Τελευταία ενημέρωση: 5 Μαΐου 2023
Γράφει η Δικηγόρος – εργατολόγος Παναγιώτα Γούλα | Δικηγορικό γραφείο εργατικού δικαίου Δημήτρης Βλαχόπουλος & συνεργάτες
Το διευθυντικό δικαίωμα
Ο εργοδότης έχει το λεγόμενο διευθυντικό δικαίωμα, ήτοι το δικαίωμα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, τον χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του εργαζόμενου. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απεριόριστο, ούτε ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που απορρέουν από τον ίδιο το νόμο, τους όρους της ατομικής σύμβασης εργασίας ενώ απαγορεύεται και η καταχρηστική ενάσκησή του.
Τι είναι οι ρήτρες αυξομείωσης του χρόνου εργασίας;
Συχνό φαινόμενο, στο πλαίσιο των ολοένα και ελαστικότερων σχέσεων εργασίας και ειδικότερα στο πλαίσιο συμβάσεων μερικής απασχόλησης, είναι η ένταξη στην ατομική σύμβαση εργασίας ρητρών με τις οποίες χορηγείται στον εργοδότη το δικαίωμα να αυξομειώνει μονομερώς το ωράριο εργασίας, ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Με τις ρήτρες αυτές ο εργοδότης επιδιώκει να διευρύνει τις εξουσίες του και να διασφαλίσει ένα ελαστικό ωράριο, εύκολα μεταβαλλόμενο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες του.
Είναι επιτρεπτές οι ρήτρες μονομερούς αυξομείωσης του χρόνου εργασίας στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος;
Οι εν λόγω ρήτρες είναι προβληματικές καθώς δεν ρυθμίζονται ειδικά στον νόμο κι έτσι πολλοί εργοδότες τις επιβάλλουν στους εργαζομένους τους χωρίς περιορισμούς. Ωστόσο, αν προσεγγίσουμε ερμηνευτικά τη νομοθεσία περί μερικής απασχόλησης και εξετάσουμε τις ρήτρες αυτές από άποψη καταχρηστικότητας θα πρέπει να τις θεωρήσουμε άκυρες. Οι όροι αυτοί ξεπερνούν τα όρια της ελαστικής διαμόρφωσης του χρόνου εργασίας, που ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτή, καθώς σκοπό έχουν τη μετακύλιση του επιχειρηματικού κινδύνου από τον εργοδότη στους εργαζομένους. Ο επιχειρηματικός κίνδυνος αποτελεί χαρακτηριστικό το οποίο κατά τη φύση, τον σκοπό της σύμβασης εργασίας αλλά και τον νόμο (656 ΑΚ) πρέπει να βαραίνει τον εργοδότη. Συνεπώς, οποιαδήποτε προσπάθεια του εργοδότη να απεκδυθεί την ευθύνη του αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική.
Είναι επιτρεπτές οι ρήτρες αυτές εφόσον θέτουν ορισμένο πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί ο εργοδότης να αυξομειώνει το χρόνο απασχόλησης;
Ακόμα και εάν η ρήτρα θέτει χρονικά όρια εντός των οποίων ο εργοδότης μπορεί να αυξομειώνει τον χρόνο εργασίας, και πάλι θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρη καθώς και στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης διαμορφώνει μονομερώς ένα ουσιώδες στοιχείο της παροχής του εργαζομένου και της ίδιας της σύμβασης, μεταβάλλοντας συγχρόνως τη δική του αντιπαροχή (τον μισθό). Στη μεταβολή αυτή προβαίνει χωρίς να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον του εργαζομένου και της σύμβασης εν γένει, περιορίζοντας υπέρμετρα τον ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου και καθιστώντας, με τον τρόπο αυτόν, δύσκολη την ανεύρεση άλλης εργασίας ή και τον προγραμματισμό των υπολοίπων ασχολιών του (οικογενειακών υποχρεώσεων, χόμπι κ.λπ.).
Μπορεί ο μερικώς απασχολούμενος να αρνηθεί να παράσχει πρόσθετη εργασία;
Καταρχήν, στο πλαίσιο της σύμβασης μερικής απασχόλησης ο μερικώς απασχολούμενος θέτει την εργασιακή του δύναμη στη διάθεση του εργοδότη μόνο για τον μειωμένο χρόνο εργασίας που έχει συμφωνηθεί με τη σύμβαση και δεν έχει υποχρέωση να εργαστεί πέραν του χρόνου αυτού.
Ωστόσο σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 1892/90, εάν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη.
Σε περίπτωση που παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχη αμοιβή με προσαύξηση 12% επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει ενώ η απασχόληση κατά τις Κυριακές και τις αργίες όπως και η νυκτερινή εργασία, συνεπάγεται την καταβολή της νόμιμης προσαύξησης. Ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής εργασίας αποτελεί το πλήρες ημερήσιο ωράριο του συγκρίσιμου εργαζομένου.
O μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν η πρόσθετη εργασία γίνεται κατά συνήθη τρόπο, δηλαδή όταν ο εργαζόμενος καλείται να παράσχει πρόσθετη εργασία σε σταθερή βάση. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο εργαζόμενος αρνηθεί την παροχή της εργασίας αυτής ουδεμία επίπτωση μπορεί η άρνησή του αυτή να επιφέρει στη σύμβαση. Από την άλλη, εφόσον αποδεχθεί την παροχή αυτή θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για σιωπηρή τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μερικώς απασχολούμενου. Σε κάθε περίπτωση εφόσον η πρόσθετη εργασία παρέχεται συστηματικά, θα πρέπει να τροποποιηθεί και ρητώς η σύμβαση έτσι ώστε να αποτυπώνονται σ’ αυτή οι πραγματικές ώρες απασχόλησής του εργαζομένου.