Περίληψη: Διάκριση υπαλλήλου από εργάτη. Εργαζόμενη καταστήματος εστίασης. Κρίση ότι έχει την εργατοτεχνική ιδιότητα. Αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας. Ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου επειδή η εργοδότρια, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4690/2020, δεν διατήρησε στην επιχείρηση της μετά τη λήξη της αναστολής εργασίας της ενάγουσας την θέση εργασίας της για χρονικό διάστημα 30 ημερών. Προσβολή προσωπικότητας. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 3.520,16 Ευρώ.
Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
867/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Μαρούσου Γεωργία.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8-12-2022 για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ………… του …………, κατοίκου ………… Αττικής επί της οδού ………… αριθ. …, με ΑΦΜ …………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Βλαχόπουλου (ΑΜ ΔΣΑ 029922).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ………… του …………, κατοίκου ………… Αττικής επί της ………… και …………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σπυρίδωνος Μήτσουρα (ΑΜ ΔΣΑ 025754).
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-12-2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/……/2020 αγωγή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16ης.2.2021 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη, που διατηρεί κατάστημα εστίασης (καφετέρια) στο ………… Αττικής, στις 30.9.2013 δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων επί εξαήμερο εβδομαδιαίως και επί 6 ώρες και 40 λεπτά ημερησίως, αντί μικτού ημερομισθίου ύψους 27,22 ευρώ που αναπροσαρμόστηκε από 1.2.2019 σε 29,04 ευρώ μικτά, ενώ, όπως ισχυρίζεται, λάμβανε πέραν των ως άνω αποδοχών το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως με αποτέλεσμα το ημερομίσθιο της να ανέρχεται σε 36,74 ευρώ μικτά και από 1.2.2019 σε 38,56 ευρώ μικτά. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασής της παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες της, εργαζόμενη επί οκτάωρο ημερησίως πλην των Κυριακών κατά τις οποίες εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως, παρέχοντας υπερεργασία και απασχολούμενη υπερωριακά, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο αλλά και αφοσίωση κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων στο πρόσωπό της καθηκόντων. Ότι η εναγόμενη της κατέβαλε τα επιδόματα εορτών και αδείας βάσει των μειωμένων αποδοχών που φερόταν να δικαιούται και όχι βάσει των πραγματικά καταβαλλόμενων. Ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης προοδευτικά κατέστη προσβλητική για την προσωπικότητα της δεδομένου ότι απευθυνόταν στο πρόσωπο της με υβριστικό τρόπο ενώπιον των συναδέλφων της. Εκθέτει, περαιτέρω, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 15.3 έως 30.6.2020 η σύμβασή εργασίας της τέθηκε σε αναστολή στο πλαίσιο αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, ωστόσο μετά την λήξη της ως άνω αναστολής στις 2.7.2020 η εναγόμενη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της καταβάλλοντας μειωμένη αποζημίωση απόλυσης που αντιστοιχεί σε εργάτη και όχι σε υπάλληλο και υπολογισμένη με βάση τις εμφαινόμενες αποδοχές που υπολείπονται των πραγματικά καταβαλλόμενων. Ότι η καταγγελία είναι άκυρη διότι η εναγόμενη, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4690/2020, δεν διατήρησε στην επιχείρηση της μετά την λήξη της αναστολής εργασίας της ενάγουσας την θέση εργασίας της για χρονικό διάστημα 30 ημερών. Ότι πέραν των ανωτέρω η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη, ως καταχρηστική, διότι έγινε για λόγους εμπάθειας και εκδίκησης στο πρόσωπό της ένεκα της διεκδίκησης των εργασιακών της δικαιωμάτων για τη μη καταβολή σε αυτήν των δεδουλευμένων αποδοχών της. Εκθέτει, περαιτέρω, ότι η εναγόμενη κατήγγειλε εκ νέου την σύμβαση εργασίας της στις 30.10.2020, ωστόσο και η δεύτερη καταγγελία ήταν καταχρηστική