αστικό - δικονομίαΠολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών 2273/2022

Περίληψη: Αγωγή αποζημίωσης λόγω παράνομης αφαίρεσης εμπορευμάτων. Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής δεν είναι δυνατή κατά τη διάρκεια της διακοπής της δίκης κατ’ άρθρο 289 ΚΠολΔ. Οι μη οριστικές αποφάσεις, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Με την έκδοση της απόφασης που ανακαλείται, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση που επαναλαμβάνεται μετά την αναβολή, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου, υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας ή του δόλου, επέλευση ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας, ο οποίος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συμπεριφορά του δράστη ήταν αντικειμενικώς ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας που οφειλόταν, από ειδική διάταξη νόμου. Αν από παράνομη και υπαίτια κοινή πράξη περισσοτέρων προκλήθηκε ζημία σε άλλον, ευθύνονται όλοι εις ολόκληρον. Κοινή είναι η πράξη περισσοτέρων, όταν αυτοί συμμετείχαν, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην τέλεση αυτής, είτε ως συναυτουργοί, είτε ως άμεσοι ή απλοί συνεργοί, δεν έχει δε σημασία αν ορισμένοι από αυτούς ενήργησαν με δόλο και άλλοι από αμέλεια στην περίπτωση που αφαιρέθηκε πράγμα με παράνομη πράξη, ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει αποκλειστικά την αυτούσια απόδοση αυτού, καθώς και αποζημίωση για τη στέρησή του. Πλήρη αποζημίωση δικαιούται να ζητήσει μόνο σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του πράγματος ή έλλειψης συμφέροντος αυτού στην αυτούσια απόδοσή του. Μαζί με την αφαίρεση του πράγματος μπορεί να ζητηθεί και η αποκατάσταση της ζημίας εξαιτίας της στερήσεως του πράγματος και του διαφυγόντος κέρδους. Αν δε στην αγωγή το διαφυγόν κέρδος εμφανίζεται ως πιθανό κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως από τις αποδείξεις προκύπτει ότι αυτό είναι απλώς ενδεχόμενο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της ζημίας (και της αποζημιώσεως) είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως της αγωγής. Είναι δε νόμιμο και το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στον δικαιούχο, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα της απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Επιδικάζει στον ενάγοντα 160.302,77 Ευρώ.

Δημοσιευμένη σε: Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών NOMOS

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αριθμός Απόφασης

2273/2022

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Τσαπικούνη, Πρόεδρο  Πρωτοδικών Νικόλαο Ασκιανάκη, Πρωτοδίκη, Αικατερίνη Παναγιώτου, Δικαστική  Πάρεδρο – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Αικατερίνη Σπυροπούλου

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 13 Ιανουαρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου Αθηνών, οδός …, αρ. …,   με Α.Φ.Μ. …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Δημητρίου Βλαχόπουλου του Γεωργίου – Μιχαήλ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 029922), κατέθεσε προτάσεις και προκατέβαλε και τις εισφορές που προβλέπονται στο ά. 61 παρ. 1 και 2 του ν. 4194/2013 (βλ. υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).

ΤΩΝ ΚΑΘΏΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. … του …, κατοίκου …, οδός …, αρ. …, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2. … του …, κατοίκου …, οδός … αρ. …, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3. … του …, κατοίκου … …, οδός … αρ. …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Σπορδίλη – Πέππα του Ιωάννου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 016321) κατέθεσε προτάσεις και προκατέβαλε και τις εισφορές που προβλέπονται στο ά. 61 παρ. 1 και 2 του ν. 4194/2013 (βλ. υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών) και 4. Της υπό εκκαθάριση Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα οδός …, αρ. …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Μαρίας Σπορδίλη – Πέτπτα του Ιωάννου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 016321) κατέθεσε προτάσεις και προκατέβαλε και τις εισφορές που προβλέπονται στο ά. 61 παρ. 1 και 2 του ν. 4194/2013 (βλ. υπ’ αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 15-07-2003 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης …/2003 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου …/2003, η συζήτηση της οποίας αρχικά προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 22-9-2005, οπότε και συζητήθηκε και εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1576/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της ως άνω αγωγής, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της, από 30-05-2003 μήνυσης του ενάγοντος, με ΑΒΜ …, κατά των τριών πρώτων εναγόμενων. Ήδη η ένδικη ως άνω αγωγή φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 20-10-2021 κλήση του ενάγοντος, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ …/2021, προσδιορίστηκε για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 13ης-01-2022 και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο (…).

