Υπάρχει όταν ο εργοδότης μεταβάλει τους όρους της εργασιακής σύμβασης προς το χειρότερο χωρίς τη συμφωνία του εργαζόμενου και χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα από τον νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας.
Αν έχει εξαρχής συμφωνηθεί ότι ο εργοδότης δικαιούται να μεταβάλει τους όρους της σύμβασης τότε δεν πρόκειται για μονομερή μεταβολή αλλά για συμφωνημένη.
Η προκαλούμενη βλάβη από τη μεταβολή μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική. Υλική είναι όταν, για παράδειγμα, ο εργοδότης μειώσει τις αποδοχές του εργαζόμενου. Ηθική είναι όταν τον υποβιβάσει, προσβάλλοντας έτσι την προσωπικότητά του.
Ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα:
α) Να αποκρούσει τη μεταβολή, αξιώνοντας την τήρηση των όρων της σύμβασης που ίσχυαν προηγουμένως και σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί την εργασία του, μπορεί να αρνηθεί την παροχή των υπηρεσιών του υπό τις νέες συνθήκες και να ζητήσει την καταβολή των αποδοχών του για όσο χρόνο διαρκεί η άρνηση αυτή του εργοδότη.
β) Να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως απόλυση και να αξιώσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, εάν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου. Εάν είναι ορισμένου, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο (εφόσον θεμελιώνεται τέτοιος), ζητώντας αποζημίωση που ισούται με τις αποδοχές του μέχρι τον συμφωνημένο χρόνο λήξης της σύμβασης.
γ) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε θεωρείται ότι συνάπτεται νέα σύμβαση εργασίας, που τροποποιεί την αρχική. Η αποδοχή μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή. Ρητή είναι όταν, λ.χ., αποτυπώνεται εγγράφως σε νέα (τροποποιητική) σύμβαση εργασίας και σιωπηρή όταν ο εργαζόμενος συνεχίζει να εργάζεται αδιαμαρτύρητα με τους νέους όρους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα:
α) Να αποκρούσει τη μεταβολή, αξιώνοντας την τήρηση των όρων της σύμβασης που ίσχυαν προηγουμένως και σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί την εργασία του, μπορεί να αρνηθεί την παροχή των υπηρεσιών του υπό τις νέες συνθήκες και να ζητήσει την καταβολή των αποδοχών του για όσο χρόνο διαρκεί η άρνηση αυτή του εργοδότη.
β) Να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως απόλυση και να αξιώσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, εάν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου. Εάν είναι ορισμένου, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο (εφόσον θεμελιώνεται τέτοιος), ζητώντας αποζημίωση που ισούται με τις αποδοχές του μέχρι τον συμφωνημένο χρόνο λήξης της σύμβασης.
γ) Να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε θεωρείται ότι συνάπτεται νέα σύμβαση εργασίας, που τροποποιεί την αρχική. Η αποδοχή μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή. Ρητή είναι όταν, λ.χ., αποτυπώνεται εγγράφως σε νέα (τροποποιητική) σύμβαση εργασίας και σιωπηρή όταν ο εργαζόμενος συνεχίζει να εργάζεται αδιαμαρτύρητα με τους νέους όρους για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Επίσης, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται προσωρινά με τους νέους όρους, επιφυλασσόμενος όμως για τα δικαιώματά του, πράγμα που θα του επιτρέψει να προσφύγει στη δικαιοσύνη για την αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της μεταβολής, χωρίς παράλληλα να θεωρηθεί η συνέχιση ως σιωπηρή αποδοχή των νέων όρων εργασίας και χωρίς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η αποχή του από την εργασία του ως παραίτηση.
Σε κάθε περίπτωση, έχει δικαίωμα να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εάν η μεταβολή έγινε υπό συνθήκες που προσβάλλουν την προσωπικότητά του.