Τελευταία ενημέρωση: 14 Οκτωβρίου 2022

Περίληψη: Καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Πότε είναι έγκυρη. Αν η αποζημίωση δεν καταβληθεί στον απολυόμενο ή, στην περίπτωση άρνησής του, δεν κατατεθεί δημοσίως εντός ευλόγου χρόνου, η καταγγελία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση νομίμων προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 180). Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας, που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Η προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζομένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωσή του. Κρίση ότι η υπογραφή που έχει τεθεί στη θέση της εργαζόμενης, δεν είναι της ενάγουσας, γεγονός που επιβεβαιώνει η σύζυγος του εναγομένου, με την κατάθεσή της σε ένορκη βεβαίωση, αλλά την έχει θέση αντ’ αυτής και εν αγνοία της ο εναγόμενος. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν δικαιολογείται η ενάγουσα να αποχωρήσει από την εργασία της, στην επιχείρηση του εναγομένου, και να απολέσει όλα τα δικαιώματά της ως εργαζομένη. Άκυρη η καταγγελία της σύμβασης της ενάγουσας, για την οποία δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και συντελέστηκε ενόσω η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Υπό τις συνθήκες που έλαβε χώρα η απόλυση της ενάγουσας, κρίνεται ότι προσβλήθηκε η φήμη της ως υπαλλήλου και ενόψει του γεγονότος ότι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της συντελέστηκε ενόσω η ίδια ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης και ως εκ τούτου είχε αυξημένες οικονομικές ανάγκες και δεδομένου ότι η αμοιβή από την εργασία της είναι το μοναδικό μέσο βιοπορισμού της, ενώ στην κατάσταση που ήταν, ήταν δυσχερής η ανεύρεση άλλης θέσης εργασίας, την οποία άλλωστε δεν ανηύρε, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτής και σε βάρος του εναγομένου, χρηματική ικανοποίηση. Αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Επιδικάζει στην εργαζόμενη το συνολικό ποσό των 18.813,67 Ευρώ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ

ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 2593/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Τζαμικόσογλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου, καθώς και από τη Γραμματέα Αθανασία ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 03.11.2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ-ΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………… ……, κατοίκου …… Αττικής, οδός ……, αρ. …, που παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο Βλαχόπουλο, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ-ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ: …… …… του ……, κατοίκου …… Αττικής, οδός ……, αρ. … ή …… …, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευαγγελία Μαράντου, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

Η ενάγουσα-καλούσα ζητά να γίνει δεκτή, η από 31.05.2012 (αρ. κατάθ. ……/01.06.2012) αγωγή της, που επαναφέρθηκε για συζήτηση με την από 16.09.2014 (γεν. αρ. κατάθ. ……/18.09.2014, αρ. κατάθ. Δικ. ……/18.09.2014) κλήση της, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 3269/2013 μη οριστικής απόφασης αυτού του δικαστηρίου, που εκδόθηκε μετά τη δικάσιμο της 24.01.2013, που είχε οριστεί μετ’ αναβολή από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 04.10.12 και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης, η οποία αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμα, που ασκείται με μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για να του γνωρίσει την πρόθεσή του, να λήξει η μεταξύ τους συμβατική σχέση (ΑΠ 1435/2002 ΕλΔ 44,165), θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυομένου στο θεωρούμενο για το ΙΚΑ μισθολόγιο ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Δεν απαιτείται, όμως, το έγγραφο της καταγγελίας να επιδοθεί στο μισθωτό, προς τον οποίο απευθύνεται, με δικαστικό επιμελητή, αλλά αρκεί να εγχειριστεί σε αυτόν, ώστε να μπορεί να λάβει γνώση του περιεχομένου του. Η απόδειξη της εγχείρησης μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ήτοι, με έγγραφη απόδειξη παραλαβής, ομολογία και μάρτυρες, οι οποίοι θα βεβαιώνουν την παράδοση του εγγράφου στον υπό απόλυση μισθωτό (ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60,1538, ΕφΑθ 7688/2000 ΕλΔ43,811). Η ως άνω ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω έλλειψης των προϋποθέσεων, τασσομένη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική (ΑΠ 1278/2001 ΔΕΝ 58,223, ΑΠ 1165/1999 ΔΕΝ 56,303) και, συνεπώς, μπορεί αυτός να παραιτηθεί (άρθρα 156 και361 ΑΚ), ρητά ή σιωπηρά, από το δικαίωμά του να την προβάλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη (ΑΠ 816/2002 ΕλΔ 44,970). Ο εργαζόμενος, δηλαδή, έχει την ευχέρεια, είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας, είτε να παραιτηθεί, όπως αναφέρθηκε, από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (βλ. ΕφΑθ 2342/2003 ΕλλΔνη 45, 1483, ΕφΑθ 7015/1994). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, η κατά το Ν. 2112/1920 αποζημίωση του απολυόμενου υπαλλήλου καταβάλλεται κατά την ημέρα της λύσης της εργασιακής σύμβασης. Ο εργοδότης, συγχρόνως με την εγχείριση της έγγραφης καταγγελίας, πρέπει να προσφέρει και να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση. Δεν αρκεί μόνο η προσφορά του χρηματικού ποσού της αποζημίωσης στον απολυόμενο και η περιέλευση αυτού σε υπερημερία δανειστή, αλλά απαιτείται πραγματική καταβολή. Αν ο εργαζόμενος αρνείται να εισπράξει την πραγματικά και προσηκόντως προσφερόμενη αποζημίωση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση του ποσού της αποζημίωσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρα 427, 431 ΑΚ). Για το κύρος της καταγγελίας δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον απολυόμενο του σχετικού γραμματίου συστάσεως παρακαταθήκης, αλλά απλώς η παράλειψή της είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει ευθύνη του εργοδότη προς αποζημίωση του μισθωτού για τη ζημία που υπέστη από την παράλειψη. Αν η αποζημίωση δεν καταβληθεί στον απολυόμενο ή, στην περίπτωση άρνησής του, δεν κατατεθεί δημοσίως εντός ευλόγου χρόνου, η καταγγελία είναι, όπως αναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, άκυρη (ΑΠ 876/2004 ΔΕΝ 60,1538, ΑΠ 1640/2003 ΕλΔ45,759). Η εκ των υστέρων καταβολή της αποζημιώσεως δεν καθιστά έγκυρη την καταγγελία (ΑΠ 1290/2001 ΕλΔ43, 131), η οποία θεωρείται άκυρη αφότου έγινε και η υπερημερία που επήλθε, ως συνέπεια αυτής, μόνο με νέα έγκυρη καταγγελία μπορεί να αρθεί. Περαιτέρω, η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων (έγγραφο και καταβολή αποζημίωσης), είτε στο ότι έγινε με καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση, δηλαδή καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε η καταγγελία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 180). Σε περίπτωση ακυρότητας, ο εργοδότης που αρνείται έκτοτε να αποδεχτεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του μισθωτού, καθίσταται υπερήμερος (άρθρα 349, 350. ΑΚ) και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του. Ο μισθωτός, αντίστοιχα, δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, τους μισθούς του, είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το ν. 2112/1920 αποζημίωση (δυνάμενος να ενώσει στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής και τα δύο αιτήματα, εφόσον το δεύτερο από αυτά προβάλλει επικουρικά κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή απορρίψεως του πρώτου, βλ. παγ. νομολ., ΑΠ 1619/2006 ΕλΔ 48(2007).173, ΑΠ 918/2006 ΝοΒ 55 (2007).68 ΕλΔ 48(2007).1409, ΑΠ 1900/2005 ΕλΔ 47(2006).1035=ΧρΙΔ 2006.662, ΑΠ 590/1994 ΕλΔ 36(1995).162]. Κατά το άρθρο 15 § 1 του ν. 1483/1984, απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για’ μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας, που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για την καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 του π.