Περίληψη:
Υπόθεση: Αίτηση εργαζομένων για κήρυξη του εργοδότη τους σε κατάσταση πτώχευσης.
Πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες είναι πρώην εργαζόμενοι της καθ’ ης εταιρίας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών. Διατηρούν έναντί της εργατικές απαιτήσεις συνολικού ύψους 201.253,78 ευρώ, πλέον τόκων. Η καθ’ ης βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια, με σημαντικές οφειλές προς τρίτους, συμπεριλαμβανομένων φορέων του Δημοσίου και πιστωτικών ιδρυμάτων. Στις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της εμφανίζει σημαντικά αρνητική καθαρή θέση. Έχουν επιβληθεί πολλαπλές κατασχέσεις σε βάρος της περιουσίας της και έχουν υποβληθεί αλλεπάλληλες αιτήσεις πτώχευσης από διάφορους πιστωτές της.
Ζητήματα: Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της καθ’ ης εταιρίας σε κατάσταση πτώχευσης, ήτοι: α) η πτωχευτική ικανότητα, β) η παύση πληρωμών και γ) η επάρκεια της περιουσίας της για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας.
Κυριότερες διατάξεις που εφαρμόστηκαν: Σύμφωνα με τα άρθρα 76 παρ. 1 και 77 παρ. 1 του ν.4738/2020, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης είναι: α) η πτωχευτική ικανότητα του οφειλέτη και β) η παύση των πληρωμών του, δηλαδή η αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 4 του ν.4738/2020, απαιτείται να πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας.
Η κρίση του δικαστηρίου: Το δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης. Συγκεκριμένα: α) Η καθ’ ης, ως ανώνυμη εταιρία, διαθέτει πτωχευτική ικανότητα καθώς είναι έμπορος κατά το τυπικό σύστημα. β) Βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών, αδυνατώντας να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις της κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις της, τις επιβληθείσες κατασχέσεις και την έλλειψη επιχειρηματικής δραστηριότητας. γ) Διαθέτει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μηχανολογικό εξοπλισμό, συμμετοχές σε εταιρίες και απαιτήσεις έναντι τρίτων) που πιθανολογείται ότι επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της καθ’ ης περί καταχρηστικής άσκησης της αίτησης, καθώς η πραγματική οικονομική της κατάσταση δικαιολογεί την προσφυγή των αιτούντων στη συλλογική διαδικασία της πτώχευσης.
Το δικαστήριο κήρυξε την καθ’ης ανώνυμη εταιρεία σε κατάσταση πτώχευσης. Όρισε ως χρόνο παύσης πληρωμών την αντίστοιχη με την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης ημέρα του έτους 2023. Διόρισε σύνδικο της πτώχευσης. Διέταξε τη σφράγιση της περιουσίας της πτωχής από τη σύνδικο και τη δημοσίευση περίληψης της απόφασης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας και στο Γ.Ε.ΜΗ.
Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ, ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ – ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αριθμός απόφασης
119/2025
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ευσταθία Αναστασοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αικατερίνη Σουλτανοπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ιωάννη Γκάτζια, Πρωτοδίκη, τους οποίους όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Σπυροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Ιανουαρίου 2025, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των καλούντων – αιτούντων: 1) …… …… του ….., κατοίκου ………, οδός ….. αρ. …., με ΑΦΜ ……., 2) …. …. του …., κατοίκου ….., οδός …….. αρ. …., με ΑΦΜ ……, 3) ….. …… του ….., κατοίκου ………, οδός ………. αρ. …., με ΑΦΜ ……, 4) …… ….. του ….., κατοίκου ….., οδός ….. αρ. ….., με ΑΦΜ ……, 5) ….. …… του ……, κατοίκου ………. ….., οδός …. ….. αρ. ……, με ΑΦΜ ……., 6) …… …… του ……, κατοίκου ……, οδός …… αρ. ….., με ΑΦΜ ……., 7) …… …… του ….., κατοίκου …… ….., οδός ……. αρ. ……., με ΑΦΜ …… και 8) …… …… του ….., κατοίκου …. ….., οδός ….. αρ. ……, με ΑΦΜ ………., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Γ. Βλαχόπουλου (AM ΔΣΑ 29922), κατοίκου Αθηνών, οδός 28ης Οκτωβρίου αρ. 95, που προσκόμισε το υπ’αρ. ……./2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ,
Της καθ’ ης η κλήση – καθ’ ης η αίτηση: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………………» και με διακριτικό τίτλο «………. Α.Ε.», με έδρα στη …………… Αττικής, οδός …………… …… αρ. ……, με ΑΦΜ …… και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αργύρη Ανέστη (AM ΔΣΑ 29390) κατοίκου Αθηνών, οδός Διοχάρους αρ. 6, που προσκόμισε το υπ’αρ. …………/2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΑ.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 26.3.2024 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28.3.2024, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ …../…../2024, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αρχική δικάσιμο της 15ης.5.2024 και μετ’αναβολή κατά τη δικάσιμο της 19ης.6.2024, οπότε και ματαιώθηκε. Ήδη, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 6.9.2024 και με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ …../…./6.9.2024 κλήση των αιτούντων οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αρχική δικάσιμο της 18ης.12.2024 και μετ’αναβολή κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο Ρ3 με α/α ….
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 1 και 77 παρ. 1 του ν.4738/2020 προκύπτει, ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης είναι οι εξής: α) η πτωχευτική ικανότητα εκείνου, του οποίου ζητείται η πτώχευση (υποκειμενική προϋπόθεση), την οποία, προκειμένου για νομικά πρόσωπα, έχουν εκείνα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, όπως η ανώνυμη εταιρεία, που αποτελεί έμπορο κατά το τυπικό σύστημα (βλ. άρθρο 1 παρ. 2 ν. 4548/2018) και β) η παύση των πληρωμών του οφειλέτη, κατάσταση που συντρέχει, όταν αυτός αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (αντικειμενική προϋπόθεση). Η παύση πληρωμών τεκμαίρεται μαχητά, όταν ο οφειλέτης δεν καταβάλει ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 40% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ενώ επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής (άρθρο 77 παρ. 2 ν. 4738/2020). Ως παύση πληρωμών, κατά την έννοια του νόμου, νοείται όχι οποιαδήποτε μη πληρωμή του οφειλέτη, αλλά η μη πληρωμή ληξιπρόθεσμων, δηλαδή εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών, χρηματικών χρεών του, η οποία έχει τον χαρακτήρα της γενικότητας και της μονιμότητας και υποδηλώνει, συγχρόνως, νέκρωση ή διακοπή της εμπορικής κίνησης ή αθεράπευτο κλονισμό της πίστης του εμπόρου ή διαταραχή στην οικονομική του υπόσταση, με συνέπεια να μην είναι αρκετή η διαπίστωση της απλής έλλειψης ρευστότητας εκ μέρους του οφειλέτη. Η εν λόγω μη πληρωμή προδίδει μόνιμη πραγματική αδυναμία για τη συνέχιση της εμπορίας του και μπορεί να συναχθεί, κατά τις περιστάσεις, και από τη μη πληρωμή ενός μόνο χρέους, εφόσον, λόγω της σημασίας του ή του χαρακτήρα του, εμφανίζει τα στοιχεία της μονιμότητας και της γενικότητας. Η παύση των πληρωμών πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο που κηρύσσεται η πτώχευση. Ως τέτοιος χρόνος πρέπει να θεωρείται αυτός της συζήτησης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σε κάθε δε περίπτωση ο χρόνος της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 1357/2019, ΑΠ 876/2017, ΑΠ 829/2003, ΕφΛαρ 19/2022, ΕφΘεσ 2018/2018, ΕφΘεσ 1327/2016, ΕφΠειρ 206/2013, ΠΠΑθ 301/2024 δημ/νες στην ΤΝΠ Νόμος). Η κατ’ αρέσκεια του οφειλέτη εμπόρου πληρωμή μερικών μόνο χρεών του δεν εμποδίζει την πτώχευσή του, διότι τούτο αντίκειται σε έναν από τους σκοπούς της πτώχευσης, που είναι η σύμμετρη και ίση ικανοποίηση των δανειστών του. Προϋπόθεση, λοιπόν, για την παύση πληρωμών, με την έννοια της αδυναμίας πληρωμής από τον οφειλέτη είτε λίγων μόνο χρεών είτε και ενός μόνου χρέους, αποτελεί η διάγνωση της σημασίας ή του χαρακτήρα της αδυναμίας αυτής ως “μόνιμης και γενικής”. Έτσι, η διάγνωση της παύσης των πληρωμών απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο θα στηριχθεί στα πραγματικά εκείνα γεγονότα, που αποδεικνύουν την ιδιαίτερη θέση του οφειλέτη, εξαιτίας της οποίας αυτός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο και όχι απλώς παροδικά, τις χρηματικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει (ΑΠ 876/2017, ΕφΛαρ 19/2022, ΕφΘεσ 2018/2018, ΕφΘεσ 1327/2016 ό.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 4 του ν.4738/2020, η πτώχευση κηρύσσεται εφόσον με βάση τα οικονομικά στοιχεία, που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Διαφορετικά, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Γενικό Μητρώο Αφερεγγυότητας του άρθρου 213 και προσδιορίζει την ημερομηνία της παύσης των πληρωμών κατά την παρ. 2 του άρθρου 81. Συνεπώς, υφίσταται μία ακόμη προϋπόθεση, κατά τον νόμο, για την κήρυξη της πτώχευσης, ήτοι η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η πτωχευτική διαδικασία από το άνοιγμα μέχρι την περάτωσή της. Για την εν λόγω προϋπόθεση αρκεί πιθανολόγηση, αφού ούτε τα έξοδα της διαδικασίας, ούτε το μέγεθος της περιουσίας του οφειλέτη μπορούν, εκ των πραγμάτων, να προβλεφθούν με ακρίβεια. Επισημαίνεται, ότι στα έξοδα υπολογίζονται όλες οι προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες, όπως ιδίως οι δαπάνες για την είσπραξη απαιτήσεων του πτωχού, για την πτωχευτική ανάκληση, για την ικανοποίηση των ομαδικών πιστωτών, η αντιμισθία του συνδίκου κ.α. Τόσο η εμπορική αξία του ρευστοποιήσιμου περιουσιακού στοιχείου, όσο και το ύψος των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, προσδιορίζονται από το δικαστήριο κατά τη δυνατότερη προσέγγιση (AΠ 578/2018 ΤΝΠ Νόμος). Στη δε περιουσία συναριθμούνται, εκτός των ταμειακών διαθεσίμων της επιχείρησης του οφειλέτη (μετρητών), οι εισπρακτέες απαιτήσεις, η αξία των ελεύθερων βαρών περιουσιακών στοιχείων, η αξία της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου, οτιδήποτε μπορεί να επανακτηθεί με το θεσμό της πτωχευτικής ανάκλησης, αλλά και το υπόλοιπο της αξίας των εμπραγμάτως βεβαρημένων πραγμάτων, μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους. Όμως, αν τα ρευστοποιήσιμα, απλώς, στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη (απαιτήσεις, πάγια κ.λπ.) δεν είναι, πράγματι, «ευχερώς ρευστοποιήσιμα» (βλ. και άρθρο 191 παρ. 1 ν. 4738/2020, όπου, προκειμένου για την κήρυξη της παύσης των εργασιών της πτωχευτικής διαδικασίας και την περάτωση της πτώχευσης γίνεται λόγος για έλλειψη «ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας»), η έλλειψη επαρκούς περιουσίας θα πρέπει να θεωρηθεί και στην περίπτωση αυτή δεδομένη. Μη «ευχερώς ρευστοποιήσιμη περιουσία» υπάρχει, προφανώς, όταν η μη αποτελούμενη από μετρητά περιουσία του οφειλέτη πιθανολογείται ότι δεν θα μπορέσει να ρευστοποιηθεί εντός χρόνου πρόσφορου για να καλύψει με επάρκεια τις εν τω μεταξύ (μέχρι τη ρευστοποίηση) γεννώμενες διαδικαστικές δαπάνες. Το δικαστήριο θα ερευνήσει την ύπαρξη της εν λόγω προϋπόθεσης για την κήρυξη της πτώχευσης, την οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να επικαλείται ο αιτών στην αίτησή του, αφότου έχει ήδη σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για τη συνδρομή όλων των ως άνω λοιπών προϋποθέσεων (ΕφΚρητ 14/2021, ΕφΔωδ 121/2021 δημ/νες στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 παρ. 2 ν. 4738/2020, το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά, πράγμα που συμβαίνει, ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς τον σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή τους οι αιτούντες ισχυρίζονται, ότι διατηρούν έναντι της καθ’ης εργοδότριάς τους ανώνυμης εταιρείας, που δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών, εργατικές απαιτήσεις συνολικού ύψους 201.253,78 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, όπως έκαστη απαίτηση προσδιορίζεται για κάθε αιτούντα ειδικότερα στο εισαγωγικό δικόγραφο, οι οποίες τους έχουν ήδη επιδικαστεί, δυνάμει της υπ’αρ. 81/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών). Ότι η καθ’ης βρίσκεται από τις 31.12.2023 σε κατάσταση παύσης πληρωμών, αδυνατώντας να ικανοποιεί τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, γεγονός, που προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο των τελευταίων δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεών της, που αφορούν τη χρήση έτους 2018, όσο και από τις αναφερόμενες κατασχέσεις, που έχουν επιβληθεί σε βάρος της περιουσίας της από τρίτους πιστωτές της (ιδιώτες, πιστωτικά ιδρύματα, δημόσιους φορείς), προς τους οποίους οφείλει ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά. Με βάση δε το ιστορικό αυτό ζητούν, επικαλούμενοι περαιτέρω ότι η περιουσία της καθ’ης θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, να κηρυχθεί η καθ’ης σε κατάσταση πτώχευσης, να οριστεί ως χρόνος παύσης πληρωμών η 31η.12.2023, άλλως η 30η ημερολογιακή ημέρα που προηγείται της υποβολής της αίτησής τους, να οριστεί εισηγητής και σύνδικος της πτώχευσης, τον οποίο προτείνουν, να διαταχθεί η σφράγιση της περιουσίας της καθ’ης και να επιβληθεί η δικαστική τους δαπάνη σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 78 παρ. 1, 3 και 4, 130 παρ. 1 ν. 4738/2020, 739 επ. ΚΠολΔ), σημειωμένου ότι: α) έχει τηρηθεί η απαιτούμενη για το παραδεκτό της συζήτησης κατ’άρθρο 78 παρ. 5 ν. 4738/2020 προδικασία, με την κλήτευση της καθ’ης οφειλέτριας εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την κατάθεση της αίτησης και της κλήσης επαναφοράς της προς συζήτηση έπειτα από ματαίωση (βλ. τις υπ’αρ. ……./2.4.2024 και ……./11.9.2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κων/νου Βασ. Λεράκη), β) αναγράφονται στην αίτηση τα απαιτούμενα κατ’άρθρο 79 παρ. 3 ν. 4738/2020 για το παραδεκτό της στοιχεία και δη η επωνυμία, η έδρα, ο ΑΦΜ και ο αριθμός Γ.Ε.ΜΗ της καθ’ης, γ) επισυνάπτεται στην αίτηση το απαιτούμενο για το παραδεκτό της υπ’αρ. …….//26.3.2024 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ποσού πεντακοσίων (500,00) ευρώ, κατ’άρθρο 79 παρ. 8 ν. 4738/2020 και δ) προτείνεται ως σύνδικος της πτώχευσης, κατ’άρθρο 79 παρ. 4 ν. 4738/2020, η Νικολέττα Βλασσιώτου του Ευσταθίου, κάτοικος Αθηνών, οδός Ακαδημίας αρ. 19, με αρ.μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας 71, της οποίας προσκομίζεται η από 23.3.3024 έγγραφη δήλωση περί αποδοχής του διορισμού της και μη ύπαρξης κωλύματος. Περαιτέρω, όπως διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, κατ’άρθρο 744 ΚΠολΔ, η αίτηση έχει δημοσιευθεί στο Γ.Ε.ΜΗ στις …..2024, με Κ.Α.Κ. ……./, όπως προβλέπεται από το άρθρο 84 του ν. 4738/2020, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 παρ. 1 περ. στ του ν. 4919/2022, χωρίς η μη δημοσίευσή της, όπως επίσης και της κλήσης της καθ’ης για συζήτηση, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 78 παρ. 5, 79 παρ. 7 και 84 ν. 4738/2020, να συνεπάγεται το απαράδεκτο της αίτησης ή της συζήτησης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η καθ’ης, καθόσον τέτοια έννομη συνέπεια δεν προβλέπεται στον νόμο, εάν δε ο νομοθέτης ήθελε να την απαγγείλει, θα το όριζε ρητά, όπως έπραξε σε άλλες περιπτώσεις, όπως λ.χ. στο άρθρο 78 παρ. 5 (που αφορά στην κλήτευση του οφειλέτη εντός προθεσμίας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης), στο άρθρο 79 παρ. 3 (που αφορά στα υποχρεωτικά στοιχεία της αίτησης, επί ποινή απαραδέκτου αυτής) και στο άρθρο 79 παρ. 8 (που αφορά στην επισύναψη στην αίτηση γραμματίου ύψους 500,00 ευρώ του ΤΠΔ, επί ποινή απαραδέκτου αυτής) του ν. 4738/2020. Περαιτέρω, η αίτηση είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της καθ’ης και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 75, 76, 77, 80, 81, 89 ν. 4738/2020 και θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από το σύνολο των εγγράφων, που προσκομίζουν οι διάδικοι και περιλαμβάνονται στον φάκελο της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ης ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………………….» και με διακριτικό τίτλο «………. Α.Ε.», με έδρα στη ………. Αττικής, επί της οδού …………. αρ. …………, με ΑΦΜ …….. και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ ……., διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο αποτελούμενο από 8.987.000,00 μετοχές, έκαστης ονομαστικής αξίας 1 ευρώ, ολοσχερώς καταβεβλημένο και δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών. Για την άσκηση δε της παραπάνω δραστηριότητας της προσέλαβε τους αιτούντες και δη τον πρώτο το έτος 2014, τους δεύτερο και τρίτο το έτος 2013, τον τέταρτο το έτος 2015, τον πέμπτο το έτος 2016, τον έκτο το έτος 2014, τον έβδομο το έτος 2008 και τον όγδοο το έτος 1999, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να τους απασχολήσει με την ειδικότητα του οικοδόμου. Ωστόσο, λόγω υπερημερίας της ως προς την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2018 μέχρι τον Οκτώβριο του 2019, οι αιτούντες άσκησαν περί τα μέσα του έτους 2019 το δικαίωμα επίσχεσης από την εργασία τους, ενώ παράλληλα πέτυχαν την έκδοση σε βάρος της καθ’ης εργοδότριάς τους των υπ’αρ. 203/2019 και 322/2019 διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, δια των οποίων τους επιδικάστηκαν οι εργατικές απαιτήσεις τους, ύψους 62.874,54 ευρώ. Ακολούθως, η καθ’ης απέστειλε στους αιτούντες εξώδικες δηλώσεις, ισχυριζόμενη ότι η δήλωσή τους περί επίσχεσης ήταν καταχρηστική και ισοδυναμούσε με οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία τους, που επέφερε τη λύση της μεταξύ τους εργασιακής σχέσης. Κατόπιν, δε, άσκησης από τους αιτούντες της με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../……../2020 αγωγής τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών), με την οποία, ισχυριζόμενοι ότι η στάση της καθ’ης ισοδυναμούσε με σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους της των συμβάσεων εργασίας τους, που ήταν άκυρη, καθώς έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου (έγγραφος τύπος, καταβολή αποζημίωσης), αλλά και καταχρηστική, υποκινηθείσα από εμπάθεια της καθ’ης προς τα πρόσωπά τους, επειδή άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους για επίσχεση της εργασίας τους, ζητούσαν την αναγνώριση της εγκυρότητας της δήλωσης επίσχεσης, την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των συμβάσεών τους, την καταδίκη της καθ’ης να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους και την καταβολή αποδοχών υπερημερίας, άλλως επικουρικά αποζημίωσης απόλυσης (με εξαίρεση τον δεύτερο αιτούντα, που ζήτησε μόνο την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης), εκδόθηκε η υπ’αρ. 81/26.1.2024 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και: α) αναγνωρίστηκε η εγκυρότητα της δήλωσης επίσχεσης των αιτούντων, β) αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της σιωπηρής καταγγελίας από την καθ’ης των συμβάσεων εργασίας τους (πλην αυτής του δεύτερου αιτούντος), καθώς δεν έλαβε χώρα κατά τις διατυπώσεις του νόμου, γ) υποχρεώθηκε η καθ’ης να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους (πλην του δεύτερου αιτούντος), δ) υποχρεώθηκε η καθ’ης να τους καταβάλει, για αποδοχές υπερημερίας του διαστήματος από τον Ιούνιο του 2019 μέχρι τον Ιούνιο του 2021, καθώς επίσης και για αποζημίωση απόλυσης του δεύτερου αιτούντος, το συνολικό ποσό των 201.253,78 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη κατά τον νόμο απαιτητό και ε) επιδικάστηκαν υπέρ των αιτούντων και σε βάρος της καθ’ης δικαστικά έξοδα ύψους 6.692,00 ευρώ. Η παραπάνω υπ’αρ. 81/2024 πρωτόδικη απόφαση κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και δη κατά το ποσό των 164.998,65 ευρώ, ενώ μετά την έκδοσή της η καθ’ης κατέβαλε στους αιτούντες, προς μερική εκτέλεση αυτής, το ποσό των 8.000,00 ευρώ στις 14.5.2024, συνάπτοντας ακολούθως μαζί τους το από 18.6.2024 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο τα μέρη προέβησαν σε ρύθμιση της διαφοράς τους ως εξής: οι μεν αιτούντες δήλωσαν ότι περιορίζουν τις πάσης φύσης απαιτήσεις τους έναντι της καθ’ης στο ποσό των 240.000,00 ευρώ, εκ του οποίου εισέπραξαν αυθημερόν ποσό 26.000 ευρώ και συμφώνησαν την καταβολή του υπολοίπου, ύψους 214.000 ευρώ, σε μηνιαίες δόσεις τμηματικά κατά το διάστημα από τις 15.7.2024 μέχρι τις 15.11.2025, η δε καθ’ης δήλωσε ότι θα παραιτηθεί από τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2024 έφεσή της κατά της υπ’αρ. 81/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Παράλληλα, τα μέρη όρισαν ότι, εν όψει της συμφωνίας, θα υπέβαλαν αίτημα αναβολής, άλλως ματαίωσης της κρινόμενης αίτησης πτώχευσης κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 19.6.2024 και ότι, σε περίπτωση ματαίωσης (όπως και τελικά συνέβη), θα επαναφερόταν η υπόθεση προς συζήτηση εντός της νόμιμης προθεσμίας. Τέλος, τα μέρη όρισαν ότι εάν η καθ’ης καθυστερούσε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση, έστω εν μέρει και έστω και για μια ημέρα, τότε θα αναβίωναν όλες οι αξιώσεις των αιτούντων και το συμφωνητικό θα θεωρείτο ως μη γενόμενο (πλην της παραίτησης της καθ’ης από τα ένδικα μέσα κατά της υπ’αρ. 81/2024 απόφασης, για την οποία ορίστηκε ότι θα παρέμενε σε κάθε περίπτωση ισχυρή). Περαιτέρω, αποδείχθηκε όχι η καθ’ης διατηρεί μεγάλου ύψους οφειλές έναντι τρίτων συμπεριλαμβανομένων φορέων του Δημοσίου και πιστωτικών ιδρυμάτων όπως τούτο προκύπτει από: α) τις προσκομιζόμενες από τους αιτούντες υπ’αρ. …./14.7.2020, …../13.7.2020, …../14.7.2020, …../14.7.2020 και …../14.7.2020 δηλώσεις των ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών, αντίστοιχα, …, …., …., … … και Τράπεζα ……, που εκδόθηκαν κατόπιν επιβολής (από τους αιτούντες) κατάσχεσης εις χειρ ας τους ως τρίτων για την ικανοποίηση των εκ των υπ’αρ. …./2019 και …../2019 διαταγών πληρωμής απαιτήσεών τους έναντι της καθ’ης, σύμφωνα με τις οποίες οι καταθετικοί λογαριασμοί της καθ’ης (εκ των οποίων αυτοί στην …. και στην … προκύπτει ότι ήταν στην πλειοψηφία τους εκχωρημένοι στις Τράπεζες για την εξασφάλιση απαιτήσεών τους έναντι της, που τότε ακόμα δεν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες) εμφάνιζαν κατά τον χρόνο επιβολής της κατάσχεσης μηδενικό ή αρνητικό/χρεωστικό υπόλοιπο και βαρύνονταν με προγενέστερες κατασχέσεις τρίτων, που είχαν επιβληθεί κατά το διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2018 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 και υπερέβαιναν σε ποσό τα 27 εκατομμύρια ευρώ συνολικά, εκ των οποίων τα 20.550.358,67 ευρώ αφορούσαν οφειλή στην …. και τα 5 εκατομμύρια ευρώ περίπου σε φορείς του Δημοσίου (… Περιφερειακό ΚΕΑΟ Αθήνας, ΔΟΥ ……… κ.α). και β) από τα προσκομιζόμενα από την καθ’ης αποσπάσματα περιγραφικής βάσης του Ελληνικού Κτηματολογίου, από τα οποία προκύπτει επιβολή κατασχέσεων στην ακίνητη περιουσία της και δη επιβληθείσα τον Οκτώβριο του 2019 κατάσχεση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει διαταγής του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4557/2018, επιβληθείσα τον Φεβρουάριο του 2020 κατάσχεση υπέρ της ΔΟΥ ……… για το ποσό των 2.455.065,30 ευρώ, επιβληθείσα τον Ιούνιο του 2024 κατάσχεση υπέρ της Ανεξ.Αρχής Δημοσίων Εσόδων ΚΕ.Β. ΕΙΣ. Αττικής για το ποσό του 1.014.248,94 ευρώ και επιβληθείσα τον Νοέμβριο του 2024 κατάσχεση υπέρ του Δήμου Αθηναίων για το ποσό των 103.254,62 ευρώ. Επίσης, από τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις της καθ’ης, που αφορούν στη χρήση έτους 2018 (βλ. την υπ’αρ. πρωτ. …….//24.7.2020 ανακοίνωση του Τμήματος Β’ Ανώνυμων Εταιρειών του Γ.Ε.ΜΗ) προκύπτει ως κύκλος εργασιών της το ποσό των 8.023.762,00 ευρώ στις 31.12.2018 (έναντι ποσού ευρώ στις 31.12.2017), ως αποτέλεσμα χρήσης μετά από φόρους (ζημιές) το ποσό των -31.220.345,00 ευρώ στις 31.12.2018 (έναντι – ευρώ στις 31.12.2017) και ως καθαρή θέση της εταιρείας το ποσό των -34.754.503,00 ευρώ στις 31.12.2018 (έναντι -3.534.158,00 ευρώ στις 31.12.2017), ενώ σύμφωνα με την από 18.6.2020 έκθεση ανεξάρτητου ορκωτού ελεγκτή, που υπογράφει η ορκωτός ελεγκτής λογιστής ….., της ελεγκτικής εταιρείας “…….’ για την ίδια χρήση: «Από τον έλεγχό μας στις συνημμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις προέκυψαν οι παρακάτω παρατηρήσεις: 1) Ο Λογαριασμός Ενεργητικού Λοιπές απαιτήσεις συνολικής αξίας 9.827 χιλ. ευρώ αφορά προκαταβολές στα όργανα της διοίκησης. Αυτό συνιστά παράβαση του άρθ. 23α ν. 2190/1920, 2) Για τον Λογαριασμό Ενεργητικού Επίδικες λοιπές απαιτήσεις ύψους 2.119 χιλ. ευρώ εκτιμάται από τον νομικό σύμβουλο ότι δεν θα εισπραχθεί το ανωτέρω ποσό. Άρα θα πρέπει να αυξηθούν οι ζημίες της χρήσης και να μειωθεί η καθαρή θέση ισόποσα, 3) Για τους Λογαριασμούς Παθητικού Ομολογιακά Δάνεια ύψους 30.041 χιλ. ευρώ, Μακροπρόθεσμα Τραπεζικά Δάνεια ύψους 9.662 χιλ.ευρώ, Τραπεζικά Δάνεια ύψους 40.132 χιλ. ευρώ, Βραχυπρόθεσμο μέρος Ομολογιακών Δανείων ύψους 1.157 χιλ. ευρώ, διαπιστώσαμε ότι και τα τέσσερα ποσά βρίσκονται σε οριστική καθυστέρηση, 4) Για τους Λογαριασμούς Παθητικού Εμπορικές υποχρεώσεις ύψους 16.774 χιλ. ευρώ και Λοιπές υποχρεώσεις ύψους 6.288 χιλ. ευρώ έχουν αποσταλεί επιβεβαιωτικές επιστολές υπολοίπων και δεν έχουμε λάβει απαντήσεις. Στις Λοιπές υποχρεώσεις εμπεριέχονται και οι καθυστερημένες οφειλές προς το προσωπικό ύψους 2.018 χιλ. ευρώ οι οποίες διεκδικούνται δικαστικά, 5) Την 31.12.2018 είχαν εκδοθεί εγγυητικές επιστολές ύψους 43.975 χιλ. ευρώ. Από αυτές επεστράφησαν 20.928 χιλ. ευρώ, κατέπεσαν 6.233 χιλ. ευρώ και είναι σε ισχύ 16.813 χιλ. ευρώ, 6) Για τα ποσά του παθητικού α) Λοιποί φόροι και τέλη ύψους 1.480 χιλ. ευρώ και β) Οργανισμοί Κοιν.Ασφάλισης ύψους 2.059 χιλ.ευρώ είχε πραγματοποιηθεί ρύθμιση η οποία δεν τηρήθηκε και ως εκ τούτου οι οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, 7) Δεν έχουν υπολογισθεί και δεν έχουν προβλεφθεί οι τόκοι δανείων στο σύνολό τους, 8) Δεν έχουμε λάβει απαντητικές από τις Τράπεζες για την επιβεβαίωση των υπολοίπων δανείων, 9) Δεν έχουν πραγματοποιηθεί προβλέψεις για αποζημίωση προσωπικού λόγω εξόδου από την υπηρεσία ποσού 936 χιλ. ευρώ, 10) Οι φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας δεν έχουν καταστεί οριστικές και η εταιρεία δεν έχει πραγματοποιήσει πρόβλεψη για τυχόν προκύπτοντες φόρους. Από τον έλεγχό μας στις συνημμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις μας οι οποίες πρέπει να αυξήσουν τις ζημίες της εταιρείας και κατ’επέκταση να μειώσουν την καθαρή της θέση. Μετά την ημερομηνία ισολογισμού και μέχρι την έκδοση των οικονομικών καταστάσεων η μητρική εταιρεία προχώρησε σε υπαγωγή στον εξωδικαστικό μηχανισμό στήριξης οφειλών του ν. 4469/2017. Κατά τη γνώμη μας οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις, αφού ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω παρατηρήσεις, κρίνουμε ότι υπάρχει πρόβλημα συνέχισης εργασιών, δεδομένου ότι η καθαρή θέση καθίσταται σημαντικά αρνητική». Προκύπτει, δηλαδή, με σαφήνεια από την παραπάνω από 18.6.2020 έκθεση ότι ήδη από τότε η καθ’ης ήταν υπερήμερη ως προς την αποπληρωμή οφειλών ύψους άνω των 80 εκατομμυρίων ευρώ προς πιστωτικά ιδρύματα και άνω των 3 εκατομμυρίων ευρώ προς δημόσιους φορείς, καθώς επίσης και ως προς την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών του προσωπικού της ύψους άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ, που διεκδικούνταν δικαστικά, η δε καθαρή της θέση ήταν σημαντικά αρνητική (-34.754.503,00 ευρώ στις 31.12.2018), ώστε να κρίνεται προβληματική η συνέχιση των εργασιών της. Ήδη δε από τις 18.3.2023 η καθ’ης βρίσκεται σε αναστολή καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ, λόγω μη δημοσίευσης οικονομικών καταστάσεων για τα έτη 2021, 2022 και 2023 (βλ. τις υπ’αρ. πρωτ. …/18.3.2023, …./22.3.2024 και …/14.12.2024 ανακοινώσεις της Υπηρεσίας Υποστήριξης και Ανάπτυξης των Πληρ. Συστημάτων Γ.Ε.ΜΗ και ΥΜΣ). Ακόμα, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την υπ’αρ. 81/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) πρακτικά συζήτησης της 19ης.4.2021 (σελ. 12), ο εκεί εξεταζόμενος ως μάρτυρας της καθ’ης, ……, Δ/ντης Ανθρώπινου Δυναμικού αυτής, αναφέρει ότι τούτη (η καθ’ης) δεν έχει δραστηριότητα, λόγω υπαγωγής στη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος προφανώς δεν τελεσφόρησε (αφού ουδένας σχετικός ισχυρισμός εισφέρθηκε από την καθ’ ης στα πλαίσια της παρούσας δίκης), ούτε, άλλωστε, προκύπτει σήμερα να ασκεί η καθ’ης επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τον σκοπό της, αφού ούτε γίνεται επίκληση σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους της (π.χ. ότι εξακολουθεί να αναλαμβάνει και να εκτελεί έργα), ούτε προσκομίζεται κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Τέλος, ενδεικτικό της ήδη από καιρού άσχημης οικονομικής κατάστασης της καθ’ης είναι και το γεγονός, ότι από το έτος 2019 μέχρι σήμερα έχουν υποβληθεί αλλεπάλληλες αιτήσεις πτώχευσης της από πιστωτές της, όπως τούτο προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τους αιτούντες σχετικές ανακοινώσεις του Γ.Ε.ΜΗ. Ειδικότερα, έχουν κατατεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς τον σκοπό αυτό: η με ΓΑΚ/ΕΑΚ ../../2019 αίτηση πτώχευσης της εταιρείας ….. ΑΒΕΕ”, η με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/../2019 αίτηση πτώχευσης της εταιρείας “..-…. ΕΠΕ”, η με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2021 αίτηση πτώχευσης της εταιρείας “…. …. … ΑΕ”, η με ΓΑΚ/ΕΑΚ ../../2021 αίτηση πτώχευσης του …. …, …., η με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/…/2022 αίτηση πτώχευσης του … ….., η με ΓΑΚ/ΕΑΚ …./…./2024 αίτηση πτώχευσης του …. …… και η με ΓΑΚ/ΕΑΚ …./…./2024 αίτηση πτώχευσης της εταιρείας ‘ ….. ΑΒΕΕ” (χωρίς, ωστόσο, να έχει μέχρι σήμερα εκδοθεί οριστική απόφαση επί κάποιας εκ των παραπάνω αιτήσεων). Με βάση τα προαναφερθέντα, κρίνεται ότι η καθ’ης βρίσκεται τουλάχιστον από διετίας σε κατάσταση γενικής και μόνιμης αδυναμίας να εκπληρώνει τις έναντι τρίτων ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις της, γεγονός που δεν οφείλεται σε παροδικά αίτια και το οποίο έχει διαταράξει την οικονομική της υπόσταση και έχει κλονίσει ανεπανόρθωτα την εμπορική της πίστη. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα καταβολές ποσών προς πιστωτές της, αφού, όπως προκύπτει από τα στοιχεία πληρωμών των ετών 2023-2024, που η ίδια (η καθ’ης) προσκομίζει, το μεν οι καταβολές αυτές αφορούν σε παλαιές, ήδη κατά τα έτη 2019-2020 υφιστάμενες οφειλές και δεν λαμβάνουν χώρα από έσοδα εκ της άσκησης της δραστηριότητας της (αφού, όπως προαναφέρθηκε, τέτοια δεν υπάρχει), αλλά από τρίτους (ιδίως από την εταιρεία “…. … ΑΕ”, με την οποία, επισημαίνεται, η καθ’ης τυγχάνει συνδεδεμένη), το δε αφορούν κυρίως σε πιστωτές, που έχουν υποβάλει σε βάρος της αίτηση πτώχευσης (….. …, εταιρεία …………), ώστε να κρίνεται ότι λαμβάνουν χώρα επιλεκτικά, αποκλειστικά προκειμένου να αποφευχθεί η συζήτηση των σχετικών αιτήσεων, ενώ, σε κάθε περίπτωση, αφορούν σε ποσά που υπολείπονται σημαντικά του συνολικού ύψους των έναντι τρίτων οφειλών της, όπως προκύπτουν υφιστάμενες μέχρι το έτος 2020, ιδίως έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων (……) και φορέων του Δημοσίου, κατά τα προλεχθέντα, οφειλές, που η καθ’ης δεν ισχυρίζεται ότι έχουν μέχρι σήμερα εξοφληθεί ή διακανονιστεί (συγκεκριμένα, πέραν του ποσού των 3 εκατομμυρίων ευρώ, που προκύπτει να καταβλήθηκε, για λογαριασμό της καθ’ης, από την ……. Α.Ε προς την “……..”, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού “……..”, που κατέστη ειδική διάδοχος της πιστώτριάς της ……, δυνάμει του από 12.11.2024 ιδιωτικού συμφωνητικού, προκύπτει η καταβολή σε τρίτους ιδιώτες ποσών ύψους 345.000 ευρώ περίπου εντός τους έτους 2023 και 500.000,00 ευρώ περίπου εντός του έτους 2024). Συνεπώς, πληρούνται εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις κήρυξης της πτώχευσης και δη τόσο η υποκειμενική, αφού η καθ’ης, ως ανώνυμη εταιρεία, τυγχάνει έμπορος κατά το τυπικό σύστημα, όσο και η αντικειμενική, λόγω της παύσης πληρωμών της κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, παρελκούσας ως εκ τούτου της έρευνας του εκ μέρους των αιτούντων υποβληθέντος αιτήματος επίδειξης εγγράφων προς τον σκοπό αυτό. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την πράξη διοικητικού προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ 2024, που η ίδια η καθ’ης προσκομίζει, της ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα τα κάτωθι ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αντικειμενικής αξίας 114.000,00 ευρώ και εμπορικής αξίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τουλάχιστον 130.000 ευρώ, για τα οποία δεν προκύπτει (ούτε η καθ’ης ισχυρίζεται), ότι φέρουν βάρη: α) οριζόντια ιδιοκτησία επιφανείας 87,16 τμ στην Αθήνα (…….), οδός ….. αρ. ……, κατασκευής έτους 1977, αντικειμενικής αξίας 87.857,28 ευρώ, β) γήπεδο επιφανείας 23.125 τ.μ. (μονοετής καλλιέργεια), κείμενο στην ….., θέση …….., αντικειμενικής αξίας 23.125,00 τ.μ. και γ) γήπεδο επιφανείας 12.576,99 τ.μ. (βοσκότοπος/χέρσα μη καλ.έκταση), κείμενο στο …., ….. – ….. ….., ….., αντικειμενικής αξίας 3.112,80 ευρώ [για τη λοιπή εμφαινόμενη στη δήλωση ΕΝΦΪΑ ακίνητη περιουσία της καθ’ης, η αποτελούμενη από 3 οριζόντιες ιδιοκτησίες στη ……. Αττικής, επί της οδού ….. αρ. …. και ….., ένα οικόπεδο στην ….., επί της οδού …. αρ. ….., 4 οικόπεδα και 2 γήπεδα στην ….., οικισμός ……., συνολικής αντικειμενικής αξίας 1.272.000,00 ευρώ, προκύπτει ότι φέρει βάρη – υποθήκες και κατασχέσεις ύψους άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ-, που υπερβαίνουν την αξία της, ενώ η αποτελούμενη από ποσοστά συγκυριότητας (25%) επί 3 γηπέδων στην ….., οικισμός ….., συνολικής αντικειμενικής αξίας 3.880,00 ευρώ, κρίνεται ότι δεν είναι ευχερώς ρευστοποιήσιμη]. Επίσης, όπως προκύπτει από τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της καθ’ης (χρήσης έτους 2018), πέραν των ακινήτων, αυτή διέθετε μηχανολογικό εξοπλισμό αξίας 2 εκατομμυρίων ευρώ, συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς εταιρείες (συγκεκριμένα στην εταιρεία “…… ΑΤΕ” και στην εταιρεία “…… ΑΕ”) και κοινοπραξίες αξίας 12 εκατομμυρίων ευρώ, λοιπούς συμμετοχικούς τίτλους (συγκεκριμένα μετοχές της ….. και της …….) αξίας 995 χιλιάδων ευρώ και απαιτήσεις έναντι τρίτων (εμπορικές και λοιπές) ύψους 34 εκατομμυρίων ευρώ. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα χρηματικές καταβολές προς τρίτους, έστω προς μερική ικανοποίηση ορισμένων πιστωτών της καθ’ης, πιθανολογείται ότι υπάρχει περιουσία της ύψους τουλάχιστον 200.000 ευρώ, που επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της καθ’ης περί υποβολής της κρινόμενης αίτησης καταχρηστικά, ουδόλως προέκυψε ότι οι αιτούντες την χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο της διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης και ως μέσο πίεσης και εκβιασμού της. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε, η καθ’ης βρίσκεται πράγματι από καιρού σε κατάσταση παύσης πληρωμών, ώστε εύλογα να προσδοκούν οι αιτούντες την ικανοποίησή τους μέσω της συλλογικής διαδικασίας της πτώχευσης, χωρίς να μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση ούτε το γεγονός, ότι έχουν μέχρι σήμερα εξοφληθεί μερικώς ως προς τις απαιτήσεις τους (συγκεκριμένα, τους έχει καταβληθεί τμηματικά συνολικό ποσό 104.000,00 ευρώ), ούτε το γεγονός, όχι συνήψαν με την καθ’ης το από 18.6.2024 συμφωνητικό, αφού, όπως και η καθ’ης συνομολογεί, δεν υπήρξε συνεπής ως προς την καταβολή της δόσης του Ιανουαρίου του 2025 και συνεπώς, λόγω αυτού, το συμφωνητικό έπαυσε αυτοδικαίως, σύμφωνα με τους όρους του, που προαναφέρθηκαν, να ισχύει. Τούτο, εν όψει και του ευρύτερου συμφέροντος της κοινωνίας για υγιή πίστη και συναλλαγή και για ανάγκη ικανοποίησης των δανειστών του οφειλέτη εμπόρου (ΑΠ 2017/2009 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσία και να κηρυχθεί η καθ’ης σε κατάσταση πτώχευσης, να οριστεί ως χρόνος παύσης πληρωμών η αντίστοιχη με την ημέρα δημοσίευσης της παρούσας ημέρα του έτους 2023 (τούτο εν όψει της διάταξης του άρθρου 81 παρ. 2 εδ. γ’ ν. 4738/2020, που ορίζει όχι ο χρόνος παύσης πληρωμών δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης), να οριστεί ως σύνδικος της πτώχευσης η Νικολέττα Βλασσιώτου του Ευσταθίου, κάτοικος Αθηνών, οδός Ακαδημίας αρ. 19, με αρ.μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας 71, που αποδέχεται τον διορισμό της, να διαταχθεί η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και, τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας (άρθρο 89 ν. 4738/2020), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, σημειωμένου ότι ο Εισηγητής της πτώχευσης του Πρωτοδικείου Αθηνών έχει διορισθεί με απόφαση της Ολομελείας του και ως εκ τούτου δεν διορίζεται με την παρούσα απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ σε κατάσταση πτώχευσης την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………………….» και με διακριτικό τίτλο «……………», με έδρα στη ….. Αττικής, οδός …. ….. αρ. …., με ΑΦΜ ….. και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ……….
ΟΡΙΖΕΙ ως χρόνο παύσης πληρωμών την αντίστοιχη με την ημέρα δημοσίευσης της παρούσας ημέρα του έτους 2023.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ σύνδικο της πτώχευσης τη δικηγόρο Νικολέττα Βλασσιώτου του Ευσταθίου, κάτοικο Αθηνών, οδός Ακαδημίας αρ. 19, με αρ. μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας 71.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη σφράγιση της περιουσίας της πτωχής από τη σύνδικο.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη δημοσίευση περίληψης της παρούσας στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213 του ν. 4738/2020, καθώς και στο Γ.Ε.ΜΗ, κατ’άρθ. 84 ν. 4738/2020 και 33 παρ. 1 περ. στ ν. 4919/2022.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, σε μυστική διάσκεψη στις 13 Μαρτίου 2025.
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, στις 9/4/2025.