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της με τη σειρά από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 20-10-2021 κλήση του ενάγοντος, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ …/2021, φέρεται προς συζήτηση η από 15-07-2003 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης … και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου …, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1576/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της ως άνω αγωγής, για τους λόγους που εκεί αναφέρονται.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 παρ. 1α, 287 και 289 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, αποβιώσει κάποιος διάδικος, η δε διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της στον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Επί απλής ομοδικίας, η διακοπή επέρχεται μόνο ως προς τον αποβιώσαντα ομόδικο και δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς, όπως τούτο συνάγεται με εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από τη διάταξη του άρθρου 288 ΚΠολΔ (ΑΠ 379/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής δεν είναι δυνατή κατά τη διάρκεια της διακοπής της δίκης κατ’ άρθρο 289 ΚΠολΔ (Νικόλαος Θ. Νίκας, Πολιτική Δικονομία τ. II, σελ. 598). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της κρινόμενης υπόθεσης στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Σπορδίλη – Πέππα, προσκομίζοντας το σχετικό πιστοποιητικό, δήλωσε ότι ο δεύτερος εναγόμενος …, κάτοικος εν ζωή …, οδός … αρ. …, απεβίωσε στις 11-10-2017 (βλ. προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. πρωτ. … απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου …). Κατόπιν, ο ενάγων, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, δήλωσε προφορικά στο ακροατήριο ότι παραιτείται από το δικόγραφο, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, …. Η εν λόγω παραίτηση όμως από το δικόγραφο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν είναι δυνατή, καθώς ήδη πρώτα γνωστοποιήθηκε νομότυπα από την πληρεξούσια δικηγόρο τον θάνατο του δεύτερου εναγόμενου, που τον είχε εκπροσωπήσει κατά την πρώτη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, στη δικάσιμο της 22-09-2005, οπότε και εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1576/2006 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, και από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι η ίδια πληρεξούσια δικηγόρος είχε εκπροσωπήσει τον δεύτερο, ήδη αποβιώσαντα, εναγόμενο. Συνεπώς, νομότυπα κατ’ άρθρο 287 παρ. 2 ΚΠολΔ γνωστοποιήθηκε το διακοπτικό της δίκης γεγονός και η παραίτηση του ενάγοντος ως προς τον δεύτερο εναγόμενο δεν ήταν δυνατή. Ως προς τον δεύτερο εναγόμενο η δίκη θεωρείται βιαίως διακοπείσα.

Κατά το άρθρο 294 του ΚΠολΔ «Ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγόμενου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 297 του ΚΠολΔ «Η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις». Στην προκειμένη περίπτωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος με προφορική δήλωσή του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο, …. . Συνεπώς η αγωγή, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς αυτόν.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β’ ΚΠολΔ, οι μη οριστικές αποφάσεις, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Με την έκδοση της κατά τα άνω απόφασης που ανακαλείται, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση που επαναλαμβάνεται μετά την αναβολή, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ, σελ. 525). Αν δεν προηγηθεί ανάκληση της μη οριστικής αποφάσεως, οι διαδικαστικές πράξεις που ακολουθούν είναι απαράδεκτες (Κ. Μακρίδου, Τακτική Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια Δικαστήρια, σελ. 304. πρβλ. ΕφΑθ 5994/2020 ΝΟΜΟΣ όπου έγιναν δεκτά τα εξής ως προς τη δυνατότητα ανάκλησης, σχετικά με το κεφάλαιο της απόφασης που αφορά στη νομική βασιμότητα της αγωγής: «Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία η έστω και σιωπηρά κατάφαση της νομικής βασιμότητας της αγωγής από μη οριστική απόφαση δεσμεύει το μετέπειτα επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο, αφενός μεν δεν συμβιβάζεται με την κατά τα άνω δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης κατά τη μετ’ απόδειξη συζήτηση ως προς την περιεχομένη σε αυτή ρητή ή σιωπηρά κατάφαση της προϋπόθεσης αυτής, αφετέρου δε αντίκειται στις περί δεδικασμένου διατάξεις (σχετ. ΟλΑΠ 4/1996 Δ/ΝΗ/1996.1041). Κατά συνέπεια, εφόσον με την απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναβάλλει για οποιονδήποτε λόγο την έκδοση της οριστικής του απόφασης, όπως όταν διατάσσει κατά το άρθρο 254 του ΚΠολΔ την επανάληψη της συζήτησης που έχει κηρυχθεί περαιωμένη για τη συμπλήρωση ή επεξήγηση κενών ή αμφίβολων σημείων που ανέκυψαν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, τα οποία μπορεί ν’ ανάγονται και στο κατ’ ουσία βάσιμο των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, οπότε μπορεί να διαταχθεί η στο πλαίσιο νέας επαναληπτικής συζήτησης συμπλήρωση των αποδείξεων, η απόφαση αυτή, ως μη οριστική, μπορεί να ανακληθεί, χωρίς να δημιουργείται ενδοδιαδικαστική δέσμευση για το μετέπειτα επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο, ως προς τη νομική βασιμότητα του υποβληθέντος αιτήματος δικαστικής προστασίας»). Εξάλλου, αν η οριστική (και τελεσίδικη) απόφαση δεν επαναλαμβάνει πανηγυρικά το σφάλμα της μη οριστικής, πλην στηρίζεται στο διατακτικό εκείνης, τότε με την αναίρεση προσβάλλεται η οριστική (και τελεσίδικη) απόφαση, για τον λόγο ότι από την παράλειψή της να ανακαλέσει τη μη οριστική απόφαση (ΚΠολΔ 309), σιωπηρά επανέλαβε τα σφάλματα εκείνης, στα οποία και στηρίχθηκε (ΑΠ 2217/2007 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 926, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας απαιτείται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου, υπαιτιότητα, με τη μορφή της αμέλειας ή του δόλου, επέλευση ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας, ο οποίος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συμπεριφορά του δράστη ήταν αντικειμενικώς ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας που οφειλόταν, από ειδική διάταξη νόμου. Αν από παράνομη και υπαίτια κοινή πράξη περισσοτέρων προκλήθηκε ζημία σε άλλον, ευθύνονται όλοι εις ολόκληρον. Κοινή είναι η πράξη περισσοτέρων, όταν αυτοί συμμετείχαν, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην τέλεση αυτής, είτε ως συναυτουργοί, είτε ως άμεσοι ή απλοί συνεργοί, δεν έχει δε σημασία αν ορισμένοι από αυτούς ενήργησαν με δόλο και άλλοι από αμέλεια. Δεν έχει επίσης σημασία αν η συμμετοχή των περισσοτέρων συνέβαλε στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως ή άλλης που συνοδεύει αυτή (επιγενόμενη συμμετοχή) και έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο της κυρίας πράξεως χρόνο, η οποία (μεταγενέστερη πράξη) δεν συνδέεται μεν αμέσως αιτιωδώς με την πρόκληση της ζημίας, που προξενήθηκε με την προγενέστερη κυρία πράξη, έχει όμως ως αποτέλεσμα, συνδεόμενο, έτσι, αντικειμενικά αιτιωδώς με την κύρια πράξη, την επαύξηση ή διατήρηση αυτής της ζημίας, γεγονός που συμβαίνει ιδίως όταν με την μεταγενέστερη πράξη αποκρύπτεται ο δράστης ή το κλοπιμαίο αντικείμενο ή εξαφανίζονται τα αποδεικτικά μέσα ως προς την τέλεση της κυρίας πράξεως ή τα ίχνη της κυρίας πράξεως και της ζημίας και παρεμποδίζεται η αποκάλυψη του δράστη της κυρίας πράξεως, όπως και στην περίπτωση του προβλεπομένου από το άρθρο 394 ΠΚ εγκλήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, αφού ο δράστης του εγκλήματος αυτού με πρόθεση συμβάλλει στην διατήρηση της ζημίας που υπέστη εκείνος από την κατοχή του οποίου αφαιρέθηκε το πράγμα με αξιόποινη πράξη που τελέστηκε προηγουμένως από άλλον (ΑΠ 1888/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 297, 298, 934 και 935 ΑΚ προκύπτει, ότι στην περίπτωση που αφαιρέθηκε πράγμα με παράνομη πράξη, ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει αποκλειστικά την αυτούσια απόδοση αυτού, καθώς και αποζημίωση για τη στέρησή του. Πλήρη αποζημίωση δικαιούται να ζητήσει μόνο σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του πράγματος ή έλλειψης συμφέροντος αυτού στην αυτούσια απόδοσή του. Μαζί με την αφαίρεση του πράγματος μπορεί να ζητηθεί και η αποκατάσταση της ζημίας εξαιτίας της στερήσεως του πράγματος και του διαφυγόντος κέρδους (ΣΕΑΚ τ. I σελ. 1908). Αν δε στην αγωγή το διαφυγόν κέρδος εμφανίζεται ως πιθανό κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως από τις αποδείξεις προκύπτει ότι αυτό είναι απλώς ενδεχόμενο, η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΣΕΑΚ τ. I, σελ. 584). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της ζημίας (και της αποζημιώσεως) είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως της αγωγής (ολΑΠ 23/1994, ΑΠ 640/2014, ΑΠ 1382/2011 ΝΟΜΟΣ, Σπυριδάκης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2018, σ. 286 = sakkoulas-online). Είναι δε νόμιμο και το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στον δικαιούχο, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα της απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου (ΕφΛαρ 134/2019 ΝΟΜΟΣ). Η αφαίρεση νοείται υπό ευρεία έννοια και περιλαμβάνει (επί κινητών) την κλοπή, την υπεξαίρεση, την ιδιοποίηση ξένου πράγματος, καθώς και την κτήση της νομής ή κατοχής συνεπεία απάτης (ΑΠ 1576/95, ΕφΑθ 2700/1999, ΕφΘεσσαλ 1720/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ΑΚ 934 αποκλίνει από την ΑΚ 340 καθώς η υπερημερία του οφειλέτη επέρχεται εν προκειμένω από τον νόμο και μάλιστα ήδη από τον χρόνο που συντελέστηκε η παράνομη αφαίρεση του πράγματος, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη όχληση από τον δανειστή (ΣΕΑΚ τ. I, σελ. 1907). Περαιτέρω, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, πρέπει στο δικόγραφό της να αναφέρονται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως η παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, η υπαιτιότητα αυτού, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς του, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ 542/2011, ΑΠ 462/2011, ΑΠ 1576/1995 ΝΟΜΟΣ). Επί παράνομης δε αφαίρεσης πράγματος, η απόδοση του οποίου είναι αδύνατη, η αποζημίωση περιλαμβάνει την αξία του πράγματος κατά το χρόνο της πρώτης ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζητήσεως της υποθέσεως (ολΑΠ 1/1997, ΑΠ 1050/1998) και συνεπώς αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης είναι η αξία του πράγματος κατά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της αγωγής (ΕφΛαρ 134/2019 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από το ά. 932 ΑΚ περί χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, προκύπτει ότι σκοπός του είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου”, εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, ττρος αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι, πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ολΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα άλλωστε με την κρατούσα άποψη στην ελληνική θεωρία και νομολογία, ο σκοπός της αξίωσης για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης συμπίπτει με τον αποκαταστατικό σκοπό της αποζημίωσης, όπως αυτός εκφράζεται στο ά. 297 ΑΚ, ώστε η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης αποβλέπει στην άμβλυνση του ψυχικού πόνου του θιγόμενου, χάρη στη δυνατότητα του χρήματος να προσφέρει απολαύσεις ικανές να απαλύνουν το ψυχικό άλγος, να ικανοποιήσουν βιοτικές, ακόμη και πολυτελείς ανάγκες και να συμβάλει έτσι στην υπέρβαση ή έστω στη μείωση της ηθικής του βλάβης, καθώς και στην επαναφορά της ισορροπίας των ηθικών και κοινωνικών αξιών, που διαταράχθηκε από την προσβλητική ενέργεια (Μακρίνα Χοΐδου, Ο καθορισμός του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, 2020, σελ. 85- 86). Τέλος, από την διάταξη του ά. 261 ΚΠολΔ προκύπτει ότι προϋπόθεση συναγωγής της λεγάμενης «έμμεσης δικαστικής ομολογίας» σε σχέση με συγκεκριμένο πραγματικό ισχυρισμό του αντιδίκου του ομολογούντος είναι να μην αμφισβητήθηκε ειδικά ο πραγματικός αυτός ισχυρισμός από τον έμμεσα ομολογούντα (ΑΠ 166/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕρμΚΠολΔ Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, τ. I, σελ. 449).

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τυγχάνει έμπορος υφασμάτων με κατάστημα στην Αθήνα επί της οδού … αρ. … στην περιοχή …. Ότι τους τελευταίους μήνες έως 26-05-2003 οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων και νομίμων εκπροσώπων της τέταρτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, μέσω της οποίας αναπτύσσουν την εμπορική τους δραστηριότητα με αντικείμενο την εμπορία υφασμάτων, αφαίρεσαν από το ως άνω κατάστημα του ενάγοντος και ιδιοποιήθηκαν παράνομα, με την άμεση συνδρομή του πρώτου εναγόμενου, πρώην υπαλλήλου της επιχείρησης του ενάγοντος, τις λεπτομερώς αναφερόμενες ποσότητες υφασμάτων, κατόπιν απογραφής στην οποία προέβη με χρόνο έναρξης την 1.1.2003, συνολικής αξίας 206.092,90 ευρώ, η οποία (αξία) αντιστοιχεί στο ποσό που θα εισέπραττε ο ενάγων εάν πωλούσε συνολικά τα αφαιρεθέντα μέτρα υφασμάτων σε πελάτες του. Ότι οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι διέθεσαν στην αγορά μέρος των κλαπέντων υφασμάτων μέσω της τέταρτης εναγόμενης, και ότι έτσι μέρος της αξίας των κλαπέντων περιήλθε στο ταμείο αυτής. Ότι στην τέταρτη εναγόμενη πώλησε με πίστωση του τιμήματος υφάσματα, και ότι παραμένει ανεξόφλητο το ποσό των 4.259,15 ευρώ, βάσει των αναφερόμενων δελτίων αποστολής – τιμολογίων. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος να του καταβάλουν προς αποκατάσταση της ζημίας του το ως άνω ποσό των 206.092,90 ευρώ καθώς και το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, νομιμοτόκως από 26.05.2003 άλλως από την επίδοση της αγωγής, και να απαγγελθεί εναντίον των πρώτου, δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της απόφασης που θα εκδοθεί, λόγω αδικοπραξίας. Επίσης ζητεί να υποχρεωθεί η τέταρτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 4.259,15 ευρώ από τη σύμβαση πώλησης νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αγωγής. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α. 9, 10, 14 παρ. 2, 18, 22, 25 παρ. 2, 35, 37 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη, αττορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγόμενων. Τούτο καθώς στην αγωγή περιγράφονται με πληρότητα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία για το ορισμένο της νομικής βάσης της αδικοπραξίας, ήτοι η παράνομη και υπαίτια πράξη, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτών, όπως αναφέρεται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, ενώ και ο χρόνος της αδικοπραξίας αναφέρεται με σαφήνεια, αλλά και τα υφάσματα που απώλεσε ο ενάγων περιγράφονται με πληρότητα, με βάση τον πίνακα απογραφής τον οποίο παραθέτει, όπου εμφαίνεται ο τύπος των υφασμάτων, τα μέτρα που είχε ήδη πωλήσει μέχρι 26.05.2003, τα μέτρα που ανευρέθησαν μετά την 26.05.2003, τα μέτρα που είχε ήδη αγοράσει, την τιμή αγοράς και πώλησης, και τέλος τη συνολική αξία των μέτρων υφάσματος που δεν ανευρέθησαν, χωρίς να είναι αναγκαία περαιτέρω στοιχεία εξατομίκευσης αυτών, όπως τα τόπια, τα μέτρα ανά τόπι, η ποιότητα και το χρώμα των υφασμάτων. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 299, 513, 914, 926, 932, 934, 935, 936, 346 ΑΚ, 907, 908, 1047, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 374, 394 ΠΚ και ως προς το αίτημα για επιδίκαση τόκων από 26.05.2003, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη ανωτέρω. Συνεπώς, ως προς το κεφάλαιο αυτό η μη οριστική απόφαση υπ’ αριθμ. … ανακαλείται με την παρούσα. Μετά ταύτα, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, ως προς το καταψηφιστικό σκέλος του αιτήματος της, είχε καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο, όπως προκύπτει ήδη από την υπ’ αριθμ. … απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δεν έχει αναλωθεί (βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ τ. I, σελ. 525).

Στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη, τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, υπό τις άνω προϋποθέσεις, στην τακτική διαδικασία είναι παραδεκτά και λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον, και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα για οποιοδήποτε λόγο και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα (ΕφΠειρ 79/2022 ΝΟΜΟΣ).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 335 και 339 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων ανεπικύρωτα έγγραφα, καθώς και η υπ’ αριθμ. … απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και τα πρακτικά της από … συνεδρίασης, όπου περιλαμβάνονται μαρτυρικές καταθέσεις και η εξέταση του ενάγοντος, τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε για την υπό κρίση αδικοπραξία, ως προς το ποινικό σκέλος αυτής, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων υπ’ αριθμ. 1291/2014 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και 1282/2018 του Αρείου Πάγου, και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι σε επίσημη μετάφραση κατά τους όρους του 454 ΚΠολΔ, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται κατωτέρω και αποτελούν για τα πραγματικά αυτά περιστατικά πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό περαιτέρω και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρούσε επί της οδού … αρ. … στην περιοχή …  κατάστημα εμπορίας υφασμάτων, απασχολώντας ως υπάλληλό του τον πρώτο εναγόμενο, στον οποίο είχε εμπιστευθεί και κλειδιά του καταστήματος. Συνεργαζόταν δε στα πλαίσια της εμπορικής του δραστηριότητας με τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, οι οποίοι είχαν παρεμφερή επιχείρηση και ήταν μέτοχοι στην τέταρτη εναγόμενη εταιρεία. Οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι, με την συνδρομή του πρώτου εναγόμενου, αφαίρεσαν υφάσματα από το κατάστημα του ενάγοντος, όπως προκύπτει τόσο από την υπ’ αριθμ. 1291/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, όσο και από την από 22-09-2003 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του πρώτου εναγόμενου, όπου ο τελευταίος ομολόγησε την κλοπή. Ο χρόνος της αφαίρεσης των υφασμάτων τοποθετείται καταρχάς μέσα στο μήνα Μάιο 2003 και έως την 26η Μαΐου 2003, οπότε και την ημέρα αυτή ο πρώτος εναγόμενος ομολόγησε στον ενάγοντα την συνδρομή του προς τους δεύτερο και τρίτο εναγόμενους στις πράξεις αφαίρεσης των υφασμάτων. Εντός του μηνός Μαΐου 2003, ο πρώτος εναγόμενος είχε δε ήδη απολυθεί από την επιχείρηση του ενάγοντος. Όπως όμως ομολογεί ο πρώτος εναγόμενος, στην από 22-09-2003 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, δύο πράξεις αφαίρεσης, έλαβαν χώρα και σε προγενέστερο χρόνο από τον Μάιο 2003. Οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι υπέβαλαν έγκληση κατά του ενάγοντος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης Α.Ε., η οποία και απερρίφθη με την από 03-09-2004 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθήνας. Ο ενάγων, όπως αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα τιμολόγια, είχε προβεί σε εισαγωγή των κάτωθι τύπων υφάσματος: Tuli Zakar (ΡΚ-ΚΑ20612Α/08-07- εμπορικό τιμολόγιο), California (023043/08-02-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Ramie (3585/12-02-2001 εμπορικό τιμολόγιο), Santa Luccia και Mimoza (JJ1/ALN/EXPNII/02/26-07-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Burn out οργάντζα (PM03-008D/14-02-2003 εμπορικό τιμολόγιο), Bonded (0000037/19-08-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Natura και Κέντημα Natura (ΑΡ. FTZ/22002183/20-12-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Lyoneise (ZJXF2002190/24- 06-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Buttertext και Butterfly (013176ΑΒ/11-01-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Sued (ΑΤ-1072/19-07-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Prestigio (5506/04-04-2003 δελτίον αποστολής εμπορευμάτων), Gomma Δερμάτινη Κίνας (SU17M027/31-07-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Butterfly (910185/19-04-2002 τιμολόγιο), Κρεπ Wooltoucht (ZJXF2002341/08-08-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Pistoia (ΕΗ0178701/13-01-2002 εμπορικό τιμολόγιο), Stefani Zakar (Μ2-5515/08-07-2002 κιβωτολόγιο). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η συνολική ποσότητα των αφαιρεθεισών ποσοτήτων των υφασμάτων σε μέτρα, όπως αυτή εμφαίνεται στην από 30-05-2003 μήνυση του ενάγοντος, ο οποίος και προέβη σε άμεση απογραφή των εμπορευμάτων της επιχείρησής του, είναι η εξής, αναλυόμενη ανά τύπο υφάσματος: Tuli Zakar 723,5 μέτρα, California 13.680 μέτρα, Ramie 1.441 μέτρα, Santa Luccia 3.156,3 μέτρα, Mimoza 629,5 μέτρα, Burn out οργάντζα 444 μέτρα, Bonded 1.900 μέτρα, Natura 16.776,4 μέτρα, Κέντημα Natura 518,6 μέτρα, Lyoneise 6.106,2 μέτρα, Buttertext 2.640,5 μέτρα, Sued 581 μέτρα, Prestigio 5.672 μέτρα, Gomma Δερμάτινη Κίνας 1.400 μέτρα, Butterfly 6.204 μέτρα, Κρεπ Wooltoucht 1.109 μέτρα, Pistoia 275 μέτρα, Stefani Zakar 266 μέτρα, ήτοι σύνολο 63.523 μέτρα. Η τιμή δε αγοράς σε ευρώ ανά μέτρο, για κάθε τύπο υφάσματος, είναι αυτή που επικαλείται ο ενάγων στην αγωγή του, όπως έχει καταγραφεί κατά το χρόνο τέλεσης της κλοπής και με απώτατο χρονικό σημείο την πρώτη συζήτηση, και την οποία δεν αντικρούουν ειδικά οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, ήτοι: Tuli Zakar 2,85 ευρώ, California 1,26 ευρώ, Ramie 3 ευρώ, Santa Luccia 2,39 ευρώ, Mimoza 1,70 ευρώ, Burn out οργάντζα 4,80 ευρώ, Bonded 8,53 ευρώ, Natura 1,58 ευρώ, Κέντημα Natura 2,30 ευρώ, Lyoneise 2,35 ευρώ, Buttertext 2,33 ευρώ, Sued 3,91 ευρώ, Prestigio 3,50 ευρώ, Gomma Δερμάτινη Κίνας 2,08 ευρώ, Butterfly 0,88 ευρώ, Κρεπ Wooltoucht 2,8 ευρώ, Pistoia 2,10 ευρώ, Stefani Zakar 4,10 ευρώ. Μετά ταύτα, η συνολική αξία αγοράς των αφαιρεθεισών ποσοτήτων των ως άνω υφασμάτων, αναλυόμενη ανά τύπο υφάσματος, με βάση τα μέτρα υφάσματος που αφαιρέθηκαν και την τιμή της αγοράς ανά μέτρο, είναι η εξής: Tuli Zakar 2.061,97 ευρώ, California 17.236,8 ευρώ, Ramie 4.323 ευρώ, Santa Luccia 7.543,55 ευρώ, Mimoza 1.070,15 ευρώ, Burn out οργάντζα 2.131,2 ευρώ, Bonded 16.207 ευρώ, Natura 26.506,71 ευρώ, Κέντημα Natura 1.192,78 ευρώ, Lyoneise 14.349,57 ευρώ, Buttertext 6.152,36 ευρώ, Sued 2.271,71 ευρώ, Prestigio 19.852 ευρώ, Gomma Δερμάτινη Κίνας 2.912 ευρώ, Butterfly 5.459,52 ευρώ, Κρεπ Wooltoucht 3.105,2 ευρώ, Pistoia 17.577,5 ευρώ, Stefani Zakar 1.090,6 ευρώ, ήτοι σύνολο 151.043,62 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στη θετική ζημία του ενάγοντος, και όχι το εσφαλμένο ποσό των 206.092,90 ευρώ που αιτείται ο ενάγων, καθώς το υπερβάλλον αντιστοιχεί, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, σε διαφυγόντα κέρδη, που έχουν υπολογισθεί με πολλαπλασιασμό των αφαιρεθέντων μέτρων υφασμάτων επί της τιμής πώλησης ανά μέτρο, τα οποία όμως (διαφυγόντα κέρδη) δεν πιθανολογούνται βασίμως από κανέναν ισχυρισμό του ενάγοντος και ουδέν αποδεικτικό μέσο ότι θα επέρχονταν έχει προσκομισθεί. Ως εκ τούτου, η αγωγή, ως προς το κεφάλαιο της θετικής ζημίας, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, για το ποσό των 151.043,62 ευρώ, το οποίο οφείλουν να καταβάλουν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον, νομιμοτόκως από 26.05.2003. Σημειωτέον, ότι ο ενάγων νομίμως αιτείται την αξία των αφαιρεθεισών υφασμάτων και όχι την αυτούσια απόδοσή τους, αφού αυτά πωλήθηκαν μέσω της τέταρτης εναγόμενης, η οποία και εισέπραξε το τίμημα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η αυτούσια απόδοσή τους. Για τον ίδιο λόγο, ήτοι της είσπραξης του τιμήματος πώλησης από την τέταρτη εναγόμενη, ενέχεται και αυτή σε αποζημίωση. Οι ισχυρισμοί δε των εναγόμενων που αφορούν στον ακριβή χρόνο απόλυσης του πρώτου εναγόμενου από την επιχείρηση του ενάγοντος, καθώς και στον ακριβή τρόπο με τον οποίο ο ενάγων πληροφορήθηκε το πρώτον την κλοπή υφασμάτων από την επιχείρησή του, αλυσιτελώς προβάλλονται και ουδόλως άπτονται του αποδεικτέου ζητήματος της αδικοπραξίας, ήτοι της κλοπής των ως άνω υφασμάτων, καθώς αυτή είναι ομολογημένη από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος αναφέρει άλλωστε ότι δύο από τις πράξεις αφαίρεσης έλαβαν χώρα και σε προγενέστερο της απόλυσής του χρόνο, αλλά και κρίθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αριθμ. 1291/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Η ως άνω συμπεριφορά των εναγόμενων ήταν ικανή να προκαλέσει ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια στον ενάγοντα, καθώς και να θέσει σε κίνδυνο την εμπορική του φήμη ως συνετού επιχειρηματία, δεδομένου ότι τα αφαιρεθέντα υφάσματα πωλήθηκαν σε χαμηλότερη τιμή από αυτήν που ο ενάγων τα διέθετε στην αγορά, και ως εκ τούτου ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, λαμβανομένων υπόψη της κοινωνικής και οικονομικής θέσης των διαδίκων, εκ των οποίων ο μεν τρίτος εναγόμενος διάγει το 76° έτος της ηλικίας του, ενώ η τέταρτη εναγόμενη εταιρεία έχει τεθεί υπό εκκαθάριση, αλλά και της βαρύτητας της αδικοπραξίας, η οποία συνίσταται σε κατ’ εξακολούθηση αφαίρεση των υφασμάτων του ενάγοντος, σε συνδυασμό περαιτέρω και με την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.000 ευρώ, εις ολόκληρον, δεκτής γενομένης της αγωγής κατ’ ουσίαν εν μέρει, και νομιμοτόκως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 25-07-2003 (βλ. υπ’ αριθμ. … και …  της 24ης Ιουλίου 2003 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Περαιτέρω, η τέταρτη εναγόμενη, με τις από 01-09-2005 προτάσεις της ομολογεί την ύπαρξη της οφειλής ύψους 4.259,15 ευρώ λόγω πώλησης από τον ενάγοντα εμπορευμάτων προς την ίδια, και συνεπώς το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί από την τέταρτη εναγόμενη, δεκτής γενομένης της αγωγής, και νομιμοτόκως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 25-07-2003. Έτι περαιτέρω, όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, αυτό πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθ’ όσον δεν συντρέχουν εξαιρετικοί γι’ αυτό λόγοι, τους οποίους άλλωστε ο ενάγων δεν επικαλείται, ούτε η καθυστέρηση της εκτέλεσης πρόκειται να επιφέρει σημαντική βλάβη στον τελευταίο, ενώ όσον αφορά το αίτημα προσωπικής κράτησης του τρίτου εναγόμενου, αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθώς ο τελευταίος έχει γεννηθεί την …, όπως προκύπτει από το απλό φωτοαντίγραφο του δελτίου ταυτότητας με αριθμό … εκδοθέν στις … από το Τ.Α. …, και συνεπώς έχει υπερβεί το 65° έτος της ηλικίας του (ά. 1048 περ. γ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατά το μέρος της νίκης του (άρθρα 176, 178, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ τη δίκη ως βιαίως διακοπείσα λόγω θανάτου, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, … του ….

ΘΕΩΡΕΙ την υπό κρίση αγωγή ως μηδέποτε ασκηθείσα λόγω παραίτησης, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, … του ….

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον τρίτο και την τέταρτη εκ των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν πενήντα μία χιλιάδων σαράντα τρία ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (151.043,62 ευρώ), νομιμοτόκως από την 26-05-2003 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον τρίτο και την τέταρτη εκ των εναγόμενων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την 25-07-2003 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την τέταρτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (4.259,15 ευρώ) νομιμοτόκως από την 25-07-2003 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον τρίτο και την τέταρτη των εναγόμενων να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ στην Αθήνα την 01.08.2022

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies