ΑπόλυσηΣυμβάσεις ορισμένου χρόνουΠρόωρη λύση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου

15 Ιανουαρίου 2023

Τελευταία ενημέρωση: 23 Ιουνίου 2023

Γράφει ο Δικηγόρος – εργατολόγος Δημήτρης Βλαχόπουλος | Δικηγορικό γραφείο εργατικού δικαίου Δημήτρης Βλαχόπουλος & συνεργάτες


Τι είναι η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου

Σε αντίθεση με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν είναι σαφώς καθορισμένη η διάρκεια της σύμβασης είτε λόγω συμφωνίας από τα μέρη είτε διότι συνάγεται από τον σκοπό και το είδος της παρεχόμενης εργασίας.

Πότε και πώς λύεται μια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου

Μια σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να λυθεί:

α) αυτοδικαίως, με τη λήξη του χρόνου που συμφωνήθηκε εξ αρχής,

β) με συμφωνία των μερών,

γ) εκτάκτως, είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργαζόμενο, σε περίπτωση συνδρομής σπουδαίου λόγου.

Τι συνιστά «σπουδαίο λόγο»

Σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστούν όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά – ακόμη και μεμονωμένα – τα οποία, κατ’ αντικειμενική κρίση, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα (εργοδότη ή εργαζόμενο) τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Ο «σπουδαίος λόγος» συνιστά αόριστη νομική έννοια, η συγκεκριμενοποίηση της οποίας γίνεται, τελικά, από το δικαστήριο.

Ενδεικτικά, σπουδαίο λόγο καταγγελίας από πλευράς εργοδότη αποτελούν, μεταξύ άλλων: η μη συμμόρφωση με τις εντολές και οδηγίες του εργοδότη, η επαγγελματική ανεπάρκεια, η αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων, η επανειλημμένη αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία κ.ά.

Συνέπειες μη ύπαρξης σπουδαίου λόγου

Η μη ύπαρξη σπουδαίου λόγου καθιστά την εργοδοτική καταγγελία άκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί να διεκδικήσει τους μισθούς που θα έπαιρνε μέχρι τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου της, αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η άκυρη καταγγελία.

Όρος πρόωρης λύσης με καταβολή αποζημίωσης με εφαρμογή της νομοθεσίας, ως προς την αποζημίωση απόλυσης, για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου

Όλο και συχνότερα παρατηρείται το φαινόμενο να χρησιμοποιείται από τους εργοδότες στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ο όρος μετατροπής τους σε αορίστου στην περίπτωση πρόωρης λύσης τους, βάσει της διάταξης του άρθρου 40 του ν. 3986/2011.

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνει όρο για πρόωρη καταγγελία της με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας ως προς την αποζημίωση απόλυσης για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου […] μετατρέπεται αυτοδικαίως σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου κατά την καταγγελία».

Πρόκειται ουσιαστικά για νομιμοποίηση της πρόωρης λύσης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σπουδαίου λόγου (που απαιτείται, υπό το γενικό νομοθετικό καθεστώς), με καταβολή της αποζημίωσης βάσει των διατάξεων που διέπουν την καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου. Μολονότι αυτό φαίνεται να συνιστά βελτίωση των όρων εργασίας, στην πραγματικότητα συνήθως ισχύει το αντίθετο, γι’ αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια από τους εργαζόμενους κατά την πρόσληψη (ή ενδεχομένως την τροποποίηση της σύμβασης).

Πρακτικά, η ρύθμιση του ά. 40 του ν. 3986/2011 αποτυπώνεται ως εξής:

Αν έχει συναφθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας, π.χ., 12 μηνών, η οποία περιλαμβάνει τον όρο για πρόωρη καταγγελία της με λήψη αποζημίωσης απόλυσης σαν να επρόκειτο για σύμβαση αορίστου χρόνου, τότε στην περίπτωση που εργοδότης καταγγείλει τη σύμβαση αυτή πρόωρα, π.χ., μετά από 8 μήνες (με ή και χωρίς σπουδαίο λόγο), δεν θα οφείλει αποζημίωση στον εργαζόμενο, αφού, με βάση τις διατάξεις για την καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου, αποζημίωση απόλυσης οφείλεται μετά τη συμπλήρωση 12 μηνών εργασίας.

Ταυτόχρονα, ακυρώνονται στην πράξη οι προστατευτικές ρυθμίσεις του δικαίου που αφορούν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και επομένως ο εργαζόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί ακυρότητα της απόλυσης ούτε να διεκδικήσει τους μισθούς που θα έπαιρνε μέχρι τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου εργασίας.

Αντίθετα, αν δεν υπάρχει στη σύμβαση ο παραπάνω όρος πρόωρης λύσης της σύμβασης, ο εργοδότης που καταγγέλλει χωρίς σπουδαίο λόγο καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται να καταβάλει ως μισθούς υπερημερίας τις αποδοχές του υπόλοιπου διαστήματος που απομένει μέχρι τη συμπλήρωση του συμφωνημένου χρόνου εργασίας.

Συμπερασματικά, ο παραπάνω όρος για πρόωρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου περιορίζει τα δικαιώματα των εργαζόμενων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που η διάρκεια της σύμβασης είναι μικρότερη των 12 μηνών.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί πριν υπογράψουν οποιαδήποτε συμφωνία που περιλαμβάνει τέτοιον όρο.

Χρησιμοποιούμε cookies για να κάνουμε ακόμα καλύτερη την εμπειρία σας στο site μας και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της ιστοσελίδας μας. Επιλέγοντας «Αποδοχή» παρέχετε τη συγκατάθεση σας για τη χρήση των cookies, σύμφωνα με την πολιτική μας. View more
Αποδοχή Cookies