διότι πραγματοποιήθηκε αφενός χωρίς να της καταβληθεί πλήρης η αποζημίωση απόλυσης και αφετέρου για λόγους εκδικητικούς λόγω της άσκησης της προγενέστερης αγωγής με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/……/2020 και αντικείμενο την ακύρωση της από 2.7.2020 καταγγελίας, από το δικόγραφο της οποίας παραιτείται με την υπό κρίση αγωγή. Ότι υπό τις συνθήκες και περιστάσεις που έλαβε χώρα η καταγγελία, υπέστη ηθική βλάβη. Ότι η εναγόμενη εξαιτίας της ακυρότητας της καταγγελίας περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των από 2.7.2020 και από 30.10.2020 καταγγελιών της σύμβασης εργασίας της, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της με τους ίδιους όρους και να καταδικασθεί στην καταβολή χρηματικής ποινής ύψους 300 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσης στην απόφαση, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 2.506,95 για διαφορά επιδομάτων αδείας και εορτών, με το νόμιμο τόκο για το επίδομα εορτών Πάσχα από 30.4 κάθε έτους και για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων από 31.12 εκάστου έτους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, δ) να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 17.009 ευρώ για αποζημίωση υπερεργασίας και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, καθώς και το ποσό των 9.474,73 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 3.7.2020 έως 31.12.2021, πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, όπως το ποσό αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν περιορισμού του σχετικού κονδυλίου με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στα πρακτικά (άρθρο 223 ΚΠολΔ), ε) να υποχρεωθεί να της καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά, ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως υπόλοιπο αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούνταν το ποσό των 3.662,21 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 2.7.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να της χορηγήσει κατ’ άρθρο 678 ΑΚ πιστοποιητικό εργασίας με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 300 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης στην απόφαση που θα εκδοθεί. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή σχετικά με το αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την σωρευόμενη επικουρικά αξίωση καταβολής του υπολοίπου της αποζημίωσης απόλυσης έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αντίστοιχα αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του Ν. 3198/1955, με επικαλούμενο χρόνο καταγγελίας την 2.7.2020, καθόσον από τα παραπάνω προκύπτει ότι ασκήθηκαν (με κατάθεση και επίδοση) από την ενάγουσα δύο αγωγές με την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ότι η πρώτη αγωγή, που επιδόθηκε εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, διέκοψε την αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 εδ. α’ του Ν. 3198/1955, ενώ η δεύτερη (ένδικη) αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη χωρίς να μεσολαβήσει χρονικό διάστημα πλέον του τριμήνου κ εξαμήνου αντίστοιχα και συνεπώς η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι διακόπηκε από τον χρόνο επίδοσης της πρώτης αγωγής, από την οποία παραιτήθηκε με την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (άρθρο 263 ΑΚ). Περαιτέρω, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14, 16 αρ. 2, 22 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚπολΔ), δεδομένου ότι προσκομίζεται το από 1.12.2020 ενημερωτικό έντυπο διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 εδ. α’ του ν. 4640/2019, και κρίνεται επαρκώς ορισμένη, διότι περιέχει όλες τις απαιτούμενες από τις μνημονευόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις προϋποθέσεις. Ειδικότερα για το ορισμένο της ένδικης αγωγής, αναφορικά με την υπερεργασία και τις υπερωρίες, αρκεί η αναφορά σε αυτήν, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά περίπτωση, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, απ’ όπου προκύπτουν συνακόλουθα οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, ενώ δεν απαιτείται επί πλέον ειδικός προσδιορισμός καθ’ ημέρα της υπερωριακής εργασίας του μισθωτού και συγκεκριμένα η αναγραφή των ημερομηνιών κατά τις οποίες ο μισθωτός απασχολήθηκε υπερωριακά (ΑΠ 380/2022 αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), διότι κρίσιμο είναι εάν η διάρκεια απασχόλησης του μισθωτού κατά τη συγκεκριμένη περίοδο υπερέβη και για πόσες ώρες το νόμιμο ημερήσιο (ή το συμβατικό εβδομαδιαίο επί υπερεργασίας) ωράριο εργασίας των μισθωτών της κατηγορίας του ενάγοντος και όχι το πότε άρχισε και το πότε τελείωσε η εργασία του μισθωτού. Ούτε βέβαια απαιτείται η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της παρεχομένης υπερωριακής εργασίας και γενικότερα του χρόνου έναρξης και λήξης της ημερήσιας εργασίας ανά ημέρα απασχόλησης, την οποία σε κάθε περίπτωση εκθέτει στην αγωγή, αφού μάλιστα είναι καθόλα επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών αυτών κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα (ΑΠ 414/2017, ΑΠ 1977/2013 αναρτημένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Στην υπό κρίση αγωγή εκτίθενται η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το επάγγελμα και η ειδικότητα της ενάγουσας εργαζομένης, η επιχείρηση την οποία ασκούσε η εναγόμενη εργοδότρια και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, παρατίθενται δε λεπτομερώς οι ημέρες και οι ώρες παροχής της εργασίας της ενάγουσας με ειδική μάλιστα αναφορά ως προς την υπερωριακή εργασία των ωρών αυτών κατά ημέρα και κατά εβδομάδα, καθώς επίσης ότι δεν λάμβανε για τα αιτούμενα κονδύλια καμία αμοιβή. Αντιθέτως, το επικουρικό αίτημα παροχής πιστοποιητικού εργασίας με βάση τη διάταξη του άρθρου 678 ΑΚ, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι αξίωσε πράγματι από την εναγόμενη την παροχή του εν λόγω πιστοποιητικού και ότι η τελευταία της το αρνήθηκε (βλ. ΑΠ 667/2012, ΕφΠειρ 595/2018 σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 653, 656, 174, 180, 330, 299, 932, 914, 281, 940, 945, 346 ΑΚ, 1 και 3 του Ν.2112/1920, 2, 5 παρ. 1 και 3 και 6 παρ. 1 και 2 του Ν.3198/1955, 69 παρ. 1 περ. α’, 70, 907, 908 παρ. 1 περ. ε’, 910 αρ. 4, και 176, 46 ΚπολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 3385/2005, 1, 4 και 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, 2 Ν. 435/1976, τις διατάξεις της 8900/1956 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύθηκε με τη με αριθμό 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, 2 Ν.Δ. 3755/1957, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 3, 6 της με αρ. 19040/1981 ΚΥΑ Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1, 4, 5 ΑΝ 539/1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε από το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755 της 14/17 Σεπτ. 1957 και το άρθρο 2 παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3302/2004, άρθρο 2 ΠΔ 88/1999 σ.σ. με την υπ’ αριθμ. 18310/1946 ΚΥΑ Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών. Συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη πρέπει η κρινόμενη αγωγή να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενόψει του ότι για το καταψηφιστικό αντικείμενό αυτής που υπερβαίνει το όριο που ορίζει η διάταξη του άρθρου 71 του ΕισΝΚΠολΔ, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ. ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ. σε συνδυασμό με την από 8.12.2022 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της τράπεζας Alpha Bank).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός για κάθε πλευρά), που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των υπ’ αριθ. ……… και ………/5.12.2022 ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Σωτήρχου με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. ………/29.11.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη), καθώς και των υπ’ αριθ. ……… και ………/7.12.2022 ενόρκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. ………/2.12.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Αγγέλου Αγγελίδη), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 30.9.2013 από την εναγόμενη, που διατηρεί επιχείρηση εστίασης (καφετέρια) γνωστής αλυσίδας (franchising) με την επωνυμία «………», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης για να εργασθεί επί 40 ώρες εβδομαδιαίως από Τετάρτη έως Κυριακή με ωράριο 12:00 έως 20.00, έναντι ημερομισθίου ύψους 27,22 ευρώ μικτά. Στο έντυπο αναγγελίας της πρόσληψης εργασίας της έχει αναγραφεί ότι η ενάγουσα υπάγεται στην κατηγορία «μπάρμαν, σερβιτόροι σε μπαρ και παρασκευαστές κοκτέιλ» και προσλήφθηκε προκειμένου να εργαστεί με αντικείμενο εργασίας την παρασκευή και πώληση ροφημάτων και καφέ. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση της …………, πεθεράς της ενάγουσας και πρώην εργαζόμενης στην ως άνω επιχείρηση από τον Δεκέμβριο του έτους 2013 έως τον Φεβρουάριο του έτους 2016, η ενάγουσα εργαζόταν κυρίως στον μπουφέ και μόνο σε περίπτωση μεγάλου φόρτου εργασίας σήκωνε το τηλέφωνο, εξυπηρετούσε τους πελάτες και «χτυπούσε» το ταμείο. Αντιθέτως, σταθμίζεται η αξιοπιστία της ένορκης βεβαίωσης της …………, που εργάσθηκε ως υπεύθυνη του καταστήματος κατά το χρονικό διάστημα από 19.7.2019 έως 2.7.2020, διότι αφενός έχει ασκήσει αγωγή σε βάρος της εναγόμενης με αντικείμενο αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας της και αφετέρου έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της ένορκης κατάθεσης της ………… που εργάσθηκε ως υπεύθυνη του καταστήματος κατά τα έτη 2014-2016, καθώς και της ένορκης βεβαίωσης της …………, υπαλλήλου της εταιρείας «………..» και πελάτισσας του καταστήματος, οι οποίες διαβεβαίωσαν ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε σε θέση μπουφετζή με αντικείμενο την παρασκευή των ροφημάτων καφέ, χωρίς να μεταβάλλονται τα καθήκοντα της σε περίπτωση ολιγόλεπτης συνδρομής των λοιπών εργαζομένων, εφόσον ο εργασιακός φόρτος το απαιτούσε. Με βάση τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στην ενάγουσα με τη σύμβαση αυτή, η θέση εργασίας την οποία ανέλαβε είναι θέση μπουφετζή καφενείου (barista κατά νεολογισμό, για τον ορισμό του μπουφετζή (βλ. ενδεικτικά για την περιγραφή και οριοθέτηση της ειδικότητας του μπουφετζή το επαγγελματικό περίγραμμα του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού, στην ιστοσελίδα του οργανισμού). Ανήκει, συνεπώς, κατ’ αρχήν στην κατηγορία των εργατοτεχνιτών, και όχι των υπαλλήλων, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε πως παρείχε συστηματική και εξειδικευμένη εργασία, που απαιτούσε την ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης, με συνεχή παρακολούθηση και αντίληψη, με συνέπεια το σωματικό στοιχείο να υπερτερεί του πνευματικού. Η ολιγόλεπτη και μη συστηματική συνδρομή σε άλλα πόστα της επιχείρησης δεν μεταβάλει τα καθήκοντα της και την φύση της εργασίας της. Επίσης, πέραν του ουσιαστικού η ενάγουσα δεν πληροί ούτε το τυπικό κριτήριο δεδομένου ότι δεν διέθετε πτυχίο αποφοίτου της σχολής τουριστικών επαγγελμάτων, προκειμένου να εφαρμοσθεί το τεκμήριο κτήσης της υπαλληλικής ιδιότητας και κατά συνέπεια ήταν εργάτρια που συμφωνήθηκε -νόμιμα- να αμείβεται με ημερομίσθιο. Ο αγωγικός ισχυρισμός ότι οι απολαβές της ενάγουσας ήταν ανώτερες από εκείνες που εκείνες που εισέπραττε τυπικά μέσω τραπέζης, δεν επιβεβαιώνεται, δεδομένου ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι εισέπραττε κάποια χρηματικά ποσά πέραν των συμφωνηθέντων, δεν αποδείχθηκε ότι καταβαλλόταν συστηματικά κατά μέσο όρο ένα σταθερό ποσό κάθε μήνα προκειμένου να αποτελέσει τμήμα των τακτικών της αποδοχών. Περαιτέρω, από τα μηνύματα κινητής τηλεφωνίας που προσκομίζει η εναγόμενη αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, διατήρησε καλές σχέσεις με την εναγόμενη. Σε σχετικό μήνυμα