Περίληψη: Εργατικό ατύχημα. Ακρωτηριασμός δακτύλων χεριού σε αναμικτική δεξαμενή. Επί εργατικού ατυχήματος, ο παθών δικαιούται πλήρη αποζημίωση μόνο αν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη. Σύμβαση ασφάλισης. Ο ασφαλιστής, στην περίπτωση επιτρεπτής ρήτρας απαλλαγής λόγω παραβίασης της υποχρέωσης αναγγελίας της πραγματοποίησης του κινδύνου εντός ορισμένου χρόνου, απαλλάσσεται μόνο εάν ο λήπτης της ασφάλισης ενήργησε με υπαιτιότητα. Το αγωγικό κονδύλιο αποζημίωσης κατ’ άρθρο 931 ΑΚ είναι νόμιμο παρά την ασφάλιση του παθόντος στον ΕΦΚΑ, καθώς η εργοδότρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσής του, δοθέντος ότι στην αγωγή διαλαμβάνεται η αιτίαση ότι το ατύχημα οφείλεται σε δόλο της. Μη τήρηση μέτρων ασφαλείας από εργοδότη. Παραβίαση αυτών έστω και από αμέλεια που επέφερε αιτιωδώς εργατικό ατύχημα υπαλλήλου, γεννά υποχρέωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ευθύνη τεχνικού ασφαλείας λόγω πλημμελούς εκτέλεσης καθηκόντων. Προέκυψε πως το εργατικό ατύχημα επήλθε από υπαιτιότητα και δη αμέλεια της εναγόμενης που δεν τηρούσε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για την εργασία του προσωπικού. Συνυπαιτιότητα παθόντος σε ποσοστό 20%. Επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Μη τήρηση της προθεσμίας αναγγελίας του ατυχήματος από τον εργοδότη στον ασφαλιστή. Δέχεται ένσταση απαλλαγής του ασφαλιστή από την ασφαλιστική κάλυψη. Επιδικάζει στον εργαζόμενο το συνολικό ποσό των 80.000,00 Ευρώ.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης: 325/2024
(Αριθμ. έκθ. κατάθεσης αγωγής: …/2023)
(Αριθμ. έκθ. κατάθεσης προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής: …/2023) (Αριθμ. έκθ. κατάθεσης πρόσθετης παρέμβασης: …/2023)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Δημοσθένη Ρίζο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Λάρισας Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα Παρασκευή Παπαδημητρίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 11η Απριλίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Του ενάγοντος: ………… του …………, κατοίκου Λάρισας, οδός ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του δικηγόρου, Δημητρίου Βλαχόπουλου.
Των εναγομένων: 1) ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «………… Ι.Κ.Ε» και τους διακριτικούς τίτλους «…………» και «…………», η οποία εδρεύει στη ………. Λάρισας, με ΑΦΜ …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) ………… του …………, κατοίκου Λάρισας, οδός ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, 3) ………… του …………, κατοίκου Λάρισας, οδός ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, οι οποίοι παραστάθηκαν οι πρώτη και τρίτος διά και ο δεύτερος μετά του πληρεξούσιου τους δικηγόρου, Απόστολου Γκότση, και 4) ………… του …………, κατοίκου Λάρισας, οδός ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου της δικηγόρου Αθανασίου Κώτσιου.
Β) Της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας: ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «………… Ι.Κ.Ε», η οποία εδρεύει στη ………. Λάρισας, με ΑΦΜ …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου της δικηγόρου, Απόστολου Γκότση.
Της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης: ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στη ………… Αττικής, ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου της δικηγόρου, Δημητρίου Τζινάλα.
Γ) Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στη …………, ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου της δικηγόρου, Δημητρίου Τζινάλα.
Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «………… Ι.Κ.Ε», η οποία εδρεύει στη ………. Λάρισας, με ΑΦΜ …………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου της δικηγόρου, Απόστολου Γκότση.
Του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση: ………… του …………, κατοίκου Λάρισας, οδός ………… αρ. …, με ΑΦΜ …………, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου του δικηγόρου, Δημητρίου Βλαχόπουλου.
Ο ενάγων της υπό στοιχείο Α (κύριας) αγωγής ζητά να γίνει δεκτή η από 10-7-2023 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/10-7-2023, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 9-11-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 25-1-2024, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 27-9-2023 (υπό στοιχείο Β) προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/28-9-2023, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 9-11-2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 25-1-2024, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 30-10-2023 (υπό στοιχείο Γ) πρόσθετη παρέμβασή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/31-10-2023, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 25-1-2024, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση Α) η από 10-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/10-7-2023 αγωγή, Β) η από 27-9-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/28-9-2023 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και Γ) η από 30-10-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/31-10-2023 πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες είναι προδήλως συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι υφίσταται μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου (άρθρα 31, 88, 89, 91, 246, 283, 285 και 591 § 1 ΚΠολΔ) και επιπροσθέτως, με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης με ταυτόχρονη μείωση των εξόδων.
Ι. Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 1 Ν. 551/1915 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», όπως κωδικοποιήθηκε διά του β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μέσω της διατάξεως του άρθρου 38 εδ. α’ ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που διαλαμβάνονται στη ρύθμιση του άρθρου 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ’ αυτή λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής, οπότε 0α πρέπει το αίτιο, στο οποίο οφείλεται το εργατικό ατύχημα, να μην ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, ώστε δε θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις της εκτελέσεώς της (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 226/2016 ΤΝΠ Νόμος). Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 Ν. 551/1915 προκύπτει περαιτέρω ότι χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Η ρύθμιση του άρθρου 16 § 1 Ν. 551/1915, σύμφωνα με την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα δύναται να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού ή στην περίπτωση που επήλθε στο πλαίσιο εργασίας, όπου δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών ως προς τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων, και εξαιτίας της μη τηρήσεως των περί ων ο λόγος διατάξεων, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στην αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, ως προς την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον προμνημονευθέντα νόμο και εφαρμόζονται κατόπιν τούτου μόνον οι γενικές ρυθμίσεις (βλ. ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 1987.71, ΑΠ 614/2017, ΑΠ 330/2017, ΑΠ 327/2017, ΑΠ 133/2016, ΑΠ 80/2016 ΤΝΠ Νόμος). Επί εργατικού ατυχήματος, ο παθών δικαιούται συνεπώς πλήρη αποζημίωση, μόνον αν είτε το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του είτε έγινε σε εργασία ή επιχείρηση, όπου δεν τηρήθηκαν οι προειρημένες διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων σ’ αυτές και άρα όχι όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, ήτοι δίχως να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου, οπότε έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση του άρθρου 16 § 1 Ν. 551/1915 (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 1996.38, ΑΠ 1858/2011 ΤΝΠ Νόμος, πρβλ. τα ά. 34 § 2 και 60 § 3 α.ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» για τους υπαγόμενους στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. και νυν Ε.Φ.Κ.Α. εργαζομένους, βλ. συναφώς ΟλΑΠ 16/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΟλΑΠ 1267/1976 ΔΕΝ 1977.310, ΑΠ 668/2015, ΑΠ 182/2015 ΤΝΙ1 Νόμος, ΑΠ 11 18/2007 ΕλλΔνη 49.432). Προκειμένου αντιθέτως να δικαιούται ο παθών ή η οικογένεια του θανόντος εξ εργατικού ατυχήματος να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αντιστοίχως, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα (ΑΚ 330), του εργοδότη, των καταστατικών του οργάνων (ΑΚ 71) ή των προστηθέντων απ’ αυτόν (ΑΚ 922), υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλειά τους και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφάλειας του άρθρου 16 § 1 Ν. 551/1915 (βλ. ΟλΑΠ 18/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 425/2018, ΑΓΙ 370/2018, ΑΠ 88/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 614/2017, ΑΠ 330/2017, ΑΠ 327/2017, ΑΠ 182/2015 ΤΝΠ Νόμος, Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2019, σ. 946 επ.).