δ/τος της 2/15.7.1997 «Μέτρα για την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 96/85/ΕΟΚ» (ΦΕΚ Α’ 150): «1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί στην σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η από αυτές προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα, ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων (ΑΠ 976/1998 ΕλΔ 40, 322). Εάν η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εργαζομένης εγκύου ή επιτόκου, καταγγελθεί χωρίς σπουδαίο λόγο ή εάν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος, η καταγγελία αυτή είναι απολύτως άκυρη, ο δε εργοδότης, εφόσον αρνείται την προσφερόμενη από αυτήν εργασία, θεωρείται υπερήμερος και οφείλει μισθούς υπερημερίας και ό,τι άλλο η εργαζομένη θα λάμβανε, εάν ο εργοδότης αποδεχόταν την εργασία της (ΑΠ 166/1997 ΕλΔ 38(1997).1558, ΑΠ 1060/1998 ΕλΔ 40(1999).1313, ΕφΠειρ 137/1994 ΑρχΝ 45.660). Κατά τα οριζόμενα στην υπ’ αριθμ. 19040/1981 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας, το Δώρο Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό, για όσους αμείβονται με μισθό και 25 ημερομίσθια, για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο. Το δώρο εορτών Πάσχα είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό, για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και με 15 ημερομίσθια, για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο. Τα δώρα εορτών καταβάλλονται ολόκληρα εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκησε χωρίς διακοπή καθ’ όλη τη χρονική περίοδο που αναφέρονται. Συγκεκριμένα, για μεν το δώρο Πάσχα, από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου και για το δώρο Χριστουγέννων, από 1 Μαΐου, έως 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Για όσους μισθωτούς η σχέση εργασίας τους δεν διήρκεσε καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δικαιούνται να λάβουν τμήμα του δώρου εορτών, ανάλογα με τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης. Συγκεκριμένα, ως δώρο Χριστουγέννων, ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες διάρκειας της εργασιακής τους σχέσης και για δώρο Πάσχα, ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή ένα ημερομίσθιο για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής τους σχέσης. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρ. 2 του αν. 539/1945, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 1 άρθρου 13 Ν.3227/2004 και αντικαταστάθηκε εκ νέου, με την παρ.1 άρθρ. 1 Ν.3302/2004, «κάθε μισθωτός, από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης (και ήδη 10), δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, κατ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων εργάσιμων ημερών ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας… Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου, μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας» (πρβλ.ΑΠ 1152/2004, ΝΟΜΟΣ). Κάθε μισθωτός, του οποίου η σχέση εργασίας λύεται με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, οικειοθελής αποχώρηση, λήξη χρόνου σύμβασης κλπ), αφού συμπληρώσει δέκα μήνες στην εργασία του, αλλά, προτού να λάβει την κανονική άδεια του ημερολογιακού έτους της λύσης της σχέσης εργασίας, δικαιούται να λάβει τις αποδοχές αδείας (καθώς και το επίδομα αδείας), που θα λάμβανε, αν κατά το χρονικό σημείο που λύεται η σχέση εργασίας, έπαιρνε την άδειά του (Λαναράς, Εργατική και Ασφαλιστική σελ. 313, όπου και παραπομπές σε ΑΠ 789/1997, ΕΑΕΔ 1997, σελ. 1060, ΕφΑθ 7015/1994, ΕΕΔ 1996, σελ. 70). Εξάλλου, το επίδομα άδειας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3§16 του ν.δ. 4504/1966, καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και τα 13 ημερομίσθια, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με ημερομίσθια. Από τα άρθρα 10 της Υ.Α. 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ν.δ. 4547/1966 συνάγεται ότι για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους, αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας, να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΟλΑΠ 40/2002, ΕΕργΔ 2002, σελ. 1478, ΟλΑΠ 39/2002). Επιπλέον, το άρ. 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 61 του ν. 4139/13, ορίζει ότι: “Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει, από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού”. Από την ως άνω διάταξη, σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας εργαζομένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτημα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωση του. Πρέπει να σημειωθεί ότι, με την ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε εκείνη του άρθρου 656 Α.Κ. η οποία όριζε ότι: «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό……..». Με αυτή τη διατύπωση ο νομοθέτης, σε περίπτωση ακύρωσης της καταγγελίας σύμβασης εργασίας και περιέλευσης του εργοδότη σε καθεστώς υπερημερίας, προέβλεπε ότι ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει μόνο το μισθό του. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υποβαλλόταν αίτημα για την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση αυτή, ήταν αναγκαία η επίκληση με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία η μη πραγματική απασχόληση του από τον εργοδότη θεμελίωναν προσβολή της προσωπικότητας του ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη. Περαιτέρω, κατά το άρ. 98 του παραπάνω νόμου, οι διατάξεις του άρ. 61, μεταξύ των οποίων και του τροποποιημένου 656 ΑΚ, «καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις». Περαιτέρω, κατά το άρθρο μόνο του ν. 690/1945, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται εκεί, κάθε εργοδότης, που δεν καταβάλλει εμπροθέσμως στους απασχολούμενους σ’ αυτόν με μισθό, τις αποδοχές ή κάθε φύσεως χορηγίες, που τους οφείλει από τη σχέση εργασίας. Με τη διάταξη αυτή, ανάγεται σε ποινικό αδίκημα, η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσής του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) αυτού, ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, συνεπώς, δεν υπάρχει ζημία, που να έχει αιτία τη, σε σχέση με το ν. 690/1945, παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη. Παρέπεται ότι, η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλόμενου μισθού υποχρέωσης του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού, τον οποίο ενοχικά οφείλει, δε συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 574/2007, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, με την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. της 26-2-1975 η οποία κυρώθηκε με το Ν. 133/1975, εισήχθη η εβδομάδα των πέντε (5) εργάσιμων ημερών ή το λεγόμενο πενθήμερο εργασίας, δηλαδή καθιερώθηκε ως χρονικό όριο εργασίας οι σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ (Υ.Α. 11770/20-3- 1984, ΦΕΚ 181), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες. Με το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. 1 του Ν.Δ. 1037/1971 καθιερώθηκε ως νόμιμο ημερήσιο ωράριο των εργαζόμενων σε εμπορικά καταστήματα οι οκτώ (8) ώρες, ενώ με το άρθρο 42 του Ν. 1892/1990, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 23 του Ν. 1957/1991, καθιερώθηκε η πενθήμερη εργασία με σαράντα (40) ώρες κατά εβδομάδα για τους εργαζόμενους στα εμπορικά καταστήματα, των οποίων η ημέρα ανάπαυσης λόγω πενθημέρου καθορίζεται κυλιόμενη. Αν ο μισθωτός εργάστηκε, σε επιχείρηση που εφαρμόζεται η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας και έκτη ημέρα την εβδομάδα (εκτός Κυριακής ή εξαιρετέας ημέρας ή αναπληρωματικής ανάπαυσης λόγω εργασίας κατά την Κυριακή), η σχετική συμφωνία για απασχόλησή του κατά την ημέρα αυτή, ως απαγορευμένη από τους ως άνω κανόνες δημόσιας τάξης, είναι άκυρη, αφού πρόκειται για εργασία παρεχόμενη εκτός των ημερών της εβδομαδιαίας εργασίας, ήτοι σε ημέρα ανάπαυσης, και δικαιούται για αυτήν αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως αμοιβή σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ωρομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης, χωρίς να δικαιούται και οποιαδήποτε άλλη προσαύξηση (ΑΠ 175/2013, ΝΟΜΟΣ).

Νόμιμα επαναφέρεται για συζήτηση η από 31.05.2012 (αρ. κατάθ. ……/01.06.2012) αγωγή της ενάγουσας κατά του εναγομένου, που επαναφέρθηκε για συζήτηση με την από 16.09.2014 (γεν. αρ. κατάθ. ……/18.09.2014, αρ. κατάθ. Δικ. ……/18.09.2014) κλήση της, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 3269/2013 μη οριστικής απόφασης αυτού του δικαστηρίου, που εκδόθηκε μετά τη δικάσιμο της 24.01.2013, που είχε οριστεί μετ’ αναβολή από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 04.10.12.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή της ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε με τον εναγόμενο, προφορικά, στις 20.08.2011, προσλήφθηκε για να εργαστεί ως πωλήτρια, έχοντας τετραετή προϋπηρεσία στον τομέα αυτό, στην επιχείρηση πώλησης υποδημάτων που διατηρεί ο τελευταίος στον …… Αττικής, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, απασχολούμενη 4 ημέρες την εβδομάδα, επί 18 ώρες εβδομαδιαίως, αμειβόμενη με ωρομίσθιο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οικεία ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζόμενων στις εμπορικές επιχειρήσεις και υπό το καθεστώς αυτό απασχολήθηκε στην επιχείρηση του εναγομένου, έως τις 09.12.2011, οπότε, κατόπιν προφορικής συμφωνίας της με τον εναγόμενο, η απασχόληση της μετατράπηκε σε πλήρη, με πενθήμερη εβδομαδιαία και οχτάωρη ημερήσια απασχόληση, αμειβόμενη πλέον με μηνιαίο μισθό σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παραπάνω ΣΣΕ και ενώ η ίδια προσέφερε προσηκόντως τις υπηρεσίες της με την ανωτέρω ειδικότητα της, ο εναγόμενος ουδέποτε της κατέβαλλε τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές της, καθόσον της κατέβαλλε ωρομίσθιο 4 ευρώ για το χρονικό διάστημα 20.08.11-08.12.2012, ενώ δικαιούταν ωρομίσθιο 5,98 ευρώ και μηνιαίο μισθό 918,13 ευρώ, για το χρονικό διάστημα 09.12.2012-15.03.2012, αντί μηνιαίου μισθού 981,86 ευρώ που δικαιούταν και επιπλέον δεν της κατέβαλλε τα δώρα εορτών, ούτε της χορήγησε την άδεια που δικαιούταν, αλλά την υποχρέωνε να εργάζεται και τη Δευτέρα κάθε δεύτερης εβδομάδας, χωρίς να της καταβάλλει την αμοιβή της για εργασία την έκτη μέρα της εβδομάδας και, περαιτέρω, όταν στις 13 Μαρτίου 2012 ανακοίνωσε στον εναγόμενο ότι είναι έγκυος, ο τελευταίες προέβη, προφορικά, στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, πλην όμως, η κατά τον τρόπο αυτό απόλυσή της είναι άκυρη, καθόσον ο εναγόμενος δεν τήρησε τον έγγραφο τύπο, αλλά και διότι έλαβε χώρα σε χρόνο που η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, άλλως είναι καταχρηστική, διότι χώρησε δίχως προφανή δικαιολογητικό λόγο, που να συναρτάται με την απόδοσή της ή με τα οικονομικά της επιχείρησης, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος που από την ως άνω ημερομηνία απόλυσης της δεν αποδέχεται στις προσφερόμενες σε αυτόν υπηρεσίες της, να έχει καταστεί υπερήμερος εργοδότης και να της οφείλει μισθούς υπερημερίας. Με αυτό το περιεχόμενο η ενάγουσα, επικαλούμενη τις διατάξεις του εργατικού δικαίου και επικουρικά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, ζητά, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 15.03.2011 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, στην οποία προέβη ο εναγόμενος και να υποχρεωθεί ο τελευταίος, με απειλή σε βάρος του προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους και χρηματικής ποινής 500 ευρώ, για κάθε μέρα άρνησής του, να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απειλή σε βάρος του προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους, να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 21.916,54 ευρώ, στο οποίο συμποσούνται οι αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της (15.03.2011) έως το χρόνο συζήτησης της αγωγής (15.03.2011), εκ ποσού 13.909,68 ευρώ, η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά του εναγομένου σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, εκ ποσού 5.000 ευρώ, οι διαφορές μεταξύ καταβλητέων και καταβληθεισών μηνιαίων αποδοχών της, εκ ποσού 755,60 ευρώ, η αμοιβή της για δώρα εορτών εκ ποσού 960,47 ευρώ, η αμοιβή της για μη ληφθείσα άδεια και επίδομα αδείας, εκ ποσού 942,48 ευρώ και η αμοιβή της για απασχόληση κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, εκ ποσού 348,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν έχει λυθεί η σύμβαση εργασίας της με τον εναγόμενο, να υποχρεωθεί ο τελευταίος, με απειλή σε βάρος του, χρηματικής ποινής ύψους 500 ευρώ για κάθε μέρα άρνησής του, να της χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος, η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας της, καθώς και η διαγωγή της, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η παραπάνω αγωγή, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρ. 14 παρ.2. 16 αρ. 2, 25 παρ. 2 και 663 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρ. 663 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρ. 281, 288, 181, 341, 345, 346, 349, 648, 649, 652, 653, 655, 656, 669, 680 ΑΚ, 5 παρ.3 του Ν 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν 2556/1997, άρθρο 10 του π.δ/τος της 2/15.7.1997, το άρ. 2 του αν. 539/1945, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ.1 άρθρου 13 Ν.3227/2004 και αντικαταστάθηκε εκ νέου, με την παρ.1 άρθρ. 1 Ν.3302/2004, 3§16 του ν.δ. 4504/1966, υπ’ αριθμ. 19040/1981 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Εργασίας, στις διατάξεις της από 04.03.2011 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των απασχολούμενων στις εμπορικές επιχειρήσεις 70, 176, 907, 908, 946 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος, να απειληθεί προσωπική κράτηση του εναγομένου, διάρκειας ενός έτους, ως μέσου εκτέλεσης για την είσπραξη του ποσού που θα επιδικασθεί από το Δικαστήριο, όσον αφορά στις χρηματικές εργατικές αξιώσεις της ενάγουσας, το οποίο είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο κατ’ άρθρο 1047 παρ. 1 ΚΠολ.Δ, διότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν υφίσταται αδικοπραξία του εναγομένου, καθώς η μη καταβολή από τον εργοδότη αποδοχών εργαζομένου δεν συνιστά αδικοπραξία του άρθρου 914 Α.Κ. (βλ. Α.Π. 1436/2002, ΕλλΔνη 2004 σελ. 757, Α.Π. 1346/2002, ΕλλΔνη 2003, σ. 455, ΕφΑθ. 7982/2000 ΕλλΔνη 2002, σ. 805 – Εφ.Αθ. 419/2000, ΕλλΔνη 2001, σ. 951, Εφ.Αθ. 5486/2000, ΕλλΔνη 2001, σ. 788), αλλά, πρόκειται, για παράβαση συμβατικής υποχρέωσης του εργοδότη, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ, Α.Κ. και της ειδικής εργατικής νομοθεσίας (βλ. σχετ. Γεωργιάδης σε Γεωργιάδη / Σταθόπουλου, Ερμ, Νομολ.Α.Κ.. άρθρο 914, αρ. 44 -Κορνηλάκης, Ειδικό ενοχικό δίκαιο, τ. I, α. 462), μόνη δε η συμβατική ευθύνη δεν αρκεί για την επιβολή προσωπικής κράτησης εναντίον φυσικού προσώπου, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (κυρωθέντος με το Ν. 2462/1997), που ορίζει ότι κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση, ενώ επίσης οι δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν χρηματικές απαιτήσεις εκτελούνται με κατάσχεση και πλειστηριασμό, όχι δε με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης των άρθρων 946 παρ. 1 και 947 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ήτοι απαγγελία προσωπικής κράτησης, που εφαρμόζονται μόνο στη μη συντρέχουσα εν προκειμένω περίπτωση, που υποχρεώνεται ο εναγόμενος σε μη αντικαταστατή υλική πράξη ή σε παράλειψη ή ανοχή πράξης. Περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για τη συζήτησή της τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθμ. …….. διπλότυπο τύπου Β’ της ΔΟΥ Γ’ Πειραιά, με τα επικολληθέντα επ’ αυτού ένσημα υπέρ ΤΠΔΑ και ΤΝ).

Από τις ένορκες επ’ ακροατηρίω καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα υπ’ αριθμ. 3296/28.02.2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, από τις υπ’ αριθμ. ……, …… και ……/20.06.2012 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, …… ……, …… ……, και …… ……, αντίστοιχα, που συντάχθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα και λαμβάνονται υπόψη, διότι δόθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου τουλάχιστον 24 ώρες πριν τη λήψη τους, με σχετική ειδοποίηση του εναγομένου στο δικόγραφό της αγωγής, που επιδόθηκε στον τελευταίο (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/06.06.12 έκθεση Βλαχόπουλου), από τις υπ’ αριθμ. …… και ……/25.06.2012 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, …… …… και …… ……, αντίστοιχα, που συντάχτηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα και λαμβάνονται υπόψη, διότι δόθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου τουλάχιστον 24 ώρες πριν τη λήψη τους (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/21.06.2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κωνσταντίνου Αεράκη, με τη συνημμένη σε αυτή 20.06.2012 κλήση της ενάγουσας προς τον εναγόμενο) και την υπ’ αριθμ. ……/04.03.2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της ενάγουσας, …… ……, που συντάχτηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα και λαμβάνεται υπόψη, διότι δόθηκε εντός της προθεσμίας προσθήκης αντίκρουσης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου, τουλάχιστον 24 ώρες πριν τη λήψη της, με σχετική ανακοίνωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας προς τον εναγόμενο, που καταχωρήθηκε στα υπ’ αριθμ. 3296/28.02.2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, από την υπ’ αριθμ. ……/01.03.2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα του εναγομένου …… ……, που συντάχτηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Βενετίας-Μαρίας Δελλοπούλου-Βαλσάμη, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος και λαμβάνεται υπόψη, διότι δόθηκε εντός της προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας, τουλάχιστον 24 ώρες πριν τη λήψη της, με σχετική γνωστοποίηση της πληρεξούσιας δικηγόρου του εναγομένου προς την ενάγουσα, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, ο οποίος διατηρεί εμπορική επιχείρηση πώλησης υποδημάτων στον …… Αττικής (επί της οδού …… αρ. …), με το διακριτικό τίτλο «……», στις 20 Αυγούστου προσέλαβε προφορικά την ενάγουσα, για να εργαστεί στο προαναφερόμενο κατάστημά του, ως πωλήτρια, με μερική απασχόληση και συγκεκριμένα τεσσάρων ημερών την εβδομάδα (Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο), επί 4 ώρες τις καθημερινές (από 17.00-21.00) και 6 ώρες τα Σάββατα (09.00-15.00), με τη συμφωνία ότι θα αμείβεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση εμπορίας υποδημάτων και συναφών ειδών και πράγματι η ενάγουσα από την ανωτέρω ημεροχρονολογία πρόσληψής της προσέφερε τις υπηρεσίες της, για τις οποίες είχε προληφθεί, συνεχώς έως τις 09.12.2012, που με νεότερη, προφορική συμφωνία των διαδίκων, η απασχόληση της ενάγουσας μετατράπηκε από μερική σε πλήρης, με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία (από Τρίτη έως και Σάββατο και Δευτέρα ρεπό) και ωράριο ημερήσιας απασχόλησης αυτό των εμπορικών καταστημάτων (08.30-15.00 Τετάρτη και Σάββατο και 09.00-14.00 και 17.00-21.00 Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή) και υπό το καθεστώς αυτό απασχόλησης εργάστηκε στην ως άνω επιχείρηση του εναγομένου, με την παραπάνω ειδικότητά της, μέχρι τις 13.03.2012, που ανακοίνωσε στον εναγόμενο ότι κυοφορούσε το πρώτο της παιδί, γεγονός που δυσαρέστησε τον εναγόμενο, ο οποίος δυο μέρες μετά, ήτοι, στις 15.03.2013 την απέλυσε προφορικά, δηλώνοντας της ότι δεν θα αποδέχεται στο μέλλον τις προσφερόμενες υπηρεσίες της. Ενόψει της απόλυσής της, η ενάγουσα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας (τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ……), όπου και συζητήθηκε η υπόθεσή της, στις 29.03.2012 (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/…../29.03.2012 δελτίο εργατικής διαφοράς), παρόντος του εναγομένου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι, προσέλαβε την ενάγουσα στις 09.12.12 και όχι στις 20.08.11, όπως ισχυρίζεται η ίδια και ότι, ουδέποτε απέλυσε την ενάγουσα, η οποία αποχώρησε οικειοθελώς από τη θέση εργασίας της στο κατάστημά του, στις 25.02.12, οπότε και υπέγραψε το έγγραφο της οικειοθελούς αποχώρησής της, αφού πρώτα, στις 15.02.12, του είχε ανακοινώσει ότι, προτίθεται να αποχωρήσει, προκειμένου να εργαστεί σε άλλη επιχείρηση και ότι, ενώ είχε αποχωρήσει οικειοθελώς από τη θέση εργασία της, από 25.02.2012, κατά τα προαναφερόμενα, στις 15.03.12, επειδή στο μεταξύ είχε πληροφορηθεί ότι ήταν έγκυος, επανήλθε στην εργασία της γνωστοποιώντας στον εναγόμενο το γεγονός της εγκυμοσύνης της και δηλώνοντας ότι θα συνεχίσει να εργάζεται στο κατάστημα του, αρνούμενη ότι ουδέποτε χώρησε οικειοθελής αποχώρησή της. Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ο εναγόμενος προσκόμισε ενώπιον του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, αντίγραφο της αναγγελίας πρόσληψης της ενάγουσας μέσω προγράμματος του ΟΑΕΔ, το έγγραφο της αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησής της, τον πίνακα προσωπικού του καταστήματος του και την ατομική σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, καθώς επίσης και αποδείξεις πληρωμής της και το βιβλίο αδειών, από τα οποία προκύπτει ο επικαλούμενος από τον εναγόμενο χρόνος πρόσληψης της ενάγουσας, ότι η ενάγουσα έχει εξοφληθεί ως προς τις εργατικές της αξιώσεις, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα εργασίας της στην επιχείρησή του (09.12.11-25.02.2012) και ότι αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της στις 25.02.2012. Τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του, που υποστήριξε ενώπιον του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας επαναλαμβάνει ο εναγόμενος με τις έγγραφες προτάσεις του, οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί ουδόλως αποδείχτηκαν από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας. Ειδικότερα, στην κρίση του για την ημερομηνία πρόσληψης της ενάγουσας στις 20.08.12 και όχι το πρώτον στις 09.12.12 όπως ισχυρίζεται αβάσιμα ο εναγόμενος, καθώς και το καθεστώς μερικής απασχόλησης με το οποίο εργάστηκε η ενάγουσα στην ως άνω επιχείρηση του εναγομένου, από 20.08.2011 έως τις 09.12.212, οπότε και τροποποιήθηκαν οι όροι της σύμβασης εργασίας της, η οποία εφεξής συμφωνήθηκε πλήρους απασχόλησης, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, οδηγήθηκε το δικαστήριο, εκτιμώντας τις καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, οι οποίοι εκτός του …… ……, είναι όλοι υπάλληλοι