Συχνά, εργοδότες που έχουν συσσωρεύσει οφειλές, επιχειρούν να βγουν από τη δύσκολη θέση και να μην πληρώσουν τα χρέη τους, μεταφέροντας απλώς την επιχείρηση σε άλλο όνομα (συγγενή ή φίλου ή άλλης εταιρίας, δικής τους ή όχι), αλλάζοντας δηλαδή ΑΦΜ, ενώ η επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί κανονικά. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στη νομική έννοια της «μεταβίβασης επιχείρησης». Στην ίδια έννοια εντάσσεται και η περίπτωση της συνέχισης της δραστηριότητας μιας επιχείρησης από άλλον επιχειρηματία.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα δικαιώματα των εργαζόμενων προστατεύονται αποτελεσματικά με βάση τις διατάξεις του π.δ. 178/2002.
Αν το μόνο που αλλάζει στην επιχείρηση είναι το πρόσωπο του εργοδότη (δηλαδή το όνομα, ο ΑΦΜ) και, κατά τα λοιπά, η επιχείρηση εξακολουθεί να λειτουργεί όπως και πριν, έτσι ώστε οι άλλοι να πιστεύουν δικαιολογημένα ότι δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα, τότε έχουμε μεταβίβαση επιχείρησης και εφαρμόζονται οι προστατευτικές για τους εργαζόμενους διατάξεις του π.δ. 178/2002.
Θεωρείται ότι αυτό ισχύει όταν, παρά την αλλαγή του ΑΦΜ, δεν αλλάζει η ταυτότητα της επιχείρησης. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της επιχείρησης λαμβάνει υπόψη τα εξής στοιχεία: 1) τη μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) τη μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και την αξία τους (σήμα, ονομασία κ.λπ.), 3) την απασχόληση ή μη μέρους του προσωπικού, 4) τη μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) τον βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, 6) τη διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών.
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση είναι αδιάφορος. Μπορεί να υλοποιηθεί με πώληση, εκμίσθωση, συγχώνευση επιχειρήσεων κ.λπ., ακόμη και άτυπα. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι το πραγματικό γεγονός ότι η επιχείρηση αλλάζει χέρια, ενώ συνεχίζεται η λειτουργία της, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν συμβεί αυτό.
Αν το μόνο που αλλάζει στην επιχείρηση είναι το πρόσωπο του εργοδότη (δηλαδή το όνομα, ο ΑΦΜ) και, κατά τα λοιπά, η επιχείρηση εξακολουθεί να λειτουργεί όπως και πριν, έτσι ώστε οι άλλοι να πιστεύουν δικαιολογημένα ότι δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα, τότε έχουμε μεταβίβαση επιχείρησης και εφαρμόζονται οι προστατευτικές για τους εργαζόμενους διατάξεις του π.δ. 178/2002.
Θεωρείται ότι αυτό ισχύει όταν, παρά την αλλαγή του ΑΦΜ, δεν αλλάζει η ταυτότητα της επιχείρησης. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της επιχείρησης λαμβάνει υπόψη τα εξής στοιχεία: 1) τη μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) τη μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και την αξία τους (σήμα, ονομασία κ.λπ.), 3) την απασχόληση ή μη μέρους του προσωπικού, 4) τη μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) τον βαθμό ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, 6) τη διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών.
Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση είναι αδιάφορος. Μπορεί να υλοποιηθεί με πώληση, εκμίσθωση, συγχώνευση επιχειρήσεων κ.λπ., ακόμη και άτυπα. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι το πραγματικό γεγονός ότι η επιχείρηση αλλάζει χέρια, ενώ συνεχίζεται η λειτουργία της, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν συμβεί αυτό.
Αν ο αρχικός εργοδότης έχει οφειλές έναντι των εργαζόμενων του, δεν απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του απλώς και μόνο επειδή άλλαξε ΑΦΜ, αλλά συνεχίζει να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση για τις υποχρεώσεις του αυτές. Ο νέος εργοδότης, που αποκτά την επιχείρηση, ευθύνεται αποκλειστικά μεν για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μετά τη μεταβίβαση, μαζί δε με τον αρχικό εργοδότη, για τις αξιώσεις των εργαζόμενων μέχρι τη μεταβίβαση.
Η μεταβίβαση επιχείρησης καθ’ εαυτή δεν είναι λόγος απόλυσης των εργαζόμενων. Συνεπώς, αν ο εργαζόμενος απολυθεί λόγω της μεταβίβασης, η απόλυση αυτή είναι παράνομη και, άρα, άκυρη.
Αν, πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης, ο εργοδότης απολύσει παρανόμως εργαζόμενο, όλες οι συνέπειες της απόλυσης ακολουθούν τον νέο εργοδότη.