II. Με τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 εδ. α’ του Ν. 2496/1997 ορίζεται ότι, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός 8 ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, ενώ με την § 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεών του από την παρ. 1 του άρθρου αυτού παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Ακολούθως, με την § 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την § 6 εδ. α’ του ίδιου και πάλι άρθρου ορίζεται ότι, με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Η υποχρέωση ειδικότερα του λήπτη της ασφάλισης να ειδοποιήσει εμπρόθεσμα τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης συνιστά ασφαλιστικό βάρος, στο οποίο οφείλει αυτός να ανταποκριθεί, διαφορετικά δεν απαλλάσσεται μεν ο ασφαλιστής από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, δημιουργείται όμως σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, εφόσον η παράλειψή του οφείλεται σε υπαιτιότητα του, υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας, που προκάλεσε η παράλειψή του στον ασφαλιστή (ΟλΑΠ 1805/1986). Εξάλλου, η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την “κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων”, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 § 1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα Νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το σύνολο των διατάξεων του Ν.2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις “ημιαναγκαστικού” κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτομένων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή, μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικοί κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 33 § 1 του Ν. 2496/1997, είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι, ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο Ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρου 7 § 6 του Ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού, που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό, ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ’ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΟλΑΠ 19/2015, ΟλΑΠ 18/2015, ΟλΑΠ 14/2013, ΑΠ 957/2021, ΑΠ 854/2014). Συνεπώς, ως απαλλακτική ρήτρα μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα και η διαμορφωμένη στη διεθνή ασφαλιστική πρακτική στερεότυπη ρήτρα “claims made policy” (αξιώσεις που θα προβληθούν), σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί για τη γέννηση υποχρέωσης του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος μόνον η πραγματοποίηση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά πρέπει και να προβληθούν κατά τη διάρκειά της οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή ή, κατά επιεικέστερη παραλλαγή, να αναγγελθεί απλώς στον ασφαλιστή κατά τη διάρκειά της η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που θα πρέπει έτσι να ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου (ρήτρα ανακάλυψης της ζημίας). Η υποχρέωση αυτή αναγγελίας δεν συνιστά απλό ασφαλιστικό βάρος κατά την έννοια του άρθρου 7 § 1 Ν. 2496/1997, ώστε και σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του ασφαλισμένου να δικαιούται αυτός εξακολουθητικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ασφάλισμα, αλλά συνιστά προϋπόθεση, από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσής του προς αποζημίωση (ΑΠ 1026/2008). Επομένως, η απαλλακτική αυτή ρήτρα, παρεχόμενη από το άρθρο 7 § 6 Ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 33 § 1 του νόμου αυτού. Εξάλλου, η ίδια ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ’ εαυτής στη ρύθμιση του άρθρου 2 § 8 του ίδιου Νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 § 3 του αυτού ασφαλιστικού Νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7 § 6 του παραπάνω νόμου (ΑΠ 1343/2017). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, με το καθεστώς του ισχύοντος ΑσφΝ το χρονικό διάστημα για την αναγγελία πραγματοποίησης του κινδύνου επιμηκύνθηκε σε οκτώ ημέρες με αφετηρία όχι το χρόνο πραγματοποίησης του κινδύνου, αλλά το χρόνο που έλαβε γνώση ο λήπτης της ασφάλισης ότι επήλθε η ζημία. Αντίθετα, με το καθεστώς του ΕμπΝ (άρθρο 209 § 1, εδ. α’) προβλεπόταν μικρότερη προθεσμία τριών ημερών για την ειδοποίηση του ασφαλιστή. Ωστόσο, δεν προκύπτει ερμηνευτικά ότι ο λήπτης πρέπει να περιμένει την παρέλευση της οκταήμερης προθεσμίας για να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, αλλά αντίθετα, οφείλει να τον ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση νωρίτερα, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Ακόμη, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση ότι ο ασφαλιστής πρέπει να ειδοποιηθεί “αμελλητί” ή “άμεσα”, το οποίο δεν σημαίνει ότι υποχρεώνεται ο λήπτης της ασφάλισης να ανακοινώνει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης αμέσως, αλλά να ενεργήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Μία τέτοια συμφωνία, δεδομένου ότι αποβλέπει στο συμφέρον όχι μόνο του ασφαλιστή αλλά και του ασφαλισμένου, δεν είναι άκυρη κατά το άρθρο 33 § 1 ΑσφΝ, καθώς δε θίγει ούτε περιορίζει τα δικαιώματα του ασφαλισμένου και μπορεί να συμφωνηθεί σε κάθε είδους ασφάλιση καταναλωτική ή μη καταναλωτική. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πιθανή άγνοια των υπόχρεων σε αναγγελία προσώπων σχετικά με την πραγματοποίηση του κινδύνου, τους απαλλάσσει από την υποχρέωση αναγγελίας, εφόσον φυσικά αυτή δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια τους να πληροφορηθούν κάτι τέτοιο. Ο νόμος δεν τάσσει ορισμένο τύπο αναγγελίας. Έτσι, η αναγγελία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο όπως προφορικά, τηλεφωνικά, γραπτώς με γράμμα, με συστημένη επιστολή. Εάν έχει συμφωνηθεί η ειδοποίηση με ορισμένο τύπο π.χ. γραπτώς, σε περίπτωση που ο ασφαλιστής ειδοποιηθεί χωρίς τύπο, έστω και προφορικά, δεν υπάρχει παράβαση, αφού ο σκοπός της ειδοποίησης έχει επιτευχθεί. Η ειδοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει την αναγγελία του κινδύνου που πραγματοποιήθηκε, τα στοιχεία του αντικειμένου που έχει θιγεί από τον κίνδυνο, τα στοιχεία του λήπτη της ασφάλισης, τα περιστατικά πραγματοποίησης του κινδύνου, παροχή αποδεικτικών. Να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται αναγγελία στην περίπτωση που ο ασφαλιστής έχει ενημερωθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πραγματοποίηση του κινδύνου. Για την απαλλαγή, επομένως, του ασφαλιστή προϋποτίθεται υπαιτιότητα του λήπτη της ασφάλισης, ακόμη και ελαφρά αμέλεια. Έτσι σε περίπτωση ανυπαίτιας παράβασης του καθήκοντος ειδοποίησης από το λήπτη της ασφάλισης εντός ορισμένου χρόνου, ο νόμος δεν επισύρει καμία κύρωση σε βάρος του. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ασφαλιστής, στην περίπτωση επιτρεπτής ρήτρας απαλλαγής λόγω παραβίασης της υποχρέωσης αναγγελίας της πραγματοποίησης του κινδύνου εντός ορισμένου χρόνου, απαλλάσσεται μόνο εάν ο λήπτης της ασφάλισης ενήργησε με υπαιτιότητα σύμφωνα με το άρθρο 330 ΑΚ (ΑΠ 697/2023 ΤΝΠ Νόμος).
Ο ενάγων με την υπό στοιχείο Α (κύρια) αγωγή ιστορεί, ότι την 3-3-2014 προσελήφθη, διά συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από τη δραστηριοποιούμενη στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας ζωοτροφών πρώτη εναγόμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, της οποίας νόμιμοι εκπρόσωποι τυγχάνουν οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων και τεχνικός ασφαλείας η τέταρτη εναγομένη, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του ως εργάτης στην ευρισκόμενη στη βιομηχανική περιοχή της Λάρισας επιχείρηση – βιομηχανία της πρώτης εναγόμενης. Ότι την 29-3-2022 επήλθε, κατά τη διάρκεια της εργασίας που εκτελούσε σε μηχάνημα παραγωγής ζωοτροφών με αναδευτήρα, το αναλυτικώς περιγραφόμενο στην ένδικη αγωγή εργατικό ατύχημα του ενάγοντος (ο αναδευτήρας συνέθλιψε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του), με αποτέλεσμα να προκληθεί η αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο σωματική του βλάβη. Ότι το εν λόγω εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο, άλλως σε αμέλεια των εναγομένων, οι οποίοι δεν έλαβαν τα αναφερόμενα στην αγωγή μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονταν, κατά παράβαση των διατάξεων νόμων που ειδικώς αναφέρονται στην αγωγή, δεν τον ενημέρωσαν για τους κινδύνους ούτε τον εκπαίδευσαν σε θέματα ασφαλείας, δεν του χορήγησαν εξοπλισμό ατομικής προστασίας. Ότι οι προμνημονευθείσες, παράνομες και συνδεόμενες με πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια προς το προειρημένο αποτέλεσμα, παραλείψεις ανάγονται στην αποκλειστική αμέλεια τόσο των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, υπό την ιδιότητα των συνδιαχειριστών και άρα του καταστατικού οργάνου της πρώτης εναγόμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας, όσο και της τέταρτης εναγόμενης ως τεχνικού ασφαλείας, προστηθέντος από την πρώτη εναγομένη. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως εκτενέστερα εκτίθεται στην αγωγή, ο ενάγων αιτείται να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος α) το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας του εν λόγω τραυματισμού του και β) το ποσό των 250.000 ευρώ ως χρηματική παροχή άρθρου 931 ΑΚ εξαιτίας της μόνιμης σωματικής αναπηρίας που του προκάλεσε ο τραυματισμός του, όλα δε τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητά να απαγγελθεί κατά των δεύτερου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου (άρθρα 14 § 2, 16 περ. 2, 22, 25 § 2, 35 και 621 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις για τις εργατικές διαφορές (άρθρα 591 επ., 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, είναι ορισμένη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 299, 330, 340, 346, 481 επ., 662, 914, 922, 926, 931, 932 ΑΚ, 1,16 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25-8-1920, 34 § 2 και 60 § 3 του Α.Ν. 1846/1951, 1 εδ. α’, 2 § 1, 3 § 1 περ. α’, β’ και ε’, 42 §§ 1 και 5 του Ν. 3850/2010, 1, 2, 3 § 1, 4 του Π.Δ. 395/1994, 4 § 6, 7 § 1 του Π.Δ. 396/1994, 4, 7 §§ 1, 5 και 6, 12 §§ 1, 2 και 3 του Π.Δ. 17/1996, 77 του Π.Δ. 14/22-3-1934, 176, 907, 908 § 1 περ. δ’, ε’ και 1047 § 1 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος κήρυξης της παρούσας απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς τη διάταξη για την απαγγελία προσωπικής κράτησης, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η εκτέλεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1049 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ προϋποθέτει την τελεσιδικία της απόφασης που τη διατάσσει. Σημειώνεται ότι το αγωγικό κονδύλιο που αφορά στην αποζημίωση του ενάγοντος κατ’ άρθρο 931 ΑΚ είναι νόμιμο παρά την ασφάλιση του τελευταίου στον ΕΦΚΑ, καθώς η εργοδότρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσής του, δοθέντος ότι στην αγωγή διαλαμβάνεται η αιτίαση ότι το ατύχημα οφείλεται σε δόλο της εργοδότριας εταιρίας, ώστε αυτή υποχρεούται να του καταβάλει την από το άρθρο 34 § 2 του Α.Ν. 1896/1951 διαφορά μεταξύ της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΕΦΚΑ χορηγούμενων παροχών. Για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής καταρτίστηκε και προσκομίζεται το από 1-7-2023 ενημερωτικό έγγραφο του ενάγοντος για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (άρθρο 3 ν. 4640/2019). Πρέπει επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι από τη διάταξη του άρθρου 15 § 2 ν. 551/1915 (όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ μέσω του άρθρου 52 αρ.8 ΕισΝΚΠολΔ) συνάγεται ότι οι αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται αποζημίωση του εργαζόμενου που έπαθε ατύχημα στην εργασία του, δεν υποβάλλονται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν υποβάλλονται σε τέτοιο ένσημο ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα, αφού συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής (βλ. ΟλΑΠ 296/1972, ΕΕργΔ 31.1229, ΑΠ 691/2006, ΕφΠειρ 618/2009 ΤΝΠ Νόμος).
Η πρώτη των κυρίως εναγομένων της (κύριας) αγωγής – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα εργοδότρια εταιρία ιστορεί με την υπό στοιχείο Β προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, την οποία στρέφει εναντίον της ασφαλιστικής της εταιρίας, ότι έχει ασκηθεί εις βάρος της η προεκτεθείσα κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνεται στο δικόγραφο της υπό κρίση προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, προσεπικακαλώντας την προαναφερθείσα ασφαλιστική εταιρία ως δικονομική της εγγυήτρια για το ένδικο εργατικό ατύχημα να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτής στην (κύρια) δίκη επί της υπό στοιχείο Α αγωγής και αιτούμενη, συνομολογώντας επικουρικώς την ευθύνη της ως προς τις συνέπειες του ένδικου εργατικού ατυχήματος, να αναγνωρισθεί, όπως, διά της περιληφθείσας στα ταυτάριθμα με την προκείμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και των κατατεθεισών επί της έδρας ενώπιον του προτάσεων του, έχει παραδεκτώς, δυνάμει των ρυθμίσεων των άρθρων 223, 294, 295 § 1, 297 και 591 § 1 ΚΠολΔ, τραπεί εν όλω το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ότι η προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη υποχρεούται, μέσω της κηρύξεως της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να της καταβάλει, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Α αγωγή, το ποσό, το οποίο θα υποχρεωθεί η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα να καταβάλει στον φερόμενο ως παθόντα εκ του εργατικού ατυχήματος ενάγοντα της κύριας αγωγής, επειδή η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα έχει συνάψει με την προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία την ενσωματωμένη στο υπό κρίση παρεπόμενο δικόγραφο ασφαλιστική σύμβαση, που ίσχυε κατά τον προειρημένο χρόνο της επελεύσεως του ένδικου εργατικού ατυχήματος του κυρίως ενάγοντος και είχε ως περιεχόμενο την κάλυψη της αστικής ευθύνης της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας εταιρίας για οποιαδήποτε ζημία προκληθεί σε νομίμως προσληφθέντα απ’ αυτήν και νομίμως ασφαλισμένο σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης εργαζόμενο κατά την απασχόλησή του από την προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, όπως επίσης να καταδικασθεί η προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων αυτής. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό στοιχείο Β προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 12-14, 16 αρ. 2 και 31 § 1 ΚΠολΔ), προκειμένου να συνεκδικασθεί με την υπό στοιχείο Α κύρια αγωγή κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (ά. 591, 614 αρ. 3 στοιχ. α, δ και 621 ΚΠολΔ). Είναι επιπλέον παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ, 1 επ., 25 Ν. 2496/1997 (ΑσφΝ), 69 § 1 στοιχ. δ, ε, 70, 88, 89, 283, 285 και 176 ΚΠολΔ, εκτός του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, το οποίο κατέστη νόμω αβάσιμο κατόπιν της προειρημένης τροπής του αγωγικού αιτήματος της ένδικης προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει επομένως η υπό στοιχείο Β προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτής, συνεκδικαζόμενη με την προεκτεθείσα κύρια αγωγή.
Μέσω της υπό στοιχείο Γ απλής πρόσθετης παρέμβασης, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη της υπό στοιχείο Β προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής ασφαλιστική εταιρία, για την περίπτωση που γίνει δεκτή η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – πρώτης των κυρίως εναγομένων της υπό στοιχείο Α (κύριας) αγωγής ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας στην κύρια δίκη επί της υπό στοιχείο Α αγωγής, αιτούμενη, ως τρίτη επικαλούμενη έννομο συμφέρον αυτής απορρέον εκ της προειρημένης ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας της πρώτης κυρίως εναγομένης αναφορικά με το υπό κρίση εργατικό ατύχημα, να απορριφθεί η προπαρατεθείσα κύρια αγωγή καθώς και να καταδικασθεί ο καθ’ ου η ένδικη απλή πρόσθετη παρέμβαση – κυρίως ενάγων στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κατατεθείσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 31-10-2023 υπό στοιχείο Γ απλή πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, προκειμένου να συνεκδικασθεί με την υπό στοιχείο Α κύρια αγωγή κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 7, 9, 12-14, 16 αρ. 2, 31 § 1, 591, 614 αρ. 3 και 621 ΚΠολΔ,). Είναι επιπροσθέτως παραδεκτή και νόμιμη, ερειδόμενη στις ρυθμίσεις των άρθρων 1 Ν. 551/1915, 1 επ., 25 Ν. 2496/1997 (ΑσφΝ), 80, 81, 88, 182 και 591 §1 ΚΠολΔ, οπότε πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζόμενη με την προεκτεθείσα κύρια αγωγή.
Από τις ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος του ενάγοντος, του μάρτυρος των τριών πρώτων των εναγομένων και του μάρτυρος της τέταρτης εναγομένης που εξετάστηκαν νομίμως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 340, 390, 395, 432 επ., 591 §§ 1,5 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται έγγραφα της ποινικής δικογραφίας του υπό κρίση εργατικού ατυχήματος και φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, ενώ ορισμένα απ’ όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των διαδίκων έγγραφα μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη κυρίως εναγόμενη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, νομίμως εκπροσωπούμενη από τους συνδιαχειριστές και εταίρους αυτής δεύτερο και τρίτο των κυρίως εναγομένων, διατηρεί στη Λάρισα βιομηχανική επιχείρηση και δραστηριοποιείται στον τομέα της παραγωγής και εμπορίας κτηνοτροφικών πλακών λείξεως, συμπληρωμάτων ζωοτροφών και συναφών προϊόντων. Ο γεννηθείς το έτος 1976 κυρίως ενάγων προσελήφθη από την πρώτη κυρίως εναγόμενη εταιρία την 3-3-2014, με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης, προκειμένου να παράσχει, αντί του εκάστοτε νόμιμου μικτού μηνιαίου μισθού του ως συμφωνημένου, τις υπηρεσίες αυτού ως ανειδίκευτος εργάτης μεταποιητικών βιομηχανιών στο εργοστάσιο της πρώτης κυρίως εναγομένης, εργοδότριάς του, εκτελώντας εκεί διάφορες εργασίες κατόπιν της χορηγήσεως σ’ αυτόν, κατά την άσκηση του διευθυντικού της δικαιώματος, των αντίστοιχων δεσμευτικών εντολών από τα όργανα και τους προστηθέντες της πρώτης των κυρίως εναγομένων. Κατά το χρόνο πρόσληψής του ο κυρίως ενάγων είχε προϋπηρεσία 17 ετών ως εργάτης, έχοντας εργαστεί σε συνεργείο τοποθέτησης τεντών σκίασης. Στις 29-3-2022 και περί ώρα 10.25 π.μ., ο κυρίως ενάγων παρείχε την εργασία του εντός των εγκαταστάσεων της εργοδότριάς του και δη στο τμήμα παραγωγής συμπληρωμάτων ζωοτροφών. Η εργασία που εκτελούσε αρχικά ήταν η πλήρωση μιας ανοιχτής χοάνης με τα υλικά του μίγματος της ζωοτροφής (αλάτι, φώσφορο, μαρμαρόσκονη, βιταμίνες κλπ), τα οποία στη συνέχεια οδηγούνταν μέσω σωλήνα σε κλειστή αναμικτική δεξαμενή. Η προώθηση των υλικών στη δεξαμενή γινόταν με τη βοήθεια ατέρμονος κοχλία, ήτοι επιμήκους μεταλλικού άξονα που φέρει ενιαίο μεταλλικό έλασμα ελικοειδούς μορφής, με ηλεκτρικό κινητήρα, που ο ίδιος είχε θέσει σε λειτουργία από τον σχετικό διακόπτη (μπουτόν). Η κατασκευή της δεξαμενής είναι οριζόντια με διαστάσεις τρία μέτρα μήκος και ογδόντα εκατοστά διάμετρο, εγκατεστημένη σε ύψος 1,40 μέτρα από την επιφάνεια του δαπέδου. Στη συνέχεια γινόταν έγχυση σε δεύτερη χοάνη ανοιχτού τύπου που υπήρχε στο κάτω μέρος και στην άκρη της δεξαμενής. Με την ίδια διαδικασία, μέσω δεύτερου ατέρμονος κοχλία, γινόταν μεταφορά του μίγματος στην πρέσα. Στο πάνω μέρος της δεξαμενής υπήρχαν μεταλλικά καπάκια, ενώ στο εσωτερικό της λειτουργούσε οριζόντιος ατέρμων κοχλίας, ο οποίος έφερε στον άξονά του ελάσματα μη ενιαίας μορφής, για την ανάδευση του μίγματος με σκοπό να γίνει ομοιογενές και τη μεταφορά του στην προαναφερθείσα δεύτερη χοάνη. Όταν ολοκληρώθηκε η ανάδευση, ο κυρίως ενάγων άνοιξε τη χειροκίνητη θυρίδα (με άνοιγμα εκκένωσης, διαστάσεων 25 εκ. x 25 εκ.) που υπήρχε στο κάτω μέρος της δεξαμενής για την εξαγωγή του μίγματος και την προώθησή του στην πρέσα, όπου έπαιρνε την τελική του μορφή σε σχήμα ρολού. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να αδειάσει το μίγμα από τη δεξαμενή, ο κυρίως ενάγων, κατ’ εντολή της εργοδότριάς του, εργαζόταν και σε δεύτερο, διπλανό, όμοιο αναμικτικό μηχάνημα, προκειμένου να ετοιμαστεί εγκαίρως η παραγγελία. Επίσης, πριν συμβεί το κατωτέρω ατύχημα, μετέβη σε άλλο χώρο και συγκεκριμένα στην αποθήκη και μετέφερε ετικέτες του προϊόντος για λογαριασμό συναδέλφου του και συγκεκριμένα του μάρτυρος που εξετάστηκε επιμελεία των τριών πρώτων κυρίως εναγομένων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ………… . Ακολούθως, ο κυρίως ενάγων επέστρεψε στο αρχικό μηχάνημα, ήτοι στη δεξαμενή ανάδευσης, και αφού διαπίστωσε ότι αυτή είχε αδειάσει, έβαλε το αριστερό του χέρι στο εσωτερικό της, από το κάτω και πίσω μέρος της, μέσω της ανοιχτής θυρίδας για να καθαρίσει τα υπολείμματα του μίγματος ζωοτροφής περιμετρικά, προκειμένου να εισαχθεί εν συνεχεία στο μηχάνημα διαφορετικό μίγμα. Πλην όμως, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας και της πίεσης από την ταυτόχρονη εκτέλεση πολλών εργασιών, δεν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε λειτουργία το μηχάνημα και ο αναδευτήρας συνέθλιψε τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Σημειώνεται, ότι ο κυρίως ενάγων προέβη στην προαναφερθείσα εργασία του καθαρισμού των υπολειμμάτων του μίγματος, διότι επρόκειτο να αλλάξουν είδος συμπληρώματος ζωοτροφής, συγκεκριμένα από κόκκινο χρώμα θα έβαζαν λευκό, και θα έπρεπε το δεύτερο μίγμα να είναι απαλλαγμένο από το χρώμα του προγενέστερου μίγματος. Αναφορικά με τον ισχυρισμό των κυρίως εναγομένων, ότι ο καθαρισμός του μηχανήματος δεν γίνεται με τον τρόπο που επιχείρησε να τον εκτελέσει ο κυρίως ενάγων, παρά μόνο με κρούση των εξαρτημάτων της μηχανής με εργαλεία χειρός, όπως σφυρί, και με την προσθήκη ποσότητας άλατος στην αναμικτική δεξαμενή και τη θέση αυτής σε λειτουργία, λεκτέον ότι αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθώς αποδείχθηκε ότι ο καθαρισμός δεν μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το αλάτι και τις κρούσεις, καθώς πάντοτε έμεναν υπολείμματα του μίγματος στα εξαρτήματά της και για το λόγο αυτό οι εργαζόμενοι προέβαιναν και σε χειροκίνητη αφαίρεση των υπολειμμάτων από τα σημεία όπου είχαν κολλήσει, αφού πρώτα είχε διακοπεί η λειτουργία του μηχανήματος. Αναφορικά με τον ισχυρισμό των κυρίως εναγομένων, ότι ο κυρίως ενάγων είχε πολυετή πείρα στον χειρισμό του εν λόγω μηχανήματος και δη από την πρόσληψή του, λεκτέον ότι αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθώς αποδείχθηκε ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα εγκαταστάθηκε στο εργοστάσιο της εργοδότριας το καλοκαίρι του 2021, ήτοι περίπου 8 μήνες πριν το επίδικο ατύχημα, σημειωτέου και του ότι ο κυρίως ενάγων δεν απασχολείτο αποκλειστικά στα συγκεκριμένη θέση, ήτοι στο χειρισμό του εν λόγω μηχανήματος, αλλά σε διάφορες θέσεις εργασίας, όπως για παράδειγμα στην πρέσα παραγωγής του τελικού προϊόντος. Περαιτέρω, υπαίτιοι για το ως άνω ατύχημα είναι η πρώτη κυρίως εναγόμενη ως εργοδότρια και οι δεύτερος και τρίτος των κυρίως εναγομένων ως νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, διότι παρέλειψαν να εγκαταστήσουν στο ως άνω μηχάνημα όπου εργαζόταν ο κυρίως ενάγων, και ειδικότερα στην περιοχή περιμετρικά της θυρίδας, προφυλακτική σχάρα ή προστατευτικό κιγκλίδωμα ώστε να αποκλείεται η πρόσβαση στην επικίνδυνη ζώνη με οποιονδήποτε τρόπο, παρέλειψαν να εγκαταστήσουν αυτοματισμό ασφαλείας συνδεδεμένο με τη θυρίδα, ο οποίος θα διακόπτει τη λειτουργία του αναδευτήρα σε περίπτωση ανοίγματος της θυρίδας (ηθελημένα ή μη), παρέλειψαν να εγκαταστήσουν στο μηχάνημα ηχητική ή φωτεινή ή άλλη ένδειξη ώστε να γίνεται αντιληπτό από τον χειριστή ότι είναι εν λειτουργία, μη αρκούντος προς τούτο της κόκκινης λυχνίας ένδειξης του αναδευτήρα που ήταν τοποθετημένη στον ηλεκτρικό πίνακα, ήτοι σε μη εμφανές για τον χειριστή σημείο, ενώ δεν εκπαίδευσαν τον κυρίως ενάγοντα σε θέματα ασφαλείας. Ας σημειωθεί, ότι μεταγενέστερα του επίδικου ατυχήματος τοποθετήθηκε σε εμφανές σημείο του εν λόγω μηχανήματος περιστρεφόμενη λυχνία (φάρος) που ανάβει όταν αυτό είναι σε λειτουργία, καθώς και προστατευτικό κιγκλίδωμα μπροστά από την προαναφερθείσα θυρίδα του εν λόγω μηχανήματος. Αναφορικά με τη χορήγηση στον κυρίως ενάγοντα εξοπλισμού ατομικής προστασίας, αποδείχθηκε ότι στις 26-2-2020 του χορηγήθηκαν είδη ατομικής προστασίας και δη υποδήματα εργασίας, κράνος ασφαλείας, ωτοασπίδες, μάσκα, γάντια, φαλτσέτα, φόρμα εργασίας, μπλούζες εργασίας και μπουφάν, πλην όμως, εκ των ανωτέρω, τα γάντια ήταν απλά γάντια εργασίας, τα οποία δεν ήταν ικανά να αποτρέψουν ή να περιορίσουν τον επίδικο τραυματισμό, επειδή ήταν φτιαγμένα από μαλακό υλικό, σημειωτέου και του ότι ο κυρίως ενάγων πράγματι φορούσε τα εν λόγω γάντια κατά το ατύχημα. Συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση, θα έπρεπε να έχουν χορηγηθεί στον κυρίως ενάγοντα μεταλλικά γάντια ασφαλείας από πλέγμα ανοξείδωτου ατσαλιού, τα οποία θα μπορούσαν να περιορίσουν την επελθούσα βλάβη στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Περαιτέρω, υπαίτια για το ως άνω ατύχημα είναι και η, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τεχνικός ασφαλείας της εργοδότριας εταιρίας, ήτοι η τέταρτη των κυρίως εναγομένων, που προέβη στις κάτωθι παραλείψεις, οι οποίες συνέβαλαν αιτιωδώς στο επελθόν αποτέλεσμα. Λόγω της ιδιότητάς της ως τεχνικού ασφαλείας, η τέταρτη κυρίως εναγομένη όφειλε να ενημερώσει την πρώτη των κυρίως εναγομένων, όπως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, ότι έπρεπε, για την ασφάλεια των εργαζομένων και την προστασία τους, να τοποθετήσει στο μηχάνημα, που χειριζόταν ο κυρίως ενάγων, προφυλακτική σχάρα ή προστατευτικό κιγκλίδωμα ώστε να αποκλείεται η πρόσβαση στην επικίνδυνη ζώνη με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και ότι έπρεπε να τοποθετήσει στο εν λόγω μηχάνημα αυτοματισμό ασφαλείας συνδεδεμένο με τη θυρίδα, ο οποίος θα διακόπτει τη λειτουργία του αναδευτήρα σε περίπτωση ανοίγματος της θυρίδας (ηθελημένα ή μη). Επίσης, παρέλειψε να ενημερώσει την πρώτη των κυρίως εναγομένων ότι έπρεπε να τοποθετήσει στο μηχάνημα ηχητική ή φωτεινή ή άλλη ένδειξη ώστε να γίνεται αντιληπτό από τον χειριστή ότι είναι εν λειτουργία, καθώς και ότι έπρεπε να χορηγηθούν στον κυρίως ενάγοντα μεταλλικά γάντια ασφαλείας, μη αρκούντως των απλών γαντιών εργασίας. Περαιτέρω, η τέταρτη κυρίως εναγομένη ουδέποτε συνάντησε τον κυρίως ενάγοντα, προκειμένου να του παράσχει σχετικές οδηγίες για την εργασία του, την επικίνδυνη φύση αυτής, τις πηγές του κινδύνου και τις πιθανές μορφές πρόκλησης εργατικών ατυχημάτων, καίτοι ήταν εκ του νόμου υποχρεωμένη αφενός να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι να τηρούν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας και αφετέρου να ενημερώνει και να καθοδηγεί τους τελευταίους, προκειμένου να αποφευχθεί ο επαγγελματικός κίνδυνος που συνεπάγεται η εργασία τους. Εξάλλου, όφειλε η ίδια να διαπιστώνει εάν ο κυρίως ενάγων έχει εκπαιδευτεί αρκούντως σχετικά με τη χρήση του εν λόγω μηχανήματος και τους κινδύνους που φέρει, χωρίς να αρκεί μόνο η παροχή συμβουλών προς τη διοίκηση. Περαιτέρω σημειώνεται, ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχε συνταχθεί από την τεχνικό ασφαλείας γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, την οποία υποχρεούται να έχει στη διάθεσή του ο εργοδότης, κατά τα άρθρα 42 § 8 και 43 § 1 του Ν. 3850/2010. Οι παραλείψεις των ως άνω προσώπων, που οφείλονται σε συγκλίνουσα αμέλειά τους, οδήγησαν αιτιωδώς στο εργατικό ατύχημα και στον τραυματισμό του ενάγοντος, ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνονται με δόλο. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι οι κυρίως εναγόμενοι προέβησαν στις ως άνω παραλείψεις, γνωρίζοντας ότι από την παράλειψή τους ενδέχεται να προκληθεί ατύχημα και να κινδυνεύσει η σωματική ακεραιότητα του κυρίως ενάγοντος εργαζομένου, αποδεχόμενοι τη συνέπεια αυτή. Συνεπώς, ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός του κυρίως ενάγοντος ότι οι κυρίως εναγόμενοι βαρύνονται με δόλο είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο είναι το αγωγικό κονδύλιο της κατ’ άρθρο 931 ΑΚ αποζημίωσης, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής, δεδομένου ότι ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ), που έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας (βλ. και ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 617/2022 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι τον κυρίως ενάγοντα βαρύνει συνυπαιτιότητα σε ποσοστό 20% στην πρόκληση του τραυματισμού του, καθώς αυτός από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και ηδύνατο να καταβάλλει κατά τις περιστάσεις δεν συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε λειτουργία το μηχάνημα και ο αναδευτήρας, ενώ ο ίδιος είχε θέσει σε λειτουργία το συγκεκριμένο μηχάνημα στο οποίο εργαζόταν και όφειλε να είναι σίγουρος ότι το μηχάνημα αυτό είχε κλείσει προτού βάλει το χέρι του στον αναδευτήρα για να το καθαρίσει, γενομένης εν μέρει δεκτής κατ’ ουσίαν της επικουρικώς προβληθείσας εκ μέρους των κυρίως εναγομένων, μέσω τόσο της καταχωρισθείσας στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης προφορικής δήλωσης των πληρεξουσίων δικηγόρων τους όσο και των κατατεθεισών επί της έδρας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεών τους, ένστασης συνυπαιτιότητας του ενάγοντος (άρθρα 262 § 1, 591 § 1 στοιχ. γ ΚΠολΔ και 300 ΑΚ). Περαιτέρω, αμέσως μετά το επίδικο ατύχημα ο κυρίως ενάγων μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας και εισήχθη αυθημερόν στην ορθοπαιδική κλινική αυτού όπου διαπιστώθηκε τραυματικός ακρωτηριασμός του καρπού και της άκρας αριστερής χειρός, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση διαμόρφωσης κολοβώματος στο αριστερό χέρι του με κρημνό ολικού πάχους από τον αριστερό λαγόνιο βόθρο. Εξήλθε την 2-4-2022 με οδηγίες για αλλαγή τραύματος ανά δύο ημέρες, φαρμακευτική αγωγή και αναρρωτική άδεια από την εργασία 45 ημερών. Στις 18-4-2022 επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο και υπεβλήθη σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση διαχωρισμού δερματικού κρημνού και διαμόρφωσης κολοβώματος, εξήλθε δε στις 21-4-2022 λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή και οδηγίες για επανεξέταση. Στις 26-4-2022 επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο και υπεβλήθη σε τρίτη χειρουργική επέμβαση λόγω διάσπασης του τραύματος, κατά την οποία έγινε καθαρισμός του τραύματος στο χέρι και στη βουβωνική χώρα, εξήλθε δε στις 30-4-2022 με οδηγίες για επανέλεγχο στις 3-5-2022. Στις 12-9-2022 επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο και στις 14-9-2022 υπεβλήθη σε τέταρτη χειρουργική επέμβαση επιμήκυνσης του αντίχειρα, με εφαρμογή εξωτερικής οστεοσύνθεσης Hoffmann Micro έπειτα από οστεοτομία πρώτου μετακαρπίου, εξήλθε δε στις 15-9-2022 λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή, οδηγίες για ανάρτηση άκρου, κινησιοθεραπεία αγκώνα και επανεξέταση. Στις 13-1-2023 επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο και υπεβλήθη σε πέμπτη χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της εξωτερικής οστεοσύνθεσης επιμήκυνσης αντίχειρα, εξήλθε δε αυθημερόν λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή και οδηγίες για δέκα συνεδρίες φυσικοθεραπειών και επανεξέταση. Στις 21-3-2023 επανεισήχθη στο ίδιο νοσοκομείο και υπεβλήθη σε έκτη χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης της πρώτης μεσοδακτύλιας χορδής και σταθεροποίησης με Mini Hoffmann Stryker, εξήλθε δε στις 22-3-2023 λαμβάνοντας φαρμακευτική αγωγή και οδηγίες για ανάρτηση άνω άκρου και επανεξέταση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …………/16-11-2022 Γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του ΕΦΚΑ – Περιφερειακό Υποκατάστημα Μισθωτών Λάρισας, ο κυρίως ενάγων λόγω του, εκ του επιδίκου ατυχήματος, ακρωτηριασμού όλων των δακτύλων αριστεράς άκρας χειρός, φέρει ποσοστό αναπηρίας 50% κατά ιατρική πρόβλεψη από 7-9-2022 έως εφ’ όρου ζωής. Ο κυρίως ενάγων ελάμβανε από τον θεράποντα ιατρό του διαδοχικές αναρρωτικές άδειες και απουσίασε από την εργασία του, από τον τραυματισμό του μέχρι και τις 31-7-2023. Τον Αύγουστο 2023 επέστρεψε στην εργασία στην πρώτη κυρίως εναγομένη εργοδότρια εταιρία, όπου πλέον κάνει βοηθητικού τύπου εργασίες και δεν απασχολείται στο χειρισμό μηχανημάτων. Κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος ήταν άγαμος, ενώ μεταγενέστερα αυτού σύναψε σύμφωνο συμβίωσης και έχει αποκτήσει ένα τέκνο. Περαιτέρω, ο κυρίως ενάγων από το προαναφερόμενο εργατικό ατύχημα, που του προξένησε βλάβη της υγείας του υπέστη ηθική βλάβη, οπότε δικαιούται να αξιώσει από τους κυρίως εναγομένους εύλογη σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση. Προς το σκοπό του καθορισμού του επιδικαστέου για την εν λόγω αιτία ποσού απαιτείται λοιπόν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα κυρίως προσδιοριστικά στοιχεία: α) το είδος των εννόμων αγαθών που προσβλήθηκαν (υγεία και σωματική ακεραιότητα), β) η τότε ηλικία του κυρίως ενάγοντος (46 ετών), γ) ο βαθμός της ψυχικής ταλαιπωρίας, της θλίψης και του πόνου που δοκίμασε εντεύθεν, δ) ο βαθμός του πταίσματος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων, υπό την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εργοδότριας εταιρίας και της τέταρτης των εναγομένων τεχνικού ασφαλείας υπό την ιδιότητα του προστηθέντος της εργοδότριας εταιρίας, καθώς και το ανωτέρω ποσοστό συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, ως προς την πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και των αποτελεσμάτων αυτού και ε) η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων της κύριας αγωγής. Πρέπει επομένως, να επιδικασθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση του κυρίως ενάγοντος εξαιτίας της προειρημένης ηθικής του βλάβης το ποσό των 80.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μεταξύ της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας ως ασφαλίστριας και της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας εταιρίας ως λήπτριας της ασφάλισης καταρτίσθηκε το με αριθμό ………… ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης με διάρκεια ασφάλισης από την 5-8-2021 έως την 5-8-2022 με κάλυψη και της εργοδοτικής αστικής ευθύνης της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας εταιρίας, έναντι των εργαζομένων της. Το εν λόγω ασφαλιστήριο συμβόλαιο διέπεται από τους συνημμένους σε αυτό ασφαλιστικούς όρους, δηλαδή τους γενικούς όρους, τις γενικές εξαιρέσεις, τους ειδικούς όρους, ειδικές εξαιρέσεις και ειδικές συμφωνίες και διατάξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 6.2 των γενικών όρων του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σε περίπτωση επέλευσης ζημιογόνου γεγονότος ο ασφαλιζόμενος έχει την υποχρέωση να ειδοποιήσει με κάθε πρόσφορο μέσο τον ασφαλιστή αμέσως και να του υποβάλλει σχετική έγγραφη δήλωση εντός οκτώ (8) ημερών, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6.8, η μη τήρηση της πιο πάνω υποχρέωσης εκ μέρους του ασφαλιζόμενου απαλλάσσει τον ασφαλιστή της υποχρέωσης για καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης (βλ. σελ. 9 του εν λόγω υπ’ αριθμ. ………… ασφαλιστήριου συμβολαίου της ασφαλιστικής εταιρίας «………….»). Ο παραπάνω γενικός όρος και η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης αναγγελίας της ζημίας από την ασφαλισμένη εταιρία προς την ασφαλιστική εταιρία συνιστά περίπτωση συμβατικής απαλλαγής της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης από την υποχρέωση της να εκπληρώσει την παροχή, δηλαδή να καταβάλει το ασφάλισμα μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Συνεπώς, ο όρος αυτός συνιστά λόγο εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, που κρίνεται συμβατός με το νόμο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπ’ αριθμ. II νομική σκέψη, ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλισμένη εταιρία ενεργούσε στο πλαίσιο της σύμβασης για την ασφαλιστική κάλυψη έναντι επαγγελματικών κινδύνων. Άλλωστε, ο παραπάνω όρος έγινε αποδεκτός από την ασφαλισμένη (προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα), η οποία γνώριζε τους γενικούς και ειδικούς όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, δεδομένου ότι αναφέρονται όλοι με σαφήνεια στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και δεν εναντιώθηκε γραπτά ως προς αυτόν, μέσα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 2 § 6 του Ν. 2496/1997 προθεσμία, ασκώντας έτσι το σχετικό δικαίωμα εναντίωσης στην άνω σύμβαση. Στην προκείμενη περίπτωση η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης αυθημερόν, την ίδια ημέρα του εργατικού ατυχήματος, ήτοι την 29-3-2022, πλην όμως προέβη το πρώτον στην αναγγελία επέλευσης του κινδύνου εκπρόθεσμα, μετά από 4 περίπου μήνες, στις 2-8-2022 (βλ. ιδίως το από 2-8-2022 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail), του ασφαλιστικού πράκτορα, …………, το οποίο προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγομένη), η δε καθυστέρηση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, η οποία αν και γνώριζε το εργατικό ατύχημα, δεν το γνωστοποίησε στην ασφαλιστική της εταιρία. Σημειώνεται, ότι τα ανωτέρω αποδειχθέντα σχετικά με την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη δεν αντικρούονται από την προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα. Με βάση όσα αποδείχθηκαν ανωτέρω η προσεπικαλούσα παρεμπιπτόντως ενάγουσα δεν τήρησε τη συμβατική της υποχρέωση για την ενεργοποίηση της ευθύνης της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλίστριας, διότι, από αμέλειά της δεν ανήγγειλε την πραγματοποίηση του κινδύνου εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 8 ημερών από τη γνώση της. Πρέπει επομένως, να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η, προβληθείσα εκ μέρους της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, μέσω τόσο της καταχωρισθείσας στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης προφορικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της όσο και των κατατεθεισών επί της έδρας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεών του, σχετική ένσταση απαλλαγής της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης από την ασφαλιστική κάλυψη (άρθρα 7 § 6 εδ. α’, 33 § 1 Ν. 2496/1997 και 361 ΑΚ) και κατόπιν τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, παρέλκει δε η εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών που πρότεινε η προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία. Επίσης, μετά την απόρριψη της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής παρέλκει η εξέταση της υπό στοιχείο Γ’ απλής πρόσθετης παρέμβασης, καθώς αυτή είχε ασκηθεί για την περίπτωση που γινόταν δεκτή η υπό στοιχείο Β’ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη υπό στοιχείο Α’ κύρια αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι κυρίως εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον κυρίως ενάγοντα το ποσό των 80.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δεκτού γενόμενου του σχετικού αιτήματος των κυρίως εναγομένων για επιδίκαση τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας, δεδομένου ότι, πριν την έκδοση της παρούσας, διατηρούσαν εύλογα αμφιβολίες ως προς το ύψος της απαίτησης του ενάγοντος και δεν κατέβαλαν το αιτούμενο με την αγωγή ποσό, διότι ανέμεναν δικαιολογημένα την έκδοση απόφασης που θα έκρινε σχετικά. Το αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό κατά ένα μέρος, κατ’ άρθρα 907 και 908 § 1 περ. δ’ και ε’ ΚΠολΔ, λόγω της αδικοπραξίας και εργατικής διαφοράς, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Επίσης, πρέπει ενόψει του ύψους της επιδικαζόμενης απαίτησης και της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς να διαταχθεί εις βάρος των δεύτερου, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας δύο μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης (άρθρο 1047 ΚΠολΔ). Τέλος, οι κυρίως εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του κυρίως ενάγοντος λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με την έκταση αυτή (άρθρα 178 § 1, 180 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων στο σύνολό τους ένεκα της ιδιαιτέρως δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Η υπό στοιχείο Γ’ απλή πρόσθετη παρέμβαση, κατόπιν της απόρριψης της υπό στοιχείο Β’ προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, καθίσταται άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα, ενώ ως προς αυτή (απλή πρόσθετη παρέμβαση) δεν επιδικάζεται υπέρ του κυρίως ενάγοντος δικαστική δαπάνη, αφού η απόρριψη αυτής δεν προκάλεσε ιδιαίτερα δικαστικά έξοδα για τον καθ’ ου η υπό κρίση απλή πρόσθετη παρέμβαση – κυρίως ενάγοντα (πρβλ. το άρθρο 182 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων Α) την από 10-7-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/10-7-2023 αγωγή, Β) την από 27-9-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/28-9-2023 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και Γ) την από 30-10-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/31-10-2023 πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχείο Α’ κύρια αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους κυρίως εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον κυρίως ενάγοντα της υπό στοιχείο Α’ αγωγής το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση ως προς την αμέσως πιο πάνω καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή κατά ένα μέρος και συγκεκριμένα για το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ εις βάρος των δεύτερου, τρίτου και τέταρτης των κυρίως εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της ανωτέρω καταψηφιστικής διάταξης της απόφασης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους κυρίως εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του κυρίως ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων (2.400) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Β προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αυτής μεταξύ των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Γ πρόσθετη παρέμβαση.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Λάρισα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 6 Αυγούστου 2024.