ή ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονται πλησίον του καταστήματος του εναγομένου και όλοι βεβαίωσαν ενόρκως υπέρ της ενάγουσας, εξ ιδίας αντίληψης, ότι, έβλεπαν την ενάγουσα να εργάζεται από τον Αύγουστο του 2011 στο ως αν κατάστημα του εναγομένου ως πωλήτρια, με καθεστώς μερικής απασχόλησης και ότι από το Δεκέμβριο του 2012 την έβλεπαν να εργάζεται με πλήρη απασχόληση, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, κατά τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, εκτός από ορισμένες Δευτέρες, γεγονός που επιβεβαίωσε η ενόρκως εξετασθείσα στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 28.02.2013 μάρτυρας της ενάγουσας, οι δε καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων κρίνονται ειλικρινείς, καθόσον δεν προσδοκούν συμφέρον από την έκβαση της δίκης και σε αντίθετη κρίση ως προς τα συγκεκριμένα αποδεικτέα ζητήματα δε μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο, από την εκτίμηση της κατάθεσης της μάρτυρα του εναγομένου, η οποία είναι σύζυγός του και ενόρκως βεβαίωσε υπέρ αυτού ότι, η ενάγουσα προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, το πρώτον, στις 09.12.12 όταν αποχώρησε η υπάλληλος που εργαζόταν ως τότε ως πωλήτρια στο κατάστημα του συζύγου της, …… ……, διότι, η εν λόγω μάρτυρας συνδέεται με δεσμούς συγγένειας με τον εναγόμενο και τα όσα βεβαιώνει έρχονται σε αντίθεση με τα όσα καταθέτουν οι μάρτυρες της ενάγουσας, οι οποίοι εξ ιδίας αντίληψης και μετά λόγου γνώσης κατέθεσαν τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, επιπλέον, σε αντίθετη κρίση δε μπορεί να οδηγηθεί το δικαστήριο από την εκτίμηση της ένορκης επ’ ακροατηρίω κατάθεσης της μάρτυρα του ενάγοντος, που περιέχεται στα υπ’ αριθμ. 3269/13 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, η οποία είναι ιδιοκτήτρια επιχείρησης πλησίον της επιχείρησης του εναγομένου και μόνη αυτή, σε αντίθεση με όλους τους παραπάνω μάρτυρες της ενάγουσας, οι οποίοι όπως προαναφέρθηκε, είναι επίσης ιδιοκτήτες ή εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις πλησίον του καταστήματος του εναγομένου, κατέθεσε ότι η ενάγουσα προσλήφθηκε από τον εναγόμενο το Δεκέμβριο του 2011, οι δε καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων του εναγομένου δεν επιβεβαιώνονται από κανένα αποδεικτικό μέσο της δικογραφίας και, ειδικότερα, δεν επιβεβαιώνονται, ούτε από το έγγραφο της από 09.12.2012 γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αλλά ούτε και από το από 09.12.12 έγγραφο αναγγελίας πρόσληψης της ενάγουσας στον ΟΑΕΔ, τα οποία προσκόμισε ο εναγόμενος στην Επιθεώρηση Εργασίας κατά τη συζήτηση της διαφοράς του με την ενάγουσα, στις 29.03.12, αλλά δεν τα επικαλείται ούτε τα προσκομίζει στο παρόν δικαστήριο, αντίθετα τα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι είναι πλαστά ως προς τη φερόμενη ως τεθείσα υπογραφή της και στα οποία φέρεται ως ημερομηνία πρόσληψης της ενάγουσας με σύμβαση εργασίας, πλήρους απασχόλησης, αορίστου χρόνου, η 9η.12.2012, καθόσον, όπως αποδείχτηκε από την από 01.09.2014 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου, ο διορισθείς με την υπ’ αριθμ. 3269/13 απόφαση αυτού του δικαστηρίου, πραγματογνώμονας-ειδικός δικαστικός γραφολόγος, Ευάγγελος Αντωνόπουλος, η υπογραφή που αποτυπώνεται στη θέση του εργαζομένου, στο ως άνω έγγραφο της αναγγελίας των όρων ατομικής σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και στη θέση του υποψηφίου, στο ως άνω έγγραφο αναγγελίας πρόσληψής της στον ΟΑΕΔ, δεν είναι της ενάγουσας, ενώ δεν επιβεβαιώνονται ούτε από τον από 09.12.12 πίνακα προσωπικού που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος, καθόσον από τα αναγραφόμενα στον πίνακα αυτό προκύπτει μεν ότι, ο εναγόμενος, τηρουμένης της διάταξης του άρ. 16 του ν. 2874/2000, στις 09.12.12 κατέθεσε στο αρμόδιο τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ……, της Επιθεώρησης Εργασίας ……, τον εν λόγω πίνακα, στον οποίο αναγράφεται ως ημερομηνία πρόσληψης της ενάγουσας η 9η.12.12, πλην όμως, το γεγονός αυτό, από μόνο του, δεν αναιρεί το ότι, η ενάγουσα απασχολήθηκε στην ως άνω επιχείρηση του ενάγοντος και σε χρονικό διάστημα πριν την ημερομηνία που αναγράφεται ως ημερομηνία πρόσληψης της στον παραπάνω πίνακα. Εξάλλου, όσον αφορά στο αποδεικτέο θέμα της απόλυσης της ενάγουσας από τον εναγόμενο, το δικαστήριο οδηγήθηκε στην κρίση του εκτιμώντας τις καταθέσεις των ως άνω βεβαιώσαντων υπέρ της ενάγουσας μαρτύρων και την κατάθεση της μάρτυρα της που εξετάστηκε στο ακροατήριο, οι οποίοι ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα κατέθεσαν υπέρ της ενάγουσας, επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς της περί απόλυσής της από τον εναγόμενο και όχι οικειοθελούς αποχώρησής της, έχοντας σχετική γνώση από τα όσα τους είπε η ενάγουσα, ενώ σε αντίθετη κρίση δε μπορεί να οδηγηθεί το δικαστήριο από την κατάθεση της συζύγου του εναγομένου, η οποία βεβαίωσε υπέρ του εναγομένου ότι ο τελευταίος δεν απέλυσε την ενάγουσα, αλλά η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από τη θέση εργασία της στο κατάστημα του, στις 25.02.2012, πλην, όμως, τα όσα βεβαιώνει τα γνωρίζει από όσα της είπε ο σύζυγός της και όχι εξ ιδίας αντίληψης, ενώ και η ενόρκως εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας του εναγομένου, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα κατέθεσε ορισμένα γεγονότα, τα οποία όμως δε μπόρεσε να εξηγήσει σαφώς και να προσδιορίσει επαρκώς, δεδομένου ότι κατέθεσε ότι, ο εναγόμενος της είπε ότι, η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της αλλά «δε γνωρίζει πιο βαθιά» τα γεγονότα και «δε μπορεί να πει», ενώ ο ισχυρισμός του εναγομένου περί οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας δεν αποδεικνύεται από κανένα έγγραφο της δικογραφίας και συγκεκριμένα ούτε από το έγγραφο της από 25.02.2012 αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, στο οποίο φέρεται να δηλώνει η ενάγουσα ότι αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία της στο κατάστημα του εναγομένου στις 25.02.2012, καθόσον η υπογραφή που έχει τεθεί στη θέση του αποχωρήσαντα μισθωτού, δεν είναι της ενάγουσας, γεγονός που επιβεβαιώνει η σύζυγος του εναγομένου, με την κατάθεσή της στην ως άνω ένορκη βεβαίωση, αλλά την έχει θέσε αντ’ αυτής και εν αγνοία της ο εναγόμενος, εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δε δικαιολογείται η ενάγουσα να αποχωρήσει από την εργασία της, στην επιχείρηση του εναγομένου, με αποτέλεσμα να απολέσει όλα τα δικαιώματά της ως εργαζομένη, στις 25.02.2012, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, τη στιγμή που, από τις αρχές Φεβρουαρίου 2012 δε γνώριζε μεν με βεβαιότητα ότι ήταν έγκυος, καθόσον ιατρικά διαπιστώθηκε η εγκυμοσύνη της το Μάρτιο του 2013, αλλά υποψιαζόταν σφόδρα τούτο, λόγω της συμπτωματολογίας, σε συνδυασμό με το ότι το προηγούμενο της εγκυμοσύνης της διάστημα, έκανε προσπάθειες με το σύντροφο της για να τεκνοποιήσει. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και με δεδομένο ότι, στις 15.03.2012 η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, γεγονός που προκύπτει από το ότι, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. πράξης ……/09.11.2012 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης του τέκνου τη ενάγουσας, που συνέταξε η Ληξίαρχος …… Αττικής, το τέκνο της ενάγουσας γεννήθηκε στις 06.11.2012, οπότε με μαθηματικούς υπολογισμούς προκύπτει ότι στις 15.03.12 ήταν ήδη έγκυος (6 Νοεμβρίου 2011-9 μήνες=6 Φεβρουαρίου 2011 ημερομηνία σύλληψης), σε συνδυασμό με το αντίγραφο της από 21.09.2012 ιατρικής βεβαίωσης του ιατρού-γυναικολόγου Ιωάννη Καλογήρου, ο οποίος βεβαιώνει ότι πιθανή ημερομηνία τοκετού της ενάγουσας είναι η 06.11.20112 και επομένως με μαθηματικούς υπολογισμούς προκύπτει ότι η ενάγουσα στις 15.03.12 ήταν ήδη έγκυος, η εκ μέρους του εναγομένου καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στις 15.03.2011, για την οποία δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και συντελέστηκε ενόσω η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης είναι για τους δυο αυτούς λόγους άκυρη και ο εναγόμενος, που από την προαναφερόμενη ημερομηνία της άκυρης απόλυσης της ενάγουσας, δεν αποδέχεται τις προσφερόμενες από αυτήν υπηρεσίες της, καθίσταται υπερήμερος εργοδότης και της οφείλει μισθούς υπερημερίας, καθώς και δώρα εορτών και επίδομα αδείας από την επομένη της (άκυρης) απόλυσης της (16.03.12) έως τις 16.03.2012, που εμπίπτει στο χρονικό διάστημα μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής. Επίσης, αποδείχτηκε, χωρίς να ανταποδεικνύεται το αντίθετο από κανένα αποδεικτικό μέσο της δικογραφίας, καθόσον, η ενόρκως εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας του εναγομένου ουδέν καταθέτει περί του συγκεκριμένου αποδεικτέου θέματος, ενώ και η ενόρκως βεβαιώσασα μάρτυρας του, εντελώς γενικόλογα καταθέτει σχετικά ότι η ενάγουσα έχει εξοφληθεί ως προς όλες τις εργατικές της αξιώσεις, χωρίς να διευκρινίζει σχετικά τη συμφωνία των διαδίκων περί αμοιβής της ενάγουσας και τα ποσά που ο εναγόμενος κατέβαλλε στην τελευταία για αποδοχές του ένδικου χρονικού διαστήματος ότι, ο εναγόμενος κατέβαλλε στην ενάγουσα, για το χρονικό διάστημα (μερικής απασχόλησής της) 20.08.11-08.12.2011, ημερομίσθιο 4 ευρώ και για το χρονικό διάστημα (πλήρους απασχόλησης της), 09.12.2011-15.03.2012, μηνιαίο μισθό 918,13 ευρώ. Εξάλλου, ενόψει του ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί (361 ΑΚ), η ενάγουσα να αμείβεται με βάση τους όρους αμοιβής και εργασίας της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας και δεδομένου ότι, κατά το χρονικό διάστημα εργασίας της ενάγουσας ίσχυε η από 04.03.11 ΣΣΕ για του όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας (πράξη κατάθεσης Υπουργού Εργασίας 14/17.3.2011), συνυπολογιζόμενης της τετραετούς υπηρεσίας της (βλ. αντίγραφο του από 24.04.12 λογαριασμού ασφαλισμένου της ενάγουσας που έχει εκδοθεί από το υποκατάστημα ΙΚΑ ……, το οποίο προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα), την οποία είχε γνωστοποιήσει στον εναγόμενο, με κατάθεση σε αυτόν κατά την ημέρα πρόσληψής της των καταστάσεων ενσήμων της από το ΙΚΑ, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα εργασίας της από 20.08.2011-08.12.2011, που αμειβόταν με ωρομίσθιο, δικαιούταν ωρομίσθιο (981,86/25X6/40=) 5,89 ευρώ και όσον αφορά στο χρονικό διάστημα εργασίας της από 09.12.11-15.03.12, που αμειβόταν με μηνιαίο μισθό δικαιούταν μηνιαίο μισθό ανερχόμενο σε 981,16 ευρώ. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται για μισθούς υπερημερίας του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (16.03.12-16.03.13), το ποσό των (981,86 μηνιαίος μισθός X 12 μήνες=) 11.782,32 ευρώ. Επίσης δικαιούται για αναλογία δώρου Πάσχα του χρονικού διαστήματος 16.03.12-30-04.12, το ποσό των (5,625 ημερομίσθια X 39,27 ημερομίσθιο=220,89Χ1,04166 αναλογία επιδόματος αδείας =) 230,09 ευρώ. Για επίδομα αδείας 2012 (981,86/2=) 490,93 ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων 2012 (981,86X1,04166 =) 1.022,76 ευρώ. Για αναλογία επιδόματος αδείας 2012 το ποσό των (9,250 ημερομίσθια X 39,27= 363,24 XI,04166 =) 378,38 ευρώ. Συνολικά για αποδοχές υπερημερίας η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των (11.782,32+ 230,09+490,93+ 1.022,76+378,38 =) 13.904,48 ευρώ. Περαιτέρω, υπό τις ανωτέρω συνθήκες που έλαβε χώρα η απόλυση της ενάγουσας, κρίνεται ότι προσβλήθηκε η φήμη της ως υπαλλήλου και ενόψει του γεγονότος ότι, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της συντελέστηκε ενόσω η ίδια ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης και ως εκ τούτου είχε αυξημένες οικονομικές ανάγκες και δεδομένου ότι η αμοιβή από την εργασία της είναι το μοναδικό μέσο βιοπορισμού της, ενώ στην κατάσταση που ήταν, παρίστατο δυσχερής η ανεύρεση άλλης θέσης εργασίας, την οποία άλλωστε δεν ανηύρε, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικαστεί υπέρ αυτής και σε βάρος του εναγομένου, χρηματική ικανοποίηση ποσού 2.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών δυνατοτήτων των διαδίκων και των συνθηκών που τελέστηκε η προσβολή της ενάγουσας. Επιπλέον, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, με βάση την ανωτέρω αναφερόμενη, διέπουσα την εργασιακή σχέση των διαδίκων ΣΣΕ, η ενάγουσα, για όλο το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στην ως άνω επιχείρηση του εναγομένου, έπρεπε να έχει λάβει, για το χρονικό διάστημα από 20.08.2011-08.12.2011, ωρομίσθιο (981,86/25X6/40=) 5,89 ευρώ και για το χρονικό διάστημα εργασίας της από 09.12.11-15.03.12, μηνιαίο μισθό ανερχόμενο σε 981,16 ευρώ, ενώ, όπως αποδείχτηκε, εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, για το χρονικό διάστημα από 20.08.2011-08.12.2011, λάμβανε ωρομίσθιο 4 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 20.08.2011-08.12.2011 μηνιαίο μισθό 918,13 ευρώ, δικαιούται τα κάτωθι ποσά για διαφορές δεδουλευμένων μισθών: Για το χρονικό διάστημα από 20.08.2011-31.08.2011 έπρεπε να λάβει [(4 εργάσιμες ημέρες Χ4 ώρες ανά ημέρα=) 16 ώρες +(2 Σάββατα Χ6 ώρες=) 12 =28 ώρες X 5,89 ωρομίσθιο=] 164,92. Αντί αυτών ο εναγόμενος της κατέβαλλε, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί, το ποσό των 112 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των (164,92-112=) 52,92 ευρώ. Για το μήνα Σεπτέμβριο 2011 έπρεπε να λάβει [(14 εργάσιμες ημέρες Χ4 ώρες ανά ημέρα=) 56 ώρες + (4 Σάββατα Χ6 ώρες=) 24 =80 ώρες X 5,89 ωρομίσθιο=] 471,20. Αντί αυτών ο εναγόμενος της κατέβαλλε, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί, το ποσό των 320 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των (471,20-320=) 151,2 ευρώ. Για το μήνα Οκτώβριο έπρεπε να λάβει [(12 εργάσιμες ημέρες Χ4 ώρες ανά ημέρα=) 48 ώρες +(5 Σάββατα Χ6 ώρες=) 30 =78 ώρες X 5,89 ωρομίσθιο=] 459,42. Αντί αυτών ο εναγόμενος της κατέβαλλε, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί, το ποσό των 312 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των (459,42-312=) 147,42 ευρώ. Για το μήνα Νοέμβριο 2011 έπρεπε να λάβει [(13 εργάσιμες ημέρες Χ4 ώρες ανά ημέρα=) 52 ώρες +(4 Σάββατα Χ6 ώρες=) 76 = ώρες X 5,89 ωρομίσθιο=] 447,64. Αντί αυτών ο εναγόμενος της κατέβαλλε, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί, το ποσό των 304 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των (447,64-304=) 143,64 ευρώ. Για το Δεκέμβριο του 2011 [(5 εργάσιμες ημέρες Χ4 ώρες ανά ημέρα=) 20 ώρες +(1 Σάββατο Χ6 ώρες=) 6 = 26 ώρες X 5,89 ωρομίσθιο= 153,14 ευρώ + (20 ημερομίσθια X 39,27= )785,4=] 938,54 . Αντί αυτών ο εναγόμενος της κατέβαλλε, όπως η ίδια η ενάγουσα συνομολογεί, το ποσό των 838,60 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά των (938,54-838,60=) 99,94 ευρώ. Για το μήνα Ιανουάριο 2012, το ποσό των 981,86, έναντι του οποίου της κατέβαλλε το ποσό των 918,13, επομένως δικαιούται τη διαφορά των (981,86-918,13=) 63,73 ευρώ. Για το μήνα Φεβρουάριο 2012, το ποσό των 981,16, έναντι του οποίου της κατέβαλλε το ποσό των 918,13, επομένως δικαιούται τη διαφορά των (981,16-918,13=) 63,73 ευρώ. Για το μήνα Μάρτιο 2012 (13 ημερομίσθια X 39,27=) 510,51 ευρώ, έναντι του οποίου της κατέβαλλε το ποσό των 477,49, επομένως δικαιούται τη διαφορά των (510,51-477,49=) 33,02 ευρώ. Συνολικά, η ενάγουσα δικαιούται για διαφορές δεδουλευμένων το ποσό των (52,92+ 151,2 +147,42+ 143,64+99,94+63,73+63,73+33,02=) 755,60 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα, όπως είχε συμφωνήσει με τον εναγόμενο, έπρεπε να εργάζεται στο ως αν κατάστημά του με πενθήμερη εβδομαδιαία και οχτάωρη ημερήσια απασχόληση, πλην, όμως, αποδείχτηκε από τα όσα καταθέτουν οι ενόρκως βεβαιώσαντες υπέρ της ενάγουσας μάρτυρες και δεν ανταποδεικνύεται από κανένα μέσο της δικογραφίας, καθόσον, η ενόρκως εξετασθείσα υπέρ του εναγομένου μάρτυρας, περί του συγκεκριμένου αποδεικτέου ζητήματος επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, εφόσον καταθέτει ότι κάποιες Δευτέρες δεν έβλεπε την ενάγουσα να απασχολείται στο κατάστημα του εναγομένου, ενώ η ενόρκως βεβαιώσασα υπέρ του εναγομένου μάρτυρας, η οποία δεν έχει ιδία αντίληψη περί του θέματος, εντελώς γενικόλογα βεβαιώνει υπέρ αυτού ότι, η ενάγουσα δεν εργαζόταν σε ημέρες που είχε ρεπό, χωρίς να διευκρινίζει πότε ο εναγόμενος της χορηγούσε ρεπό ενώ το αντίθετο δεν προκύπτει ούτε από κάποιο έγγραφο της δικογραφίας, ότι ο εναγόμενος, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα εργασίας της ενάγουσας στην ανωτέρω επιχείρησή του, απασχολούσε αυτήν από Δευτέρα έως και Σάββατο κάθε εβδομάδας, δηλαδή 6 ώρες την εβδομάδα και μόνο τις 2 από τις 4 εβδομάδες κάθε μήνα της χορηγούσε αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης κάθε Δευτέρα. Επομένως, η ενάγουσα, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, την αμοιβή της για την εργασία της κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας, που δεν της χορηγούσε για 2 βδομάδες κάθε μήνα, ήτοι, δικαιούται αμοιβή για εργασία 2 ημερών λόγω μη χορήγησης αναπληρωματικής ημέρας εβδομαδιαίας ανάπαυσης κάθε μήνα. Για την προαναφερόμενη αιτία, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που ο εναγόμενος ως εργοδότης της θα κατέβαλλε ως αμοιβή σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολούσε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, με τις ικανότητες και τα προσόντα της ενάγουσας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία της, που αποτελεί προσωπική περίσταση της τελευταίας, αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ωρομίσθιο, κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εναγόμενος εργοδότης, χωρίς να δικαιούται η ενάγουσα οποιαδήποτε άλλη προσαύξηση. Με βάση τα προαναφερόμενα, η ενάγουσα δικαιούται [(7 ημέρες που αντιστοιχεί στις μισές δευτέρες του χρονικού διαστήματος 09.12.2011-15.03.2012 X 6,5 ώρες καθεμία=) 45,5 ώρες X (918,13 μηνιαίος μισθός χωρίς προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας /25Χ6/40=) 5,50 ωρομίσθιο=] 250,64 ευρώ. Επιπρόσθετα, αποδείχτηκε ότι, ο εναγόμενος, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα εργασίας της ενάγουσας στην παραπάνω επιχείρησή της, δεν της κατέβαλλε δώρα εορτών, ούτε της κατέβαλλε τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, γεγονός που δεν ανταποδείχτηκε, καθόσον, το αντίθετο δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, δεδομένου ότι, ως προς το συγκεκριμένο αποδεικτέο θέμα η ενόρκως εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρας του εναγομένου ουδέν καταθέτει και η ενόρκως βεβαιώσασα υπέρ του εναγομένου μάρτυρας του, βεβαιώνει εντελώς γενικόλογα σχετικά, ότι η ενάγουσα έχει εξοφληθεί ως προς όλες τις εργατικές αξιώσεις της. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται: Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2011 (20.08.11-31.12.2011): [(14,1 ημερομίσθια X 39,27 ημερομίσθιο =) 553,70 X 1,04166 αναλογία επιδόματος αδείας=] 576,77 ευρώ. Για αναλογία δώρου Πάσχα 2012: [(9,38 ημερομίσθια X 39,27 ημερομίσθιο=) 368,35 X1,04166=] 383,7 ευρώ. Για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας 2011, η ενάγουσα δικαιούται: (2 ημερομίσθια X 4 μήνες X 39,27 ημερομίσθιο= 314,16 Χ100%=) 628,32 ευρώ. Για επίδομα αδείας 2011: (628,32/2=) 314,16 ευρώ. Ενόψει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της εκ μέρους του εναγομένου, από 15.03.2012 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και να υποχρεωθεί ο τελευταίος, με προσωπική του κράτηση διάρκειας ενός έτους και με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής 500 ευρώ, για κάθε άρνησή του, να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας κατά του όρους της εργασιακής σύμβασης που τους συνδέει και να υποχρεωθεί να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των (13.904,48 +2.000+ 2.909,19 =) 18.813,67 ευρώ, στο οποίο συμποσούνται οι αποδοχές υπερημερίας της του χρονικού διαστήματος 16.03.12-16.03.13, εκ ποσού 11.782,32, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους του κάθε μήνα που ήταν καταβλητέος κάθε επιμέρους μισθός, η αναλογία δώρου Πάσχα του χρονικού διαστήματος 16.03.12-30-04.12, εκ ποσού 230,09 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01.05.2012, το επίδομα αδείας 2012, εκ ποσού 490,93 ευρώ και το δώρο Χριστουγέννων 2012, εκ ποσού 1.022,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01.01.13, αναλογία επιδόματος αδείας 2012, εκ ποσού 378,38 ευρώ, από 01.01.13, χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, εκ ποσού 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης της ενάγουσας (16.03.12), καθώς και το συνολικό ποσό των (755,60 + 250,64 +576,77+383,7 + 628,32+314,16=) 2.909,19 ευρώ, στο οποίο συμποσούνται οι αξιώσεις της για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, του χρονικού διαστήματος 20.08.201-15.03.2012, εκ ποσού 755, 60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από την επομένη του τέλους του κάθε μήνα που ήταν καταβλητέος κάθε επιμέρους μισθός, το ποσό των 250,64 που αντιστοιχεί στην αμοιβή της για εργασία σε αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, εκ ποσού 250,64 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους κάθε μήνα εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2011, εκ ποσού 576,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01.01.2012, για αναλογία δώρου Πάσχα 2012, εκ ποσού 383,7 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01.05.2012, για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας 2011, εκ ποσού 628,32 ευρώ και για επίδομα αδείας 2011 εκ ποσού 314,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 01.01.2012. Πρέπει, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει και συγκεκριμένα για το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό των οχτώ χιλιάδων ευρώ (8.000 €) προσωρινά εκτελεστή, επειδή, αφενός μεν μέρος αυτού αφορά απαιτήσεις από καθυστερούμενες αποδοχές των τριών τελευταίων μηνών προ της ασκήσεως της αγωγής (βλ. άρθρ. 910 περ. 4 ΚΠολΔ), αφετέρου δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτέλεσης κατά το υπόλοιπο μέρος αυτού είναι δυνατό να προξενήσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και αφορά απαιτήσεις που πηγάζουν από εργατικές διαφορές (βλ, αρθρ. 908§ 1 περ. ε’ ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δε συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση, κατ’ άρ. 38 ΚΠΔ, διαβίβασης στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών …… των εγγράφων της γνωστοποίησης των όρων της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, της αναγγελίας πρόσληψής της στον ΟΑΕΔ, του από 09.12.2011 πίνακα προσωπικού, των αποδείξεων πληρωμής των αποδοχών της ενάγουσας, των δυο αποσπασμάτων από το βιβλίο αδειών και της αναγγελίας προς τον ΟΑΕΔ περί οικειοθελούς αποχώρησης τη ενάγουσας, τα οποία κατατέθηκαν από τον εναγόμενο στην Επιθεώρηση Εργασίας κατά την εξέταση της διαφοράς στις 29.03.12 και τα οποία προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι έχουν πλαστογραφηθεί ως προς την υπογραφή της και εν συνεχεία χρησιμοποιηθεί από τον εναγόμενο στην ως άνω Υπηρεσία, προς αναζήτηση ευθυνών για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσης (216 ΚΠΔ), που διώκεται αυτεπαγγέλτως, καθόσον η ενάγουσα έχει ήδη ασκήσει ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ……, την από 25.06.2012 μήνυσή της σε βάρος του εναγομένου, κατηγορώντας τον για πλαστογραφία με χρήση των ως άνω εγγράφων και δεδομένου ότι η μήνυση έχει λάβει αριθμό (ABM ……/……) προκύπτει ότι έχει τεθεί υπόψη του Εισαγγελέα Πειραιά η ως άνω διωκόμενη πράξη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα θα κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, κατά το ποσοστό της εν μέρει νίκης και ήττας τους, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρ. 176,178 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.-

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της εκ μέρους του εναγομένου, από 15.03.2012 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.-

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο, με προσωπική του κράτηση διάρκειας ενός έτους και με απειλή σε βάρος του χρηματικής ποινής 500 ευρώ, για κάθε άρνησή του, να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας κατά του όρους της εργασιακής σύμβασης που τους συνδέει.-

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των δέκα οχτώ χιλιάδων οχτακοσίων δέκα τριών ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (18.813,67 ), στο οποίο συμποσούνται οι αποδοχές υπερημερίας της του χρονικού διαστήματος 16.03.12-16.03.13, εκ ποσού έντεκα χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (11.782,32), με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους του κάθε μήνα που ήταν καταβλητέος κάθε επιμέρους μισθός, η αναλογία δώρου Πάσχα του χρονικού διαστήματος 16.03.12-30-04.12, εκ ποσού διακοσίων τριάντα ευρώ και εννέα λεπτών (230,09), με το νόμιμο τόκο από 01.05.2012, το επίδομα αδείας 2012, εκ ποσού τετρακοσίων ενενήντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (490,93) και το δώρο Χριστουγέννων 2012, εκ ποσού χιλίων είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (1.022,76), με το νόμιμο τόκο από 01.01.13, η αναλογία επιδόματος αδείας 2012, εκ ποσού τριακοσίων εβδομήντα οχτώ ευρώ και τριάντα οχτώ λεπτών (378,38), με το νόμιμο τόκο από 01.01.13, η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, εκ ποσού δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο, τόκο από την επομένη της απόλυσης της ενάγουσας (16.03.12), καθώς και το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εννέα ευρώ και δέκα εννέα λεπτών (2.909,19), στο οποίο συμποσούνται οι αξιώσεις της για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, του χρονικού διαστήματος 20.08.201-15.03.2012, εκ ποσού επτακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών (755,60), με το νόμιμο τόκο, από την επομένη του τέλους του κάθε μήνα που ήταν καταβλητέος κάθε επιμέρους μισθός, η αμοιβή της για εργασία σε αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης, εκ ποσού διακοσίων πενήντα ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (250,64), με το νόμιμο τόκο από την επομένη του τέλους κάθε μήνα εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία, η αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2011, εκ ποσού πεντακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (576,77), με το νόμιμο τόκο από 01.01.2012, η αναλογία δώρου Πάσχα 2012, εκ ποσού τριακοσίων ογδόντα τριών ευρώ και επτά λεπτών (383,7), με το νόμιμο τόκο από 01.05.2012, οι αποδοχές μη ληφθείσας αδείας 2011, εκ ποσού εξακοσίων είκοσι οχτώ ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (628,32) και το επίδομα αδείας 2011 εκ ποσού τριακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και δέκα έξι λεπτών (314,16), με το νόμιμο τόκο από 01.01.2012 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.-

-ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη και δη για το ποσό των οχτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

– -ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οχτακοσίων (1800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις 24.6.2015 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies