Περίληψη:
Υπόθεση: Αγωγή εργαζόμενης κατά της εργοδότριας εταιρίας για αναγνώριση ακυρότητας απόλυσης, καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής και αποζημίωσης υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας και προσαυξήσεων για εργασία σε Κυριακές και αργίες και ετοιμότητα προς εργασία.
Πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα στην πραγματικότητα προσλήφθηκε από την εναγόμενη νωρίτερα από τον χρόνο που φαίνεται στην αναγγελία πρόσληψης, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων. Η εναγόμενη δραστηριοποιείται στον τομέα διαχείρισης ακινήτων και διέθετε εννέα διαμερίσματα στην Αττική προς βραχυχρόνια μίσθωση. Τα καθήκοντα της ενάγουσας περιλάμβαναν την επικοινωνία με πελάτες, την παράδοση και παραλαβή καταλυμάτων (check-in/check-out), την επιθεώρηση των χώρων, την επικοινωνία με συνεργεία συντήρησης και τη διαχείριση παραπόνων. Παρά το ότι στην αναγγελία πρόσληψης αναφερόταν πενθήμερη απασχόληση με μισθό 780 ευρώ μικτά, το πραγματικό ωράριο της ενάγουσας ήταν εξαήμερο. Επιπλέον, είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει 800 ευρώ καθαρά, με τη διαφορά να καταβάλλεται σε μετρητά. Μετά από διαφωνία με τον εργοδότη της για τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων της, η ενάγουσα δήλωσε ότι επιθυμεί να διακόψει τη συνεργασία της με την εναγόμενη.
Ζητήματα: 1. Αν πρόκειται για απόλυση ή οικειοθελή αποχώρηση. 2. Αν οφείλονται στην ενάγουσα δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή και αποζημίωση υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας και προσαυξήσεις για εργασία σε Κυριακές και αργίες και ετοιμότητα προς εργασία. 3. Αν η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα αποδοχές υπερημερίας λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Κυριότερες διατάξεις που εφαρμόστηκαν: Το δικαστήριο εφάρμοσε τις διατάξεις περί οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένου και το άρθρο 38 του Ν. 4488/2017 που ρυθμίζει τη διαδικασία αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης και το μαχητό τεκμήριο που εισάγει σε περίπτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων. Επίσης, εφαρμόστηκαν οι διατάξεις περί υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης, εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, καθώς και οι διατάξεις για τις αποδοχές, επιδόματα και αποζημιώσεις.
Η κρίση του δικαστηρίου: Το δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση λύθηκε με οικειοθελή αποχώρηση της εργαζόμενης, καθώς αποδείχθηκε ότι η ίδια εξέφρασε την επιθυμία της να αποχωρήσει μετά από διαφωνία με τον εργοδότη της. Η εταιρεία τήρησε τη νόμιμη διαδικασία αναγγελίας της αποχώρησης. Το δικαστήριο δεν δέχθηκε το αίτημα αναγνώρισης ακυρότητας της καταγγελίας και επαναπασχόλησης, αλλά δέχθηκε εν μέρει τις αξιώσεις για δεδουλευμένες αποδοχές και λοιπές εργατικές απαιτήσεις, επιδικάζοντας συνολικά 5.067,26 ευρώ.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ – ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης
1575/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσάκαλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Νικολέτα Χάλαρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ………… του …………., κατοίκου Αθηνών (οδός …….. αριθμ. …..) με ΑΦΜ ………….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Βλαχόπουλου (ΑΜ/ΔΣΑ 29922).
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «……….. Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «…………..», με ΑΦΜ ……………, που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού …………. αρ. ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Λευκοθέας Σαλβάνου (ΑΜ/ΔΣΠ 2054).
Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 15-3-2024 και με αριθμ. καταθ. ……../………./16-3-2024 αγωγή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 23.5.2024 όταν και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με αριθμό πινακίου …..
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει (και) από τον εργαζόμενο όχι μόνο ρητά, αλλά και σιωπηρά, δηλαδή, με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αναμφίβολο προκύπτει κατ’ αντικειμενική κρίση η βούλησή του για τη λύση της σύμβασης. Τέτοια, δε, καταγγελία (σιωπηρή), από ορισμένη συμπεριφορά του μισθωτού, για την αξιολόγηση της οποίας εφόσον προκύπτει αμφιβολία, το δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, αναζητώντας την αληθινή βούληση του εργαζομένου, και 200 του ΑΚ, μπορεί να συνιστά, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, και η αδικαιολόγητη άρνηση του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες του (ΑΠ 1594/2017 ΕΕργΔ 2018.446, ΑΠ 2238/2013 ΕΕργΔ 2014.453 ΑΠ 447/2015, ΑΠ 400/2015, ΑΠ 1344/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1375/2003 ΔΕΝ 60, 181, πρβλ. σχετικά και X. Τσιμπούκη, «Η απουσία του μισθωτού από την εργασία ως σιωπηρή παραίτηση», ΕΕργΔ (2014), 443-452). Στην περίπτωση δε που κριθεί ότι, με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της καλής πίστης, η αποχή του εργαζομένου από την εργασία του συνιστά σιωπηρή από πλευράς του καταγγελία της εργασιακής του συμβάσης, αυτή λύεται αυτόματα και ο εργοδότης δεν έχει ανάγκη να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση τηρώντας τις νόμιμες διατυπώσεις (έγγραφο τύπο και καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης). Περαιτέρω, ο νόμος 4488/2017 (ΦΕΚ Α’ 137/13.9.2017), μεταξύ άλλων, περιέλαβε και ρυθμίσεις σχετικά με την ηλεκτρονική αναγγελία, στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κάθε περίπτωσης οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού ή καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 38 Ν. 4488/2017 (όπως η διάταξη του άρθρου αυτού ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο), ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη», με ηλεκτρονική υποβολή των σχετικών εντύπων που προβλέπονται στην Υπουργική Απόφαση 29502/85/2014 (ΦΕΚ Β’ 2390/8.9.2014), κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού ή καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, αντίστοιχα. Ειδικά όσον αφορά στην αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού, η δεύτερη παράγραφος του ίδιου ως άνω άρθρου όρισε ότι αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται υποχρεωτικά είτε από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο, υπογεγραμμένο από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, είτε από εξώδικη δήλωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, με την οποία τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη». Στην τελευταία περίπτωση, η εξώδικη δήλωση του εργοδότη επιδίδεται στον εργαζόμενο το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την οικειοθελή του αποχώρηση και η αναγγελία γίνεται την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης. Η ανάρτηση της αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, μολονότι γίνεται από τον εργοδότη, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να προβαίνει (μονομερώς) στις σχετικές αναγγελίες προς τις αρμόδιες κρατικές αρχές, αφορά κατ’ ουσία σε μία δήλωση βούλησης (μονομερή δικαιοπραξία) του εργαζομένου προς τον εργοδότη. Η ύπαρξη ή μη αυτής της δήλωσης βούλησης είναι κρίσιμη, διότι από αυτήν παράγονται έννομες συνέπειες μεταξύ των μερών της εργασιακής σχέσης ενώ επηρεάζεται σε τυπικό επίπεδο η γέννηση υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι των ελεγκτικών αρχών και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης όπως και δικαιωμάτων του εργαζομένου έναντι του ΟΑΕΔ (ήδη Δ.ΥΠ.Α.). Καθιστώντας, λοιπόν, υποχρεωτική τη συν-υποβολή των ανωτέρω συνοδευτικών εγγράφων με το Έντυπο Ε5, που αφορά στην αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, ο νομοθέτης ουσιαστικά επιτρέπει στον εργοδότη να αναγγέλλει επισήμως στις δημόσιες αρχές την περιέλευση σε αυτόν της δήλωσης βούλησης του εργαζομένου περί οικειοθελούς αποχώρησής του, μόνον εφόσον προκύπτει ότι ο εργαζόμενος είτε όντως επιβεβαίωσε ενυπόγραφα το γεγονός αυτό, είτε, τουλάχιστον, έλαβε γνώση του ότι ο εργοδότης του έχει αξιολογήσει την απουσία του ως οικειοθελή αποχώρηση. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4488/2017 (ΕΕργΔ 2017, 1131-1145, σ. 1137), με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης θέλησε να αντιμετωπίσει περιπτώσεις όπου η καταγγελία σύμβασης εργασίας αναγγέλλεται ψευδώς στο σύστημα «Εργάνη» ως οικειοθελής αποχώρηση εργαζομένου καθώς σύμφωνα με το άρθρο 3 περ. ζ της προαναφερθείσας Υ.Α. 29502/85/2014, όπως ίσχυε μέχρι τη δημοσίευση του Ν. 4488/2017, κατά την ηλεκτρονική υποβολή στο «Εργάνη» του εντύπου Ε5 αρκούσε μόνη η δήλωση του εργοδότη, ενώ η επισύναψη ηλεκτρονικά σαρωμένου εντύπου με την υπογραφή του εργαζομένου ήταν προαιρετική. Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 38 Ν. 4488/2017 ρυθμίζει τον τύπο που οφείλει να ακολουθεί κάθε εργοδότης προκειμένου να αναγγείλει νόμιμα την οικειοθελή αποχώρηση εργαζομένου του…. Εξάλλου, με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του ίδιου ως άνω άρθρου 38 Ν. 4488/2017 (ενώ ήδη αριθμείται ως παράγραφος «4», μετά τις τροποποιήσεις του άρθρου 23 Ν. 5053/2023, ΦΕΚ Α’ 158/26- 9-2023), ορίστηκε ότι «αν ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης συμπεριλαμβανομένης της υποβολής των συνοδευτικών εγγράφων της παρούσας η σύμβαση εργασίας θεωρείται ότι λύθηκε με άτακτη καταγγελία του εργοδότη». Με την εν λόγω διάταξη εισάγεται ένα μαχητό τεκμήριο υπέρ του εργαζομένου ώστε, σε περίπτωση αμφισβήτησης εφόσον ο εργοδότης δεν τήρησε τις προϋποθέσεις νόμιμης αναγγελίας που προβλέπει η πρώτη παράγραφος του άρθρου 38 Ν.4488/2017, να τεκμαίρεται μαχητά ότι δεν υπήρξε οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου αλλά, αντιθέτως, εργοδοτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Προϋπόθεση, λοιπόν, για την ενεργοποίηση του τεκμηρίου είναι αποκλειστικά και μόνο η αποτυχία του εργοδότη να προβεί εμπρόθεσμα στην τυπική αναγγελία της αποχώρησης του μισθωτού. Έτσι, το τεκμήριο ενεργοποιείται τόσο όταν ο εργοδότης παραλείπει την ηλεκτρονική αναγγελία της οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου, όσο και όταν προβαίνει μεν στην ανάρτηση του σχετικού εντύπου στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» αλλά εκπρόθεσμα ή χωρίς την επισύναψη των απαραίτητων συνοδευτικών εγγράφων. Κατόπιν αυτού, ο εργοδότης βαρύνεται πλέον να αποδείξει ότι η λύση της εργασιακής σχέσης οφείλεται πράγματι σε οικειοθελή αποχώρηση του μισθωτού και όχι σε απόλυσή του (σχετικά με το βάρος απόδειξης αντικειμενικό & υποκειμενικό, στις ειδικές διαδικασίες, βλ. ΑΠ 447/2015 ό.π., ad hoc για εργατική διαφορά ΟλΑΠ 21/1998 ΕλλΔνη 1991.832, ΑΠ 856/2018 ΧρΙΔ 2019.501 και ΑΠ 826/2018 ΠερΔικ 2019.266 που επισημαίνουν ότι, κατά το άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν ο νόμος προβλέπει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη πραγματικού γεγονότος ή κατάστασης, ο διάδικος υπέρ του οποίου έχει ταχθεί το τεκμήριο αρκεί να επικαλεστεί τα πραγματικά γεγονότα που έχουν ανυψωθεί σε προϋποθέσεις του τεκμηρίου και, εφόσον ο αντίδικός του τα αρνείται, να τα αποδείξει. Αν ο αντίδικος επικαλείται το εναντίον του συναγομένου δια του τεκμηρίου, το οποίο αποτελεί κανόνα δικαίου, αυτός φέρει το βάρος της απόδειξης, και οφείλει να αποδείξει κατά κυρία απόδειξη το αντίθετο του τεκμαρτώς συναγομένου, καθόσον η ανατροπή του τεκμαιρόμενου γεγονότος αποτελεί κύρια απόδειξη και όχι ανταπόδειξη). Σε κάθε, βέβαια, περίπτωση, η τήρηση των προϋποθέσεων αναγγελίας εκ μέρους του εργοδότη ουδόλως παράγει κάποιου είδους «τεκμήριο» για την πράγματι οικειοθελή αποχώρηση του μισθωτού. Περαιτέρω, η, κατά τα ανωτέρω, τεκμαιρόμενη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θα είναι κατά κανόνα άκυρη καθώς εκ των πραγμάτων, δεν αναμένεται να έχουν τηρηθεί οι τυπικές προϋποθέσεις για το κύρος της με την κοινοποίηση στον εργαζόμενο έγγραφης καταγγελίας και την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης υπό την επιφύλαξη πάντοτε της ύπαρξης και άλλων λόγων ακυρότητας (ΑΠ 1561/2023, ΑΠ 227/2021, ΕφΑθ 3849/2024 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν 4488/2017 (διαθέσιμη στην ΕΕργΔ (2017), 1131-1145, σ. 1137), με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης ήθελε να αποτρέψει την αδήλωτη εργασία στο διάστημα των οκτώ (8) ημερών, μέσα στο οποίο ο εργοδότης μπορούσε να δηλώσει στον ΟΑΕΔ την καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου ή την οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου ή την λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου. Κυρίως όμως ήθελε να αντιμετωπισθεί το σύνηθες φαινόμενο της αναληθούς αναγγελίας εκ μέρους του εργοδότη οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού, καθώς ο τελευταίος κινδύνευε να απωλέσει δικαιώματα, όπως π,χ, να μην μπορεί τυπικά να ζητήσει επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ ή να πληροφορηθεί την αναγγελία για πρώτη φορά μετά από τρεις (3) μήνες, με συνέπεια να έχει παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία για την αναγνώριση της άκυρης απόλυσής του από τον εργοδότη. Συνεπώς, το τεκμήριο που προβλέπεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του ως άνω άρθρου και έχει τεθεί υπέρ του εργαζομένου, μπορεί να ανατραπεί σε περίπτωση που ο έχων το βάρος απόδειξης εργοδότης αποδείξει ότι όντως υπήρξε οικειοθελής αποχώρηση του εργαζομένου, ο οποίος στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται προστασία από τον εργοδότη που αναληθώς δηλώνει οικειοθελή αποχώρηση, ενώ στην πραγματικότητα έχει καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας (ΜΠρΘεσ 8538/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Γούλας «Οι αλλαγές που επιφέρουν οι νόμοι 4487/2017 και 4488/2017 στην εργατική νομοθεσία: Μία πρώτη ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση», ΕΕργΔ (2017) 1189-1214, σ. 1196-1198).
II. Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, το οποίο κωδικοποιήθηκε στο άρ. 340 παρ. 1 του π.δ. 80/2022 «Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου», κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από τη λύση της σχέσης εργασίας ενώ για τυχόν αίτημα αποζημίωσης απόλυσης η αγωγή είναι παραδεκτή εφόσον ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955, με χρόνο έναρξης των αντίστοιχων προθεσμιών την, επομένη της επικαλούμενης καταγγελίας. Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας είτε αυτή είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλαδή όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για την ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων νομικών διατάξεων ή ακόμα και κανονισμών του εργοδότη, που έχουν ισχύ νόμου (ΑΠ 172/2018 ΤΝΠ Νόμος ΑΠ 404/2008 ΕΕργΔ 2009.176). Σε σχέση, τώρα, με την εφαρμογή των ανατρεπτικών προθεσμιών, που προβλέπονται από το άρθρο 6 του Ν. 3198/1955, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης δεν τηρήσει εμπρόθεσμα τις κατά το άρθρο 38 παρ. 1 Ν. 4488/2017, υποχρεώσεις αναγγελίας της οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου του, η έναρξή τους θα πρέπει να τοποθετηθεί στη χρονική εκείνη στιγμή κατά την οποία ο εργαζόμενος λαμβάνει γνώση ότι ο εργοδότης παύει να αποδέχεται την εργασία του, επικαλούμενος ότι η εργασιακή σχέση λύθηκε λόγω οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού (πρβλ. σχετικά ΑΠ 1003/2017 ΕΕργΔ 2017.1268), ανεξάρτητα από τον -ούτως ή άλλως άγνωστο στον εργαζόμενο- χρόνο κατά τον οποίο ο εργοδότης προβαίνει στη σχετική ηλεκτρονική αναγγελία στο σύστημα «Εργάνη» ή το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπιστώνεται παραβίαση των υποχρεώσεων που βαρύνουν τον τελευταίο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 38 παρ. 1 Ν. 4488/2017 (ΜΠρΛασ 478/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
III. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 του Ν. 4808/2021 όταν το συμφωνηθέν σύστημα εργασίας είναι αυτό των έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η υπερεργασία ανέρχεται σε 8 ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα), ενώ υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των 48 ωρών την εβδομάδα. Οι ώρες υπερεργασίας αμείβονται κατά 20% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας έως τρεις (3) ώρες ημερησίως και μέχρι τη συμπλήρωση 150 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%. Κάθε ώρα υπερωρίας για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης χαρακτηρίζεται εφεξής παράνομη υπερωρία και για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 120%. Όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3846/2010 η καταβολή της προσαύξησης 30% προϋποθέτει παράνομη απασχόληση που αντίκειται σε νόμο ή κανονιστικό όρο ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας ή ΔΑ που επιβάλλει πενθήμερη εργασία. Αν δεν υπάρχει κανονιστική διάταξη που επιβάλλει πενθήμερη εργασία, μπορεί με συμφωνία εργοδότη μισθωτού να απασχοληθεί ο μισθωτός εκτάκτως κατά την 6η ημέρα. Για την απασχόληση αυτή οφείλεται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, για όσες ώρες (μέχρι 8) απασχοληθεί ο μισθωτός (άρθρ. 659 ΑΚ). Δεν οφείλεται προσαύξηση 30% για το λόγο ότι η απασχόληση δεν είναι παράνομη αφού δεν αντίκειται σε κανονιστική διάταξη (ΜΠρΘεσ 330/2024 Αρμενόπουλος 2024, 959, με σχόλιο Δ. Γούλα, βλ. σχετ. Ζερδελή Δ., Εργατικό Δίκαιο, 2022, σελ. 1226-1231 και τις εκεί παραπομπές X, Πετίνη – Πηνιώτη, πενθήμερο και εξαήμερο, ΔΕΝ 2015. 174-176). Επισημαίνεται ότι για τη συνδρομή υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση των μισθωτών και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας χωρίς να ενδιαφέρει η υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου (βλ. ΑΠ 1602/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1454/2000 ΔΕΕ 2000.1272, ΕφΑθ 2979/1999 ΕΕργΔ 1999.989, ΕφΑθ 4445/1998 ΕλλΔνη 1998.1366, Εφθεσ 1326/1999 ΔΕΝ 2000.29). Η αμοιβή της υπερεργασίας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών κατά την ημέρα της απασχόλησης και όχι βάσει των νομίμων, σαν επαύξηση δε του μισθού θεωρούνται, πλην των οικειοθελών παροχών, που δίδονται από τον εργοδότη στους εργαζόμενους καθ’ όλο το διάστημα της εργασιακής σχέσης συνεχώς τακτικά και ανεπιφύλακτα, και η αξία της υποχρεωτικά χορηγούμενης τροφής καθώς και η παροχή κατοικίας στους μισθωτούς τακτικά και αδιαλείπτως σαν συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους παροχές οι οποίες συνυπολογίζονται για την εξεύρεση του ωρομισθίου της υπερεργασίας (ΑΠ 493/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
IV. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 10 του β.δ. 748/1966, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 4504/1966, σε συνδυασμό με εκείνες της ΑΥ Οικονομικών και Εργασίας 8900/1946, όπως ερμηνεύτηκε με την με αριθμό 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών και του άρθρου 2 παρ.1 του Ν. 3755/1957, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 435/1976, συνάγεται ότι, εάν ο μισθωτός απασχοληθεί, νόμιμα ή παράνομα, κατά την ημέρα της Κυριακής (ως Κυριακή θεωρείται το χρονικό διάστημα που αρχίζει από τις 24:00 του Σαββάτου και λήγει στις 24:00 της Κυριακής) ή άλλης αργίας δικαιούται, ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας για την απασχόληση αυτή, να λάβει για τις ώρες που απασχολήθηκε προσαύξηση 75% επί του νομίμου ωρομισθίου. Ειδικά για την απασχόληση κατά την αργία της Κυριακής εάν αυτή υπερέβη τις πέντε (5) ώρες ο εργαζόμενος δικαιούται αναπληρωματική ανάπαυση διάρκειας είκοσι τεσσάρων (24) συνεχών ωρών σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί. Έτσι, η αμοιβή του μισθωτού για την αιτία αυτή μπορεί να γίνει με βάση την ωριαία απασχόληση μέσα στα χρονικά όρια των ημερών αυτών, που είναι γνωστές από το ημερολόγιο. Την ως άνω αποζημίωση δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθεί η ως άνω παροχή, αλλά και οι απασχολούμενοι με απλή σχέση εργασίας (ΑΠ 983/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο, ανεξάρτητα αν τύχουν ή όχι αναπληρωματικής ανάπαυσης δικαιούνται για την απασχόλησή τους κατά την Κυριακή, εκτός από την προσαύξηση 75%, και ανάλογη αμοιβή ίση με τόσα ωρομίσθια όσες και οι ώρες απασχόλησής τους. Οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, αν μεν τύχουν αναπληρωματικής ανάπαυσης δεν δικαιούνται, εκτός από την προσαύξηση, άλλης αμοιβής για την απασχόλησή τους κατά την Κυριακή, αφού το ημερομίσθιό τους ούτως ή άλλως συμπεριλαμβάνεται στο μηνιαίο μισθό που λαμβάνουν. Αν, όμως ο εργοδότης δεν παράσχει στον εργαζόμενο συνεχή 24ωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας και τον απασχολήσει και τις έξι (6) εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την Κυριακή, τότε η απασχόληση κατά τη μία (1) ημέρα των εργάσιμων αυτών έξι (6) ημερών είναι παράνομη, ως αντικείμενη σε δημόσιας τάξης διάταξη (άρθρο 10 β.δ. 748/1966), και ο εργοδότης έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη αυτή απασχόληση, ανερχόμενη στο 1/25 του καταβαλλόμενου μισθού του (βλ. ΑΠ 680/2018, ΑΠ 1117/2017, ΑΠ 1419/2015, ΑΠ 1317/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Λαναρά, Εργατική και Ασφαλιστική Νομοθεσία, έκδ. 2016, σελ. 554 επ.). Αν η κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία πραγματοποιήθηκε Κυριακή, το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξάνεται με την αντίστοιχη προσαύξηση 75%, η οποία υπολογίζεται στο νόμιμο ωρομίσθιο (ΑΠ 1027/2000 ΕΑΕΔ 2002.219, ΑΠ 1652/2000 ΕΑΕΔ 2002.518, Λ. Ντάσιος Εργατικό δικονομικό δίκαιο – τομ. ΑΙ 1999 σελ. 595 , Ζερδελής «Ατομικές εργασιακές σχέσεις» 1999 σελ. 497).
V. Σύμφωνα με το άρθρο 678 ΑΚ, κατά τη λήξη της σύμβασης, ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του. Σκοπός της υποχρέωσης του εργοδότη για χορήγηση στον εργαζόμενο πιστοποιητικού εργασίας είναι η διευκόλυνση του τελευταίου να βρει άλλη εργασία και γενικά να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί εκδήλωση των παρεπόμενων υποχρεώσεων προστασίας που πηγάζουν από την εργασιακή σχέση. Η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 678 ΑΚ εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Το πιστοποιητικό εργασίας μπορεί να ζητηθεί με τη λήξη της εργασιακής σύμβασης ήτοι είτε με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου είτε με καταγγελία οποιοσδήποτε μορφής. Εκτός όμως από την περίπτωση αυτή, η προστατευτική τελολογία του άρθρου 678 ΑΚ επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση παροχής του πιστοποιητικού, ανεξάρτητα από τη λήξη της εργασιακής σύμβασης (ενδιάμεσο πιστοποιητικό), εφόσον ο εργαζόμενος έχει έννομο συμφέρον να το αξιώσει. Η υποχρέωση για έκδοση του πιστοποιητικού βαρύνει είτε τον εργοδότη αυτοπροσώπως είτε το νόμιμο εκπρόσωπό του. Η έκδοση του πιστοποιητικού προϋποθέτει την σχετική, γραπτή ή προφορική, αίτηση του εργαζόμενου. Για την έκδοση του πιστοποιητικού του εδαφίου β’ του άρθρου 678 ΑΚ (λεπτομερές πιστοποιητικό) απαιτείται ειδική αίτηση του εργαζόμενου. Το πιστοποιητικό μπορεί να ζητηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο από τη λήξη της εργασιακής συμβάσεως. Ο δικαστικός έλεγχος είναι δυνατός όχι μόνο στην περίπτωση άρνησης χορήγησης του πιστοποιητικού, αλλά και όταν αμφισβητείται η αλήθεια του περιεχομένου του (ΕφΑθ 1138/1984, ΕΕργΔ 1985.403). Αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει το πιστοποιητικό εργασίας (απλό ή λεπτομερές) που του ζητήθηκε, ο εργαζόμενος μπορεί, μεταξύ άλλων, να ζητήσει με καταψηφιστική αγωγή την καταδίκη του εργοδότη στη σύνταξη και παράδοση του πιστοποιητικού εργασίας απειλώντας χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ 2484/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαίωμα αυτό του εργαζομένου ασκείται κατ’ αρχήν εξωδίκως έναντι του εργοδότη. Είναι όμως και δικαστικώς επιδιώξιμο σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν ο εργαζόμενος έχει ζητήσει ήδη από τον εργοδότη τη χορήγηση του πιστοποιητικού, αλλά ο τελευταίος δεν το χορηγεί- και, δεύτερον, όταν ο εργαζόμενος διαφωνεί με το περιεχόμενο του πιστοποιητικού που χορήγησε ο εργοδότης, αμφισβητεί δηλαδή την ακρίβεια των πληροφοριών ή αξιολογήσεων που περιέχονται σε αυτό (βλ. ΑΠ 635/2020, ΔΕΝ 2021, 20). Πάντως, η άσκηση αγωγής για την εκπλήρωση της σχετικής εργοδοτικής υποχρέωσης προϋποθέτει την προηγούμενη υποβολή σχετικού αιτήματος του εργαζομένου προς τον εργοδότη, το οποίο δεν ικανοποιήθηκε. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται δεκτό ότι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής είναι ακριβώς η επίκληση αφενός της υποβολής του αιτήματος αυτού προς τον εργοδότη για χορήγηση του πιστοποιητικού και αφετέρου της άρνησης του τελευταίου να το χορηγήσει (ΜΠρΑθ 159/2023, ΜΠρΑθ 867/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απόδειξη των ίδιων αυτών στοιχείων συνιστά επίσης προϋπόθεση και για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής (ΜΕφΑθ 2484/2021, ΜΕφΑθ 6443/2020, ΜΠρΑθ 338/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
VI. Κατά το άρθρο 655 ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και 1 της με αριθμό 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού. Επομένως και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 ΑΚ, κατά τα ανωτέρω, δήλη ημέρα καταβολής η τελευταία ημέρα του μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκαν οι επιμέρους αυτές εργασίες εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ, και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδαφ. σ’ του ΑΚ. Αντίθετα, δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία έννοια οι αποζημιώσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης στο μισθωτό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται εργασία, και κατά τις ημέρες που ο μισθωτός δικαιούται εβδομαδιαίας ανάπαυσης λόγω νόμιμης εργασίας του κατά τις Κυριακές κλπ, αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία (ΑΠ 233/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ασχέτως του άρθρου 655 ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η λήξη το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΜΠρΑθ 125/2025 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτώς διορθώθηκε και περιορίστηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της ισχυρίζεται ότι στις 20.6.2023 προσελήφθη από την εναγόμενη ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, διαμέσου του προγράμματος της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (Δ.ΥΠ.Α). Ότι είχε συμφωνηθεί να εργάζεται επί 5 ημέρες την εβδομάδα, Δευτέρα έως Παρασκευή, με πλήρες ωράριο έναντι μηνιαίου μισθού 928,83 ευρώ μεικτά. Ότι τα καθήκοντα της ήταν διευρυμένα και ασχολούνταν με όσα απαιτούνται για την υποδοχή και αποχώρηση των πελατών και την προετοιμασία του χώρου των ακινήτων που μίσθωνε η εναγόμενη στην Αττική. Ότι η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας παρανόμως στις 20.12.2023. Ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασής της δεν τηρούνταν το συμβατικό αλλά και το νόμιμο ωράριο, εργαζόμενη τις εργάσιμες ημέρες 10 ώρες ανά ημέρα, όλα τα Σάββατα και τις Κυριακές επί 8 ώρες ανά ημέρα, χωρίς να λάβει τις προβλεπόμενες αμοιβές και αποζημιώσεις ενώ τελούσε σε ετοιμότητα προς εργασία τις καθημερινές για 4 ώρες και τα Σαββατοκύριακα για έξι ώρες. Ότι μέχρι τις 3.7.2023 εργαζόταν ανασφάλιστη και ότι από 4.7.2023 υπασφαλιζόταν, λαμβάνοντας ασφάλεια για 780 ευρώ και ποτέ δεν έλαβε εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας και παρά το ότι διαμαρτυρόταν για τα ανωτέρω, παρείχε με ευσυνειδησία τα καθήκοντά της. Ότι στις 20.12.2023 η εναγομένη της κοινοποίησε την από 14.12.2023 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής της. Ότι ουδέποτε η ενάγουσα θέλησε να καταγγείλει τη σύμβασή της και κατόπιν της καταγγελίας εκ μέρους της εναγομένης ενημέρωσε την Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι η εναγομένη δεν έχει τηρήσει τα όσα ορίζει το άρθρο 38 του Ν. 4488/2017 και η σύμβασή της θεωρείται εκ του νόμου λυθείσα με καταγγελία εκ μέρους της εναγόμενης. Ότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης η εναγομένη έχει καταστεί υπερήμερη και υποχρεούται στην πληρωμή των αποδοχών υπερημερίας της ενάγουσας για το μετά την άσκηση της αγωγής χρονικό διάστημα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ως εκτενέστερα εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο η ενάγουσα ζητεί: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 20.12.2023 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να επαναπασχολήσει την ενάγουσα κατά τους όρους της εργασιακής σύμβασης όπως και πριν από την άκυρη απόλυσή της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εναγόμενης με την υποχρέωση επαναπασχόλησης της, να καταδικασθεί κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ σε χρηματική ποινή ύψους 10.000 ευρώ, γ) κατόπιν μερικού νομότυπου περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος περί δεδουλευμένων αποδοχών και αποδοχών υπερημερίας ύψους 28.188,43 ευρώ, κατά το ποσό των 13.061,67 ευρώ, που αντιστοιχεί στις αποδοχές υπερημερίας από 1.1.2025 και μετά και το αίτημα της αγωγής διαμορφώνεται στο ποσό των 15.126,76 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας των ετών 2023 και 2024 και ειδικότερα ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει: 928,83 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2023 + 794,14 Ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2023 + 342,12 Ευρώ για επίδομα αδείας 2023 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιανουαρίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Φεβρουάριου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαρτίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Απριλίου 2024 + 483,76 Ευρώ για επίδομα Πάσχα 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Μαΐου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουνίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Ιουλίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Αυγούστου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Σεπτεμβρίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Οκτωβρίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Νοεμβρίου 2024 + 928,83 Ευρώ για αποδοχές υπερημερίας μηνός Δεκεμβρίου 2024 + 967,53 Ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων 2024 + 464,42 Ευρώ για επίδομα αδείας 2024, άπαντα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα για τις αντίστοιχες αποδοχές, από 31η.12 κάθε έτους για το αντίστοιχο επίδομα Χριστουγέννων και αδείας και από 30η Απριλίου κάθε έτους για το αντίστοιχο επίδομα Πάσχα, άλλως από την επίδοση της παρούσας αγωγής (19.3.2024, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ………/19.3.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη) μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει αμοιβή για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση εντός του συμβατικού πενθημέρου (Δευτέρα -Παρασκευή): ί. για υπερεργασία κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2023 έως 20.12.2023 που απασχολήθηκε συνολικά για 120 ώρες το ποσό των 802,08 ευρώ και ii. για παράνομη υπερωριακή για το ίδιο χρονικό διάστημα και τις 120 ώρες απασχόλησης, το ποσό των 1.470,48 ευρώ, ε) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει για αμοιβή για απασχόληση κατά τα Σάββατα, συνολικά 24 επί 8 ώρες το καθένα, το ποσό των 1.159,08 ευρώ, στ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει για αμοιβή και αποζημίωση για απασχόληση κατά τις Κυριακές για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα εργάστηκε 24 Κυριακές και δικαιούται το ποσό των 1.310,40 ευρώ ήτοι i. 561,60 ευρώ για προσαύξηση και ii. 748,80 ευρώ για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης, ζ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει το ποσό των 46,80 ευρώ για προσαύξηση απασχόλησης κατά τις αργίες 15.8.23 και 28.10.2023 και η) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει το ποσό των 4.277,76 ευρώ για αποδοχές για ετοιμότητα προς εργασία για 768 ώρες (24 εβδομάδες X 32 ώρες την εβδομάδα Χ4 ώρες την ημέρα), τα υπό στοιχεία δ, ε, στ, ζ και η κονδύλια νομίμως εντόκως από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα για τις αντίστοιχες αποδοχές άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επικουρικώς, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί από το παρόν Δικαστήριο άκυρη η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, να υποχρεωθεί να της καταβάλει όλα τα ως άνω ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και να υποχρεωθεί να της χορηγήσει κατ’ άρθρο 678 παρ. 1 και 2 ΑΚ πιστοποιητικό εργασίας στο οποίο να βεβαιώνεται το είδος η διάρκεια και η ποιότητα της εργασίας της και η διαγωγή της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εναγομένης να καταδικασθεί κατά το άρθρο 946 ΚΠολΔ σε χρηματική ποινή ύψους 10.000 ευρώ. Επίσης να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, για το παραδεκτό συζήτησης της οποίας προσκομίζεται η κατά αρ. 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019 από 15.2.2024 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (αρ. 614, 621, 622 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχει ασκηθεί παραδεκτά, ήτοι εντός της αυτεπάγγελτα λαμβανόμενης υπόψη από το Δικαστήριο τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, για κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας (20.12.2023), καθόσον η αγωγή επιδόθηκε στις 19.3.2024, εντός της παραπάνω προθεσμίας (βλ. τη με αριθμό …………../19.3.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα). Είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης πλην του αιτήματος περί χορήγησης πιστοποιητικού εργασίας το οποίο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη αναφέρονται, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας καθώς η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι ζήτησε τη χορήγηση πιστοποιητικού εργασίας από την εναγόμενη κι εκείνη αρνήθηκε να της το χορηγήσει (βλ. ΑΠ 667/2012, ΕφΠειρ 595/2018, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κρίνεται νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 651, 653, 655, 656, 669, 174, 180, 330, 334, 349, 350, 340, 345, 346, 904 επ. ΑΚ, του άρθρου 2 ν.δ. 3755/1957, της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει τας Κυριακάς και εορτάς», όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 όμοια και το άρθρο 2 του Ν. 435/1976 (προσαύξηση Κυριακές/αργίες), καθώς και του άρθρου 4 του ν. 2874/2000, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010, για τις αξιώσεις υπερεργασίας και όπως το εν λόγω άρθρο 74 του Ν. 3863/2010 ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4808/2021, των άρθρων 66 παρ. 1, 3 του Ν. 4808/2021,907, 908 παρ. 1 περ. ε’ και 176 του ΚΠολΔ και σε όσες διατάξεις αναφέρονται στις ανωτέρω νομικές σκέψεις πλην αφενός του αιτήματος περί έναρξης της τοκοφορίας από πρότερο της επίδοσης της αγωγής χρονικό σημείο, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη σχετική μείζονα σκέψη εκτίθενται, α) για τα ποσά που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας (όπως οι νόμιμες και όχι οι παράνομες υπερωρίες/απασχόληση – ΟλΑΠ 40/2002, ΕΕργΔ 2002.1478, ΕφΑθ 236/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ήτοι στην προκειμένη περίπτωση για την προσαύξηση για εργασία τις αργίες (ΜΠρΑθ 1860/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ως προς τα οποία επιδίκαση του νόμιμου τόκου υπερημερίας γίνεται από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής η οποία συνιστά όχληση (ΑΚ 346), αφού οι αποζημιώσεις αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία και, συνεπώς δεν ορίζεται από τον νόμο δήλη ημέρα καταβολής τους και, ως εκ τούτου, οι τόκοι για τις απαιτήσεις αυτές αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής (ΜΠρΑθ 17/2019, ΜΠρΑθ 481/2016, ΜΠρΑμαλ 132/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφετέρου του παρεπόμενου αιτήματος προσωρινής εκτελεστότητας για τα αιτήματα α και β, διότι με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές αποφάσεις οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους αποτελούν τίτλους εκτελεστούς και όχι οι αναγνωριστικές (αποφάσεις), η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (βλ. ΕφΑθ 628/2003 ΕλλΔνη 2004.1470, ΕφΠειρ 1014/1992 ΑρχΝ 1993.63, ΕφΑθ 3702/1986 ΕλλΔνη 1986.706, Ν. Νίκας Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως I – Γενικό μέρος 2010, σελ. 199, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρ. 907 αρ. 3). Επίσης το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση τόκων αναφορικά με την αξίωση απόδοσης της ωφέλειας εξαιτίας της στέρησης της αναπληρωματικής ανάπαυσης διάρκειας 24 συνεχών ωρών, είναι νόμιμο μόνον από το χρόνο της επίδοσης της αγωγής και εντεύθεν και μη νόμιμο και απορριπτέο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα, εφόσον πρόκειται για παροχή για την οποία δεν τάσσεται από το νόμο δήλη ημέρα καταβολής οπότε τοκοφορεί από την όχληση της εναγόμενης που επέρχεται με την επίδοση αγωγής και όχι από προγενέστερο χρόνο (ΑΠ 653/2000 ΕλλΔνη 2001.125, ΑΠ 1244/2001 ΕλλΔνη 2002.166, ΑΠ 360/2002 ΕΕργΔ 2003.1030, ΕφΛαρ 49/2013 ΝΟΜΟΣ). Ειδικά όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη επικουρική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα, ήτοι υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, οπότε δεν απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί και στην ουσιαστική της βασιμότητα δεδομένου ότι κατόπιν του παραδεκτού περιορισμού του υπό στοιχείο Α καταψηφιστικού αιτήματος από το ποσό των 28.188,43 ευρώ σε 15.126,76 ευρώ, το αιτηθέν συνολικό καταψηφιστικό ποσό, 24.460,36 ευρώ είναι κάτω του ορίου των 30.000 ευρώ και δεν απαιτείται τέλος δικαστικού ενσήμου [άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 παρ. 17 Ν. 2479/1997, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 παρ. Ια ΚΠολΔ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ A 165/25-7-2011)], εν συνεχεία όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 49 Ν.4488/2017, ΦΕΚ A 137/13.9.2017 και όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 50 Ν.5134/2024, ΦΕΚ A 146, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 1 του αυτού νόμου, από τη 16η.9.2024, Στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο ΓΠΟΗ/1912 (Α’3) δικαστικό ένσημο, για αιτήματα μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ)].
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 8/2001 ΝοΒ 49.1814, Ολ ΑΠ 1/1997 ΕλλΔ 38. 534). Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη άσκηση του δικαιώματος αλλά απαιτείται πρόσθετα και η συνδρομή άλλων περιστατικών, από τα οποία εμφανίζεται συμπεριφορά που δημιουργεί εύλογα την πεποίθηση στον υπόχρεο, ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει πλέον το δικαίωμά του, έτσι ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος αυτού, που τείνει στην ανατροπή μιας κατάστασης η οποία δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να προκαλεί επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο και να αντίκειται, κατά προφανή τρόπο, στις αρχές της καλής πίστης των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002 ΕΕΝ 2003.168, ΟλΑΠ 2101/1984 και ΑΠ 1524/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω η εναγόμενη παραδεκτώς ήτοι με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που έλαβε χώρα στο ακροατήριο πριν την έναρξη της επί της ουσίας συζήτησης της υπόθεσης και καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις της, στις οποίες αναπτύσσονται οι προταθέντες στο ακροατήριο ισχυρισμοί της, προέβαλε επικουρικά τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της διότι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε στην εναγόμενη ότι διατηρούσε τις επίδικες απαιτήσεις από την εργασία της στην εναγόμενη και ότι αν θεωρούσε ότι η εναγόμενη παρανομούσε, θα έπρεπε έγκαιρα να διαμαρτυρηθεί, το οποίο ποτέ δεν έκανε και είναι όλα όσα ισχυρίζεται ψευδή και ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή είναι καταφανώς αντίθετη στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και ως καταχρηστική κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ θα πρέπει να απορριφθεί. Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος είναι νόμω αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος διότι, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα απ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά, δε συγκροτούν νομικά την έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος καθόσον μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί, για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 332/2014, ΑΠ 568/2014, ΑΠ 612/2012, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 17/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στοιχεία εντούτοις που ουδόλως επικαλείται η εναγόμενη.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, ………….., που εξετάστηκε με πρόταση της ενάγουσας νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα, …………, που εξετάστηκε με πρόταση της εναγομένης νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της υπ’ αρ. ………/9-10-2024 ένορκης βεβαίωσης της …………….., η οποία λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Μαρίας Εμμανουήλ Αμαριωτάκη και της υπ’ αρ. ΔΣΑ_ΕΒ…………/9-10-2024 ένορκης βεβαίωσης της ………….., η οποία λήφθηκε ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών Ειρήνης Γραβάνη, αμφότερες ληφθείσες νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως αποδεικνύεται η κλήτευση της εναγομένης από την από 2-10-2024 κλήση και την υπ’ αρ. ………/4-10-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Κωνσταντίνου Λεράκη, της υπ’ αρ. ……./9-10-2024 ένορκης βεβαίωσης του ………….., η οποία λήφθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίου Βιτσαρά, ληφθείσα νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως αποδεικνύεται η κλήτευση της ενάγουσας από την από 2-10-2024 κλήση και την υπ’ αρ. ………/4-10-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Νικολάου Μουστακαλή, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω και τα οποία λαμβάνονται υπόψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου ως πλήρη αποδεικτικά μέσα (κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 811/2008 ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 4.7.2023, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος γενικών καθηκόντων. Η εναγόμενη δραστηριοποιείται στον τομέα διαχείρισης ακινήτων και ειδικότερα διέθετε διαμερίσματα στην Αττική (κυρίως στο κέντρο της Αθήνας), συνολικά εννέα, τα οποία μίσθωνε μέσω πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, ενώ προσέλαβε την ενάγουσα μέσω προγράμματος επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση ανέργων της Δ.ΥΠ.Α (Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης). Η σύμβαση καταχωρήθηκε στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ στις 4.7.2023, ωστόσο από τα ενδεικτικώς προσκομιζόμενα μηνύματα της ενάγουσας προς άλλη εργαζόμενη της εναγομένης, ……….., αποδεικνύεται ότι στις 23, 25, 26, 30.6 και 3.7.2023 εργάστηκε η ενάγουσα, όχι στα πλαίσια της εκπαίδευσής της στην εργασία της, αλλά εργαζόταν κανονικά και πριν την επίσημη έναρξη της σύμβασης εργασίας της στις 4.7.2023 και συνεπώς αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν από τις 20.6.2023 όπως ισχυρίζεται στην αγωγή της και επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας της στην ένορκη κατάθεσή του. Μάλιστα από τα μηνύματα της ενάγουσας με την ………… στις 3 και 4.7.2023 για να μεταβούν στην αρμόδια υπηρεσία για τη δήλωση της σύμβασης εργασίας της αποδεικνύεται μια οικειότητα η οποία είχε αναπτυχθεί στα πλαίσια της εργασίας της ενάγουσας ήδη από 20.6.2023. Τα καθήκοντα της ενάγουσας ήταν η επικοινωνία με τους πελάτες για οποιοδήποτε ζήτημα αφορούσε τη διαμονή και τη μεταφορά τους από και προς τα καταλύματα, την παράδοση και παραλαβή των καταλυμάτων (check-in – check out), την παράδοση κλειδιών, την επιθεώρηση του χώρου πριν από την άφιξη εκάστου πελάτη (οργάνωση κλινοσκεπασμάτων, πετσετών κλπ) αλλά και κατά την αναχώρηση, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη ή μη ζημιών στο κατάλυμα, η επικοινωνία με τα συνεργεία συντήρησης και ο συντονισμός αυτών, η παρουσία της κατά το χρόνο συντήρησης- επισκευής η διευθέτηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων με συνεργεία, προμηθευτές κλπ. η διαχείριση των παραπόνων των πελατών. Γενικότερα καθημερινά η ενάγουσα μετέβαινε στα καταλύματα καθώς είχε την πλήρη ευθύνη να παραδίδει τα καταλύματα όπως πρέπει στους πελάτες και να παραλαμβάνει το κατάλυμα μετά την αποχώρηση των πελατών, ελέγχοντας την κατάσταση στην οποία το παρέδιδαν. Παρά το ότι στην από 4.7.2023 αναγγελία πρόσληψης της ενάγουσας αναφέρεται ότι προσελήφθη με πενθήμερη απασχόληση με μισθό 780 ευρώ μεικτά, όπως αναφέρεται στην από 4.7.2023 αναγγελία όρων ατομικής σύμβασης εργασίας το ωράριο εργασίας της ήταν Δευτέρα έως Σάββατο από 12.00 – 18.40, με διάλειμμα 15.00-15.20 και την Κυριακή ίσχυε ημέρα ανάπαυσης, με μισθό 780 ευρώ. Παρά τα όσα η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της περί πενθήμερης 8ωρης απασχόλησης, το ως άνω ωράριο της επιβεβαιώνει και η ίδια η ενάγουσα σε μήνυμα της στην ομάδα «……………», στο οποίο μεταξύ άλλων η ενάγουσα αναφέρει «…Υποβάλετε την απόλυση μου στον ΟΑΕΔ και θα ενημερωθεί και από μένα. Το ωράριο μου στην επιθεώρηση εργασίας το ωράριο μου είναι 12-7 Δευτέρα με Σάββατο και δεν είχα καμία δουλειά χθες να πάω να κάνω check-in και το lundry δεν ήταν στην αρμοδιότητά μου. Έχω ενημερωθεί πλήρως από τον ΟΑΕΔ για τα καθήκοντά μου! 6 μήνες συνεργασίας δεν υπήρχε ποτέ πρόβλημα με τους πελάτες. Τελειώνουμε εδώ» και έλαβε απάντηση από την ………… «πέρασε αύριο να υπογράψεις την παραίτησή σου σε παρακαλώ». Συνεπώς το ωράριο της ενάγουσας είναι δίχως αμφιβολία 12.00 έως 18.40, με εξαήμερη συμφωνημένη εργασία, συμπεριλαμβανομένου του Σαββάτου. Ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας που είχε δηλωθεί και ασφαλιζόταν ήταν τα 780 ευρώ μεικτά, ήτοι 712,95 ευρώ καθαρά. Ωστόσο μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει το ποσό των 800 ευρώ καθαρά, συνεπώς της δίδονταν 87 ευρώ μηνιαίως σε μετρητά εκτός του ως άνω μισθού (όπως αποδεικνύεται από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης προς την ενάγουσα ότι θα της καταβάλει τη διαφορά για το μήνα ύψους 87 ευρώ), χωρίς να ασφαλίζεται γι’ αυτό το ποσό. Συνεπώς για το έτος 2023 που εργαζόταν η ενάγουσα εφόσον είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει 800 ευρώ καθαρές αποδοχές οι ασφαλιστικές εισφορές της ανέρχονταν σε 134,53 ευρώ και οι συνολικές μεικτές αποδοχές 934,53 ευρώ, ωστόσο η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της υπολογίζει ότι οι ασφαλιστικές εισφορές της για το ποσό των 800 ευρώ καθαρά, ανέρχονται σε 128,83 ευρώ (13,87 % – μεικτά ένσημα ΙΚΑ -TEAM), συνολικά μεικτά 928,83 ευρώ, όπως ανέρχεται το ποσό αυτό αν υπολογισθούν οι μεικτές μηνιαίες αποδοχές για το έτος 2025 και αυτό (το μικρότερο) θα λάβει υπόψη του το Δικαστήριο αφού είναι το αιτηθέν ποσό που αντιστοιχεί στο μηνιαίο μεικτό μισθό της. Όπως η ίδια η ενάγουσα απέστειλε στον …………, νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης και υπεύθυνο εργοδότη, το από 27.10.2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει «…καλά που έχω και άλλη πρωινή εργασία και ζω…» μήνυμα που απέστειλε η ενάγουσα όταν παραπονέθηκε για το ότι δεν της παρείχαν αυτοκίνητο, ενώ της το είχαν υποσχεθεί και χρησιμοποιούσε το δικό της αυτοκίνητο, αν και της κάλυπταν τα έξοδα βενζίνης. Συνεπώς αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα παράλληλα με την εργασία της στην εναγομένη εργαζόταν και σε άλλη εργασία, η οποία ήταν ευέλικτη και την προσάρμοζε ανάλογα με τις ανάγκες της κύριας εργασίας της στην εναγομένη. Το ότι η ενάγουσα εργαζόταν παράλληλα και σε άλλη δική της εργασία, είτε αυτό ήταν μεσιτικές εργασίες είτε διαχείριση δικού της διαμερίσματος στα πλαίσια βραχυχρόνιας μίσθωσης, κατά τον ισχυρισμό της εναγομένης αποδεικνύεται από μήνυμα της ενάγουσας στη ………… (έτερη εργαζόμενη στην εναγόμενη), τον Ιούλιο του 2023, που αναφέρει ότι είναι σε γύρισμα και θα καλέσει εκείνη αργότερα, αλλά και από την ένορκη βεβαίωση του ……….., ιδιοκτήτη καταστήματος επιδιόρθωσης ρούχων, στο κέντρο της Αθήνας πλησίον διαμερισμάτων της εναγομένης ο οποίος διατηρούσε κλειδιά των διαμερισμάτων σε περίπτωση που χρειαστεί για κάτι επείγον και δεν ήταν λίγες οι φορές που εξυπηρέτησε την ενάγουσα καθώς δεν προλάβαινε να φτάσει στα διαμερίσματα, γιατί είτε ήταν σε κάποιο άλλο διαμέρισμα της εναγομένης όπως σε αυτό του Πειραιά είτε ήταν απασχολημένη με άλλη εργασία προσωπική της και ζητούσε από τον ………… να κάνει τη δουλειά της εμπιστευτικά και να μην το μάθει η εναγόμενη (ο ………… νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης ή η ………….., διευθύντρια της εναγομένης και μάρτυρας της). Συνεπώς αποδεικνύεται ότι το ωράριο της δεν ξεκινούσε στις 9.00 π.μ. όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αλλά στις 12.00μ.μ. και εργαζόταν μέχρι τις 18.40 μ.μ., Δευτέρα έως Σάββατο και συνήθως χρειαζόταν να εργαστεί και παραπάνω ώρες είτε κατά την έναρξη του ωραρίου είτε μετά τη λήξη του συμφωνημένου ωραρίου, καθώς σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας οι αναχωρήσεις από τα διαμερίσματα και οι αφίξεις σε αυτά να πραγματοποιούνται σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας όπως αποδεικνύεται και από τα προσκομιζόμενα από αμφότερες τις διάδικες πλευρές μηνύματα πελατών, ότι ζητούν να εισέλθουν στο διαμέρισμα ή να αποχωρήσουν από αυτό σε ώρες εκτός του ωραρίου της ενάγουσας. Το ωράριο της ενάγουσας σε συμφωνηθείσα εξαήμερη απασχόληση είναι 40 ώρες την εβδομάδα, μοιρασμένο σε 6 ώρες και 40 λεπτά την ημέρα και εργαζόταν κατά μέσο όρο 8 ώρες την ημέρα, ήτοι 1 ώρα και 20 λεπτά υπερωρία την ημέρα (Δευτέρα έως Σάββατο). Τα Σάββατα ήταν συμφωνημένο να εργάζεται συνεπώς δικαιούται να αμειφθεί επιπλέον για τις ως άνω εκτός του ωραρίου της ώρες εργασίας. Περαιτέρω, εργαζόταν και Κυριακές ομοίως κατά μέσο όρο 8 ώρες ενώ τελούσε σε ετοιμότητα προς εργασία για 1 ώρα μετά το πέρας του ωραρίου της (δεδομένου ότι ήδη εργαζόταν υπερωρία μία ώρα και 20 λεπτά κατά μέσο όρο την ημέρα), τόσο τις καθημερινές όσο και τα Σαββατοκύριακα. Δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί 6ήμερη και όχι 5ήμερη εργασία της ενάγουσας όπως ισχυρίζεται στην αγωγή της κατ’ ορθότερο χαρακτηρισμό των κονδυλίων της αγωγής υπό στοιχείο δ) για αμοιβή και αποζημίωση ί. για υπερεργασία τις καθημερινές και ii. για παράνομη υπερωριακή για τις καθημερινές και του κονδυλίου υπό στοιχείο ε) αμοιβή για απασχόληση κατά τα Σάββατα, θα πρέπει να εξετασθεί η ουσιαστική βασιμότητά τους από κοινού, καθώς έχουν υπολογισθεί με 5ήμερη αντί 6ήμερης εργασίας. Συνεπώς κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2023 έως 14.12.2023, ως προς τις παραπάνω ώρες που εργαζόταν η ενάγουσα, αφαιρουμένων των 2 εβδομάδων που απουσίαζε η ενάγουσα λόγω άδειας (μεταξύ των οποίων και των δύο Σαββάτων), με καταβαλλόμενο ωρομίσθιο 5,57 ευρώ (928,83 ευρώ /25 Χ6 /40 = 5,57), απασχολήθηκε πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών (1 ώρα και 20 λεπτά την ημέρα επί 6 ημέρες Δευτέρα έως Σάββατο αντιστοιχεί σε 8 ώρες δηλαδή από τις 40 που όφειλε να εργάζεται εργαζόταν 48 την εβδομάδα), συνολικά επί 192 ώρες (24 εβδομάδες X 8 ώρες = 192 ώρες). Εν προκειμένω ο υπολογισμός αυτός συμπεριλαμβάνει και την υπερεργασία κατά το Σάββατο κατά 1 ώρα και 20 λεπτά, καθώς το Σάββατο με ωράριο 6 ώρες και 40 λεπτά, συμπεριλαμβάνεται στο συμφωνημένο ωράριο εργασίας της ενάγουσας (6ήμερη απασχόληση Δευτέρα έως Σάββατο) και δεν αμείβεται χωριστά ως εργασία Σαββάτου. Συνεπώς, δικαιούται για συνολική υπερεργασία 8 ωρών την εβδομάδα το ποσό των 1.283.32 ευρώ (192 ώρες X 5,57 ευρώ +20% προσαύξηση για την παροχή υπερωριακής απασχόλησης για κάθε ώρα από την 41η έως την 48η ώρα= 1.283,32), η οποία αναλύεται ως εξής: αφενός για τις ώρες εκτός ωραρίου της ενάγουσας τις ημέρες Δευτέρα έως Παρασκευή, 160 ώρες [1 ώρα και 20 λεπτά (ήτοι 80 λεπτά) X 5 ημέρες την εβδομάδα X 24 εβδομάδες =9600 λεπτά ήτοι 160 ώρες] X 5,57 ευρώ ωρομίσθιο =891,20 ευρώ + 178,24 (20% προσαύξηση για υπερεργασιακή απασχόληση) = 1.069.44 ευρώ, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου τόσο του κονδυλίου υπό στοιχείο δ. ί. περί υπερεργασίας και εν μέρει βάσιμου, κατ’ ορθή εκτίμηση, του κονδυλίου υπό στοιχείο δ.ii. περί παράνομης υπερωριακής απασχόλησης σε υπερεργασίας αφετέρου για το κονδύλι της απασχόλησης κατά τα Σάββατα υπό στοιχείο ε, κατά το χρόνο που ξεπερνά τις 6 ώρες και 40 λεπτά που ήταν εντός του ωραρίου της ώρες για τις οποίες αμείβεται με τον συμφωνηθέντα μηνιαίο μισθό, ήτοι για την μία ώρα και είκοσι λεπτά που εργαζόταν ως υπερεργασία κατά τα Σάββατα (ήτοι 1,20 ώρα κάθε Σάββατο επί 24 Σάββατα =32 ώρες X 5,57 ευρώ = 178,24 ευρώ +20% προσαύξηση υπερεργασίας =213,88), το οποίο πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο και η εναγόμενη να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 213,88 ευρώ, αμφότερα τα ποσά τα οποία υποχρεούται να καταβάλει η εναγόμενη, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρόδου του χρονικού διαστήματος (μηνός) το οποίο αφορούν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε και τις Κυριακές κατά το διάστημα από 20.6 έως 14.12.2023, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται 26 Κυριακές από τις οποίες δεν εργάστηκε τις 2 καθώς απουσίαζε, ενώ από τις από την εναγόμενη προσκομιζόμενες καταστάσεις αφίξεων και αναχωρήσεων πελατών στα διαμερίσματα της κατά τις Κυριακές για το χρονικό διάστημα από 9.7.2023 έως 10.12.2023, αποδεικνύεται ότι για 22 από τις 23 Κυριακές που περιλαμβάνει αυτό το διάστημα, χωρίς μάλιστα να συμπεριλαμβάνεται η Κυριακή 2.7 κατά την οποία εργαζόταν η ενάγουσα, η εναγόμενη είχε κρατήσεις και ειδικότερα είτε αναχωρήσεις είτε αφίξεις κατά τις οποίες η ενάγουσα όφειλε να ήταν εκεί και να παρέχει τις υπηρεσίες της. Συνεπώς η εναγόμενη με τις προσκομιζόμενες καταστάσεις των κρατήσεων τις Κυριακές συνομολογεί ότι η ενάγουσα εργαζόταν Κυριακές ενώ αποδεικνύεται ότι για μία μόνο Κυριακή από τις συμπεριλαμβανόμενες στις ανωτέρω καταστάσεις στις 16.7, δεν είχε κρατήσεις και συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι εργάστηκε η ενάγουσα. Συνεπώς η ενάγουσα εργάστηκε για 23 Κυριακές για τις οποίες δικαιούται, εφόσον το νόμιμο ημερομίσθιο της ανερχόταν σε 31,20 ευρώ (780 ευρώ μηνιαίος μισθός/25 ημέρες) για την εργασία την ημέρα Κυριακή το ποσό των 538,20 ευρώ (23 Κυριακές X 31,20 ευρώ νόμιμο ημερομίσθιο X 75% προσαύξηση= 23,4 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο, από το τέλος εκάστου μηνός που αφορά κάθε επιμέρους κονδύλιο, δεδομένου ότι οι επιπλέον αμοιβές για εργασία παρεχόμενη τις Κυριακές και αργίες με τακτικό τρόπο και σύμφωνα με τη σύμβαση αποτελούν μισθό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν έλαβε την ημερήσια εβδομαδιαία ανάπαυση που δικαιούται και συνεπώς η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 717,60 ευρώ (23 Κυριακές X 31,20 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και το σχετικό κονδύλι για αποζημίωση λόγω στέρησης της εβδομαδιαίας ανάπαυσης με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικό βάσιμο. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στην εναγόμενη και τις ακόλουθες αργίες χωρίς να της καταβληθεί η αντίστοιχη προσαύξηση: την 15η.8.2023 και την 28η.10.2023, όπως αποδεικνύεται από τα από 15.8 και από 28.10.2023 προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μηνύματα της προς την ……….. (συνάδελφο της και εργαζόμενη στην εναγόμενη), για τη συνεννόηση σε ποια διαμερίσματα πρέπει να πάει και τι πρέπει να κάνει, ενώ επισημαίνεται ότι την απασχόληση της ενάγουσας κατά τις ως άνω ημερομηνίες δεν αμφισβήτησε η εναγόμενη. Ενόψει των ανωτέρω, για προσαύξηση για εργασία κατά τις ως άνω αργίες η ενάγουσα, δικαιούται το ποσό των 46,80 ευρώ (2 νόμιμα ημερομίσθια X 31,20 ευρώ X 75%), με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εκτός από τις ώρες εργασίας της κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, απαντούσε σε μηνύματα πελατών και της εναγομένης και όφειλε να είναι διαθέσιμη εφόσον αυτό απαιτείτο να εξυπηρετήσει κάποιο πελάτη σε άφιξή του σε διαμέρισμα, καθώς οι αναχωρήσεις ήταν συνήθως προγραμματισμένες και συνεπώς τελούσε σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, κατά μέσο όρο, μία ώρα κάθε ημέρα, ήτοι 162 ώρες (176 ημέρες από 20.6 έως 14.12, αφού έχουν αφαιρεθεί οι δύο εβδομάδες που έλειπε σε άδεια τον Αύγουστο (14 ημέρες), 162 ημέρες X 1 ώρα την ημέρα = 162), X 5,57 ωρομίσθιο (928,83 /25 Χ6/40) = 902,34 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, η ενάγουσα είχε ανάγκη την εργασία, μάλιστα όπως αναφέρθηκε προσλήφθηκε διαμέσου προγράμματος της Δ.ΥΠ.Α. και αρχικά δεν διαμαρτυρόταν για το ωράριο ούτε για την εργασία κατά τις Κυριακές, ωστόσο με το πέρασμα των μηνών άρχισε να παραπονείται και το κλίμα μεταξύ της ενάγουσας και της μάρτυρα της εναγομένης ………… δεν ήταν καλό, παρά τα όσα αντίθετα καταθέτει η μάρτυρας της εναγομένης στην ένορκη εξέτασή της μιλούσαν σε πολύ έντονο τόνο και σχεδόν τσακώνονταν πολύ συχνά, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από αμφότερες τις διάδικες πλευρές μηνύματα. Το τελευταίο χρονικό διάστημα πριν την λύση της σύμβασης η εναγόμενη είχε παράπονα από την ενάγουσα καθώς θεωρούσε ότι ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντά της όταν ζητάει χάρες από άλλους συναδέλφους είτε από τον ……….., ώστε να κάνουν αυτοί κάτι που είναι εντός των αρμοδιοτήτων της. Στις 15.12.2023 κατά τη διάρκεια του ωραρίου της ενάγουσας υπήρξε μία συνομιλία με γραπτά μηνύματα μεταξύ της ενάγουσας και της «…………» περί ώρα 14.00 μ.μ. για να συνεννοηθούν να μεταβεί η ενάγουσα σε ένα διαμέρισμα να διαχειριστή μία κράτηση ενός πελάτη από Αμερική, από την οποία αποδεικνύεται το περιεχόμενο της εργασίας της ενάγουσας εν συνεχεία περί ώρα 14.51 η ενάγουσα της αναφέρει τα εξής : «μίλησα με την πελάτισσα και της είπα ότι θα είναι έτοιμο στις 3, οπότε θα το κανονίσω με τον …….. να πάει αμέσως στο check out να καθαρίσει», λαμβάνοντας από τη ………… την απάντηση στις 14.53 μ.μ. : «οκ ρε συ με πήρε η …….., Λέει δεν έχει καθαριστεί η ………….. Έγινε τίποτα;» απαντώντας στις 14.56 μ.μ. η ενάγουσα «θα πάει τώρα», απαντώντας η ……… στις 14.59μ.μ. «δεν είχε καταλάβει το πρόγραμμα;» και μετά από λίγα λεπτά, στις 15.37 μ.μ. η ενάγουσα απαντάει «……… τελειώσαμε εδώ. Ας με απολύσουν». Η ενάγουσα προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά της διαμέσου άλλων συνεργατών και πολλές φορές τα κατάφερνε, ωστόσο εκείνη τη φορά υπήρξε αντίδραση από την εναγόμενη, διότι η ενάγουσα όφειλε να έχει φροντίσει να ετοιμαστεί το διαμέρισμα στην οδό ………… στην Αθήνα και δεν το είχε πράξει και έδωσε εντολή σε άλλον να το κάνει. Την ίδια ημέρα περί ώρα 15.00 μ.μ. στη συνομιλία γραπτών μηνυμάτων μεταξύ της ενάγουσας και των λοιπών συνεργατών της με όνομα «……………….», μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο ………… και η …………, υπήρξε η εξής συνομιλία, με μήνυμα από τον ………… στις 14.59 μ.μ. «εκτός από την …….. που είναι διευθύντρια, δεν υπάρχει άλλος να δίνει διαταγές τι θα γίνει και τι δε θα γίνει και αν δεν μπορεί να γίνει κάτι, ενημερώνει την ………. Αν χρειάζεται να μιλήσουμε και για αυτό, όχι μόνο δεν είσαστε για να δουλέψετε σε μία εταιρία, είναι ένα μάτσο χάλια» και στις 15.01 μ.μ. «Λοιπόν, …………, ή θα κάνεις τις δουλειές όπως θέλουμε εμείς, ή θα φύγεις. Σκέψου το και απάντησε. […] Θέλω άτομα να είναι καλοί άνθρωποι και να δουλεύουμε όλοι σαν ομάδα, και όχι να πετύχετε το συκώτι της ………, της ……….. ή το δικό μου. Να μου λείπει…» και την ίδια ώρα στις 15.02 η ενάγουσα απαντά «Δεν θα συνεχίσουμε. Μέχρι εδώ ήταν θα περάσω το απόγευμα να αφήσω τα κλειδιά το απόγευμα». Απαντώντας η …………… στις 15.02 «Η ………..μου υπέβαλε την παραίτησή της, παρακαλώ να ενημερωθεί το λογιστήριο άμεσα» και εν συνεχεία η ενάγουσα στις 15.02 απαντά «δεν θέλω καμία άλλη συνέχεια μαζί σας», ενώ την ίδια ώρα ο ……….. απαντά «Χαίρομαι. Γιατί δεν υπάρχει και τίποτα να συνεχίσουμε, αφού εσύ κάνει ό,τι ναναι, και ό,τι θέλεις. Δεν θέλω τέτοιους υπαλλήλους στην εταιρία μου. Σόρρυ, και σου εύχομαι το καλύτερο.» και η ενάγουσα απάντησε ότι θα ενημερώσει και τον ΟΑΕΔ, ενώ ο ……… απάντησε «μην ανησυχείς, θα ζητήσουμε εμείς αντικατάσταση. Ευχαριστώ». Μάλιστα σε συνέχεια της ίδιας επικοινωνίας η ………… ζητάει από την ενάγουσα να περάσει την επόμενη ημέρα να υπογράψει την παραίτησή της και τη ρωτάει πότε ήταν στο γραφείο 12-19.00 και η ενάγουσα απαντάει ότι από τις 12 έως τις 19.00 ήταν στους δρόμους για να εξυπηρετήσει τα διαμερίσματα και να ασκήσει τα καθήκοντά της και ότι δεν επιθυμεί άλλη κουβέντα. Από την ανωτέρω συνομιλία της ενάγουσας με τους ανωτέρω αποδεικνύεται η επιθυμία της ενάγουσας να σταματήσει τη συνεργασία της με την εναγομένη, καθώς η τελευταία διαμέσου του εκπροσώπου της, της είπε ότι έχει ένα παράπονο για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων της και να σκεφτεί εάν θέλει να τον αλλάξει ώστε να συνεχίσει να εργάζεται στην εναγόμενη και η ενάγουσα επέλεξε να διακόψει τη συνεργασία της, εκφράζοντας την επιθυμία της να αποχωρήσει από την εναγόμενη, ενημέρωσε ότι θα παραδώσει τα κλειδιά και τον εξοπλισμό που είχε για τα διαμερίσματα (κλινοσκεπάσματα κλπ), ενώ επίσης επιβεβαιώνεται το ωράριο της ενάγουσας 12.00-19.00μ.μ. Κατόπιν της συζήτησης αυτής η ενάγουσα σταμάτησε να εργάζεται στην εναγομένη, καθώς από 14.12.2023 είχε ήδη σταματήσει να παρέχει τις υπηρεσίες της, αφού δεν εμφανίστηκε σε κάποια άφιξη (check in) πελάτη την ημέρα αυτή, ενώ στις 15.12.2023 δεν παρείχε τις υπηρεσίες της και εξ αυτού δημιουργήθηκε όλη η ανωτέρω αναστάτωση μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης, που οδήγησε στη λύση της σύμβασης από πλευράς της ενάγουσας, ενώ η τελευταία προσκομίζει μία συνομιλία με πελάτη στην αγγλική γλώσσα στις 15.12.2023 (ημέρα Σάββατο) όταν της στέλνει ένας πελάτης ότι θα έρθει στην Ελλάδα 17-20.12.203 και εκείνη της απαντά γεια σου, χωρίς να προσκομίζεται τυχόν συνέχεια της συζήτησης και δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε εξυπηρέτηση του πελάτη από την ενάγουσα, μη παρέχοντας τις υπηρεσίες της, ομοίως ούτε εκείνη την ημέρα. Κατόπιν της επιθυμίας της ενάγουσας να αποχωρήσει από την εργασία της και αφού δεν εμφανίστηκε να υπογράψει την παραίτησή της, η εναγόμενη της επέδωσε στις 20.12.2023 την από 14.12.2023 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης, με θυροκόλληση (καθώς στις 14.12.2023 ήταν η τελευταία ημέρα που άσκησε τα καθήκοντά της αλλά όχι καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου της), όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αρ. ………/20.12.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Κωνσταντίνου Φραντζή και η ενάγουσα στις 21.12.2023 απέστειλε στον ……….. μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο αναφέρει ότι έλαβε το «χαρτί της παραίτησης» και ότι εσφαλμένα αναφέρεται ως χρόνος αποχώρησης 14.12 (και όχι 15.12) και ότι έχουν δρομολογηθεί να παραδώσει κλαδιά, λινά και αναλώσιμα και ότι περιμένει να λάβει το υπόλοιπο του μισθού της και το δώρο Χριστουγέννων που της αναλογεί, παρά το ότι στις 18.12 σε μήνυμα της προς τη συνάδελφο ……… όταν της είπε ότι τα χαρτιά της παραίτησης ήταν έτοιμα προς υπογραφή, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είπε πουθενά ότι παραιτείται και ότι αυτά τα είπε η ………… μόνη της στο τηλέφωνο, να παραιτηθεί και να παραδώσει τα κλειδιά. Ωστόσο, αποδεικνύεται περίτρανα ότι η ίδια η ενάγουσα δήλωσε ότι επιθυμεί να παραιτηθεί και να παραδώσει τα κλειδιά κλπ της εναγομένης επιθυμία την οποία εξέφρασε στον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και εργοδότη της τόσο στις 15.12 όσο και στις 21.12 και το γεγονός ότι στέλνει ένα διαφορετικό μήνυμα σε μία συνάδελφο της ουδεμία έννομη επιρροή έχει στην επιθυμία της να λυθεί η σύμβαση της. Επιπλέον η προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από 19.12.2023 και με αριθμό ………… γνωμάτευση χορήγησης αναρρωτικής άδεια από τον παθολόγο ………….., ότι η ενάγουσα εξετάστηκε στο ιατρείο του στις 16.12.2023, ημέρα Σάββατο και της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια για πέντε ημέρες από 16.12.2023, λόγω οξείας βρογχιολίτιδας δε γνωστοποιήθηκε στην εναγόμενη, ουδέν περί αναρρωτικής άδειας αναφέρεται στην υπό κρίση αγωγή και είναι αξιοσημείωτο ότι εξετάστηκε από τον ιατρό ημέρα Σάββατο και ο ιατρός καταχώρησε τη γνωμάτευση στις 19.12.2023, ήτοι 4 ημέρες μετά την εξέταση, προφανώς γιατί στις 19.12.2023 επισκέφτηκε η ενάγουσα τον ιατρό και ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρησης δεν τροποποιούνται από τον ιατρό αλλά εκδίδονται αυτόματα, ενώ ο ιατρός δηλώνει και συμπληρώνει την ημέρα εξέτασης τη διάγνωση του και τις ημέρες αναρρωτικής άδειας. Από τις 15.12.2023 και έπειτα η ενάγουσα δεν παρείχε τις υπηρεσίες της και γι’ αυτό το λόγο η εναγόμενη, κατόπιν της επιθυμίας της ενάγουσας της επέδωσε την αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της. Η ενάγουσα από τις 15.12.23 ημέρα Παρασκευή ουδέποτε προσέφερε την παροχή εργασίας της στην εναγόμενη και ούτε αυτή αρνήθηκε να τη δεχθεί, αντιθέτως δεν επικοινώνησε με την εναγόμενη, επιβεβαίωσε την παραλαβή της εξώδικης κοινοποίησης της αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης και ούτε στην υπό κρίση αγωγή της αναφέρει ούτε άλλωστε αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι από τις 15.12 όταν εκδήλωσε την επιθυμία της να καταγγείλει τη σύμβαση και να παραιτηθεί (ημέρα που δεν παρείχε τις υπηρεσίες της) μέχρι και τις 21.12 όταν ενημέρωσε ότι έλαβε γνώση του κοινοποιηθέντος εγγράφου, επεδίωξε να άρει τη δήλωση της να λυθεί η σύμβαση και να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της. Μάλιστα, η αιτία της σύγκρουσης- διαφωνίας μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης ήταν ότι για μία ακόμη φορά η ενάγουσα εκτέλεσε πλημμελώς τα καθήκοντα της τόσο στις 14.12 όσο και στις 15.12 αυτό διότι σύμφωνα με μήνυμα του ……… προς την ενάγουσα της αναφέρει ότι στις 14.12 δεν εμφανίστηκε να κάνει check in, να παραδώσει δηλαδή τα κλειδιά διαμερίσματος όταν της ζητήθηκε να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη, ενώ στις 15.12 όταν χρειάστηκε ομοίως να παραδοθούν τα κλειδιά διαμερίσματος στην ………., η ενάγουσα δεν είχε φροντίσει ώστε το κατάλυμα να είναι έτοιμο προς διάθεση αλλά αποφάσισε η ίδια να στείλει έναν συνάδελφό της να κάνει τη δουλειά της και ως εκ τούτου στις 15.12 δεν παρείχε τις υπηρεσίες της. Συνεπώς η σύμβαση εργασίας λύθηκε κατόπιν της οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας την οποία της κοινοποίησε η εναγόμενη στις 20.12.2023, τηρώντας την προθεσμία του άρθρου 38 του Ν. 4488/2017 (όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, ενώ ήδη αριθμείται ως παράγραφος «4», μετά τις τροποποιήσεις του άρθρου 23 Ν. 5053/2023, ΦΕΚ Α’ 158/26-9-2023), καθώς από τις 15.12 έως τις 20.12 όταν της κοινοποιήθηκε το ανωτέρω έγγραφο, δεν παρείχε τις υπηρεσίες της για 5 εργάσιμες ημέρες (αφού το Σάββατο ήταν εργάσιμη ημέρα σύμφωνα με την 6ημερη συμφωνηθείσα παροχή εργασίας ενώ δεν προσμετράται η Κυριακή 17.12 ως μη εργάσιμη ημέρα), αδικαιολογήτως σύμφωνα με την αρχική της επιθυμία να λύσει τη σύμβαση εργασίας της όπως η ίδια δήλωσε. Παρά ταύτα εν συνεχεία με την εμφάνιση της στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 5.1.2024 με την αίτηση της για διενέργεια εργατικής διαφοράς δήλωσε ότι η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της και μάλιστα ακύρως. Κατόπιν της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. ……..-2024/………/17.4.2024 απόφαση-αποτέλεσμα επέμβασης στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «[…] η διαδικασία αποχώρησης της εργαζόμενης τηρήθηκε, σύμφωνα με τη προβλεπόμενη διαδικασία σε περίπτωση απουσίας του εργαζομένου (επίδοση οικειοθελούς αποχώρησης), αν και αμφισβητείται ο λόγος για τον οποίο αυτή έλαβε χώρα, δεδομένης και της καταγραφείσας στο υπόμνημα της άρνησης της εναγομένης, παρόλο που φαίνεται ότι απούσιαζε- σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της επιχείρησης- ενώ ταυτόχρονα δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να εργασθεί. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία του άρθρου 38 του Ν. 4488/2017 και ενεργοποιείται το μαχητό τεκμήριο ότι η σύμβαση λύθηκε από την εναγομένη με άτακτη καταγγελία, η εναγόμενη απέδειξε ότι η σύμβαση εργασίας λύθηκε από την ενάγουσα, με δική της επιθυμία και δήλωση την οποία απηύθυνε στον εκπρόσωπο της εναγόμενης και έκτοτε ουδέποτε προσέφερε τις υπηρεσίες της και η εναγόμενη τις αρνήθηκε, αντιθέτως η ενάγουσα αποδέχθηκε τις συνέπειες της δήλωσής της, ενημερώνοντας ότι θα παρέδιδε τα κλειδιά και ό,τι της είχαν παραδώσει για να ασκεί τα καθήκοντά της και θα ενημέρωνε η ίδια τον ΟΑΕΔ για την απόφασή της. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη, πράγματι η νομοθεσία σκοπό έχει να προστατεύσει τον εργαζόμενο από καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη, υπό τον μανδύα της οικειοθελούς αποχώρησης, εξ αυτού του λόγου υφίσταται και το προαναφερθέν μαχητό τεκμήριο, ωστόσο η εναγόμενη εταιρεία απέδειξε ότι η σύμβαση λύθηκε με επιθυμία της ενάγουσας και της κοινοποίησε το σχετικό έγγραφο 5 ημέρες μετά την αποχώρησή της. Συνεπώς απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο κρίνεται το αίτημα της ενάγουσας περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και εφόσον η σύμβαση λύθηκε με την οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας η εναγόμενη ουδέποτε κατέστη υπερήμερη και δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου που αφορά μισθούς υπερημερίας από 15.12.2023 και έπειτα, επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα και επιδόματος αδείας από Ιανουάριο 2024 και εντεύθεν ως ουσιαστικά αβάσιμου. Απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο κρίνεται και το αίτημα περί επαναπασχόλησης της ενάγουσας καθώς αποδείχθηκε ότι η ίδια αποχώρησε από την εργασία της και ουδέποτε η εναγομένη αρνήθηκε να δεχθεί την εργασία της ενάγουσας. Ωστόσο, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα τις αποδοχές του Δεκεμβρίου 2023 για τις ημέρες που εργάστηκε, αποζημίωση και επίδομα αδείας και δώρο Χριστουγέννων 2023. Για το χρονικό διάστημα από 1.12 έως 14.12.2023 η ενάγουσα δικαιούται και η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει: α) για δεδουλευμένες αποδοχές 520.14 ευρώ (928,83 ευρώ/ 25 =37,15 ευρώ X 14 ημέρες), β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2023 το ποσό των 716,74 ευρώ [δύο ημερομίσθια για κάθε 19 ημέρες εργασίας από 20.6.2023 έως 14.12.2023 και το γινόμενο προσαυξανόμενο κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας: 2 X 928,83 /25 X 9,26 δεκαεννιαήμερα X 1,04166] και γ) για επίδομα αδείας 2023 342,12 ευρώ (ήμισυ του μηνιαίου μισθού 928,83 ευρώ /2 = 464,42 αφαιρουμένου του ποσού των 122,30 ευρώ που έλαβε από την εναγόμενη), με το νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα κάθε μήνα για τις αντίστοιχες αποδοχές από 31.12.2023 για το επίδομα Χριστουγέννων και αδείας γενομένου εν μέρει δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του υπό στοιχείο γ αιτήματος της αγωγής.
Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των ευρώ 5.067,26 ευρώ [1.069,44 +213,88 + 538,20 +717,60 + 46,80 + 902,34 + 520,14 + 716,74 +342,12 = 5.067,26], όλα δε τα ως άνω επιμέρους ποσά νομιμοτόκως κατά τα ειδικώς ανωτέρω για έκαστο επιμέρους κονδύλι αναφερόμενα. Το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προξενηθεί σημαντική ζημία στην ενάγουσα και ότι, επομένως πρέπει η παρούσα, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά αποδοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος ως και ουσιαστικά βάσιμου, λόγω και της φύσης των επιδικαζόμενων κονδυλίων, ως εργατικών απαιτήσεων. Τέλος πρέπει καταδικαστεί η εναγόμενη κατά το λόγο της ήττας της στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας κατόπιν νόμιμου αιτήματος της (αρ. 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων εξήντα επτά ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (1.069,44 +213,88 + 538,20 +717,60 + 46,80 + 902,34 + 520,14 + 716,74 +342,12 = 5.067,26) με το νόμιμο τόκο κατά τα ειδικότερα για έκαστο επιμέρους κονδύλι στο σκεπτικό της παρούσας εκτιθέμενα, και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 7η Απριλίου 2025.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies