άδειες εργαζόμενουαπόλυσηοφειλή δεδουλευμένωνΜονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 314/2019

Τελευταία ενημέρωση: 13 Μαΐου 2022

Περίληψη: Οικιακοί μισθωτοί. Οικόσιτοι και μη. Η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για τον χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε, δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο ειθισμένος μισθός. Προφορική και αζήμια καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Δικαίωμα αδείας του μισθωτού. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 10.636,00 Ευρώ.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης: 314/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τον Ευστράτιο Πατινίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από την Γραμματέα Γεωργία Μαρούσου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριό του στις 25 Απριλίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ……………, κατοίκου ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βλαχόπουλο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ……………, το γένος ………….., κατοίκου ………………, νομίμως εκπροσωπουμένης από την ………….. συζ. ……………….., κάτοικο …………………, η οποία έχει ορισθεί προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια αυτής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Χατζόπουλο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-6-2016 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ. ………/23-6-2016 και Α.Κ.Δ. …………/2016, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ιστορεί ότι δυνάμει προφορικής συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγόμενη, η οποία εκπροσωπείται από τη δικαστική της συμπαραστάτρια …………… και απασχολήθηκε σε αυτή από τις 6-6-2011 μέχρι τις 26-12-2015, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, χωρίς την τήρηση εγγράφου τύπου και χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, ως αποκλειστική νοσοκόμα από 1-6-2011 έως 12-7-2011, ως οικιακή βοηθός-νοσηλεύτρια (μη οικόσιτη) από 13-7-2011 έως 30-11-2011 και ως οικόσιτη οικιακή βοηθός από 1-12-2011 και εντεύθεν, αντί καθαρού συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού 3.000 ευρώ. Ζητεί δε, μετά τον μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 25.748,31 ευρώ για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αναλογία αυτών και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.155,67 ευρώ για επιδόματα αδείας και αποδοχές αδείας και προσαύξηση 100% επί των εν λόγω αποδοχών, επειδή η εργοδότριά της, δεν της χορηγούσε τη νόμιμη άδειά της, παρότι την ζητούσε και το ποσό των 12.574,83 ευρώ για αποζημίωση απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που κατέστη απαιτητό κάθε επί μέρους ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ενόψει της αδικαιολόγητης άρνησής της να ικανοποιήσει σχετικό αίτημά της, να της χορηγήσει το κατ’ άρθρ. 678 παρ. 1 και 2 Α.Κ. πιστοποιητικό εργασίας και να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρ. 14 παρ. 2, 22 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικές διαφορές (άρθρ. 614 αρ. 3 ΚΠολΔ λόγω του ότι ασκήθηκε μετά την εφαρμογή του Ν. 4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016), είναι δε επαρκώς ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ στοιχεία, απορριπτομένης της ενστάσεως της εναγόμενης περί αοριστίας αυτής, εφόσον σ’ αυτήν (αγωγή) περιέχονται όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για τον ορισμένο χαρακτήρα των αγωγικών αξιώσεων, που θεμελιώνονται στις άνω διατάξεις και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648, 663, 669, 340, 341, 345, 346 Α.Κ., Υ.Α. 19040/1981, άρθρ. 1 Ν. 1082/1980, 2 παρ. 1 Α.Ν. 539/1945,    1 Ν. 1346/1983, 1 παρ. 1 Ν. 3302/2004, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966, 5 παρ. 3 Ν. 3198/1995, 3 Ν. 2112/1920, 70, 907, 908 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθμ. …………… e-παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 663 ΑΚ, 3 παρ. 1 εδ. γ’ τού β.δ. της 16/18-7-1920, 1 παρ. 2 α.ν. 539/1 945, άρθρου μόνου περ. γ’ β.δ. 376/1971, 2 παρ.1 περ. δ’ β.δ. 748/1966, 43 Ν. 1836/1989 και 1 παρ.1 Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τους υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές του ανάγκες αλλά και στην προσωπική του περιποίηση, ιδίως όταν ο ίδιος αδυνατεί, λόγω ηλικίας ή ασθενείας, να επιμεληθεί του εαυτού του. Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί (ΑΠ 1955/2007, 1397/2006, ΝΟΜΟΣ). Λόγω δε της ιδιάζουσας φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν οι οικιακοί μισθωτοί και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες τις παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος υπό συνθήκες σχέσεως εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό), η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε, δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός. Τα ανωτέρω δεν μεταβλήθηκαν μετά τις 8-3-1990, αφότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 1876/1990 «περί ελευθέρων συλλογικών διαπραγματεύσεων», διότι ναι μεν το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω νόμου ορίζει ότι ο νόμος αυτός αφορά όλους όσους εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε ημεδαπό ή αλλοδαπό εργοδότη, επιχείρηση, εκμετάλλευση ή υπηρεσία του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κατ’ οίκον εργαζόμενοι, όμως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κατ’ οίκον εργαζόμενοι είναι οι μισθωτοί που παρέχουν την εργασία τους όχι στο χώρο όπου λειτουργεί η επιχείρηση του εργοδότη αλλά στην οικία τους, δεν υπάγονται δε στην κατηγορία αυτή οι οικιακοί μισθωτοί, οι οποίοι έχουν προσληφθεί να παρέχουν την εργασία τους στην οικία του εργοδότη είτε διαμένουν και διατρέφονται σ’ αυτήν είτε όχι. Τούτο συνάγεται και από τα πρακτικά των συζητήσεων της συντακτικής επιτροπής του νόμου αυτού, στα οποία, ενώ στην αρχική διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 αυτού γινόταν ρητή αναφορά στο ότι ο εν λόγω νόμος έχει εφαρμογή και στο οικιακό προσωπικό και στους κατ’ οίκον εργαζομένους, στην τελική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως η επιτροπή απάλειψε το οικιακό προσωπικό διότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το αν μπορούν να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση. Ισχύουν όμως και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις του άρθρου μόνου περ. γ’ του β.δ. 376/1971 για την παροχή αδείας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980 και 4 παρ. 9 Κ.Υ.Α. 19040/1981 για την παροχή επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1955/2007, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1346/1983 και στη συνέχεια από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004, του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 4504/1966, του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β’ του ίδιου νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957 και του άρθρου 8 της από 26-1-1977 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, που μετά την κύρωση της με το άρθρο 8 του Ν. 549/1977 έχει ισχύ νόμου, καθώς και από τα άρθρα 5 της από 18-5-1998 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και 6 της από 23-5-2000 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., προκύπτει ότι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχολήσεως στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2002-2003, πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας 19/29-4-2002), αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδειας με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχολήσεως επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες. Από την 1-1-1999, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 12 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 14 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εργάζονται επί εξαήμερο ή 25 εργάσιμων ημερών αν εργάζονται επί πενθήμερο. Με το άρθρο 6 της από 23-5-2000 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. μειώθηκε η προϋπηρεσία των 14 ετών σε 12 έτη. Η ετήσια αυτή κανονική άδεια του μισθωτού πρέπει να χορηγείται οπωσδήποτε ενιαίως μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και επιτρέπεται η κατάτμησή της σε δυο χρονικές περιόδους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται προς τούτο αίτηση του μισθωτού (ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 690/2017, ΑΠ 783/2013, ΝΟΜΟΣ). Αν δεν χορηγηθεί στον εργαζόμενο η άδεια μέχρι τη λήξη του έτους που αφορά, ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή των αποδοχών αδείας αυξημένων κατά 100%. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής), όμως για τη θεμελίωση της αξιώσεώς του προς λήψη της ανωτέρω κατά ποσοστό 100% προσαυξήσεως, που έχει το χαρακτήρα ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε (Α Π. 1289/2013, ΑΠ 191/2011, ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και απ’ όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται, και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε, στις 6-6-2011, από την εναγόμενη, η οποία τότε ήταν 80 ετών, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, για να της προσφέρει τις υπηρεσίες της ως οικιακή βοηθός, προσέφερε δε τις υπηρεσίες της σ’ αυτή από 6-6-2011 έως 30-11-2011 ως οικιακή βοηθός (μη οικόσιτη), εργαζόμενη επί δωδεκάωρο ημερησίως, ήτοι από ώρα 21.00 έως 09.00 (τις ανάγκες της εναγόμενης για τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας κάλυπτε άλλη οικιακής βοηθός που αυτή απασχολούσε) και από 1-12-2011 έως 26-12-2015, οπότε και απολύθηκε, ως οικόσιτη οικιακή βοηθός. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι από 6-6-2011 έως 12-7-2011 παρείχε στην εναγόμενη, που νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο «Κυανούς Σταυρός», υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας, αντί ημερομισθίου 100 ευρώ και ότι έκτοτε συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες της, ως νοσηλεύτρια, στην οικία της εναγόμενης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον ουδέν έγγραφο προσκομίζει από το οποίο να προκύπτει ότι είχε τα προς τούτο απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (πτυχίο νοσηλευτικής, άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, εμπειρία). Η εναγόμενη είχε κινητικά προβλήματα, υπέρταση και από το έτος 2011 άρχισε να εμφανίζει και έκπτωση των πνευματικών της λειτουργιών, δεν μπορούσε δε να εκτελεί τις οικιακές της εργασίες και να μεταβαίνει εκτός της οικίας της και ως υπερήλικη ένοιωθε ανασφαλής και είχε ανάγκη από τη συμπαράσταση οικιακής βοηθού, που να διανυκτερεύει μαζί της. Η ενάγουσα, ηλικίας 59 ετών, καθάριζε την οικία της εναγόμενης, παρασκεύαζε το φαγητό της, την φρόντιζε και την βοηθούσε στην καθημερινή της περιποίηση και κρατούσε σε αυτή συντροφιά, δεδομένου ότι διέμενε μόνη της και δεν είχε παιδιά και από 1-12-2011 διέμενε και διατρεφόταν στην οικία της εναγόμενης, ως οικόσιτη, πλέον, οικιακή βοηθός. Μισθός δεν συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και ως εκ τούτου η ενάγουσα ελάμβανε τον ειθισμένο μισθό, ο οποίος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ανερχόταν για το ένδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 600,00 ευρώ μηνιαίως. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός της ανερχόταν στο ποσό των 3.000,00 ευρώ καθαρά είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η εναγόμενη δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να της καταβάλει το εν λόγω ποσό, αφού ελάμβανε μηνιαία σύνταξη ποσού 1.400,00 ευρώ περίπου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 26-12-2015 η ………………, η οποία στις 23-12-2015 είχε διορισθεί προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της εναγόμενης, η οποία δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1553/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τέθηκε υπό δικαστική συμπαράσταση, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου και την καταβολή της νομίμου αποζημιώσεως. Η ενάγουσα ως οικιακή μισθωτός και οικόσιτη οικιακή βοηθός από 1-12-2011 είχε δικαίωμα λήψεως της νόμιμης ετήσιας άδειας αναψυχής μετ’ αποδοχών, την οποία δεν έλαβε, επιδόματος αδείας και επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, τα οποία η εναγόμενη δεν της χορήγησε. Επομένως η ενάγουσα δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2011 το ποσό των (ειθισμένος μισθός 600 ευρώ χ 2/25 χ 11 19ήμερα χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας =) 550,00 ευρώ, β) για επίδομα Πάσχα 2012 το ποσό των (600 : 2 = 300 χ 0,04166 =) 312,50 ευρώ, γ) για επίδομα Χριστουγέννων 2012 το ποσό των (600 χ 0,04166 =) 625,00 ευρώ, δ) για επίδομα Πάσχα 2013 το ποσό των (600 : 2 = 300 χ 0,04166 =) 312,50 ευρώ, ε) για επίδομα Χριστουγέννων 2013 το ποσό των (600 χ 0,04166 =) 625,00 ευρώ, στ) για επίδομα Πάσχα 2014 το ποσό των (600 : 2 = 300 χ 0,04166 = ) 312,50 ευρώ, ζ) για επίδομα Χριστουγέννων 2014 το ποσό των (600 χ 0,04166 =) 625,00 ευρώ, η) για επίδομα Πάσχα 2015 το ποσό των (600 : 2 = 300 χ 0,04166 =) 312,50.ευρώ και θ) για επίδομα Χριστουγέννων 2015 το ποσό των (600 χ 0,04166 =) 625,00 ευρώ. Ήτοι συνολικά για τις ως άνω αιτίες δικαιούται το ποσό των 4.300,00 ευρώ. Περαιτέρω η ενάγουσα δικαιούται για αποδοχές αδείας έτους 2011 το ποσό των 336,00 ευρώ (ειθισμένος μισθός ευρώ 600 χ 2 ημερομίσθια μηνιαίως : 25 χ 7 μήνες) και για αποδοχές αδείας των ετών 2012, 2013, 2014 και 2015 ένα μηνιαίο μισθό κατ’ έτος, ήτοι (600 ευρώ χ 4 έτη =) 2.400,00 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα τα ως άνω έτη ζήτησε από την εναγόμενη τη νόμιμη άδειά της και η τελευταία αρνήθηκε να τη χορηγήσει και το αίτημα περί καταβολής των αποδοχών αδείας προσαυξημένων κατά 100% είναι απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Επίσης, η ενάγουσα δικαιούται επιδόματος αδείας ποσού ίσου με το μισό μισθό της για καθένα από τα έτη 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, ήτοι το ποσό των 300 ευρώ κατ’ έτος και συνολικά το ποσό των 1.500,00 ευρώ. Ήτοι συνολικά για τις ως άνω αιτίες δικαιούται το ποσό 4.236,00 ευρώ. Εξάλλου η ενάγουσα δικαιούται για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 2.100,00 ευρώ (3 μηνιαίοι μισθοί πλέον 1/6 αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας). Η εναγόμενη, δια της δικαστικής της συμπαραστάτριας, ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης απολύσεως, κατ’ άρθρ. 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, καθόσον α) έχει υποβάλει σε βάρος της ενάγουσας, στην οποία φέρεται να μεταβίβασε, λόγω δωρεάς εν ζωή, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../16-4-2014 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Βασιλείου, που μεταγράφηκε νόμιμα, το κείμενο επί τους οδού …………, ……………., διαμέρισμα, στο οποίο διέμεναν, την από 26-2-2016 μήνυση για τα εγκλήματα της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης και της απάτης και β) ο αδελφός της …………. έχει υποβάλει κατά της ενάγουσας την από 20-4-2017 μήνυση για το έγκλημα της υπεξαίρεσης μεγάλου χρηματικού ποσού (άνω των 150.000 ευρώ) από κοινούς τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η από 26-2-2016 μήνυση υπεβλήθη μετά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και η δεύτερη από 20-4-2017 μήνυση δεν υπεβλήθη από την εναγόμενη εργοδότρια. Επίσης ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας είναι καταχρηστική, για το λόγο ότι αυτή εξώδικα ομολόγησε ότι ουδέν ποσό της οφείλει εκ της εργασίας της και την αντιστοιχούσα σ’ αυτή ασφαλιστική κάλυψη και επειδή, με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, πιστεύει ότι θα πετύχει περιορισμό των δικών της ανταπαιτήσεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Τέλος από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη αρνήθηκε τη χορήγηση στην ενάγουσα του πιστοποιητικού εργασίας (άρθρ. 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ) και συνεπώς το αίτημα της αγωγής περί χορηγήσεως του εν λόγω πιστοποιητικού είναι απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Επίσης το αίτημα της εναγόμενης περί αναβολής της δίκης, κατ’ άρθρ. 249 και 250 ΚΠολΔ, δηλαδή αφενός έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της από 26-9-2016 αγωγής της εναγόμενης κατά της ενάγουσας περί ακύρωσης της προαναφερόμενης δωρεάς και αφετέρου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί των ως άνω μηνύσεων, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η διάγνωση της ενδίκου διαφοράς δεν εξαρτάται από την έκβαση της ως άνω αγωγής και μηνύσεων.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω εκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.300,00 ευρώ που αφορά σε επιδόματα εορτών και αναλογία αυτών κατά τα ανωτέρω, με το νόμιμο τόκο για το επίδομα Πάσχα των ετών 2012, 2013, 2014 και 2015 από 1-5-2012, 1-5-2013, 1-5-2014 και 1-5-2015 αντίστοιχα, για την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2011 και το επίδομα Χριστουγέννων 2012, 2013, 2014 και 2015 από 1-1-2012, 1-1-2013, 1-1-2014, 1-1-2015 και 1-1-2016 αντίστοιχα και 2) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (4.236,00 + 2.100,00 =) 6.336,00 ευρώ που αφορά σε αποδοχές και επίδομα αδείας και για αποζημίωση απόλυσης, νομιμότοκα για τις αποδοχές αδείας 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015 από 1-1-2012, 1-1-2013, 1-1-2014, 1-1-2015 και 1-1-2016 αντίστοιχα, για το επίδομα αδείας 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015 από 1-1-2012, 1-1-2013, 1-1-2014, 1-1-2015 και 1-1-2016 αντίστοιχα και για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη ημέρα της καταγγελίας, ήτοι από 27-12-2015. Ως προς το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής περί κηρύξεως της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά την καταψηφιστική της διάταξη, τούτο πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτελέσεως δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης, λόγω της μερικής ήττας της, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρ. 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα εκ του ως άνω ποσού των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων ευρώ (4.300,00 €) για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αναλογία αυτών, νομιμότοκα με τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ (6.336,00 €), νομιμότοκα για τις αποδοχές αδείας 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015 από 1-1-2012, 1-1-2013, 1-1-2014, 1-1-2015 και 1-1-2016 αντίστοιχα, για το επίδομα αδείας 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015 από 1-1-2012, 1-1-2013, 1-1-2014, 1-1-2015 και 1-1-2016 αντίστοιχα και για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη ημέρα της καταγγελίας, ήτοι από 27-12-2015, μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 06-2-2019, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies