Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022
Περίληψη: Όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετικά με την παροχή της εργασίας του δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Αν η καταγγελία συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή που συνιστούν αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το Δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση. Μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια, διότι η πρώτη εναγομένη, αν και μπορούσε, ουδέν έπραξε, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή του ενάγοντος. Απορρίπτει ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης επίσχεσης. Ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής δίκης και τη βασιμότητα της κατηγορίας σε βάρος του ενάγοντος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πρώτη εναγομένη προέβη στη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αυτού, όχι λόγω της αξιόποινης πράξης που φέρεται ότι διέπραξε ο ενάγων, αλλά προκειμένου να διακόψει την υπερημερία της, ωθούμενη από αισθήματα εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπό του, επειδή αυτός είχε διεκδικήσει με τον πιο πάνω τρόπο, δηλαδή ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, την ικανοποίηση των εργασιακών του αξιώσεων, αλλά και γιατί είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος. Απορρίπτει ένσταση απαραδέκτου επειδή σε βάρος της πρώτης εναγομένης έχει εκδοθεί απόφαση απαγόρευσης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ενόψει αίτησης πτώχευσης. Η απαγόρευση αφορά μόνο πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης και όχι γενικά την αναστολή των ατομικών διώξεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγής. Η πρώτη εναγομένη προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να απαλλαγεί η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση από οφειλές για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, μ’ αποτέλεσμα η απόλυση του ενάγοντος να είναι άκυρη για τον επιπλέον λόγο ότι αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 Π.Δ. 178/2002. Η υπερημερία της πρώτης εναγομένης από την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίστηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση της τελευταίας ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σ’ αυτήν. Απορρίπτει ένσταση εξόφλησης των εισφορών που αναλογούν στον ενάγοντα. Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα γραμμάτια είσπραξης δόσεων καθυστερούμενων οφειλών και παρακράτησης καθυστερούμενων οφειλών, σε συνδυασμό με τα ταμειακά παραστατικά του ΙΚΑ, προκύπτει η καταβολή μόνον ενός συνολικού ποσού εισφορών, χωρίς όμως να προκύπτει ότι τούτο αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ή έστω του συνόλου του προσωπικού της πρώτης εναγομένης, κατά τους αντίστοιχους μήνες συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος, ούτε προκύπτει το ειδικότερο ποσό που καταβλήθηκε στο ΙΚΑ και αναλογεί στις εισφορές του ενάγοντος. Απορρίπτει ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από πλευράς εργαζομένου. Δεν προσδιορίζονται και δεν εξειδικεύονται οι επικαλούμενες οικονομικές συνέπειες που θα επιφέρει τυχόν αποδοχή των αγωγικών ισχυρισμών. Η πρώτη εναγομένη με την άνω γενομένη από λόγους εμπάθειας και εκδικήσεως άκυρη καταγγελία, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα του ενάγοντος, γιατί μειώθηκε ηθικά έναντι των συναδέλφων του και εθίγη η επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Απορρίπτει έφεση εργοδότη κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε επιδικάσει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 18.095,02 Ευρώ. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 18.095,02 Ευρώ.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ 2582/2015
(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: …../02-02-2015)
(Αριθμός κατάθεσης δικογράφου κλήσης: …../02-02-2015)
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …../02-05-2014)
(Αριθμός κατάθεσης δικογράφου αγωγής: …../02-05-2014)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Πέτρο Ιακωβίδη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Βασιλική Ξυνογάλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 13η Οκτωβρίου 2015, για να δικάσει την από 28-04-2014 αγωγή με αντικείμενο δεδουλευμένες αποδοχές, μισθούς υπερημερίας και αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../02-05-2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../02-05-2014, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 6ης Ιουνίου 2014 και εγγράφηκε στο πινάκιο, οπότε ματαιώθηκε η συζήτησή της εξαιτίας της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας ενόψει διενέργειας των αυτοδιοικητικών εκλογών και των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωκοινοβουλίου. Με την από 10-06-2014 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../23-06-2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../23-06-2014, η αγωγή προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21ης Ιανουαρίου 2015, οπότε ματαιώθηκε ξανά η συζήτησή της εξαιτίας της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας ενόψει διενέργειας των εθνικών εκλογών. Ήδη η αγωγή αυτή νομίμως φέρεται προς συζήτηση με την από 30-01-2015 κλήση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../02-02-2015 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../02-02-2015, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ: ….. ….. του ….., κάτοικος Αθηνών, οδός ….. αριθ. …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Δημητρίου Βλαχόπουλου.
ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ: 1) Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…..» και το διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στη ….. Αττικής, οδός ….. αριθ. … και εκπροσωπείται νομίμως και 2) η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…..» και το διακριτικό τίτλο «…..», που εδρεύει στη ….. Αττικής, οδός ….. αριθ. … και εκπροσωπείται νομίμως, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Νικολάου Αγαπηνού.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-04-2014 με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../02-05-2014 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../02-05-2014 αγωγή του, που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό, για όσους λόγους επικαλείται σε αυτήν.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής και μετά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν (επί της έδρας) και στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 325 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στο πλαίσιο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρ. 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαίτησής του, δηλαδή χρησιμεύει ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης από αυτόν αντιπαροχής. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται με δήλωση του εργαζομένου προς τον εργοδότη ότι παύει να παρέχει την εργασία του μέχρι αυτός να του καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές. Η δήλωση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά, θα πρέπει, όμως, να είναι σαφής ως προς τη βούληση άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης και να αναφέρει τη ληξιπρόθεσμη αξίωση ή αξιώσεις για τις οποίες ασκείται το δικαίωμα επίσχεσης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1153/2009, ΑΠ 2094/2014, ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 1344/2014 ΝΟΜΟΣ – Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 727, παρ. 1153-1153β, και τις εκεί περαιτέρω παραπομπές). II. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρ. 648 και 669 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρ. 5 και 7 Ν. 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση, η οποία, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, είναι αναιτιώδης και συνεπώς το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε. Η άσκηση, όμως, του σχετικού δικαιώματος της καταγγελίας δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπει η διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, γιατί διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 174 και 180 ΑΚ (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1267/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 581/2011 ΔΕΕ 2012.1056, ΑΠ 84/2011 ΕλλΔνη 2011.1621, ΑΠ 247/2012 ΔΕΕ 2013.513). Ειδικότερα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, η οποία είναι άκυρη και εάν δεν γίνει εγγράφως και δεν καταβληθεί η προβλεπόμενη για αυτήν νόμιμη αποζημίωση (άρθρ. 5 παρ. 3 ΝΛ 3198/1955), είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου (βλ. ΑΠ 380/2000 ΔΕΝ 2001.15, ΑΠ 1107/2000 ΕΕργΔ 2002.78, ΑΠ 1318/2000 ΕλλΔνη 2002.413, ΑΠ 1539/2001 ΔΕΕ 2002.618, ΑΠ 84/2011, ΑΠ 581/2011, ΑΠ 247/2012, όπ. παραπ., ΑΠ 295/2013 ΔΕΕ 2014.193, ΑΠ 809/2014, ΑΠ 791/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρ. 5 παρ. 1 και 2 Ν. 2112/1920, 6 παρ. 2 του β. δ. από 16/18-07-1929 και 7 Ν. 3198/1955, συνάγεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατά αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού και της εξαιτίας αυτής διατάραξης της εργασιακής σχέσης δεν υπόκειται, όπως προαναφέρθηκε, στις διατυπώσεις του Ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρ. 281 ΑΚ, εκτός εάν στην πραγματικότητα η καταγγελία έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρ. 281 ΑΚ, κατά τα προαναφερθέντα, όπως όταν έγινε ύστερα από ψευδή και προσχηματική έγκληση, που υποβλήθηκε από τον εργοδότη παρά το αβάσιμο της καταγγελίας, για λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας ή για καταστρατήγηση των από τον ως άνω Ν. 2112/1920 ή από άλλο νόμο δικαιωμάτων του μισθωτού, και είναι ως εκ τούτου άκυρη και ως καταχρηστική, καθόσον στην περίπτωση αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που καθορίζονται στην ως άνω διάταξη (ΑΠ 196/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 673/2009 ΧρΙΔ 2010.144, ΑΠ 1272/2010 ΔΕΕ 2011.949, ΑΠ 2234/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 57, 59, 200, 288, 299, 648, 914, 932 ΑΚ προκύπτει ότι αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 254/2012 ΔΕΕ 2013.511 – Ζερδελή Δ., Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σελ. 577, παρ. 961, και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία). III. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στη διάταξη του άρθρ. 9 παρ. 1 του β. δ. 16/18-07-1920 «περί επεκτάσεως του ν. 2112 και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών». Επίσης, το άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3239/1955 ορίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στους διαδόχους του εργοδότη που δεσμεύονται από αυτήν. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 8 του Π. Δ. της 08-12-1928, σε περίπτωση στράτευσης, όταν επέλθει μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οι υποχρεώσεις του εργοδότη που καθιερώνει το νομοθέτημα αυτό μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στο νέο εργοδότη. Με βάση τις πιο πάνω ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις η ελληνική νομολογία, πολύ πριν τη θέση σε ισχύ του Π. Δ. 572/1988 με το οποίο κατοχυρώθηκε ρητά ο κανόνας της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων, διέπλασε έναν γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο εκείνος ο οποίος, με οποιονδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε νομική μορφή, διαδέχεται ή υποκαθιστά ορισμένο εργοδότη στην ασκούμενη από αυτόν επιχείρηση ή δραστηριότητα υπεισέρχεται αυτοδικαίως στη θέση του αρχικού εργοδότη σε ο, τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση εργασίας, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του εργαζομένου και χωρίς να ενδιαφέρει η βούληση του μεταβιβάζοντος και του διαδόχου. Η αυτοδίκαιη αυτή υπεισέλευση προϋποθέτει, σύμφωνα με τη νομολογία, ότι ο νέος φορέας συνεχίζει την ίδια δραστηριότητα ή επιχείρηση του προκατόχου του, ότι δηλαδή διατηρείται η ταυτότητά της, χωρίς να ενδιαφέρει αν διατηρείται ο τίτλος ή η νομική μορφή (βλ. Ζερδελή Δ. Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σελ. 784-786, παρ. 1361 – 1364, και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία). Για το αποτέλεσμα αυτό, για το οποίο δεν απαιτείται συναίνεση των μερών, αρκεί – κατά τη βαίνουσα και πέραν της κοινοτικής προστασίας ημεδαπή νομοθεσία – το πραγματικό γεγονός ότι συνεχίζονται οι εργασίες της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας και δεν απαιτείται νομική διαδοχή και δη νομικός δεσμός μεταξύ του προηγούμενου και του νέου εργοδότη δηλαδή το ως άνω αποτέλεσμα χωρεί ακόμη και επί αυθαίρετης συνέχισης της επιχείρησης από άλλον (βλ. ΟλΑΠ 5/1994 ΔΕΝ 1994.844, ΑΠ 1759/1999 ΕλλΔνη 2000.1012). Τον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων και της διατήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας τον οποίο είχε διαμορφώσει η νομολογία στηριζόμενη στις παραπάνω διατάξεις, κατοχύρωσε ρητώς ο νομοθέτης με το Π. Δ. 572/1988, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που λαμβάνει χώρα μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος εγκατάστασης σε άλλον επιχειρηματία (άρθρ. 1 παρ. 2 Π. Δ. 572/1988). Το Π. Δ. 572/1988 εκδόθηκε, προκειμένου να εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα με την Οδηγία του Συμβουλίου της Ε.Ο.Κ. 77/187/14-02-1977. Στη συνέχεια, και ενόψει της θέσπισης της Οδηγίας 98/50/ΕΚ, που τροποποίησε την προηγούμενη Οδηγία, εκδόθηκε προς προσαρμογή στις ρυθμίσεις της νέας Οδηγίας, το Π. Δ. 178/2002, το οποίο και αντικατέστησε το Π. Δ. 572/1988. Κατά τις διατάξεις των άρθρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ως άνω Π. Δ., θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΟλΑΠ 5/1994 όπ. παραπ., ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35.1311, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 200/2009, ΑΠ 14/2012 ΝΟΜΟΣ). Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (ΑΠ 1002/2004 ΕλλΔνη 2005.445, ΑΠ 389/2005, ΑΠ 1551/2006, ΑΠ 1468/2007, ΑΠ 200/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτων, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ. Σ. Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό (βλ. ΑΠ 14/2012 ΝοΒ 2012.2005 – Ζερδελή Δ. Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σελ. 794 επ.). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ. λ. π.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (βλ. ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΕφΠειρ 689/2011 ΠειρΝομ 2012.260 – Ζερδελή Δ., Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σελ. 803 επ., Γνωμοδότηση του ίδιου σε ΔΕΝ 2009.1169, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Ακόμη, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο εργοδότη, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρ. 4 παρ. 1 του Π. Δ. 178/2002 (βλ. ΑΠ 318/2010, ΑΠ 339/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200). Ειδικότερα δε, επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (βλ. ΑΠ 909/2010, ΕφΑθ 711/2011 ΝΟΜΟΣ), θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά τον χρόνο αυτόν, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 39.1572, ΕφΘεσ 424/2008, ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΑθ 711/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά το άρθρ. 5 του ίδιου Π.Δ., η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργάνωσης που συνεπάγονται μεταβολές εργατικού δυναμικού (παρ. 1). Η εν λόγω διάταξη καθιερώνει έναν αυτοτελή λόγο ακυρότητας της καταγγελίας, ο οποίος ισχύει παράλληλα με άλλους λόγους ακυρότητας, η δε απαγόρευση που θεσμοθετεί αφορά τόσο τον μεταβιβάζοντα, όσο και τον διάδοχο. Έτσι, απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης, ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να καταστήσει την επιχείρηση εμπορεύσιμη, διευκολύνοντας έτσι τη μεταβίβασή της, αντιβαίνουν στη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 του πιο πάνω Π. Δ. και είναι εξ αυτού του λόγου άκυρες (ΑΠ 226/2011 ΔΕΕ 2012.163, ΕφΑθ 6594/2009 ΕΕργΔ 2013.620 – Ζερδελής Δ. Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, σελ. 837 επ.). IV. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) «1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 682 επ. ΚΠολΔ), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η Απόφαση υποβάλλεται στη Δημοσιότητα του άρθρου 8. 2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης». Όταν διατάσσεται δικαστικά ως προληπτικό μέτρο γενικά η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, το περιεχόμενο της απαγόρευσης ταυτίζεται με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών καταδιώξεων, που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητώς στο άρθρ. 25 παρ. 1 ΠτΚ (ΠολΠρΘεσ 5757/2013, ΜονΠρΘεσ 39/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αναστέλλονται για το ως άνω χρονικό διάστημα όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης και η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της διαταχθείσας αναστολής των ατομικών διώξεων είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 2 ΠτΚ. Εάν δε πρόκειται για πράξεις ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ακυρώνονται δικαστικά κατόπιν επιτυχούς άσκησης ανακοπής εναντίον τους κατά τα άρθρ. 933 επ. και 159 περ. 1 ΚΠολΔ (ΜονΠρΑθ 3224/2011 ΔΕΕ 2011.691, ΜΠρΠειρ 1084/2011 ΔΕΕ 2011.572, ΜονΠρΘεσ 39/2013 όπ. παραπ.). Συνέπεια της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων είναι, ότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση αγωγής κατά του πτωχεύσαντος εκ μέρους των πιστωτών, που δεν είναι ασφαλισμένοι εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο, και η δίκη, που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν μπορεί να συνεχισθεί μετά από αυτή, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον του εφετείου. Οι πιο πάνω διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και αφορούν τη δημόσια τάξη (ΑΠ 808/1990 ΕλλΔνη 1991.538, ΑΠ 47/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 455/2004 ΔΕΕ 2005.303, ΕφΠατρ 1154/2004 ΔΕΕ 2005.687, ΕφΘεσ 2774/2004 Αρμ 2004.1705, ΕφΠατρ 758/2005 ΔΕΕ 2006.488). Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στη διάρκεια της αναστολής αυτής των καταδιωκτικών μέτρων, υπό ή κατά του εναγόμενου πτωχού, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΘεσ 2300/2001, ΕφΘεσ 2774/2004, ΕφΔυτΜακ 26/2007, ΕφΘεσ 2867/2009, ΕφΑθ 3575/2010 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή του ότι προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, που διατηρεί βιομηχανία παραγωγής ηλεκτροβιομηχανικών ειδών, την 2η Μαΐου 2011, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως εργάτης, με ειδικότερο καθήκον τις συγκολλήσεις μετάλλων, αντί του αναφερόμενου στην αγωγή συμφωνημένου ημερομισθίου. Ότι από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2011, η πρώτη εναγομένη άρχισε να καθυστερεί συστηματικώς να του καταβάλλει τις δεδουλευμένες αποδοχές του, με αποτέλεσμα τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2012 η συνολική οφειλή της από δεδουλευμένες αποδοχές του να ανέλθει στο ποσό των 5.817,70 ευρώ. Ότι εξαιτίας τούτου με την από 27-11-2012 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε την 28η Νοεμβρίου 2012 στην πρώτη εναγόμενη, την κάλεσε να ικανοποιήσει εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών τις ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του, που λεπτομερώς εξέθετε στην εν λόγω δήλωση, με τη ρητή μνεία ότι σε περίπτωση παρέλευσης της άνω προθεσμίας θα ασκούσε το δικαίωμα της επίσχεσης της εργασίας του. Ότι επειδή η πρώτη εναγομένη δεν του κατέβαλε τις έως τότε οφειλόμενες αποδοχές του εντός της εύλογης προθεσμίας που της είχε θέσει με την προαναφερόμενη εξώδικη δήλωσή του, άσκησε με την από 10-12-2012 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν στην πρώτη εναγομένη, το δικαίωμα της επίσχεσης της εργασίας του, ενώ, επίσης, την ίδια ημέρα, προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Ότι η πρώτη εναγομένη την 14η Μαΐου 2013 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αφού προηγουμένως είχε υποβάλει εναντίον του έγκληση για συκοφαντική δυσφήμιση. Ότι την 1η Οκτωβρίου 2013 την πρώτη εναγομένη διαδέχθηκε, κατά την έννοια των διατάξεων του Π. Δ. 178/2002, η δεύτερη εναγομένη, αναλαμβάνοντας και συνεχίζοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή εκτιθέμενα. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη λόγω της μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης και ως αντικείμενη στη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 Π. Δ. 178/2002, και επίσης ως καταχρηστική, καθώς αφενός μεν έγινε από εκδικητικότητα, επειδή άσκησε την επίσχεση εργασίας, αφετέρου δε το περιεχόμενο της έγκλησης είναι ψευδές και η υποβολή της έγινε προσχηματικά, για να αποφύγει η πρώτη εναγομένη την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ότι συνεπεία της καταχρηστικής καταγγελίας υπό τις παραπάνω συνθήκες υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως εκτενέστερα εκτίθεται στην αγωγή, και ύστερα από δήλωση του ενάγοντος στο επιδοθέν στις εναγόμενες αγωγικό δικόγραφο (βλ. αντίστοιχα τις με αριθμούς …../02-05-2014 και …../02-05-2014 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), με την οποία (δήλωση) παραδεκτώς παραιτήθηκε (άρθρ. 294, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ) από τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../11-07-2013 όμοια αγωγή του, που είχε ασκήσει προηγουμένως κατά της πρώτης εναγομένης, ζητεί, όπως παραδεκτώς περιόρισε το αγωγικό του αίτημά (άρθρ. 223 ΚΠολΔ), με τις προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης: Α) Να αναγνωρισθεί: α) ότι νομίμως άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας την 10η Δεκεμβρίου 2012, β) η ακυρότητα της από 14-05-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση εργασίας του, επικουρικώς δε, σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 7.441,07 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2012 και το ποσό των 5.000,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και να υποχρεωθεί η μεν δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 10-12-2012 μέχρι 31-12-2014, το συνολικό ποσό των 9.405,99 ευρώ, η δε πρώτη εναγομένη εις ολόκληρον με τη δεύτερη μέρος του ποσού αυτού ύψους 7.143,02 ευρώ, που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα από 10-12-2012 μέχρι 30-09-2013, και όλα τα προαναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο αφότου έκαστη αξίωση κατέστη απαιτητή, άλλως από 21-12-2012, ημέρα επίδοσης προηγούμενης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../2012 όμοιας αγωγής του, άλλως από 15-07-2013, ημέρα επίδοσης προηγούμενης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../11-07-2013 όμοιας αγωγής του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Δ) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, απειλούμενης σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους 500,00 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής της προς το διατακτικό της παρούσας, και Ε) επικουρικώς, στην περίπτωση που κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας του έχει λυθεί, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια, η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του, απειλούμενης σε βάρος της χρηματικής ποινής ύψους 5.900,00 ευρώ για την περίπτωση άρνησης συμμόρφωσής της. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας, ως προς το καταψηφιστικό αίτημα που υπερβαίνει κατά ποσό το όριο της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου (άρθρ. 14 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ), καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (βλ. τα υπ’ αριθ. ΣΕΙΡΑ Α’ ….. και ….. αγωγόσημα με τα επικολλημένα επί αυτών κινητά ένσημα), παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλη και κατά τόπο, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 7, 9, 10, 12 παρ. 1,13, 14 παρ. 2, 16 αριθ. 2, 22, 68, 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρ. 664 έως 676 ΚΠολΔ (βλ. άρθρ. 663 του ίδιου Κώδικα). Είναι δε πλήρως ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, δεδομένου ότι διαλαμβάνει όλα τα αξιούμενα από το νόμο στοιχεία για τη δικαστική εκτίμηση και έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της. Ειδικότερα, εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (δεινή οικονομική θέση, βιοπορισμός από μισθό κλπ.), που δικαιολογούν την κήρυξη της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες. Επίσης, η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρ. 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ, βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58), όσον αφορά στο αίτημα περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 14-05-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, καθόσον, με επικαλούμενο τον προαναφερόμενο χρόνο καταγγελίας, η επίδοση στην πρώτη εναγομένη της προηγούμενης, όμοιας ως προς την ιστορική και νομική βάση με την υπό κρίση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../11-07-2013 αγωγής (από την οποία ο ενάγων παραιτήθηκε με την υπό κρίση αγωγή) έλαβε χώρα την 15η Ιουλίου 2013 (βλ. άρθρ. 261, 263, 279 ΑΚ – βλ. σχετ. ΑΠ 1019/1989 ΔΕΝ 1990.1015, ΕφΑθ 1994/1992 ΕλλΔνη 1993.126), όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό …../15-07-2013 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη. Η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή εναντίον της τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς υφίσταται εν ισχύ δικαστική απόφαση που αναστέλλει τις ατομικές διώξεις εναντίον της. Πράγματι, από την επισκόπηση της δικογραφίας, προκύπτει ότι εναντίον της πρώτης εναγομένης έχει ασκηθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από τη δανείστριά της ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…..» η από 21-01-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 αίτηση κήρυξης σε πτώχευση και στο πλαίσιο αυτό ασκήθηκε εναντίον της πρώτης εναγομένης της παρούσας δίκης από την ίδια δανείστρια εταιρία («…..») η από 23-01-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../23-01-2015 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3.218/21-04-2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Με την απόφαση αυτή απαγορεύθηκε προσωρινά, ως προληπτικό μέτρο, κάθε πράξη ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της πρώτης εναγομένης της παρούσας δίκης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών της, κάθε διάθεση περιουσιακού της στοιχείου, καθώς και κάθε επιβάρυνση της περιουσίας της με εμπράγματα βάρη, μέχρι να δημοσιευτεί απόφαση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2015 αίτησης πτώχευσης. Από το διατακτικό και το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης, με σαφήνεια συνάγεται ότι δεν έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο γενικώς η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της πρώτης εναγομένης, ως υπολαμβάνει η τελευταία, παρά μόνον η απαγόρευση κάθε πράξης ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της. Στην έννοια, όμως, της απαγόρευσης πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης δεν διαλαμβάνεται η μείζονα τούτης απαγόρευση της αναστολής των ατομικών διώξεων. Μόνον δε όταν διατάσσεται δικαστικώς ως προληπτικό μέτρο γενικώς η αναστολή των ατομικών διώξεων, χωρίς ειδικότερους προσδιορισμούς, ταυτίζεται το περιεχόμενο της απαγόρευσης με το περιεχόμενο της αρχής της αναστολής των ατομικών διώξεων, που καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρ. 25 παρ. 1 ΠτΚ, ώστε να μην είναι επιτρεπτή η άσκηση (αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής) αγωγής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι το διατασσόμενο προληπτικό μέτρο δεν εκτείνεται μέχρι την αναστολή των ατομικών διώξεων, αντίθετα περιορίζεται στην απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης, στις οποίες βέβαια δεν περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγής, πρέπει ο παραπάνω ισχυρισμός της πρώτης εναγόμενης να απορριφθεί ως αβάσιμος (βλ. και ad hoc ΜονΠρΑθ 1546/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 3, 57, 59, 174, 180, 200, 281, 288, 299, 325, 329, 330, 341, 345, 346 εδ. α’, 349, 350, 353, 361, 481, 482, 648, 649, 653, 655, 656, όπως το τελευταίο άρθρο αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 61 Ν. 4139/2013, 678, 904, 914, 932 ΑΚ, 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 Π. Δ. 178/2002, 1 της Κ. Υ. Α. Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδ. με άρθρ. 3 παρ. 1 A. Ν. 539/1945, 2, 3, 6 παρ. 1 Ν. 2112/1920, 5, 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955, 68, 70, 74 αριθ. 1, 106, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’, 946 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ως προς το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, επισημαίνεται ότι αυτό ερείδεται στην επικαλούμενη καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και στην εξ αυτής προσβολή της προσωπικότητάς του και όχι στη μη καταβολή των αποδοχών του, ως υπολαμβάνουν οι εναγόμενες, με αποτέλεσμα το αίτημα αυτό να είναι καθόλα νόμιμο, στηριζόμενο στις προαναφερόμενες διατάξεις, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην πιο πάνω, υπό στοιχείο II, νομική σκέψη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων. Πλην, όμως το παρεπόμενο αίτημα της τοκοδοσίας από τις 15-07-2013, ημέρα επίδοσης της προηγούμενης όμοιας με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../11-07-2013 αγωγής, πρέπει ως προς τη δεύτερη εναγομένη να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, η ως άνω προηγούμενη αγωγή δεν ασκήθηκε κατά της δεύτερης εναγομένης, παρά μόνο κατά της πρώτης. Ως εκ τούτου, η παραίτηση από την αγωγή αυτή κατέλυσε αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής, χωρίς να ανατρέψει τα αποτελέσματα της όχλησης, με συνέπεια να εξακολουθούν να οφείλονται τόκοι λόγω υπερημερίας της πρώτης εναγομένης κατ’ άρθρ. 345 ΑΚ (ΟλΑΠ 13/1994 ΝοΒ 1996.33, ΑΠ 1173/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2014 ΕφΑΔ 2014.295), η όχληση, όμως, όπως και τα αποτελέσματα της, επήλθαν λόγω της υποκειμενικής ενέργειάς της μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη (άρθρ. 486 ΑΚ – βλ. σχετ. ΑΠ 208/2012 ΧρΙΔ 2013.439, ΕφΠειρ 178/2004 ΠειρΝομ 2004.164 – Βαθρακοκοίλης Β., Ερμηνεία ΑΚ, άρθρ. 486 αριθ. 3). Ομοίως, το παρεπόμενο αίτημα της τοκοδοσίας από τον χρόνο που κάθε αξίωση κατέστη απαιτητή πρέπει ως προς το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 914, 297, 340, 345 και 346 ΑΚ, για την αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία που επιδικάζεται σε χρήμα, τόκοι οφείλονται όχι από τον χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, αλλά από τότε που ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος, δηλαδή, καθώς δεν καθιερώνεται δήλη ημέρα καταβολής, από τότε που ο τελευταίος οχλήθηκε από τον δανειστή είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς, με επίδοση -στην τελευταία περίπτωση- αγωγής περί αποζημίωσης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1.665/1990 ΕλλΔνη 33.335, ΑΠ 1.724/1991 ΕλλΔνη 34.341, ΑΠ 310/1993 ΕλλΔνη 35.1528, ΑΠ 1.253/2003 ΕλλΔνη 2004.487, ΕφΠειρ 576/2006 ΔΕΕ 2008.75, ΕφΑθ 6.847/2007 ΔΕΕ 2008.345, ΕφΑθ 2.897/2010 ΔΕΕ 2011.78). Ομοίως, ως προς την επικουρικώς προβαλλόμενη βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 340, 345, 346, 910 και 911 ΑΚ, δεν ορίζεται δήλη ημέρα πληρωμής επί πλουτισμού, συνιστάμενου σε χρηματική παροχή, και οι τόκοι για αυτόν αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής ή της τυχόν προηγηθείσας όχλησης ή εν πάση περιπτώσει αφότου έλαβε γνώση ο οφειλέτης ότι οφείλει να επιστρέφει τη παροχή στον δανειστή (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 233/2004 ΕΕργΔ 2004.856, ΑΠ 424/2010 ΔΕΕ 2010.838). Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή όσον αφορά τα αναγνωριστικά αιτήματά της, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές (αποφάσεις), η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (βλ. ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004.1470 – Νίκα Ν., Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως I – Γενικό μέρος, 2010, σελ. 199). Επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Το δικαίωμα επίσχεσης της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρ. 281 ΑΚ. Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς για αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1264/1986 ΝοΒ 1987.915, ΑΠ 1153/2009 όπ. παραπ., ΑΠ 1502/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1585/2005 ΔΕΕ 2006.418, ΕφΘεσ 483/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 173/2012 – Βλαστός Σ., Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 299, Γεωργιάδης/Σταθόπουλος, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρ. 652 αριθ. 108). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 26 παρ. 5 A. Ν. 1846/1951, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να παρακρατεί από τον μισθό την εργατική εισφορά, που υπολογίζεται στις πραγματικές αποδοχές του εργαζομένου και αποτελεί μέρος αυτών, καθώς και να καταβάλει αυτή στο Ι. Κ. Α., διαφορετικά βαρύνεται ο ίδιος με την καταβολή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης που κατέβαλε ήδη τις εν λόγω εισφορές, δεν μπορεί να τις αναζητήσει από τον εργαζόμενο. Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη εκουσίως ή συνεπεία Π. Ε. Ε. καταβάλει στο Ι. Κ. Α. τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής κατά το άρθρ. 416 ΑΚ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξίωσης του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (ΑΠ 383/2012 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες, με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθειμένες (κοινές) προτάσεις τους, συνομολογούν, κατ’ άρθρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, τον χρόνο πρόσληψης του ενάγοντος, το ύψος των συμφωνημένων αποδοχών του, την υποβολή εναντίον του έγκλησης και την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, κατά τα λοιπά δε αρνούνται αιτιολογημένους την ιστορική βάση της αγωγής. Εξάλλου, οι εναγόμενες, με τις προτάσεις τους και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στο I. Κ. Α. και στο Δημόσιο τις εισφορές και τον Φ. Μ. Υ. που αναλογούν στον ενάγοντα για τους προσδιοριζόμενους μήνες κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα ποσά ανά μήνα. Ο ισχυρισμός αυτός περί μερικής καταβολής είναι νόμιμος, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρ. 416 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, ισχυρίζονται επικουρικώς ότι το δικαίωμα επίσχεσης του ενάγοντος ασκήθηκε καταχρηστικώς, δεδομένου ότι η πρώτη (εναγομένη) ήταν επί σειρά ετών συνεπής στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η δε μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του οφείλεται σε οικονομική δυσπραγία της λόγω της γενικότερης οικονομικής ύφεσης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρ. 281, 325, 342, 656 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Οι ισχυρισμοί των εναγομένων, πρέπει να ερευνηθούν, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και τη χωρίς όρκο κατάθεση της νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης (άρθρ. 415 παρ. 1, 416 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 745/2007 ΕΠολΔ 2008.388), που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και λαμβάνονται υπόψη, τόσο για άμεση απόδειξη, όσο και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού δεν αποκλείεται η απόδειξη με μάρτυρες (άρθρ. 336 παρ. 3, 339, 393 και 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) και οι υπ’ αριθμούς …../02-12-2013 και …../02-12-2013 ένορκες βεβαιώσεις του ….. ….. του ….. και του ….. ….. του ….., αντιστοίχως, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών Ιωάννη Μωραΐτη, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, οι οποίες ελήφθησαν με αφορμή άλλη δίκη και ως εκ τούτου δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά αποτελούν απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 75/2007, ΑΠ 338/2007, ΑΠ 621/2014 ΝΟΜΟΣ), τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. …../02-06-2014 ….. ….. του ….., αντιστοίχως, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών Δήμητρας Στέφη, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρ. 339 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 36 του Ν. 3994/2011), διότι ελήφθησαν στο πλαίσιο της παρούσας δίκης νομοτύπως και εμπροθέσμως, ύστερα από κλήτευση (βλ. κλήση που περιέχεται στην υπό κρίση επιδοθείσα αγωγή) των αντιδίκων πριν είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες (άρθρ. 671 παρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ), από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρ. 261 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 811/2008 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία εκμεταλλεύεται βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικών πινάκων διανομής και ηλεκτρονικών αυτοματισμών. Την 2η Μαΐου 2011 προσέλαβε τον ενάγοντα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και οκτώ ώρες ημερησίως με την ειδικότητα του συγκολλητή μετάλλων, αντί συμφωνημένου ημερομισθίου ανερχόμενου, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 35,00 ευρώ. Παρόλο που ο ενάγων παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες του, η πρώτη εναγομένη από τον μήνα Νοέμβριο του 2011 άρχισε να μην είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της απέναντι στον ενάγοντα μισθωτό, που απέρρεαν από την εργασιακή σύμβαση και την εργατική νομοθεσία, καταβάλλοντας εκπρόθεσμα και τμηματικά τις μηνιαίες αποδοχές του. Λόγω της υπερβολικής καθυστέρησης της πρώτης εναγομένης ως προς την καταβολή των αποδοχών, η οφειλή της προς τον ενάγοντα διογκώθηκε, ανερχόμενη περί το τέλος Νοεμβρίου 2012 στο ποσό των 5.817,70 ευρώ. Εξαιτίας του αξιόλογου της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών του και του μεγάλου ύψους των καθυστερούμενών αποδοχών, σε συνάρτηση προς τις ατομικές και οικογενειακές οικονομικές του ανάγκες, ο ενάγων, αφού εξάντλησε κάθε περιθώριο υπομονής και αφού επανειλημμένως όχλησε την πρώτη εναγομένη για την καταβολή των οφειλομένων, επέδωσε σε αυτήν την 28η Νοεμβρίου 2012 (βλ. την με αριθμό …../28-11-2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη) την από 27-11-2012 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση και δήλωσή του, με την οποία την καλούσε να του καταβάλει εντός δέκα (10) ημερών από την επίδοση, τις δεδουλευμένες αποδοχές του που περιλαμβάνονταν στο χρονικό διάστημα από τον μήνα Δεκέμβριο 2011 μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο 2012, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη δήλωση αυτή, συνολικού ύψους 5.817,70 ευρώ, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης. Επειδή η πρώτη εναγόμενη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τους δεδουλευμένους μισθούς του, ο ενάγων, με την από 10-12-2012 εξώδικη διαμαρτυρία και δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν στην πρώτη εναγομένη (βλ. την από 10-12-2012 έγγραφη δήλωση του ενάγοντος και την υπ’ αριθ. …../10-12-2012 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του. Στην εν λόγω έγγραφη δήλωση αναφέρονται με σαφήνεια κατά ποσό, είδος και αιτία οι ληξιπρόθεσμες αξιώσεις του ενάγοντος για τις οποίες ασκείται το δικαίωμα της επίσχεσης (δηλαδή για δεδουλευμένες αποδοχές Δεκεμβρίου 2011, Μαρτίου 2012, Απριλίου 2012, Μαΐου 2012, Ιουνίου 2012, Ιουλίου 2012, Αυγούστου 2012 και Οκτωβρίου 2012 με ειδική αναφορά του ακριβούς χρηματικού ποσού για κάθε επιμέρους αξίωση) και διατυπώνεται σαφώς η βούληση του ενάγοντος να παύσει να παρέχει την εργασία του από την 10η Δεκεμβρίου 2012 μέχρι η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές του. Την ίδια δε ημέρα (10-12-2012) προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης …..) και αιτήθηκε τη διενέργεια εργατικής διαφοράς. Η ως άνω, από 10-12-2012, δήλωση του ενάγοντος συνιστά άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του με την έννοια που απαιτείται, εφόσον σε αυτήν περιέχεται σαφής βούλησή του να παύσει να παρέχει την εργασία του μέχρι η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές του, ενώ αναφέρονται με σαφήνεια κατά ποσό, είδος και αιτία οι ληξιπρόθεσμες αξιώσεις για τις οποίες ασκείται το δικαίωμα της επίσχεσης. Με την ως άνω νομότυπη άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης η πρώτη εναγομένη εργοδότρια εταιρία, η οποία ήταν μεν πρόθυμη να δεχθεί την παροχή που της προσφερόταν (εργασία του ενάγοντος) αλλά δεν προσέφερε την αντιπαροχή που της ζητούνταν (δεδουλευμένοι μισθοί), κατέστη υπερήμερος δανειστής (άρθρ. 353 ΑΚ). Συνέπεια της υπερημερίας της πρώτης εναγομένης ως προς την αποδοχή της εργασίας είναι ότι οφείλει μισθούς για το χρονικό διάστημα που ο ενάγων δεν παρείχε την εργασία του λόγω της επίσχεσης. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη διαθέτει ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από: α) μία διώροφη οικία με υπόγειο επί της ….., β) ένα βιομηχανικό κτίριο συγκείμενο από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο, συνολικής επιφάνειας 1.871,61 τ. μ., ευρισκόμενο στη θέση «…..» ….., γ) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 308,62 τ. μ. επί της οδού ….. στη θέση «…..» ….., δ) δύο αγροτεμάχια επιφάνειας 292,40 τ. μ. το καθένα, ευρισκόμενα το ένα επί της οδού ….. και το άλλο επί της οδού ….. στη θέση «…..» ….., ε) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 290,00 τ. μ. επί της οδού ….. στη θέση «…..» …..και στ) ένα αγροτεμάχιο επιφάνειας 564,80 τ. μ. επί της οδού ….. στη θέση «…..» ….. (βλ. την από 23-04-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../25-04-2013 αίτηση έναρξης διαδικασίας συνδιαλλαγής της πρώτης εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και την από 27-12-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../2013 δήλωση παύσης πληρωμών – αίτηση πτώχευσης της ίδιας εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Σύμφωνα με τον ισολογισμό της έτους 2011, κατά το έτος αυτό είχε κύκλο εργασιών (πωλήσεις) ύψους 11.544.679,70 ευρώ και διαθέσιμα (ταμείο και καταθέσεις) ύψους 301.817,84 ευρώ. Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις επί του ισολογισμού αυτού του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ….. ….., η αξία κτήσης των μηχανημάτων της εναγομένης προσαυξήθηκε, πέραν του κόστους κατασκευής τους, και με δαπάνες που αφορούν επισκευή και συντήρηση μηχανημάτων ποσού 2.610.850,10 ευρώ, καθώς και με υπόλοιπα λογαριασμών απαιτήσεων ποσού 2.610.850,10 ευρώ, με συνέπεια το κονδύλιο του ισολογισμού «μηχανήματα» να εμφανίζεται αυξημένο κατά 5.294.677,97 ευρώ, ενώ οι απαιτήσεις της εταιρίας μειωμένες κατά 2.610.850,10 ευρώ και τα αποτελέσματα χρήσης και ίδια κεφάλαια ισόποσα αυξημένα κατά 2.683.827,87 ευρώ. Οι ως άνω δε απαιτήσεις, ύψους 2.610.850,10 ευρώ, αφορούν απολήψεις μελών της διοίκησης και εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρ. 23α του Ν. 2190/1920 (βλ. επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από όλους τους διαδίκους ισολογισμό της πρώτης εναγομένης έτους 2011 και τη συνημμένη σε αυτόν από 31-05-2012 έκθεση ελέγχου του ανεξάρτητου Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή ….. …..). Κατά την προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες, από 29-04-2014, έκθεση ευρημάτων του Ελεγκτή ….. ….. διενεργήθηκαν στον ισολογισμό οι κατάλληλες λογιστικές εγγραφές, με τις οποίες μειώθηκε κατά το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ο λογαριασμός «μηχανήματα» και προσαυξήθηκε ισόποσα ο λογαριασμός απαιτήσεων της εταιρίας από τα Όργανα της Διοίκησης. Από το ποσό των 2.610.850,10 ευρώ ένα μέρος, και ειδικότερα το ποσό των 1.404.641,84 ευρώ, συμψηφίστηκε με υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης προς τα όργανα της διοίκησης από προηγούμενες χρήσεις, πλην, όμως, το υπόλοιπο, ύψους 1.206.208,26 ευρώ, επιβάρυνε τα αποτελέσματα χρήσης. Ενώ, λοιπόν, η πρώτη εναγομένη διατηρούσε ιδιαίτερα σημαντικές απαιτήσεις κατά των οργάνων της διοίκησής της, ύψους τουλάχιστον 1.206.208,26 ευρώ, σε ουδεμία ενέργεια προέβη προκειμένου να τις ικανοποιήσει και να καταβάλει στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του. Από το τέλος του 2011 η πρώτη εναγομένη άρχισε να εμφανίζει προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2012 να εκδοθεί εναντίον της διαταγή πληρωμής ποσού 174.157,40 ευρώ από τη ….. ….., που είχε αναλάβει τον ανεφοδιασμό με καύσιμα των υβριδικών σταθμών που διατηρεί η εναγομένη στη Βόρεια Ελλάδα. Τα οικονομικά της προβλήματα εντάθηκαν στη συνέχεια και από το Δεκέμβριο του 2012 και μετά εκδόθηκαν εναντίον της (πρώτης εναγομένης) και άλλες διαταγές πληρωμής, ενώ επιβλήθηκαν σε βάρος της και κατασχέσεις διαφόρων ποσών στα χέρια τρίτων οφειλετών της. Τα οικονομικά της δεδομένα και τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπισε η πρώτη εναγομένη δεν ήταν γνωστά στον ενάγοντα, αφού αυτός ούτε σε θέση σχετιζόμενη με τα οικονομικά της επιχείρησης εργαζόταν ούτε ενημέρωση έλαβε σχετικά από την εναγομένη, ακόμη και μετά την αποστολή προς αυτήν της από 27-11-2012 εξώδικης δήλωσής του, στην οποία η πρώτη εναγομένη δεν απάντησε. Εξάλλου, η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος, για τις οποίες ασκήθηκε η επίσχεση εργασίας, ήταν υπαίτια διότι η πρώτη εναγομένη αν και μπορούσε ουδέν έπραξε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έγκαιρη πληρωμή του ενάγοντος εργαζομένου της. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη αφενός μεν διέθετε ακίνητη περιουσία, όπως προαναφέρθηκε, από τη ρευστοποίηση μικρού μέρους της οποίας θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του ενάγοντος, αφετέρου δε διατηρούσε απαιτήσεις κατά των οργάνων της διοίκησής της από απολήψεις χρηματικών ποσών στις οποίες είχαν προβεί αυτά, ύψους, τουλάχιστον, 1.206.208,26 ευρώ (σύμφωνα με την έκθεση που η ίδια προσκόμισε), από την είσπραξη των οποίων θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα προβλήματα ρευστότητας και οπωσδήποτε θα μπορούσε ευχερώς και εγκαίρως να καταβάλει στον ενάγοντα τα οφειλόμενα ποσά. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά τη συζήτηση της διαφοράς των διαδίκων την 18η Ιανουαρίου 2013 στην Επιθεώρηση Εργασίας, η εναγομένη αν και αναγνώρισε δια του παραστάντος κατά τη συζήτηση αυτή εκπροσώπου της τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς τον ενάγοντα, εντούτοις δεν υπέβαλε καμία πρόταση για την εξόφλησή τους, γεγονός που επισημάνθηκε από την Επόπτρια Εργασίας και συνεστήθη στον παρασταθέντα εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης η άμεση υποβολή συγκεκριμένου πλάνου διακανονισμού και εξόφλησης των οφειλών. Μετά ταύτα, με την από 31-01-2013 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο Δικηγόρο του ενάγοντος την 1η Φεβρουαρίου 2013, η πρώτη εναγομένη πρότεινε στον ενάγοντα, προκειμένου να διακόψει την επίσχεση εργασίας του, να αποδεχθεί την τμηματική καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του σε εννέα (9) μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 28-02-2013. Την πρόταση αυτή απέρριψε ο ενάγων με την από 04-02-2013 εξώδικη δήλωση που απηύθυνε προς την πρώτη εναγομένη, θεωρώντας την ως προσχηματική, καθόσον δεν του προσφέρθηκε άμεσα κανένα ποσό έναντι των οφειλομένων, η αποπληρωμή των οποίων μετατίθετο σε βάθος εννεάμηνου και ουδεμία ασφάλεια του παρεσχέθη. Όμως, ο ενάγων, με το ίδιο έγγραφό του, αντιπρότεινε στην πρώτη εναγομένη, προκειμένου να διακόψει την επίσχεση της εργασίας του, να του καταβάλει άμεσα μόνο το ήμισυ των ληξιπρόθεσμων αποδοχών του και το υπόλοιπο δεχόταν να του καταβληθεί ατόκως σε πέντε (5) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, της πρώτης πληρωτέας την 28η Φεβρουαρίου 2013, με την αποδοχή εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ισαρίθμων και ισόποσων με τις δόσεις αυτές συναλλαγματικών ή με την παροχή άλλης ασφάλειας. Στην αντιπρόταση αυτή του ενάγοντος η πρώτη εναγομένη δεν απάντησε. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένων υπόψη του αξιόλογου της καθυστέρησης πληρωμής των δεδουλευμένων μισθών του ενάγοντος, του μεγάλου ύψους των καθυστερούμενων αποδοχών σε συνάρτηση προς τις ατομικές και οικογενειακές οικονομικές ανάγκες του, και της προαναφερόμενης υπαιτιότητας των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης στην καθυστέρηση της καταβολής των δεδουλευμένων του, ο ενάγων δεν άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης καταχρηστικώς, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμης. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι την 14η Μαΐου 2013, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως με την από 13-05-2013 καταγγελία της, τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, κατόπιν άσκησης έγκλησης σε βάρος του για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης ανώνυμης εταιρίας (άρθρ. 364 ΠΚ). Ειδικότερα, με την από 09-05-2013 έγκλησή της (A. Β. Μ. Α2013/…..) ισχυρίστηκε ότι ο εναγών, μαζί με άλλους συναδέλφους του, διαδίδει με αναρτήσεις σε διαδικτυακούς χώρους δυσφημιστικά σχόλια που βλάπτουν την τιμή και την υπόληψη της εταιρίας. Με βάση την έγκληση αυτή ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης ανώνυμης εταιρίας από κοινού και η υπόθεση εκκρεμεί για προσδιορισμό δικασίμου ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …../14-10-2015 πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών). Πλην, όμως, δυνάμει του άρθρ. 8 παρ. 3α Ν. 4198/2013 (ΦΕΚ Α’ 215/11-10-2013) «παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι 31.8.2013: α) των πταισμάτων και β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. Στην περίπτωση των πλημμελημάτων, εάν ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη». Από την προαναφερθείσα έγκληση δεν προκύπτει με σαφήνεια ο φερόμενος χρόνος τέλεσης της καταγγελθείσας πράξης, πλην, όμως, αυτός τοποθετείται σίγουρα πριν τον Μάιο του 2013, οπότε κατατέθηκε η έγκληση, ενώ, εξάλλου, από το υπόμνημα που κατέθεσε στην Πταισματοδίκη Χαλανδρίου η εγκαλούσα εταιρία, κατόπιν κλήσης που έλαβε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για παροχή επιπρόσθετων στοιχείων, προκύπτει ότι οι φερόμενες ως δυσφημιστικές αναρτήσεις σε διαδικτυακούς τόπους φέρονται ότι έλαβαν χώρα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2013, δηλαδή πριν την 31η Αυγούστου 2013, που τίθεται ως χρονικό όριο με τη διάταξη του άρθρ. 8 παρ. 3α Ν. 4198/2013. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 364 ΠΚ για το αδίκημα της δυσφήμισης ανώνυμης εταιρίας απειλείται στο νόμο ποινή φυλάκισης έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι για την επίμαχη αξιόποινη πράξη παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η ποινική δίωξη κατ’ άρθρ. 8 παρ. 3α περ. β’ Ν. 4198/2013, δεδομένου ότι πρόκειται για πλημμέλημα που φέρεται ότι τελέσθηκε μέχρι 31-08-2013 και ο νόμος απειλεί για αυτό ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή, ενώ δεν εμπίπτει η εν λόγω κατηγορία στις εξαιρέσεις του άρθρ. 8 παρ. 3δ Ν. 4198/2013. Συνεπώς δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση εκκρεμής ποινική αγωγή, η έκβαση της οποίας να επηρεάζει τη διάγνωση της επίδικης διαφοράς, ώστε να μπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης κατ’ άρθρ. 250 ΚΠολΔ απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος των εναγομένων, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 8 παρ. 3β Ν. 4198/2013 η δικογραφία που αφορά την παραπάνω αξιόποινη πράξη τίθεται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Στην προκείμενη περίπτωση που η απαλλαγή του εγκαλούμενου εργαζομένου στηρίζεται στη συνδρομή λόγου που εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης (όπως εν προκειμένω η υφ’ όρον παραγραφή) το υποστατό ή μη της κατηγορίας που αποδόθηκε στον ενάγοντα εργαζόμενο με την προαναφερθείσα έγκληση θα κριθεί παρεμπιπτόντως από το παρόν Δικαστήριο. Από τη συσχέτιση του συνόλου των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων, λαμβανομένου υπόψη και του όλως αόριστου περιεχομένου της επίμαχης έγκλησης της πρώτης εναγομένης, στην οποία ουδεμία αναφορά γίνεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να συνδέονται με τον ενάγοντα, συνάγεται ότι η κατηγορία που φέρεται κατά του ενάγοντος με την προαναφερόμενη έγκληση είναι εντελώς αβάσιμη, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε το περιεχόμενό της από κανένα αποδεικτικό μέσο. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι ενώ στο υπόμνημα που κατέθεσε στην Πταισματοδίκη Χαλανδρίου η εγκαλούσα εταιρία, κατόπιν κλήσης που έλαβε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για παροχή επιπρόσθετων στοιχείων, γίνεται αναφορά σε δύο φερόμενα ως δημοσιευμένα στο διαδίκτυο συκοφαντικά αποσπάσματα, αυτά δεν προσκομίζονται καν από τις εναγόμενες. Άλλωστε, και από την γενικόλογη ανωμοτί κατάθεση της νόμιμης εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης, στην οποία δεν περιέχεται αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, δεν μπορεί να σχηματισθεί ασφαλής δικανική πεποίθηση ότι πράγματι έλαβε χώρα εκ μέρους του ενάγοντος η καταγγελλόμενη πράξη. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοιου περιεχομένου έγκληση της πρώτης εναγομένης κατά άλλης ομάδας εργαζομένων της, δηλαδή η από 05-07-2013 και υπό στοιχεία A. Β. Μ. Α2013/…… έγκληση, απορρίφθηκε ως εντελώς αβάσιμη, κατ’ άρθρ. 47 παρ. 2 ΚΠΔ, δυνάμει της υπ’ αριθ. ΕΓ/……/1……/ ……/03-08-2014 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η αβασιμότητα της πιο πάνω κατηγορίας σε συνδυασμό με το σύνολο των λοιπών περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης οδηγεί στην κρίση ότι η πρώτη εναγομένη υπέβαλε την έγκληση κατά του ενάγοντος προσχηματικά, εν γνώσει της αθωότητάς του, επικαλούμενη ψευδή πραγματικά περιστατικά. Η συναρτώμενη προς την ψευδή έγκληση καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης. Αντίθετα, αφενός μεν υπαγορεύτηκε από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, και δη από εμπάθεια συνεπεία της προηγηθείσας νόμιμης άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του, συμπεριφοράς δηλαδή αντίθετης προς τα συμφέροντά της, αφετέρου δε έγινε με τον αποδοκιμαζόμενο από την έννομη τάξη σκοπό να αποφύγει την εκπλήρωση της νόμιμης υποχρέωσής της για την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά καθιστούν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος καταγγελίας και ως εκ τούτου άκυρη ήδη από την άσκησή της, δηλαδή από 14-05-2013, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη, που εκτίθεται στην αρχή της παρούσας. Άκυρη δε τυγχάνει η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν καταβλήθηκε σε αυτόν η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (άρθρ. 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955). Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία συνιστούσε στην πραγματικότητα μια οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ιδρύθηκε από τον …… ……, στη μετοχική σύνθεση και το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας μετείχε από τη σύστασή της, πλην του ιδίου, και η θυγατέρα του, …… ……. Δυνάμει δε της από 30-06-2012 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης και του από 30-06-2012 πρακτικού Δ. Σ., το Διοικητικό Συμβούλιο της πρώτης εναγομένης συγκροτήθηκε από τον …… …… ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, τη …… …… ως Αντιπρόεδρο και τη …… …… ως μέλος. Στις 07-08-2013, η μέτοχος και Αντιπρόεδρος του Δ. Σ. της πρώτης εναγομένης, …… ……, συνέστησε, δυνάμει της με αριθμό ……/07-08-2013 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Γκριόγλου, τη δεύτερη εναγομένη μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……». Το πρώτο δε Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία συγκροτήθηκε από τη …… …… του ……, ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, τη …… …… του ……, ως μέλος, και την …… …… ως μέλος. Η δεύτερη εναγόμενη εταιρία έχει ακριβώς τον ίδιο καταστατικό σκοπό με την πρώτη εναγομένη (βλ. αντίστοιχα Φ. Ε. Κ. Τεύχος A. Ε. και Ε. Π. Ε. ……/08-08-2013 και ……/05-12-1997) και ακριβώς το ίδιο αντικείμενο εργασιών, ασκεί ακριβώς την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα και λειτουργεί στις ίδιες με αυτήν κτιριακές εγκαταστάσεις στη …… Αττικής (οδός …… αριθ. …), χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ίδιο τηλεφωνικό αριθμό και αριθμό τηλεομοιοτυπίας (φαξ). Η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται, βεβαίως, ότι μίσθωσε τον χώρο όπου λειτουργεί από την πρώτη εναγομένη, πλην όμως δεν προσκομίζεται το έγγραφο συμφωνητικό μίσθωσης, από το οποίο θα αποδεικνυόταν ευχερώς ο ισχυρισμός της αυτός. Επίσης, στη δεύτερη εναγομένη μεταβιβάστηκε το σύνολο του υλικοτεχνικού εξοπλισμού (μηχανήματα, ηλεκτρολογικός εξοπλισμός εργασίας κλπ. – βλ. τη με αριθμό ……/…/…/……/29-10-2013 απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, από την οποία προκύπτει ότι η ορισθείσα ανάδοχος του αναφερόμενου έργου δεύτερη εναγομένη αναλαμβάνει να εκτελέσει το έργο με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό της πρώτης, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης), καθώς και το σύνολο της πελατείας, αλλά και η τεχνογνωσία της πρώτης εναγομένης. Σημειωτέον ότι μόνον από το μητρώο παγίων της …… …… οικονομικού έτους 2012 που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες δεν μπορεί να συναχθεί αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα, ότι δηλαδή δεν μεταβιβάσθηκε ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός από την πρώτη στη δεύτερη των εναγομένων. Μάλιστα, η δεύτερη εναγομένη εμφανίζεται στις συναλλαγές της ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης, συνεχίζοντας την εκτέλεση των εκκρεμών συμβάσεων και την εν γένει οικονομική δραστηριότητα της τελευταίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη με αριθμό ……/10-02-2014 απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου ……, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, η δεύτερη εναγομένη -στην οποία με την ίδια απόφαση ανατέθηκαν ηλεκτρολογικές εργασίες επισκευής και ελέγχου καλής λειτουργίας του συστήματος διαχείρισης ελέγχου του κτιρίου του νοσοκομείου, που είχε εγκαταστήσει η πρώτη εναγομένη- χαρακτηρίζεται ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης. Ακόμη, η δεύτερη εναγομένη επικαλείται στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο και τη σύμβαση που είχε συνάψει η πρώτη εναγομένη με την εταιρία «……» (project …… 2011-2014), μολονότι η ίδια δεν είχε καν συσταθεί έως τον Αύγουστο του 2013, καθώς αναφέρει πως τα υβριδικά της συστήματα έχουν δοκιμαστεί στο πεδίο για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, ενώ ταυτόχρονα δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο η καταγγελία της προαναφερόμενης σύμβασης από την εταιρία «……». Επίσης, στην ιστοσελίδα της, η δεύτερη εναγομένη αναφέρει ότι στηρίζεται στην πολυετή τεχνογνωσία, στο πλούσιο πελατολόγιο και στη μακρόχρονη πείρα της πρώτης εναγομένης, αυτοπροσδιορίζεται ευθέως ως διάδοχος της πρώτης εναγομένης («Η …… γεννήθηκε από τα σπλάχνα της …….»), ενώ ακόμη και ο διακριτικός τίτλος της δεύτερης εναγομένης («……») είναι παραπλήσιος αυτού της πρώτης («……»). Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι στη δεύτερη από αυτούς (……) εργάζονται μόνον δύο εργαζόμενοι, δεν μπορεί να γίνει δεκτός κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεδομένου ότι το αντικείμενο εργασιών της εταιρίας, όπως εκτέθηκε παραπάνω, δεν δικαιολογεί την ύπαρξη τόσο ολιγάριθμου προσωπικού. Από τα παραπάνω στοιχεία, εκτιμώμενα στο πλαίσιο μιας συνολικής αξιολόγησης, συνάγεται ότι η επιχείρηση της πρώτης εναγομένης διατήρησε την ταυτότητά της και υπό τον νέο φορέα της, δηλαδή τη δεύτερη εναγομένη, και ότι επήλθε μεταβίβαση επιχείρησης με την έννοια των διατάξεων των άρθρ. 