως προς την καταβολή των μηνιαίων αποδοχών, η οφειλή της πρώτης εναγομένης προς τον ενάγοντα διογκώθηκε, ανερχόμενη στις 30-11-2012 στο ποσό των 10.457,55 ευρώ. Εξαιτίας του αξιόλογου της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών του και του μεγάλου ύψους των καθυστερούμενων αποδοχών, σε συνάρτηση προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές του ανάγκες, ο ενάγων, αφού εξάντλησε κάθε περιθώριο υπομονής και αφού επανειλημμένως όχλησε την πρώτη εναγομένη για την καταβολή των οφειλομένων, επέδωσε σε αυτήν στις 06-12-2012 (βλ. τη με αριθμό …./06-12-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, που ο ενάγων νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει) την από 05-12-2012 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση και δήλωσή του, με την οποία την καλούσε να του καταβάλει εντός 15 ημερών από την επίδοση, τους δεδουλευμένους μισθούς του για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Δεκέμβριο 2011 μέχρι και τον μήνα Νοέμβριο 2012 συνολικού ύψους 10.457,55 ευρώ, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης. Επειδή η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τους δεδουλευμένους μισθούς του, εκτός από τον μισθό του μηνός Νοεμβρίου 2012, ο ενάγων, με την από 13-02-2013 εξώδικη διαμαρτυρία και δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν στην πρώτη εναγομένη, άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του. Την ίδια δε ημέρα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και αιτήθηκε τη διενέργεια εργατικής διαφοράς. Περαιτέρω, στις 28-03-2013 υπεγράφη μεταξύ της πρώτης εναγομένης και του ενάγοντος ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικης ρύθμισης της διαφοράς τους, δυνάμει του οποίου η πρώτη εναγομένη, αφού αναγνώρισε τις αξιώσεις του ενάγοντος από δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας λόγω της ασκηθείσας επίσχεσης -προφανώς αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό και τη νομιμότητας της ασκηθείσας επίσχεσης- κατέβαλε σε αυτόν το ποσό των 3.7312,51 ευρώ και ανέλαβε να καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό σε πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, πληρωτέες αντίστοιχα στις 30-04-2013, 31-05-2013, 30-06-2013, 31-07-2013 και 31-08-2013. Προς εξασφάλιση καταβολής των παραπάνω δόσεων, η πρώτη εναγομένη αποδέχθηκε πέντε συναλλαγματικές, που εξέδωσε εις διαταγήν του ο ενάγων, ποσού εκάστης 1.119,45 ευρώ, πληρωτέα έκαστη τις αντίστοιχες προαναφερόμενες ημερομηνίες. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα για τα δικαστικά έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε ο τελευταίος για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων, το ποσό των 459,89 ευρώ και ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει σε αυτόν το υπόλοιπο ποσό των 459,89 ευρώ στις 30-04-2013. Ενόψει τούτων, ο ενάγων δήλωσε ότι διακόπτει την επίσχεση και αναλαμβάνει εργασία, επιφυλασσόμενος ρητά για την περίπτωση μη τήρησης του παραπάνω χρονοδιαγράμματος εξόφλησης, ενώ ανακάλεσε την αίτησή του προς την Επιθεώρηση Εργασίας για τη διενέργεια εργατικής διαφοράς. Παρά, όμως, τα συμφωνηθέντα, η πρώτη εναγομένη κανένα ποσό δεν κατέβαλε έκτοτε στον ενάγοντα. Για τον λόγο αυτό, ο τελευταίος, δυνάμει της από 07-05-2013 εξώδικης διαμαρτυρίας και δήλωσής του, που επιδόθηκε στην πρώτη εναγομένη στις 08-05-2013 (βλ. τη με αριθμό …./08-05-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), άσκησε εκ νέου το δικαίωμα επίσχεσης, την οποία επίσχεση, άλλωστε, είχε διακόψει υπό την ρητή επιφύλαξη τήρησης των συμφωνηθέντων εκ μέρους της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη από το έτος 2009 άρχισε να παρουσιάζει καθοδική οικονομική πορεία, καθώς τα ταμειακά διαθέσιμα, οι καταθέσεις και τα καθαρά κέρδη προ φόρων που ανέρχονταν κατά το έτος 2009 στα ποσά των 14.579,58 ευρώ, των 1.009.466,53 ευρώ και των 162.938,69 ευρώ αντίστοιχα, μειώθηκαν το έτος 2010 στα ποσά των 17.046,24, των 375.903,83 ευρώ και των 93.432,67 ευρώ αντίστοιχα, και ανήλθαν το έτος 2011 στα ποσά των 7.771,69 ευρώ, των 294.046,15 ευρώ και των 18.098,98 ευρώ. Ως εκ τούτου, προκλήθηκε στην πρώτη εναγομένη ταμειακή δυσχέρεια και έλλειψη ρευστότητας, ενώ παράλληλα διογκώθηκαν οι απαιτήσεις προμηθευτών, ασφαλιστικών οργανισμών και πιστωτικών ιδρυμάτων εναντίον