που της απέστειλε διαφαίνεται η πρόθεση της να αποσύρει την ένδικη αγωγή, απόφαση από την οποία υπαναχώρησε λόγω των εξόδων αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου που χειρίστηκε την υπόθεση της. Ειδικότερα, σε σχετικό μήνυμα της που απεστάλη στις 30.11.2021 με αποδέκτη την εναγόμενη αναγράφει χαρακτηριστικά «Να ξέρεις πως έχω αλλάξει γνώμη για το δικαστήριο. Έχω ηρεμήσει μέσα μου και δεν θέλω να συνεχίσω την διαδικασία. Παίξανε πολλά ρόλο ήμουν πιεσμένη γενικά, ούτε εγώ έχω κακία. Όλα καλά! Στο λέω για να μην αγχώνεσαι σε σχέση με τα χρήματα που έπρεπε να πληρώσεις για παράβολα δικηγόρους κλπ.». Επίσης, σε μήνυμα που απέστειλε στις 1.12.2021 αναφέρει τον λόγο μεταστροφής της απόφασης της, που αποτελεί η καταβολή μέρους της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της λόγω της ανάληψης της υπόθεσης με εργολαβικό συμφωνητικό. Από τα ανωτέρω, διαφαίνεται ότι η ενάγουσα δεν διατηρεί βάσιμες αξιώσεις για την καταβολή της διαφοράς αποδοχών για την παροχή της εργασίας της κατά τα έτη 2015-2019, αλλά ότι αντιθέτως υποκινήθηκε στην άσκηση της ένδικης αγωγής με σκοπό εκδικητικό ως προς το πρόσωπο της εναγόμενης, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της. Εξάλλου, εάν πράγματι παρείχε υπερεργασία και απασχολούνταν υπερωριακά χωρίς να λάβει την προβλεπόμενη από τον νόμο αμοιβή, δεν θα διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την εναγόμενη ούτε θα παρέμενε στην επιχείρηση εστίασης που διατηρούσε επί 7 συναπτά έτη χωρίς να διαμαρτυρηθεί ή διεκδικήσει την διαφορά αποδοχών που της οφείλεται, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα μηνύματα κινητής τηλεφωνίας που αντήλλαξε με την εναγόμενη. Επομένως, τα κονδύλια που αφορούν την διαφορά αποδοχών για επιδόματα εορτών και αδείας, την αποζημίωση για την παροχή υπερεργασίας και την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση της πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 2.7.2020 η εναγόμενη κατήγγειλε την εργασιακή σύμβαση της ενάγουσας καταβάλλοντας της ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 1.016,40 ευρώ (βλ. το έντυπο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας). Πλην όμως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 4 του ν. 4690/2020 «επιχειρήσεις – εργοδότες των παρ. 1 και 2 για όσο χρόνο κάνουν χρήση των ανωτέρω μέτρων και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 31η.7.2020 και την 30ή.6.2020 αντίστοιχα, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις του προσωπικού τους με καταγγελία συμβάσεων εργασίας και σε περίπτωση πραγματοποίησής της, αυτή είναι άκυρη». Στην προκείμενη περίπτωση η εναγόμενη, η οποία διατηρούσε επιχείρηση στον κλάδο της εστίασης που πληττόταν σημαντικά κατά την διάρκεια της πανδημίας, βάσει ΚΑΔ που ορίστηκε από το Υπουργείο Οικονομικών, παρέτεινε την αναστολή της σύμβασης εργασίας, μεταξύ άλλων, και της ενάγουσας, που είχε ήδη τεθεί σε αναστολή μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 30ής.6.2020. Συνεπώς, λόγω παραβίασης του ως άνω άρθρου, το οποίο προβλέπει ρητά την ακυρότητα της καταγγελίας, η επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας τυγχάνει παράνομη και για τον λόγο αυτό άκυρη και κατά συνέπεια η ενάγουσα δικαιούται μισθούς υπερημερίας από τον χρόνο της καταγγελίας. Πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι η εναγόμενη κατήγγειλε εκ νέου την σύμβαση εργασίας της ενάγουσας στις 30.10.2020, δηλαδή μετά την παρέλευση ενός μηνός από τη λήξη της αναστολής της στις 30.6.2020. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη ότι είχε ήδη καταβληθεί στις 2.7.2020 η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης ως εργάτρια η καταγγελία αυτή ήταν νόμιμη κατ’ αρχήν, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού καθώς και του επικουρικώς προβαλλόμενου κονδυλίου καταβολής του υπολοίπου της αποζημίωσης απόλυσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και για τον λόγο αυτό προέβη στις 26.03.2021 στην διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης (βλ. εκκαθαριστικό οικονομικού έτους 2020 και βεβαίωση διακοπής εργασιών). Με βάση τα παραπάνω, η απόλυση της ενάγουσας έλαβε χώρα κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος της εναγόμενης με σκοπό την αντιμετώπιση των οικονομικών ζημιών της επιχείρησης της και αποτέλεσε το αναγκαίο και πρόσφορο μέσο προς αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής πορείας της. Συνεπώς, η εναγόμενη ενεργώντας με τον τρόπο αυτό δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν είχε αντικειμενικά τη δυνατότητα συνέχισης απασχόλησης της ενάγουσας, όπως επιβεβαιώνεται και από την αναγκαστικά επιβαλλόμενη από τις οικονομικές συνθήκες διακοπή των εργασιών της επιχείρησής της. Επομένως, δεδομένης της εγκυρότητας της δεύτερης καταγγελίας, το σχετικό κονδύλιο που αφορά την καταβολή μισθών υπερημερίας είναι βάσιμο για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30η.10.2020. Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 2 της 102/84 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών που κηρύχθηκε εκτελεστή με την 21788/1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και υποχρεωτική με την 11452/85 απόφαση του ίδιου Υπουργού οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις επισιτισμού υπάγονται στο σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Ωστόσο, όσον αφορά τον υπολογισμό του μισθού λαμβάνεται υπ’ όψη μήνας εργασίας 26, και όχι 25, εργασίμων ημερών, επειδή στην Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. καθορίστηκε το ημερομίσθιο με βάση εργασία μόνο 6 ωρών και 40 λεπτών. Έτσι, ο συμφωνημένος μηνιαίος μισθός για εργασία πλήρους απασχόλησης ήταν (29,04 X 26 =) 755,04 ευρώ, διότι από 1.2.2019 με την υπ’ αριθ. 4241/127/30.1.2019 υπουργική απόφαση για τον καθορισμό κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 το νόμιμο κατώτατο ημερομίσθιο ανήλθε σε 29,04 μικτά. Συνεπώς, επειδή η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της εργασίας της ενάγουσας από τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, οφείλει να της καταβάλει τους μισθούς υπερημερίας από την 3.7.2020 έως 30.10.2020 και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 3.020,16 ευρώ (4 μήνες X 755,04). Επίσης, παρά το γεγονός ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν υπήρξε καταχρηστική, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη σε στιγμές έντασης απευθύνθηκε με τρόπο υβριστικό έναντι της ενάγουσας χρησιμοποιώντας τη φράση «γαμώ το σπίτι σου», ένεκα διαφωνιών που είχαν ανακύψει κατά την επαγγελματική συνεργασία τους. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό η εναγόμενη προσέβαλε κατά τον τρόπο αυτό την προσωπικότητα της εργαζομένης της και προκάλεσε στην τελευταία ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποία οφείλει να καταβάλει το εύλογο ποσό των 500 ευρώ. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ και δέκα έξι λεπτών (3.520,16), με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, ήτοι για τους μισθούς υπερημερίας από το τέλος εκάστου μηνός κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, ενώ για το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης από την επίδοση της αγωγής. Το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προξενηθεί σημαντική ζημία στην ενάγουσα και κατά συνέπεια πρέπει η παρούσα να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινά εκτελεστή, λόγω και της φύσης των επιδικαζόμενων κονδυλίων, ως εργατικών απαιτήσεων (άρθρ. 908 παρ. 1 εδαφ. α’ και περ. ε’ ΚΠολΔ), καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη, λόγω της μερικής ήττας της, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ και δέκα έξι λεπτών (3.520,16), με τον νόμιμο τόκο, κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό της παρούσας διακρίσεις μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων στις 21-8-23.