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2 του Π. Δ. 178/2002, καθώς και διαδοχή μεταξύ της προηγούμενης εργοδότριας του ενάγοντος, δηλαδή της πρώτης εναγομένης, και της δεύτερης εναγομένης νέας εργοδότριας εταιρίας, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας. Με βάση τα παραπάνω και δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ενόψει και λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, με μοναδικό σκοπό να απαλλαγεί η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση από οφειλές για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, η απόλυση του ενάγοντος είναι άκυρη και για τον επιπλέον λόγο ότι αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 Π. Δ. 178/2002, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο III μείζονα σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται, ότι η πρώτη εναγομένη, ενόψει της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης, και προκειμένου η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση να απαλλαγεί από οφειλές από δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας, προέβη σε καταγγελία χωρίς την καταβολή αποζημίωσης των συμβάσεων εργασίας και άλλων εργαζομένων, που είχαν επίσης ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης (βλ. τις εξώδικες δηλώσεις-καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… ……, …… …… και …… ……, που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, καθώς και την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης). Λόγω της ως άνω μεταβίβασης, η διάδοχος δεύτερη εναγόμενη εργοδότρια εταιρία υποκατέστησε αυτοδίκαια την αρχική εργοδότρια πρώτη εναγομένη, με συνέπεια αφενός μεν ο ενάγων να συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πρώτη εναγομένη είναι, όπως προαναφέρθηκε, (πολλαπλώς) άκυρη (άρθρ. 180 ΑΚ), αφετέρου δε οι αξιώσεις του ενάγοντος, που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας του με την αρχική εργοδότρια του και υφίσταντο κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, να βαρύνουν εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής και τη διάδοχο δεύτερη εναγομένη. Η δε δεύτερη εναγομένη ευθύνεται αποκλειστικώς για τις απαιτήσεις του ενάγοντος που γεννήθηκαν μετά τη διαδοχή, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπερημερία της πρώτης εναγομένης, από τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους του ενάγοντος, συνεχίστηκε στο πρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, χωρίς να απαιτείται γνώση εκ μέρους της ή προσφορά των υπηρεσιών του ενάγοντος σε αυτήν (πρβλ. ΑΠ 1697/1998 ΔΕΝ 2001.228, ΕφΑθ 106/1984 ΕΕργΔ 1984.222, ΕφΑθ 9825/1991 ΑρχΝ 1992.356 – Ζερδελή Δ., Το Δίκαιο της Καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σελ. 823, παρ. 1430). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο ενάγων άσκησε την 10η Δεκεμβρίου 2012 το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας μέχρι να καταβληθούν οι ληξιπρόθεσμες δεδουλευμένες αποδοχές του, σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης κατέστησε, όπως ήδη αναφέρθηκε, την έως τότε εργοδότριά του, πρώτη εναγομένη εταιρία, υπερήμερο δανειστή (άρθρ. 353 ΑΚ). Η κατάσταση αυτή της υπερημερίας δεν αποδείχθηκε ότι έπαυσε με κάποιον νόμιμο τρόπο μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014 (ένδικο διάστημα μισθών υπερημερίας από 10-12-2012 έως 31-12-2014), εφόσον αποδείχθηκε ότι η προαναφερόμενη, από 14-05-2013, καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη και συνεπώς δεν έλυσε εγκύρως τη σύμβαση. Άλλωστε, η υπερημερία της πρώτης εναγομένης δεν έπαυσε ούτε με την απασχόληση του ενάγοντος από 03-06-2013 σε άλλον εργοδότη, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του εδ. β’ του άρθρ. 656 ΑΚ, που, στην περίπτωση αυτή (απασχόληση σε άλλον εργοδότη), παρέχει απλώς δικαίωμα στον εργοδότη να αφαιρέσει από τους οφειλόμενους μισθούς κάθε τι που ωφελήθηκε ο εργαζόμενος από την παροχή της εργασίας του αλλού, πράγμα που προϋποθέτει ότι διατηρείται η υπερημερία του εργοδότη (βλ. ΑΠ 1420/1990 ΔΕΝ 1993.468, ΕφΑθ 12.910/1988 ΕλλΔνη 1990.161 – Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 754, παρ. 1194). Επίσης, η υπερημερία της πρώτης εναγομένης δεν έπαυσε ούτε με την από 31-01-2013 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον πληρεξούσιο Δικηγόρο του ενάγοντος την 1η Φεβρουαρίου 2013, με την οποία η πρώτη εναγομένη πρότεινε στον ενάγοντα, προκειμένου να διακόψει την επίσχεση εργασίας του, να αποδεχθεί την τμηματική καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του σε εννέα (9) μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 28-02-2013. Και τούτο διότι με την εν λόγω εξώδικη δήλωση δήλωνε μεν ότι ήταν πρόθυμη να δεχθεί άμεσα την παροχή της εργασίας του ενάγοντος, δεν προσέφερε, όμως, την αντιπαροχή που όφειλε και της είχε ήδη ζητηθεί, δηλαδή τους καθυστερούμενους μισθούς, για τους οποίους ο ενάγων είχε ήδη ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του (βλ. Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 755, παρ. 1196 και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία). Βάσει των προαναφερομένων, η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 01-12-2011 μέχρι 31-12-2014 για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, λόγω της άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, μετά το νομότυπο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής κατά το ποσό που έλαβε από την εργασία του σε άλλον εργοδότη, το συνολικό ποσό των [875,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2011 + 910,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2012 + 528,03 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Απριλίου 2012 + 910,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαΐου 2012 + 610,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2012 + 910,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουλίου 2012 + 440,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2012 + 630,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Οκτωβρίου 2012 + 630,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2012 + 140,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2012 + 894,32 για δώρο Χριστουγέννων έτους 2012 με συνυπολογισμό και της προσαύξησης, με συντελεστή 0,04166, της αναλογίας επιδόματος αδείας + 490,00 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2012 + 3.500,00 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας των μηνών Ιανουαρίου 2013 μέχρι και Απριλίου 2013 (25 εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα κατά μέσο όρο X 35,00 ευρώ ημερομίσθιο X 4 μήνες) + 546,87 για δώρο Πάσχα έτους 2013 με συνυπολογισμό και της προσαύξησης, με συντελεστή 0,04166, της αναλογίας επιδόματος αδείας + 840,44 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2013 (875,00 ευρώ – 34,56 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 183,80 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2013 (875,00 ευρώ – 691,20 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2013 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 114,68 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2013 (875,00 ευρώ – 760,32 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 280,33 ευρώ για επίδομα αδείας 2013 (13 ημερομίσθια των 35,00 ευρώ, δηλαδή 455,00 ευρώ – 174,67 ευρώ που έλαβε από άλλο εργοδότη) + 149,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2013 (875,00 ευρώ – 725,76 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2013 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 149,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2013 (875,00 ευρώ – 725,76 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 114,68 για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2013 (875,00 ευρώ – 760,32 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 202,16 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2013 (875,00 ευρώ, δηλαδή χωρίς την προσαύξηση, γιατί αυτή υπολογίζεται μία φορά το χρόνο – 672,84 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2014 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 183,80 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουαρίου 2014 (875,00 ευρώ – 691,20 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 149,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2014 (875,00 ευρώ – 725,76 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 114,68 αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2014 (875,00 ευρώ – 760,32 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 96,87 ευρώ για δώρο Πάσχα 2014 (546,87 δώρο Πάσχα έτους 2014 με συνυπολογισμό και της προσαύξησης, με συντελεστή 0,04166, της αναλογίας επιδόματος αδείας – 450,00 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 114,68 για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2014 (875,00 ευρώ – 760,32 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 149,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2014 (875,00 ευρώ – 725,76 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2014 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 149,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2014 (875,00 ευρώ – 725,76 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 80,60 ευρώ για επίδομα αδείας 2014 (455,00 ευρώ – 374,40 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 114,68 για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2014 (875,00 ευρώ – 760,32 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2014 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 183,80 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2014 (875,00 ευρώ – 691,20 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2014 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 125,00 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων 2014 (875,00 ευρώ, δηλαδή χωρίς την προσαύξηση, γιατί αυτή υπολογίζεται μία φορά το χρόνο – 750,00 ευρώ που έλαβε από άλλο εργοδότη) =] 16.095,02 ευρώ. Από το ποσό δε αυτό, η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη το ποσό των 13.680,11 ευρώ, που αντιστοιχεί στους προαναφερόμενους δεδουλευμένους μισθούς και μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 01-12-2011 μέχρι 30-09-2013, οπότε έλαβε χώρα η μεταβίβαση της επιχείρησης στη δεύτερη εναγομένη, δηλαδή [875,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2011 + 910,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαρτίου 2012 + 528,03 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Απριλίου 2012 + 910,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαΐου 2012 + 610,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουνίου 2012 + 910,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Ιουλίου 2012 + 440,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Αυγούστου 2012 + 630,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Οκτωβρίου 2012 + 630,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Νοεμβρίου 2012 + 140,00 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2012 + 894,32 για δώρο Χριστουγέννων έτους 2012 με συνυπολογισμό και της προσαύξησης, με συντελεστή 0,04166, της αναλογίας επιδόματος αδείας + 490,00 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2012 + 3.500,00 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας των μηνών Ιανουαρίου 2013 μέχρι και Απριλίου 2013 (25 εργάσιμες ημέρες κάθε μήνα κατά μέσο όρο X 35,00 ευρώ ημερομίσθιο X 4 μήνες) + 546,87 για δώρο Πάσχα έτους 2013 με συνυπολογισμό και της προσαύξησης, με συντελεστή 0,04166, της αναλογίας επιδόματος αδείας + 840,44 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2013 (875,00 ευρώ – 34,56 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 183,80 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2013 (875,00 ευρώ – 691,20 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 97,40 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2013 (875,00 ευρώ – 777,60 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 114,68 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2013 (875,00 ευρώ – 760,32 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη) + 280,33 ευρώ για επίδομα αδείας 2013 (13 ημερομίσθια των 35,00 ευρώ, δηλαδή 455,00 ευρώ – 174,67 ευρώ που έλαβε από άλλο εργοδότη) + 149,24 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2013 (875,00 ευρώ – 725,76 ευρώ που έλαβε από άλλον εργοδότη)]. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στο I. Κ. Α. και στο Δημόσιο τις ασφαλιστικές εισφορές και τον Φ. Μ. Υ., αντιστοίχως, που αναλογούν στον ενάγοντα και ειδικότερα το ποσό των 161,22 ευρώ για τον μήνα Δεκέμβριο 2011, το ποσό των 169,07 ευρώ για το δώρο Χριστουγέννων 2011, το ποσό των 77,88 ευρώ για επίδομα αδείας Χριστουγέννων 2011, το ποσό των 189,82 ευρώ για τον Μάρτιο του 2012, το ποσό των 181,07 ευρώ για τον Απρίλιο του 2012, το ποσό των 124,27 ευρώ για δώρο Πάσχα 2012, το ποσό των 189,71 ευρώ για τον Μάιο του 2012, το ποσό των 189,71 ευρώ για τον Ιούνιο του 2012, το ποσό των 189,72 ευρώ για τον Ιούλιο του 2012, το ποσό των 94,86 ευρώ για επίδομα αδείας 2012, το ποσό των 172,41 ευρώ για τον Αύγουστο του 2012, το ποσό των 103,18 ευρώ για τον Οκτώβριο του 2012, το ποσό των 103,18 ευρώ για τον Νοέμβριο του 2012, το ποσό των 103,17 ευρώ για τον Δεκέμβριο του 2012, το ποσό των 190,07 ευρώ για το δώρο Χριστουγέννων 2012, το ποσό των 280,94 ευρώ για τον Φεβρουάριο του 2013 και το ποσό των 86,06 ευρώ για το δώρο Πάσχα 2013, δηλαδή συνολικώς το ποσό των 2.606,34 ευρώ. Πλην, όμως, από τα γραμμάτια είσπραξης δόσεων καθυστερούμενων οφειλών και παρακράτησης καθυστερούμενων οφειλών, σε συνδυασμό με τα ταμειακά παραστατικά του I. Κ. Α., που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενες, προκύπτει, αντίστοιχα, μόνον η καταβολή ενός συνολικού ποσού εισφορών. Αντίθετα, ούτε από τα παραπάνω έγγραφα, ούτε από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα καταβληθέντα συνολικά ποσά αναφέρονται και στις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος ή έστω του συνόλου του προσωπικού της πρώτης εναγόμενης εταιρίας κατά τους αντίστοιχους μήνες, συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος, ούτε συνάγεται το ειδικότερο ποσό που καταβλήθηκε στο I. Κ. Α. και αναλογεί στις εισφορές του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθίαν, η ένσταση περί καταβολής των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Εξάλλου, το επίδομα ανεργίας του Ο. A. Ε. Δ. συνιστά παροχή άσχετη προς τη χρησιμοποίηση του ελεύθερου χρόνου του εργαζόμενου, ως εκ τούτου δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την υπερημερία του εργοδότη, με συνέπεια να μην αφαιρείται κατ’ άρθρ. 656 εδ. β’ ΑΚ ή δυνάμει ένστασης συμψηφισμού από τους μισθούς υπερημερίας με τη δικαστική απόφαση, ο δε εναγόμενος εργοδότης έχει μόνο το δικαίωμα, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που επιδίκασε μισθούς υπερημερίας, να αρνηθεί την πληρωμή τους στον ενάγοντα εργαζόμενο, μέχρι την προσκόμιση από τον τελευταίο βεβαίωσης του Ο. A. Ε. Δ., περί καταβολής ή μη σε αυτόν επιδόματος ανεργίας και ποίου ποσού, η οποία πρέπει να συγκοινοποιείται με την επιταγή προς πληρωμή κάτωθι απογράφου της σχετικής δικαστικής απόφασης, αλλιώς είναι αδύνατη η εκτέλεση, σε περίπτωση δε που προσκομισθεί η εν λόγω βεβαίωση του Ο. Α. Ε. Δ., ο εργοδότης δικαιούται να παρακρατήσει από τους μισθούς υπερημερίας το ποσό του επιδόματος ανεργίας και ακολούθως υποχρεούται να το αποδώσει στον Ο. A. Ε. Δ., κατ’ άρθρ. 31 Ν. Δ. 2698/1953, μόνο δε τη διαφορά μισθού – επιδόματος υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο (βλ. σχετ. ΕφΑθ 6694/1991 ΕλλΔνη 1993.142, ΕφΙωαν 450/2005 Αρμ. 2007.79, ΕφΘεσ 42/2009 ΝΟΜΟΣ – Λαναράς Κ., Νομοθεσία εργατική και ασφαλιστική, έκδ. 2014, σελ. 203, Ντάσιος Λ., Εργατικό δικονομικό δίκαιο, τ. Α/Ι, έκδ. 1999, σελ. 490-1). Με βάση τα παραπάνω, το αίτημα των εναγομένων περί αφαίρεσης από τις ένδικες αξιώσεις του ποσού των 2.282,40 ευρώ, το οποίο έλαβε ο ενάγων ως επιδότηση από τον Ο. A. Ε. Δ. κατά το διάστημα της επίσχεσης, αλυσιτελώς προβάλλεται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη με την ως άνω γενόμενη καταχρηστική καταγγελία, σε συνδυασμό με την προσχηματική υποβολή ψευδούς έγκλησης εναντίον του ενάγοντος, προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως την προσωπικότητά του, γιατί μειώθηκε ηθικά έναντι των συναδέλφων του και εθίγη η επαγγελματική και κοινωνική του υπόσταση, που αποτελούν εκφάνσεις της προσωπικότητάς του. Δικαιούται, συνεπώς, ο ενάγων να αξιώσει και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα παραπάνω και πρέπει, για την αιτία αυτή, να επιδικασθεί το ποσό των 2.000,00 ευρώ, το οποίο, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της ηθικής βλάβης, το είδος της προσβολής, τον βαθμό του πταίσματος (δόλος) των αρμοδίων οργάνων της πρώτης εναγομένης, τις συγκεκριμένες, ως άνω, συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία και επήλθε η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, την οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής κρίνεται εύλογο (αρθρ. 932 ΑΚ). Για την καταβολή δε του ποσού αυτού ενέχονται εις ολόκληρον αμφότερες οι εναγόμενες, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στη δεύτερη εναγομένη (άρθρ. 4 παρ. 1 Π. Δ. 178/2002). Κατ’ ακολουθία των προαναφερομένων, πρέπει η ένδικη αγωγή, κατά την κύρια βάση της και κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και Α) να αναγνωριστεί: α) η νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του την 10η Δεκεμβρίου 2012, β) η ακυρότητα της από 14-05-2013 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι ο ενάγων συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, Β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος με την απειλή εναντίον της χρηματικής ποινής ύψους 100,00 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης προς την υποχρέωσή της, Γ) να υποχρεωθούν αφενός μεν η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (16.095,02 + 2.000,00=) 18.095,02 ευρώ, αφετέρου δε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη και από το παραπάνω συνολικό ποσό των 18.095,02 ευρώ, το ποσό των (13.680,11 + 2.000,00=) 15.680,11 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς τους δεδουλευμένους μισθούς και τους μισθούς υπερημερίας από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμος και απαιτητός έκαστος μηνιαίος μισθός, δηλαδή από 01-01-2012 για τον δεδουλευμένο μισθό Δεκεμβρίου 2011, από 01-04-2012 για τον δεδουλευμένο μισθό του Μαρτίου 2012 κ. ο. κ., για το δώρο Χριστουγέννων 2012 από την 1η Ιανουαρίου 2013, για το δώρο Χριστουγέννων 2013 από την 1η Ιανουαρίου 2014, για το δώρο Χριστουγέννων 2014 από την 1η Ιανουαρίου 2015, για το δώρο Πάσχα κάθε έτους από την 1η Μαΐου κάθε αντίστοιχου έτους (δηλαδή για το δώρο Πάσχα 2013 από 01-05-2013 κ. ο. κ.), για τα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου που ακολουθεί την τελευταία ημέρα του οικείου έτους αντίστοιχα, δηλαδή για το επίδομα αδείας 2013 από 01-01-2014 κ. ο. κ. (ΟλΑΠ 39-40/2002 ΕΕργΔ 2002.1478, ΑΠ 1682/2001 ΕλλΔνη 2001.1308, ΑΠ 1341/2002 ΕλλΔνη 2003.253, ΑΠ 350/2004 ΕλλΔνη 2005.1480, ΑΠ 233/2004 ΕΕργΔ 2004.856) και για το ποσό των 2.000,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ως προς μεν την πρώτη εναγομένη από τις 16-07-2013, επομένη της ημερομηνίας επίδοσης της προηγούμενης, όμοιας με την παρούσα, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../…../11-07-2013 αγωγής στην πρώτη εναγομένη, ως προς δε τη δεύτερη εναγομένη από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής. Η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή ως προς την πρώτη εναγομένη, διότι, κατά τα προαναφερόμενα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3.218/21-04-2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), έχει διαταχθεί ως προληπτικό μέτρο η απαγόρευση πράξεων ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της. Αντίθετα, ως προς τη δεύτερη εναγομένη, πρέπει η παρούσα ως προς την καταψηφιστική της διάταξη να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, λόγω και της φύσης του επιδικαζόμενου κονδυλίου, ως εργατικής απαίτησης (άρθρ. 908 παρ. 1 εδ. α’ και περ. ε’ ΚΠολΔ), κατά μερική αποδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος του ενάγοντος ως και ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, επειδή είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προκληθεί σημαντική στον ενάγοντα. Τέλος, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της μερικής ήττας τους, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (άρθρ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ α) τη νομιμότητα της άσκησης εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος επίσχεσης της εργασίας του την 10η Δεκεμβρίου 2012, β) την ακυρότητα της από 14-05-2013 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντας εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και γ) ότι ο ενάγων συνδέεται με τη δεύτερη εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ κατά της δεύτερης εναγομένης χρηματική ποινή ύψους εκατό (100,00) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της στην αμέσως παραπάνω διάταξη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων ενενήντα πέντε ευρώ και δύο λεπτών (18.095,02) και την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα εις ολόκληρον με τη δεύτερη εναγομένη και από το παραπάνω συνολικό ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων ενενήντα πέντε ευρώ και δύο λεπτών (18.095,02), το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα ευρώ και έντεκα λεπτών (15.680,11), με το νόμιμο τόκο κατά τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, και μόνον ως προς τη δεύτερη εναγομένη, εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων, στην Αθήνα, την 4η Δεκεμβρίου 2015.