της. Πλην, όμως, καθοριστικό ρόλο στην περιέλευση της πρώτης εναγομένης σε αυτήν την κατάσταση διαδραμάτισαν οι απολήψεις ποσού 2.610.850,10 ευρώ, στις οποίες προέβησαν το έτος 2011 τα μέλη της διοίκησής της. Οι απολήψεις αυτές, που είχαν ως αποτέλεσμα στον ισολογισμό χρήσης του έτους 2011 το κονδύλιο «Μηχανήματα» να εμφανίζεται αυξημένο και οι απαιτήσεις της πρώτης εναγομένης μειωμένες κατά το εν λόγω ποσό, εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 23α του Ν. 2190/1920, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις επί του παραπάνω ισολογισμού του Ορκωτού Ελεγκτή ….. …… Το αποδεικτικό πόρισμα περί απόληψης εκ μέρους των μελών της διοίκησης της πρώτης εναγομένης ιδιαίτερα σημαντικού χρηματικού ποσού δεν αναιρείται, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, από την από 29-04-2014 έκθεση ευρημάτων, που συνέταξε ο ορκωτός ελεγκτής ….. ….. και την οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες. Και τούτο, διότι η έκθεση αυτή δεν θεωρείται ότι αποτελεί έλεγχο ή επισκόπηση σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Ελέγχου ή τα Διεθνή Πρότυπα Ανάθεσης Εργασιών Επισκόπησης, ούτε συνιστά έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων στο σύνολό τους, όπως βεβαιώνεται ρητά σε αυτήν. Ανεξάρτητα δε από αυτό, με την έκθεση αυτή απλώς επιβεβαιώνεται η διενέργεια στον ισολογισμό κατάλληλων διορθωτικών εγγραφών των κονδυλίων του έτους 2011. Ειδικότερα, όπως βεβαιώνεται στην έκθεση, με τις διορθωτικές εγγραφές μειώθηκε κατά το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ο λογαριασμός «Μηχανήματα» και προσαυξήθηκε ισόποσα ο λογαριασμός απαιτήσεων της πρώτης εναγομένης από τα όργανα της διοίκησης, ενώ από το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ένα μέρος και ειδικότερα το ποσό των 1.404.641,84 ευρώ συμψηφίστηκε με υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης προς τα όργανα της διοίκησης από προηγούμενες χρήσεις, πλην όμως το υπόλοιπο, ύψους 1.206.208,26 ευρώ, επιβάρυνε τα αποτελέσματα χρήσης. Επομένως, παρά τις παραπάνω διορθωτικές εγγραφές, τα αποτέλεσμα της χρήσης έτους 2011 παρέμειναν επιβαρυμένα με τη δαπάνη των 1.206.208,26 ευρώ, η οποία δεν αναγνωρίζεται και δεν εκπίπτει από τα έσοδα της πρώτης εναγομένης, όπως ο ορκωτός ελεγκτής ….. ….. βεβαιώνει, και η οποία προφανώς προκλήθηκε από απολήψεις μελών της διοίκησης της πρώτης εναγομένης. Ενώ, λοιπόν, η πρώτη εναγομένη διατηρούσε ιδιαίτερα σημαντικές απαιτήσεις κατά των οργάνων της διοίκησής της, ύψους τουλάχιστον 1.206.208,26 ευρώ, σε ουδεμία ενέργεια προέβη προκειμένου να τις ικανοποιήσει και να καταβάλει στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη διέθετε αξιόλογη ακίνητη περιουσία, όπως η ίδια συνομολογεί, σε ουδεμία ενέργεια προέβη, ώστε μέσω της εκποίησης μικρού μέρους της να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ενάγοντος. Καθίσταται, λοιπόν, πρόδηλο ότι η καθυστέρηση καταβολής στον ενάγοντα των δεδουλευμένων αποδοχών του οφείλεται σε υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης. Από την άλλη μεριά, ο ενάγων υπέμεινε επί μακρόν την υπερβολική καθυστέρηση της πρώτης εναγομένης ως προς την καταβολή των μηνιαίων αποδοχών, εξάντλησε κάθε περιθώριο υπομονής, όχλησε επανειλημμένα την εργοδότριά του και μάλιστα συνήνεσε με την υπογραφή του συμφωνητικού εξώδικης επίλυσης της διαφοράς στην τμηματική καταβολή των δεδουλευμένων του, χορηγώντας στην πρώτη εναγομένη επιπλέον πίστωση χρόνου. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα, λαμβανομένων υπόψη και του αξιόλογου της καθυστέρησης πληρωμής των δεδουλευμένων μισθών του ενάγοντος και του μεγάλου ύψους των καθυστερούμενων αποδοχών σε συνάρτηση προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του ενάγοντος, και την προαναφερόμενη υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης στην καθυστέρηση της καταβολής των δεδουλευμένων του ενάγοντος, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων δεν άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης καταχρηστικά, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμης. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι στις 11-07-2013, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως με την από 08-07-2013 καταγγελία της, τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, κατόπιν άσκησης έγκλησης σε βάρος του για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης ανώνυμης εταιρίας (άρθρ. 364 ΠΚ). Ειδικότερα, με την από 05-07-2013 έγκλησή της (Α.Β.Μ. …./2029) ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων, μαζί με άλλους συναδέλφους του, διαδίδει ενώπιον των λοιπών εργαζομένων της επιχείρησης και τρίτων ότι η πρώτη εναγομένη έχει ουσιαστικά καταστραφεί και ότι λόγω των χρεών της θα κλείσει άμεσα, καθώς και ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποί της δεν είναι ικανοί να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Πλην, όμως, δυνάμει της από 03-08-2014 με αριθμό Ε.Γ. …/…./…./14 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η έγκληση της πρώτης εναγομένης απορρίφθηκε ως προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, επειδή τα καταγγελλόμενα τύγχαναν εντελώς αναπόδεικτα και δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης. Μάλιστα, για τη στήριξη των καταγγελλομένων, η εγκαλούσα πρώτη εναγομένη, παρά το γεγονός ότι κλήθηκε προς τούτο από την εισαγγελική αρχή, ουδέποτε πρότεινε μάρτυρες για την απόδειξη των ισχυρισμών της. Κατά δε της ως άνω απορριπτικής εισαγγελικής διάταξης, η πρώτη εναγομένη δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών (άρθρ. 48 ΚΠΔ), με αποτέλεσμα η δικογραφία να τεθεί στο αρχείο κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ (βλ. το με αριθμό …./04-05-2015 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων). Με βάση τα προαναφερόμενα, λαμβανομένου υπόψη και του όλως αόριστου περιεχομένου της έγκλησης, στην οποία ουδεμία αναφορά γίνεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, η πρώτη εναγομένη υπέβαλε την έγκληση κατά του ενάγοντος προσχηματικά, εν γνώσει της αθωότητάς του, επικαλούμενη ψευδή πραγματικά περιστατικά. Η δε συναρτώμενη προς την ψευδή έγκληση καταγγελία της σύμβασης εργασίας του δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης. Αντίθετα, αφενός μεν υπαγορεύτηκε από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, και δη από εμπάθεια συνεπεία της προηγηθείσας νόμιμης άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του, συμπεριφοράς δηλαδή αντίθετης προς συμφέροντά της, αφετέρου δε έγινε με τον αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη σκοπό να αποφύγει την εκπλήρωση της νόμιμης υποχρέωσης για την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά καθιστούν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος καταγγελίας και ως εκ τούτου άκυρη ήδη από την άσκησή της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται, ότι λόγω της απόρριψης της έγκλησης και της μη άσκησης ποινικής δίωξης, δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση εκκρεμής ποινή αγωγή, η έκβαση της οποίας να επηρεάζει τη διάγνωση της επίδικης διαφοράς, ώστε να μπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 1047/2011 ΕΠολΔ 2011.789, ΕφΘεσ 52/2009, ΕφΠειρ 29/2007 δημοσιευμένες σε. ΤΝΠ Νόμος), απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος των εναγομένων, αφού δεν αρκεί για την αναβολή μόνη η υποβολή της έγκλησης (Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 250 αρ. 3), η οποία μάλιστα έχει ήδη απορριφθεί. Άκυρη δε τυγχάνει η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και για τον επιπλέον λόγο ότι δεν καταβλήθηκε σε αυτόν η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (άρθρ. 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955). Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία συνιστούσε στην πραγματικότητα μια οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ιδρύθηκε από τον ….. ….., στη μετοχική σύνθεση και το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας μετείχε από τη σύστασή της, πλην του ιδίου, και η θυγατέρα του ….. …… Δυνάμει δε της από 30-06-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης και του από 30-06-2012 πρακτικού Δ.Σ., το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγομένης συγκροτήθηκε από τον ….. ….. ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, την ….. ….. ως Αντιπρόεδρο και τη ….. …… Στις 07-08-2013, η μέτοχος και Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης ….. ….. συνέστησε, δυνάμει της με αριθμό …./07-08-2013 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. ….., τη δεύτερη εναγόμενη Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «……». Το πρώτο δε Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία συγκροτήθηκε από τη ….. ….., ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, τη ….. ….. και την ….. …… Η δεύτερη εναγόμενη εταιρία έχει ακριβώς τον ίδιο καταστατικό σκοπό με την πρώτη εναγομένη (βλ. αντίστοιχα ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. …/08-08-2013 και …./05-12-1997) και ακριβώς το ίδιο αντικείμενο εργασιών, ασκεί ακριβώς την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα και λειτουργεί στις ίδιες με αυτήν κτιριακές εγκαταστάσεις στη ….. Ν. Αττικής (οδός ….. αρ. …), χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό και αριθμό τηλεομοιοτυπίας (φαξ). Η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται, βέβαια, ότι μίσθωσε τον χώρο από την πρώτη εναγομένη, πλην όμως ουδέν μισθωτήριο έγγραφο προσκόμισε, που να αποδεικνύει στους ισχυρισμούς της. Επίσης, στη δεύτερη εναγομένη μεταβιβάστηκε το σύνολο του υλικοτεχνικού εξοπλισμού (μηχανήματα, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός εργασίας κλπ – βλ. τη με αριθμ. …./29-10-2013 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, από την οποία προκύπτει ότι η ορισθείσα ανάδοχος του αναφερόμενου έργου δεύτερη εναγομένη αναλαμβάνει να εκτελέσει το έργο με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό της πρώτης, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης), καθώς και το σύνολο της πελατείας, αλλά και η τεχνογνωσία της πρώτης εναγομένης. Μάλιστα, η δεύτερη εναγομένη εμφανίζεται στις συναλλαγές της ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης, συνεχίζοντας την εκτέλεση των εκκρεμών συμβάσεων και την εν γένει οικονομική δραστηριότητα της τελευταίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη με αριθμό …./10-02-2014 απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου …., που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, η δεύτερη εναγομένη -στην οποία με την ίδια απόφαση ανατέθηκαν ηλεκτρολογικές εργασίες επισκευής και ελέγχου καλής λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης ελέγχου του κτιρίου του νοσοκομείου, που είχε εγκαταστήσει η πρώτη εναγομένη- χαρακτηρίζεται ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης. Ακόμη, η δεύτερη εναγομένη επικαλείται στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο και τη σύμβαση που είχε συνάψει η πρώτη εναγομένη με την εταιρία «…..» (project ….. 2011- 2014), μολονότι η ίδια δεν είχε καν συσταθεί έως τον Αύγουστο 2013, καθώς αναφέρει πως τα υβριδικά της συστήματα έχουν δοκιμαστεί στο πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης, ενώ ταυτόχρονα δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο η καταγγελία της προαναφερόμενης σύμβασης από την εταιρία «…..». Επίσης, στην ιστοσελίδα της, η δεύτερη εναγομένη αναφέρει ότι στηρίζεται στην πολυετή τεχνογνωσία, στο πλούσιο πελατολόγιο και στη μακρόχρονη πείρα της πρώτης εναγομένης, αυτοπροσδιορίζεται ευθέως ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης («Η ….. γεννήθηκε από τα σπλάχνα της …..»), ενώ ακόμη και ο διακριτικός τίτλος της δεύτερης εναγομένης («…..») είναι παραπλήσιος αυτού της πρώτης («……»). Από τα παραπάνω στοιχεία, εκτιμώμενα στο πλαίσιο μιας συνολικής αξιολόγησης, συνάγεται ότι η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης διατήρησε την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της, δηλαδή τη δεύτερη εναγομένη, και ότι επήλθε μεταβίβαση επιχείρησης με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του Π.Δ. 178/2002, καθώς και διαδοχή μεταξύ της προηγούμενης εργοδότριας του ενάγοντος, δηλαδή της πρώτης εναγομένης, και της δεύτερης εναγόμενης νέας εργοδότριας εταιρίας. Με βάση τα παραπάνω και δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να απαλλαγεί η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση από οφειλές για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, η απόλυση του ενάγοντος είναι άκυρη και για τον επιπλέον λόγο ότι αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Π.Δ. 178/2002, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται, ότι η πρώτη εναγομένη, ενόψει της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, και προκειμένου η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση να απαλλαγεί από οφειλές από δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας, προέβη σε καταγγελία χωρίς την καταβολή αποζημίωσης των συμβάσεων εργασίας και άλλων εργαζομένων, που είχαν επίσης ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης (βλ. τις εξώδικες δηλώσεις-καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των ….. ….., ….. ….., ….. ….., ….. ….., ….. ….., ….. ….., ….. ….., ….. ….. και ….. ….., που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Λόγω της ως άνω μεταβίβασης, η διάδοχος δεύτερη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία υποκατέστησε αυτοδίκαια την αρχική εργοδότρια πρώτη εναγομένη, με συνέπεια αφενός μεν ο ενάγων να συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πρώτη εναγομένη είναι, όπως προαναφέρθηκε, (πολλαπλώς) άκυρη (άρθρ. 180 ΑΚ), αφετέρου δε οι αξιώσεις του ενάγοντος, που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας του με την αρχική εργοδότριά του και υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, να βαρύνουν εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής και τη διάδοχο δεύτερη εναγομένη. Η δε δεύτερη εναγομένη ευθύνεται αποκλειστικώς για τις απαιτήσεις του ενάγοντος, που γεννήθηκαν μετά τη διαδοχή, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπερημερία της πρώτης εναγομένης, από τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίστηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση εκ μέρους της ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σε αυτήν (πρβλ. ΕφΑθ 9825/1991 ΑρχΝ 1992.356, ΕφΑθ 106/1984 ΕΕργΔ 1984.222, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, γ’ έκδ. 2014, σελ. 1293-4, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 135). Βάσει των προαναφερομένων, η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 01-05-2012 μέχρι 30-04-2015 για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, λόγω της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, το συνολικό ποσό των 45.888,52 ευρώ [976,04 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαΐου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουλίου 2012 + 550 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Οκτωβρίου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2013 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2013 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2013 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2013 + 29.900 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας των μηνών Ιουνίου 2013 μέχρι και Απριλίου 2015 (1.300 ευρώ X 23 μήνες) + 650 ευρώ για επίδομα αδείας 2013 (1.300 ευρώ : 2) + 1.354,16 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2013 (1.300 ευρώ + 54,16 ευρώ (1.300 ευρώ X 0,04166) ως αναλογία επιδόματος αδείας) + 677,08 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2014 (1.300 ευρώ : 2= 650 ευρώ + 27,08 ευρώ (650 ευρώ X 0,04166) ως αναλογία επιδόματος αδείας) + 650 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 (1.300 ευρώ : 2) + 1.354,16 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2014 (1.300 ευρώ + 54,16 ευρώ (1.300 ευρώ X 0,04166) ως αναλογία επιδόματος αδείας) + 677,08 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2015 (1.300 ευρώ : 2= 650 ευρώ + 27,08 ευρώ (650 ευρώ X 0,04166) ως αναλογία επιδόματος αδείας). Από το ποσό δε αυτό, η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 17.348,12 ευρώ, που αντιστοιχεί στους προαναφερόμενους δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01-05-2012 μέχρι 30-09-2013, οπότε έλαβε χώρα η μεταβίβαση της επιχείρησης στη δεύτερη εναγομένη [976,04 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαΐου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουλίου 2012 + 550 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Οκτωβρίου 2012 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2013 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2013 + 1.300 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας και δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2013 + 1.300 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2013 + 1.300 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2013 + 1.300 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2013 + 650 ευρώ για επίδομα αδείας 2013 (1.300 ευρώ : 2) + 1.300 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2013 + 1.300 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2013 + 872,08 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2013, καθώς η εργασιακή σχέση του ενάγοντος με την πρώτη εναγομένη δεν διήρκεσε, λόγω της μεταβίβασης, καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 01-05-2013 μέχρι 31-12-2013 (8,05 δεκαεννιαήμερα εργασίας X 2 ημερομίσθια X 52 ευρώ ημερομίσθιο (1.300 ευρώ : 25 ημέρες) = 837,20 ευρώ + 34,88 ευρώ (837,20 ευρώ X 0,04166) αναλογία επιδόματος αδείας= 872,08 ευρώ)]. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στο ΙΚΑ τις ασφαλιστικές εισφορές που αναλογούν στον ενάγοντα και ειδικότερα το ποσό των 283,13 ευρώ για τον μήνα Δεκέμβριο 2011, το ποσό των 315,10 ευρώ για έκαστο των μηνών του χρονικού διαστήματος από μήνα Μάρτιο μέχρι και μήνα Αύγουστο 2012, επίσης το ποσό των 315,10 ευρώ για τον μήνα Οκτώβριο 2012 και το ποσό των 315,08 ευρώ για τον μήνα Νοέμβριο 2012. Πλην, όμως, από τα γραμμάτια είσπραξης δόσεων καθυστερούμενων οφειλών και παρακράτησης καθυστερούμενων οφειλών, σε συνδυασμό με τα ταμειακά παραστατικά του ΙΚΑ, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες, τα οποία σημειωτέον ότι από όλους τους παραπάνω μήνες αφορούν μόνο στους μήνες Δεκέμβριο 2011, Ιούνιο 2012 και Ιούλιο 2012, προκύπτει, αντίστοιχα, μόνον η καταβολή ενός συνολικού ποσού εισφορών. Αντίθετα, ούτε από τα παραπάνω έγγραφα, ούτε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα καταβληθέντα συνολικά ποσά αναφέρονται και στις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ή έστω του συνόλου του προσωπικού της πρώτης εναγόμενης εταιρίας κατά τους αντίστοιχους μήνες, συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος, ούτε συνάγεται το ειδικότερο ποσό που καταβλήθηκε στο ΙΚΑ και αναλογεί στις εισφορές του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθίαν, η ένσταση περί καταβολής των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, το επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ συνιστά παροχή άσχετη προς τη χρησιμοποίηση του ελεύθερου χρόνου του εργαζόμενου, ως εκ τούτου δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την υπερημερία του εργοδότη, με συνέπεια να μην αφαιρείται κατ’ άρθρο 656 εδαφ. β’ ΑΚ ή δυνάμει ένστασης συμψηφισμού από τους μισθούς υπερημερίας με τη δικαστική απόφαση, ο δε εναγόμενος εργοδότης έχει μόνο το δικαίωμα, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που επιδίκασε μισθούς υπερημερίας, να αρνηθεί την πληρωμή τους στον ενάγοντα εργαζόμενο, μέχρι την προσκομιδή από τον τελευταίο βεβαίωσης του ΟΑΕΔ, περί καταβολής ή μη σε αυτόν επιδόματος ανεργίας και ποίου ποσού, η οποία πρέπει να συγκοινοποιείται με την επιταγή προς πληρωμή κάτωθι απογράφου της σχετικής δικαστικής απόφασης, αλλιώς είναι αδύνατη η εκτέλεση, σε περίπτωση δε που προσκομισθεί η εν λόγω βεβαίωση του ΟΑΕΔ, ο εργοδότης δικαιούται να παρακρατήσει από τους μισθούς υπερημερίας το ποσό του επιδόματος ανεργίας και ακολούθως υποχρεούται να το αποδώσει στον ΟΑΕΔ, κατ’ άρθρο 31 ν.δ. 2698/1953, μόνο δε τη διαφορά μισθού – επιδόματος υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο (βλ. σχετ. ΕφΘεσ 42/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωαν 450/2005 Αρμ. 2007.79, ΕφΑθ 6694/1991 ΕλλΔνη 1993.142,Κ. Λαναράς, Νομοθεσία εργατική και ασφαλιστική, έκδ. 2014, σελ. 203, Λ. Ντάσιος, Εργατικό δικονομικό δίκαιο, τ. Α/Ι, έκδ. 1999, σ. 490-1). Με βάση τα παραπάνω, το αίτημα των εναγομένων περί επίδειξης από τον ενάγοντα πιστοποιητικού του ΟΑΕΔ περί επιδότησής του και περί του ύψους αυτής, πέραν της αοριστίας του, καθώς δεν γίνεται επίκληση από τις εναγόμενες της κατοχής του εγγράφου από τον ενάγοντα (ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 2007.162, ΑΠ 953/2002 ΕλλΔνη 2003.1310, ΕφΛαρ 191/2006 ΑρχΝ 2007.185, ΕφΑθ 2465/2005 ΝοΒ 2005.1291), αλυσιτελώς προβάλλεται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη με την ως γενόμενη καταχρηστική καταγγελία, σε συνδυασμό με την προσχηματική υποβολή ψευδούς έγκλησης εναντίον του ενάγοντος, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, γιατί μειώθηκε ηθικά έναντι των συναδέλφων του και εθίγη η επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του. Δικαιούται, συνεπώς, ο ενάγων να αξιώσει και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα παραπάνω και πρέπει, για την αιτία αυτή, να επιδικασθεί το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της ηθικής βλάβης, το είδος της προσβολής, τον βαθμό του πταίσματος (δόλος) των αρμοδίων οργάνων της πρώτης εναγομένης, τις συγκεκριμένες, ως άνω, συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία και επήλθε η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, την οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (βλ. ΑΠ 195/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 132/2006 Αρμ. 2006.757), κρίνεται εύλογο (αρθρ. 932 ΑΚ). Για την καταβολή δε του ποσού αυτού ενέχονται εις ολόκληρον αμφότερες οι εναγόμενες, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στη δεύτερη εναγομένη (άρθρ. 4 παρ. 1 ΠΔ 178/2002). Κατά ακολουθία των προαναφερομένων, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της και κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και Α) να αναγνωριστεί α) η νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του στις 13-02-2013 και στις 08-05-2013, β) η ακυρότητα της από 11-07-2013 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι ο ενάγων συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, Β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος με την απειλή εναντίον της χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης προς την υποχρέωσή της, Γ) να υποχρεωθούν αφενός μεν η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 47.888,52 ευρώ (45.882,52 + 2.000), αφετέρου δε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη και από το παραπάνω συνολικό ποσό των 47.888,52 ευρώ, το ποσό των 19.348,12 ευρώ (17.348,12 + 2.000), με το νόμιμο τόκο ως προς τους δεδουλευμένους μισθούς και τους μισθούς υπερημερίας από το τέλος εκάστου μήνα, εντός του οποίου κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός έκαστος μηνιαίος μισθός, για τα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31η Δεκεμβρίου και την 30η Απριλίου αντίστοιχα κάθε έτους που έπρεπε να καταβληθούν, για τα επιδόματα αδείας από την τελευταία ημέρα του οικείου έτους αντίστοιχα (ΟλΑΠ 39-40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478, ΑΠ 350/2004 ΕλλΔνη 2005.1480, ΑΠ 233/2004 ΕΕργΔ 2004.856, ΑΠ 1341/2002 ΕλλΔνη 2003.253, ΑΠ 1682/2001 ΕλλΔνη 2001.1308) και για το ποσό των 2.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ως προς μεν την πρώτη εναγομένη από τις 26-08-2013, ημερομηνία επίδοσης της προηγούμενης όμοιας με την παρούσα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./…./2013 αγωγής στην πρώτη εναγομένη, ως προς δε τη δεύτερη εναγομένη από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς την πρώτη εναγομένη, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, δυνάμει της με αριθμό …./2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο η απαγόρευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της. Αντίθετα, ως προς τη δεύτερη εναγομένη, πρέπει η παρούσα ως προς την καταψηφιστική της διάταξη να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, λόγω και της φύσης του επιδικαζόμενου κονδυλίου, ως εργατικής απαίτησης (άρθρ. 908 παρ. 1 εδαφ. α’ και περ. ε’ ΚΠολΔ), κατά μερική αποδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος του ενάγοντος ως και ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, επειδή είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προξενηθεί σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της μερικής ήττας τους, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (άρθρ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ α) τη νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του στις 13-02-2013 και στις 08-05-2013, β) την ακυρότητα της από 11-07-2013 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι ο ενάγων συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά της δεύτερης εναγομένης χρηματική ποινή ύψους εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της στην αμέσως παραπάνω διάταξη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (47.888,52 €) και την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη και από το παραπάνω συνολικό ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (47.888,52 €), το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και δώδεκα λεπτών (19.348,12 €), με το νόμιμο τόκο κατά τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη και ως προς τη δεύτερη εναγομένη εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10 Ιουλίου 2015.